ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρών 102/2020

 

Έμμισθοι δικηγόροι - Ηλικία συνταξιοδότησης - Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης - Καταβολή αποζημίωση - Βάρος απόδειξης -.

 

Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης έμμισθων δικηγόρων. Λύση σύμβασης. Απαιτείται έκδοση και κοινοποίηση διαπιστωτικής πράξης από τον εντολέα στην οποία πρέπει να βεβαιώνεται η συμπλήρωση των προβλεπόμενων στον νόμο προϋποθέσεων. Οι έμμισθοι δικηγόροι που αποχωρούν υποχρεωτικώς και έχουν συμπληρώσει προϋπηρεσία στον ίδιο εντολέα τουλάχιστον 17 ετών δικαιούνται επιπλέον αποζημίωσης, η οποία υπολογίζεται ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας, και με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα, θέτοντας ως ανώτατο όριο για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αποζημίωσης το ποσό των 2.000 ευρώ μηνιαίως. Επιβολή στον εντολέα υποχρέωσης για την καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στον δικηγόρο μέχρι την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης. Νόθος αντικειμενική ευθύνη του εντολέα. Αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Ο δικηγόρος που ζημιώθηκε δεν χρειάζεται να αποδείξει την υπαιτιότητα του εντολέα του, αφού αυτή τεκμαίρεται από τη μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης κατά τον χρόνο λύσης της σύμβασης εντολής. Ο εντολέας μπορεί να ανατρέψει το μαχητό αυτό τεκμήριο και να απαλλαγεί αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι η ελλιπής καταβολή της αποζημίωσης οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη ή σε εύλογη αμφιβολία του αναφορικά με το ύψος της.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου,  εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

Αριθμός απόφασης: 102/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Παπαδοπούλου, Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών, και τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 10 Μαΐου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης - Αποχέτευσης Πατρών» (ΔΕΥΑΠ), που εδρεύει στην Πάτρα (Ακτή Δυμαίων 48) και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Παναγιώτας Τζαμαλούκα (Δ. Σ. Πατρών), με την από 9-5-2018 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ..., κατοίκου Πατρών (...), ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Σοφίας Ορφανού (Δ.Σ. Πατρών), και κατέθεσε προτάσεις.

 

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, την από 28-12-2015 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./28-12-2015 αγωγή, σε βάρος του εναγομένου και νυν εκκαλούντος. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, η υπ' αριθμ. 395/2017 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Κατά της ανωτέρω απόφασης, το εναγόμενο κατέθεσε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την από 22-9-2017 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./22-9-2017 έφεση του, η οποία προσδιορίσθηκε, με την υπ' αριθμ. ./19-10-2017 πράξη του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, για να δικασθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία και συζητήθηκε η υπόθεση.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ' αριθμ. 395/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ), ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (χωρίς να υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου, κατ' άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθόσον αυτή επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 24-7-2017 (βλ. την υπ' αριθμ. ./24-7-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών, ...) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22-9-2017, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. ./22-9-2017 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πατρών, επί του επικυρωμένου αντιγράφου της έφεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

