ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ »

 

ΜονΕφΛαμίας 40/2020

 

Αδικοπρακτική ευθύνη τράπεζας - Παροχή τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών - Εντολή - Κώδικας Δεοντολογίας ΕΠΕΥ - Έννοια καταναλωτή -.

 

Σύμβαση εντολής. Ευθύνη εντολοδόχου. Αδικοπρακτική ευθύνη τράπεζας λόγω μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως για παροχή πληροφοριών που είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη επενδυτικών υπηρεσιών προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής. Παράβαση Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ. Συνιστά παρανομία κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Προστασία καταναλωτών. Ευθύνη παρόχου υπηρεσιών. Προϋποθέσεις. Αν στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από τράπεζα εκδηλωθεί η συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, τότε η συμπεριφορά είναι παράνομη και υπαίτια και αποτελεί γενεσιουργό λόγο αποζημίωσης της αιτιωδώς συνδεόμενης ζημίας. Έννοια καταναλωτή. Δεν προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος, αλλά μόνον εκείνος που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Σιωπηρή σύναψη. Απόρριψη ενστάσεων προβληθεισών από την τράπεζα.

 

 

Αριθμός : 40/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

 

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Μαρία Λιάνου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα Παναγιώτα Κυρατζή.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Νοεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

Του εκκαλούντος : ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Τίγκα (Δ.Σ. Τρικάλων), σύμφωνα με την από 11-11-2019 δήλωση του.

 

Της εφεσίβλητης : ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ" και διακριτικό τίτλο "ALPHA BANK", που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, οδός Σταδίου αρθ. 40 κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Κανέλλια (Δ.Σ. Αθηνών), σύμφωνα με την από 11-11-2019 δήλωση του.

 

Ο εκκαλών με την με αριθμ. εκθ. κατάθ. ./2016 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ευρυτανίας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή. Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αυτή με την αριθμ. 53/2017 απόφασή του.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών με την με αριθμ. εκθ. κατάθ. ./25.4.2019 έφεση του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και με αριθμ. εκθ. κατάθ. ./23.5.2019 ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, η δικάσιμος της οποίας προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσης αναφερόμενη δικάσιμο.

 

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν αυτές δεκτές.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ' αριθ. 53/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ευρυτανίας, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε εμπρόθεσμα με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, εκδικαζόμενη από το Μονομελές Εφετείο Λαμίας (άρθρα 495 επ. 19 και 511 επ. ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία.

 

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 713 και 714 του ΑΚ προκύπτει ότι, ο εντολοδόχος οφείλει να διεξάγει την ανατεθείσα σ' αυτόν υπόθεση, να πράξει δηλαδή για λογαριασμό του εντολέα του κάθε τι, που υποσχέθηκε και επιβάλλει η φύση της υπόθεσης, ευθυνόμενος έναντι του εντολέα για κάθε πταίσμα. Έτσι, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της σύμβασης ή πλημμελούς εκπλήρωσης ή παράβασης των νόμιμων υποχρεώσεων, αξιώνεται, όχι ο μειωμένος βαθμός επιμέλειας των λοιπών χαριστικών συμβάσεων (δόλος ή βαριά αμέλεια), αλλά, λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής, η αυξημένη επιμέλεια κοινού οφειλέτη, υποχρεούται δε ο εντολοδόχος να ανορθώσει την οφειλόμενη σε πταίσμα του θετική ή αποθετική ζημία του εντολέα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 335 του ΑΚ. Η σύμβαση της εντολής μπορεί να συναφθεί και σιωπηρά (άρθρα 158 και 713 του ΑΚ), λόγω δε του προσωπικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα της, ο εντολοδόχος μπορεί να αναλάβει τη διεξαγωγή της υπόθεσης του εντολέα, είτε ύστερα από παράκληση του, είτε ακόμη και από δική του πρωτοβουλία, εφόσον ο εντολέας γνωρίζει τούτο και δεν αντιλέγει (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 958/2011, ΑΠ 1614/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ζημία, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, θετική μεν, είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε το κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με πιθανότητα προσδοκώμενο κέρδος που ματαιώθηκε (ΑΠ 536/2004 ΕλλΔνη 47.479). Συνεπώς, ο εντολοδόχος, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεων του, όχι μόνο πρέπει να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια, αλλά οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια, την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του εντολοδόχου και επομένως, η κατά το άρθρο 714 του ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση, τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων του εντολοδόχου προς εκπλήρωση της εντολής (ΑΠ 637/2011, ΑΠ 1025/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1208/2008 ΧρΙΔ 2009.216, ΑΠ  1115/2003 ΕλλΔνη 46.120, ΕφΑΘ 1244/2016, ΕφΘεσ 1254/2011, ΕφΑΘ 204/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την υποχρέωση αποζημίωσης απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος του εντολοδόχου και της ζημίας, η οποία επήλθε στον εντολέα. Εάν, επομένως, ο εντολέας δεν υπέστη ζημία ή εάν αυτή δεν είναι συνέπεια του πταίσματος του εντολοδόχου, ο τελευταίος δεν ευθύνεται σε αποζημίωση του εντολέα (ΑΠ 1675/2014, ΑΠ 637/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 118/2002 ΕλλΔνη 43.1046).

