ΜονΕφΠατρών 400/2018

 

Ανακοπή κατά πρωτοκόλλου αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημοσίων κτημάτων - Ένδικα μέσα - Δικαιοδοσία - Δεδικασμένο - Προϋποθέσεις εκδόσεως πρωτοκόλλου αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση -.

 

Απαγόρευση άσκησης ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί ανακοπών κατά των πρωτοκόλλων αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημοσίων κτημάτων. Το δεδικασμένο από την απόφαση ακύρωσης του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής δεν εκτείνεται και στη δίκη επί της ανακοπής κατά του πρωτοκόλλου αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση του αυτού ακινήτου κατά το ίδιο χρονικό διάστημα από το αυτό πρόσωπο, οπότε και δεν νομιμοποιείται αυτόματα έναντι του Δημοσίου η χρήση του από το πρόσωπο αυτό, αλλά θα αξιολογηθεί αυτοτελώς με βάση τα ουσιαστικά δικαιώματα, που παρεμπιπτόντως ερευνώνται χωρίς όμως να καλύπτονται από δεδικασμένο. Η διαφορά που δημιουργείται από το πρωτόκολλο αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημόσιων κτημάτων εκδίδεται από τον αρμόδιο οικονομικό έφορο και ήδη από τον προϊστάμενο της αρμόδιας κτηματικής υπηρεσίας του Δημοσίου, φέρει τον χαρακτήρα της ιδιωτικής διαφοράς. Η εκδίκαση της σχετικής ανακοπής υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Για την επιβολή με πρωτόκολλο αποζημίωσης για την αυθαίρετη χρήση δημόσιου κτήματος πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) η κυριότητα του Δημοσίου επί των κτημάτων, ή η νομή ή η χρήση αυτών με σύμβαση από το Δημόσιο και β) η αυθαίρετη χρήση ή κατά οιονδήποτε τρόπο κάρπωση εκ μέρους του καθ’ ου το πρωτόκολλο χωρίς καμιά συμβατική ή άλλου είδους σχέση. Κρίθηκε ότι το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης δεν συγκέντρωνε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την έκδοσή του.

 

 

 

Αριθμός 400/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Παναγιώτη Κωστή, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο Εφετών και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του καλούντος - εφεσίβλητου : ..., με Α.Φ.Μ. ... Δ.Ο.Υ Αργοστολίου, κατοίκου Αργοστολίου, οδός ..., ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Γερασίμου Θεοδωράτου.

 

Του καθ' ου η κλήση - εκκαλούντος : Ελληνικού Δημοσίου, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, οδός Καραγεώργη Σερβίας, αριθμ. 10-12, με Α.Φ.Μ. ... και από την Προϊσταμένη της Κτηματικής Υπηρεσίας του Ν. Κεφαλληνίας, που κατοικοεδρεύει στην Κεφαλληνία, το οποίο παραστάθηκε διά του Δικαστικού Πληρεξουσίου ΝΣΚ Γεωργίου Δεληγιάννη.

 

Της καθ' ης η κλήση : Κτηματικής Υπηρεσίας Νομού Κεφαλληνίας, με έδρα το Αργοστόλι (Λαυράγκα και Μεταξά), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε διά του Δικαστικού Πληρεξουσίου ΝΣΚ Γεωργίου Δεληγιάννη.

 

Ο ανακόπτων - εφεσίβλητος, με την από 27-1-2003 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 6/27-1-2003 ανακοπή του, προς το Ειρηνοδικείο Αργοστολίου, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ αριθμ. 105/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου, η οποία έκανε δεκτή την ανακοπή .

 

Εν συνεχεία μετά την άσκηση της από 2-11-2004 εφέσεως, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αργοστολίου με αύξοντα αριθμό έκθεσης καταθέσεως δικογράφου 22/3-11-2004, κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας εξέδωσε την υπ' αριθμ. 96/2006 απόφασή του, με την οποία έκανε τυπικά δεκτή την άνω έφεση και ανάβαλλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως, διατάσσοντας συγχρόνως την διενέργεια τοπογραφικής πραγματογνωμοσύνης.

