ΜΠρΑθ 1056/2015

 

Υιοθεσία ενηλίκου τέκνου Ουκρανού συζύγου -.

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 ΑΚ, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας, η οποία περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας κατά τα υποκείμενα αυτής, ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους. Στο ουκρανικό δίκαιο επιτρεπτή είναι καταρχήν η υιοθεσία ανηλίκου, δηλαδή προσώπου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το δικαστήριο δύναται να επιτρέψει την υιοθεσία ενηλίκου. Κατά την εν λόγω κρίση το δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψη του την οικογενειακή κατάσταση του υιοθετούντος, και κυρίως την έλλειψη βιολογικών τέκνων, καθώς και άλλες περιστάσεις βαρύνουσας σημασίας. Προκειμένου να είναι έγκυρη κατά το δίκαιο της Ουκρανίας η υιοθεσία, που θα τελεστεί στην αλλοδαπή, τέκνου ουκρανικής ιθαγένειας με μόνιμη κατοικία εκτός Ουκρανίας από αλλοδαπό, απαιτείται η άδεια του Κέντρου Υιοθεσίας του Υπουργείου Παιδείας της Ουκρανίας. Ωστόσο, ο τελευταίος αυτός όρος αποτελεί διαδικαστική και όχι ουσιαστική προϋπόθεση τέλεσης της υιοθεσίας και συνεπώς δεν καλείται μέσω του άρθρου 23 παρ. 1 ΑΚ σε εφαρμογή. Δεκτή η αίτηση υιοθεσίας.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1056/2015

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

            Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Απόστολο Τσουκαλά, Πρωτοδίκη, τον οποίον όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών (κατόπιν της υπ' αριθμ. 90/2015 πράξης του) και από τη Γραμματέα Φωτεινή Μαρίνου.

 

            Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 9 Φεβρουαρίου 2015 για να δικάσει την από 13.01.2015 αίτηση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 3917/117/2015, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο.

 

            ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) … …. του … και της …, συζύγου … … του … και 2) … … του … και της … …, αμφοτέρων κατοίκων … Αττικής (οδός … αρ. …), οι οποίοι παραστάθηκαν μετά της πληρεξουσίου δικηγόρου Βέροιας Αμυγδαλιάς Τσιάρα.

 

