ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρών 357/2019

 

Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων - Προσβολή αποφάσεων καταστατικών οργάνων -.

 

Η ακυρότητα απόφασης καταστατικού οργάνου Τοπικού Οργανισμού Εγγείων Βελτιώσεων κηρύσσεται από το δικαστήριο μετά από αυτοτελή αγωγή που πρέπει να ασκηθεί σε σύντομη αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από τη λήψη τους. Πότε υπάρχει αυτοδίκαιη ακυρότητα. Όταν συντρέχει περίπτωση απόλυτης ακυρότητας δεν απαιτείται να ασκηθεί η ακυρωτική αγωγή εντός εξαμήνου από της λήψεώς τους. Απόρριψη αγωγής ακυρωσίας κατά αποφάσεων καταστατικών οργάνων τοπικού οργανισμού εγγείων βελτιώσεων λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου,  εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

Αριθμός 357/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αγγελική Προύντζου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος Εφετών Πατρών και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Πάτρα, την 11 Απριλίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του εκκαλούντος: νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΤΟΠΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΓΓΕΙΩΝ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΝ ΓΑΣΤΟΥΝΗΣ» (TOEΒ Γαστούνης), που εδρεύει στη Γαστούνη και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθανάσιο Θεοδόση (ΔΣ Αμαλιάδος), δια δηλώσεως.

 

Της εφεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΦΡΗΣΛΑΝΤΚΑΜΠΙΝΑ ΕΛΛΑΣ ΑΕ, Ανώνυμη Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία γάλακτος, γαλακτοκομικών προϊόντων και παιδικών τροφών», και τον διακριτικό τίτλο «FRIESLANDCAMPINA HELLAS SA», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο Ξανθίππη Παπανικολάου (ΔΣ Πατρών).

 

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 18-3-2015 (αρ.κατ. δικ. ./20-3-2015) αγωγή προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδος, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή.

 

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδος εξέδωσε την υπ' αριθμ. 176/2017 οριστική απόφαση του με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλε προς το Δικαστήριο τούτο το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 18-12-2017 έφεση του (αριθμ. έκθ. κατ. ./4-1-2018), που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την άνω δικάσιμο, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις, στις οποίες αναφέρθηκαν και ζήτησαν όσα αναφέρονται σ' αυτές.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

Η κρινομένη έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγόμενου κατά της υπ* αριθμ. 176/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, η οποία εκδόθηκε αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, με κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και κατάθεση του παραβόλου που προβλέπεται στο άρθρ. 495 ΚΠολΔ, όπως τούτο δεν αμφισβητείται και προκύπτει από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα (βλ. σχ. και την υπ' αρ. ./13-12-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πατρών ... της προσβαλλόμενης απόφασης στο εναγόμενο και την υπ' αρ. ./4-1-2018 έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν κατά την ίδια διαδικασία, ως προς παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίζεται στην από 18-3-2015 (αρ. κατ. δικ. ./20-3-2015) αγωγή που απηύθυνε κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με αριθμό ./26-2-2014 του ΔΣ του εναγομένου και η επικυρούσα αυτήν απόφαση με αριθμό ./26-6-2014 της ΓΣ του εναγομένου με τις οποίες επιβλήθηκε στην ενάγουσα εισφορά 1.500 ευρώ για το έτος 2014 για τη χρήση του οδικού δικτύου δικαιοδοσίας του εναγομένου για συλλογή γάλακτος από παραγωγούς αγελαδινού γάλακτος στη γεωγραφική περιοχή δικαιοδοσίας του τυγχάνουν άκυρες και ζήτησε να ακυρωθούν, επιστρεφόμενης της καταβληθείσας από την ενάγουσα εισφοράς των 1.500 ευρώ με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως αχρεωστήτως καταβληθείσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τη αγωγή ως εκπρόθεσμη, ως προς το αίτημα της ακυρωσίας, και έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή ως προς το αίτημα της επιστροφής του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και, κατ' εκτίμηση, να απορριφθεί η αγωγή. Πρέπει, συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω η υπόθεση.

