ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρών 334/2020

 

Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης - Αγωγή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας - Αοριστία αγωγής - Αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης - Αδικαιολόγητος πλουτισμός -.

 

Για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που κατά τον νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά του τελευταίου, η πρόκληση από την εν λόγω συμπεριφορά ζημίας, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του ενάγοντος, ήτοι περιγραφή των ζημιών κατά το είδος, την έκταση, την αιτία και το ύψος της δαπάνης που απαιτείται για την αποκατάσταση κάθε επιμέρους ζημίας, τέλος δε, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας. Αν λείπει κάποιο από τα στοιχεία αυτά η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Για να είναι ορισμένη η αγωγή για την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης πρέπει ο ενάγων να εκθέτει σε αυτήν τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας το είδος της προσβολής του, την βαρύτητα και την έκταση της βλάβης, τον βαθμό προσβολής της προσωπικότητάς του, τον βαθμό πταίσματος του υπαιτίου και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών. Προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού. Στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι η και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται με ην έφεση και τους τυχόν πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει το πρωτοβάθμιο. Αγωγή που στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός Απόφασης 334/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από την Εφέτη Πατρών Βασιλική Καρβέλα, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών Πατρών και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στην Πάτρα την 14η Φεβρουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία ΈΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ", που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγίου Κωνσταντίνου αριθ. 8) και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. 997072577, ως καθολικού διαδόχου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ" (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Λε-κέα (Δ.Σ. Πατρών).

 

ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : ..., κατοίκου Πατρών (οδός .), με Α.Φ.Μ. ., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημητρίου Λιούρδη (Δ.Σ. Πατρών).

 

Το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ" (I.-Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.), με την από 27-08-2012 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./28-08-2012) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία στρεφόταν κατά της νυν εκκαλούσας, ζητούσε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 346/-10-06-2014 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, το οποίο, αφού δίκασε ερήμην της εναγομένης, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την από 04-09-2014 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών ./04-09-2014) έφεση της, με την οποία ζητούσε να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή. Επί της ανωτέρω έφεσης εκδόθηκε η υπ' αριθ. 86/09-03-2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε τυπικά την έφεση και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της, προκειμένου να προσκομισθεί κατά τη νέα δικάσιμο, επιμέλεια οιουδήποτε διαδίκου, το σε αυτήν αναφερόμενο έγγραφο. Ήδη, το εφεσίβλητο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ", υπό την ιδιότητα του ως καθολικού διαδόχου του ενάγοντος, με την από 19-11-2018 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./19-11-2018) κλήση του, επανέφερε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την προρρηθείσα έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, με την από 19-11-2018 πράξη της Γραμματέως του, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (με αριθμό πινακίου .).

 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ' ής η κλήση - εκκαλούσας παραστάθηκε όπως ανωτέρω μνημονεύεται, κατέθεσε έγγραφες προτάσεις, στις οποίες αναφέρθηκε και ζήτησε όσα σε αυτές εκτίθενται, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος - εφεσίβλητου, ο οποίος είχε υποβάλει την προβλεπόμενη στο άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ δήλωση του, δεν παραστάθηκε, αλλά προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

