ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρ 411/2018

 

Αγροτικοί Συνεταιρισμοί - Αναγκαστική σχέση εργασίας - Υπερημερία εργοδότη - Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος -.

 

Αδεια Νομάρχη. Απαλλαγή Αγροτικού Συνεταιρισμού από την πρόσληψη και απασχόληση αναγκαστικώς τοποθετημένων εργαζομένων λόγω μεγάλων οικονομικών προβλημάτων. Καταχρηστική άσκηση αγωγών ως προς τις αποδοχές υπερημερίας για εργασία που ουδέποτε παρασχέθηκε.

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Αριθμός 411/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο Εφετών και τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 11-10-2018 για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

 

Του εκκαλούντος : Ελαιουργικού Αμπελουργικού Αγροτικού Συνεταιρισμού Πατρών, με έδρα την Πάτρα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Γεώργιος Παναγιώτου.

 

Των εφεσίβλητων : 1) ... και 2) ..., κατοίκων Πατρών, τις οποίες εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους Μαρία Καμβύση (η 1η) και Γεώργιος Λεκέας (η 2η).

 

Οι εφεσίβλητες άσκησαν τις με αρ. κατ. …/2002 και …/2009 αγωγές τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών.

 

Το Δικαστήριο εκδίκασε αυτές και με την με αριθμό 645/2017 οριστική του απόφαση τις έκανε δεκτές.

 

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε ο εκκαλών με την με αρ. κατ. 409/2017 έφεση του προς το Δικαστήριο τούτο, οι οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί με τις με αρ. 503 και 504/2017 πράξεις του γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου.

 

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ' αρ. 645/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που δίκασε κατά την εργατική διαδικασία, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 16.11.2017 (βλ. την 2241/2017 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμ. ...) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτόδικου δικαστηρίου στις 6.12.2017, γι' αυτό και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

 

Στις αγωγές που άσκησαν οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών ανέφεραν ότι με αναγκαστική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με τις προϋποθέσεις του ν. 1648/1986, ως τέκνα πολύτεκνων οικογενειών, προσελήφθησαν για να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον εναγόμενο και ήδη εκκαλών, ως υπάλληλος η πρώτη και ως εργατοτεχνίτρια η δεύτερη, στην επιχείρηση αυτής στην Πάτρα και ότι, αν και εμφανίστηκαν στην τελευταία για να της προσφέρουν προσηκόντως τις υπηρεσίες τους αυτή δεν αποδέχθηκε αυτές, περιελθούσα σε υπερημερία, γι' αυτό και ζήτησαν να υποχρεωθεί να τους καταβάλει νομιμοτόκως τους μισθούς υπερημερίας που δικαιούνταν για το χρονικό διάστημα 1997 - 2009. Ο εναγόμενος προς αντίκρουση και απόρριψη της αγωγής ισχυρίστηκε, με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που περιλήφθηκε στα πρακτικά και στις έγγραφες κατατεθείσες προτάσεις του, ότι : α) η αγωγή ασκείται κατά κατάχρηση δικαιώματος επειδή η επιδίκαση των ζητουμένων μισθών υπερημερίας θα έχει δυσμενείς συνέπειες σε βάρος του και, ενόψει της κακής οικονομικής της κατάστασης (μείωση του κύκλου των εργασιών, του προσωπικού του από 150 σε 30 άτομα, εκποίηση μεγάλου μέρους της ακίνητης περιουσίας του, μεγάλο ύψος χρεών σε τρίτους και στο Ελληνικό Δημόσιο), θα οδηγηθεί στο κλείσιμο της επιχείρησης και σε πτώχευση, άλλως δε, επειδή σκοπίμως απέφυγαν να βρουν άλλη ανάλογη απασχόληση, ήτοι είδος εργασίας με αντίστοιχες αμοιβές αλλού σε τρίτο εργοδότη και β) να καταλογισθεί και να εκπέσει η ωφέλεια που αποκόμισαν από την απασχόληση τους σε άλλον εργοδότη κατά το διάστημα της υπερημερίας του με τις ίδιες αποδοχές με αυτές που ζητούν με τις αγωγές τους και να απορριφθούν αυτές. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αφού εκδίκασε τις αγωγές, εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση με την οποία επιδίκασε νομιμοτόκως υπέρ της πρώτης ενάγουσας - εφεσίβλητης το χρηματικό ποσό των 222.206,11 ευρώ και υπέρ της δεύτερης το χρηματικό ποσό των 134.014,38 ευρώ, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του εναγόμενου - εκκαλούντος. Με την υπό κρίση έφεση του παραπονείται ο εκκαλών για την με εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απόρριψη των ενστάσεων του και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την εν συνεχεία απόρριψη της αγωγής δεκτών γενομένων των πρωτοδίκως προβληθέντων ισχυρισμών του.