 

Οι τοπικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων προβλέφθηκαν από το άρθρο 12 του ν.δ. 3881/1958 "περί έργων εγγείων βελτιώσεων" (Α' 181). Το άρθρο 13 του ίδιου νομοθετήματος όρισε ότι οι οργανισμοί αυτοί (όπως και οι γενικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων) αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, υποκείμενα στην εποπτεία του Υπουργείου Γεωργίας, και ότι μέλη τους καθίστανται υποχρεωτικά όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διατελούν σε μία από τις στο ίδιο άρθρο ειδικότερα απαριθμούμενες σχέσεις προς τα ακίνητα τα οποία βρίσκονται στην περιοχή της δικαιοδοσίας των οργανισμών αυτών. Στο άρθρο 14 καθορίζονται οι σκοποί των πιο πάνω οργανισμών, περιλαμβάνονται δε σε αυτούς η διοίκηση των υδάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα τους, η ρύθμιση της χρήσης και η διανομή τους με την επιβολή κανονισμών άρδευσης, η αστυνόμευση πάνω στα ύδατα και στα σχετικά τεχνικά έργα, η επιβολή και βεβαίωση των υποχρεώσεων των ωφελουμένων κ.λπ. Με το άρθρο 15 προβλέπονται οι πόροι τους, στους οποίους περιλαμβάνονται στρεμματικές εισφορές και τέλη, το αντίτιμο χρήσεως ύδατος, μισθώματα και άλλα δικαιώματα, ορίζεται δε ειδικότερα ότι η είσπραξη τους σε περίπτωση υπερημερίας ενεργείται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Μεταγενέστερα, με το άρθρο 1 του ν.δ. 1218/1972 «περί αντικαταστάσεως κα» καταργήσεως διατάξεων τίνων του Ν. Δ. 3881/1958 κλπ.» (Α' 133), η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του ν.δ. 3881/1958 αντικαταστάθηκε ως εξής: "1. Οι οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων (Ο.Ε.Β.) αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, λειτουργούντες συμφώνως προς τας διατάξεις του καταστατικού αυτών, τας του Ν. Δ. 3881/1958 "περί έργων εγγείων βελτιώσεων" και των εκτελεστικών αυτού διαταγμάτων, εφ' όσον δεν καταργούνται, τροποποιούνται ή συμπληρούνται δια του παρόντος". Τέλος, στα μεν άρθρα 1 και 2 του ν. 414/1976 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων του Ν. 3881/1958 κλπ." (Α' 212) ορίστηκε ότι οι δαπάνες διοίκησης, λειτουργίας και συντήρησης των εγγειοβελτιωτικών έργων επιβαρύνουν τους ωφελούμενους και καταβάλλονται από αυτούς με τη μορφή στρεμματικών εισφορών ή αρδευτικών τελών ή αντιτίμου χρήσεως ύδατος και ότι κατχ εξαίρεση ορισμένες από τις δαπάνες αυτές επιβαρύνουν το Δημόσιο, στο δε άρθρο 6 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίστηκαν τα εξής: "1. Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 3881/1958 προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως: "Οι ως άνω οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων τυγχάνουν οργανισμοί κοινής ωφελείας και εκ τούτων οι Τ.Ο.Ε.Β. αποτελούν γεωργικός συνεταιριστικός οργανώσεις αναγκαστικής μορφής". Όπως έχει κριθεί (βλ.  ΣτΕ 2903/1983 Ολ., 4101/1995), από τις πιο πάνω παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι οι τοπικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων αποτελούν ενώσεις προσώπων (φυσικών και νομικών) συνδεομένων με εμπράγματη σχέση προς τα αγροτικά ακίνητα μιας ορισμένης περιοχής, οι οποίες έχουν ως σκοπό την διοίκηση και την ρύθμιση της χρήσης των υδάτων της περιοχής τους καθώς και την επιμέλεια και διαχείριση των τεχνικών έργων εγγείων βελτιώσεων για την αύξηση της παραγωγής και την καλύτερη εκμετάλλευση των πιο πάνω ακινήτων. Οι ενώσεις αυτές, όπως διαμορφώθηκαν τελικά με τον τελευταίο από τους πιο πάνω νόμους, χαρακτηριζόμενοι ρητά ως γεωργικές συνεταιριστικές οργανώσεις αναγκαστικής μορφής, αποτελούν συνεταιρισμούς και σαν τέτοιες έχουν τον χαρακτήρα νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ. 6 του Συντάγματος. Και ναι μεν από τις διατάξεις του Ν.Δ. 3881/1958 που αφορούν στις αρμοδιότητες των οργάνων των Τ.Ο.Ε.