ΜΠρΘηβών 264/2018

 

Προθεσμία αποποίησης κληρονομίας - Αιτιώδης αναγνώριση χρέους - Αγωγή εκ συμβάσεως πωλήσεως - Στοιχεία ορισμένου αγωγής -.

 

Δικαίωμα αποποιήσεως κληρονομίας. Αποκλειστική προθεσμία τεσσάρων μηνών από την εκ μέρους του κληρονόμου γνώση της επαγωγής και του λόγου της. Εφόσον οι κληρονόμοι εγκαταστάθηκαν επί δήλων πραγμάτων, το ποσοστό του κάθε κληρονόμου επί της όλης κληρονομίας προσδιορίζεται από την αναλογία της αξίας του δήλου προς την αξία της όλης κληρονομιαίας περιουσίας κατά τον χρόνο της σύνταξης της διαθήκης, που αποτελεί και το κρίσιμο μέτρο της ευθύνης του. Η επίδοση δεν επιτρέπεται και η προθεσμία άσκησης του ένδικου μέσου δεν αρχίζει πριν την παρέλευση της προθεσμία για την αποποίηση της κληρονομίας. Θεμελίωση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους. Είναι κρίσιμη, αλλά όχι δεσμευτική για την παραδοχή αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, η μη αναφορά της αιτίας στο έγγραφο του χρέους. Κατά κανόνα σε περιπτώσεις αναφοράς της αιτίας πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους. Στοιχεία ορισμένου αγωγής που στηρίζεται σε αιτιώδη αναγνώριση χρέους. Όταν με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους οι συμβαλλόμενοι δεν θέλησαν να ιδρύσουν νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά θέλησαν να βεβαιώσουν απλώς ορισμένα γεγονότα, προσδίδοντας ενισχυτική ή επιβεβαιωτική ενέργεια στην ήδη υπάρχουσα οφειλή και να δημιουργήσουν έτσι ένα επιπλέον αποδεικτικό μέσο για το ορισμένο της ενοχής τους εκ συμβάσεων, από τις οποίες απορρέουν αξιώσεις που αναγνωρίστηκαν, πρέπει να αναφέρονται όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο κάθε φορά στοιχεία. Στοιχεία για το ορισμένο αγωγής εκ συμβάσεως πώλησης. Ο ενάγων πρέπει να αναφέρει: α) την κατάρτιση σύμβασης για την πώληση συγκεκριμένων πραγμάτων, β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας και γ) το συμφωνηθέν τίμημα.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΗΒΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 264/2018

 

ΑΡ. ΚΑΤΑΘ. ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ 481/ΕΦΜ/15-11-2017

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΗΒΩΝ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών Θηβών και από τη Γραμματέα Μαρία Σκούμα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 08-02-2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: ..., με Α.Φ.Μ...., 2) ..., με Α.Φ.Μ. ... και 3) ..., με Α.Φ.Μ. ..., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Ελευθερίου Κτιστάκι.

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «... Ο.Ε», που εδρεύει στη Θήβα (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Παπαχαραλάμπους.

 

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θηβών την από 22-04-2014 (αριθ. έκθ. κατάθ. 164/11-07-2014) αγωγή της κατά του ... και του δεύτερου και τρίτου των εκκαλούντων και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ' αριθ. 102/2017 απόφαση του απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη ως προς τον δεύτερο και τρίτο των εκκαλούντων, ενώ δέχτηκε την αγωγή ως προς τον ... Ήδη οι εκκαλούντες με την από 10-11-2017 (αριθ, έκθ. κατάθ. 481/ΕΦΜ/15-11-2017) έφεση τους προσβάλλουν την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο και γράφηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραστάθηκαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

