ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΠΠρΑθ 2666/2020

 

Αστική ευθύνη δημοσίου - Κύρωση πράξης εφαρμογής - Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Αυτοδίκαιη ανάκληση - Αποζημίωση - Αδικοπραξία - Αδικαιολόγητος πλουτισμός - Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος -.

 

Κύρωση πράξης εφαρμογής με απόφαση του Νομάρχη. Η πράξη εφαρμογής γίνεται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτοχρόνως και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται στα ακίνητα. Μεταβολές ιδιοκτησιών. Μετά την πάροδο της συνταγματικής προθεσμίας χωρίς την καταβολή της αποζημίωσης και συνεπώς μη συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, η απαλλοτρίωση αίρεται ουσιαστική ως προς τη νομική κατάσταση του ακινήτου. Το ακίνητο απαλλάσσεται από το βάρος της απαλλοτρίωσης και αποβάλλει τον χαρακτήρα του ως ρυμοτομούμενο ακίνητο. Με μόνη τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης με την οποία βεβαιώνεται η άρση της απαλλοτρίωσης μέχρι την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή την επανεπιβολή σ’ αυτό ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, το ακίνητο παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο. Στοιχεία αγωγής για αδικοπρακτική ευθύνη. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια του αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε παρά την παραγραφή της αξιώσεως από αδικοπραξία υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται στη ρύθμιση των άρθρων 904 επ. ΑΚ. Προϋποθέσεις καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2666/2020

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Συγκροτήθηκε από τις Δικαστές Ελένη Οικονόμου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Βασιλική Καρακώστα, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Κωνσταντίνα Καραμπογιά, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Βασιλική Κατσουρού.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 9 Μαΐου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αιόλου αρ.86), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία προκατέθεσε προτάσεις διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Βασιλικής ΚΟΥΡΟΥΣΙΑ του Βασιλείου (AM ΔΣΑ 013856), κατοίκου Αθηνών (οδός Σοφοκλέους αρ. 8-10), η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: «ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ» (ΟΤΑ Α' Βαθμού), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Λιοσίων αρ. 22), νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Δήμαρχο του, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Στυλιανού ΜΠΕΖΑΝΤΕ του Αντωνίου (AM ΔΣΑ 010510), κατοίκου Αθηνών (οδός Λιοσίων αρ. 22), ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20.12.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2017 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2017, και μετά την παρέλευση των προθεσμιών του άρθρου 237 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 11.2.2019 πράξης ορισμού δικασίμου του αρμόδιου Προέδρου Πρωτοδικών του Δικαστηρίου, για την τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό .

