ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρών 163/2019

 

Εκούσια δικαιοδοσία - Αγωγή ακύρωσης απόφαση ΓΣ αγροτικής συνεταιριστικής οργάνωσης -.

 

Αγωγή ακύρωσης απόφασης γενικής συνέλευσης αγροτικής συνεταιριστικής οργάνωσης. Προθεσμία άσκησης. Αρμόδιο δικαστήριο. Νομιμοποίηση και έννομο συμφέρον. Μη γνήσια απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας. Αποτελεί ειδική μορφή της ακυρωτικής αγωγής του άρθρου 101. Η κοινοποίηση της ακυρωτικής αγωγής συνιστά όρο του παραδεκτού της αγωγής.

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης: 163/2019

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ  από τη Δικαστή  Μαρία  Παπαδοπούλου, Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών, και τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 2 Νοεμβρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Αγροτικού Συνεταιρισμού Αιγίου, που εδρεύει στο Αίγιο Αχαΐας και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αναστασίου Τελώνη (Δ.Σ. Πατρών), και κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Αιγίου με την επωνυμία «ΠΑΝΑΙΓΙΑΛΕΙΟΣ ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ», που εδρεύει στο Αίγιο Αχαΐας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Ρωμανού (Δ.Σ. Αιγίου), και κατέθεσε προτάσεις.

 