Από τα άρθρα 1710 παρ. 2 και 1813 ΑΚ συνάγεται ότι το κληρονομικό εκ διαθήκης δικαίωμα επί της κληρονομιάς κάποιου, κατά κανόνα αποκλείει το κληρονομικό ε§ αδιαθέτου δικαίωμα επί της αυτής κληρονομιάς. Με το άρθρο 1847 παρ. 1 ΑΚ παρέχεται στον κληρονόμο προσωποπαγές δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομιά έστω και αν με την αποποίηση βλάπτονται τα συμφέροντα δανειστών του, διότι κατά την αντίληψη του νομοθέτη ουδείς δύναται να αναγκασθεί σε αποδοχή της, η δε αποποίηση πρέπει να γίνει με μονομερή δήλωση μη απευθυντέα, υποβαλλομένη στον γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς (ΑΚ 1848 παρ. 1), εντός αποκλειστικής προθεσμίας, η οποία κατ' αρχήν ορίζεται σε τέσσερις μήνες από την εκ μέρους του κληρονόμου γνώση της επαγωγής και του λόγου της. Γνώση της επαγωγής συνιστά η από τον κληρονόμο γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου, γνώση δε του λόγου της επαγωγής συνιστά η γνώση της από διαθήκη ή από το νόμο (εξ αδιαθέτου) κλήσης στην κληρονομιά. Η διάταξη απαιτεί θετική γνώση του λόγου της επαγωγής, να γνωρίζει δηλαδή ο κληρονόμος ότι καλείται είτε από διαθήκη είτε εξ αδιαθέτου. Με την ρύθμιση αυτήν ο νομοθέτης αποβλέπει αφ' ενός στην ασφάλεια του δικαίου και ιδίως στην προστασία των δανειστών της κληρονομιάς, οι οποίοι πρέπει να πληροφορηθούν σε εύλογο χρόνο τον κληρονόμο, κατά του οποίου μπορούν να στραφούν προς ικανοποίηση τους, και αφ' ετέρου στην προστασία του κληρονόμου, στον οποίο πρέπει να παρέχεται ικανός χρόνος προς ενημέρωση του περί της καταστάσεως και ιδίως των χρεών της κληρονομιάς, ώστε να αποφασίσει συνειδητώς αν θα την αποδεχθεί ή θα την αποκρούσει (ΑΠ 37/2005 ΕλλΔνη 2005/1450). Εξάλλου, επί επαγωγής της κληρονομιάς από διαθήκη, η προθεσμία αποποίησης της κληρονομιάς δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης. Τούτο σημαίνει ότι αν ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής σ' αυτόν της κληρονομιάς πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης, η προθεσμία της αποποιήσεως δεν αρχίζει από τη γνώση αυτή, αλλά η έναρξη της μετατίθεται στο χρόνο δημοσιεύσεως της διαθήκης, αδιαφόρως αν ο κληρονόμος έλαβε γνώση της δημοσιεύσεως. Εάν, όμως, ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής μετά τη δημοσίευση της διαθήκης, η προθεσμία αποποιήσεως της κληρονομιάς αρχίζει όχι από τη δημοσίευση της διαθήκης αλλά από τη γνώση της από διαθήκη επαγωγής, έστω και αν ο κληρονόμος δεν έλαβε γνώση της δημοσιεύσεως της διαθήκης (βλ. ΕφΑΘ 3773/1999, ΑΡΜ/2000, 208, ΠΠρΑΘ 760/2013, ΝΟΜΟΣ, Αστ. Γεωργιάδη, στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρα 1847-1848 αρ. 18, Κληρ. δίκαιο, γενικό μέρος 1998, παρ. 13 Γ II, σελ. 81). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1901 ΑΚ «ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομιάς», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1885 ΑΚ «... τα χρέη της κληρονομιάς διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων ανάλογα με την μερίδα του καθενός». Ο κάθε κληρονόμος έχει ορισμένη κληρονομική μερίδα, η οποία εκφράζεται σε κλάσμα. Εφόσον οι κληρονόμοι εγκαταστάθηκαν επί δήλων πραγμάτων, το ποσοστό του κάθε κληρονόμου επί της όλης κληρονομιάς προσδιορίζεται από την αναλογία της αξίας του δήλου προς την αξία της όλης κληρονομιαίας περιουσίας, κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης, που αποτελεί και το κρίσιμο μέτρο της ευθύνης του (ΑΠ 1389/2004 ΕλλΔνη 2005/1453). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ. 3 ΚΠολΔ, αν ο διάδικος, που δικαιούται να ασκήσει έφεση πέθανε, η προθεσμία της έφεσης αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη στους καθολικούς διαδόχους ή κληροδόχους. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 146 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επίδοση δεν επιτρέπεται και η προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου δεν αρχίζει πριν την παρέλευση της προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομιάς (πρβλ. άρθρο 292 ΚΠολΔ). Ακόμη και αν η επίδοση γίνει προ της παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης, η έναρξη της προθεσμίας άσκησης έφεσης θα έχει ως αφετήριο σημείο την αποδοχή της κληρονομιάς ή τη λήξη της τετράμηνη προθεσμίας αποποίησης (ΑΠ 1178/1994 ΕλλΔνη 1997, 800).