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

Με τα άρθρα 94 παρ. 1, 3 του Συντάγματος και 1 παρ. 1 και 2 στοιχ. η' του Ν. 1406/1983 ορίζεται αντιστοίχως ότι «Η εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές» και «Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σ αυτή. Στις διαφορές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ». Επίσης, με τα - άρθρα 104 και 105 εδ. α' ΕισΝΑΚ, 914 ΑΚ ορίζεται αντιστοίχως ότι «Για πράξεις και η παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου που ανάγονται στις έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το Δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα. Για παράνομες πράξεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που του έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση εκτός εάν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος» και «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τις διατάξεις αυτές συνδυαζόμενες με τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ προκύπτει ότι μπορεί μεν να δημιουργηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και από υλική πράξη οργάνου του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και συνεπώς να δημιουργηθεί εντεύθεν διοικητική διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, μόνον όμως όταν η πράξη αυτή ενέχει άσκηση δημόσιας εξουσίας είτε γιατί εντάσσεται σε έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη την οποία πραγματώνει ή επ' ευκαιρία της οποίας τελείται, είτε γιατί συνιστά καθ εαυτή δραστηριότητα που αναπτύσσεται υπό καθεστώς νομοθετικής υπεροχής έναντι των πολιτών που αρμόζει αποκλειστικά στο κράτος ή στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ως φορείς δημόσιας εξουσίας. Αντίθετα, αν η υλική πράξη δεν συνδέεται αιτιωδώς με έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, ούτε καλύπτεται καθ εαυτή από εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση, δημιουργική σχέσεως υπεροχής έναντι των πολιτών, αλλά με τη διαχείριση της ιδιωτικής του περιουσίας, τότε η πηγάζουσα από αυτή ευθύνη του δημοσίου προς αποζημίωση θεμελιώνεται αναγκαίως στις διατάξεις ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς η ανακύπτουσα διαφορά είναι ιδιωτική. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 106 ΕισΝΑΚ οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου (105) εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους (ΑΠ 1932/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 599/2013, ΕλλΔνη 54.1631, ΑΠ 1793/2009, ΝοΒ 58.733). Κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως νόμος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης...». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει: α) ότι είναι επιτρεπτή με διάταξη νόμου, η θέσπιση γενικών και αντικειμενικών περιορισμών της ιδιοκτησίας, χωρίς υποχρέωση αποζημίωσης, προς εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος, εφόσον αυτοί δεν θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας αναιρώντας ή αποδυναμώνοντας το σε μεγάλο βαθμό, είναι δε αναγκαίοι για την επίτευξη του σκοπούμενου αποτελέσματος (ΟλΑΠ 896/1985) και β) ότι επιτρέπεται η οριστική στέρηση ή αφαίρεση της ιδιοκτησίας (με μετάθεση ολική της κυριότητας του πράγματος σε άλλο πρόσωπο ή δημιουργία άλλου εμπράγματου δικαιώματος) με πράξη της πολιτείας μόνο αν επιβάλλεται προς θεραπεία δημόσιας ωφέλειας, εφόσον προηγηθεί της καταλήψεως καταβολή πλήρους αποζημίωσης που καθορίζεται από τα πολιτικά δικαστήρια. Εξάλλου, κατά το άρθρο 24 (παρ. 2-4) του Συντάγματος «2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης...3. Για να αναγνωρισθεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως νόμος ορίζει. 4. Νόμος μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής που χαρακτηρίζεται ως οικιστική στην αξιοποίηση και γενική διαρρύθμιση της σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο, με αντιπαροχή ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικά ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της περιοχής αυτής». Σε εκτέλεση και εφαρμογή των ως άνω συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 24, εκδόθηκαν αρχικά ο Ν. 947/1979 «Περί οικιστικών περιοχών» και στη συνέχεια ο Ν. 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, κ.λπ.», με τους οποίους θεσμοθετήθηκαν νέες διαδικασίες (διαφέρουσες από τη ρυμοτομία των ΝΔ 17.7.1923 και 797/1971) συνολικής διαχείρισης των ακινήτων της οικιστικής περιοχής προς πραγμάτωση των συνταγματικών σκοπών, με την υποχρέωση των ιδιοκτητών να διαθέσουν χωρίς αποζημίωση μέρος του ακινήτου τους ή με υποχρεωτική συμμετοχή αυτών με ολόκληρο το ακίνητο τους έναντι αντιπαροχής άλλου ακινήτου (ή διαιρεμένης ιδιοκτησίας) ίσης αξίας. Ειδικότερα, δε, με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του Ν. 947/1979 θεσπίστηκε η υποχρέωση των ιδιοκτησιών που περιλαμβάνονται σε περιοχή χαρακτηριζόμενη ως οικιστική για εισφορά σε γη, με σκοπό τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων που απαιτούνται για την πολεοδομική διαμόρφωση και ανάπτυξη της περιοχής-σε αρμονία με τη ρύθμιση του άρθρου 24 παρ. 3 του Συντάγματος-οι όροι και η διαδικασία δε πραγματοποίησης της θεσπισθείσας εισφοράς σε γη ρυθμίστηκε με τα άρθρα 18-20 του ίδιου νομοθετήματος. Ακολούθως, με το άρθρο 22 του ίδιου ως άνω Ν. 947/1979 ορίζεται ότι «1. Από της δημοσιεύσεως του κατά το άρθρο 14 παρ.1 (του ίδιου νόμου) προεδρικού διατάγματος (περί χαρακτηρισμού περιοχής ως οικιστικής και καθορισμού των όρων αναπτύξεως αυτής) επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση οιωνδήποτε ακινήτων κειμένων εντός της περιοχής της χαρακτηριζόμενης ως οικιστικής, ανεξαρτήτως του προβλεπόμενου υπό του ως άνω διατάγματος τρόπου αναπτύξεως ή αναμορφώσεως αυτής, εν τω συνόλω ή κατά ζώνας αυτής : α) προς δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, πέραν των διά της εισφοράς εις γην αποκτωμένων...3. Η απαλλοτρίωση ενεργείται υπέρ και δαπάναις του Δημοσίου ή δημοσίου οργανισμού ή επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως ή υπέρ αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού ή αναδόχου φορέως...4. Ειδικώς διά τις απαλλοτριώσεις προς δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, αυτές κηρύσσονται διά αυτού τούτου του προεδρικού διατάγματος περί εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης». Αντιστοίχως, με τα άρθρα 8 και 12 δε αυτού ρυθμίστηκε νέα διαδικασία απόκτησης κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, η οποία εφαρμόζεται στις περιοχές ένταξης ή επέκτασης του σχεδίου και προβλέπεται ο τρόπος υλοποίησης της διαχείρισης με την έκδοση της Πράξεως Εφαρμογής, με την οποία καθορίζονται τα τμήματα των ακινήτων που αφαιρούνται χωρίς αποζημίωση για εισφορές σε γή (εκ ποσοστού ανάλογου με την εδαφική έκταση της ιδιοκτησίας) για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων και υποχρεωτικές αναδασμικές μεταβολές (μετακινήσεις, συνενώσεις, αναδιανομές, ανταλλαγές ακινήτων), ακολούθως συντάσσεται και εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ πολεοδομική μελέτη και τέλος καταρτίζεται πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, η οποία κυρώνεται με απόφαση του Νομάρχη και μεταγράφεται στο οικείο Υποθηκοφυλακείο. Η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης έχει τις συνέπειες της έγκρισης σχεδίου πόλης. Για τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων που αυτή προβλέπει καθιερώνεται, αντιστοίχως, υποχρέωση εισφοράς σε γη. Η υποχρέωση αυτή που πραγματοποιείται με την πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, η οποία προσδιορίζει τα τμήματα που ρυμοτομούνται για κοινόχρηστους χώρους ή καταλαμβάνονται από κοινωφελείς χώρους και μπορεί, για να γίνει δυνατή η διάθεση της εισφοράς γης για τους σκοπούς του νόμου, να επιφέρει σημαντικές διαρρυθμίσεις στα τμήματα που προέρχονται από εισφορά γης, καθώς και σε κάθε ιδιοκτησία γενικά, όπως μετακινήσεις, τακτοποιήσεις, προσκυρώσεις, ανταλλαγές, καθώς και αλλαγές της μορφής των ιδιοκτησιών. Μετά την κύρωση της με απόφαση του Νομάρχη, η πράξη εφαρμογής γίνεται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτοχρόνως και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται στα ακίνητα. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 7 περ. α' του Ν. 1337/1983 (και αντιστοίχως του άρθρου 48 παρ. 7 περ. α' του από 14/277/1999 ΠΔ ΚΒΠΝ) με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχονται όλες οι αναφερόμενες σε αυτήν μεταβολές στις ιδιοκτησίες, εκτός από εκείνες για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση και για τη συντέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του ΝΔ από 177/16.8.1923 και του ΝΔ 797/1971 «Περί Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (ήδη του Ν. 2882/2001 -«Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων»). Οι μεταβολές των ιδιοκτησιών χωρίζονται δηλαδή σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι μεταβολές που συνίστανται σε εισφορά σε γη, με την αφαίρεση τους και τη διάθεση τους για τους προβλεπόμενους στο νόμο σκοπούς (άρθρου 17 παρ. 1 του Ν. 947/1979-άρθρο 8 παρ. 8 του Ν. 1337/1983-άρθρο 45 παρ. 8 ΚΒΠΝ). Με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχονται όλες οι μεταβολές της κατηγορίας αυτής στις ιδιοκτησίες. Στη δεύτερη κατηγορία μεταβολών ανήκουν εκείνες που αφορούν προσκυρώσεις, τακτοποιήσεις και ρυμοτομήσεις ή και δεσμεύσεις ιδιοκτησιών, πέραν της οφειλόμενης εισφοράς σε γη. Οι επεμβάσεις αυτές, εφόσον συνίστανται σε αναγκαστικές αφαιρέσεις ιδιοκτησιών ή τμημάτων ιδιοκτησιών επιπλέον εκείνων που περιλαμβάνονται στην καθορισμένη έκταση εισφοράς σε γη, δεν ολοκληρώνεται με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής, αλλά, σύμφωνα, με το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος θα πρέπει να προηγηθεί η πλήρης αποζημίωση των θιγόμενων ιδιοκτησιών και μόνο μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης των εν λόγω ακινήτων, με την καταβολή της αποζημίωσης ή τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προκατάθεσής της, επέρχεται μεταβολή της πρώτης κατηγορίας αυτής. Εξάλλου, κατά το εδάφιο τέσσερα (4) της παραγράφου τέσσερα του άνω άρθρου (17) «η αποζημίωση που ορίσθηκε (για τη στέρηση της ιδιοκτησίας) καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά αίρεται αυτοδικαίως». Η τελευταία διάταξη επαναλαμβάνεται στο άρθρο 11 παρ. 1 του ΝΔ 797/1971 «Περί Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (και ήδη πλέον στο άρθρο 11 παρ. 3 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων-Κ.Α.Α.Α. του Ν. 2882/2001»). Στην τέταρτη παράγραφο του άρθρου 11 του ΝΔ 797/1971 ορίζεται ότι «ανακληθείσης αυτοδικαίως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η κηρύξασα αύτην αρχή υποχρεούται όπως εντός ενός διμήνου εκδώσει πράξη, βεβαιούσα την επελθούσαν ανάκληση και δημοσιευόμενην διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης, δύναται πας ενδιαφερόμενος να ζητήσει, κατά την υπό του παρόντος οριζόμενη ειδική διαδικασία περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, βεβαιούσας την ανάκληση, καλουμένου εις την δίκη του υπέρ ου η αναγκαστική απαλλοτρίωση και του Δημοσίου» (αντίστοιχη ρύθμιση, καθορίζουσα τετράμηνη προθεσμία για την έκδοση βεβαιωτικής πράξης από την αρμόδια αρχή, περιλαμβάνεται στις παραγράφους 3 και 4 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων-ΚΑΛΑ Ν.2881/2001»). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι μετά την πάροδο της άνω συνταγματικής προθεσμίας (18μηνο) χωρίς την καταβολή της αποζημίωσης και συνεπώς μη συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, η απαλλοτρίωση αυτή αίρεται ουσιαστικά ως προς την νομική κατάσταση του ακινήτου. Δηλαδή το ακίνητο απαλλάσσεται από το βάρος της απαλλοτρίωσης και αποβάλλει το χαρακτήρα του ως ρυμοτομούμενο ακίνητο (ΑΠ 67/1981, ΝοΒ 29.1261). Ο ιδιοκτήτης δε, που στερήθηκε το απαλλοτριούμενο ακίνητο πριν από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, έχει δικαίωμα να ανακτήσει τη νομή του και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, κατά τις γενικές διατάξεις, για το χρόνο που στερήθηκε την κατοχή του. Η μη καταβολή της πλήρους αποζημίωσης της απαλλοτριούμενης ιδιοκτησίας εμποδίζει όχι μόνο τη μετάσταση της κυριότητας, αλλά και τη μετάσταση της νομής (ΑΠ 771/1977, ΝοΒ 1978.490, ΑΠ 444/1975, ΕΕΝ 1976.36, ΕφΑΘ 15088/1988, ΑρχΝομ 1990.26). Την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη πριν από την καταβολή της αποζημίωσης προβλέπει ο συνταγματικός νομοθέτης στο άρθρο 17 παρ. 4 εδ. γ' του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση, διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη». Το Σύνταγμα, με τη διάταξη του αυτή, κατοχυρώνει κυρίως τη νομή του ιδιοκτήτη και καθιστά παράνομη κάθε ενέργεια εναντίον της. Επιπλέον, στο άρθρο 11 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.ΑΑ), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2882/2001 και σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου ισχύει από 7.5.2001, ορίζεται : «1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφαση της να την ανακαλέσει ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεστεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριούμενο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα (4) έτη από την κήρυξη της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθοριστεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης...Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς....4....κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης...». Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου του ΚΑΑ.Α. δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξη τους. Και οι ανωτέρω όμως αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξη τους διατηρούνται χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση τους, σύμφωνα με το νόμο, για μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο με τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εύλογα όρια, με αποτέλεσμα να στερείται ο ιδιοκτήτης το δικαίωμα ελεύθερης διάθεσης του ακινήτου «κατά την πραγματική αξία του» και ελεύθερης οικονομικής εκμετάλλευσης αυτού, αποτελούν οικονομικό και νομικό βάρος της ιδιοκτησίας, που έρχεται σε αντίθεση προς τη συνταγματική προστασία αυτής. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση, την υποχρέωση, δε, αυτή δεν αναιρεί το ότι για την άρση απαιτείται τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση προς το σκοπό να αρθεί η απαλλοτρίωση είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (ΣτΕ 2276/2014, ΣτΕ 392/2014).