 

Εν συνεχεία το Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας εξέδωσε την υπ' αριθμ. 68/2010 απόφασή τους με την οποία έκανε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή την άνω έφεση εξαφάνισε την υπ' αριθμ. 105/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου και παρέπεμψε την ανακοπή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εν συνεχεία το Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας εξέδωσε την υπ' αριθμ. 18/2012 απόφαση του με την οποία απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη όσον αφορά την Κτηματική Υπηρεσία Κεφαλληνίας και έκανε δεκτή κατά τα λοιπά την άνω από 27-1-2003 ανακοπή.

 

Την άνω τελευταία απόφαση προσβάλλει το εκκαλούν με την από 2-7-2012 έφεση του, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 52/2-7-2012, για την οποία ορίσθηκε με την υπ' αριθ. 469/11-12-2012 πράξη της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου δικάσιμος η 20η Φεβρουαρίου 2014, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση για την 12η Νοεμβρίου 2015, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση για την 2α Μαρτίου 2017, οπότε και ματαιώθηκε. Ήδη η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση με την από 2-3-2017 και με αριθμό καταχώρησης 13/2017 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και συζητήθηκε.

 

Κατά την συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις, στις οποίες αναφέρθηκαν, και ζήτησαν όσα αναφέρονται σ' αυτές.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Με την από 2-3-2017 και με αριθμό καταχώρησης 13/2017 κλήση φέρεται για συζήτηση η από 2-7-2012 έφεση, που έχει κατατεθεί στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 52/2-7-2012.

 

Η υπό κρίση έφεση του πρώτου καθ' ου η ανακοπή Ελληνικού Δημοσίου, ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ' αριθμ. 18/2012 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, το οποίο δίκασε την από 27-1-2003 ανακοπή του εφεσίβλητου, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε από τον ανακόπτοντα και ήδη εφεσίβλητο στο πρώτο καθ' ου η ανακοπή και ήδη εκκαλούν την 18η-6-2012 (βλ. την υπ αριθμ. .../18-6-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ...), η δε έφεση ασκήθηκε (κατατέθηκε) την 2-7-2012, ήτοι εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ., τασσομένης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, αφού ναι μεν η διάταξη του άρθρ. 699 Κ.Πολ.Δ. απαγορεύει την άσκηση ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, όμως η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει όταν δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, αλλά για αποφάσεις που λύνουν οριστικά τη διαφορά σε υποθέσεις που για λόγους ταχύτητας και μόνον παραπέμφθηκαν στη διαδικασία των άρθρ. 686 επ. Κ.Πολ.Δ. προς οριστική επίλυση, όπως είναι και η παρούσα υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας κατά τις διατάξεις του άρθρ. 115 του από 11/12.11.1929 διατάγματος "περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων", σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρ. 1 εδ.ε' στ' 3§§1 2, 4, και 39§1 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., που ορίζουν ήδη ως εφαρμοστέα τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, τέμνεται οριστικά κατά τη διαδικασία αυτή η διαφορά ως προς την οφειλή και το ποσό της αποζημίωσης για κατάληψη δημόσιας έκτασης (Ολ.Α.Π. 38/2002 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ. 21, 22/2002 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 374/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ. 67/2012 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1945/2009 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 481/2008 ΝΟΜΟΣ). Βέβαια με ρητή διάταξη μπορεί και στις υποθέσεις αυτές να αποκλεισθεί η άσκηση ένδικων μέσων, με δεδομένο ότι η άσκηση τους δεν έχει συνταγματική κατοχύρωση, αφού ναι μεν το άρθρ. 20§1 του Συντάγματος επιβάλλει στην Πολιτεία την υποχρέωση παροχής στους πολίτες ένδικης έννομης  προστασίας προς επίλυση  των  ιδιωτικών  διαφορών  τους, αναγνωρίζοντας σ' αυτούς αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα, όμως στο νομοθέτη εναπόκειται, κατ' αρχήν, να κρίνει αν, πόσα και ποιά ένδικα μέσα θα χορηγήσει, καθώς και για ποιους λόγους, συνεκτιμώντας ενδεχομένως την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και το είδος της διαδικασίας με την οποία η υπόθεση δικάζεται, ενώ το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ (κύρωση με το ν.δ/γμα 53/1974), που αναγνωρίζει μεν με το άρθρ. 6§1 το δικαίωμα στα πρόσωπα για δικαστική επίλυση των ιδιωτικών διαφορών τους σε συνθήκες δίκαιης δίκης, στην έννοια όμως αυτής δεν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη οπωσδήποτε ένδικων μέσων (Α.Π. 805/2001 ΝΟΜΟΣ). Ήδη με το άρθρ. 326§3 του ν. 4072/2012, που άρχισε να ισχύει από 11-4-2012, αντικαταστάθηκαν τα εδάφια δέκατο και ενδέκατο του άρθρ. 115 του από 11/12.11.1929 διατάγματος, που προστέθηκαν με το άρθρ. 20§1 του α.ν. 1540/1938, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρ. 6§1 του α.ν. 1331/1949, και ρητά επαναλήφθηκε η απαγόρευση της άσκησης ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί ανακοπών κατά των πρωτοκόλλων αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημόσιων κτημάτων, η οποία υπάρχει και στο αρχικό κείμενο του ως άνω άρθρου, θεωρήθηκε όμως ότι καταργήθηκε μετά την εισαγωγή του Κ.Πολ.Δ.. Ωστόσο η ρύθμιση αυτή δεν καταλαμβάνει και την παρούσα υπόθεση, αφού κατά τη διάταξη του άρθρ. 24§1 του Εις.Ν.Κ.Πολ.Δ., που έχει γενική ισχύ, εφόσον δεν υπάρχει ειδικότερη ρύθμιση, το παραδεκτό των ένδικων μέσων κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση δημοσιεύτηκε σε προηγούμενο χρόνο και δη 28-3-2012 (Α.Π. 929/2014 ΝΟΜΟΣ).