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα νομίμως προσαγόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, η ομόρρυθμη εταιρεία, με την επωνυμία «... Ο.Ε», που εδρεύει στη Θήβα, ήγειρε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θηβών την από 22-04-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 164/11-07-2014 αγωγή της, κατά των: 1) ..., 2) ... και 3) ... Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 102/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία δέχτηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη για τον πρώτο εναγόμενο και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη για τους λοιπούς εναγόμενους. Η ανωτέρω απόφαση δημοσιεύτηκε την 09-05-2017. Την 12-05-2017 απεβίωσε ο πρώτος εναγόμενος, ... (βλ. το προσκομιζόμενο απόσπασμα της υπ' αριθ. …/1/2017 ληξιαρχικής πράξης θανάτου της ληξιάρχου του Δήμου Θηβαίων ...). Την 10-10-2017 η ενάγουσα εταιρεία επέδωσε την πρωτόδικη απόφαση στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του ανωτέρω αποβιώσαντος 1) ..., 2) ..., 3) ... και 4) ... (βλ. τις υπ' αριθ. 9292B'/10-10-2017, 9291Β/10-10-2017, 9292B'/10-10-2017 και 9293Β'/10-10-2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θηβών ..., αντίστοιχα). Την 07-11-2017, δημοσιεύτηκε στο Ειρηνοδικείο Θηβών η από 08-06-2016 ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος, με την οποία αυτός όρισε γενική κληρονόμος του σε κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία τη σύζυγο του, ..., ενώ επιπλέον εγκατέστησε επί δήλων πραγμάτων (που αναλυτικά αναφέρονται στη διαθήκη) κληρονόμους του τους υιούς, ... και ... (βλ. το υπ' αριθ. …/07-11-2017 πρακτικό συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Θηβών και το υπ' αριθ. …/09-11-2017 πιστοποιητικό του ανωτέρω Δικαστηρίου, όπου αναφέρεται ότι δεν έχει δημοσιευθεί άλλη, εκτός της προαναφερόμενης, διαθήκη). Στη συνέχεια, την 13-11-2017 οι ανωτέρω, ως εκ διαθήκης κληρονόμοι του διαθέτη, 1) ..., 2) ..., 3) ... άσκησαν την από 10-11-2017 υπό κρίση έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία κατατέθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συντάχθηκε προς τούτο η υπ' αριθ. …/13-11-2017 έκθεση. Αντίγραφο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε από την ενάγουσα εταιρεία στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 15-11-2017 και αυτή (έφεση) προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Τέλος, η ενάγουσα εταιρεία επέδωσε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλούντων, Ελευθέριο Κτιστάκι, πιστό αντίγραφο της από 10-11-2017 έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο, που ορίζεται στην αρχή της παρούσας (βλ. την υπ' αριθ. 9410Β'/01-12-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Θηβών ...). Η προθεσμία για τους κληρονόμους του διαθέτη προς αποποίηση της εκ διαθήκης κληρονομιάς (αφού όταν υφίσταται διαδοχή από διαθήκη, αποκλείεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή) άρχισε την 07-11-2017, κατά την οποία δημοσιεύτηκε η διαθήκη του αποβιώσαντος και έληξε την 07-03-2018. Συνεπώς, η προθεσμία άσκησης εφέσεως εκ μέρους τους δεν άρχισε από την επίδοση από την εναγομένη σε αυτούς της πρωτοβάθμιας αποφάσεως (ήτοι από την 10-10-2017), αλλά έχει ως αφετήριο σημείο την 07-03-2017, σύμφωνα και με όσα αναπτύσσονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Συνεπώς, η υπό κρίση έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 13-11-2017 δεν ασκήθηκε εκπροθέσμως, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εφεσίβλητης, αλλά ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση, με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνεται εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Η αφηρημένη αναγνώριση χρέους αποβλέπει κυρίως στη διευκόλυνση για το δανειστή της επιδιώξεως των δικαιωμάτων του, στην αποσαφήνιση αμφιβόλων απαιτήσεων και στην ασφάλεια των συναλλαγών. Για τη θεμελίωση της απαιτείται συμφωνία των μερών, στην οποία η υπόσχεση ή η δήλωση πρέπει να γίνει εγγράφως. Η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρεώσεως ανεξαρτήτως από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξιώσεως), όπου το θεμελιωτικό της αξιώσεως πραγματικό περιστατικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση της παροχής (ΕφΠειρ 430/2009, ΔΕΕ 2009, 1247, ΕφΠειρ 879/2000, ΠΕΙΡΝΟΜ 2000, 427, ΕφΠειρ 786/1997, ΕλλΔνη 1998, 450). Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του. Διότι η διάταξη του εδαφ. β΄ του ως άνω άρθρου 873 ΑΚ, εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο εφόσον δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Το εάν τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, θα εξακριβωθεί από αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις, από το σκοπό της συμφωνίας, την κατάσταση των συμφερόντων των μερών και άλλα διαγνωστικά περιστατικά. Επομένως, είναι κρίσιμη, αλλά όχι δεσμευτική για την παραδοχή αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους, η μη αναφορά της αιτίας στο έγγραφο του χρέους, η ύπαρξη της οποίας, όμως, δεν βλάπτει όταν προκύπτει, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν σκοπό, παρ’ όλα αυτά, να θεμελιώσουν αφηρημένη υπόσχεση κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 873 ΑΚ, γΓ αυτό και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας όταν αυτή μάλιστα γίνεται αορίστως (ΑΠ 779/2004, ΕλλΔνη 2006, 1407, ΕΑ 786/1997, ΕλλΔνη 41, 202, ΕφΠειρ 786/1997, ΕλλΔνη 39, 449). Ωστόσο, σε περίπτωση που υπάρχει δήλωση που αναφέρει την αιτία, για να καταλήξει το δικαστήριο στην κρίση ότι πρόκειται για αναιτιώδη σύμβαση, πρέπει να διαπίστωσε από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο απαιτείται γι’ αυτή, από τον σκοπό αυτού και τις συνδεόμενες με τη σύμβαση αυτή υπόλοιπες συνθήκες, σαφή και αναμφίβολη θέληση των δικαιοπρακτούντων για δημιουργία ενοχής ανεξάρτητης από την αιτία. Επομένως, κατά κανόνα, σε περιπτώσεις αναφοράς της αιτίας πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (ΑΚ 361). Αυτή η αιτιώδης αναγνώριση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι, κατ" αρχήν, αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί, όμως, να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (ΑΚ 260). Όταν, όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση, υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά ότι με την αναγνώριση χρέους θέλησαν τη δημιουργία και ίδρυση νέας, από την οποία να πηγάζει νέα αυτοτελής ενοχή, απαλλαγμένη από ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, πρόκειται για γνήσια αναγνωριστική σύμβαση και για την κατάρτιση της απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΠ 1501/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1432/2005, ΕλλΔνη 2006, 191, ΑΠ 1666/2003, ΕλλΔνη 2005, 1716, ΑΠ 523/2001, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1440/2004, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2004, 748). Τούτο συμβαίνει οσάκις ο οφειλέτης αναγνωρίζει το οφειλόμενο από αυτόν χρέος, τροποποιούμενο κατά ουσιώδη στοιχεία, μεταβολή που μπορεί να αφορά το ποσό ή τον τύπο εκπλήρωσης ή της παραίτησης από ενστάσεις, οπότε στην ουσία πρόκειται για αλλοιωτική του χρέους σύμβαση, ενώ ως γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του παραπάνω ζητήματος μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κυρία σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνωρίσεως όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο (ΕΑ 12637/1987, ΝοΒ 1989, 98). Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης, εναγόμενος προς εκπλήρωση της παροχής, μπορεί να προσβάλει αυτή καθεαυτή τη σύμβαση αναγνώρισης λόγω ελαττωμάτων της, όχι όμως και να προτείνει ενστάσεις που πηγάζουν από την παλαιό ενοχική σχέση, η οποία δεν εξετάζεται πλέον εφόσον τούτο θέλησαν οι συμβαλλόμενοι (ΑΠ 483/2004, ΕλλΔνη 2006, 477, ΑΠ 523/2001, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 843/2000, ΕλλΔνη 2001, 160, ΑΠ 595/1999, ΕλλΔνη 41, 34, ΑΠ 184/1995, ΔΕΕ 1995, 1008, ΑΠ 264/1989, ΕλλΔνη 31, 526). Στην περίπτωση αυτή, για το κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, που στηρίζεται σε αιτιώδη αναγνώριση χρέους, δεν απαιτείται ο ενάγων να εκθέτει στην αγωγή του το σύνολο των περιστατικών, τα οποία συνθέτουν την αιτία της συμβάσεως, αλλά αρκεί να μνημονεύει την αιτία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη προκύπτει αμφιβολία για την ενοχή (ΕφΛαρ. 191/2006, ΝΟΜΟΣ), τη βούληση για την ίδρυση νέας αυτοτελούς ενοχής, καθώς και την τήρηση του εγγράφου τύπου (ΑΠ 523/2001, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 595/1999, ΕλλΔνη 2000, 34, ΕΑ 786/1997, ΕλλΔνη 2000, 202). Εξ αντιδιαστολής από τα ανωτέρω συνάγεται ότι όταν με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους οι συμβαλλόμενοι δεν θέλησαν να ιδρύσουν νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά θέλησαν να βεβαιώσουν απλώς ορισμένα γεγονότα, προδίδοντας ενισχυτική ή επιβεβαιωτική ενέργεια στην ήδη υπάρχουσα οφειλή και να δημιουργήσουν έτσι ένα επιπλέον αποδεικτικό μέσο, για το ορισμένο της αγωγής τους εκ συμβάσεων (π.χ. πώλησης), από τις οποίες απορρέουν αξιώσεις, που αναγνωρίστηκαν, πρέπει να αναφέρονται όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο κάθε φορά στοιχεία. Εξάλλου, για το ορισμένο αγωγής εκ συμβάσεως πωλήσεως (άρθρο 513 ΑΚ) απαιτείται ο ενάγων να αναφέρει α) την κατάρτιση σύμβασης για την πώληση συγκεκριμένων πραγμάτων, β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα κατ' είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας και γ) το συμφωνηθέν τίμημα (βλ. ΑΠ 16/2009, ΕλλΔνη 2009, σελ. 521).