I. Σύμφωνα με το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 § 2 του Ν 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011) και ίσχυε κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης, "Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως". Από τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται προς τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, με την οποία διατυπώνεται η δικονομική αρχή ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στο σύνολο της, αλλά μόνο ως προς τα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης που πλήττονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης, προκύπτει ότι το μέρος της εκκαλουμένης απόφασης που εξαφανίζεται μετά από την άσκηση της έφεσης, προσδιορίζεται από το πλήγμα που δέχεται η απόφαση από την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους. Έτσι, αν ο εναγόμενος, ο οποίος δικάστηκε στην πρωτοβάθμια δίκη ερήμην, ισχυρίζεται ότι η αγωγή που έγινε δεκτή, ήταν νομικά αβάσιμη ή αόριστη ή απαράδεκτη, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ερευνά αν υφίστανται αυτές οι ελλείψεις, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΛαρ 49/2018, ΕφΛαρ 271/2017, ΕφΛαρ 227/2017, ΕφΠατρ 243/2017, δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π. του Δ.Σ.Α.), αν όμως ως λόγος έφεσης προβάλλεται η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η εκκαλούμενη απόφαση πλήττεται στο σύνολο της και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς όλες τις διατάξεις της [ΕφΛαρ (Μον) 60/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015/408, ΕφΑΘ 5998/2007 ΕλλΔικ 50/235]. Στην προκειμένη περίπτωση, στην από 27-08-2012 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./28-08-2012) αγωγή του, το ενάγον νομικό πρόσωπο (στη θέση του οποίου υπεισήλθε, ως καθολικός διάδοχος του, το νυν εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο) εξέθετε ότι η μητέρα της εναγομένης (νυν εκκαλούσας) ..., εισέπραττε από αυτό, δυνάμει της υπ' αριθ. ./08-10-1996 απόφασης του Διευθυντή του καταστήματος του στην Πάτρα, πλήρη σύνταξη ύψους 100,90 ευρώ το μήνα και δυνάμει της υπ' αριθ. ./08-10-1996 απόφασης του ιδίου Διευθυντή, σύνταξη Τ.Ε.Α.Μ. ύψους 42,00 ευρώ το μήνα, λόγω του επελθόντος στις 02-05-1992 θανάτου του συζύγου της ..., πού ήταν ασφαλισμένος στο ενάγον, συνέχισε δε να εισπράττει κάθε μήνα το άνω συνολικό ποσό των 142,90 ευρώ, το οποίο το ενάγον κατέθετε στον αναφερόμενο στην αγωγή λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, μοναδική συνδικαιούχος του οποίου ήταν, μαζί με την άνω συνταξιούχο, η εναγόμενη θυγατέρα της, η οποία, όμως, ηθελημένα απέκρυψε από το ενάγον τον, επελθόντα στις 18-05-2005, θάνατο της μητέρας της, που ήταν η δικαιούχος της προρρηθείσας σύνταξης, με συνέπεια να εξαπατηθεί το ενάγον και να συνεχίσει να καταβάλλει τη σύνταξη των 142,90 ευρώ καθ' όλο το χρονικό διάστημα από 01-06-2005 έως 31-10-2011, όταν, μετά τη διενεργηθείσα καταγραφή των ασφαλισμένων του ενάγοντος, που είχαν δικαίωμα σύνταξης, διαπιστώθηκε ότι είχε αποβιώσει, ήδη από τις 18-05-2005, η ... και ότι, παρά ταύτα, η εναγόμενη συνέχισε να εισπράττει τη σύνταξη της μητέρας της για τους προαναφερθέντες 77 μήνες, αφήνοντας μάλιστα μηδενικό υπόλοιπο στον προρρηθέντα τραπεζικό λογαριασμό, ζημιώνοντας, έτσι, το ενάγον κατά το ποσό των 22.294,67 ευρώ, που αντιστοιχούσε στις, ισάριθμες των άνω μηνών, μηνιαίες συντάξεις, με βάση δε το ανωτέρω ιστορικό, το ενάγον ζητούσε Α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει α) το ποσό των 22.294,67 ευρώ, κατά το οποίο αυτό ζημιώθηκε από τη σε βάρος του αδικοπρακτική συμπεριφορά της, επικουρικώς δε "στην αδόκητη περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης δεν αποτελεί αδικοπραξία", με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, "καθ' όσον κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη από την περιουσία του χωρίς νόμιμη αιτία, δηλαδή χωρίς να το δικαιούται. Τούτο διότι το ποσό των 22.294,67 ευρώ έλαβε η εναγομένη αχρεωστήτως, δίχως να υπάρχει μεταξύ τους καμία εσωτερική σχέση που να δικαιολογεί την είσπραξη εκ μέρους της από την περιουσία του οιουδήποτε ποσού και κατά συνέπεια έχει υποχρέωση προς απόδοση της ωφέλειας που έλαβε" και β) το ποσό των 10.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αυτό υπέστη στο κύρος και στην αξιοπιστία του, που επλήγησαν από την ανωτέρω αδικοπραξία της τελευταίας, αφαιρεθέντος από το αρχικώς αιτούμενο ποσό των 10.040,00 ευρώ, αυτού των 40,00 ευρώ, την είσπραξη του οποίου επιφυλάχθηκε το ενάγον να επιδιώξει μέσω της παράστασης του ως πολιτικώς ενάγοντος στη σχετική ποινική δίκη με κατηγορουμένη την εναγομένη, αμφότερα δε τα ανωτέρω κονδύλια με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, Β) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, Γ) απειλούμενης σε βάρος της εναγομένης προσωπικής κράτησης ενός έτους, ως μέσου εξαναγκασμού της για να συμμορφωθεί με το διατακτικό της απόφασης λόγω της αδικοπραξίας και Δ) να καταδικαστεί αυτή στην καταβολή της εν γένει δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος. Επί της ανωτέρω αγωγής, κατά τη συζήτηση της οποίας η εναγόμενη δεν παραστάθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ' αριθ. 346/2014 οριστική απόφαση του, με την οποία, αφού έκρινε την κύρια αγωγική βάση της αδικοπραξίας ως πλήρως ορισμένη και νόμιμη, θεώρησε, κατ' άρθρο 271 § 3 ΚΠολΔ, ομολογημένα, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, τα θεμελιωτικά της ανωτέρω αγωγικής βάσης πραγματικά περιστατικά και, έτσι, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, υποχρεώνοντας την τελευταία να καταβάλει στο ενάγον το συνολικό ποσό των 27.294,67 ευρώ (επιμεριζόμενο σε 22.294,67 ευρώ, ως το ποσό των αχρεωστήτως εισπραχθεισών από την εναγομένη συντάξεων της αποβιωσάσης μητέρας της και σε 5.