Με την από 28-12-2015 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης ./28-12-2015 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε ότι δυνάμει της από 2-1-1992 σύμβασης έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου προσελήφθη από την πρώην ΔΕΥΑ Πατρών, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε αυτήν ως δικηγόρος. Ότι στη συνέχεια, με την υπ' αριθμ. ./2011 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πατρέων, νομίμως δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ, συγχωνεύθηκαν οι ΔΕΥΑ Πατρών, Ρίου και Παραλίας σε μία, με την επωνυμία «Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης - Αποχέτευσης Πατρών», ήδη εναγόμενο ΝΠΙΔ, στο οποίο και συνέχισε έκτοτε να παρέχει τις υπηρεσίες του με βάση την προαναφερόμενη σύμβαση έμμισθης εντολής. Ότι την 6η-7-2015 του κοινοποιήθηκε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου, περί λύσης της ως άνω σύμβασης, κατ' εφαρμογή του άρθρου 45 παρ. 1 του Ν. 4194/2013, διότι είχε συμπληρώσει το 67° έτος της ηλικίας του και είχε θεμελιώσει δικαίωμα για πλήρη σύνταξη από το Ε.Τ.ΑΑ, ακολούθως δε, στις 14-12-2015, το εναγόμενο του κατέβαλε, ως αποζημίωση, το ποσό των 14.206,82 ευρώ, ποσό, όμως, που υπολείπεται της νόμιμης αποζημίωσης του, την οποία προσδιορίζει στο ποσό των 40.401,98 ευρώ, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να του καταβάλει: α) το ποσό των 26.195,16 ευρώ, προς εξόφληση της οφειλόμενης νόμιμης αποζημίωσης, λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής, με τον νόμιμο τόκο από την 7η-7-2015, ήτοι από την επομένη της κοινοποίησης σε αυτόν της απόφασης περί λύσης της σύμβασης του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και μέχρι την εξόφληση και β) το ποσό των 20.200,99 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μέρος των αποδοχών του για τον μήνα Δεκέμβριο έτους 2015, καθώς και στις αποδοχές του για τους μήνες από Ιανουάριο έως και Σεπτέμβριο του έτους 2016, που του οφείλει το εναγόμενο σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 4 του Ν. 4194/2013, λόγω μη καταβολής του συνόλου της νόμιμης αποζημίωσης του, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα, εντός του οποίου έπρεπε να καταβληθούν οι αντίστοιχες μηνιαίες αποδοχές του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα: α) το ποσό των 25.310,22 ευρώ, νομιμοτόκως από 7-7-2015 και μέχρι την εξόφληση και β) το συνολικό ποσό των 20.137,99 ευρώ, κατά τους ειδικότερους επιμερισμούς στο σκεπτικό της εκκαλουμένης, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά κάθε μηνιαία αξίωση και μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή και καταδίκασε το εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο όρισε σε 1.800 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται το εναγόμενο, με την υπό κρίση έφεση του, και ζητεί, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της, έτσι ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή.

 

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης, το εκκαλούν διατείνεται ότι εσφαλμένα εκδικάσθηκε η υπόθεση κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, διότι υπαγόταν στην ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος, διότι ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της εκκαλουμένης και αναφέρθηκε ήδη ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 678 - 681 ΚΠολΔ ως ίσχυαν πριν την κατάργηση τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), και όχι κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών.