 

Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος με την από 27-1-2003 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 6/27-1-2003 ανακοπή του ζήτησε την ακύρωση, άλλως την μεταρρύθμιση του υπ' αριθμ. 1808/2002 Πρωτοκόλλου Καθορισμού Αποζημίωσης Αυθαίρετης Χρήσης, δυνάμει του οποίου βεβαιώθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος και υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου αποζημίωση ύψους πέντε χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα τεσσάρων (5.684) ευρώ, πλέον χαρτοσήμου 3,6%, για την από αυτόν αυθαίρετη χρήση -κατά το χρονικό διάστημα 14-12-1997 έως 13-12-2002 - δύο εδαφικών τμημάτων επιφάνειας 14 και 105 τετραγωνικών μέτρων, που βρίσκονται στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς και τα οποία φέρονται ως ανήκοντα στο Ελληνικό Δημόσιο. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 105/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου, η οποία έκανε δεκτή την ανακοπή. Εν συνεχεία μετά την άσκηση της από 2-11-2004 εφέσεως, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αργοστολίου με αύξοντα αριθμό  έκθεσης καταθέσεως δικογράφου 22/3-11-2004, κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας εξέδωσε την υπ' αριθμ. 96/2006 απόφασή του, με την οποία έκανε τυπικά δεκτή την άνω έφεση και ανάβαλλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως, διατάσσοντας συγχρόνως την διενέργεια τοπογραφικής πραγματογνωμοσύνης. Εν συνεχεία το Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας εξέδωσε την υπ' αριθμ. 68/2010 απόφασή τους με την οποία έκανε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή την άνω έφεση εξαφάνισε την υπ' αριθμ. 105/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου και παρέπεμψε την ανακοπή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εν συνεχεία το Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας εξέδωσε την υπ' αριθμ. 18/2012 απόφαση του με την οποία απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη όσον αφορά την Κτηματική Υπηρεσία Κεφαλληνίας και έκανε δεκτή κατά τα λοιπά την άνω από 27-1-2003 ανακοπή όσον αφορά το πρώτο καθ'ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο. Κατά της τελευταίας  αποφάσεως παραπονείται ήδη το εκκαλούν, με την κρινόμενη έφεση του, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί το άνω πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης.

