ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρών 54/2021

 

Προσωπικό με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένης διάρκειας στο Δημόσιο - Απαγόρευση μονιμοποίησης - Εξαίρεση - Κατάταξη σε κενές ή νέες οργανικές θέσεις -.

 

Απαγόρευση μονιμοποίησης προσωπικού που προσλαμβάνεται από το Δημόσιο ή από ν.π. του ευρύτερου δημόσιου τομέα με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένης χρονικής διάρκειας. Εξαίρεση ισχύει για περιπτώσεις απασχολούμενων με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου οι οποίες είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 και ήταν ενεργείς κατ αυτήν (19-7-2004) με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον νόμο. Κατάταξη των εργαζομένων που εμπίπτουν στην εξαίρεση είτε σε υφιστάμενες κενές είτε σε προς τούτο συνιστώμενες νέες οργανικές θέσεις. Για την παροχή εργασίας πριν από την κατάταξη, οι εργαζόμενοι αυτοί, ακόμη και αν στην πραγματικότητα προσέφεραν εξαρτημένη εργασία για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών, οφείλουν να περιοριστούν στις αποδοχές της σύμβασης με την οποία προσλήφθηκαν. Καθ όλο το χρονικό διάστημα που οι εργαζόμενοι απασχολήθηκαν βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας δεν δικαιούνται τις διαφορές των νομίμων αποδοχών του χρονικού αυτού διαστήματος. Δικαιούνται αποδοχές για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και για επίδομα αδείας. Οι ως άνω κατατασσόμενοι σε θέση εργασίας δικαιούνται τις αποδοχές της θέσης στην οποία εντάχθηκαν μόνο από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξης και εφεξής.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 54/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ιωάννα Ζάσκα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών και την Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, την 5η Νοεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Δήμου Αιγιαλείας (ΔΗ.Κ.ΕΠ.Α)», ως ειδικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Δημοτικός Κινηματογράφος ΑΠΟΛΛΩΝ», που εδρεύει στο Αίγιο του Δήμου Αιγιαλείας και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Μπέσκου (Δ.Σ.Αιγίου), με την από 4-11-2020 δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

 

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ..., κατοίκου Αιγίου, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Ρήγα (Δ.Σ.Πατρών).

 

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, την από 11-11-2007 και με αριθμό κατάθεσης ./2007 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 355/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου (ειδική διαδικασίας εργατικών διαφορών), η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσβάλλει το εναγόμενο, το οποίο κατέθεσε ενώπιον του Γραμματέα του ως άνω Πρωτοδικείου την από 15-7-2015 και με αριθμό κατάθεσης ./15-7-2015 έφεση του, η οποία απευθύνεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αριθμός κατάθεσης ./24-2-2017) και η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, με επιμέλεια του εφεσίβλητου, αρχικά για την δικάσιμο 3-5-2018, μετ'αναβολή για την δικάσιμο της 4-4-2019, οπότε και αναβλήθηκε εκ νέου για την δικάσιμο της 5-3-2020 και τέλος αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται ανωτέρω και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 355/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός τριετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης απόφασης (ΑΠ 712/2019 δημ. ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1, 496, 498, 499, 511, 513, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, καθώς οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκ μέρους τους έγγραφα, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, περαιτέρω δε, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της άσκησης αυτής, ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, λόγω του αντικειμένου της διαφοράς (άρθρα 495 παρ.3 εδ.τελευταίο, 614 αριθμ.3 ΚΠολΔ). Επομένως η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία , κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

 