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) «Η σύμβαση του έμμισθου δικηγόρου που συμπληρώνει το 67° έτος της ηλικίας του και θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα για πλήρη σύνταξη από το Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.) λύεται και δεν επιτρέπεται να προσληφθεί ως έμμισθος στο Δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα. Το 67° έτος θεωρείται ότι συμπληρώνεται την 31η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους. Στην περίπτωση αυτή ο δικηγόρος λαμβάνει την αποζημίωση του άρθρου 46 παράγραφος 3 του Κώδικα». Με την ανωτέρω διάταξη προβλέπεται ειδικά η υποχρεωτική αποχώρηση των δικηγόρων που παρέχουν νομικές υπηρεσίες με πάγια περιοδική αμοιβή και στόχο έχει αφενός την προώθηση των νέων, κυρίως, δικηγόρων σε έμμισθες θέσεις, αφετέρου την προστασία των αποχωρούντων, οι οποίοι, πέραν του απαιτούμενου ορίου ηλικίας (67° έτος), πρέπει σωρευτικά να έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης από το Ε.Τ.Α.Α. Η διάταξη αυτή δεν αποτελεί καινοτομία του νέου Κώδικα Δικηγόρων, αλλά αποτελεί συμπλήρωση του προϊσχύσαντος δικαίου. Ειδικότερα, στο άρθρο 63Α παρ. 4 του ν.δ. 3026/1954 οριζόταν ότι δικηγόρος που έχει συμπληρώσει το 65° έτος της ηλικίας του ή έχει τις προϋποθέσεις για να λάβει πλήρη σύνταξη από το Ταμείο Νομικών, δεν επιτρέπεται εφεξής να προσληφθεί για να παρέχει τις νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες του με πάγια περιοδική αμοιβή σε οποιονδήποτε εντολέα, δηλαδή προβλεπόταν μόνο η απαγόρευση να προσληφθούν, με σύμβαση έμμισθης εντολής, δικηγόροι που πληρούσαν μία από τις ανωτέρω δύο (αρνητικές) προϋποθέσεις, χωρίς, ωστόσο, να προβλέπεται στο προγενέστερο δίκαιο η τύχη των συμβάσεων που είχαν ήδη συναφθεί και με βάση τις οποίες παρείχαν τις υπηρεσίες τους έμμισθοι δικηγόροι που είχαν συμπληρώσει το 65° έτος της ηλικίας τους ή είχαν θεμελιώσει δικαίωμα πλήρους σύνταξης από το Ταμείο Νομικών. Με τη νέα διάταξη (άρθρο 45 παρ. 1 Ν. 4194/2013) εξακολουθεί να απαγορεύεται η πρόσληψη εμμίσθων δικηγόρων, πλην όμως προβλέπεται πλέον ρητά ότι η σύμβαση εμμίσθων δικηγόρων, που έχουν σωρευτικά συμπληρώσει το 67° έτος και έχουν θεμελιώσει δικαίωμα πλήρους σύνταξης από το Ε.Τ.Α.Α., λύεται. Η προβλεπόμενη με αυτόν τον τρόπο λύση της σύμβασης είναι μεν υποχρεωτική, δεν επέρχεται όμως αυτοδικαίως, καθώς δεν ορίζεται κάτι τέτοιο στην εν λόγω διάταξη. Για τη λύση της σύμβασης αυτής, απαιτείται η έκδοση και κοινοποίηση διαπιστωτικής πράξης από τον εντολέα, στην οποία πρέπει να βεβαιώνεται η συμπλήρωση των ανωτέρω προϋποθέσεων (πρβλ ΑΠ 273/1989, ΓΝΜΔ ΝΣΚ 240/2014 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). ’λλωστε, επιχείρημα υπέρ της ανωτέρω άποψης αντλείται και από το γεγονός ότι ακόμη και στην περίπτωση της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, στην οποία προβλέπεται ότι οι δικηγόροι που απασχολούνται με πάγια περιοδική αμοιβή σε υπηρεσίες, επιχειρήσεις, οργανισμούς και κάθε είδους νομικά πρόσωπα και υπάγονται στην ασφάλιση του ασφαλιστικού οργανισμού που καλύπτει το προσωπικό του εντολέα τους, αποχωρούν υποχρεωτικά και η σύμβαση τους λύεται αυτοδικαίως αφότου θεμελιώσουν από τις παραπάνω υπηρεσίες δικαίωμα για πλήρη σύνταξη, δηλαδή ακόμη και στην περίπτωση αυτή που ρητά ο νόμος προβλέπει την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης, απαιτείται και πάλι η έκδοση διαπιστωτικής πράξης της Διοίκησης, προς βεβαίωση της ύπαρξης των προϋποθέσεων προς αποχώρηση (βλ. ΓΝΜΔ ΝΣΚ 12/2018 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η διαπιστωτική, κατά τα ανωτέρω, πράξη, στην οποία βεβαιώνεται η υπαγωγή του δικηγόρου στον κανόνα δικαίου της παρ. 1 του άρθρου 45 του Κώδικα Δικηγόρων, οδηγεί στη λύση της σύμβασης του έμμισθου δικηγόρου από την ημέρα της κοινοποίησης της στον τελευταίο και δεν δύναται να έχει αυτή αναδρομική ισχύ (πρβλ ΑΠ 273/1989 ό.π.). Μέχρι την έκδοση και κοινοποίηση της πράξης αυτής, ο έμμισθος δικηγόρος παρέχει κανονικά τις υπηρεσίες του προς τον εντολέα του βάσει της σύμβασης, η οποία εξακολουθεί να είναι σε ισχύ.