            ΚΑΤΑ τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος των αιτούντων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συζήτησης και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Από τη διάταξη του άρθρου 1579 ΑΚ συνάγεται ότι η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί. Στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης εντάσσεται και η υιοθεσία τέκνου της συζύγου του υιοθετούντος, αφού μεταξύ του τελευταίου και του τέκνου της συζύγου του υπάρχει συγγένεια εξ αγχιστείας πρώτου βαθμού. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1580, 1581, 1582 και 1542 επ. ΑΚ, συνάγεται ότι προσθέτως απαιτείται η συνδρομή των κάτωθι προϋποθέσεων για την τέλεση της υιοθεσίας ενηλίκου: α) ο θετός γονέας πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του (άρθρο 1582 ΑΚ), β) ο θετός γονέας να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ χρόνια (άρθρο 1582 ΑΚ), γ) η υιοθεσία πρέπει να είναι προς το συμφέρον του ενηλίκου υιοθετουμένου (άρθρο 1542 εδ. β΄ σε συνδυασμό με 1580 ΑΚ). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 1580 ΑΚ ορίζει ότι στην υιοθεσία ενηλίκου έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν για την υιοθεσία ανηλίκου, εφόσον δεν υφίσταται αντίθετη ειδικότερη διάταξη για την υιοθεσία ενηλίκου. Αναλογικά δε, μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις για την υιοθεσία ανηλίκου σε αυτή του ενηλίκου στο μέτρο και στο βαθμό που συνάδουν με τη φύση και τον επιδιωκόμενο σκοπό της τελευταίας, ο οποίος συνίσταται στην ικανοποίηση της ανάγκης του υιοθετούντος για τη συνέχιση του ονόματος και της προσωπικότητας του, καθόσον υπάρχει ήδη μια οικογένεια. Συγκεκριμένα, η υιοθεσία ενηλίκου διαφοροποιείται από αυτή του ανηλίκου, ως προς το ότι ο υιοθετούμενος είναι πλήρως δικαιοπρακτικά ικανός, καθότι έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (άρθρο 127 ΑΚ), ως προς το ότι η γονική μέριμνα του φυσικού γονέα έχει παύσει στο σύνολο της για τους φυσικούς γονείς, από την ενηλικίωση του τέκνου (άρθρα 127, 1510, 1538 ΑΚ) και, τέλος, ως προς τα αποτελέσματά της, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1584 εδ. β' ΑΚ, μετά την τέλεση της υιοθεσίας του ενηλίκου, παραμένει αμετάβλητος ο βιολογικός και ηθικός δεσμός μεταξύ του θετού τέκνου και του άλλου φυσικού γονέα του και των συγγενών του, ως προς το είδος, τη γραμμή και το βαθμό της συγγένειας. Ενόψει όλων αυτών, δεν είναι εφαρμοστέα στην υιοθεσία ενηλίκου η διάταξη του άρθρου 1550 παρ. 1 ΑΚ, που προβλέπει τη συναίνεση των φυσικών γονέων του υιοθετουμένου, ως προϋπόθεση για τη συντέλεση της υιοθεσίας ανηλίκου. Για τους ίδιους ως άνω λόγους πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1557 ΑΚ στην υιοθεσία ενηλίκου, που θέτει ως προϋπόθεση για την υιοθεσία ανηλίκου τη διεξαγωγή επισταμένης κοινωνικής έρευνας από κοινωνική υπηρεσία, καθότι ο ενήλικος υιοθετούμενος διαθέτει πνευματική και ψυχολογική ωριμότητα, προκειμένου να κρίνει το συμφέρον ή μη της τελούμενης υιοθεσίας (βλ. ΠΠρΘηβ 32/2009 ΕλλΔνη 2009.627 όπου και περαιτέρω παραπομπές). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 ΑΚ, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας, η οποία περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας κατά τα υποκείμενα αυτής (διακρατικές υιοθεσίες), ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους (ΑΠ 1787/1988 ΕΕΝ 1989.855 ΝοΒ 1989.598, ΕφΑθ 2324/2005 ΕλλΔνη 2006.616, ΕφΘεσσαλ 1438/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσσαλ 25358/2007 Αρμ 2008.65), δηλαδή ορίζεται η επιμεριστική εφαρμογή της lex patriae κάθε μέρους. Με βάση τα παραπάνω για να είναι έγκυρη η υιοθεσία θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να υιοθετηθεί ο υιοθετούμενος κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του, ενώ για τον υιοθετούντα η δυνατότητα υιοθεσίας θα κριθεί από το δίκαιο της δικής του ιθαγένειας. Εάν υφίσταται κώλυμα για το ένα μέρος, κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του, να συνάψει υιοθεσία, καθίσταται αδρανής η ευχέρεια την οποία έχει το άλλο μέρος από το δίκαιο της ιθαγένειάς του να συνάψει τη σχέση υιοθεσίας. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ, διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται, εάν η εφαρμογή της προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου αυτού, η εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου αποκλείεται όταν αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εναρμονίζεται προς τους θεμελιώδεις κανόνες και αρχές, που επικρατούν κατά το χρονικό σημείο εφαρμογής της στην Ελλάδα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις που διέπουν το βιοτικό ρυθμό αυτής. Αυτές αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στην αρμονία του ρυθμού αυτού, που κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές (ΟλΑΠ 17/2008 Δ 2008.1029=ΕλλΔνη 2008.977, ΟλΑΠ 17/1999 ΕλλΔνη 1999.1288 ΔΕΕ 2000.181, ΟλΑΠ 6/1990 ΕλλΔνη 1990.552=ΝοΒ 1990.1321). Εφόσον διαπιστωθεί, ότι η εφαρμογή της αλλοδαπής διάταξης προσκρούει in concreto στην ελληνική δημόσια τάξη, η αλλοδαπή διάταξη δεν εφαρμόζεται. Σε αυτήν την περίπτωση η συγκεκριμένη βιοτική σχέση ή θα μείνει αρρύθμιστη (αλλά θα πρέπει τούτο να είναι ανεκτό από την ημεδαπή δημόσια τάξη) ή εάν δεν δύναται να μείνει αρρύθμιστη θα ρυθμιστεί κατ' εφαρμογήν έτερης διάταξης του αυτού εφαρμοστέου δικαίου. Εφόσον, δε, το τελευταίο δεν είναι δυνατό, η ρύθμιση της σχέσης θα επιτευχθεί κατ' εφαρμογήν του ημεδαπού δικαίου (lex fori) [Βρέλλης σε Γεωργιάδη- Σταθόπουλου ΑΚ, 33 αρ.6). Κατά τη διάταξη του άρθρου 337 ΚΠολΔ, το δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη το δίκαιο που ισχύει σε αλλοδαπή πολιτεία, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη και, εάν δεν τα γνωρίζει μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις που προσάγουν οι διάδικοι. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 932/30.12.2014 νομική πληροφορία του ελληνικού ινστιτούτου διεθνούς και αλλοδαπού δικαίου, στο ουκρανικό δίκαιο η υιοθεσία ρυθμίζεται από το 18° κεφάλαιο (άρθρα 207-242) του ουκρανικού Οικογενειακού Κώδικα της 10.01.2002, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει (εφεξής ουκρΟικΚωδ). Η υιοθεσία τελείται δυνάμει δικαστικής απόφασης, κατόπιν αίτησης του υιοθετούντος. Η υιοθεσία πρέπει να εξυπηρετεί το συμφέρον του τέκνου και να του εξασφαλίζει ένα σταθερό και αρμονικό οικογενειακό περιβάλλον. Επιτρεπτή είναι καταρχήν η υιοθεσία ανηλίκου, δηλαδή προσώπου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το δικαστήριο δύναται να επιτρέψει την υιοθεσία ενηλίκου, ο οποίος στερείται μητέρας ή πατέρα ή επιτρόπου (άρθρο 208 παρ. 2 ουκρΟικΚωδ). Κατά την εν λόγω κρίση το δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψη του την οικογενειακή κατάσταση του υιοθετούντος, και κυρίως την έλλειψη βιολογικών τέκνων, καθώς και άλλες περιστάσεις βαρύνουσας σημασίας (άρθρο 208 ουκρΟικΚωδ). Περιστάσεις βαρύνουσας σημασίας συνιστούν ενδεχομένως τα κριτήρια του άρθρου 224 παρ.1 και 2 του ουκρΟικΚωδ, που οφείλει να εξετάζει το δικαστήριο στην περίπτωση υιοθεσίας ανηλίκου. Έτσι, σημασία στην εν λόγω έρευνα αποκτούν αφενός η υγεία, η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση καθώς και οι συνθήκες διαβίωσης του υιοθετούντος και αφετέρου η σχέση του με το τέκνο και οι πιθανότητες διασφάλισης μίας ομαλής και αρμονικής συμβίωσής τους. Μεταξύ υιοθετούντος και ενηλίκου υιοθετουμένου πρέπει να υπάρχει διαφορά ηλικίας τουλάχιστον δέκα οκτώ ετών (άρθρο 211 παρ.2 ουκρΟικΚωδ). Τέλος, προκειμένου να είναι έγκυρη κατά το δίκαιο της Ουκρανίας η υιοθεσία, που θα τελεστεί στην αλλοδαπή, τέκνου ουκρανικής ιθαγένειας με μόνιμη κατοικία εκτός Ουκρανίας από αλλοδαπό, απαιτείται η άδεια του Κέντρου