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 2 του α.ν. 263/1968 "περί τροποποιήσεως   και συμπληρώσεως των διατάξεων  περί δημοσίων κτημάτων", όπως στη συνέχεια τροποποιήθηκαν με το άρθρο μόνο παράγραφος 3 του α.ν. 317/1968 και ερμηνεύτηκαν με το άρθρ. 15 του ν. 719/1977, εναντίον όποιου επιλαμβάνεται αυθαιρέτως δημόσιου κτήματος και γενικότερα κτήματος της δημόσιας περιουσίας του Κράτους, όπως κοινόχρηστων χώρων αιγιαλού, παραλίας, οδών κ.λπ., συντάσσεται και κοινοποιείται σ αυτόν πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, κατά του οποίου ο ίδιος μπορεί να ασκήσει κατά τη διαδικασία ήδη των ασφαλιστικών μέτρων ανακοπή στον αρμόδιο ειρηνοδίκη, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση του πρωτοκόλλου, αλλιώς θεωρείται ότι το αποδέχθηκε, ομολογώντας την κυριότητα του Δημοσίου, κατά δε της απόφασης του ειρηνοδίκη επιτρέπεται να ασκηθεί εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 και πάλι ημερών έφεση στον πρόεδρο πρωτοδικών και ήδη στο μονομελές πρωτοδικείο, ενώ ανεπίτρεπτη είναι η άσκηση αναίρεσης κατά των σχετικών αποφάσεων, οι οποίες, όπως ρητά ορίζεται, δεν παρακωλύουν την επιδίωξη των ουσιαστικών δικαιωμάτων κατά την τακτική διαδικασία (Α.Π. 1739/2008 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1094/2008 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1345/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ. 269/2004 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1829/2001 ΝΟΜΟΣ). Συνάγεται έτσι ότι αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται με την άσκηση της ανακοπής κατά του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, δεν είναι η αναγνώριση της κυριότητας ή η προσωρινή ρύθμιση της νομής στο επίδικο ακίνητο, αλλά η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων για την έκδοση του πρωτοκόλλου, το οποίο ανακόπτεται ως παράνομη διοικητική πράξη, προϋποθέσεις δε απαραίτητες για το κύρος του πρωτοκόλλου, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, είναι α) η κυριότητα του Δημοσίου στο ακίνητο, β) η αναμφισβήτητη κατοχή του από το Δημόσιο και γ) η αυθαίρετη κατάληψη του ακινήτου από τον καθ' ου το πρωτόκολλο με το σκοπό απόκτησης δικαιωμάτων. Κατά την έννοια αυτή το πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής κατατείνει στην προστασία του επικαλούμενου δικαιώματος κυριότητας του Δημοσίου σε ακίνητο που κατέλαβε ιδιώτης, προβάλλοντας δικαίωμα δικής του κυριότητας σ' αυτό, στο οποίο και στηρίζει τη σχετική ανακοπή του. Συνεπώς η άσκηση της ανακοπής προκαλεί ιδιωτική διαφορά, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 85/1991, Ολ.Α.Π. 34/1996 ΝΟΜΟΣ), στο πλαίσιο της οποίας τα σχετικά ζητήματα εξετάζονται μόνο παρεμπιπτόντως, ως προδικαστικά ζητήματα και όχι ως αντικείμενο της δίκης, γι’ αυτό και το δεδικασμένο από την αντίστοιχη απόφαση περιορίζεται μόνο στο ζήτημα του κύρος του ανακοπτομένου πρωτοκόλλου και δεν καλύπτει τα παρεμπιπτόντως ερευνώμενα ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων. Δηλαδή το δεδικασμένο αυτό εμποδίζει να καταστεί ξανά επίδικο μόνο το ζήτημα του κύρους του πρωτοκόλλου, που σημαίνει ότι αποκλείεται είτε νέα ανακοπή προς ακύρωση του αυτού πρωτοκόλλου, αν απορρίφθηκε ήδη προηγούμενη ανακοπή, είτε η έκδοση νέου πρωτοκόλλου, αν ακυρώθηκε το αρχικό πρωτόκολλο και δεν υπήρξε έκτοτε μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης, με βάση την οποία αυτό εκδόθηκε. Συνακόλουθα το δεδικασμένο από την απόφαση ακύρωσης του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής δεν εκτείνεται στη δίκη επί της ανακοπής κατά του πρωτοκόλλου αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση του αυτού ακινήτου κατά το ίδιο χρονικό διάστημα από το αυτό πρόσωπο, οπότε και δεν νομιμοποιείται αυτόματα έναντι του Δημοσίου η χρήση του από το πρόσωπο αυτό, αλλά θα αξιολογηθεί αυτοτελώς, με βάση τα ουσιαστικά δικαιώματα, που παρεμπιπτόντως ερευνώνται, χωρίς όμως και να καλύπτονται από δεδικασμένο (Α.