 

Περαιτέρω, η κρίσιμη εν προκειμένω διάταξη, ήτοι το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 45 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), άρχισε να ισχύει από 1-1-2015, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 165 ιδίου Κώδικα. Συνεπώς, όσον αφορά τους δικηγόρους που παρείχαν τις υπηρεσίες τους με σύμβαση έμμισθης εντολής και πληρούσαν, κατά την έναρξη ισχύος του εν λόγω Κώδικα (27.9.2013), τις ως άνω προϋποθέσεις προς αποχώρηση, δεν ήταν δυνατή η λύση των συμβάσεων τους με διαπιστωτική πράξη και επίκληση του εν λόγω άρθρου, πριν την 1η-1-2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 45 παρ. 1 για τον υπολογισμό της αποζημίωσης που δικαιούται να λάβει ο δικηγόρος που αποχωρεί υποχρεωτικά, ορίζεται ότι «α) Αν η έμμισθη εντολή του δικηγόρου λυθεί για οποιονδήποτε λόγο που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο, πλην της οικειοθελούς αποχώρησης, ο έμμισθος δικηγόρος δικαιούται να εισπράξει από τον εντολέα του αποζημίωση. Η αποζημίωση προβλέπεται αναλόγως με το χρόνο διάρκειας της έμμισθης εντολής και ισούται: α)..., β)..., γ)... και ια) με δώδεκα μηνιαίες παροχές αν έχει συμπληρώσει δεκαέξι έτη υπηρεσίας. Για τον υπολογισμό του ύψους της μηνιαίας παροχής λαμβάνεται υπόψη το ποσό που καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, β) Γί' αυτούς που απασχολούνται και έχουν συμπληρώσει στον ίδιο εντολέα προϋπηρεσία πάνω από δεκαεπτά έτη, κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 4093/2012 (Α' 222), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 39 του ν. 4111/2013 (Α' 18), καταβάλλεται αποζημίωση απόλυσης επιπλέον της προβλεπόμενης στο προηγούμενο εδάφιο οποτεδήποτε και αν απολυθούν κατά την εξής αναλογία: α..., β)..., γ)..., ζ) για 23 έτη προϋπηρεσίας συμπληρωμένα, 7 μηνών αποζημίωση... Ο υπολογισμός της ως άνω αποζημίωσης γίνεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην περίπτωση 3 της υποπαραγράφου ΙΑ. 12 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 39 του ν. 4111/2013». Από τις ανωτέρω διατάξεις,  προκύπτει  ότι  οι έμμισθοι δικηγόροι που αποχωρούν υποχρεωτικώς και έχουν συμπληρώσει προϋπηρεσία στον ίδιο εντολέα τουλάχιστον δεκαεπτά ετών, δικαιούνται επιπλέον αποζημίωσης, η οποία υπολογίζεται ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας, κατά τις προαναφερόμενες στο νόμο διακρίσεις, και με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα, θέτοντας, όμως, ως ανώτατο όριο, για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αποζημίωσης, το ποσό των 2.000 ευρώ μηνιαίως. Τέλος, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 46 του Κώδικα Δικηγόρων «Μέχρι την πλήρη εξόφληση της πιο πάνω αποζημίωσης, ο έμμισθος δικηγόρος δικαιούται να λαμβάνει τις μηνιαίες αποδοχές που ελάμβανε κατά την ημέρα της επίδοσης του εγγράφου της καταγγελίας». Με τη διάταξη αυτή, επιβάλλεται υποχρέωση του εντολέα για την καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στον δικηγόρο μέχρι την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης, η οποία συνιστά παροχή ex lege προς τον δικηγόρο, που επιβάλλεται ως είδος ποινής στον εντολέα και μέσο εξαναγκασμού του για την καταβολή της αποζημίωσης. Πρόκειται δηλαδή, για νόθο αντικειμενική ευθύνη του εντολέα, που προϋποθέτει πταίσμα του, έστω και από ελαφρά αμέλεια, κατά το άρθρο 330 του ΑΚ, εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο από τον νόμο. Το πταίσμα, όμως, τούτο, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, τεκμαίρεται από μόνη την καθυστέρηση καταβολής της πλήρους αποζημίωσης. Γίνεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, αντιστροφή του βάρους απόδειξης και ο δικηγόρος που ζημιώθηκε δεν χρειάζεται να αποδείξει την υπαιτιότητα του εντολέα του, αφού αυτή τεκμαίρεται από τη μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης κατά τον χρόνο λύσης της σύμβασης εντολής. Μπορεί, όμως, ο εντολέας να ανατρέψει το μαχητό αυτό τεκμήριο και να απαλλαγεί, αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι η ελλιπής καταβολή της αποζημίωσης οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη ή σε εύλογη αμφιβολία του αναφορικά με το ύψος της (ΑΠ 1017/2019, ΑΠ 411/2016 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

