ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρών 368/2019

 

Συμψηφισμός απαιτήσεων οφειλέτη του Δημοσίου έναντι χρεών αυτού προς το Δημόσιο - Απαλλαγή από ΦΠΑ μισθώσεων -.

 

Η προβλέπουσα τον συμψηφισμό απαιτήσεων οφειλέτη του Δημοσίου έναντι χρεών αυτού προς το Δημόσιο διάταξη του άρθρου 83 ΚΕΔΕ προϋποθέτει ότι το προς το Δημόσιο χρέος του τελευταίου έχει ήδη βεβαιωθεί στο δημόσιο ταμείο, στο οποίο και πρέπει να υποβληθεί η σχετική περί συμψηφισμού δήλωση του οφειλέτη. Η διάταξη δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που το χρέος δεν είναι βεβαιωμένο αλλά η αναγνώριση και καταψήφισή του επιδιώκεται από το Δημόσιο δικαστικά ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, οπότε είναι δυνατή η από τον εναγόμενο οφειλέτη πρόταση προς συμψηφισμό της κατά του δημοσίου υφισταμένης αλλά μη αποδεικνυομένης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή άλλο δημόσιο έγγραφο αμοιβαίας, ομοειδούς και ληξιπρόθεσμης ανταπαίτησής του. Η μίσθωση ενός ακινήτου, ανεξαρτήτως του αν ο μισθωτής θα το χρησιμοποιήσει για εμπορικούς ή μη σκοπούς απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ εφόσον η διάθεση του ακινήτου συνιστά την κύρια παροχή και μόνο αν η διάθεση αυτού συναρτάται και με τη διάθεση σημαντικού αριθμού εμπορικών δραστηριοτήτων, με αποτέλεσμα η διάθεση του ακινήτου να μην αποτελεί πλέον την κύρια παροχή, όπως συμβαίνει στη μίσθωση ευκαιριακά οργανωμένων αθλητικών εγκαταστάσεων, η μίσθωση του ακινήτου μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση της υποκείμενης σε ΦΠΑ έννοιας της παροχής υπηρεσιών με τη μορφή της παραχώρησης της χρήσης ενός άυλου αγαθού.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου,  εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

 

 

 

 

Αριθμός Απόφασης 368/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Γεώργιο Ανδρεάδη, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος Εφετών του Εφετείου και από την Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 21 Μαρτίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. ... και 2. ..., κατοίκων Πατρών, οι οποίοι εκροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Χρήστο Μπενετάτο.

 

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παμπελοποννησιακό Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Πατρών (ΠΕΑΚ)», το οποίο εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Ευστρατία Μωραΐτη.

 

Το ενάγον και ήδη εφεσίβλητο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών την από 2.12.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./12.2.2015 αγωγή του, κατά των εναγομένων, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, η με αριθμό 77/2017 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από 11.4.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./11.4.2017 έφεση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2017, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, ορίστηκε δε η δικάσιμος της 18.10.2018 και μετ' αναβολή η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνου δεκτά όσα εκτίθενται σ' αυτές.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η υπό κρίση έφεση των εναγομένων κατά της υπ' αριθμ.77/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι: α) κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 11.4.2017, ενώ προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στους εναγομένους στις 7·4·2017 και 11.4.2017 αντίστοιχα (άρθρα 495 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ) και β) κατατέθηκε το κατ' άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πατρών, που έχει επισυναφθεί στην έφεση. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

 