 

Επομένως, ιδιοκτήτης ακινήτου, που έχει ρυμοτομηθεί κατ' εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, εφόσον από την επιβολή της απαλλοτρίωσης παρήλθε μακρύ χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση αυτή με την καταβολή ή την παρακατάθεση της οφειλόμενης αποζημίωσης, μπορεί να απευθυνθεί στη Διοίκηση και να ζητήσει την άρση της απαλλοτρίωσης του ακινήτου, γιατί η διατήρηση της στην περίπτωση αυτή προσκρούει στις συνταγματικές διατάξεις για την προστασία της ιδιοκτησίας. Εάν η Διοίκηση αρνηθεί να προβεί στη νόμιμη (οφειλόμενη) αυτή ενέργεια της, ο θιγόμενος ιδιοκτήτης μπορεί να προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια και να ζητήσει την ακύρωση της ρητής ή σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης.

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις, θα κάνει δεκτή την αίτηση του θιγόμενου ιδιοκτήτη, ακυρώνοντας την άρνηση της Διοίκησης και θα αναπέμψει την υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου αυτή και μόνον, αφού προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης σε συμμόρφωση προς την εκδοθείσα δικαστική απόφαση, είτε να τροποποιήσει το ρυμοτομικό σχέδιο κατά τρόπο ώστε να μεταβάλλεται ο συνεπαγόμενος την αναγκαστική απαλλοτρίωση χαρακτηρισμός του ακινήτου, είτε, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, να επανεπιβάλλει την αρθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση και δεσμεύσει εκ νέου το ακίνητο, είτε τέλος να θεωρήσει για κάποιο νόμιμο λόγο (δασικός χαρακτήρας, οριοθέτηση αιγιαλού ή ρέματος) ότι το ακίνητο παραμένει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι με μόνη τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης με την οποία βεβαιώνεται η άρση της απαλλοτρίωσης μέχρι την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή την επανεπιβολή σ αυτό ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, το ακίνητο παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο (ΑΠ 57/2014, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1099 ΑΚ, αν ο νομέας απέκτησε τη νομή με παράνομη πράξη-αφαίρεσε δηλαδή υπαίτια από τον κύριο χωρίς τη θέληση του τη νομή του πράγματος-ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις περί αδικοπραξίας διατάξεις των άρθρων 914 επ., 934 επ. ΑΚ. Η αποζημίωση κατά τη διάταξη αυτή συνίσταται σε πλήρες διαφέρον, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τη θετική όσο και την αποθετική ζημία που υπέστη ο κύριος από την αφαίρεση και τη μη απόδοση σ αυτόν της νομής του πράγματος-άρα και το διαφυγόν κέρδος-χωρίς να ενδιαφέρει η καλή ή κακή πίστη αυτού ή αν η ενέργεια του αποτελεί ή όχι ποινικό αδίκημα, προϋποθέτει δε πταίσμα του εναγομένου (ΑΠ 822/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 7934/2007, ΕλλΔνη 2008.1106, ΕφΑΘ 2073/1987, ΕλλΔνη 1988.550). Ειδικότερα στην αγωγή που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ πρέπει να αναφέρονται: α) η ζημιογόνα συμπεριφορά του εναγομένου, β) το παράνομο αυτής, γ) η υπαιτιότητα (αμέλεια ή δόλος), δ) η ζημία (θετική και αποθετική) και ε) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και ζημίας (ΕφΑΘ 744/2011, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 478/2004, ΕλλΔνη2008.603), Ωφελήματα του πράγματος, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε συνδυασμό και με εκείνες του άρθρου 961 παρ. 1 και 3 του ΑΚ, είναι οι φυσικοί καρποί, δηλαδή τα φυσικά προϊόντα του πράγματος (ΑΠ 1223/1993, ΕλλΔνη 1995.171) και καθετί που πορίζεται αυτός από το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, αν και δεν είναι προϊόν αυτού καθώς και κάθε πρόσοδος που αποφέρει το πράγμα δυνάμει κάποιας έννομης σχέσης, δηλαδή οι πολιτικοί καρποί, όπως π.χ. το μίσθωμα (ΕφΑΘ 2653/2000, ΕλλΔνη 2001.117), όπως και κάθε όφελος που έχει ο νομέας από την ενοίκηση ή την κατ άλλο τρόπο χρήση του πράγματος από τον ίδιο, συνεπεία των οποίων εξοικονομεί την δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν αν μίσθωνε άλλο όμοιο πράγμα, οπότε η ωφέλεια συνίσταται στην εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα (ΑΠ 1518/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 540/2002, ΕλλΔνη 43.1667, ΕφΛαρ 162/2004, Δικογραφία 2004.480). Η δαπάνη αυτή δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΕφΙωανν 302/2004, ΕλλΔνη 2006.270, ΕφΑΘ 3746/1987, ΕλλΔνη 29.1621). Ως προς την καταβολή της ανωτέρω ωφέλειας συνεπώς δεν υφίσταται έκτου νόμου δήλη ημέρα, ώστε διά της παρελεύσεως της να περιέρχεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 341 παρ. 1 ΑΚ, ο παρακρατών το ακίνητο σε υπερημερία οφειλέτη ως μισθωτής και να υποχρεούται κατόπιν τούτου στην καταβολή τόκων υπερημερίας (ΑΠ 1512/2000, ΕλλΔνη 42.1327, ΑΠ 212/2000, ΕλλΔνη 41.754, ΑΠ 1594/1999, ΕλλΔνη 41.114). Η ωφέλεια απόδοσης από τη χρήση, αν πρόκειται για αστικό ακίνητο, είναι ισοδύναμη με τη μισθωτική αξία που είχε κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως το ακίνητο. Για την εκτίμηση της αποζημίωσης αυτής, λαμβάνονται υπόψη οι μισθωτικές συνθήκες της περιοχής, όπου βρίσκεται το κοινό ακίνητο, σε συνδυασμό προς τη θέση και την κατάσταση αυτού, εφόσον πρόκειται για οικοδόμημα (ΑΠ 181/1974, ΝοΒ 23.723, ΕφΑΘ 6386/2009, ΕλλΔνη 2010.554). Συνεπώς, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία αξιώνεται από τον τρίτο μη κύριο αποζημίωση για ορισμένο χρόνο, αρκεί να προσδιορίζεται σ αυτή το αντικείμενο και ότι ο εναγόμενος έκανε αποκλειστική χρήση αυτού, τα ωφελήματα που ο τελευταίος απεκόμισε από την αποκλειστική χρήση του, τα οποία, επί αστικού ακινήτου, αντιστοιχούν στη μισθωτική αξία του πράγματος. ʼλλο στοιχείο, και μάλιστα αναφορά στη σχετική αγωγή συγκριτικών στοιχείων για την εξεύρεση της μισθωτικής αξίας του αστικού ακινήτου, δεν απαιτείται, αφού η εν λόγω αξία θα προκύψει από τις αποδείξεις (ΑΠ 1465/2006, ΝοΒ 2006.1750, ΑΠ 1480/2000, ΕλλΔνη 2001.670, ΕφΑΘ 6386/2009, ΕλλΔνη 2010.554). Τέλος, το άρθρο 904 παρ. 1 εδ. α' ΑΚ ορίζει ότι «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια». Επίσης, το άρθρο 938 ΑΚ ορίζει ότι «όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια του αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε παρά την παραγραφή της αξιώσεως από αδικοπραξία, υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθμιση των άρθρων 904 επ. ΑΚ και ειδικότερα αν μεν η αδικοπραξία έγινε με αμέλεια από τη διάταξη του άρθρου 909 ΑΚ κατά την οποία υποχρεούται σε απόδοση της ωφέλειας, εφόσον είναι πλουσιότερος κατά τον χρόνο επίδοσης της αγωγής, διότι απόδοση ανύπαρκτου πλουτισμού δεν νοείται, ούτε στο σκοπό του νομοθέτη ανταποκρίνεται, αν δε έγινε με πρόθεση, από τη διάταξη του άρθρου 911 αρ. 2 ΑΚ με ανάλογη επέκταση αυτής, η οποία όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. β' ΑΚ που εφαρμόζεται στην περίπτωση απόδοσης ωφέλειας, που αποκτήθηκε από παράνομη ή ανήθικη αιτία η οποία θεμελιώνεται σε δικαιοπραξία, διότι η ωφέλεια από αδικοπραξία με πρόθεση αποτελεί πλουτισμό από παράνομη αιτία και ο νόμος αποσκοπεί να αποδοθεί η κτηθείσα από την αιτία αυτή ωφέλεια. Εκ τούτων παρέπεται ότι διά να τύχουν εφαρμογής οι προπαρατεθείσες διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και να αποτελέσουν βάση αγωγής πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η εξ αυτής αγωγή (άρθρο 937 ΑΚ) καινά συντρέχουν και οι προϋποθέσεις ως άνω εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 1439/2014, ΑΠ 1261/2013, ΑΠ 547/2008 και ΑΠ 562/2004, ΤΝΠ Νόμος). Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει επικουρικό (επιβοηθητικό) χαρακτήρα, με την έννοια ότι χορηγείται από το νόμο όταν δεν υπάρχει ανάμεσα στα ίδια πρόσωπα και βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών άλλη αξίωση που να πηγάζει από άλλη έννομη σχέση (ΟλΑΠ 22/2003, ΕλλΔνη 2003.1261, ΑΠ 1433/2010, ΧρΙΔΔ 2011.502, ΑΠ 1014/2010, ΤΝΠ Νόμος). Υπό το πρίσμα αυτό όταν με την αγωγή ασκείται αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με την αξίωση του δικαιούχου από αδικοπραξία θα πρέπει, για την πληρότητα του αγωγικού δικογράφου, να αναφέρεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής αξίωσης ή ότι η τελευταία αξίωση έχει παραγραφεί (άρθρο 938 ΑΚ). Αν όμως η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού χρησιμοποιείται ως επικουρική βάση της αγωγής, δηλαδή σωρεύεται στο δικόγραφο κατά δικονομική επικουρικότητα (υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από αδικοπραξία-άρθρο 219 ΚΠολΔ), για την πληρότητα της αρκεί να μνημονεύεται η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία («περιελθόν») σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος (άρθρο 938ΑΚ-ΑΠ 28/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 281/2002, ΑχΝομ 2003.272), χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης ή ότι η αξίωση του δικαιούχου έχει παραγραφεί, αφού η έλλειψη των στοιχείων της αδικοπραξίας ή η παραγραφή της αξίωσης που πηγάζει από αυτή θα διαγνωσθούν στην ίδια δίκη (ΑΠ 1468/2010, ΕΦΑΔ 2011.100).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, στην από 20.12.2017 (και με αριθμό κατάθεσης ./2017) κρινομένη αγωγή της, η οποία επιδόθηκε νομότυπα στον εναγόμενο, εντός της οριζόμενης στο άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση της, που έγινε στις 21.12.2017 (βλ. την υπ'αριθ. .