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, την από 19-1-2012 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης 29-20/19-1-2012 αγωγή, σε βάρος της εναγομένης και νυν εφεσίβλητης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η υπ' αριθμ. 182/2014 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Κατά της ανωτέρω απόφασης, ο ενάγων κατέθεσε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την από 3-7-2014 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./3-7-2014 έφεση του, η οποία προσδιορίσθηκε, με την υπ' αριθμ. ./8-7-2014 πράξη του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, για να δικασθεί κατά τη δικάσιμο της 7ης-5-2015 και, μετά από αναβολές, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία και συζητήθηκε η υπόθεση.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ' αριθμ. 182/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας επί αγωγής ακύρωσης απόφασης γενικής συνέλευσης αγροτικής συνεταιριστικής οργάνωσης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 520 ΚΠολΔ), ήτοι εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 3 εδ. β' του Ν. 2810/2000 (όπως ίσχυε κατά τον χρόνο άσκησης της έφεσης), προθεσμίας των 15 ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, καθόσον αυτή επιδόθηκε στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα στις 19-6-2014 (βλ. την υπ' αριθμ. ./19-6-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αιγίου, .) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 3-7-2014, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. ./3-7-2014 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αιγίου, επί του επικυρωμένου αντιγράφου της έφεσης. Πρέπει, επομένως, εφόσον, για το παραδεκτό της, καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, παράβολο, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 2810/2000 «Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις», όπως ίσχυε πριν την κατάργηση του με το άρθρο 50 του Ν. 4384/2016 (ΦΕΚ Α78/26.4.2016), και το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως, κατ' άρθρο 31 ιδίου νόμου, και στις Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών (Ε.Α.Σ.), απόφαση της γενικής συνέλευσης, η οποία αντιβαίνει στο νόμο ή στο καταστατικό, είναι άκυρη. Σύμφωνα δε με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, η ακυρότητα αποφάσεων κηρύσσεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας του συνεταιρισμού, μετά από αίτηση κάθε μέλους ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η αίτηση ασκείται μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από τη λήψη της απόφασης από τη γενική συνέλευση και κοινοποιείται στον συνεταιρισμό. Είναι φανερό ότι η ανωτέρω ακυρωτική διαφορά, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ακυρωτικής αγωγής του άρθρου 101 ΑΚ, δεν συνιστά γνήσια (υπό στενή έννοια) υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου απουσιάζει το στοιχείο της αντιδικίας, αλλά μη γνήσια (υπό ευρεία έννοια) υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη, η αγωγή ακύρωσης απόφασης Γ.Σ. αγροτικού συνεταιρισμού πρέπει να ασκηθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 20 ημερών από τη λήψη της απόφασης από τη γενική συνέλευση. Διαφορετικά, είναι απαράδεκτη, διότι η παρέλευση της νόμιμης αυτής προθεσμίας συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα να επιχειρηθεί η πράξη (άρθρο 151 ΚΠολΔ). Η άσκηση της αίτησης βέβαια στην εκούσια δικαιοδοσία συντελείται, κατά το άρθρο 747 παρ. 1 ΚΠολΔ, μόνο με την κατάθεση του δικογράφου. Ωστόσο, στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 του Ν. 2810/2000 προστίθεται ότι δεν αρκεί η κατάθεση, αλλά πρέπει και να κοινοποιηθεί η αγωγή στον συνεταιρισμό, διότι αυτός είναι ο ουσιαστικός αντίδικος εκείνων που ζητούν την ακύρωση. Η κοινοποίηση της ακυρωτικής αγωγής, την οποία άλλωστε επιβάλλει η αρχή της ακροάσεως (άρθρα 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 20 Συντ. και 110 ΚΠολΔ), συνιστά και αυτή όρο του παραδεκτού της αγωγής, υπό την έννοια ότι, αν δεν κοινοποιηθεί, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Όσον αφορά δε την προθεσμία κοινοποίησης, ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι η κοινοποίηση αυτή τελεί υπό προθεσμία (ενέργειας), η οποία δεν μπορεί να είναι διαφορετική από την προθεσμία των 20 ημερών, που τάσσεται για την άσκηση της αγωγής, και που η επανάληψη της ήταν περιττή λόγω της συμπλεκτικής