Το ενάγον και ήδη εφεσίβλητο με την από 2.12.2015 αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του προαναφερόμενου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει του από 20.12.2002 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης εκμίσθωσε στον 1ο εναγόμενο δύο γήπεδα 5Χ5 του γυμναστηρίου «...», που βρίσκεται στην Πάτρα, για το χρονικό διάστημα 20.12.2002-20.12.2007 και έναντι μηνιαίου μισθώματος 1.150 ευρώ, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για τη διεξαγωγή ποδοσφαιρικών αγώνων και προπονήσεις ποδοσφαιρικών ομάδων έναντι ανταλλάγματος. Με το από 29.10.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των ανωτέρω και της 2ης εναγομένης παραχωρήθηκε το δικαίωμα υπομίσθωσης στην τελευταία και συνήφθη η σχετική σύμβαση υπομίσθωσης, ενώ ορίσθηκε ότι το υπομίσθωμα θα ανέρχεται στο ποσό των 1.933 ευρώ πλέον ΦΠΑ, με εις ολόκληρον υπόχρεους για την καταβολή του τον μισθωτή και την υπομισθώτρια. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση που γίνει δεκτή η από 3-12-2007 αγωγή του ενάγοντος περί απόδοσης των μίσθιων γηπέδων, η μίσθωση θα θεωρείται λυμένη και οι εναγόμενοι θα υποχρεούνται σε απόδοση των μισθίων. Οι εναγόμενοι, μολονότι έχουν κάνει ακώλυτη χρήση των μισθίων, δεν έχουν καταβάλει τα μισθώματα από τον Φεβρουάριο του 2012 έως τον Απρίλιο του 2014, οπότε δημοσιεύθηκε η υπ' αριθ. 122/2014 απόφαση του Εφετείου Πατρών, που έκανε δεκτή την προαναφερόμενη αγωγή και λύθηκε η μεταξύ τους σύμβαση μίσθωσης, ενώ και μετά τη λήξη της μίσθωσης συνέχισαν να παρακρατούν και να κάνουν χρήση των μισθίων, με αποτέλεσμα να του οφείλουν αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 2014 έως τις 20.11.2015, οπότε και παρέδωσαν τα μίσθια. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να του καταβάλουν: α) το ποσό των 67.127,90 ευρώ ως οφειλόμενα μισθώματα και β) το ποσό των 26.451,15 ευρώ ως αποζημίωση χρήσης, με το νόμιμο τόκο, ως προς τα μισθώματα από την επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους μίσθωμα κατέστη απαιτητό και ως προς την αποζημίωση χρήσης από την επομένη της λήξης κάθε μήνα, άλλως από την επίδοση της αγωγής, επικουρικά δε να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 93.579,05 ευρώ, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του έξοδα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εναγόμενοι με την έφεση τους και για τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή.

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 και 442 ΑΚ προκύπτει ότι, ο συμψηφισμός, ο οποίος επιφέρει την δια συνυπολογισμού, απόσβεση των μεταξύ δυο προσώπων υφισταμένων αμοιβαίων, ομοειδών κατ' αντικείμενο και ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων συντελείται με δήλωση μονομερή απευθυντέα προς τον άλλον, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Το αποσβεστικό αποτέλεσμα του συμψηφισμού επέρχεται, είτε η σχετική δήλωση προβληθεί στο δικαστήριο, είτε εξωδίκως, είναι δε δυνατό να προβληθεί και κατά την εκτέλεση, αν η σχετική ανταπαίτηση αποδεικνύεται παραχρήμα, δηλαδή με έγγραφο ή δικαστή ομολογία. Κατά το χρόνο επίκλησης του συμψηφισμού πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, ήτοι να είναι έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαρρέων χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε (ΑΠ 1617/2009 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από το γεγονός ότι ο νόμος ρυθμίζει τον μεταξύ δύο προσώπων μονομερή ή αναγκαστικό συμψηφισμό, που επέρχεται, κατά τους όρους των άρθρων 440 έως 452 ΑΚ, κατόπιν μονομερούς δήλωσης του ενός από αυτά, δεν αποκλείεται η δυνατότητα απόσβεσης αμοιβαίων απαιτήσεων με συμψηφισμό, κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών. Πρόκειται για το λεγόμενο συμβατικό ή εκούσιο συμψηφισμό, που συνάπτεται με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ). Το περιεχόμενο μίας τέτοιας σύμβασης, που είναι έγκυρη εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη (άρθρα 174 και 178 ΑΚ), καθορίζουν ελεύθερα τα μέρη, τα οποία μπορούν να συμφωνήσουν τον συμψηφισμό των μεταξύ των υφισταμένων απαιτήσεων και χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου, δηλαδή χωρίς οι αμοιβαίες απαιτήσεις να είναι ληξιπρόθεσμες και ομοειδείς και χωρίς να απαιτείται πρόταση συμψηφισμού με δήλωση του ενός συμβαλλομένου προς τον άλλον (ΑΠ 769/2004).