Με την από 11-11-2007 και με αριθμό κατάθεσης ./2007 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε ότι παρείχε τις υπηρεσίες του στο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Δημοτικός Κινηματογράφος ΑΠΟΛΛΩΝ» του Δήμου Αιγίου, του οποίου ειδικός διάδοχος είναι το εναγόμενο, στο οποίο απασχολήθηκε με αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, από την 1-8-2000, με την ειδικότητα του εργάτη γενικών καθηκόντων. Ότι κατόπιν αιτήσεως του εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 143/7-3-2005 απόφαση του Δ' Τμήματος του ΑΣΕΠ περί υπαγωγής του στις ρυθμίσεις του Π.Δ. 164/2004, η οποία κοινοποιήθηκε στο εναγόμενο τότε Ν.Π.Δ.Δ., την 5-4-2005. Ότι το εναγόμενο, παρά την έκδοση της απόφασης του Δ' Τμήματος του ΑΣΕΠ, μετά πάροδο 26 μηνών από την κοινοποίηση αυτής και ενώ συνέχισε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, την 1-6-2007, με το υπ' αριθμ. ./1-6-2007 πρωτόκολλο εγκατάστασης, κατέταξε τον ενάγοντα σε θέση εργάτη γενικών καθηκόντων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω Π.Δ., προκαλώντας του περιουσιακή ζημία, αφού για το χρονικό διάστημα των 26 μηνών από την έκδοση της απόφασης του ΑΣΕΠ ελάμβανε λιγότερες αποδοχές και επιδόματα εορτών και αδείας από αυτά που αναλογούσαν στη θέση του. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητούσε, κυρίως να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει, για διαφορές αποδοχών, διαφορές επιδομάτων εορτών και διαφορές επιδομάτων αδείας το συνολικό ποσό των 16.517,42 ευρώ, επικουρικώς δε και σε περίπτωση που η ανωτέρω σύμβαση εργασίας κριθεί άκυρη, να του καταβάλει το ανωτέρω συνολικό ποσό κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, νομιμοτόκως ως προς αμφότερες τις ιστορικές βάσεις από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην δικαστική του δαπάνη.

 

Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 355/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, η οποία αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς την επικουρική βάση αυτής, στην συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ' ουσίαν κατά την κύρια βάση της και υποχρέωσε το εναγόμενο νομικό πρόσωπο να καταβάλει στον ενάγοντα, για διαφορές αποδοχών, διαφορές επιδομάτων εορτών και διαφορές επιδομάτων αδείας για το χρονικό διάστημα των 26 μηνών πριν από την 1-6-2007 (ημέρα έκδοσης της πράξης κατάταξης του σε οργανική θέση), το συνολικό ποσό των 15.542,42 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο για τους λόγους που εκθέτει στην κρινόμενη έφεση του και οι οποίοι στο σύνολο τους εκτιμώμενοι, συνιστούν αιτιάσεις για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος, που άρχισαν να ισχύουν από 17-4-2001 και προσέδωσαν συνταγματικό κύρος σε προηγηθείσες ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη (άρθρο 21 του ν. 2190/1994), το προσωπικό, που προσλαμβάνεται από το Δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένης χρονικής διάρκειας (και κατά μείζονα λόγο με σύμβαση έργου), δεν είναι δυνατόν στη συνέχεια, χωρίς να υποβληθεί σε κάποια άλλη νόμιμη διαδικασία, ούτε να εξακολουθήσει να υπηρετεί σε οργανική θέση δημοσίου δικαίου (να "μονιμοποιηθεί"), ούτε να αποκτήσει σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (στο εξής: ..) κατά "μετατροπή" της αρχικής σύμβασης ορισμένου χρόνου ή έργου. Αυτά ισχύουν ακόμη και αν το προσωπικό αυτό μόνο κατ' επίφαση είχε προσληφθεί για την κάλυψη απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών (για την οποία και μόνο επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου), ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας του φορέα, από τον οποίο είχε προσληφθεί. Μοναδική εξαίρεση από την εν λόγω απόλυτη απαγόρευση προβλέφθηκε από τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 παρ.1 του π.δ. 164/2004 (που θεωρήθηκαν "συνταγματικώς ανεκτές", λόγω της χρονικά περιορισμένης ισχύος τους), για περιπτώσεις απασχολούμενων στο Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου, οι οποίες είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 και ήταν ενεργείς κατ’ αυτήν (19-7-2004), με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο αυτό , η συνδρομή των οποίων διαπιστώνεται είτε διοικητικά από τον οικείο φορέα, με αίτηση που ο εργαζόμενος υποβάλλει εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του εν λόγω διατάγματος, είτε δικαστικά, με την άσκηση της αντίστοιχης αγωγής . Προς συμπλήρωση των μεταβατικού περιεχομένου διατάξεων του ως άνω άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, επακολούθησε ο ν.3320/2005, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι οι εργαζόμενοι, που εμπίπτουν στην εξαίρεση, κατατάσσονται είτε σε υφιστάμενες κενές είτε σε προς τούτο συνιστώμενες νέες οργανικές θέσεις ..., ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς εκείνη με την οποία είχαν προσληφθεί. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ.4 του ν.3320/2005, ορίσθηκε ότι: "Οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της θέσης τους από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξης τους. Ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου των κατατασσόμενων λογίζεται για όλες τις συνέπειες ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου", κατά δε την παρ.5 του ίδιου άρθρου, ως ημερομηνία πρόσληψης, νοείται η ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξης. Από τα οριζόμενα με το άρθρο 1 παρ.4 του ν.3320/2005, εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι για την παροχή εργασίας πριν από την κατάταξη, οι εργαζόμενοι αυτοί, ακόμη και αν στην πραγματικότητα προσέφεραν εξαρτημένη εργασία για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών (διότι, όπως αναφέρθηκε, αυτό συνιστά προϋπόθεση της κατάταξης), οφείλουν να περιορισθούν στις αποδοχές της σύμβασης, με την οποία προσλήφθηκαν (ΟλΑΠ 16/2017). Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισονομίας και της ίσης αμοιβής για την παροχή της ίδιας εργασίας (άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.1 εδ. β' του Συντάγματος), διότι η εφαρμογή των αρχών αυτών προϋποθέτει εργαζομένους της ίδιας κατηγορίας. Στις περιπτώσεις, όμως, που ρυθμίζονται από τις ως άνω διατάξεις, πρόκειται για εργαζομένους που είχαν προσληφθεί με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας για την πρόσληψη προσωπικού, είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (άρθρο 103 παρ.7 του Συντάγματος) και με γνώση του περιστατικού ότι, αντίθετα προς τα διαλαμβανόμενα στις ατομικές συμβάσεις, δεν επρόκειτο να καλύψουν πρόσκαιρες ή επείγουσες, αλλά πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα που τους προσέλαβε. Ως εκ τούτου, οι εργαζόμενοι αυτοί συνιστούν διακριτή κατηγορία από το λοιπό προσωπικό, είτε μόνιμο είτε με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, γεγονός που συνιστά αντικειμενική περίσταση (άρθρο 4 παρ.1 του π.