 

 

Με την υπό κρίση από 22-04-2014 αγωγή της, η ενάγουσα εξέθετε ότι διατηρεί και εκμεταλλεύεται στη Θήβα πρατήριο υγρών καυσίμων και λιπαντικών, ενώ οι εναγόμενοι διατηρούν οικογενειακή επιχείρηση με αποκλειστική ενασχόληση την από κοινού και με δικά τους μέσα καλλιέργεια ιδιόκτητων και μισθωμένων αγρών στην περιοχή των Θηβών. Ότι ύστερα από προφορική συμφωνία στις αρχές του 2007 στη Θήβα και στο κατάστημα της, συμφωνήθηκε η προμήθεια των εναγομένων με καύσιμα, ορυκτέλαια και λιπαντικά για τις ανάγκες λειτουργίας των γεωργικών τους μηχανημάτων και μάλιστα επί πιστώσει λόγω των φιλικών σχέσεων μεταξύ των ομορρύθμων μελών της και των εναγομένων. Ότι στα πλαίσια της ως άνω προφορικής τους συμφωνίας προέβη σε αλλεπάλληλες και διαδοχικές πωλήσεις καυσίμων και λιπαντικών προς τους εναγομένους, οι οποίες μετά την αφαίρεση των καταβολών, που έγιναν σε ενδιάμεσα χρονικά σημεία, την 10-03-2009 ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 24.230,00 ευρώ. Ότι την 10-03-2009 οι εναγόμενοι ύστερα από πρόσκληση της προσήλθαν στην επιχείρηση που διατηρεί και χωρίς να προβάλλουν καμία αντίρρηση αναγνώρισαν τόσο την ύπαρξη και το περιεχόμενο των πωλήσεων που έγιναν προς αυτούς τα έτη 2007, 2008 και μέχρι το Μάρτιο του 2009, όσο και το υπόλοιπο της οφειλής τους, αναλαμβάνοντας την εξόφληση της. Ότι την ίδια ημέρα κατέβαλαν έναντι σε μετρητά το ποσό των 3.000,00 ευρώ καθώς και μία μεταχρονολογημένη επιταγή με ημερομηνία έκδοσης 28-07-2009, ύψους 4.000,00 ευρώ, η οποία και πληρώθηκε κατά τον προαναφερόμενο χρόνο, ενώ ταυτόχρονα υποσχέθηκαν την εξόφληση του υπολειπόμενου ποσού των 17.230,00 ευρώ (24.230,00- 3.000,00- 4.000,00), το αργότερο μέχρι την 30-09-2009. Ότι οι εναγόμενοι, παρά τις οχλήσεις της και την εκ μέρους τους αναγνώρισης της οφειλής αρνούνται την πληρωμή του ανωτέρω ποσού. Για τον ανωτέρω λόγο, η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, βάσει των διατάξεων περί πώλησης, άλλως βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το ποσό των 17.230,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 30-09-2009 οπότε και υποσχέθηκαν την πληρωμή του ποσού αυτού, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τον πρώτο εναγόμενο και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους λοιπούς. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα οι εκκαλούντες, εκ διαθήκης κληρονόμοι του πρώτου εναγομένου, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων (κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην έφεση τους) και ζητούν να εξαφανιστεί αυτή (εκκαλούμενη απόφαση), έτσι ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