 

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 1 του ΝΔ 356/1974 (ΚΕΔΕ) προβλέπεται ότι «1. Συμψηφισμός απαιτήσεων οφειλέτου του Δημοσίου έναντι χρεών αυτού προς το Δημόσιο δύναται να αντιταχθή εις πάσαν περίπτωσιν καθ' ην ούτος έχει βεβαίαν χρηματικήν απαίτησιν κατά του Δημοσίου, εκκαθαρισμένην και αποδεικνυομένην εκ τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως ή εκ δημοσίου εγγράφου. Ο συμψηφισμός προτείνεται δια δηλώσεως υποβαλλομένης εις το Δημόσιον Ταμείον, εις ο είναι βεβαιωμένον το χρέος. 2. Ωσαύτως συμψηφισμός επιτρέπεται υπό τας αυτάς προϋποθέσεις και δια οφειλάς προς το Δημόσιον εκ φόρων και τελών χαρτοσήμου καταβαλλομένων συν τη δηλώσει εις τα Δημόσια Ταμεία. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο συμψηφισμός προτείνεται δια δηλώσεως υποβαλλομένης εις την αρμόδιαν Οικονομικήν Εφορίαν. Υποβολή δηλώσεως συμψηφισμού μετά την λήξιν της προθεσμίας υποβολής δηλώσεως του φόρου ή των τελών, δεν απαλλάσσει τον οφειλέτην των συνεπειών της εκπροθέσμου υποβολής δηλώσεως του φόρου. 3· Ο συμψηφισμός ενεργείται και αυτεπαγγέλτως υπό του Δημοσίου Ταμείου εφ' όσον εκ των παρ' αυτώ στοιχείων αποδεικνύεται η απαίτησις του οφειλέτου. Δια του συμψηφισμού οι αμοιβαίαι απαιτήσεις αποσβέννυνται αφ' ου χρόνου συνυπήρξαν, φυλαττομένης της διατάξεως του άρθρου 96 του Ν.Δ.321/69. Απαίτησις του Δημοσίου παραγεγραμμένη δύναται να αντιταχθή εις συμψηφισμόν επί τριετίαν από της συμπληρώσεως της παραγραφής.

 

Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του Αστικού Κωδικός, εφ' όσον δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος». Με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 83 ΚΕΔΕ ρυθμίζονται, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, οι προϋποθέσεις συμψηφισμού κατά απαιτήσεων του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, οι οποίες ανάγονται αφενός στο χαρακτήρα της ανταπαίτησης του οφειλέτη, που πρέπει να είναι βέβαιη, εκκαθαρισμένη και να αποδεικνύεται από τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή δημόσιο έγγραφο, αφετέρου στη διαδικασία του συμψηφισμού ο οποίος ενεργείται με δήλωση στο Δημόσιο Ταμείο, όπου είναι βεβαιωμένο το χρέος. Ο παραπάνω τρόπος πρότασης του συμψηφισμού από οφειλέτη του Δημοσίου, είναι κατά τη βούληση του νομοθέτη «αποκλειστικός», υπό την έννοια ότι ο ΚΕΔΕ ρυθμίζει ευθέως τα του συμψηφισμού των απαιτήσεων των οφειλετών του Δημοσίου προς χρέη τους προς αυτό, προβλέποντας ρητώς τη δυνατότητα συμψηφισμού εκκαθαρισμένων απαιτήσεων των εν λόγω οφειλετών, που αποκτήθηκαν καθ' οιονδήποτε τρόπο από αυτούς και που αποδεικνύονται από τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις ή δημόσια έγγραφα. Με τη δήλωση δε συμψηφισμού οφειλέτη του Δημοσίου, έναντι βεβαιωμένων χρεών του προς αυτό, χρηματικής απαίτησης, βεβαίας, εκκαθαρισμένης και αποδεικνυομένης από τελεσίδικη  δικαστική  απόφαση,  αποσβέννυνται  αυτοδικαίως  οι  αμοιβαίες  αυτές απαιτήσεις αναδρομικώς, από τον χρόνο που συνυπήρξαν και κατά το μέρος που καλύπτονται, με αποτέλεσμα η ταμειακή βεβαίωση του αποσβεσθέντος δια συμψηφισμού, καθόλου ή εν μέρει, χρέους του ως άνω οφειλέτη να μην παρίσταται πλέον σύννομη και να καθίσταται ακυρωτέα (ΣΤΕ 2164/2012, ΣΤΕ 2214/2009). Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι η προβλέπουσα το συμψηφισμό απαιτήσεων οφειλέτη του Δημοσίου έναντι χρεών αυτού προς το Δημόσιο διάταξη του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ προϋποθέτει ότι το προς το Δημόσιο χρέος του τελευταίου έχει ήδη βεβαιωθεί στο δημόσιο ταμείο, στο οποίο και πρέπει να υποβληθεί η σχετική περί συμψηφισμού δήλωση του οφειλέτη και, επομένως, η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που το χρέος δεν είναι βεβαιωμένο αλλά η αναγνώριση και καταψήφιση του επιδιώκεται από το Δημόσιο δικαστικά ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, οπότε είναι δυνατή η από τον εναγόμενο οφειλέτη πρόταση υπό τις προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 441 κ«ι 442 ΑΚ, στις οποίες και παραπέμπει η παρ. 4 του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ, προς συμψηφισμό της κατά του δημοσίου υφισταμένης αλλά μη αποδεικνυομένης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή άλλο δημόσιο έγγραφο αμοιβαίας, ομοειδούς και ληξιπρόθεσμης ανταπαίτησής του, καθόσον, τυχόν διαφορετική ρύθμιση, που θα απέκλειε την παραπάνω δυνατότητα, θα ήταν αντίθετη με την αρχή της ισότητας των διαδίκων ως προς τη δικονομική δυνατότητα της πρότασης της ένστασης συμψηφισμού στο πλαίσιο της διεξαγωγής σχετικής δίκης αφού ο εναγόμενος οφειλέτης δεν θα μπορούσε να προβάλλει προς διάγνωση την υφισταμένη αλλά, μη δικαστικά βεβαιωμένη ανταπαίτησή του κατά του Δημοσίου, το οποίο, όμως, ως ενάγον, επιδιώκει τη διάγνωση της κατά του οφειλέτη απαίτησης του (βλ. σχετ. ΑΠ 782/2014, ΓνμδΝΣΚ 27/2015 ΝΟΜΟΣ).