συνδέσεως των δύο όρων του παραδεκτού της αγωγής (άσκηση και κοινοποίηση). Αφετηρία δε και σ' αυτή την περίπτωση, είναι η λήψη της ακυρωτέας απόφασης (ΕφΛαρ 287/2010 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η άσκηση (κατάθεση και κοινοποίηση) της εν λόγω αγωγής εντός της ως άνω εικοσαήμερης προθεσμίας, αποσκοπεί στην εκκαθάριση της δημιουργούμενης αμφισβήτησης σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς και στην εμπρόθεσμη ενημέρωση του συνεταιρισμού για τη ζητούμενη ακύρωση, προς αποτροπή παθολογικών και αναπότρεπτων εξελίξεων από την εφαρμογή της ακυρωτέας απόφασης. Με την άσκηση εντός της ως άνω προθεσμίας της σχετικής αγωγής του μέλους του συνεταιρισμού (ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον), πληρούται ο σκοπός της ως άνω διάταξης (13 παρ. 2 του Ν. 2810/2000), αφού αποσαφηνίζεται η πρόθεση του μέλους (ή του τρίτου) να προσβάλει την απόφαση της γενικής συνέλευσης. Συνεπώς, μετά την άρση, κατ' αυτόν τον τρόπο, της αβεβαιότητας ως προς την προσβολή ή μη της εν λόγω απόφασης, δεν γεννάται ζήτημα συμπλήρωσης της εικοσαήμερης προθεσμίας κατά τη διάρκεια της επιδικίας, αφού δεν μπορεί στην περίπτωση αυτή να τύχει ανάλογης εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, ούτε ως ισχύει ούτε υπό την προϊσχύσασα μορφή της (ήτοι πριν την αντικατάσταση του ως άνω άρθρου από το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/2013), σύμφωνα με την οποία, η παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου (πρβλ ΕφΠειρ 432/2004 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 19-1-2012 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./19-1-2012 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, εξέθετε ότι είναι πρωτοβάθμιος αγροτικός συνεταιρισμός, μέλος της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, η οποία συνιστά ένωση αγροτικών συνεταιρισμών, εδρεύουσα στο Αίγιο Αχαίας. Ότι με την υπ' αριθμ. ./16-12-2011 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της αντιδίκου του, διεγράφη από το μητρώο μελών αυτής. Ότι κατά της ανωτέρω απόφασης, προσέφυγε, σύμφωνα με σχετική διάταξη του καταστατικού της εναγομένης, ενώπιον της γενικής συνέλευσης των μελών αυτής, η οποία, με την από 30-12-2011 απόφαση της, απέρριψε την προσφυγή του, επικύρωσε την ως άνω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου και διέταξε τη διαγραφή του από το μητρώο μελών. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος ότι η ως άνω απόφαση της γενικής συνέλευσης της αντιδίκου του αντιβαίνει στον νόμο και στο καταστατικό της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, ζήτησε την ακύρωση αυτής, καθώς και της συμπροσβαλλόμενης απόφασης του διοικητικού συμβουλίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι νόμιμη, στη συνέχεια την απέρριψε, κρίνοντας ότι ναι μεν ασκήθηκε (κατατέθηκε και κοινοποιήθηκε στην εναγομένη) εντός της προθεσμίας των είκοσι ημερών από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης της γενικής συνέλευσης, ωστόσο, το σχετικό δικαίωμα του ενάγοντος αποσβέστηκε, διότι η εικοσαήμερη προθεσμία συμπληρώθηκε κατά τη διάρκεια της επιδικίας, καθώς από την 8η-5-2012, ημερομηνία κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτηση της αγωγής, μέχρι την κατάθεση της υπ' αριθμ. έκθ. κατάθ. ./2012 κλήσης, με την οποία επανεισήχθη η αγωγή προς συζήτηση, μεσολάβησε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ημερών. Ωστόσο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν γεννάται εν προκειμένω ζήτημα συμπλήρωσης της εικοσαήμερης προθεσμίας, που τάσσεται από άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 2810/2000, κατά τη διάρκεια της επιδικίας, αφού δεν μπορεί να τύχει ανάλογης εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά τον βάσιμο περί τούτου, σχετικό (1°) λόγο της έφεσης. Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή του ανωτέρω λόγου, να γίνει δεκτή η έφεση ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και, αφού κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Από την ανωμοτί κατάθεση του μέλους του Δ.Σ. του ενάγοντος, ..., και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης, ..., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τις νομίμως ληφθείσες υπ' αριθμ. ./1-4-2013 και ./1-4-2013 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αιγιαλείας, που προσκομίζονται μετ' επικλήσεως από τον ενάγοντα, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