Β'/27.12.2017 έκθεση επιδόσεως του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ) και παραδεκτώς (κατ'άρθρο 224 ΚΠολΔ) διορθώθηκε με τις έγγραφες προτάσεις της (βλ. σελ. 1 των προτάσεων της, όπου διορθώθηκε στην In σειρά της σελ. 6 της αγωγής, ο αριθμός απόφασης του Νομάρχη από ./1974 στο ορθό ./1974) εκθέτει ότι κατέστη αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος, με τον τρόπο που περιγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο, ενός ενιαίου ακινήτου (οικοπέδου), εκτάσεως, κατά τους τίτλους κτήσεως, 1.172,48 τ.μ., το οποίο αποτελείται από δύο όμορα οικόπεδα, ευρισκόμενα στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων, εντός του σχεδίου πόλεως, στο Ο.Τ. 15/60 και επί των οδών Μητροπόλεως και Πανδρόσου. Ότι από τότε που έγινε κυρία των ως άνω δύο όμορων οικοπέδων επιλήφθηκε αμέσως της νομής αυτών, κατέχοντας αυτά συνεχώς και αδιαλείπτως, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου και με νόμιμο τίτλο, ενεργούσα όλες τις πράξεις νομής και κατοχής που προσιδιάζει στη φύση τους. Ότι με βάση την υπ' αριθ. 3/14 Φεβρουαρίου 1974 Πράξη Προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημιώσεως της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας Αττικής, εκδοθείσας κατ' εφαρμογή του από 18.9.1972 Β/Δτος και επικυρωθείσας με την υπ'αριθ. ./74 απόφαση του Νομάρχη Αττικής, μεταξύ των άλλων απαλλοτριωθέντων  ακινήτων, απαλλοτριώθηκαν εξ ολοκλήρου, λόγω επείγουσας ανάγκης εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Αθηνών αμφότερα τα ως άνω οικόπεδα της ενάγουσας, τα οποία στο συνοδεύον (την ανωτέρω Πράξη Προσκύρωσης) από 12.2.1974 τοπογραφικό διάγραμμα του Νομομηχανικού , εμφαίνονται ενιαίως ως έχοντα έκταση συνολικά 1.166 τ.μ. Ότι κατόπιν έκδοσης της Πράξης προσκύρωσης, άρχισε η διαδικασία καθορισμού προσωρινής και οριστικής μονάδας για τις απαλλοτριωθείσες εδαφικές επιφάνειες, διά δε της υπ' αριθ. 6960/1978 οριστικής αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης σε 230.000 δρχ. ανά τ.μ. και για την ως άνω απαλλοτριωθείσα επιφάνεια κυριότητας της ενάγουσας. Ότι από τις 14.2.1974 η ως άνω ιδιοκτησία της κατελήφθη, προ πάσης αποζημιώσεως, και χωρίς την έγκριση ή τη συναίνεση της, από τον εναγόμενο Δήμο. Ότι στη συνέχεια με την υπ'αριθ. 8690/1982 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, βεβαιώθηκε τελεσίδικα ότι η ανωτέρω απαλλοτρίωση ανακλήθηκε αυτοδικαίως από 28.12.1979 για τους σ' αυτή αναφερομένους λόγους. Ότι ο εναγόμενος Δήμος, από τις 14.2.1974, αυθαίρετα και παράνομα κατέλαβε το άνω ενιαίο ακίνητο της ενάγουσας και στη συνέχεια το μετέτρεψε σε πλατεία και ότι ακόμη και σήμερα, παρά τη βεβαίωση της ανάκλησης της απαλλοτρίωσης και παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας προς εκείνον, δεν της το έχει αποδώσει, ούτε έχει προχωρήσει στην τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, αλλά εξακολουθεί να κατέχει αυτό χωρίς την έγκριση ή τη συναίνεση της, αμφισβητώντας το δικαίωμα κυριότητας της σ' αυτό. Ότι ο εναγόμενος συνεχίζει την παράνομη χρήση του ακινήτου της, χωρίς να την αποζημιώνει και ότι συνέπεια της ως άνω συμπεριφοράς του είναι η στέρηση της ιδιοκτησίας της επί 40 και πλέον έτη. Ότι κατόπιν άσκησης εκ μέρους της ενάγουσας της από 24.10.1996 (και με αριθμό κατάθεσης ./4.11.1986] αγωγής της, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 5847/1992 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη και ότι μ' αυτή αναγνωρίστηκε με δύναμη δεδικασμένου ότι η ενάγουσα τυγχάνει κυρία των ως άνω όμορων οικοπέδων της. Ότι ο εναγόμενος με το να εξακολουθεί (από το έτος 1974) να έχει παράνομα τη χρήση του ως άνω ενιαίου ακινήτου της, χωρίς να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στην ενάγουσα, της προκαλεί ζημία, που αφορά τα απωλεσθέντα εισοδήματα που εκείνη θα αποκτούσε, αν μπορούσε να το διαθέσει ελεύθερα. Ότι αν το ως άνω ακίνητο της δεν ήταν δεσμευμένο, θα μπορούσε να το εκμισθώνει η ενάγουσα σε τρίτους, ως υπαίθριο χώρο στάθμευσης, με εκτιμώμενη μηνιαία μισθωτική αξία: α) για το έτος 2012 στο ποσό των 29.250 ευρώ, β) για το έτος 2013 στο ποσό των 28.986,75 ευρώ, γ) για το έτος 2014 στο ποσό των 28.609,92 ευρώ, δ) για το έτος 2015 στο ποσό των 28.123,55 ευρώ, ε) για το έτος 2016 στο ποσό των 27.898,57 ευρώ και στ) για το έτος 2017 στο ποσό των 28.233,35 ευρώ. Με βάση το ως άνω ιστορικό, η ενάγουσα, ζητεί: 1) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει, ως αποζημίωση χρήσης : α) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012-31.12.2012 (12 μήνες χ 29.250 ευρώ μηνιαίως=) το ποσό των 351.000 ευρώ, β) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013-31.12.2013 (12 μήνες χ28.986,75 ευρώ μηνιαίως=) το ποσό των 347.841 ευρώ, γ) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014-31.12.2014 (12 μήνες x 28.609,92 ευρώ μηνιαίως=) το ποσό των 343.319,07 ευρώ, δ) για το χρονικό διάστημα από 1.1.201531.12.2015 (12 μήνες x ευρώ 28.123,55 μηνιαίως=) το ποσό των 337.482,64 ευρώ, ε) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016-31.12.2016 (12 μήνες x 27.898,57 ευρώ μηνιαίως=) το ποσό των 334.782,78 ευρώ και στ) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017-31.12.2017 (12 μήνες x 28.233,35 ευρώ μηνιαίως=) το ποσό των 338.800,18 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.053.225,67 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 31.12.2017, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, νομιμοτόκως για το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε μήνα του παραπάνω χρονικού διαστήματος από τη λήξη του μήνα αυτού, άλλως για το συνολικά αιτούμενο ποσό από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, 2) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και 3) να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Επικουρικώς, δε, ζητεί το ίδιο ως άνω ποσό (των 2.053.225,67 ευρώ) κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις (ΑΚ 904 επ.), καθώς ο εναγόμενος αποκόμισε ως ωφέλεια από τη χρήση του ακινήτου το συγκεκριμένο ποσό, το οποίο θα αναγκαζόταν να καταβάλει στην ενάγουσα ή σε τρίτο για τη μίσθωση του επίδικου ή άλλου όμοιου ακινήτου. Περαιτέρω, στην κρινόμενη υπόθεση, η ενάγουσα παρίσταται νόμιμα, δεδομένου ότι κατέθεσε εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 237 παρ. 1 και 238 παρ. 1 εδ. τελ. ΚΠολΔ, γραπτές προτάσεις δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Βασιλικής ΚΟΥΡΟΥΣΙΑ, η οποία προσκόμισε το υπ' αριθ. ./7.3.2016 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών , για τη διεξαγωγή της παρούσας δίκης (άρθρα 96 παρ. 1 και 237 παρ. 1 ΚΠολΔ) και έχει προκαταβάλει τις εισφορές προς τον ΔΣΑ για τη διαδικαστική πράξη της υποβολής των προτάσεων, όπως ορίζει το άρθρο 61 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (βλ. γραμμάτιο προκαταβολής με αρ. Π.), ο δε εναγόμενος παρίσταται, επίσης, νόμιμα, καθόσον κατέθεσε εμπρόθεσμα (άρθρα 237 παρ. 1 και 238 παρ. 1 εδ. τελ. ΚΠολΔ), γραπτές προτάσεις δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Στυλιανού ΜΠΕΖΑΝΤΕ, ο οποίος προσκόμισε το υπ'αριθ. ./2.9.2014 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών, για τη διεξαγωγή της παρούσας δίκης (άρθρα 96 παρ. 1 και 237 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ απαλλάσσεται της προκαταβολής των προβλεπομένων εισφορών προς τον ΔΣΑ για τη διαδικαστική πράξη της υποβολής των προτάσεων, καθότι τυγχάνει ΝΠΔΔ (άρθρο 61 παρ. 3 περ. δ' του Ν. 4194/2013). Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινομένη αγωγή εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία ως προς την εκδίκαση αυτής, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, καθόσον διά της ένδικης αγωγής ζητούνται από τον εναγόμενο, ως αποζημίωση χρήσης, τα ωφελήματα που έχουν εξαχθεί από το ακίνητο (υπό τη μορφή διαφυγόντος κέρδους για την ενάγουσα και εξοικονόμηση δαπάνης για τον εναγόμενο), επομένως εισάγεται διαφορά, που, αφενός, είναι από τη φύση της ιδιωτικού δικαίου, ως απορρέουσα από το δικαίωμα της κυριότητας επί του ακινήτου, αφετέρου συνδέεται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του εναγομένου, συνεπώς αρμόδια είναι τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια, απορριπτόμενου του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου. Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο είναι τόσο καθ' ύλην όσο και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση της (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2, 18 και 25 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Είναι δε ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο παρεπομένου αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από τη λήξη εκάστου μηνός εντός του επίδικου χρονικού διαστήματος, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η αποζημίωση χρήσης δεν έχει το χαρακτήρα μισθώματος, επομένως, δεν υφίσταται εκ του νόμου δήλη ημέρα καταβολής, ώστε με την παρέλευση της να περιέρχεται ο εναγόμενος Δήμος σε υπερημερία οφειλέτη και να υποχρεούται στην καταβολή τόκων υπερημερίας. Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αίτημα έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις υπέρ τρίτων επιβαρύνσεις (βλ. το υπ'αριθ. ηλεκτρονικό παράβολο, μετά του από 21.3.2018 παραστατικού πληρωμής της «ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»).