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 περ. κστ' του ν. 2859/2000 «Κώδικας ΦΠΑ», απαλλάσσονται από τον Φ ΠΑ «οι μισθώσεις ακινήτων, εκτός αυτών της περ. δ' της παρ. 2 του άρθρου 8» (η τελευταία εξαίρεση προστέθηκε με το άρθρο 24 παρ.2 του ν. 3522/2006), ήτοι υπόκεινται σε ΦΠΑ μόνο «η εκμίσθωση βιομηχανοστασίων και χρηματοθυρίδων και η εκμίσθωση χώρων για άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας σε μισθωτή υποκείμενο στο φόρο, αυτοτελώς ή στα πλαίσια μικτών συμβάσεων, εφόσον ο εκμισθωτής το επιθυμεί και υποβάλλει γι' αυτό αίτηση επιλογής φορολόγησης». Την ίδια απαλλαγή από τον ΦΠΑ των μισθώσεων ακινήτων προβλέπει και το άρθρο 135 παρ. ι περ., ιβ' της υπ' αριθ. 2006/112/ΕΚ οδηγίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, προβλέποντας ως εξαιρέσεις από την ως άνω απαλλαγή από ΦΠΑ τις ακόλουθες πράξεις: α) τις πράξεις παροχής καταλύματος, που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του ξενοδοχειακού τομέα ή άλλων τομέων με παρεμφερή χαρακτήρα, περιλαμβανομένης της μίσθωσης κατασκηνώσεων διακοπών ή γηπέδων διαρρυθμισμένων κατάλληλα για κατασκήνωση, β) τις  μισθώσεις χώρων για  στάθμευση οχημάτων, γ) τις μισθώσεις των  μόνιμα εγκατεστημένων εργαλείων και μηχανημάτων και δ) τις μισθώσεις χρηματοθυρίδων. Τέλος, ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν επιπλέον εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 περ. 1β'. Περαιτέρω, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεων του έχει αναφερθεί στην απαλλαγή της μίσθωσης ακινήτων από τον ΦΠΑ, μολονότι συνιστά οικονομική δραστηριότητα,  δικαιολογώντας την απαλλαγή αυτή ως μια σχετικώς παθητική δραστηριότητα που δεν παράγει σημαντική προστιθέμενη αξία, εκτός και αν η δραστηριότητα αυτή συνεπάγεται εκτός από την παθητική διάθεση ενός ακινήτου και έναν σημαντικό αριθμό εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως την επιτήρηση, τη διαχείριση και τη διαρκή συντήρηση εκ μέρους του κυρίου, ή τη διάθεση και άλλων εγκαταστάσεων, με αποτέλεσμα η εκμίσθωση του ακινήτου να μην μπορεί να συνιστά την κύρια παροχή. Αντιθέτως, το γεγονός ότι ο μισθωτής του ακινήτου το εκμεταλλεύεται χρησιμοποιώντας το για εμπορικούς σκοπούς, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης μίσθωσης, δεν είναι ικανό από μόνο του να αποκλείσει τον κύριο του ακινήτου από το προβλεπόμενο από την ως άνω οδηγία πλεονέκτημα της απαλλαγής από τον ΦΠΑ (βλ. σχετ. 28-2/2019 ΔΕΚ υποθ. C-278/2018 και 22-1/2015 ΔΕΚ υποθ. C-55/2014 δημοσιευθείσες στη ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η μίσθωση ενός ακινήτου, ανεξαρτήτως του αν ο μισθωτής θα το χρησιμοποιήσει για εμπορικούς ή μη σκοπούς, απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ, εφόσον η διάθεση του ακινήτου συνιστά την κύρια παροχή και μόνο αν η διάθεση αυτού συναρτάται και με τη διάθεση σημαντικού αριθμού εμπορικών δραστηριοτήτων, με αποτέλεσμα η διάθεση του ακινήτου μα μην αποτελεί πλέον την κύρια παροχή (όπως συνήθως συμβαίνει στη μίσθωση ευκαιριακά οργανωμένων αθλητικών εγκαταστάσεων), η μίσθωση του ακινήτου μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση της υποκείμενης σε ΦΠΑ έννοιας της παροχής υπηρεσιών με τη μορφή της παραχώρησης της χρήσης ενός άυλου αγαθού (άρθρο 8 παρ. ια του ν. 2859/2000).