 

Από την ανωμοτί κατάθεση του ενάγοντος, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν κα, επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία παρακάτω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 2-1-1992 σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ΔΕΥΑ Πάτρας και του ενάγοντος, ο τελευταίος προσελήφθη από την πρώτη προκειμένου να της παρέχει τις υπηρεσίες του ως δικηγόρος με πάγια περιοδική αμοιβή. Εν συνεχεία, με την υπ' αριθμ. ./2011 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πατρέων, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο υπ' αριθμ. .Β/19-4-2011 ΦΕΚ, συγχωνεύθηκαν οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης - Αποχέτευσης Πατρών, Ρίου και Παραλίας σε μία, με την επωνυμία «Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης - Αποχέτευσης Πατρών» (Δ.Ε.Υ.Α.Π.), ήδη εναγόμενο ΝΠΙΔ. Το τελευταίο, με την υπ' αριθμ. ./13-5-2011 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του, αποφάσισε τη μεταφορά και ανάθεση καθηκόντων του προσωπικού της πρώην ΔΕΥΑ Πάτρας, που εργαζόταν με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ενάγων, στη Δ.Ε.Υ.Α.Π. Κατόπιν τούτου, ο ενάγων εξακολούθησε να παρέχει και στο εναγόμενο τις νομικές υπηρεσίες του, υπό την ιδιότητα του έμμισθου δικηγόρου, με βάση την ως άνω σύμβαση έμμισθης εντολής. Στις 30-6-2015, το Διοικητικό Συμβούλιο του εναγομένου εξέδωσε την υπ' αριθμ. .Α απόφαση του, η οποία κοινοποιήθηκε νόμιμα στον ενάγοντα στις 6-7-2015, με την οποία αποφασίσθηκε η λύση της προαναφερόμενης από 2-1-1992 σύμβασης έμμισθης εντολής, κατ' εφαρμογή του άρθρου 45 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 4194/2013, διότι ο ενάγων είχε συμπληρώσει το 67° έτος της ηλικίας του και είχε θεμελιώσει δικαίωμα πλήρους σύνταξης, αποφασίσθηκε δε συγχρόνως και η καταβολή σε αυτόν της νόμιμης αποζημίωσης. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. . Γ/4-8-2015 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγομένου, περί καταβολής αποζημίωσης στον ενάγοντα, το ύψος της οποίας προσδιορίσθηκε, με βάση την προϋπηρεσία του, που ανερχόταν σε 23 έτη συμπληρωμένα, και τις μηνιαίες αποδοχές του, που ανέρχονταν σε 2.126,42 ευρώ, στο ποσό των 40.401,98 ευρώ (19 μηνιαίες παροχές Χ 2.126,42 ευρώ ανά μήνα), εκδόθηκε δε το υπ' αριθμ. ... χρηματικό ένταλμα, το οποίο εστάλη από το εναγόμενο στη 2η Υπηρεσία Επιτρόπου στον Νομό Αχαΐας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προς έγκριση από τον αρμόδιο Επίτροπο. Ο τελευταίος, με την υπ' αριθμ. ./26-11-2015 Πράξη του, έκρινε ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη και το σχετικό χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί, διότι η αποζημίωση που δικαιούται να λάβει ο ενάγων ανέρχεται στο ποσό των 14.206,82 ευρώ, με την αιτιολογία ότι αφενός ο τελευταίος είχε συμπληρώσει το 67° έτος της ηλικίας του και είχε θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα ήδη από το έτος 2003, και συνεπώς η σύμβαση του θα έπρεπε να είχε λυθεί κατά την έναρξη ισχύος του νέου Κώδικα Δικηγόρων, ήτοι την 27η-9-2013, με αποτέλεσμα η αποζημίωση που δικαιούται να υπολογίζεται βάσει των ετών προϋπηρεσίας του κατά το ως άνω χρονικό σημείο, και όχι κατά το χρονικό σημείο έκδοσης της απόφασης του Δ. Σ. του εναγομένου την 30η-6-2015, και αφετέρου ότι το ποσό που δικαιούται να λάβει ο ενάγων ισούται με ποσοστό 40% της συνολικής αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 46 του Ν. 4194/2013, καθώς είναι και επικουρικά ασφαλισμένος στο ΕΤΑΑ-ΤΕΑΔ. Ακολούθως, το εναγόμενο, με την υπ' αριθμ. ./4-12-2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του, αποδέχθηκε