 

Στο άρθρο 3 του ΝΔ 31/1968 «περί προστασίας της περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και ρυθμίσεως ετέρων τινών θεμάτων» (Α'281) ορίζεται «Αι υπό των αστικών εν γένει νόμων και των ουσιαστικών διατάξεων περί δικών του δημοσίου αναγνωριζόμεναι εις το δημόσιον προνομίαι ή τεθεσπισμέναι ειδικαί προστατευτικαί διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, εφόσον αι τυχόν υφιστάμεναι αντίστοιχα διά τους οργανισμούς τούτους προνομίαι εν γένει δεν είναι ευρύτεραι ή ευνοϊκότεραι των επί του δημοσίου ισχυουσών». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τους ΟΤΑ ισχύει κατ' αρχήν η και νόμιμη, στηριζόμενη, κατά την κύρια βάση της, στις διατάξεις των άρθρων 297,298, 346,914,962 και 1099 ΑΚ, 176,191 παρ. 2,907 και 908 ΚΠολΔ, κατά δε την επικουρική της βάση σης διατάξεις των άρθρων 938, 904, 908, 910 και 346 ΑΚ, πλήν του νομοθεσία περί δημοσίου λογιστικού, εάν όμως υπάρχουν περί παραγραφής διατάξεις του κοινού δικαίου ευνοϊκότερες, εφαρμόζονται αυτές υπέρ των ΟΤΑ (ΑΠ 1310/2009, ΑΠ 420/2002, ΤΝΠ Νόμος). Αντιστοίχως, με την παρ. 4 του άρθρου 29 του Ν. 3202/2003 (Α' 284) προστέθηκαν στο άρθρο 304 του ΠΔ 410/1995 (Α' 231 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας») ως προς την παραγραφή των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ οι εξής διατάξεις : «Για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ έχουν εφαρμογή οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ καταργείται. Αντιστοίχως στο ΝΔ 321/1969 «περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού», το οποίο εφαρμόζεται εφόσον η σχετική αξίωση γεννήθηκε πριν από τη θέση σε ισχύ του Ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλων διατάξεων» (ήτοι πριν από την 1.1.996) ορίζεται στο άρθρο 91 παρ. 1 ότι «ο χρόνος της παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου, είναι πέντε ετών, εφόσον υπό ετέρας γενικής ή ειδικής διατάξεως δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής» και στο άρθρο 93 του ιδίου ΝΔ ότι «η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους, καθ'ό εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις». Αντιστοίχως, στο άρθρο 90 παρ. 1 του προαναφερόμενου Ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλων διατάξεων» ορίζεται ότι «οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής», ενώ αντιστοίχως στο άρθρο 91 εδ. α' του ίδιου νόμου ότι «επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής», σύμφωνα δε με το άρθρο 107 του τελευταίου ως άνω νόμου «οι διατάξεις...περί παραγραφής εφαρμόζονται επί απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη της ισχύος του», η οποία με βάση το άρθρο 119 αυτού προσδιορίζεται την 1.1.1996. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι υπέρ του Δημοσίου και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ισχύει παραγραφή κάθε ενοχικού χρέους μετά παρέλευση πέντε (5) ετών αφότου γεννήθηκε η σχετική αξίωση και είναι νομικώς δυνατή η δικαστική επιδίωξη της, κατά τον κανόνα του άρθρου 251 ΑΚ, ο οποίος έχει γενική εφαρμογή και ανεξάρτητα από το χρόνο, κατά τον οποίο-αν πρόκειται για αξίωση από αδικοπραξία-αυτός που ζημιώθηκε έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υπόχρεου. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις που εισάγονται με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, είναι ειδικές προς την παραγραφή των ενοχικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου και των ΟΤΑ (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και εκείνες που πηγάζουν από αδικοπραξία), με βάση τις οποίες, είτε πρόκειται γι' αυτές του άρθρου 91 παρ. 1 του ΝΔ 321/1969, είτε γι' αυτές του άρθρου 90 παρ. 1 του Ν. 2362/1995, σε καμία περίπτωση ο χρόνος παραγραφής, κατά τη νομοθετική βούληση που εκφράσθηκε σαφώς, δεν μπορούσε να υπερβαίνει την πενταετία (με αφετηρία το χρονικό σημείο που προαναφέρθηκε), ενώ ο χρόνος αυτός θα κινδύνευε να εκταθεί σε εικοσαετία, αν η αφετηρία μετακινείτο στο χρόνο γνώσης από τον παθόντα της ζημίας και του προς αποζημίωση υπόχρεου, όπως ορίζει το άρθρο 937 ΑΚ (ΟλΑΠ 33/1988, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 878/2004, ΕλλΔνη 2006.1435). Εξάλλου, σε περίπτωση αδικοπραξίας που έλαβε χώρα με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, αφόρου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής αρχίζει για όλες τις ζημίες ενιαίως (ΟλΑΠ 24/2003). Διαφορετικά, όμως, έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώρα άπαξ, αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Στην περίπτωση αυτή η ζημία που προκαλείται σε άλλον Χ από την υπαίτια παράλειψη του δράστη να άρει τη γενεσιουργός της ζημίας κατάσταση δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσας πράξεως του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση, αλλά της διατηρήσεως και μη άρσεως της ζημιογόνου αυτής καταστάσεως, γεννάται, δε, όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξεως με την οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως, η παραγραφή της αξιώσεως του ζημιωθέντος προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από τη διατήρηση της καταστάσεως αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από τον χρόνο της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς του δράστη με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση, αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά σημεία που εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση αυτή και να προκαλεί ζημία σε άλλον (ΑΠ 11604/2014, ΕΠολΔ 2014.766, ΑΠ 1730/2010, ΧΡΙΔΔ 2011.584). Τέλος, με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει όταν, από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 33/2005, ΕλλΔνη 2005.1033, ΟλΑΠ 19/1998, ΕλλΔνη 1098.310). Συνεπώς, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, κάθε δικαίωμα είτε ιδιωτικού είτε δημόσιου χαρακτήρα, θεωρείται καταχρηστικώς ασκούμενο, ασχέτως του δικονομικού τρόπου προσβολής του, δηλαδή με αγωγή, ένσταση ή αντένσταση (ΟλΑΠ 16/206, ΕλλΔνη 2006.1330, ΑΠ 613/2007, ΤΝΠ Νόμος) και όταν η προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και η διαμορφωθείσα, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, πραγματική κατάσταση, δεν δικαιολογούν την άσκηση του και αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ήτοι καθίσταται μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 1/1997, ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 56/1990, ΑΠ 1248/2010, ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, για να χαρακτηρισθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, εκτός από την αδράνεια του δικαιούχου για μεγάλο χρονικό διάστημα, πρέπει να συντρέχουν επίσης : α) συμπεριφορά αυτού που δημιουργεί εύλογα την πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα, β) δημιουργία καταστάσεως που δε δικαιολογεί τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος και γ) η ανατροπή της καταστάσεως να έχει επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΑΠ 653/2013).