Β., όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν, προκύπτει ότι τα όργανα αυτά μπορούν, μέσα στα πλαίσια του νόμου και του καταστατικού, να θεσπίζουν κανόνες υποχρεωτικούς για τα μέλη τους και να ασκούν απέναντι τους εξουσίες διοικητικού χαρακτήρα που φθάνουν μέχρι και τη λήψη καταναγκαστικών μέτρων, οι εξουσίες όμως αυτές εντάσσονται μέσα στη συνεταιριστική σχέση και δικαιολογούνται από τον αναγκαστικό τους χαρακτήρα, χωρίς όμως να μεταβάλουν τον συνεταιρισμό, σαν τέτοιον, σε αυτοδιοικούμενο οργανικό τμήμα της δημόσιας διοικήσεως, δηλαδή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (βλ. ΣτΕ 4372/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 4101/1995 δημ. ΝΟΜΟΣ). Πρέπει να σημειωθεί ακόμα ότι στα βασικά νομοθετήματα περί λειτουργίας των ΟΕΒ συναντάται διάσπαρτη η αρχή της ανταποδοτικότητας κατά την οποία οι δαπάνες λειτουργίας τους επιμερίζονται, στα ωφελούμενα πρόσωπα, ανάλογα με την έκταση και την ωφέλεια που αυτά αποκομίζουν. Ειδικότερα: α) η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 414/1976 (ΦΕΚ Ν 212) προβλέπει ότι οι δαπάνες διοικήσεως, λειτουργίας και συντηρήσεως εγγειοβελτιωτικών έργων βαρύνουν τους ωφελούμενους, β) κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 Ν.Δ/τος 3881/1958 αναφέρει ότι οι οικονομικές υποχρεώσεις κατανέμονται μεταξύ των ωφελουμένων και γ) η μεν διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν.Δ/τος της 13-9/7-11-1959 προβλέπει και την υποχρέωση καταβολής εισφοράς από φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία, χωρίς να είναι μέλη, αποκομίζουν ωφέλεια από τα έργα του Οργανισμού, η δε διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1 του ιδίου ν.δ/τος προβλέπει ανάλογη απαλλαγή από τις εισφορές εκείνων των μελών των οποίων τμήμα της περιουσίας του δεν εξυπηρετείται ή δεν ωφελείται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, από τα εκτελεσθέντα έργα. Κατά το άρθρο 5 του νδ 3881/1958 ως έργα εγγείων βελτιώσεων νοούνται τα πάσης φύσεως και κατηγορίας τοιαύτα, τα αποσκοπούντα κυρίως εις την ανάπτυξη και διατήρηση των υδατικών και εδαφικών γεωργικών πόρων της Χώρας, ταξινομούμενα σε τρεις τάξεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα αντιδιαβρωτικά έργα και τα τοιαύτα δασικής και αγροτικής οδοποιίας τα εξυπηρετούντα τις αξιοποιουμένες εκτάσεις, ταξινομούμενα αναλόγως της φύσεως και της σημασίας αυτών. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 101 ΑΚ "Απόφαση της συνέλευσης [σωματείου] είναι άκυρη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στο καταστατικό. Την ακυρότητα κηρύσσει το δικαστήριο ύστερα από αγωγή μέλους που δεν συναίνεσε ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον. Η αγωγή αποκλείεται μετά την πάροδο έξι μηνών από την απόφαση της συνέλευσης. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα ισχύει έναντι όλων". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η ακυρότητα απόφασης της γενικής συνέλευσης σωματείου, όπως και, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, της γενικής συνέλευσης ενώσεως προσώπων που δεν αποτελεί σωματείο (ΑΚ 107), κηρύσσεται από το δικαστήριο μόνο ύστερα από αυτοτελή αγωγή, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και πρέπει να ασκηθεί μέσα σε σύντομη αποκλειστική προθεσμία. Αντίθετα, δεν μπορεί να προβληθεί ούτε κατ' ένσταση ούτε παρεμπιπτόντως (ΑΠ 408/2004), κατά την υποβολή άλλου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας, οπότε εάν αυτό συμβεί, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απαράδεκτος (ΑΠ 1339/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, διαφορετική της ακυρωσίας είναι η περίπτωση της αυτοδίκαιης ακυρότητας αποφάσεως της Γ.Σ., ή των λοιπών οργάνων του συνεταιρισμού, η συνδρομή της οποίας μπορεί να αναγνωρισθεί απρόθεσμα βάσει του άρθρου 70 ΚΠολΔ., κατόπιν αγωγής ενώπιον του κατά τις γενικές διατάξεις αρμοδίου πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Αυτοδίκαιη ακυρότητα πάσχουν εκείνες οι αποφάσεις, οι οποίες, (α) αντίκεινται σε επιτακτική διάταξη του νόμου, ή σε διάταξη αναγκαστικού χαρακτήρα, ή σε κανόνα δημοσίας τάξεως, ή στα χρηστά ήθη, ή στην ίδια την ουσία και τον χαρακτήρα του συγκεκριμένου νομικού προσώπου,  (β) προσβάλλουν τα δικαιώματα δανειστών του συνεταιρισμού, (γ) υπερβαίνουν την αρμοδιότητα του οργάνου, από το οποίο προέρχονται και (δ) έχουν αντιφατικό ή αδύνατο περιεχόμενο, (βλ. Αθ. Κρητικό, "Ακυρες