την προαναφερθείσα υπ' αριθμ. ./26-11-2015 Πράξη, και εν συνεχεία, βάσει της υπ' αριθμ. πρωτ. .../9-12-2015 απόφασης του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του, κατέβαλε στον ενάγοντα, στις 14-12-2015, το ποσό των 14.206,82 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω της λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής, που τον συνέδεε με το εναγόμενο, καθώς και τις μηνιαίες αποδοχές του από τον χρόνο λύσης της σύμβασης, μέχρι την 14η-12-2015. Περαιτέρω, από τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ήταν ασφαλισμένος, με την ιδιότητα του δικηγόρου, στο ΕΤΑΑ - TAN από 15-9-1966 και από την ίδια ημερομηνία ήταν ασφαλισμένος και στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΕΤΑΑ-ΤΕΑΔ), θεμελίωσε δε δικαίωμα για λήψη πλήρους σύνταξης από το ΕΤΑΑ-ΤΑΝ την 29η-3-2003, ημερομηνία κατά την οποία συμπλήρωσε το 67° έτος της ηλικίας του. Έτσι, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Κώδικα Δικηγόρων (27-9-2013), ο εν λόγω έμμισθος δικηγόρος πληρούσε σωρευτικά τις απαιτούμενες, κατά το άρθρο 45 παρ. 1 Ν. 4194/2013, δύο προϋποθέσεις προς λύση της σύμβασης με την οποία παρείχε τις νομικές υπηρεσίες του στο εναγόμενο. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην οικεία θέση της μείζονος σκέψης της παρούσας, αφενός η σύμβαση αυτή δεν μπορούσε να λυθεί πριν την 1η-1-2015, έστω και αν ο ενάγων πληρούσε σε προγενέστερο χρόνο τις προϋποθέσεις, διότι κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 165 του ίδιου νόμου, η διάταξη αυτή άρχισε να ισχύει από 1-1-2015, και αφετέρου η διαπιστωτική πράξη του Δ.Σ. του εναγομένου, στην οποία βεβαιωνόταν η υπαγωγή του ενάγοντος στον κανόνα δικαίου του άρθρου 45 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 4194/2013, δηλαδή η ύπαρξη στο πρόσωπο του των δύο προϋποθέσεων, εκδόθηκε την 30η-6-2015 και κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα την 6η-7-2015, με συνέπεια η λύση της σύμβασης να έχει λάβει χώρα κατά την τελευταία ως άνω ημερομηνία, καθόσον, όπως εκτέθηκε στην οικεία θέση της μείζονος σκέψης, προβλέπεται μεν, από την προαναφερθείσα διάταξη, υποχρεωτική αποχώρηση του έμμισθου δικηγόρου, όχι όμως αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης, καθώς απαιτείται, επιπρόσθετα, η έκδοση διαπιστωτικής πράξης, η οποία, μάλιστα, δεν έχει αναδρομική ισχύ. Επομένως, η λύση της ένδικης σύμβασης έλαβε χώρα την 6η-7-2015, για τον υπολογισμό δε της αποζημίωσης, που δικαιούται ο ενάγων, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο συνολικός, κατά την ως άνω ημερομηνία, χρόνος προϋπηρεσίας του, που ανέρχεται σε είκοσι τρία (23) έτη συμπληρωμένα. Συνεπώς, κατ' εφαρμογή του άρθρου 46 παρ. 3 περ. α' στοιχ. ια' Ν. 4194/2013, ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση που ισούται με 12 μηνιαίες παροχές, λαμβανομένου δε υπόψη, για τον υπολογισμό του ύψους της μηνιαίας παροχής, του ποσού των 2.126,42 ευρώ (μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά τον χρόνο λύσης της σύμβασης), δικαιούται αποζημίωση ύψους 25.517,04 ευρώ (12 μήνες Χ 2.126,42 ευρώ). Επιπλέον, δεδομένου ότι είχε συμπληρώσει στον ίδιο εντολέα προϋπηρεσία πάνω από δεκαεπτά έτη, δικαιούται, κατ' εφαρμογή του άρθρου 46 παρ. 3 περ. β' στοιχ. ζ του ιδίου ως άνω νόμου, πρόσθετη αποζημίωση 7 μηνών, η οποία υπολογίζεται με βάση το ποσό των 2.000 ευρώ μηνιαίως, καθόσον οι μηνιαίες αποδοχές του υπερέβαιναν το ποσό αυτό (άρθρο 46 παρ. 3 περ. β' τελευτ. εδάφιο Ν. 4194/2013, σε συνδυασμό με άρθρο πρώτο υποπαράγραφο ΙΑ.12 περ. 3 Ν. 4093/2012 και άρθρο 39 Ν. 4111/2013), δηλαδή δικαιούται πρόσθετη αποζημίωση