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το ενάγον από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, κήρυξε την απόφαση του προσωρινά εκτελεστή, απέρριψε το αίτημα προσωπικής κράτησης της εναγομένης και καταδίκασε αυτήν στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο όρισε σε 900,00 ευρώ. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την από 04-09-2014 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./04-09-2014) έφεση της, με την οποία ζητούσε να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή. Επί της ανωτέρω έφεσης εκδόθηκε η υπ' αριθ. 86/09-03-2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε τυπικά την έφεση και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της, προκειμένου να προσκομισθεί κατά τη νέα δικάσιμο, επιμέλεια οιουδήποτε διαδίκου, το σε αυτήν αναφερόμενο έγγραφο. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, νομίμως φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 19-11-2018 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./19-11-2018) κλήση του εφεσίβλητου, η προαναφερθείσα από 04-09-2014 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./04-09-2014) έφεση της εναγομένης κατά της υπ' αριθ. 346/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, ενόψει δε του ότι με την έφεση αυτή η εκκαλούσα βάλλει κατά της άνω εκκαλουμένης με λόγους έφεσης, ο δεύτερος των οποίων συνίσταται στο ότι η αγωγή έπρεπε να είχε απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αόριστη, το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, θα ερευνήσει τον άνω δεύτερο λόγο της έφεσης, η οποία έχει ήδη κριθεί τυπικά δεκτή με οριστική διάταξη της υπ' αριθ. 86/2018 μη οριστικής απόφασης του και κατ' ουσίαν, ήτοι ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτού (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την εκκαλουμένη απόφαση, σημειωτέου ότι, επειδή εν προκειμένω πρόκειται περί επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία, κατ' άρθρο 254 § 1 εδ. γ ΚΠολΔ, θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (με την έννοια ότι οι δύο συζητήσεις αποτελούν δικονομικά στάδια μίας αδιάσπαστης και ενιαίας συζήτησης), στην οποία (προηγούμενη συζήτηση) είχαν αυτοπροσώπως παρασταθεί οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αμφοτέρων των διαδίκων και είχαν νομίμως καταθέσει έγγραφες προτάσεις [όπως, άλλωστε, έπραξαν και κατά την παρούσα συζήτηση κατά τη σχετική δικονομική τους δυνατότητα (ΟλΑΠ 30/1997 ΕλλΔικ 38/1524, ΑΠ 2046/2017 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ")] επί της έδρας του Δικαστηρίου (ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση είχε εκδοθεί από Μονομελές Πρωτοδικείο επί αγωγής που είχε κατατεθεί και συζητηθεί υπό την ισχύ του άρθου 238 ΚΠολΔ, πριν αυτό αντικατασταθεί από το Ν 4335/2015, πρβλ. ΑΠ 1024/2019 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"), δεν απαγορεύεται η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ και, έτσι, είναι επιτρεπτή η, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου του καλούντος - εφεσίβλητου με την προβλεπόμενη στο ανωτέρω άρθρο δήλωση του ότι δεν θα παρασταθεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στην τελευταία αυτή δικάσιμο, λεκτέου και του ότι, η, στην προ της επανάληψης (πρώτη) συζήτηση, απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει, όχι μόνο για το διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, αλλά και για τον αντίδικο του, ο οποίος κανονικά είχε παραστεί στον πρώτο βαθμό, διότι διαφορετικά, χωρίς δηλαδή την πραγματική παράσταση όλων των διαδίκων, προφορική συζήτηση δεν θα νο-είτο, επιβάλλεται δε τούτο για την ισότητα των όπλων και από την, κατ' άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχή της δίκαιης δίκης (ΑΠ 476/2017 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 1040/2013 ΧΡΙΔ 2014/128, ΑΠ 93/2013 ΕλλΔικ 54/1027, ΑΠ 280/2012 ΝοΒ 2013/132, ΑΠ 158/2010 ΕλλΔικ 52/1386, ΑΠ 251/2009 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 1368/2008 ΕλλΔικ 52/454, ΑΠ 866/2008, ΕφΔυτΜακεδ 17/2020, ΕφΠειρ 332/2015, δημοσιευμένες σε Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΕφΑΘ 2646/2011 ΕφΑΔ 2011/1066), με συνέπεια, εάν π.χ. ο μη προσηκόντως παριστάμενος και ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, τότε η έφεση του να απορρίπτεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 3 εδ. α ΚΠολΔ, κατ' ουσίαν, ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, αφού ο εκκαλών, με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράσταση του, θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση [ΑΠ 11/2016 Ε7 2016/855, ΑΠ 1546/2013, Εφθεσ (Μον) 953/2020, ΕφΠειρ (Μον) 294/2019, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΕφΠατρ 127/2018 ΝοΒ 2018/1649].