 

II. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την ύπαρξη αδικοπραξίας και αντίστοιχη υποχρέωση του υπαιτίου σε αποζημίωση του παθόντος (άρθρα 297 και 299 του ΑΚ) απαιτούνται, εκτός από την επέλευση της ζημίας, οι εξής προϋποθέσεις: α) η ζημία αυτή να έχει επέλθει από το δράστη παράνομα, συγχρόνους δε και υπαίτια, δηλαδή από δόλο ή αμέλεια (άρθρο 330 του ΑΚ), β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και γ) να υφίσταται πρόσφορη (αιτιώδης) συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας, η οποία συντρέχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική, η συμπεριφορά αυτή, στο χρόνο και με τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και η μεν προξενηθείσα από τον δράστη ζημία είναι παράνομη όταν προσβάλλεται με τη συμπεριφορά του (πράξη ή παράλειψη) δικαίωμα του παθόντος προστατευόμενο από τον νόμο, η δε υπαίτια παράλειψη του δράστη γεννά την προς αποζημίωση υποχρέωση του, όταν αυτός ήταν υποχρεωμένος στην πράξη από τον νόμο ή τη δικαιοπραξία ή την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΑΠ 359/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 831/2005 ΕλλΔνη 2006.94). Ειδικότερα, παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφαλείας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικά επιβεβλημένης και από τη θεμελιώδη δικαστική αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς, απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας, συντρέχει όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ (ΑΠ 1028/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερη, μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια, αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή  όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στο συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μορφή της προτεινόμενης σ' αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και, κυρίως, να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη  αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικά, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος, επίσης, να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, όπως θα αναφερθεί παρακάτω.

 

III. Περαιτέρω, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ'   αριθμ. 12263/β.500/11.04.1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/24.04.1997), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 01.11.2007 με το άρθρο 85 Ν. 3606/2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Τρίτη αρχή: Οι εταιρείες, που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές. Τέταρτη αρχή: Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς. Έβδομη αρχή: Οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς (ΑΠ 446/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα ανωτέρω Κώδικα, ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της κρίσιμης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι (εκτός όσων προελέχθηκαν), κατ' αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μεγίστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6.1). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν  υπόψη το επίπεδο  γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα, Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης, ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μια επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής (βλ. Γ. Γεωργιάδη, Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙΔ 2008.856 επ.). Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας εάν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, εάν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβουλών της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνονται στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, εάν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6). Η παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα αρχών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, η οποία πρέπει να τελέστηκε από υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση αυτού. Εξάλλου, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3506/2007, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η Κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1738/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 885/2017 ΔΕΕ 2017 1478, ΕφΑΘ 4841/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