Η εναγομένη είναι Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών, με την επωνυμία «ΠΑΝΑΙΓΙΑΛΕΙΟΣ ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ», με έδρα το Αίγιο Αχαΐας, και σκοπό την ενίσχυση, τη διεύρυνση και τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των πρωτοβάθμιων συνεταιρισμών - μελών αυτής. Μεταξύ των μελών της, ήταν και ο ενάγων, ως πρωτοβάθμιος αγροτικός συνεταιρισμός που εδρεύει στο Αίγιο. Στο πλαίσιο της μεταξύ τους σχέσης, ο ενάγων προμηθευόταν από τη νυν αντίδικο του διάφορα είδη - αγροεφόδια (λιπάσματα, φυτοφάρμακα, αγροτικά εξαρτήματα κλπ), τα οποία εν συνεχεία πωλούσε και παρέδιδε στα μέλη του εισπράττοντας από αυτά το συμφωνηθέν τίμημα, και ακολούθως κατέβαλε αυτό, συνήθως τμηματικά, στην εναγομένη. Στο άρθρο 10 του Καταστατικού της τελευταίας αναφέρονται οι όροι αποβολής των μελών της. Σύμφωνα με την παρ. 1 εδ. β' του ως άνω άρθρου, με αιτιολογημένη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, διαγράφεται μέλος της Ένωσης, όταν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, αρνείται χωρίς λόγο την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του έναντι αυτής. Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του ως άνω άρθρου, το διοικητικό συμβούλιο, πριν από την απόφαση του περί διαγραφής, τάσσει στο μέλος δεκαήμερη προθεσμία για παροχή εξηγήσεων. Βάσει της ως άνω διάταξης, η εναγομένη απέστειλε στον ενάγοντα την υπ' αριθμ. πρωτ. ./30-11-2011 επιστολή, με την οποία τον ενημέρωσε ότι συνέτρεχε λόγος διαγραφής του από το μητρώο μελών λόγω μη εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς αυτήν, και του χορήγησε προθεσμία δέκα ημερών για παροχή έγγραφων εξηγήσεων. Εν συνεχεία, το διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης, κατά τη συνεδρίαση της 16ης-12-2011, κρίνοντας ως μη επαρκείς τις παρασχεθείσες έγγραφες εξηγήσεις του ενάγοντος με αριθμ. πρωτ. ./9-12-2011, και επικαλούμενο τις   προαναφερθείσες διατάξεις του Καταστατικού και του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 2810/2000, αποφάσισε ομόφωνα τη διαγραφή του από το μητρώο των μελών της εναγομένης εξαιτίας  της άνευ  λόγου  άρνησης εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων του προς αυτήν (βλ. την υπ' αριθμ. ./16-12-2011 απόφαση του Δ.Σ. της εναγομένης). Κατά της ως άνω απόφασης, ο ενάγων άσκησε, βάσει του άρθρου 10 παρ. 3 του Καταστατικού, την από 28-12-2011 προσφυγή ενώπιον της γενικής συνέλευσης των μελών της αντιδίκου του, η οποία, όμως, απορρίφθηκε ομόφωνα κατά τη συνεδρίαση της 30ης-12-2011 (βλ. την υπ' αριθμ. ./30-12-2011 απόφαση της Γ.Σ. των μελών της εναγομένης). Την ακύρωση των ως άνω αποφάσεων της Γ.Σ. και του Δ.Σ. της εναγομένης διώκει με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων, επικαλούμενος ότι αντιβαίνουν στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 εδ. β' του Καταστατικού της και, επικουρικώς, στις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 3 του Συντάγματος και 281 του ΑΚ. Ειδικότερα, δεν αμφισβητεί μεν την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την αντίδικο του, διατείνεται, όμως, ότι δεν συνέτρεξε εν προκειμένω η προϋπόθεση της χωρίς λόγο άρνησης εκπλήρωσης των σχετικών υποχρεώσεων (όπως απαιτεί η ως άνω διάταξη του Καταστατικού), καθώς αφενός η μη εκπλήρωση οφειλόταν σε οικονομική αδυναμία λόγω μη καταβολής των εισφορών των δικών του μελών στον ίδιο και αφετέρου ότι αυτός προέβη σε σειρά ενεργειών ώστε να εξοφληθεί το χρέος του και συγκεκριμένα, μεταβίβασε στην αντίδικο του τις χρηματικές απαιτήσεις του έναντι των δικών του μελών και επιπλέον προέβη σε επιβολή έκτακτης εισφοράς στα μέλη του, με αποτέλεσμα η οφειλή του προς την εναγομένη να μειωθεί από 84.146,18 ευρώ σε 36.120,80 ευρώ.