 

Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 20.12.2002 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, το ενάγον εκμίσθωσε προς τον 1ο εναγόμενο δύο γήπεδα 5^5 στο κλειστό γυμναστήριο της Πάτρας «...» για χρονικό διάστημα 5 ετών και αντί μηνιαίου μισθώματος 1.150 ευρώ πλέον ΦΠΑ. Μάλιστα, ο μισθωτής ανέλαβε τη δέσμευση για αντικατάσταση του τάπητα των γηπέδων και για κατασκευή  αποδυτηρίων-τουαλετών  και  κυλικείου, για τη  δε  καθαριότητα και συντήρηση των μισθίων, του ευρύτερου χώρου και των χώρων πλησίον των τουαλετών, υπόχρεος ήταν ο ίδιος. Εν συνεχεία, με το από 1.7.2003 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποιήθηκε η σύμβαση μίσθωσης και παρασχέθηκε στον μισθωτή το δικαίωμα υπομίσθωσης των γηπέδων στην «ΠΑΕ ΠΑΤΡΑΪΚΟΣ» και με το από 7.2.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό επετράπη σ' αυτόν να προβεί στην υπομίσθωση των γηπέδων στην εταιρία «... ΜΟΝ. ΕΠΕ». Περαιτέρω, το ενάγον άσκησε την από 3.12.2007 αγωγή του περί απόδοσης των μισθίων λόγω λήξης του συμφωνημένου χρόνου της μίσθωσης. Με το από 58.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπεγράφη μεταξύ του ενάγοντος, του 1ου εναγομένου και της ως άνω υπομισθώτριας εταιρίας, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση που γίνει δεκτή η προαναφερόμενη από 312.2007 αγωγή, η ένδικη μίσθωση θα θεωρείται λυθείσα και επίσης ορίσθηκε το υπομίσθωμα στο ποσό των ι.933 ευρώ πλέον ΦΠΑ. Με το από 29.10.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπεγράφη μεταξύ των ιδίων ως άνω συμβαλλομένων και της 2ης εναγομένης, εξήλθε της υπομίσθωσης η εταιρία «... ΜΟΝ. ΕΠΕ» και τη θέση της πήρε η 2η εναγομένη, ενώ το υπομίσθωμα παρέμεινε αμετάβλητο στο ποσό των 1.933 πλέον ΦΠΑ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν καταβάλει μέχρι σήμερα τα μισθώματα για το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2012 έως τον Απρίλιο του 2014, οπότε και λύθηκε η ένδικη μίσθωση με τη δημοσίευση της υπ' αριθ. 122/2014 απόφασης του Εφετείου Πατρών, καθώς και την αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα που συνέχισαν να παρακρατούν τα μίσθια μετά τη λύση της μίσθωσης, δηλαδή από τον Μάιο του 2014 έως και τον Νοέμβριο του 2015, οπότε και παρέδωσαν τα μίσθια στο ενάγον. Σύμφωνα με την εκκαλουμένη οι εναγόμενοι οφείλουν για τις ανωτέρω αιτίες στο ενάγον το συνολικό ποσό των 88.027,14 ευρώ, ήτοι ποσό 67.127,14 ευρώ ως οφειλόμενα μισθώματα και ποσό 20.900 ευρώ ως αποζημίωση χρήσης. Ο μοναδικός λόγος της έφεσης των εκκαλούντων συνίσταται στο ότι η εκκαλουμένη κατέληξε στα παραπάνω ποσά απορρίπτοντας την προβληθείσα από αυτούς ένσταση συμψηφισμού ως ουσιαστικά αβάσιμη, με το σκεπτικό ότι η ένδικη μίσθωση είναι επαγγελματική και ως εκ τούτου υπόκειται σε ΦΠΑ, οπότε τα σχετικά ποσά δεν καταβλήθηκαν αχρεωστήτως. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εναγόμενοι πρότειναν προς συμψηφισμό τα ποσά ΦΠΑ που αφορούν όλη τη διάρκεια λειτουργίας της ένδικης μίσθωσης, δηλαδή από το 2002 έως το 2015, πλην όμως όπως έχει ήδη γίνει δεκτό από την εκκαλουμένη και δεν έχει προσβληθεί σχετικά από τους εκκαλούντες με την έφεση τους, από τον Φεβρουάριο του 2012 έως τον Απρίλιο του 2014 δεν έχουν καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα, οπότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για συμψηφισμό, καθώς δεν έχουν σχετική απαίτηση, πλην όμως ο ισχυρισμός τους αυτός συνιστά άρνηση της αγωγικής απαίτησης για καταβολή ΦΠΑ επί των οφειλόμενων μισθωμάτων και θεωρείται ότι και ως προς αυτό έχει προσβληθεί η εκκαλουμένη (για το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 2014 έως τον Νοέμβριο του 2015, οφείλουν μόνο αποζημίωση χρήσης, η οποία ορθώς έχει υπολογισθεί από την εκκαλουμένη, χωρίς να συνυπολογισθεί ΦΠΑ). Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις παραπάνω νομικές σκέψεις, η ένδικη μίσθωση, ως μίσθωση ακινήτου, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ, απαλλαγή η οποία είναι ανεξάρτητη από το αν ο μισθωτής εκμεταλλεύεται το μίσθιο για εμπορικούς σκοπούς ή όχι και από το αν η μίσθωση είναι αστική ή εμπορική. Η εκκαλουμένη εσφαλμένως εφάρμοσε τον νόμο συνδέοντας την υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ με το είδος της μίσθωσης και δη αυτή της επαγγελματικής μίσθωσης. Η μίσθωση ακινήτων απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ και υπόκειται μόνο σε τέλος χαρτοσήμου, εκτός αν η διάθεση του ακινήτου δεν αποτελεί την κύρια παροχή, αλλά συναρτάται και με τη διάθεση σημαντικού αριθμού εμπορικών δραστηριοτήτων, γεγονός που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, τα ποσά ΦΠΑ που εισέπραξε το εναγόμενο μαζί με τα μισθώματα των μηνών από τον Δεκέμβριο του 2002 έως τον Ιανουάριο του 2012, τα εισέπραξε αχρεωστήτως και υποχρεούται να τα επιστρέψει. Περαιτέρω, οι σχετικές απαιτήσεις των εναγομένων παραδεκτώς προβάλλονται σε συμψηφισμό έναντι των οφειλών τους προς το ενάγον ΝΠΔΔ, καθώς οι τελευταίες (οφειλές) δεν είναι βεβαιωμένες, αλλά η καταψήφιση τους επιδιώκεται από το ενάγον δικαστικά, ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του υπολόγισε ΦΠΑ στα οφειλόμενα από τους εναγομένους μισθώματα και απέρριψε την ανωτέρω ένσταση συμψηφισμού που προέβαλαν οι εναγόμενοι, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί κατ' ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