IV. Περαιτέρω, το άρθρο 8 του Ν.2251/1994, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το άρθρο 10 παρ. 3 του Ν. 3587/2007, ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών» (παρ. 1), ότι: «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (παρ. 2 εδ. β), ότι: «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (παρ. 3), ότι: «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας» (παρ. 4 εδ. α), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής Υ) 0 Χρόνος παροχής της, 6) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (παρ. 4 εδ. β 1) και ότι: «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά δίχως άλλο υπαιτιότητα» (παρ. 5), Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες, συνεπώς, υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (ΑΠ  589/2001 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ,  ΕφΑΘ 2556/2010 ΕλλΔνη 2011.251, ΕφΠειρ 826/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 147/2005 ΕπισκΕμπΔ 2005.108, ΕφΑΘ 2214/2001 ΔΕΕ 2001.620). Από την τελευταία ανωτέρω διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται όμοια με την εκ του άρθρου 914 του ΑΚ αστική ευθύνη αποζημίωσης της παρέχουσας υπηρεσίες τράπεζας, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια της διάταξης αυτής δύναται να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να  είναι είτε ενδοσυμβατική είτε  αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για την θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι: α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του  παρέχοντος υπηρεσίες  κατά την παροχή  της υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων έχει το βάρος, απόδειξης της έλλειψής της, επισημαίνεται δε ότι ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας είναι η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) η παράνομη συμπεριφορά, λαμβανομένου υπόψιν ότι η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, δ) η ζημία, με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης, και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Έτσι, εάν στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από τράπεζα εκδηλωθεί η συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή  στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφαλείας, τότε η συμπεριφορά είναι παράνομη και υπαίτια και αποτελεί γενεσιουργό λόγο αποζημίωσης της αιτιωδώς συνδεόμενης ζημίας. Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 2003. 419, ΑΠ 274/1999 ΕλλΔνη 1999.1298). Εν όψει δε της καθιερούμενης από την ως άνω διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς πρέπει να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο αυτής με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου είτε τη συνδρομή λόγου που αίρει την ευθύνη του (ΑΠ 535/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

V. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. Α του ίδιου ανωτέρω νόμου, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, θεωρώντας ότι επικρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλομένου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από τον νόμο. Έτσι, ουσιαστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του συμβαλλόμενου ως καταναλωτή πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη  συγκεκριμένη  συναλλαγή. Επομένως, μόνο οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ίδιων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέρος. Έτσι, και στις αποφάσεις του ΔΕΚ, κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία και, συνεπώς ο όρος «καταναλωτής» περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον αυτοί συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Μόνο όταν οι επιχειρούμενες από τους τελευταίους συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του επαγγέλματος τους δεν τίθεται θέμα προστασίας τους με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις (ΕφΑΘ 3ΕΜ/2006 ΕλλΔνη 2007.305). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, δεν προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος, αλλά μόνο εκείνος που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση (εάν λ.χ. το επάγγελμα του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση), αλλά εάν μπορεί να θεωρηθεί, κατ' αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τραπεζικών προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων καταναλωτής αποκλειστικά λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος τράπεζας. Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθόσον οι ανώτεροι συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής (ΕφΛαρ 5/2016 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016.112, ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009.819). Τέλος, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους των τραπεζών, μεταξύ της διαμεσολαβούσας τράπεζας και του πελάτη της υπήρχε οπωσδήποτε σύμβαση με το αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πρέπει στις περιπτώσεις αυτές να γίνεται δεκτό ότι έχει συναφθεί σιωπηρά μία τέτοια σύμβαση, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανές ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει γι' αυτόν τη βάση για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του. Δεύτερο στοιχείο που μπορεί να αναφερθεί είναι ότι, καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μία υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόληση τους. Τέλος, οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της ... και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών ΔΕΕ 2010.136).

 