δ. 164/ 2004) και δικαιολογεί τη διαφορετική μισθολογική μεταχείριση. Έτσι, καθ' όλο το χρονικό διάστημα που οι εργαζόμενοι αυτοί απασχολήθηκαν βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας, δεν δικαιούνται τις διαφορές των νομίμων αποδοχών του χρονικού αυτού διαστήματος ούτε με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος), ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ), καθόσον ο φορέας απασχόλησης δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμης πρόσληψης εργαζομένου στη θέση, στην οποία απασχόλησε ακύρως κάποιο συμβασιούχο (ΑΠ 133/2020, ΑΠ 139/2020, 1052/2018, ΑΠ 110/2017 δημοσίευση στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παρά ταύτα, μετά την τυχόν παραδοχή ότι υπήρξε παροχή εξαρτημένης εργασίας, έστω και ακύρως, οι εργαζόμενοι αυτοί δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου τις αποδοχές για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και για επίδομα άδειας (άρθρα 1 παρ.1 του ν. 1082/1980, 1 παρ.2 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ.1 και 2 του α.ν. 539/1945 και 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966), διότι τις παροχές αυτές δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί, που απασχολούνται σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά ακόμη και όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 1805/2017). (ΑΠ 66/2020 ΑΠ 515/2019, ΑΠ 514/2019, ΑΠ 362/2019 δημοσ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι οι κατατασσόμενοι σε θέση εργασίας, κατ' εφαρμογή του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, οι οποίοι προηγουμένως παρείχαν υπηρεσίες στο Δημόσιο, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, δικαιούνται τις αποδοχές της θέσης στην οποία εντάχθηκαν μόνο από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξης και εφεξής. Έτσι, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 11 του π.δ. 164/2004, ο νομοθέτης επέλεξε να καταταγούν μεν οι απασχοληθέντες σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας για το λόγο ότι εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, να αρχίσουν, όμως, να αμείβονται με τις αποδοχές της θέσης στην οποία εντάσσονται, από το χρόνο της κατάταξης τους, οπότε και ολοκληρώνεται πλέον η κατά νομοθετική παραχώρηση πρόσληψη τους, για δε το προγενέστερο χρονικό διάστημα να δικαιούνται αυτοί να αναζητήσουν μόνο εκείνες τις παροχές, τις οποίες δεν έλαβαν εξαιτίας του χαρακτηρισμού της απασχόλησης τους ως σύμβασης μίσθωσης έργου. Η θέση αυτή, εξάλλου, δεν αντίκειται στις ρυθμίσεις της Οδηγίας 1999/70 ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, η οποία δεν καθορίζει το ύψος των αποδοχών των απασχολουμένων με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, αλλά επιτάσσει την αποφυγή δυσμενών διακρίσεων, εφόσον δεν οφείλονται σε αντικειμενικό λόγο και θέτει χρονικό όριο προσαρμογής της εσωτερικής έννομης τάξης των κρατών - μελών προς αυτήν (ΟλΑΠ 16/2017). Επίσης, δεν αντίκειται ούτε στις συνταγματικές αρχές της ισονομίας και της ίσης αμοιβής για την παροχή της ίδιας εργασίας (άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.1 εδ. β’ του Συντάγματος), διότι η εφαρμογή των αρχών αυτών προϋποθέτει εργαζομένους της ίδιας κατηγορίας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η ανωτέρω ένδικη αγωγή, με το προαναφερόμενο ιστορικό και αιτήματα, κρίνεται μη νόμιμη στο σύνολο της και ως εκ τούτου απορριπτέα. Και τούτο διότι : α) όσον αφορά την κύρια βάση της αγωγής, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, κατά ρητή επιταγή του άρθρου 1 παρ.4 του ν.3320/2005, οι κατατασσόμενοι μόνο μετά την κατάταξη τους σε οργανικές θέσεις, ύστερα από τη διαδικασία των άρθρων 11 παρ.6 του π.δ. 164/2004 και 1 του ν. 3320/2005, δικαιούνται τις νόμιμες αποδοχές της θέσης τους και β) όσον αφορά την επικουρική βάση της αγωγής για την επιδίκαση στον ενάγοντα των διαφορών των αποδοχών με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προκτεθείσα μείζονα σκέψη δεν συντρέχουν προϋποθέσεις εφαρμογής της, καθόσον ο φορέας απασχόλησης δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμης πρόσληψης εργαζομένου στη θέση, στην οποία απασχόλησε ακύρως τον ενάγοντα. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε νόμιμη την αγωγή τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς την επικουρική βάση αυτής και εν συνεχεία βάσιμη κατ' ουσίαν ως προς την κύρια βάση και επιδίκασε στον ενάγοντα τις διαφορές των αποδοχών του και των επιδομάτων εορτών και αδείας για το χρονικό διάστημα πριν από την κατάταξη του σε οργανική θέση στο εναγόμενο νομικό πρόσωπο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά παραδοχή ως ουσία βάσιμου του μόνου λόγου της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν νομικό πρόσωπο προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 1 παρ.4 του Ν.3320/2005.

 

Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως κατ' ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αναγκαίως και ως προς τη διάταξη της, περί δικαστικών εξόδων, καθόσον όταν εξαφανίζεται ολικώς ή μερικώς η εκκαλουμένη απόφαση, εξαφανίζεται ολικώς και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτών και, αφού κρατηθεί η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και ερευνηθεί περαιτέρω, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. Τέλος πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 355/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου (ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών).

 

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

 

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 11-11-2007 και με αριθμό κατάθεσης ./2007 αγωγής.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, στο σύνολο τους.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Πάτρα, την 25 Ιανουαρίου 2021, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