Π. 929/2014 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1823/2012 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω Κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 115 του από 11/12-11-1929 δ/τος "περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων", το οποίο εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 2466/1929 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 5895/ 1933, όπως περαιτέρω τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τα άρθρα 20 α.ν. 1540/1938, 19 α.ν. 1919/1939, 2 α.ν. 1925/1951 και 5 παρ. 4 του α.ν. 263/1968, σε βάρος εκείνων που χωρίς συμβατική σχέση καρπώνονται ή κάνουν χρήση δημοσίων κτημάτων, βεβαιώνεται με πρωτόκολλο αποζημίωση για το χρονικό διάστημα που έκαναν χρήση. Η αποζημίωση ορίζεται, κατά κρίση αγαθού ανδρός, με πρωτόκολλο, το οποίο κοινοποιείται σε αυτόν που καρπώνεται ή χρησιμοποιεί το ακίνητο. Εκείνος εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το πρωτόκολλο αποζημίωσης δικαιούται να ασκήσει ανακοπή εντός μηνός από της κοινοποιήσεως σ' αυτόν του πρωτοκόλλου, ενώπιον του Ειρηνοδίκη ή του Προέδρου Πρωτοδικών, αναλόγως του ποσού της αποζημίωσης, οι οποίοι, κρίνοντας εκ των ενόντων, ακυρώνουν ή επικυρώνουν το πρωτόκολλο ή περιορίζουν την αποζημίωση. Αν όμως αμφισβητείται με την ανακοπή το δικαίωμα του Δημοσίου, η απόφαση του Ειρηνοδίκη ή του Προέδρου ουδεμία επιρροή ασκεί στη δίκη για το δικαίωμα, η οποία ήθελε κινηθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Όπως ήδη έχει κριθεί από το ΑΕΔ (ΑΕΔ 6/1989), η διαφορά η οποία δημιουργείται από την επιβολή της αποζημίωσης βάσει των ανωτέρω διατάξεων, με πρωτόκολλο, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 1 εδάφ. γ' του β.δ. 619/1965 εκδίδεται από τον αρμόδιο Οικονομικό Έφορο και ήδη, μετά την ισχύ του π.δ. 551/1988 και την έναρξη λειτουργίας των Κτηματικών Υπηρεσιών των Νομαρχιών, από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, φέρει τον χαρακτήρα της ιδιωτικής διαφοράς και έτσι η εκδίκαση της ανακοπής κατά του πρωτοκόλλου καθορισμού της αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση ή κάρπωση δημόσιου κτήματος υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Αρμοδιότητα, εξάλλου, για την εκδίκαση της κατά του πρωτοκόλλου ανακοπής έχει, μετά την εισαγωγή του Κ.Πολ.Δ., σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., αντί του Προέδρου Πρωτοδικών, το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.Για την επιβολή με το πρωτόκολλο της παραπάνω αποζημίωσης, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) η κυριότητα του Δημοσίου επί των κτημάτων, ή η νομή ή η χρήση αυτών με σύμβαση από το Δημόσιο και β) η αυθαίρετη χρήση ή κατά οιονδήποτε τρόπο κάρπωση εκ μέρους του καθ' ου το πρωτόκολλο χωρίς καμιά συμβατική ή άλλου είδους σχέση (Α.Π. 19/2018 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται και ειδικότερα από την κατάθεση της μάρτυρος των καθ' ων η ανακοπή, που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ' αριθμ. 