Εν προκειμένω, ο ενάγων (ήδη εκκαλών) με την κρινόμενη αγωγή του (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2016), την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ευρυτανίας κατά της εναγομένης τράπεζας (ήδη εφεσίβλητης), ισχυρίστηκε ότι επί σειρά ετών διατηρούσε καταθετικούς λογαριασμούς στην τελευταία. Ότι τον Αύγουστο του 2004, μετά από προτροπή των υπαλλήλων της εναγομένης στο υποκατάστημα της στο Καρπενήσι, προέβη στην υπογραφή Σύμβασης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, την οποία είχαν συντάξει υπάλληλοι της εναγομένης στο υποκατάστημα αυτής στο Βόλο. Ότι καθόλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους ο ενάγων είχε την πεποίθηση ότι τα χρήματα του τοποθετούνταν σε προθεσμιακούς λογαριασμούς καθώς δεν είχε άλλη πληροφόρηση από τους εκπροσώπους της εναγομένης. Ότι τον Ιανουάριο του 2007 και σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον υπάλληλο της εναγομένης ..., υπάλληλο του υποκαταστήματος Βόλου, αυτός τον ενημέρωσε ότι τα χρήματα του συνολικού ποσού 111.000 ευρώ θα τα τοποθετούσε σε μία κατάθεση με διάρκεια πέντε ετών, ήτοι μέχρι το έτος 2011 και ότι ο ίδιος έδωσε τηλεφωνικά την έγκριση του γι' αυτήν την τοποθέτηση. Για το λόγο αυτό μετέβη στο υποκατάστημα της εναγομένης στο Καρπενήσι και υπέγραψε ενώπιον άλλης υπαλλήλου της εναγομένης τη σύμβαση για την τοποθέτηση των χρημάτων του, συνολικού ποσού 112.152,92 ευρώ, η οποία (σύμβαση), ωστόσο, ήταν προδιατυπωμενη στην αγγλική γλώσσα ενώ έλαβε και τις προφορικές διαβεβαιώσεις της ανωτέρω υπαλλήλου ότι η κατάθεση του θα έληγε την 26η-5-2011. Ότι κατά το διαδραμόντα χρόνο ο ενάγων λάμβανε κάθε δίμηνο ενημέρωση για την κίνηση του λογαριασμού του. Ότι κατά το χρόνο της λήξης του προϊόντος, ήτοι την 26η-5-2011 ο ενάγων προσήλθε στο υποκατάστημα της εναγομένης στο Καρπενήσι προκειμένου να λάβει το σύνολο της χρηματικού ποσού που είχε τοποθετήσει κατά τα ανωτέρω. Ότι σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον ..., ενημερώθηκε ότι η κατάθεση του «λήγει» το έτος 2016 και ότι τα χρήματα του ήταν τοποθετημένα σε ομόλογο εκδόσεως της Κυπριακής Τράπεζας Cyprus Popular Bank, λήξεως την 26η-5-2016 και σε περίπτωση πρόωρης ανάληψης αυτών θα έχανε μέρος του κεφαλαίου του, οπότε αυτός (ενάγων) διαμαρτυρήθηκε γι' αυτήν την τοποθέτηση των χρημάτων του, ωστόσο οι υπάλληλοι της εναγομένης τον καθησύχασαν ότι σε κάθε περίπτωση θα λάβει το σύνολο του κεφαλαίου του το έτος 2016. Ότι, τελικά, το Μάρτιο του 2013 με την προσωρινή παύση εργασιών των τραπεζών στην Κύπρο ο ενάγων πληροφορήθηκε ότι το ομόλογο που είχαν επενδυθεί τα χρήματα ου είχε απωλέσει ολοσχερώς την αξία του. Ότι η ανωτέρω ζημία του οφείλεται στην υπαίτια και αντιβαίνουσα στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη συμπεριφορά της εναγομένης τράπεζας, όπως αυτή λεπτομερώς αναφέρεται στην αγωγή, η οποία παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 ΑΚ αλλά και το νόμο προστασίας του καταναλωτή, καθώς ο ενάγων ως ιδιώτης πελάτης που δεν διαθέτει την απαραίτητη γνώση και εμπειρία στις επενδυτικές υπηρεσίες εντάσσεται στην έννοια του καταναλωτή. Ότι συνεπεία της αντισυμβατικής, παράνομης και αντίθετης με τις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλονται από τον νόμο κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών συμπεριφοράς της εναγόμενης, υπέστη θετική ζημία η οποία ανέρχεται στο ποσό των 112.152,92 ευρώ. Ότι, παράλληλα, εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης υπέστη και ηθική βλάβη. Ζήτησε δε, να υποχρεωθεί η εναγόμενη κατά τις διατάξεις της αδικοπραξίας, να του καταβάλλει το ποσό των α) 112.152,92 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και β) το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, άλλως το πρώτο κονδύλιο από την συμβατική της ευθύνη και να καταδικασθεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτόδικο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού έκρινε ορθώς την αγωγή ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα κατά το άρθρο 216 ΚΠολΛ απαραίτητα στοιχεία για τη νομική της θεμελίωση και τη δικαστική της εκτίμηση και νόμιμη, στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη.

 

Ο εκκαλών με την έφεση του προσβάλλει την απόφαση και παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή στο σύνολο της η υπό κρίση αγωγή του. Πρέπει, λοιπόν, να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης.