ποσού 14.000 ευρώ (7 μήνες Χ 2.000 ευρώ). Συνεπώς, η συνολική αποζημίωση που δικαιούται να λάβει ο ενάγων, για την ανωτέρω αιτία, ανέρχεται στο ποσό των 39.517,04 ευρώ (25.517,04 + 14.000). Το ως άνω ποσό δικαιούται στο ακέραιο, και όχι κατά ποσοστό 40% λόγω της επικουρικής ασφάλισης του στο ΕΤΑΑ-ΤΕΑΔ, διότι κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο λύσης της σύμβασης του η διάταξη της παρ. 5 εδ. γ' του άρθρου 46 του Ν. 4194/2013, που προέβλεπε την εν λόγω μείωση, είχε καταργηθεί με τον Ν. 4254/2014, σε κάθε δε περίπτωση, η ένδικη σύμβαση λύθηκε διότι ο ενάγων είχε συμπληρώσει το 67° έτος της ηλικίας του και είχε θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, και όχι λόγω συνταξιοδότησης αυτού, καθόσον κατά τη λύση της σύμβασης δεν συνταξιοδοτήθηκε, αλλά συνέχισε να ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το εναγόμενο κατέβαλε στον ενάγοντα, στις 14-12-2015, το ποσό των 14.206,82 ευρώ, με συνέπεια ο τελευταίος να διατηρεί αξίωση έναντι του πρώτου για την καταβολή του υπόλοιπου ποσού της αποζημίωσης, το οποίο ανέρχεται σε 25.310,22 ευρώ (39.517,04 - 14.206,82), και δη νομιμοτόκως από 7-7-2015. Περαιτέρω, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, το εναγόμενο, με την υπ' αριθμ. ./4-12-2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του, αποδέχθηκε την υπ' αριθμ. ./26.11.2015 Πράξη της 2ης Υπηρεσίας Επιτρόπου στον Νομό Αχαΐας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί το χρηματικό ένταλμα, ποσού 40.401,98 ευρώ, και προέβη ακολούθως στην καταβολή προς τον ενάγοντα μειωμένου ποσού αποζημίωσης, ύψους 14.206,82 ευρώ. Ωστόσο, είχε εκ του νόμου τη δυνατότητα, προς άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας του περί του ύψους της αποζημίωσης, να επανυποβάλει το ίδιο χρηματικό ένταλμα προς θεώρηση στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην περίπτωση δε αυτή, ο Επίτροπος, εάν και πάλι αρνούνταν τη θεώρηση του εντάλματος, θα υπέβαλε αυτό με έκθεση του στο αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο και θα αποφαινόταν με πράξη του για τη θεώρηση ή μη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32 παρ. 1 εδ. β' Ν. 4129/2013 (Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο). Συνεπώς, το εναγόμενο είχε τη νομική δυνατότητα να επιδιώξει να κριθεί η νομιμότητα της σχετικής δαπάνης από το ιεραρχικά ανώτερο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ούτως ώστε αφενός να αρθεί οποιαδήποτε αμφιβολία περί του ύψους της οφειλόμενης στον ενάγοντα αποζημίωσης και αφετέρου να αποφύγει τις συνέπειες της ελλιπούς καταβολής της αποζημίωσης, όπως αυτές ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 46 του Κώδικα Δικηγόρων, ενέργεια στην οποία, ωστόσο, δεν προέβη. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του (ένσταση) ότι η μερική καταβολή της αποζημίωσης δεν οφείλεται σε πταίσμα του, άλλως ότι οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη αναφορικά με το ύψος αυτής, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την ως άνω ένσταση ως ουσία αβάσιμη, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και ερμήνευσε και εφάρμοσε, εν σχέσει με αυτές, τις προαναφερθείσες διατάξεις, οι περί του αντιθέτου δε αιτιάσεις που διαλαμβάνονται στην έφεση, είναι αβάσιμες. Κατόπιν τούτου και ενόψει του ότι το εναγόμενο κατέβαλε, στις 14-12-2015, ελλιπή αποζημίωση στον ενάγοντα, ο τελευταίος δικαιούται, με βάση την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 46 παρ. 4 Ν. 4194/2013, να λαμβάνει, μέχρι την πλήρη εξόφληση της αποζημίωσης, τις μηνιαίες αποδοχές που ελάμβανε κατά την ημέρα λύσης της σύμβασης του.

