ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρών 533/2019

 

Δημόσια έργα - Δικαιοδοσία πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων - Καθ’ ύλη αρμοδιότητα -.

 

Καθιέρωση δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων και εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα σε πρώτο και δεύτερο βαθμό του διοικητικού εφετείου για όλες τις διαφορές που σχετίζονται με δημόσιο έργο ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικής για αγωγές ή προσφυγές που θα ασκηθούν μετά την 1.11.2017. Εξαίρεση για τις ήδη κατατεθείσες έως την 1-11-2017 προσφυγές ή αγωγές στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο. Διαφορά που υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου. Κατάργηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου. Αγωγή που κατατέθηκε πριν την 1.11.2017. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έφεσης. Η καθ’ ύλη αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το εφετείο.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου,  εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

Αριθμός απόφασης 533/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από την Δικαστή Ευκαρπίδου Δέσποινα, Εφέτη που ορίσθηκε από την Πρόεδρο Εφετών και από την Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 19 Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ- ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ :Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ", που εδρεύει στην Ζάκυνθο νομίμως εκπροσωπουμένου, κατόχου ΑΦΜ . της ΔΟΥ Ζακύνθου, που παραστάθηκε στο δικαστήριο δια δηλώσεως του άρθρου 242 παρ 2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου του δικηγόρου Διονυσίου Γρυπάρη.

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ- ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ομόρρυθμης Εταιρίας με την επωνυμία "... ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" που εδρεύει στην ΔΚ Κατασταρίου ΔΕ Αλυκών Δήμου Ζακύνθου, νομίμως εκπροσωπούμενης, που παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου, Γεωργίου Μπέσκου.

 

Η ενάγουσα - εφεσίβλητη κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ζακύνθου, την από 6-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης 162/2014 αγωγή. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 118/2017 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ο εκκαλών- εναγόμενος κατέθεσε στην Γραμματεία του ως άνω Πρωτοδικείου, την από 26-3-2018 και με αριθμό καταθέσεως ./2018 έφεση του, η οποία απευθύνεται στο Δικαστήριο αυτό (αριθμ.εκθ.καταθ. ./2018) και επί της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά του οικείου πινακίου και παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως πιο πάνω σημειώνεται.

 

ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υποθέσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος κατέθεσε μονομερή δήλωση που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις του.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ' αριθμ. 118/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 496, 498, 511, 513 παρ.1, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του ως άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 28-3-2018, ενώ από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, και ακόμη δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 518 Κ.Πολ.Δ διετής προθεσμία από της δημοσιεύσεως της (29-12-2017). Συντρέχουν δε ακόμη όλες οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της ασκήσεως αυτής δοθέντος ότι για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η κατάθεση χρηματικού παράβολου των 100 ευρώ, που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά τον ισχύοντα από 1-1-2016, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται έκτοτε, Ν. 4335/2015) για την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου, καθόσον το εκκαλούν απολαμβάνει των προνομίων που προβλέπονται για το Δημόσιο, μεταξύ των οποίων και η απαλλαγή από την καταβολή παράβολου για την άσκηση των ενδίκων μέσων κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 276 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 3463/2006 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, ως ισχύει. Αντιστοίχως παραδεκτά προσκομίζεται κατ' άρθρ. 72 παρ. 1 εδ ιγ' 2 του Ν 3852/2010 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του εκκαλούντος ΝΠΔΔ Δήμου Ζακύνθου, με αριθμό 69/2018 με την οποία αποφασίζεται η άσκηση της υπό κρίση εφέσεως, μετά τη γνωμοδότηση του δικηγόρου και η πρόσληψη του παρισταμένου στην παρούσα κατ' έφεση δίκη, προαναφερομένου δικηγόρου, στον οποίο ανατέθηκε η εκπροσώπηση του Δήμου. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό, νόμω και ουσία βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ). Α. Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικράτειας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται ο ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2), και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ. 3). Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, αποκλείει δε από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές όσες από τη φύση τους είναι ιδιωτικές και ως ιδιωτικές διαφορές όσες από τη φύση τους είναι διοικητικές. Επιτρέπει όμως σε αυτόν, σε αντίθεση με το προηγούμενο συνταγματικό καθεστώς, σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις προς εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής της ίδιας νομοθεσίας, την ανάθεση της εκδικάσεως ορισμένων κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή αντιστρόφως (ΑΕΔ 18/2009 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, στις οποίες εντάσσονται και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδ. Γ), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αυτής αξίωση, από οποιαδήποτε αιτία και αν προέρχεται. Η σύμβαση είναι διοικητική, αν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις: 1) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), 2) με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο, δημοτικό κ.λ.π. σκοπό και 3) το Ελληνικό Δημόσιο, ο ΟΤΑ ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Εξάλλου, κατά την έννοια του ίδιου ως άνω άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι  και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου, του ΟΤΑ ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση, που προκάλεσε τον πλουτισμό και από την οποία αναφύεται, αποτελεί σχέση δημοσίου δικαίου, όπως αυτή που προέρχεται από διοικητική σύμβαση. Αντίθετα με τα ανωτέρω, συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα ως άνω τρία γνωρίσματα είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, είτε ερείδονται στην ίδια τη σύμβαση είτε σε αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου, του ΟΤΑ ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δοθέντος ότι στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο, τον ΟΤΑ ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, αλλά σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 3/2012, ΑΕΔ 28/2011, ΑΕΔ 18/2009 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με άλλα λόγια, ο χαρακτήρας της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικής είναι κρίσιμος για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας, δοθέντος ότι στην πρώτη περίπτωση για όλες τις διαφορές που αναφύονται επ' αφορμή και στα πλαίσια της διοικητικής σύμβασης, ανεξαρτήτως της νομικής τους θεμελίωσης, δημιουργείται δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, της ιδιωτικής δηλαδή σύμβασης, δημιουργείται για τις ίδιες διαφορές, επίσης ανεξαρτήτως της νομικής τους θεμελίωσης, ακόμα, δηλαδή, και αν αυτές θεμελιώνονται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 3/2012, 29/2011, 28/2011 (ό.π.), 18/2009 (ό.π.), 21/2009, 14/2007, 10/2003, 3/1999, 2/1993, 10/1992, 42/1990, 10/1987, ΟλΑΠ 7/2001 και 8/2000, ΑΠ 363/2008, ΣτΕ 1995/2013, ΔΕφΑΘ 3354/2013 δημοσιευμένες σε ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ).

 