105/2003 απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, τις υπ' αριθμ. 7260 και 7261/14-4-2003 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αργοστολίου ... των ... αντιστοίχως που επικαλείται και προσκομίζει ο εφεσίβλητος, τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, πιθανολογούνται σε σχέση με τους λόγους της έφεσης τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ' αριθμ. 1808/30-12-2002 Πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης χρήσης της Προϊσταμένης της Κτηματική Υπηρεσίας Κεφαλληνίας καθορίστηκε καταβλητέα αποζημίωση σε βάρος του ανακόπτοντος - εφεσίβλητου και υπέρ του δημοσίου το ποσό των πέντε χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα τεσσάρων (5684) ευρώ πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% για αυθαίρετη χρήση τμημάτων του ΒΚ 247 δημοσίου ακινήτου εμβαδού 14 τ.μ. και 105 τ.μ., που βρίσκεται στο Αργοστόλι Κεφαλληνίας επί της οδού ... για το χρονικό διάστημα από 14-12-1997 έως 13-12-2002. Όμως δεν πιθανολογείται η κυριότητα ή η νομή ή η κατοχή αυτών από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο καθ' όσον δυνάμει του υπ' αριθμ. .../22-2-1984 Παραχωρητηρίου παραχωρήθηκε από τον Αυτόνομο Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (ΑΟΕΚ) στον ανακόπτοντα - εφεσίβλητο ένα οικόπεδο μετά της εντός αυτού ξύλινης μονοκατοικίας εμβαδού 303 τ.μ. το οποίο συνορεύει με το 72 οικόπεδο του ιδίου Ο.Τ., με το 74 οικόπεδο του ιδίου Ο.Τ., Βορειανατολικά με δρόμο (ήδη οδό ...) και Νοτιοδυτικά με δρόμο (ήδη οδό ...) και όπως καταθέτει η Προϊσταμένη της Κτηματικής Υπηρεσίας Κεφαλληνίας ενώπιον του  Ειρηνοδικείου Αργοστολίου  στην δίκη της ανακοπής  κατά  του Πρωτοκόλλου Διοικητικής Αποβολής για τα ίδια επίδικα τμήματα «.... Αν αφαιρέσουμε το επίδικο, το ακίνητο του ανακόπτοντα δεν θα συνορεύει με την οδό Μακεδονίας. Αν είχε δική του ιδιοκτησία το Δημόσιο δεν ξέρω γιατί δεν αναφέρεται στο παραχωρητήριο, ίσως γιατί ανακατεύονται πολλές υπηρεσίες. Το ακίνητο του ανακόπτοντα του το έδωσε το κράτος. Δεν τους ξεγέλασε ο ανακόπτων, γι' αυτό και δεν κάναμε ποινική δίωξη.... ». Συνεπώς το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης δεν συγκεντρώνει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την έκδοση του. Κατ' ακολουθία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, δεν έσφαλε κατ' αποτέλεσμα δεχόμενο ότι το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο δεν συγκεντρώνει τις απαραίτητες για το κύρος του προϋποθέσεις αντικαθισταμένης της αιτιολογίας με την παρούσα κατ' άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ., καθ' όσον δεν υφίσταται προσωρινό  δεδικασμένο από την τελεσιδικία της δίκης της ανακοπής κατά του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής για το ζήτημα της κατοχής των επιδίκων τμημάτων από το Ελληνικό Δημόσιο και αφετέρου της μη αυτογνώμονης κατάληψης τους από τον ανακόπτοντα, όσον αφορά την δίκη της ανακοπής κατά του πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήση, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά παράβαση των άνω λεχθέντων στην μείζονα σκέψη της παρούσας.

 

Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαιτέρα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 Κ.Πολ.Δ.).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται τυπικά την έφεση.

 

Απορρίπτει αυτή κατ' ουσίαν.

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Πάτρα την ..., χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ   

 

Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»