 

Ο εναγόμενος αρνείται την αγωγή, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις προτάσεις του. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι οι επίδικες αξιώσεις της ενάγουσας έχουν υποπέσει σε παραγραφή, τόσο αυτές που στηρίζονται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, όσο και των αντίστοιχων με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω παρέλευσης πενταετίας από τη δέσμευση της απαλλοτριωθείσας έκτασης και τη γνώση της ενάγουσας για το γεγονός αυτό, ήτοι από το έτος 1974 μέχρι και την άσκηση της αγωγής στις 27.12.2017. Ο ως άνω ισχυρισμός αποτελεί νόμιμη ένσταση παραγραφής, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3 του Ν.Δ. 31/1968, 304 του ΠΔ 410/1995, 91 παρ. 1, 93 του ΝΔ 321/1969 και 90 παρ. 1, 91 του Ν. 2362/1995 και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Περαιτέρω, ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι αφ'ής στιγμής από το έτος 2000 ο Δήμος παραιτήθηκε της κοινοχρησίας του επίδικου ακινήτου και από το έτος 2010 η ενάγουσα απέβαλε το Δήμο από το επίδικο ακίνητο, αυτή : α) δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να ζητεί αποζημίωση από το Δήμο για το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1.1.2012-31.12.2017 και β) υφίσταται διακοπή της αιτιώδους συνάφειας της φερόμενης παράνομης πράξης της κατάληψης του ακινήτου της και της φερόμενης ζημίας της ενάγουσας από το έτος 2000, άλλως από το έτος 2010 και εντεύθεν για τους προαναφερθέντες λόγους. Ο ως άνω ισχυρισμός κατά τα υπό στοιχείο [α) και (β) σκέλη του συνιστά άρνηση της αγωγής. Τέλος, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η άσκηση του αγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, διότι: Α) Η εμπλοκή του Δήμου στην επίδικη έκταση έγινε μετά την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, με την οποία χαρακτηρίστηκε ως κοινόχρηστος χώρος το επίδικο και χρησιμοποιώντας αυτή σαν κοινόχρηστη πλατεία και χώρο αναψυχής των πολιτών πίστευε ότι ενεργούσε απολύτως νόμιμα και με την έγκριση του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο άλλωστε είχε την ευθύνη της απαλλοτρίωσης αλλά και την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΝΔ 632/1970. Β) Αν δεν είχε χαρακτηριστεί η επίδικη έκταση σαν κοινόχρηστος χώρος από το Ελληνικό Δημόσιο, ο Δήμος δεν θα είχε κανένα λόγο να προβεί στη χρήση της και ούτε θα μίσθωνε άλλο ακίνητο για το σκοπό αυτό, πράγμα εξάλλου που δεν έχει πράξει μέχρι και σήμερα, ενώ από τη χρήση της ο Δήμος όχι μόνο δεν ωφελήθηκε, αλλά αντιθέτως υποχρεώθηκε σε σημαντικού ύψους δαπάνες για πλακόστρωση, δενδροφύτευση, κ.λπ. Γ) Από το έτος 1972 μέχρι και την κοινοποίηση της από 15.7.1998 διεκδικητικής αγωγής, ουδέποτε η αντίδικος ζήτησε από τον Δήμο να εγκαταλείψει το επίδικο, μολονότι η χρήση του σαν κοινόχρηστου χώρου ήταν συνεχής, αδιάλειπτη και εμφανής και Δ) Μετά την άσκηση της ως άνω αγωγής, ο Δήμος συνέχισε τη χρήση των επιδίκων μέχρι και τις 23.1.2001 με ? χ τη συναίνεση της ενάγουσας, η οποία μέχρι την ημερομηνία αυτή προέτρεπε τηλεφωνικά και εγγράφως τον Δήμο να προβεί στην αγορά του. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, τυγχάνει μη νόμιμος ως προς τα υπό στοιχεία (Α] και (Β) σκέλη του, καθώς τα περιστατικά στα οποία αναφέρονται και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη καταχρηστική την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος, ενώ ως προς τα υπό στοιχεία (Γ) και (Δ) σκέλη του τυγχάνει νόμιμος και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη, ενώ άλλα ως δικαστικά τεκμήρια, μερικών εκ των οποίων εγγράφων γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς, ωστόσο, να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, από τις υπ' αριθ. και /22.3.2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων , οι οποίες δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του αντιδίκου της (βλ. την υπ' αριθ. .Β'/16.3.2018 έκθεση επιδόσεως του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ), καθώς και από την υπ' αριθ. ./28.3.2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος η οποία δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, με επιμέλεια του εναγομένου, κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της αντιδίκου του (βλ. την υπ' αριθ. ./23.3.2018 έκθεση επιδόσεως του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα τυγχάνει αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος ενός ενιαίου ακινήτου (οικοπέδου), εκτάσεως, κατά τους τίτλους κτήσης 1.172,48 τ.μ., το οποίο αποτελείται από δύο επιμέρους, όμορα ακίνητα, εκτάσεως 911 τ.μ. και 261,48 τ.μ., τα οποία βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια του εναγομένου «ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ», εντός σχεδίου πόλεως, στο Ο.Τ. . και με μέτωπα προς τις οδούς Μητροπόλεως και Πανδρόσου, συνορεύει, δε, το ενιαίο ακίνητο ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ με την Πλατεία Μητροπόλεως, ΔΥΤΙΚΑ με ιδιοκτησίες . και ., ΒΟΡΕΙΑ με την οδό Μητροπόλεως και ΝΟΤΙΑ με την οδό Πανδρόσου (βλ. το τοπογραφικό διάγραμμα που εμπεριέχεται στο αγωγικό δικόγραφο). Η ενάγουσα, από τότε που απέκτησε το παραπάνω ακίνητο, ήτοι το μεν τμήμα εκτάσεως 911 τ.μ. δυνάμει της υπ' αριθ. ./25.5.1938 Περίληψης Κατακυρωτικής Έκθεσης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., νομίμως μεταγεγραμμένης, το δε τμήμα εκτάσεως 261,48 τ.μ. δυνάμει του υπ' αριθ. ./11.7.1939 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., νομίμως μεταγεγραμμένου, και μέχρι το έτος 1974, ασκούσε επ' αυτού όλες τις προσιδιάζουσες προς τη φύση του πράξεις νομής, ήτοι το επισκεπτόταν και το επέβλεπε διά των οργάνων της, εκμίσθωνε τα υπάρχοντα τότε σ' αυτό κτίσματα σε ιδιώτες και εμπόρους, εισέπραττε τα μισθώματα και συντηρούσε τα κτίρια, ενώ το 1970, κατόπιν αιτήσεως της, εκδόθηκε η υπ' αριθ. ./1970 άδεια ανεγέρσεως εντός αυτού πολυωρόφου οικοδομής γραφείων από το αρμόδιο γραφείο Πολεοδομίας Αθηνών. Για το σκοπό αυτό η ενάγουσα ήγειρε αγωγές για την απόδοση των μισθίων κτισμάτων και στη συνέχεια προέβη στην κατεδάφιση αυτών. Όμως, με την υπ'αριθ. ./14.2.1974 Πράξη Προσκύρωσης και Αναλογισμού Αποζημίωσης της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας Αττικής, η οποία εκδόθηκε σε εφαρμογή του από 18.9.1972 Β.Δ/τος και επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. ./1974 απόφαση του Νομάρχη Αττικής, απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά και το προαναφερόμενο (ενιαίο) ακίνητο της ενάγουσας, λόγω επείγουσας ανάγκης εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Αθηνών. Μετά την έκδοση της ως άνω Πράξης προσκύρωσης, ο εναγόμενος Δήμος κατέλαβε το εν λόγω ακίνητο της ενάγουσας, χωρίς να έχει παρακατατεθεί η αποζημίωση, χωρίς δηλαδή να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της απαλλοτρίωσης και η απώλεια της κυριότητας της ενάγουσας και χωρίς τη συναίνεση της τελευταίας, ήτοι παράνομα. Ακολούθως, εκδόθηκαν οι υπ' αριθ. 327/1977 και 6960/1978 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και Εφετείου Αθηνών, αντιστοίχως, με τις οποίες καθορίστηκε προσωρινή και οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης για το εν λόγω ακίνητο, ύψους 230.000 δρχ. ανά τ.