 

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το έτος 1988, δυνάμει αναγκαστικής συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' εφαρμογή των τότε ισχυουσών διατάξεων του Ν. 1648/1986, ως τέκνα πολύτεκνων οικογενειών, προσελήφθησαν οι εφεσίβλητες για να εργασθούν ως υπάλληλος (η 1η) και ως εργατοτεχνίτρια (η 2η) στην επιχείρηση του εκκαλούντος στην Πάτρα με τον κατά νόμο μισθό και ωράριο εργασίας. Οι εν λόγω εργαζόμενες, αν και εμφανίστηκαν (στις 22.12.1988 και 4.10.1988 αντίστοιχα) στην επιχείρηση για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ο εκκαλών δεν αποδέχθηκε αυτές και έκτοτε ήταν υπερήμερος εργοδότης. Με την με αρ. πρωτ. .../18.9.1996 απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας έγινε δεκτή σχετική αίτηση του εκκαλούντος περί της απαλλαγής του από την πρόσληψη και απασχόληση των ως άνω αναγκαστικώς τοποθετημένων εφεσίβλητων (και τριών ακόμη εργαζομένων), σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 1648/1986, επειδή, λόγω των μεγάλων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε («οξύτατο οικονομικό πρόβλημα σε απελπιστικό βαθμό, γνωστό στην κοινωνία της Πάτρας με χρέος που άγγιζε τα 17 δις δραχμές», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ως άνω απόφαση), η επιβάρυνση με την υποχρέωση απασχόλησης και μισθοδοσίας των εφεσίβλητων (και των άλλων τριών αναγκαστικά τοποθετημένων) θα επιτάχυνε της διαδικασία αναστολής λειτουργίας της με τραγικά αποτελέσματα για τους ήδη εργαζόμενους. Παρά την ως άνω απόφαση του Νομάρχη που ουσιαστικά παρείχε την άδεια στον εκκαλούντα για καταγγελία της σύμβασης των εφεσίβλητων και της έκτοτε οριστικής απαλλαγής του από την υποχρέωση καταβολής μισθού, οι τελευταίες ουδέποτε καταγγέλθηκαν από τον εκκαλούντα, προφανώς από αβελτηρία των οργάνων διοίκησης του, ούτε όμως και απασχολήθηκαν ποτέ στην επιχείρηση του. Τούτο δε εξηγείται, γιατί η οικονομική κατάσταση του εκκαλούντος έγινε ακόμη τραγικότερη και δη, συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο ο κύκλος των εργασιών του, από το έτος δε 2002 έως και το έτος 2009 (επίδικο διάστημα) παρουσίαζε ζημία της τάξης των 3.018.254 ευρώ με ανοδική αυξητική τάση για τα επόμενα έτη 2010 -2015 με το σύνολο της ζημιάς να ανέλθει σε 11.500.000 ευρώ, τα χρέη προς το Ελληνικό Δημόσιο και τρίτους (τράπεζες κλπ.) ανέρχονταν κατά το επίδικο διάστημα σε 10.000.000 ευρώ κατά μέσο όρο ετησίως μειώθηκε δε το προσωπικό του κατά 30%, η ταμειακή ρευστότητα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και ο κίνδυνος για αναστολή λειτουργίας της επιχείρησης ή και πτώχευσης ήταν ορατός με ολέθριες συνέπειες για τους εναπομείναντες εργαζόμενους & αυτόν και την βέβαιη οδήγηση τους στην ανεργία. Περαιτέρω, οι εφεσίβλητες το επίδικο χρονικό διάστημα 1997 - 2009, που ο εκκαλών δεν τις απασχολούσε, μπορούσαν να βρουν άλλη εργασία σε άλλον εργοδότη, η πρώτη ως υπάλληλος και η δεύτερη ως εργατοτεχνίτρια, με τις ίδιες απολαβές όπως και με αυτές που αξίωσαν να τους καταβάλει ο εφεσίβλητος με τις αγωγές τους. Και δη, ενόψει του ότι τα έτη 1997 - 2007 δεν είχε ακόμη ξεκινήσει η οικονομική ύφεση στη Χώρα, υπήρχε αγορά εργασίας στην Πάτρα, όπου θα μπορούσαν οι εφεσίβλητες να ανεύρουν εργασία