Β. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 1418/1984, "τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της Χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικούς προϊόντος, στην ασφάλεια της Χώρας και γενικά αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητας της ζωής του λαού", κατά δεν την παράγραφο 3 του αυτού άρθρου "από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν φορείς του δημοσίου τομέα και συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση". Κατά το άρθρο 2 εδ.1 αυτού, ο νόμος εφαρμόζεται σε όλα τα έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ.1 του ν.2190/1994, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται (περ. γ) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως Α* και Β' βαθμού και οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους και, επομένως, και οι συσταθείσες, κατά τις ήδη αναφερθείσες διατάξεις, δημοτικές επιχειρήσεις [όμοιες είναι και οι διατάξεις των παρ. 1, 2,3 του άρθρου 1 του μεταγενέστερου Ν 3669/2008 (ΦΕΚ Α 116/18-6-2008) για την «ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ», που, κατά το δεύτερο άρθρο του, ισχύει από 18-6-2008]. Εξάλλου, με τις δικονομικού χαρακτήρα διατάξεις του άρθρου 13 του ίδιου Ν 1418/1984 με τον τίτλο "Δικαστική Επίλυση διαφορών», αλλά και του άρθρου 77 του Ν 3669/2008 και του άρθρου 175 του Ν 4412/2016 πριν την τροποποίηση της τελευταίας διάταξης με τα άρθρα 21, 23,26 και 28 του Ν 4491/2017 (ΦΕΚ Α 152/13-10-2017), ορίζεται, ως αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση κάθε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων, που προκύπτει από την κατασκευή δημόσιου έργου και επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής, το διοικητικό ή πολιτικό εφετείο της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται το έργο (παρ. 1,2), συγκροτούμενο, κατά το άρθρο 64 παρ.4 Εισ.Ν.ΚΠολΔ, από πέντε δικαστές. Η εξαιρετική αρμοδιότητα του διοικητικού ή πολιτικού Εφετείου προσδιορίζεται από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικής, οπότε ανακύπτει αντίστοιχα δικαιοδοσία και καθ' ύλην αρμοδιότητα ή του διοικητικού εφετείου ή του πολιτικού εφετείου, διατηρείται δε (η αρμοδιότητα) και στην περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο της διαφοράς, που προέκυψε από την εκτέλεση δημοσίου κ.λπ. έργου, είναι αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, γιατί συνεχίζει να ισχύει και στην περίπτωση αυτή ο δικαιολογητικός λόγος της καθιερώσεως της εξαιρετικής καθ' ύλην αρμοδιότητας του Εφετείου, αφού ιστορική βάση της αγωγής για τον προσδιορισμό της αξιώσεως από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αποτελεί η για την εκτέλεση του δημόσιου έργου υποκείμενη σχέση με βάση την οποία αξιολογείται η διαφορά ως διοικητική ή ιδιωτική (ΑΕΔ 2/1993 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εξαιρετική καθ' ύλην αρμοδιότητα του Εφετείου, διοικητικού ή πολιτικού, συνδέεται και με διαφοροποίηση της διαδικασίας, με ιδιαίτερα σημαντικού περιεχομένου δικονομικές ρυθμίσεις, η εφαρμογή των οποίων δικαιολογείται και επιβάλλεται και όταν η φερόμενη προς διάγνωση αξίωση ερείδεται στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, αφού και στην περίπτωση αυτή πρόκειται για διαφορά από εκτέλεση δημοσίου έργου, στοιχείο που αποτέλεσε κατά τη νομοθετική βούληση τον δικαιολογητικό λόγο καθιερώσεως εξαιρετικής καθ' ύλη αρμοδιότητας και θεσπίσεως ιδιαίτερων δικονομικών ρυθμίσεων (ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/2014, ΑΠ 1499/2009 δημοσιευμένες σε ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ). Το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από εκτέλεση δημοσίου έργου υπάγονταν, είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν υπόκειτο διοικητική σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, και ιδρυόταν εξαιρετική καθ' ύλην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν υπόκειτο ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, και ιδρυόταν εξαιρετική καθ' ύλην αρμοδιότητα του πολιτικού, υπό πενταμελή σύνθεση, εφετείου, μεταβλήθηκε με τη θέσπιση των άρθρων 20 έως 28 του ήδη αναφερθέντος Ν 4491/13-10- 2017.

 

Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 175 του ανωτέρω Ν 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/EE και 2014/25/ΕΕ)», ΦΕΚ Α 147/8-8-2016, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 του Ν 4491/2017 και με τη νέα διάταξη καθιερώνεται αποκλειστική καθ' ύλην αρμοδιότητα μόνο του Διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο, για κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, η οποία (διαφορά) επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο ως άνω διοικητικό εφετείο, αποκλεισθείσας έτσι της αρμοδιότητας του πολιτικού Εφετείου. Ενώ αρχικά, πριν δηλαδή τη θέσπιση του Ν.4491/2017, ο Ν 4412/2016 και επομένως και η διάταξη του άρθρου 175 εφαρμοζόταν, κατά το άρθρο 376, μόνο για τις συμβάσεις των οποίων η διαδικασία σύναψης λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή μετά την 8-8-2016, εντούτοις προσδόθηκε αναδρομική ισχύ στη διάταξη αυτή, του άρθρου 175, στη διάταξη, δηλαδή, που προέβλεπε τη διαδικασία της δικαστικής επίλυσης των ως άνω διαφορών, αφού με το άρθρο 23 του νεότερου Ν 4491/2017 προστέθηκε παράγραφος 14 στο ως άνω άρθρο 376, σύμφωνα με την οποία «14. Το άρθρο 175 του ν. 4412/2016 εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016». Επιπρόσθετα, με το άρθρο 26 του ίδιου  Ν 4491/2017, καταργήθηκε το άρθρο 64 παράγραφος 4 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που προέβλεπε την συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου για τις διαφορές από δημόσια έργα, στην περίπτωση που αυτές αναφύονται από ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, σε οποιαδήποτε νομική βάση και αν θεμελιώνονται, κατά τα ήδη λεχθέντα, ενώ με το άρθρο 28 του ίδιου Ν 4491/2017 έγινε ειδική ρύθμιση για τις εκκρεμείς κατά τον χρόνο της 1-11- 2017 προσφυγές ή αγωγές και, ειδικότερα, προστέθηκε στο άρθρο 379 του ίδιου Ν 4412/2016 παράγραφος 14, με το ακόλουθο περιεχόμενο «14. Προσφυγές ή αγωγές, που έχουν κατατεθεί μέχρι την 1 11.2017, δικάζονται από το Δικαστήριο, στο οποίο έχουν κατατεθεί.  Εξαιρετικά, όσες από αυτές εκκρεμούν στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, αλλά δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο, γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτηση τους, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο». Εξάλλου, από τα άρθρα 221 παρ.1 α, 46 και 535 παρ. 2 εδ. α του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκκρεμοδικία, που επιφέρει η άσκηση της αγωγής, και οι εξ αυτής συνέπειες διατηρούνται και στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι καθ' ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς και αποφαινόμενο γι' αυτό αυτεπαγγέλτως (ή και σε παραδοχή ισχυρισμού διαδίκου) παραπέμπει την υπόθεση στο καθ' ύλην αρμόδιο Δικαστήριο. Όπως δε προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 46, 522, 533 παρ. 2 και 535 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το Εφετείο, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση της έφεσης, εξετάζει αυτεπαγγέλτως, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, και χωρίς την υποβολή με την έφεση ειδικού παραπόνου τόσο την ιδία αυτού υλική αρμοδιότητα, όσο και του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (η καθ' ύλην αναρμοδιότητα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μπορεί να προταθεί με λόγο έφεσης και από το διάδικο στην κατ' έφεση δίκη), και εάν κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν υλικά αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, υποχρεούται, να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 47 του ΚΠολΔ, δηλαδή πρωτοβάθμια εκδίκαση της αγωγής από Δικαστήριο ανώτερο από το πράγματι αρμόδιο (ΕφΠειρ 430/2002, ΕφΠατρ 695/2007 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση ΣΤ, σελ. 366- 371).