 

Επικουρικώς, ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα της αντιδίκου του ασκήθηκε καταχρηστικά, διότι ενώ η τελευταία γνώριζε την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών του προς αυτήν επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας προ της διαγραφής του, εντούτοις δεν έλαβε ποτέ κάποιο μέτρο εναντίον του, αντιθέτως ανεχόταν τη συμμετοχή των εκπροσώπων του στις συνεδριάσεις της γενικής συνέλευσης των μελών της και αποδέχθηκε την πρόταση του για εκχώρηση των απαιτήσεων του, τις οποίες εισέπραξε κατά το μεγαλύτερο μέρος τους. Παρά δε το γεγονός ότι είχε τη δυνατότητα να εισπράξει και το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης της, εντούτοις προέβη στη διαγραφή του, η οποία και θα του επιφέρει δυσβάστακτες οικονομικές συνέπειες, καθώς, βάσει σχετικής διάταξης του Καταστατικού, δεν έχει δικαίωμα σε επιστροφή της συνεταιρικής μερίδας. Ωστόσο, οι ως άνω αιτιάσεις κατά του κύρους των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ελέγχονται ως αβάσιμες. Ειδικότερα, από τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι από το έτος 2007 ο ενάγων είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την αντίδικο του, ύψους 84.146,18 ευρώ, προερχόμενες από την πώληση σε αυτόν των προϊόντων που προαναφέρθηκαν και τη μη καταβολή εκ μέρους του, του αντίστοιχου τιμήματος. Τον Δεκέμβριο του έτους 2011, οι οφειλές αυτές ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 78.367,41 ευρώ. Η εναγομένη του απέστειλε κατ' επανάληψη επιστολές, με τις οποίες του γνωστοποιούσε το εκάστοτε ύψος της οφειλής του και τον καλούσε να το καταβάλει, ενημερώνοντας τον ταυτόχρονα ότι, βάσει του άρθρου 17 παρ. 1 του Καταστατικού της - που ορίζει ότι στη γενική συνέλευση, που απαρτίζεται από τους αντιπροσώπους των μελών της, μετέχουν τα μέλη που έχουν εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οικονομικές τους υποχρεώσεις προς την Ένωση - δεν θα μπορούσε να λάβει μέρος στις γενικές συνελεύσεις αν προηγουμένως δεν είχε εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες οικονομικές υποχρεώσεις του. Όπως δε κατέθεσε το μέλος του Δ.Σ. του ενάγοντος, ..., εξεταζόμενος ανωμοτί στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από το 2007 και έκτοτε, η εναγομένη δεν επέτρεψε στον ενάγοντα να μετέχει στις γενικές συνελεύσεις, διότι δεν πληρούσε την ως άνω προϋπόθεση. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι συνήφθη μεταξύ των μερών η επικαλούμενη από τον ενάγοντα, σύμβαση εκχώρησης, ούτε ότι ο τελευταίος επέβαλε έκτακτη εισφορά στα μέλη του, προκειμένου να αποπληρωθεί η οφειλή του προς την εναγομένη. Προς απόδειξη του πρώτου εκ των ως άνω ισχυρισμών του, ο ενάγων προσκόμισε αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου του, περί παροχής εξουσιοδότησης στην εναγομένη να παρακρατά, από το εκάστοτε τίμημα που οφείλει στους παραγωγούς - μέλη του ενάγοντος, από την πώληση σε αυτήν των προϊόντων τους (σταφίδας, ελαιοκάρπου κλπ), τις εισφορές που αυτοί οφείλουν στον ενάγοντα. Ωστόσο, η εν λόγω εξουσιοδότηση δεν συνιστά σύμβαση εκχώρησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 455 επ ΑΚ. Ακόμα δε και αν θεωρηθεί ότι συνιστά πρόταση προς την εναγομένη για σύναψη σύμβασης εκχώρησης, όπως ακροθιγώς διατείνεται ο ενάγων, και πάλι δεν αποδείχθηκε ότι καταρτίσθηκε η επικαλούμενη σύμβαση, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η αντίδικος του αποδέχθηκε, δια των νομίμων εκπροσώπων της, τη σχετική πρόταση του, κρίση, η οποία ενισχύεται και από το γεγονός ότι, όπως αποδείχθηκε, δεν έλαβε ποτέ χώρα αναγγελία της επικαλούμενης εκχώρησης στους οφειλέτες - μέλη του ενάγοντος, είτε από τον τελευταίο είτε από την εναγομένη, ούτε και παράδοση σε αυτήν των αποδεικτικών της απαίτησης εγγράφων, κατ' άρθρο 456 ΑΚ, ώστε να καταστεί εφικτή η εκ μέρους της ενάσκηση της. Ομοίως, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων επέβαλε έκτακτη εισφορά στα μέλη του, προκειμένου να αποπληρωθεί η οφειλή του προς την εναγομένη. Προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού του, προσκόμισε αντίγραφο πρακτικών της από 28-6-2009 γενικής συνέλευσης των μελών του, από την επισκόπηση του οποίου προκύπτει ότι αποφασίστηκε μεν η επιβολή έκτακτης εισφοράς στα μέλη του, ύψους 30 ευρώ ετησίως, υπό την προϋπόθεση, όμως, της αποδοχής, εκ μέρους της εναγομένης, πρότασης για άτοκο διακανονισμό της οφειλής, πρόταση, η οποία ωστόσο δεν έγινε αποδεκτή από την τελευταία και τελικώς ουδέποτε επιβλήθηκε η ως άνω εισφορά. Τέλος, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του προς την εναγομένη οφειλόταν σε οικονομική αδυναμία αυτού λόγω μη καταβολής των εισφορών των δικών του μελών στον ίδιο, προβάλλεται αλυσιτελώς, καθώς η αδράνεια του να επιδιώξει την είσπραξη των απαιτήσεων του, δεν μπορεί να θεωρηθεί γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Συνεπώς, με βάση όλα τα ανωτέρω, τόσο η προσβαλλόμενη απόφαση του Δ.