 

Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ως ορισμένη την αγωγή της ενάγουσας, δεχόμενη ότι αυτή στηρίζεται στη μεταξύ τους συμφωνία, η οποία συνιστά αιτιώδη αναγνώριση χρέους, διότι ο σκοπός της κατευθυνόταν στην επιβεβαίωση υπάρχουσας οφειλής, στη διασφάλιση της από υπάρχοντα ελαττώματα και στην αποκοπή του οφειλέτη για το μέλλον των ενστάσεων κατά του αρχικού χρέους, τις οποίες ο οφειλέτης κατά την αναγνώριση γνώριζε ή μπορούσε να γνωρίζει και ότι για το λόγο αυτό, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αρκούσε η αναφορά της συμφωνίας και του περιεχομένου της, ενώ δεν απαιτούνταν η αναφορά των περιστατικών που συνέθεταν την αιτία της συμβάσεως, ενώ στην πραγματικότητα κύρια βάση της αγωγής της ενάγουσας είναι οι διατάξεις περί πώλησης (άρθρα 513 επ. ΑΚ) και για το λόγο αυτό έπρεπε να αναφέρονται όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο ουσιώδη στοιχεία αυτής. Εν προκειμένω, κύρια βάση της αγωγής της ενάγουσας είναι πράγματι οι διατάξεις περί πώλησης, όπως ρητά αναφέρεται σε αυτή (αγωγή), ενώ με τη συμφωνία, που έλαβε χώρα μεταξύ των διαδίκων, ο ίδιοι απέβλεψαν στο να βεβαιώσουν απλώς ορισμένα γεγονότα, προδίδοντας ενισχυτική ή επιβεβαιωτική ενέργεια στην ήδη υπάρχουσα οφειλή και να δημιουργήσουν έτσι ένα νέο αποδεικτικό μέσο και όχι στο να ιδρύσουν νέα αυτοτελή ενοχή. ’λλωστε, η ενάγουσα στην ίδια την αγωγή της αναφέρει ότι «...συντρέχει περίπτωση, όπως (οι εναγόμενοι) υποχρεωθούν δικαστικά κατά τις περί πωλήσεως διατάξεις του νόμου...», ενώ επιπλέον στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αναφέρει αφενός ότι «.. η αγωγή μου είναι νόμιμη και στηρίζεται στις περί πωλήσεως διατάξεις των άρθρων 513 επ. Α.Κ..», αφετέρου ότι «προφανέστατα αυτή η μεταξύ μας συμφωνία είναι αιτιώδης αναγνώριση χρέους, μη εμπίπτουσα στη ρύθμιση του άρθρου 873 ΑΚ, αλλά εντασσόμενη στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας του άρθρου 361 ΑΚ, που είναι κατά νόμον άτυπη. Από τη συμφωνία αυτή δεν γεννήθηκε αυτοτελής αιτία ενοχής, αλλά επιβεβαιώθηκε η διαμορφωθείσα οφειλή των αντιδίκων προς εμένα». Κατόπιν αυτών και δεδομένου ότι θεμέλιο της αξίωσης της ενάγουσας παραμένει η αρχική της απαίτηση, όπως η ίδια συνομολογεί, η τελευταία όφειλε στην αγωγή της να εκθέσει όλα τα στοιχεία εκείνα που απαιτούνταν για να τη θεμελιώσει, ήτοι να εκθέσει συγκεκριμένα α) την κατάρτιση συμβάσεων για την πώληση συγκεκριμένων πραγμάτων και τον χρόνο αυτών, β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα κατ' είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας και γ) το συμφωνηθέν κάθε φορά τίμημα, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτίθενται και στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος έφεσης των εκκαλούντων πρέπει να γίνει δεκτός. Ως εκ τούτου, η πρωτοβάθμια απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί, να κρατηθεί η υπόθεση και να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή ως αόριστη, καθισταμένου δεκτού του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσία την έφεση.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ' αριθ. 102/2017 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Θηβών.

 

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του στη Θήβα, στις 06/09/2018.

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