 

II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 § 2, 118 αριθ. 4 και 216 § 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν αυτήν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης που απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ' αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 597/2015, δημοσιευμένες σε Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"). Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ' όψιν την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδίδει στα περιστατικά που αναφέρονται σε αυτή τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος - υποχρέωσης). Επομένως, ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 § 1 εδ. α ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή, χωρίς την επίκληση των οποίων, δεν θα ήταν εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης, η δε επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το Δικαστήριο, για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματος του και νέων γεγονότων, τα οποία απλώς διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας χωρίς να αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος που στηρίζει το αίτημα της αγωγής, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της (ΑΠ 910/2017, ΑΠ 1087/2014, δημοσιευμένες σε Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"), ενώ η πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικούς από το Δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 917/2017 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"), ο δε ’ρειος Πάγος ελέγχει την επάρκεια ή μη της θεμελίωσης της αγωγής με βάση τις διακρίσεις της νομικής αοριστίας, της ποιοτικής αοριστίας και της ποσοτικής αοριστίας. Η νομική αοριστία της αγωγής, η οποία στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει όταν το Δικαστήριο, για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ως άνω Κώδικα, ειδικότερα δε, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το Δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπ' όψιν αναγκαία για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτήν ή αν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, τα οποία όμως με επάρκεια εκτίθενται στο δικόγραφο της, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 του ιδίου Κώδικα λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το Δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν, παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 106/2015 Ε7 2015/854). Εξάλλου, κατά τη διάταξη άρθρου 914 Α.Κ., όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι, προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση ή (και) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία είναι : α) Ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, δ) ζημία ή, αναλόγως, ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και του αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας (ΑΠ 1979/2017 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"). Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη είτε από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αδικοπραξία μπορεί να τελεσθεί και με τη μορφή της απάτης, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί ή ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, εξ αιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη. Η συμπεριφορά αυτή συνίσταται είτε σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, παράσταση δε ψευδούς γεγονότος μπορεί να γίνει και με συμπερασματικά (έμμεσα) συναγόμενη δήλωση, ενώ, για τη θεμελίωση του αιτιώδους συνδέσμου, είναι αδιάφορο αν οι παραπλανητικές ενέργειες ήταν η μοναδική αιτία πλάνης, ούτε αποκλείει τον αιτιώδη σύνδεσμο η ελαφρότητα, η αμέλεια ή το ευεπίφορο του παθόντος στη δημιουργία της πλάνης (ΑΠ 2212/2009 ΕΠολΔ 2010/295). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 216 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που κατά το νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά του τελευταίου, η πρόκληση από την εν λόγω συμπεριφορά ζημίας, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος, ήτοι περιγραφή των ζημιών κατά το είδος, την έκταση, την αιτία και το ύψος της δαπάνης που απαιτείται για την αποκατάσταση κάθε επιμέρους ζημίας, τέλος δε, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας, παρεχομένης έτσι της δυνατότητας, στο μεν Δικαστήριο να εκτιμήσει τη νομική βασιμότητα του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος αποζημίωσης, στον δε ζημιώσαντα εναγόμενο να προβεί σε ανταπόδειξη (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 866/2017, ΑΠ 361/2016, ΑΠ 93/2016, ΑΠ 1513/2014, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 1009/2013 Ε7 2014/428). Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει, κατ' αυτεπάγγελτη του Δικαστηρίου ενέργεια, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να συμπληρωθούν τα ανωτέρω στοιχεία από το περιεχόμενο άλλου εγγράφου (διαδικαστικού ή εξωδίκου), αφού η τυχόν αόριστη αγωγή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή της σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1297/2009 ΕΠολΔ 2009/682), εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν κατ' άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις [ΕφΠειρ (Μον - Ναυτ) 160/2015 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"] και τούτο διότι η διάταξη του άρθρου 224 εδ. β ΚΠολΔ παρέχει την ευχέρεια στον ενάγοντα να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς του, όχι όμως και να αναπληρώσει τους ελλείποντες και, μάλιστα, εκείνους που αποτελούν στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος, μπορεί, δηλαδή, ο ενάγων, βάσει της πιο πάνω διάταξης, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 236 ΚΠολΔ, να συμπληρώσει με τις προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία αναφέρεται στην εξειδίκευση των θεμελιωτικών της αγωγής γεγονότων, δεν μπορεί όμως να αναπληρώσει τη νομική αοριστία της αγωγής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση αυτού τούτου του περιστατικού που απαιτείται κατά το νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 449/2014 Ε7 2015/141, ΑΠ 1764/2006, ΑΠ 1122/-2005, δημοσιευμένες σε Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 263/2005 ΕλλΔικ 47/1345). Περαιτέρω, η προβλεπόμενη στο άρθρο 932 Α.Κ. αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη στοχεύει στην εξισορρόπηση των δυσμενών καταστάσεων που δημιουργούνται συνεπεία μιας αδικοπραξίας και στην παροχή της απαιτούμενης οικονομικής ευχέρειας για την υπερπήδηση ή τη μείωση της μη περιουσιακής βλάβης που επήλθε και για την ανακούφιση του δικαιούχου από τη λύπη, τη στενοχώρια και γενικά τον πόνο που προκάλεσε η προσβολή ενός αγαθού μη αποτιμητού σε χρήμα (ΟλΑΠ 21/2000 ΕλλΔικ 42/56, ΟλΑΠ 1117/1986 ΕλλΔικ 28/113). Για να είναι ορισμένη η αγωγή για την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει ο ενάγων να εκθέτει σε αυτήν τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής του, την βαρύτητα και την έκταση της βλάβης, το βαθμό προσβολής της προσωπικότητας του, το βαθμό πταίσματος του υπαιτίου και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών [ΑΠ 361/2016 Η.-Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 1325/1996 ΕλλΔικ 38/1047, ΕφΠειρ 181/2013 ΕΝαυτΔ 2014/18, Κατρά "Αγωγές Αστικού Δικαίου και Ενστάσεις", 2005, σελ. 583], κατ' άλλη δε άποψη, ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, ήτοι η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου κ.λπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπ' όψιν για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες), δεν αποτελούν, δηλαδή, ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται γι' αυτά κατά κρίση ελεύθερη [ΑΠ 981/2015 Ε7 2016/415, ΑΠ 732/-2013 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 242/2008 ΝοΒ 2009/595, ΕφΑΘ (Μον) 152/2017, ΕφΠειρ 15/2015 δημοσιευμένες σε Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"]. Κατά τα λοιπά, κατά το άρθρο 904 Α,Κ., "Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη", αχρεώστη δε είναι η παροχή που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από το λήπτη, ήτοι αυτή που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, 6) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία, σε κάθε δε περίπτωση, στοιχεία της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη, είναι η ύπαρξη περιουσιακής ωφέλειας σε κάποιο πρόσωπο, η αιτία για την οποία αυτή επήλθε και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη [ΑΠ 1664/2013 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 791/2012 ΧΡΙΔ 2012/733, ΕφΛαρ (Μον) 260/2019 Η.-Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"]. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 Α.Κ. προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), κατ' άρθρο 219 ΚΠολΔ, της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της ως άνω αγωγής, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, εφόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Όταν, όμως, η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νομική πληρότητα της άνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των προαναφερθεισών τεσσάρων (με στοιχεία α' έως δ') προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α του Α.Κ., δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές οι προϋποθέσεις θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πλην όμως είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κυρία αγωγική βάση ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 1480/2018, ΑΠ 1450/2017, ΑΠ 170/2016, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 449/2014 Ε7 2015/141, ΑΠ 2019/2007 ΕΕργΔ 2009/255). Ενόψει, όμως, των οριζομένων στις διατάξεις των άρθρων 219 και 106 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη γενική δικονομική αρχή "jura novit curia", απ' όπου προκύπτει ότι αρκεί στην αγωγή η πλήρης έκθεση των θεμελιούντων αυτήν πραγματικών γεγονότων, όχι όμως και της νομικής βάσης του προβαλλομένου αιτήματος, παραδεκτά η αγωγή μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά από την αρχή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εάν, κατά τα εκτιθέμενα σε αυτήν, πρόκειται για παροχή αχρεωστήτου και δεν συντρέχουν, ούτε εκτίθενται στην αγωγή, τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση της συμβατικής ευθύνης ή εκείνης από αδικοπραξία, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 Α.Κ., γιατί ο πλουτισμός του εναγομένου επήλθε χωρίς δόση ανταλλάγματος και δεν μπορεί, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, να στηριχθεί σε ισχυρή (έγκυρη και μη ελαττωματική) θέληση του ενάγοντος, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση του, είτε με την έννοια της συμβατικής ενοχής είτε της εξ αδικοπραξίας, οπότε, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να μνημονεύονται όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία, που είναι απαραίτητα για το ορισμένο της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι α) η περιουσιακή μετακίνηση από την μία περιουσία στην άλλη, β) η συγκεκριμένη αιτία της εν λόγω μετακίνησης και γ) η ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά την διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 449/2014 ό.π., ΑΠ 493/2010 ΧΡΙΔ 2011/338, ΑΠ 2212/2009 ΕΠολΔ 2010/295, ΑΠ 725/2004 ΕΤΡΑΞΧΡΔ 2004/-702). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524 § 1, 525, 526 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους λόγους, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο ή το παραδεκτό αυτής, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ζητεί την απόρριψη της ο εκκαλών - εναγόμενος [ad hoc ΕφΠατρ (Μον) 279/2018 ΝοΒ 2019/764, ΕφΑΘ (Μον) 91/2017 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ" και πάγια νομολογία, Σαμουήλ Σαμουήλ, Ή Έφεση", έκδοση 2009, § 851, πρβλ. ΑΠ 758/2018 ΧΡΙΔ 2019/268]. Ειδικότερα, επί αγωγής που στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις ή σε μία κυρία βάση και μία επικουρική και, ύστερα από έφεση του εναγομένου κατά της οριστικής απόφασης που δέχτηκε τη μια βάση και απέρριψε ενδεχομένως τις λοιπές, εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και απορριφθεί η αγωγή κατά τη βάση της αυτή, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει σε αυτεπάγγελτη εξέταση των βάσεων που απορρίφθηκαν [ΕφΑΘ (Μον) 91/2017 ό.π.]. Αν όμως η εκκαλούμενη, που δέχθηκε τη μία βάση της αγωγής, έκρινε περιττό να εξετάσει τις λοιπές ή την επικουρική, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε την έφεση του εναγομένου και εξαφάνισε την εκκαλούμενη κατά το μέρος που έκανε δεκτή τη μία βάση, δεν εμποδίζεται να εξετάσει τις λοιπές μη απορριφθείσες, κύριες ή επικουρική, βάσεις, όπως θα έκανε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στη θέση του οποίου υπεισέρχεται μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης. Στη βάση αυτής της διάκρισης μεταξύ βάσης της αγωγής που εξετάσθηκε και απορρίφθηκε και βάσης που δεν εξετάσθηκε, διότι έγινε δεκτή μια άλλη, βρίσκεται η σκέψη ότι η έφεση του εναγομένου, στην μεν πρώτη περίπτωση μεταβιβάζει στο Εφετείο μόνο τη βάση που έγινε δεκτή, όχι δε και τις απορριφθείσες με οριστική διάταξη βάσεις, αφού η απορριπτική διάταξη για τις βάσεις αυτές, αν δεν ασκηθεί επικουρική έφεση ή και αντέφεση από τον ενάγοντα, γίνεται τελεσίδικη και παράγει δεδικασμένο, που αποκλείει την έρευνα του ιδίου κεφαλαίου, στη δε δεύτερη περίπτωση, ήτοι της βάσης που δεν εξετάσθηκε, η έφεση μεταβιβάζει ολόκληρη την υπόθεση, δηλαδή και την "αδίκαστη" βάση ή το "αδίκαστο" επικουρικό αίτημα, οπότε το Εφετείο, εξαφανίζοντας, μετά από παραδοχή της έφεσης του εναγομένου, την πρωτόδικη απόφαση και, διακρατώντας το ίδιο την υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση, γίνεται κύριο της υπόθεσης, υποκαθιστώντας δε το Πρωτοδικείο σε όλα τα δικαιώματα του, δικάζει από την αρχή την αγωγή και όχι την έφεση. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, εάν έγινε πρωτοδίκως δεκτή (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς την επικουρική, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την κύρια βάση της, είναι υποχρεωμένο, αν κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της επικουρικής βάσης και τούτο διότι υποκαθίσταται κατά το νόμο στη θέση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, λόγος για τον οποίο και δεν απαιτείται, για την ενέργεια αυτή, έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Με την έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων της αγωγής από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εισάγεται εξαίρεση στην αρχή της μη υπέρβασης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 12 του ΚΠολΔ, το δε Εφετείο, όταν, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ερευνά τη μη εξετασθείσα πρωτοδίκως βάση της αγωγής, δεν δεσμεύεται από τον κανόνα του άρθρου 536 § 1 του άνω Κώδικα, αλλά μπορεί να καταστήσει δυσμενέστερη τη θέση του εκκαλούντος σύμφωνα με το άρθρο 536 § 2 αυτού [ΑΠ 1316/2008 ΕλλΔικ 49/1434, ΑΠ 1173/2006 ΝοΒ 54/-1516, ΑΠ 1408/1999 ΕλλΔικ 41/738, ΕφΔωδ (Μον) 253/2017, ΕφΠειρ (Μον) 154/2015, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΕφΑΘ 2896/2011 ΕλλΔικ 53/517, Σαμουήλ Σαμουήλ ό.π., §§ 946-947, πρβλ. ΑΠ 1556/2012 ΕλλΔικ 54-/720, ΕφΑΘ 6601/2011 ΕλλΔικ 54/184].