Από τον συνδυασμό όλων όσων προαναφέρθηκαν, συνάγονται οι ακόλουθες νομικές παραδοχές: α) μετά τη θέση σε ισχύ, από 13-10-2017, του Ν 4491/2017 όλες οι προσφυγές ή αγωγές, που αφορούν τις διαφορές από την εκτέλεση δημοσίου, δημοτικού κ.λ.π. έργου και απορρέουν από διοικητική σύμβαση ή από ιδιωτικού δικαίου σύμβαση (όπως η διάκριση αυτών ειδικώς εκτίθεται στην αρχή της παρούσας), είτε έχουν, οι διαφορές, συμβατικό υπόβαθρο είτε, λόγω ακυρότητας της σύμβασης, ερείδονται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ακόμα και αν ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν 4412/2016, υπάγονται εφεξής στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας, όπου εκτελείται το δημόσιο κ.λ.π. έργο, β) από την ως άνω ρύθμιση εξαίρεση θεσπίζεται για τις ήδη κατατεθείσες, έως την 1-11-2017, προσφυγές ή αγωγές, οι οποίες έχουν κατατεθεί, λόγω της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων όπως αυτή παγίως είχε κριθεί ότι δημιουργείται στις περιπτώσεις που η διαφορά έχει, ως υποκείμενη αιτία, ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, οι οποίες και συνεχίζουν να δικάζονται από το Δικαστήριο αυτό και γ) αν οι ως άνω, εκκρεμούσες στις 1-11-2017 στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο προσφυγές ή αγωγές, δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο αυτού γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτηση τους, συνεχίζουν να υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, με τη μοναδική διαφοροποίηση ότι,   όταν επαναφερθούν για συζήτηση, προδήλως με κλήση οποιουδήποτε εκ των διαδίκων τους, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο, αφού πλέον το πολιτικό Πενταμελές Εφετείο έχει καταργηθεί. Είναι πρόδηλο ότι με τις νέες διατάξεις δεν ρυθμίζονται όλες οι περιπτώσεις, όπως το τι πρέπει να γίνει όταν μία τέτοια αγωγή, που αφορά διαφορά από την κατασκευή δημοσίου κ.λ.π. έργου με βάση ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, είτε έγκυρη είτε άκυρη, στηριζόμενη νομικά, στην τελευταία  περίπτωση, στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, και υπαγόταν υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς των άρθρων 13 Ν 1814/1984, 77 Ν 3669/2008 και 175 Ν 4412/2016 (όπως το τελευταίο ίσχυε πριν την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση του με το άρθρο 21 του Ν. 4491/2017) αφενός μεν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αφετέρου  δε  στην  εξαιρετική  καθ' ύλην  αρμοδιότητα  του  πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, που δίκαζε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, επιτρεπόμενης κατά της τελεσίδικης, με την έκδοση της, αποφάσεως του μόνο του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, ασκηθείσα ήδη πριν την 1-11-2017, είτε εισάγεται, μετά τον χρόνο αυτόν, προς συζήτηση αναρμοδίως σε πρωτοβάθμιο πολιτικό Δικαστήριο, Μονομελές ή Πολυμελές Πρωτοδικείο ή και Ειρηνοδικείο, με βάση την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και τους γενικούς κανόνες της τακτικής καθ' ύλην αρμοδιότητας των άρθρων 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 1α και 2,18 του ΚΠολΔ, είτε εισήχθη, πριν τον χρόνο αυτόν και εκδικάσθηκε πρωτοδίκως από τέτοιο αναρμόδιο δικαστήριο, η αναρμοδιότητα του οποίου διαπιστώνεται κατά την εκδίκαση από το οικείο Εφετείο, μετά την 1-11-2017, της έφεσης που ασκήθηκε κατά της απόφασης που εκδόθηκε από το αναρμοδίως επιληφθέν πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Αν ίσχυε το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, τότε το μεν πολιτικό δικαστήριο πρώτου βαθμού όφειλε να παραπέμψει την εκδίκαση της διαφοράς στο καθ' ύλην αρμόδιο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, το δε Εφετείο, Μονομελές ή Τριμελές, όφειλε να εξαφανίσει την απόφαση που εκδόθηκε από το αναρμόδιο δικαστήριο και να παραπέμψει την υπόθεση στο ανώτερο από το ίδιο Πενταμελές Εφετείο. Μετά όμως τις ανωτέρω αλλαγές που επέφεραν οι παραπάνω διατάξεις του Ν 4491/2017 και ενόψει της κατάργησης του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, η λύση στα παραπάνω ερωτήματα, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δέον να ευρεθεί με αναλογική εφαρμογή του τελευταίου εδαφίου του ως άνω άρθρου 28 του ίδιου Ν 4491/2017, που προβλέπει αρμοδιότητα του πολιτικού Τριμελούς Εφετείου για τις προσφυγές ή αγωγές που, έχοντας κατατεθεί μέχρι την 1.11.2017, είναι εκκρεμείς στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, αλλά δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο του γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτηση τους, οπότε αν επαναφερθούν για συζήτηση, θα εισαχθούν στο ως άνω Δικαστήριο, που θα δικάσει σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Αφού και στην περίπτωση της καθ' ύλην αναρμοδιότητας για την εκδίκαση μίας αγωγής που αφορά διαφορά από δημόσιο κ.λπ. έργο με υποκείμενη αιτία ιδιωτική σύμβαση και έχει ασκηθεί πριν την 1-11-.2017, είτε αυτή διαπιστωθεί από το αναρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είτε αυτή διαπιστωθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στα πλαίσια ασκηθείσας έφεσης κατά της απόφασης του αναρμοδίως επιληφθέντος πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αφενός απαιτείται να εκδοθεί σχετική απόφαση που θα αποφαίνεται για την αναρμοδιότητα, αφετέρου δε η εκ νέου συζήτηση της υπόθεσης απαιτεί την επαναφορά της, προδήλως με κλήση κάποιου εκ των διαδίκων της, η εισαγωγής της πρέπει να γίνει, όπως και στη ρητά ρυθμιζόμενη περίπτωση της ματαίωσης, στο Τριμελές Εφετείο της περιφέρειας του έργου, το οποίο, μετά την αλλαγή του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος, είναι το λειτουργικά καθ' ύλην αρμόδιο για τις ανωτέρω διαφορές, για τις οποίες έχουν ήδη, πριν την 1-11-2017, ασκηθεί οι σχετικές αγωγές ή προσφυγές (βλ ΜονΕφ Δυτ Μακ 73/2018, δημ ΝΟΜΟΣ). Με την ένδικη από 6-9-2014 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ιστορούσε ότι δυνάμει προφορικής συμφωνίας, που καταρτίσθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου του έτους 2006, μεταξύ της ίδιας και του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος Δήμου Ζακύνθου, ο οποίος νομίμως εκπροσωπείτο από τον τότε Δήμαρχο του, της ανατέθηκε το έργο της εκβάθυνσης του Λιμενίσκου Αγίας Τριάδας που βρίσκεται στην Ζάκυνθο. Ότι στις 10 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ξεκίνησε τις αναφερόμενες εργασίες, τις οποίες και ολοκλήρωσε και ακολούθως παρέδωσε το ως άνω έργο, συνολικής συμφωνηθείσας αξίας, μετά του εργολαβικού οφέλους 31.986,00 ευρώ, στον εναγόμενο, στις 20-9-2006. Ότι η ως άνω προφορική ανάθεση του έργου από τον τότε Δήμαρχο αυτού, λόγω μη καταρτίσεως αυτής κατά τον απαιτούμενο ως συστατικό έγγραφο τύπο είναι άκυρη και ότι ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας της. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να της καταβάλει, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ως άνω ποσό των 31.986,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και να καταδικασθεί στα δικαστικά της έξοδα.