Υιοθεσίας του Υπουργείου Παιδείας της Ουκρανίας. Ωστόσο, ο τελευταίος αυτός όρος αποτελεί διαδικαστική και όχι ουσιαστική προϋπόθεση τέλεσης της υιοθεσίας και συνεπώς δεν καλείται μέσω του άρθρου 23 παρ.1 ΑΚ σε εφαρμογή (πρβλ. ΠΠρΘεσσαλ 10204/2010 Αρμ 2010.1833, ΠΠρΑΘ 159/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 54/2015 αδημ.). Στην προκείμενη περίπτωση οι αιτούντες, ο μεν πρώτος ελληνικής, η δε δεύτερη ουκρανικής ιθαγένειας, γεννηθέντες στις 23.04.1954 και τις 14.07.1990 αντίστοιχα, ζητούν να κηρυχθεί θετό τέκνο του πρώτου η δεύτερη, φυσικό τέκνο της … … του …, με την οποία ο πρώτος έχει τελέσει νόμιμο γάμο στις 27.08.2000 και δεν έχει αποκτήσει φυσικά τέκνα. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση, παραδεκτώς, δεδομένου ότι επιδόθηκε κατ' άρθρο 748 παρ.2 ΚΠολΔ στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών (βλ. την υπ' αριθμ. 2978Γ/22.01.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Χαριλάου Κολοφωτιά) και αρμοδίως καθ' ύλην και τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία Δικαστηρίου κατά την προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 800 και 741 ΚΠολΔ και 8 του ν. 4198/2013, 121 ΕισΝΑΚ). Περαιτέρω, είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη διατάξεις των άρθρων 1542 έως και 1546, 1549, 1550, 1557, 1558 και 1559 ΑΚ, καθώς η εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων του ουκρανικού οικογενειακού κώδικα, που επιτρέπουν την υιοθεσία ενηλίκου υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις μόνον, θα προσέκρουε στα χρηστά ήθη και την ημεδαπή δημόσια τάξη (ΑΚ 33), και, συγκεκριμένα, στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της προσωπικής ελευθερίας και της προστασίας της οικογένειας που περιλαμβάνουν και το επιμέρους δικαίωμα να επιλέγει ελεύθερα ο υπό υιοθεσία ενήλικος το οικογενειακό του περιβάλλον, τα οποία ανάγονται σε αρχή του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου (βλ. ΑΠ 2084/2009 ΧρΙΔ 2010.769-ΕλλΔνη 2010.1041, ΕφΑΘ 1658/2020 ΕλλΔνη 2010.1688, ΠΠρΘηβ 32/2009 ΕλλΔνη 2009.627). Μετά ταύτα, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αποδεικνύεται ότι για την προκείμενη υιοθεσία συνήνεσαν αυτοπροσώπως ενώπιον του Δικαστή του Δικαστηρίου αμφότεροι οι αιτούντες, καθώς και η φυσική μητέρα της δεύτερης αιτούσας (υιοθετούμένης). Περαιτέρω, από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζονται αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος αιτών …. … του …, γεννηθείς στις 23.04.1954 και η ουκρανικής ιθαγένειας μητέρα της δεύτερης αιτούσας, … … του …, τέλεσαν νόμιμο γάμο στην Ελλάδα στις 27.08.2000, από τον οποίον δεν έχουν αποκτήσει τέκνα. Η δεύτερη αιτούσα, ουκρανικής ιθαγένειας, … … του …, γεννηθείσα στις 14.07.1990, είναι φυσικό τέκνο, γεννημένο σε γάμο, της ως άνω … … του … και του … … του ... . Ο γάμος των … … του … και του … … του … λύθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθμ. 202483/1991 απόφαση του Δικαστηρίου της πόλεως Ιβανο-Φρανκόβσκ, σημειουμένου ότι από το έτος 1991 ο ως άνω βιολογικός πατέρας της δεύτερης αιτούσας εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη. Ο πρώτος αιτών δεν έχει αποκτήσει φυσικά τέκνα από προηγούμενο γάμο του. Τέλος, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των αιτούντων, οι οποίοι διαμένουν στην ίδια οικογενειακή στέγη από το έτος 2000, το Δικαστήριο κρίνει ότι η υιοθεσία είναι προς το συμφέρον της υιοθετουμένης και θα αποβεί προς όφελος της. Συνεπώς, συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις και πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη και κατ' ουσίαν.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ τη δεύτερη αιτούσα …. … του … και της … …, θετό τέκνο του … … του … και της … .

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 02 Απριλίου 2015.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