 

III. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή είναι αόριστη ως προς την κύρια βάση της αδικοπραξίας και τούτο διότι δεν εκτίθενται στο δικόγραφο τα στοιχεία εκείνα που απαιτούνται για να προσδιορισθεί με επάρκεια η θετική ζημία που υπέστη το ενάγον νομικό πρόσωπο από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης και συγκεκριμένα η έκταση της ζημίας αυτής και, εντεύθεν, το ισόποσο της δαπάνης που θα απαιτηθεί για την αποκατάσταση της, αφού, αφενός ιστορείται στην αγωγή ότι η εναγόμενη με απατηλά μέσα παρανόμως ιδιοποιήθηκε τη σύνταξη που θα δικαιούτο να εισπράττει η μητέρα της εάν ζούσε, συνολικού ύψους 142,90 ευρώ το μήνα, επί συνολικά εβδομήντα επτά (77) μήνες μετά το θάνατο της (από 01-06-2005 έως 31-10-2011), ήτοι ότι παρανόμως ιδιοποιήθηκε το συνολικό ποσό των 11.003,30 (142,90 Χ 77) ευρώ, αφετέρου το ενάγον αιτείται την σε αυτό καταβολή, για την ανωτέρω αιτία, του ποσού των 22.294,67 ευρώ, χωρίς να εξειδικεύει τα επί μέρους χρηματικά ποσά που συνολικώς εισέπραξε παρανόμως η εναγομένη κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα και τον τρόπο (μαθηματικό υπολογισμό), με τον οποίο προέκυψε από αυτά το ανωτέρω συνολικώς αιτούμενο ποσό, με συνέπεια να στερείται τη δυνατότητα, το μεν Δικαστήριο να εκτιμήσει τη νομική βασιμότητα του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος αποζημίωσης, η δε, φερόμενη ως ζημιώσασα, εναγόμενη, να προβεί σε ανατροπή των αγωγικών ισχυρισμών μέσω ανταπόδειξης, χαρακτηριστικό δε είναι το γεγονός πως, παρά το ότι η εν λόγω νομική αοριστία δεν θα μπορούσε να θεραπευτεί με τη συμπλήρωση του ελλείποντος στοιχείου στις προτάσεις του ενάγοντος, το τελευταίο ουδόλως επεχείρησε (έστω) μια τέτοια συμπλήρωση ούτε με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις του, ούτε με αυτές που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στις οποίες επιμελώς απέφυγε να αναφερθεί στο σχετικό, περί αοριστίας της ανωτέρω αγωγικής βάσης, λόγο έφεσης και να τον αντικρούσει. Εξάλλου, η αοριστία της κύριας εξ αδικοπραξίας αγωγικής βάσης επιβεβαιώνεται και από την ίδια την υπ' αριθ. 86/2018 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (υπό διαφορετική της παρούσας σύνθεση), το οποίο, κατά το σκεπτικό της (ακολουθεί κατά λέξη, σημεία στίξης και τρόπο σύνταξης, αναπαραγωγή του κειμένου της), "δεν δύναται να καταλήξει ως προς το πώς προέκυψε το ποσό των22.294,67 ευρώ", διότι, οι "προερχόμενες από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος επιστολές που υπάρχουν εντός της δικογραφίας ... ενώ αναφέρουν ότι η εναγομένη ήτο συνδικαιούχος του λογαριασμού της θανούσης μητρός της και ότι δεν ανευρέθη ποσό εντός αυτού, ουδεμία αναφορά ποιούν για το πώς τα επιμέρους ποσά συμποσούμενα καταλήγουν στο ποσό 22.294,67 ευρώ που φέρεται ως ωφειλόμενο σύμφωνα με το προσκομισθέν έγγραφο της Δ/ντριας του εφεσίβλητου ... δοθέντος ότι το ποσό της συντάξεως που ελάμβανε η θανούσα ανήρχετο σε 142,90 ευρώ μηνιαίως ώστε δεδομένου ότι η εναγομένη το ελάμβανε παρανόμως και δη μετά το θάνατο της μητρός της επί 77 μήνες ενδεχομένως να περιέχει και έτερα ποσά ως ΕΚΑΣ, τόκους καταθέσεων κλπ. τα οποία ουδόλως προέκυψαν από τα προσκομισθέντα έγγραφα", λόγος για τον οποίο το άνω Δικαστήριο διέταξε την κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, "προκειμένου να προσκομιστεί κατά τη νέα συζήτηση με επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου, έγγραφο προερχόμενο από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, που να αναφέρει αναλυτικά τα ποσά που ανέλαβε η εναγόμενη - εκκαλούσα από τον λογαριασμό της θανούσας μητρός της μέχρι και την 31.10.2011 (άλλως τα ποσά που εμβάστηκαν σ' αυτήν ως σύνταξη της μητρός της συνεπεία της μη αναγγελίας του θανάτου αυτής για το διάστημα από 1-6-2009 έως 31.10.2011, έτσι ώστε "να μορφώσει ορθή γνώμη το Δικαστήριο για το ποσό που μετά το θάνατο της ανέλαβε αυτή", μη οριστική διάταξη, η οποία, ως εσφαλμένη (αφού, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων), πρέπει να ανακληθεί. Κατά τα λοιπά, το παρόν Δικαστήριο κρίνει, κατ' αυτεπάγγελτη αυτού ενέργεια, ότι είναι αόριστο και το δεύτερο αίτημα της κύριας αγωγικής βάσης περί επιδίκασης υπέρ του ενάγοντος χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη (σημειωτέον ότι το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο προσβάλλεται με τον τρίτο λόγο έφεσης, όχι ως αόριστο, αλλά πρωτίστως ως μη νόμιμο, επικουρικώς ως ουσιαστικώς αβάσιμο, επικουρικότερον δε ως εσφαλμένως υπολογισθέν κατά το ποσό που τελικώς επιδικάσθηκε, αποδιδομένης, με τον άνω λόγο έφεσης, στο σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εσφαλμένης από αυτό ερμηνείας του νόμου και μη ορθής εκτίμησης των αποδείξεων αντίστοιχα), αφού η εν λόγω αξίωση ασκείται μόνο σε περίπτωση πρόκλησης βλάβης λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου, κατά δε την άποψη που το Δικαστήριο τούτο ακολουθεί ως ορθότερη, μεταξύ των στοιχείων που απαιτείται να περιέχονται στην αγωγή για να είναι αυτή ορισμένη ως προς την άνω αξίωση του άρθρου 932 Α.Κ, είναι, κατά τα εκτεθέντα στην αυτήν ως άνω μείζονα σκέψη, η έκταση της υλικής βλάβης που υπέστη το παθόν - ενάγον (η οποία αποτελεί στοιχείο θεμελιώδες για την ελεύθερη από το Δικαστήριο εκτίμηση του ποσού που θα έπρεπε να καταβληθεί σε αυτό για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που τυχόν θα είχε υποστεί), η οποία, όμως, ως προεκτέθηκε, ελλείπει από την αγωγή, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη την αγωγή και ως προς το ανωτέρω δεύτερο αίτημα της κυρίας εξ αδικοπραξίας αγωγικής βάσης εσφαλμένως το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολο της (αναγκαίως δε και κατά τη συναρτώμενη με την όλη έκβαση της δίκης διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων) και στη συνέχεια να κρατηθεί η υπόθεση από αυτό το Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) και, εκδικαζομένης αυτής εκ νέου, να απορριφθεί η κύρια αγωγική βάση της αδικοπραξίας ως αόριστη, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών λόγων έφεσης, που άπτονται της ουσίας της υπόθεσης, συνιστούν δε τους ισχυρισμούς, τους οποίους δεν μπόρεσε να προτείνει πρω-τοδίκως η εκκαλούσα λόγω της ερημοδικίας της. Τέλος, μετά την εξαφάνιση της υπ' αριθ. 346/2014 εκκαλουμένης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, το παρόν Δικαστήριο, καθώς εν προκειμένω δεν συντρέχει η κατ' άρθρο 535 § 2 ΚΠολΔ περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης σε άλλο Δικαστήριο, ταυτοχρόνως δε υποκαθίσταται κατά το νόμο στη θέση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, είναι υποχρεωμένο, κατά τα ιστορούμενα στην προρρηθείσα νομική σκέψη, να προβεί αυτεπαγγέλτως στην έρευνα της επικουρικής βάσης του αδικαιολογήτου πλουτισμού, στην οποία δεν προχώρησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετά την εκ μέρους του αποδοχή της κυρίας αγωγικής βάσης της αδικοπραξίας, χωρίς, μάλιστα, να απαιτείται για την ενέργεια αυτή, έφεση, αντέφεση ή αίτημα της εκκαλούσας - εναγομένης. Πλην όμως, για τη νομική πληρότητα της βάσης αυτής, ενόψει του ότι ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κυρίας βάσης από την αδικοπραξία, θα έπρεπε να γινόταν στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ανυπαρξίας των με την ανωτέρω κυρία βάση ασκουμένων αξιώσεων των άρθρων 914 επ. Α.Κ., η οποία, όμως, δεν γίνεται από το ενάγον, το οποίο, αντιθέτως, θεμελιώνει τη βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνει και την κυρία εξ αδικοπραξίας αγωγική βάση. Πρέπει, επομένως, η επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, σημειωτέου ότι, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αγωγή, ενόψει του ότι δεν εκτίθενται σε αυτήν όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωση της εξ αδικοπραξίας ευθύνης στοιχεία, στηρίζεται αποκλειστικά στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. Α.Κ., θα ήταν και πάλι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, αφού δεν μνημονεύεται σε αυτήν κατά τρόπο συγκεκριμένο, η, απαραίτητη για το ορισμένο της, μετακίνηση από την περιουσία του ενάγοντος σε αυτήν της εναγομένης, ήτοι ο πλουτισμός της τελευταίας, λόγω μη προσδιορισμού, μέσω μαθηματικού υπολογισμού, του τρόπου με τον οποίο η εκ μέρους της εναγομένης ιδιοποίηση, από την περιουσία του ενάγοντος, 142,90 ευρώ το μήνα επί συνολικά εβδομήντα επτά (77) μήνες, προκάλεσε σε αυτό υλική ζημία συνολικού ύψους 22.294,67 ευρώ και ισόποσο αυτής πλουτισμό χωρίς νόμιμη αιτία.