 

Επομένως, ο ενάγων δικαιούται, κατά το αίτημα της αγωγής, να λάβει το υπόλοιπο των μηνιαίων αποδοχών του για τον μήνα Δεκέμβριο έτους 2015, που ανέρχεται στο ποσό των 1.036,21 ευρώ, καθώς και τις αποδοχές που θα ελάμβανε κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του έτους 2016, ήτοι συνολικό ποσό 20.137,99 ευρώ και δη νομιμοτόκως από την επομένη εκάστου μηνός εκ των προαναφερθέντων, στο τέλος του οποίου ήταν καταβλητέες οι μηνιαίες αποδοχές. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, και επιδίκασε στον ενάγοντα: α) το ποσό των 25.310,22 ευρώ, νομιμοτόκως από 7-7-2015, ως ανεξόφλητο υπόλοιπο της νόμιμης αποζημίωσής του και β) το συνολικό ποσό των 20.137,99 ευρώ, που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο των μηνιαίων αποδοχών του για τον μήνα Δεκέμβριο έτους 2015, καθώς και στις αποδοχές που θα ελάμβανε κατά τους μήνες Ιανουάριο έως και Σεπτέμβριο του έτους 2016, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά κάθε μηνιαία απαίτηση, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Τέλος, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει και ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν βάλλει κατά της διάταξης της εκκαλουμένης, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, διατεινόμενο ότι ο αντίδικος του έπρεπε να καταδικαστεί στο σύνολο αυτών, καθώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 178 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας του καθενός.

 

Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο καταδίκασε το εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ορθώς εφάρμοσε τον νόμο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι το εκκαλούν δεν αμφισβητεί το ύψος των δικαστικών εξόδων που επιβλήθηκαν σε βάρος του. Κατόπιν τούτων, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η έφεση, ως ουσιαστικά αβάσιμη, και να καταδικασθεί το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως διάδικος που ηττήθηκε, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την έφεση κατά της υπ' αριθμ. 395/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών.

 

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στην Πάτρα, στις 13 Μαρτίου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Και ταύτης μετατεθείσας

Η Διευθύνουσα το Εφετείο Πατρών

Στεφάνια Καρατζά

Πρόεδρος Εφετών