Ακολούθως και δεδομένου ότι το ενάγον δεν αμφισβήτησε ειδικότερα τόσο την καταβολή του ΦΠΑ με τα αναφερόμενα στις προτάσεις των εναγομένων μισθώματα, όσο και το ύψος του καταβληθέντος ΦΠΑ, προκύπτει ότι οι εναγόμενοι αχρεωστήτως κατέβαλαν στο ενάγον τα ακόλουθα ποσά ΦΠΑ με τα αντίστοιχα μισθώματα: Α) ο 1ος εναγόμενος: ι) για το χρονικό διάστημα 20.12.2002-20.12.2003, με μηνιαίο μίσθωμα 1.150 ευρώ, κατέβαλε ΦΠΑ 18% (και όχι 19%, όπως εσφαλμένως υπολογίζουν οι εναγόμενοι, συντελεστής που άρχισε να εφαρμόζεται από τον Απρίλιο του 2005) ύψους 207 ευρώ και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 2.484 ευρώ (207 Χ 12 μήνες), 2) για το χρονικό διάστημα 20.12.2003-20.12.2004, με μηνιαίο μίσθωμα 1.207,50 ευρώ, κατέβαλε ΦΠΑ 18% (και όχι 19%, όπως εσφαλμένως υπολογίζουν οι εναγόμενοι) ύψους 217,35 ευρώ και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 2.608,20 ευρώ (217,35 Χ 12 μήνες), 3) Για το χρονικό διάστημα 20.12.2004-20.12.2005, με μηνιαίο μίσθωμα 1.267,50 ευρώ, κατέβαλε, για μεν τους τρεις πρώτους μήνες ΦΠΑ 18% ύψους 228,15 ευρώ και για τους επόμενους 9 μήνες ΦΠΑ 19% ύψους 240,82 ευρώ και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 2.851,83 ευρώ (228,15 Χ 3 μήνες + 240,82 Χ 9 μήνες), 4) για το χρονικό διάστημα 20.12.2005-20.02.2006, με μηνιαίο μίσθωμα 1.331 ευρώ, κατέβαλε ΦΠΑ 19% ύψους 252,89 ευρώ και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 3·°34>68 ευρώ (252,89 Χ 12 μήνες), 5) για το χρονικό διάστημα 20.12.2006-20.12.2007, με μηνιαίο μίσθωμα 1.398 ευρώ, κατέβαλε ΦΠΑ 19% ύψους 265,62 ευρώ και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 3.187,44 ευρώ (265,62 Χ 12 μήνες), 6) για το χρονικό διάστημα 20.12.2007-20.12.2008, με μηνιαίο μίσθωμα 1.468 ευρώ, κατέβαλε ΦΠΑ 19% ύψους 278,92 ευρώ και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 3.347,04 ευρώ (278,92 Χ 12 μήνες), 7) για το χρονικό διάστημα 20.12.2008-20.12.2009, με μηνιαίο μίσθωμα 1.541 ευρώ, κατέβαλε ΦΠΑ 19% ύψους 292,79 ευρώ και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 3.513,48 ευρώ (292,79 Χ 12 μήνες) και 8) για το χρονικό διάστημα 20.12.2009-20.10.2010 (καθώς από τον Νοέμβριο του 2010 άρχισε να ισχύει το από 29.10.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό με υπομισθώτρια την 2η εναγομένη), με μηνιαίο μίσθωμα 1.933 ευρώ, κατέβαλε για τους έξι πρώτους μήνες ΦΠΑ 19% ύψους 252,89 ευρώ και για τους επόμενους 4 μήνες ΦΠΑ 23% ύψους 444,59 ευρώ (ο τελευταίος συντελεστής άρχισε να ισχύει από την 1.7.2010) και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 3.295,70 ευρώ (252,89 Χ 6 μήνες + 444-59 Χ 4 μήνες). Επομένως, ως προς τον 1ο εναγόμενο το συνολικό ποσό του ΦΠΑ που καταβλήθηκε από αυτόν, χωρίς να έχει νόμιμη υποχρέωση, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 24.322,37 ευρώ (2.484+2.608,20+ 2.851,83+3.034,68+ 3.187,44+3.347,04+ 3.513,48 + 3.295,70). Β) Η 2η εναγομένη κατέβαλε στο ενάγον τα ακόλουθα ποσά ΦΠΑ: ι) για το χρονικό διάστημα Νοεμβρίου 2010-Οκτωβρίου 2011, με μηνιαίο μίσθωμα 1.933 ευρώ, κατέβαλε ΦΠΑ 23% ύψους 444-59 ευρώ και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 5.335,08 ευρώ (444,59 Χ 12 μήνες), 2) για το χρονικό διάστημα Νοεμβρίου 2011-Ιανουαρίου 2012 (οπότε και σταμάτησε η καταβολή των μισθωμάτων από τους εναγομένους), με μηνιαίο μίσθωμα 2.030 ευρώ, κατέβαλε ΦΠΑ 23% ύψους 466,90 ευρώ και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 1.400,70 ευρώ (466,90 Χ 3 μήνες). Επομένως, ως προς τη 2η εναγομένη, το συνολικό ποσό ΦΠΑ που καταβλήθηκε από αυτήν, χωρίς να έχει νόμιμη υποχρέωση, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 6.735,78 ευρώ (5.335,08+1.400,70). Για τους υπόλοιπους