 

IV. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, αφού ανακληθεί η υπ' αριθ. 86/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ως προς την μη οριστική διάταξη της περί επανάληψης της συζήτησης, να γίνει δεκτή η έφεση ως και κατ' ουσία βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολο της (και κατά τη διάταξη της περί δικαστικών εξόδων) και στη συνέχεια να κρατηθεί η υπόθεση από αυτό το Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) και, εκδικαζομένης αυτής εκ νέου και ως προς την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να απορριφθεί η αγωγή ως αόριστη ως προς αμφότερες τις βάσεις της. Λεκτέον εδώ ότι δεν θα περιληφθεί στην παρούσα διάταξη για επιστροφή στην εκκαλούσα του προβλεπομένου στο άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του εφετηρίου δικογράφου στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) παραβόλου, αφού, κάτωθι της υπ' αριθ. 455/17-09-2014 πράξης της Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου περί ορισμού δικασίμου για τη συζήτηση της έφεσης υπάρχει η σημείωση "Ακριβές αντίγραφο, εκδιδόμενο ΑΤΕΛΩΣ λόγω πενίας Ν. 3226/2004, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 8 Ν. 4055/2012, στη δε υπ' αριθ. ./04-09-2014 έκθεση κατάθεσης της ένδικης έφεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αναφέρεται ότι κατατέθηκε συγχρόνως με αυτήν και το προβλεπόμενο απ' το άνω άρθρο παράβολο των διακοσίων (200) ευρώ, με συνέπεια να προκύπτει σαφώς ότι η εκκαλούσα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 199 § 1 ΚΠολΔ (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 § 9 του Ν 4055/-2012, με έναρξη ισχύος αυτής, κατά το άρθρο 113 του ιδίου νόμου, την 02α-04-2012) και στις παραγράφους 1, 2, και 3 του άρθρου 9 του Ν 3226/2004, απαλλάσσεται της καταβολής του εν λόγω παραβόλου (ad hod ΑΠ 1073/2017 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο, που ηττήθηκε, να καταβάλει στην εκκαλούσα, κατ' αποδοχή του σχετικού αιτήματος της, τα δικαστικά αυτής έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, καθόσον στον πρώτο βαθμό ήταν απούσα και δεν υποβλήθηκε σε έξοδα, τα οποία ορίζει, κατ' άρθρο 58 § 4 περ. β του Ν 4194/2013, σε εξακόσια (600) ευρώ, μη εφαρμοζόμενης εδώ της διάταξης του άρθρου 22 § 1 του Ν 3693/1957, αφού η νομική υπεράσπιση του εφεσίβλητου - ενάγοντος δεν έγινε από αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους [ΑΠ 589/2015, ΕφΠατρ (Μον) 46/2020, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", πρβλ. ΑΠ 157/2018 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"].

 

 

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 04-09-2014 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./04-09-2014) έφεση κατά της υπ' αριθ. 346/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (τακτική διαδικασία), η οποία επανεισήχθη προς συζήτηση με την από 19-11-2018 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./19-11-2018) κλήση του εφεσίβλητου.

 

ΑΝΑΚΑΛΕΙ την υπ' αριθ. 86/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ως προς τη μη οριστική διάταξη της περί επανάληψης της συζήτησης στο ακροατήριο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση ως και κατ' ουσίαν βάσιμη.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ' αριθ. 346/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (τακτική διαδικασία).

 

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 27-08-2012 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./28-08-2012) αγωγή.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς όλες τις βάσεις της.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εφεσίβλητο να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στην Πάτρα, στις 14-09-2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