μ. Η αποζημίωση αυτή αν και από τη δημοσίευση της ως άνω αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών παρήλθε χρονικό διάστημα ενός και ημίσεως έτους, δεν καταβλήθηκε ούτε παρακατατέθηκε νομίμως και επομένως η απαλλοτρίωση ήρθη αυτοδικαίως, τούτου επιβεβαιωθέντος με την υπ' αριθ. 8690/1982 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παρά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, ο εναγόμενος συνέχισε όλο το ενδιάμεσο, αλλά και μεταγενέστερο χρονικό διάστημα και μέχρι το έτος 2010 να κατέχει και εκμεταλλεύεται παρανόμως το επίδικο ακίνητο, αρχικά ως χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων με την τοποθέτηση σ' αυτό παρκόμετρων και στη συνέχεια ως χώρο αναψυχής με τη φύτευση δενδρυλλίων, τοποθέτηση παγκακίων και με πλακόστρωση του εδάφους του. Λόγω της ως άνω κατάληψης του, η ενάγουσα αναγκάστηκε να ασκήσει σε βάρος του εναγομένου Δήμου την από 24.10.1986 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 5847/1992 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτή αναγνωρίστηκε κυρία του επίδικου ακινήτου. Μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, η ενάγουσα με την από 13.8.1983 επιστολή της, όχλησε τον εναγόμενο να της αποδώσει την κατοχή του επιδίκου, πλην όμως, αυτός αρνήθηκε να το πράξει και έτσι η ενάγουσα άσκησε, στη συνέχεια, εναντίον του, την από 15.7.1998 διεκδικητική αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 3182/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο εναγόμενος διατάχθηκε να της αποδώσει το επίδικο ακίνητο. Κατόπιν, δε, ασκηθείσας απ' αυτόν εφέσεως και στη συνέχεια αιτήσεως αναιρέσεως, εκδόθηκαν η υπ' αριθ. 8232/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση του και η υπ' αριθ. 945/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως. Ακολούθως, η ενάγουσα επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση της ως άνω υπ' αριθ. 3182/2000 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της οποίας ο εναγόμενος άσκησε ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε [βλ. την υπ' αριθ. 1336/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) και τελικώς απέβαλε αυτόν από το επίδικο ακίνητο δυνάμει της υπ' αριθ. ./8.1.2010 έκθεσης Αποβολής-Εγκατάστασης και Καταγραφής του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών .. Ας σημειωθεί ότι τα ως άνω κρίθηκαν με δύναμη δεδικασμένου με την υπ' αριθ. 1170/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Τμήμα 16°), κατόπιν άσκησης : α) της από 17.12.2013 (και με αριθμό κατάθεσης ./2013) εφέσεως της ενάγουσας και β) της από 14.4.2014 (και με αριθμό κατάθεσης ./2014) εφέσεως του εναγομένου κατά της υπ' αριθ. 4681/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδόθηκε επί της από 21.12.2007 (και με αριθμό κατάθεσης ./2007) αγωγής, που είχε ασκήσει ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η ενάγουσα, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να της καταβάλει την ωφέλεια (ύψους 921.457,24 ευρώ), που αυτός προσπορίστηκε, χωρίς νόμιμη αιτία, από την αυθαίρετη και παράνομη κατάληψη και χρήση του ως άνω επίδικου ακινήτου της, κατά το χρονικό διάστημα, όμως, από 14.2.1974 έως 30.4.1998, συνιστάμενο στην εξοικονόμηση αντίστοιχης δαπάνης, στην οποία θα υποβαλλόταν εάν εκμίσθωνε τούτο, όπως και να της καταβάλει μηνιαία αποζημίωση χρήσεως (ύψους 9.098 ευρώ) από 1.5.1998 και μέχρι την παράδοση του καταληφθέντος ακινήτου της. Η ενάγουσα ισχυρίζεται με την κρινομένη αγωγή της, ότι ο εναγόμενος Δήμος μετά τη βεβαίωση της ανάκλησης της απαλλοτρίωσης του επίδικου ακινήτου της και παρά τις επανειλημμένες και αδιάκοπες οχλήσεις και διαμαρτυρίες της, μέχρι σήμερα δεν της έχει αποδώσει το επίδικο ακίνητο της, αλλά εξακολουθεί να κατέχει τούτο, όπως το κατείχε και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2012-31.12.2017. Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο εναγόμενος Δήμος επανακατέλαβε το ως άνω ενιαίο ακίνητο της ενάγουσας μετά την αποβολή του από αυτό το έτος 2010, η οποία έλαβε χώρα, όπως προαναφέρθηκε, με την υπ' αριθ. ./8.1.2010 Έκθεση Αποβολής-Εγκατάστασης και Καταγραφής του Δικαστικού Επιμελητή , στην οποία ρητά αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι «...Εγκατέστησα νόμιμα, όπως διατάσσει η ως άνω εκτελεσθείσα απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε/'[...]εις τα ως άνω δύο [2] περιγραφόμενα ακίνητα μετά των πάσης φύσεως συστατικών-παραρτημάτων-παρακολουθημάτων και προσαυξημάτων των, του οικοπέδου των και της εν γένει περιοχής των και παρέδωσα εις την ως άνω επισπεύδουσα Τραπεζική Εταιρεία την ελεύθερη νομή-κατοχή και-χρήση των ως άνω περιγραφομένων δύο [2] ακινήτων...». Σημειωτέον ότι ήδη από το έτος 2001 ο εναγόμενος Δήμος με το υπ' αριθ. πρωτ. ./24.4.2001 έγγραφο της Διεύθυνσης Δημοτικής Περιουσίας είχε γνωστοποιήσει στην ενάγουσα τη με αριθμό ./29.3.2001 πράξη του Δημοτικού του Συμβουλίου, με την οποία αποφασίστηκε, εκ μέρους του Δήμου "η αναστολή των δικαιωμάτων του επί της κοινοχρησίας του χώρου της Πλ. Μητροπόλεως, έως ότου το Ελληνικό Δημόσιο (ΥΠΕΧΩΔΕ), το οποίο επέσπευσε την πιο πάνω απαλλοτρίωση και κατέστησε τον χώρο αυτό κοινόχρηστο να καταβάλλει τις σχετικές αποζημιώσεις", ενώ ol επί μακρού χρόνου ανταλλαγή εξώδικων επιστολών μεταξύ των διαδίκων (βλ. το υπ'αριθ. πρωτ. ./24.1.2017 έγγραφο του Δημάρχου προς την ενάγουσα), με αντικείμενο οικονομικές προσφορές προς αγορά του επίδικου ακινήτου από τον εναγόμενο, σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνουν, όπως αφήνει να εννοηθεί η ενάγουσα, ούτε αμφισβήτηση της κυριότητας της επ' αυτού εκ μέρους του εναγομένου, αλλά ούτε και ομολογία του αντιδίκου της περί του ότι στη νομή και κατοχή του βρισκόταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1.1.2012-31.12.2017) ή ότι βρίσκεται ακόμη και σήμερα ο εναγόμενος Δήμος. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι το ως άνω επίδικο (ενιαίο) ακίνητο βρισκόταν στην κατοχή του εναγομένου κατά το επίδικο χρονικό α διάστημα, ήτοι κατά το διάστημα από 1.1.2012-31.12.2017, η κρινομένη από 20.12.2017 (και με αριθμό κατάθεσης ./2017) αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την κύρια βάση της, ενώ, μετά ταύτα, η έρευνα της επικουρικής της βάσης παρέλκει. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν, λόγω της δυσχέρειας ερμηνείας τινών εκ των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).-

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20.12.2017 (και με αριθμό κατάθεσης ./2017) αγωγή.-

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αυτής.-

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2020.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