Σ. της εναγομένης, περί διαγραφής του ενάγοντος από το μητρώο μελών της, όσο και η επακολουθήσασα, επίσης προσβαλλόμενη, απόφαση της Γ.Σ. των μελών αυτής, με την οποία επικυρώθηκε η ως άνω απόφαση του Δ.Σ., δεν αντιβαίνουν στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 εδ. β' του Καταστατικού της, καθώς πράγματι ο ενάγων αρνούνταν, χωρίς να συντρέχει κάποιος δικαιολογητικός λόγος, την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του προς την αντίδικο του, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις αυτής, και συγκεκριμένα την καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, τον Δεκέμβριο του έτους 2011 ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 78.367,41 ευρώ. Περαιτέρω, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν αντιβαίνουν ούτε στις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 3 του Συντάγματος και 281 του ΑΚ, διότι, με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη ανεκτή, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, η άσκηση του δικαιώματος της εναγομένης να προβεί, δια των αρμοδίων οργάνων της, στη διαγραφή του ενάγοντος από το μητρώο μελών της. Ειδικότερα, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο τελευταίος είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς αυτήν, για την αποπληρωμή των οποίων, δεν προέβη σε κάποια λυσιτελή ενέργεια. Όσον αφορά δε την εναγομένη, αποδείχθηκε ότι προέβη κατ' επανάληψη σε εξώδικες οχλήσεις για την καταβολή των οφειλομένων, ενώ, από το έτος 2007 και έκτοτε, λόγω ακριβώς της ύπαρξης των ως άνω οφειλών, δεν επέτρεπε στον ενάγοντα να μετέχει στις γενικές συνελεύσεις των μελών της. Οι ως άνω ενέργειες της δεν συνιστούν εκ μέρους της συμπεριφορά που θα μπορούσε να δημιουργήσει στον νυν αντίδικο της την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ενεργοποιήσει τον σχετικό όρο του Καταστατικού της, περί διαγραφής του. Τέλος, το γεγονός ότι η διαγραφή αυτού θα του επιφέρει δυσμενείς οικονομικές συνέπειες, δεν μπορεί, άνευ ετέρου, να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του σχετικού δικαιώματος της εναγομένης.

 

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή, ως ουσία αβάσιμη.

 

 Σημειωτέον ότι ο τελευταίος λόγος της έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη ως προς τη διάταξη με την οποία καταδικάσθηκε ο ενάγων στα δικαστικά έξοδα της αντιδίκου του, έχει πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου, καθώς με την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, εξαφανίζεται και η σχετική διάταξη για τα δικαστικά έξοδα. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης -εναγομένης, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος -ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα, του καταβληθέντος από αυτόν παραβόλου για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, κατ' άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

 

Εξαφανίζει την υπ' αριθμ. 182/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου.

 

Κρατεί την υπόθεση.

 

Δικάζει την από 19-1-2012 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./19-1-2012 αγωγή.

 

Απορρίπτει την αγωγή.

 

Καταδικάζει τον εκκαλούντα - ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης - εναγομένης, τα οποίο ορίζει, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

 

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα, του παραβόλου άσκησης έφεσης, που καταβλήθηκε με τα υπ' αριθμ. ... παράβολα Δημοσίου και τα υπ' αριθμ. ... παράβολα ΤΑΧΔΙΚ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στην Πάτρα, στις 22 Μαρτίου 2019 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