αποφάσεις ΓΣ σωματείων", Αθήνα 1977, σελ. 217 και 93, πρβλ. τον ίδιο σε "Δίκαιο Σωματείων και Συνδ/κών Οργανώσεων", Αθήνα 1984, σελ. 286 και 294 επ. και "Ορια νόμιμης λειτουργίας συλλ. οργάνων σωματείων, συνδ. οργανώσεων και συνεταιρισμών", Αθήνα 2009, σελ. 276 και 191, επίσης Στ. Κιντή, "Δίκαιο Συνεταιρισμών", τεύχος Β' 1999, σελ. 180 επ., όπου σύμφωνος μόνο για εκείνες τις αποφάσεις που αντίκεινται σε διατάξεις τεθείσες υπέρ του δημοσίου συμφέροντος και όχι υπέρ των συνεταίρων - και Εφης Τζίβα, "Η εταιρική συμμετοχή στον συνεταιρισμό και ειδικότερα τα δικαιώματα των συνεταίρων", β' έκδοση 2009, σελίδες 210-211). Η ως άνω αυτοδίκαιη ακυρότητα των αποφάσεων των καταστατικών οργάνων του συνεταιρισμού, που αφορούν διαχειριστικές πράξεις προς τρίτους, όταν οφείλεται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, ως προς το συγκεκριμένο αντικείμενο συναλλαγής, δημιουργεί αντίστοιχη ακυρότητα και για τις επιχειρηθείσες συναλλαγές με τους τρίτους, βάσει των διατάξεων των άρθρων 174, 175 και 178 του ΑΚ (πρβλ ΕφΑΘ 1467/2011 ΔΕΕ 2011.906).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το εναγόμενο αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και, συνεπώς, τύγχανε απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη η προβληθείσα από το εναγόμενο ένσταση περί έλλειψης δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου για την εκδίκαση της παρούσας ιδιωτικής διαφοράς, ως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης. Περαιτέρω, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής και από τα έγγραφα της δικογραφίας αποδεικνύεται ότι ο χρόνος λήψης των άνω προσβαλλόμενων αποφάσεων ήταν η 26-2-2014 (του ΔΣ του εναγομένου) και η 26-6-2014 (της ΓΣ του εναγομένου) αντίστοιχα, οπότε η ασκηθείσα αγωγή ακυρωσίας τους που κατατέθηκε την 20-3-2015 και επιδόθηκε στο εναγόμενο την 23-3-2015 (βλ. την υπ' αρ. ./13-3-2015 έκθεση επίδοσης της άνω δικαστικής επιμελήτριας) ήταν απορριπτέα ως εκπρόθεσμη και ορθώς απερρίφθη το αίτημα αυτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι δεν συντρέχει κάποιος λόγος απόλυτης ακυρότητας των αποφάσεων αυτών για να θεωρηθεί ότι δεν απαιτούνταν να ασκηθεί η ακυρωτική αγωγή εντός του προβλεπομένου από τον νόμο εξαμήνου από της λήψεως τους. Επομένως, απορριπτέο τύγχανε και το δεύτερο αίτημα της αγωγής για επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού των 1.500 ευρώ, που επέτασσαν οι άνω αποφάσεις να καταβληθεί, ως μη νόμιμο, διότι οι αποφάσεις αυτές με την παρέλευση του εξαμήνου κατέστησαν απρόσβλητες και θεωρούνται οριστικώς έγκυρες, ακόμα και αν ήταν ελαττωματικές και υφίσταται, ως εκ τούτου, νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού από το εναγόμενο. Συνεπώς, έσφαλε ως προς τούτο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκανε δεκτό το αίτημα αυτό ως ουσιαστικά βάσιμο, ενώ έπρεπε να το απορρίψει ως μη νόμιμο, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του τρίτου λόγου έφεσης. Παρέλκει δε η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης. Επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή η έφεση, πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που έκανε δεκτή την αγωγή, να κρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση και να απορριφθεί η αγωγή ως προς τούτο. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρ.176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου στο εναγόμενο (άρθρ. 495 ΚΠολΔ), ως κατωτέρω.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων. Δέχεται τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση.

 

Εξαφανίζει εν μέρει την υπ' αρ. 176/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας (τακτική διαδικασία).

 

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

 

Απορρίπτει την αγωγή.

 

Επιβάλλει εις βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ.

 

Διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου στο εκκαλούν.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Πάτρα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του την 2-8-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