μήνες από τον Φεβρουάριο του 2012 έως και τον Απρίλιο του 2014, οπότε και λύθηκε η ένδικη μίσθωση, δεν καταβλήθηκαν μισθώματα και, όπως προαναφέρθηκε, δεν τίθεται θέμα συμψηφισμού του ΦΠΑ,  πλην όμως εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συμπεριέλαβε στην οφειλή των εναγομένων για το παραπάνω χρονικό διάσημα και τον ΦΠΑ 23%. Το συνολικό ποσό του ΦΠΑ που εσφαλμένως υπολογίσθηκε και επιδικάσθηκε σε βάρος των εναγομένων (βλ. στο τέλος της 7ης σελίδας της εκκαλουμένης), ανέρχεται στο ύψος των 12.552,05 ευρώ [(Φεβρουάριος 2012-Δεκέμβριος 2012 = 466,81 Χ 11 μήνες = 5134,91) + (Ιανουάριος 2013 - Δεκέμβριος 2013 = 49°45 Χ 12 μήνες = 5881,80) + (Ιανουάριος 2014-Φεβρουάριος 2014 = 514,67 Χ 2 μήνες = 1.029,34) + (Μάρτιος 2014-Απρίλιος 2014 = 253 Χ 2 μήνες =506)]. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η συνολική οφειλή των εναγομένων για οφειλόμενα μισθώματα, που υπολογίσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο ποσό των 67.127,14 ευρώ, πρέπει να μειωθεί κατά το ανωτέρω ποσό των 12.552,05 ευρώ και να περιοριστεί στο ποσό των 54·575,09 ευρώ (67.127,14 - 12.552,05). Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η προβληθείσα από τους εναγομένους ένσταση συμψηφισμού και να περιορισθεί η ως άνω οφειλή τους, για μεν τον ι° εναγόμενο στο ποσό των 30.342,72 ευρώ (54.575,09 - 24.232,37), για δε την 2η εναγομένη στο ποσό των 47·839>,1 ευρώ (54.575,09 - 6.735,78)· Κατόπιν των αντίστοιχων συμψηφισμών, στα παραπάνω ποσά πρέπει να προστεθεί το ποσό των 20.900 ευρώ, που οφείλουν οι εναγόμενοι ως αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα Μαΐου 2014-Νοεμβρίου 2015 και, επομένως, πρέπει να επιδικασθεί σε βάρος τους, για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό ποσό των 51.242,72 ευρώ (30.342,72+20.90) και 68.739.31 ευρώ (47.839,31+20.90) αντίστοιχα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον για την καταβολή του ποσού των 51.242,72 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, ως προς το ποσό των οφειλομένων μισθωμάτων (30.342,72 ευρώ και 47.839,31 ευρώ αντίστοιχα) από την επομένη που κάθε επιμέρους μίσθωμα κατέστη απαιτητό και ως προς την αποζημίωση χρήσης (20.900 ευρώ), από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

 

Λόγω της εν μέρει ήττας των εναγομένων, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος τους ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογα με την έκταση της νίκης-ήττας καθενός (άρθρα 178 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στους εκκαλούντες, λόγω της εν μέρει νίκης τους (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση με παρόντες τους διαδίκους.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ' αριθ. 77/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών.

 

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της ουσίας την από 202.2015 (αριθ. έκθ. κατάθ. ./7.12.2015) αγωγή.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΏΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν στο ενάγον: α) ο 1ος εναγόμενος το ποσό των πενήντα μίας χιλιάδων διακοσίων σαράντα δύο ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (51.242,72) και β) η 2η εναγομένη το ποσό των εξήντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (68.739,31), ευθυνόμενοι εις ολόκληρον για το ποσό των 51.242,72 ευρώ και με το νόμιμο τόκο, όπως αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια ευρώ (1.500).

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στους εκκαλούντες.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους,

 

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Γεώργιος Ανδρεάδης              Αφροδίτη Γεωργίου