 

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη, οριστική απόφαση του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, δέχθηκε ότι υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, καθώς και υλική αρμοδιότητα του ίδιου προς εκδίκαση της αγωγής. Ακολούθως δέχτηκε την αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγοντα το παραπάνω ποσό των 31.986 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, ποσοστού 6%, από την επομένη της 9-9-2011 (επίδοση της προγενέστερης με αριθμ. ./2011 αγωγής) και καταδίκασε αυτόν στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών - εναγόμενος, ως πρωτοδίκως ηττηθείς, κατά τα ανωτέρω, διάδικος, με την υπό κρίση έφεση του για την κατά παραδοχή των αναφερομένων σ' αυτήν λόγων, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αιτούμενος την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα ως άνω εκτιθέμενα της ένδικης αξιώσεως της ήδη εφεσίβλητης- ενάγουσας, ενόψει του προφορικού χαρακτήρα της συμβάσεως, που ιστορείται ότι μετήλθαν τα μέρη, η σχέση που συνδέει την τελευταία με τον εναγόμενο Δήμο (Ο.Τ.Α.), από την οποία και εξ αφορμής αυτής πηγάζει η αξίωση της, στηριζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αποτελεί σχέση ιδιωτικού δικαίου. Επομένως κάθε διαφορά που απορρέει από την επίμαχη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ή εξ αφορμής αυτής, ακόμα και αν στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι ιδιωτικού δικαίου διαφορά, ανεξαρτήτως αν η συμφωνία αυτή, η οποία φέρεται να έχει συναφθεί για την εκτέλεση δημοτικού έργου απέβλεπε στη εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού. Ενόψει αυτών, η διαφορά που δημιουργήθηκε στην προκειμένη περίπτωση από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής είναι ιδιωτικού δικαίου και, για το λόγο αυτό, η εκδίκαση της υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γεγονός που, κατά τα ανωτέρω, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, εφόσον η εν προκειμένω διαφορά έχει ως υπόβαθρο άκυρη σύμβαση που δεν είναι διοικητική, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα στη παραπάνω με στοιχείο Α μείζονα σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, όμως, σύμφωνα και με τα όσα αναφερόντα στη με στοιχείο Β μείζονα σκέψη της παρούσας κατά το μέρος που αφορούν το καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο, η υπό κρίση διαφορά, ως αναφυόμενη από άκυρη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, με βάση το νομοθετικό καθεστώς που είχε θεμελιωθεί διαχρονικά με τις διατάξεις των άρθρων 13 Ν. 1418/1984, 77 Ν. 3669/2008 και 175 Ν. 4412/2016 (όπως το τελευταίο ίσχυε πριν την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση του με το άρθρο 21 του Ν 4491/2017), θα υπαγόταν στην εξαιρετική καθ' ύλην αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών και όχι στην τακτική, λόγω ποσού, αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου, στο οποίο εισήχθη αναρμοδίως και εκδικάσθηκε, εκδοθείσας της εκκαλουμένης 118/2017 οριστικής απόφασης. Και τούτο διότι, το περιγραφόμενο  έργο αποτελεί δημόσιο έργο, και δη τεχνικό έργο που εξυπηρετεί δημόσιο, δημοτικό εν προκειμένω, σκοπό, δοθέντος ότι στις αρμοδιότητες  των  Δήμων ανήκει, μεταξύ άλλων, «Η Διοίκηση και εκμετάλλευση των χώρων της ζώνης λιμένα δικαιοδοσίας τους, καθώς και η κατασκευή και συντήρηση των αναγκαίων λιμενικών έργων" (άρθρο 75 παρ.1 περ. 9 του Ν 3463/2006), απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση και συνδέεται με τον υποθαλάσσιο χώρο. Ούτε όμως, καταλαμβάνεται από την επελθούσα με τις στην ίδια σκέψη αναφερόμενες διατάξεις του Ν 4491/2017 αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος, που καθιέρωσε τη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και την εξαιρετική καθ' ύλην αρμοδιότητα, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, του διοικητικού εφετείου, για όλες τις διαφορές που σχετίζονται με δημόσιο έργο, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικής και ανεξάρτητα από τον χρόνο της σύναψης της, αφού τούτο αφορά μόνο τις αγωγές ή προσφυγές που θα ασκηθούν μετά την 1-11-2017. Εφόσον, όμως, η ένδικη αγωγή ασκήθηκε πριν την 1-11-2017 και με το ήδη αναφερθέν άρθρο 26 του ίδιου Ν4491/2017, καταργήθηκε το άρθρο 64 παράγραφος 4 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που προέβλεπε την συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, η διά αυτής διαφορά υπάγεται, κατά τη διατυπωθείσα στην ίδια μείζονα σκέψη, στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, δικάζοντος σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αντιμετωπίζεται δηλαδή όπως και μία αγωγή που θα ήταν, πριν την 1- 11-2017, εκκρεμής ενώπιον του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, η οποία θα είχε ματαιωθεί και δεν θα είχε εγγραφεί στο πινάκιο του, οπότε επαναφερόμενη προς συζήτηση, θα εισαχθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου. Συνακόλουθα, ενόψει του ότι η καθ' ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Εφετείο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, πρέπει, κατ' εφαρμογή του ήδη αναφερθέντος στην αυτή νομική σκέψη άρθρου 535 παρ. 2 εδ. α του ΚΠολΔ να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (παρελκόμενης της έρευνας του συνόλου των λόγων της εφέσεως) λόγω καθ' ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, στο Τριμελές Εφετείο Πατρών, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 13 του Ν1418/1984, ως έχον εξαιρετική καθ' ύλην αρμοδιότητα, αλλά και τοπική αρμοδιότητα ως εκ του τόπου εκτέλεσης του επίμαχου έργου. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 535 παρ. 1, 176,178, 183, 189 παρ. 1 περ. γ' και 191 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται, είτε ολικά είτε μερικά, και το Εφετείο αποφασίζει οριστικά επί της υποθέσεως (οριστική δε είναι και η περί αναρμοδιότητας και παραπομπής της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο απόφαση), εξαφανίζεται και η περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της πρωτόδικης απόφασης, λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων, και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο προσδιορίζει την καταβλητέα δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον προβάλλεται σχετικό αίτημα του διαδίκου που νίκησε (ΑΠ 192/2008, ΕφΠειρ 4/2014 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, πρέπει να εξαφανισθεί και η περί δικαστικών εξόδων διάταξη της εκκαλουμένης και τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολο τους, μεταξύ των διαδίκων, κατ' άρθρο 179 ΚΠολΔ καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη 118/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς

Πρωτοδικείου Ζακύνθου

 

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την υπόθεση.

 

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την με αριθμό καταθέσεως ./2014, απευθυνόμενη προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Ζακύνθου, αγωγή προς εκδίκαση, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, στο Τριμελές Εφετείο Πατρών, ως αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Πάτρα, στις 23 Δεκεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