και να απασχοληθούν με τις αυτές ειδικότητες και απολαβές που ζητούσαν με τις υπό κρίση αγωγές τους. Πλην όμως δεν έπραξαν τούτο σκοπίμως και από οκνηρία, γιατί προτίμησαν να αποκερδαίνουν μισθούς από τον εκκαλούντα χωρίς να παρέχουν σ' αυτόν εργασία, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι δεν τους είχε καταγγείλει τις συμβάσεις τους, παρά τη σχετική άδεια του Νομάρχη, γνωρίζοντας ότι ο εκκαλών βρισκόταν σε τραγική οικονομική κατάσταση και ότι η ικανοποίηση των απαιτήσεων τους θα οδηγήσει σε κατάρρευση της επιχείρησης με ολέθρια αποτελέσματα για τους ήδη εργαζόμενους σ' αυτόν και τις οικογένειες τους, αντί να εργαστούν σε άλλους εργοδότες, αμειβόμενες με τα αντίστοιχα ποσά που ζητούσαν με τις αγωγές τους, όπως θα μπορούσαν να κάνουν ευχερώς το επίδικο χρονικό διάστημα. ʼλλωστε, προτίμησαν τον εύκολο δρόμο, να ασκήσουν τις επίδικες αγωγές και να ζητήσουν μισθούς υπερημερίας 12 ετών για ουδέποτε παρασχεθείσες υπηρεσίες, συνολικών χρηματικών ποσών 220.000 ευρώ και 130.000 ευρώ περίπου, αντίστοιχα για την καθεμία, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα είχε αυτό για την επιχείρηση του  εκκαλούντος και για τους λιγοστούς εναπομείναντες εργαζόμενους σ' αυτήν, παρά να εργαστούν για να αποκομίσουν τα εν λόγω ποσά. Ενόψει των ανωτέρω συνθηκών, η επιδίωξη ικανοποίησης των αξιώσεων των εφεσίβλητων για καταβολή, όχι δεδουλευμένων μισθών, αλλά αποδοχών υπερημερίας, ήτοι για εργασία που ουδέποτε παρασχέθηκε στο επίδικο χρονικό διάστημα των 12 ετών, υπερέβαινε προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος τους, γι’ αυτό το λόγο και έπρεπε οι υπό κρίση αγωγές τους να απορριφθούν, δεκτών γενομένων των σχετικών ενστάσεων, που πρότεινε παραδεκτά ο εκκαλών προφορικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ανέλυσε δε με τις προτάσεις του και επανέφερε με την έφεση του. Επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απέρριψε τις σχετικές ενστάσεις και δέχθηκε τις αγωγές ως βάσιμες κατ' ουσίαν, κατά τα ως άνω επιδικασθέντα ποσά, ως αποδοχές υπερημερίες, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και στην εφαρμογή του νόμου και πρέπει, κατ' αποδοχή της κρινόμενης εφέσεως ως κατ' ουσίαν βασίμου, ως προς τον υπό στοιχ. α λόγο έφεσης παρελκούσης της εξέτασης του υπό στοιχ. β λόγου, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, ν' απορριφθούν οι αγωγές ως ουσία αβάσιμες δεκτών γενομένων των σχετικών ενστάσεων του εκκαλούντος - εναγομένου και, τέλος να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των εφεσίβλητων - εναγουσών, λόγω της ήττας τους.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται την έφεση τυπικά και ουσιαστικά.

 

Εξαφανίζει την με αρ. 645/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών.

 

Κρατεί την υπόθεση.

 

Δικάζοντας επί της με αρ. κατ. ./2002 και ./2009 αγωγών.

 

Απορρίπτει αυτές κατ' ουσίαν.

 

Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της πρώτης εφεσίβλητης ενάγουσας, που καθορίζει σε 13.000 ευρώ και σε βάρος της δεύτερης εφεσίβλητης ενάγουσας που καθορίζει σε 7.800 ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στην Πάτρα στις 30 Οκτωβρίου 2018.

 

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