 

Από την υπ' αριθμ. ./2016 ένορκη βεβαίωση του . ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ευρυτανίας, την υπ' αριθμ. ./2016 ένορκη βεβαίωση της ., ενώπιον του Πρωτοδίκη Ευρυτανίας σε αναπλήρωση της Ειρηνοδίκη Ευρυτανίας, την υπ'αριθμ. ./2016 ένορκη βεβαίωση του . ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πολυκάστρου, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευσης της εναγομένης-εφεσίβλητης (βλ. την υπ' αριθμ. ./2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών .), καθώς και την υπ' αριθμ. ./2016 ένορκη βεβαίωση του . ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών . και την υπ' αριθμ. ./2016 ένορκη βεβαίωση του . ενώπιον του συμβολαιογράφου Βόλου ., οι οποίες λήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης-εφεσίβλητης μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος-εκκαλούντος (βλ. την υπ' αριθμ. ./2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ευρυτανίας .), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπ1 όψη του (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων 46 ετών, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, έγγαμος και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, είναι απόφοιτος μέσης εκπαίδευσης και κατοικεί  στο Καρπενήσι, όπου διατηρεί επιχείρηση αρτοποιίας. Η εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με έδρα την Αθήνα, διατηρεί υποκαταστήματα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και στο Καρπενήσι. Ο ενάγων ήταν πελάτης της εναγόμενης εταιρίας, και συγκεκριμένα του υποκαταστήματος αυτής στο Καρπενήσι, με το οποίο είχε μακρόχρονη συνεργασία, ήδη από δεκαετίας καθόσον σ' αυτή αποταμίευε τα χρήματα που κέρδιζε από την εργασία του, επιλέγοντας την τοποθέτηση αυτών σε καταθετικούς λογαριασμούς έως το έτος 2004, όπως εκθέτει ο ίδιος στην αγωγή του και δεν αντικρούει η αντίδικος του. Επρόκειτο, δηλαδή, για έναν συντηρητικό αποταμιευτή και άπειρο επενδυτή, αφού έως το έτος 2004 διατηρούσε μόνον τραπεζικούς καταθετικούς λογαριασμούς. Το έτος 2004, ύστερα από παρότρυνση του Διευθυντή του υποκαταστήματος της εναγομένης στο Καρπενήσι, ο ενάγων άρχισε τη συνεργασία του με το τμήμα «Ιδιωτικής Τραπεζικής» (PRIVATE BANKING) της εναγομένης, το οποίο έδρευε στο Βόλο και το οποίο παρουσιάστηκε σ' αυτόν από τον ανωτέρω Διευθυντή ως καταλληλότερο για την εξυπηρέτηση του λόγω του σημαντικού ύψους των τραπεζικών καταθέσεων που διέθετε. Προς το σκοπό ένταξης του στο τμήμα «Ιδιωτικής Τραπεζικής» (PRIVATE  BANKING) της εναγομένης, μετέβη στο Καρπενήσι από το υποκατάστημα του Βόλου του τμήματος αυτού, ο αρμόδιος υπάλληλος της εναγομένης ..., προκειμένου να ενημερώσει τον ενάγοντα για τις παροχές της πιο πάνω υπηρεσίας. Ο ενάγων επεσήμανε εξαρχής στον ... ότι αποσκοπεί στην ασφάλεια του κεφαλαίου του, επιθυμώντας την τοποθέτηση των χρημάτων του σε προθεσμιακή κατάθεση, διατηρώντας την πρακτική που έως τότε ακολουθούσε με την τοποθέτηση των αποταμιεύσεων του. Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι το κεφάλαιο του θα παρέμενε ασφαλές σύμφωνα με τα όσα ο ενάγων του είχε εκθέσει ότι επιθυμούσε, καθώς και ότι η συνεργασία του με το τμήμα PRIVATE BANKING, η οποία απευθυνόταν σε καλούς πελάτες όπως ο ενάγων, θα λειτουργούσε προς όφελος του. Στη συνέχεια, από τους υπαλλήλους του τμήματος PRIVATE BANKING της εναγομένης παρουσιάστηκε στον ενάγοντα ως προαπαιτούμενο για την έναρξη της συνεργασίας τους η υπογραφή σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών την οποία ο ενάγων υπέγραψε στις 6-8-2004 και η οποία έφερε αριθμό . και τίτλο «Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών επί μη χρηματιστηριακών προϊόντων», στα πλαίσια της οποίας ο ενάγων αγόρασε το ομόλογο με την επωνυμία «ΜΜΚ FINANCE», ενώ λίγες ημέρες αργότερα, στις 27-8-2004 υπέγραψε και την με αριθμό . σύμβαση, που έφερε τον τίτλο «Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών», η οποία αποτελεί ενιαίο σύνολο με τα παραρτήματα αυτής, ήτοι το Παράρτημα Α «Επενδυτικοί κίνδυνοι που αναλαμβάνει ο επενδυτής», το Παράρτημα Β «Πρόσθετοι Παράγοντες Αξιολογήσεως επενδύσεων σε Αγορές του Εξωτερικού», το Παράρτημα Γ «Παραδοχές Αποτίμησης - Παραδοχές Υπολογισμού Αποδόσεων», τα έγγραφα με τίτλο «ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΤΗ ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ», στα οποία περιλαμβάνονταν τα προσωπικά στοιχεία του επενδυτή-ενάγοντος και δηλώθηκε η διεύθυνση αλληλογραφίας του και η με ίδια ημερομηνία «Ανέκκλητη Εντολή-Εξουσιοδότηση», δυνάμει της οποίας αυτός παρείχε εξουσιοδότηση προς την εναγόμενη, μεταξύ άλλων, και για τη χρήση του λογαριασμού που τηρούνταν σ' αυτή για την εξυπηρέτηση της σύμβασης. Στα ανωτέρω συμβατικά κείμενα που συνυπέγραψαν τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη περιλαμβάνονταν προδιατυπωμένοι όροι, χωρίς δυνατότητα διαπραγμάτευσης εκ μέρους του ενάγοντος, με τους οποίους η αντισυμβαλλόμενη του ενάγοντος εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση της κατάρτισης συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου του επενδυτή, επί του συνόλου των χρηματοπιστωτικών μέσων που προβλέπονταν στο ./1996, σύμφωνα με τις εντολές που θα ελάμβανε από αυτόν (άρθρο της σύμβασης), ότι αυτή δεν εγγυώνταν οποιοδήποτε αποτέλεσμα των επενδύσεων ούτε  ευθύνονταν για οποιαδήποτε  συναφή  ζημία των επενδυτών, ότι δεν αναλάμβανε οποιαδήποτε ευθύνη για την πιθανή ζημία, την οποία τυχόν θα υφίστατο ο επενδυτής από συναλλαγή που θα καταρτίζονταν ως αποτέλεσμα εκτέλεσης εντολών του, ενώ ο επενδυτής δήλωνε ρητά ότι, οποιαδήποτε εντολή δίνονταν προς αυτή ήταν απόρροια της ελεύθερης επιλογής του, χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας (άρθρο 8 της σύμβασης). Στα πλαίσια λειτουργίας της ανωτέρω σύμβασης και κατόπιν συμβουλών του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης, ..., ο οποίος, χωρίς να παράσχει στον ενάγοντα οποιαδήποτε έγγραφη ή προφορική πληροφόρηση σχετικά με τους κινδύνους των προτάσεων του, αντίθετα τον διαβεβαίωνε ότι τα κάτωθι αναφερόμενα και προτεινόμενα απ' αυτόν προϊόντα είναι εγγυημένα και ασφαλή, ως προς το κεφάλαιο που επενδύεται, όπως ακριβώς και οι προθεσμιακές καταθέσεις που μέχρι τότε διατηρούσε, καθώς και ότι ήταν άμεσα ρευστοποιήσιμα, ο ενάγων πείστηκε ότι οι αποταμιεύσεις του θα είναι εξασφαλισμένες και προέβη στις εξής ενέργειες: την 10η-2-2005 αγόρασε τίτλο με την επωνυμία AGROKOR DD, ονομαστικής αξίας 42.000 ευρώ, την 27η-6-2005 τίτλο της ASPIS FINANCE PLC, ονομαστικής αξίας 30.000 ευρώ, την 25η-5-2006 τίτλο της ALPHA CREDIT GRP, ονομαστικής αξίας 20.000 ευρώ, την 26η-1-2007 τίτλο της RS FINANCE, ονομαστικής αξίας 50.000 ευρώ, ενώ είχε επενδύσει και μέρος των χρημάτων του σε μετοχές της ΔΕΗ, «ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ», Εμπορικής Τράπεζας, «EUROBANK PROPERTIES»). Επίσης, και σε συνέχεια όλων των ανωτέρω συναλλαγών ο ενάγων, κατόπιν παροτρύνσεως του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης, ... προέβη την 31η-1-2007 στην αγορά τίτλου εκδόσεως της CYPRUS POPULAR BANK ονομαστικής αξίας 111.000 ευρώ καταβάλλοντας ποσό 112.152,92 ευρώ. Η εντολή αγοράς του παραπάνω προϊόντος έγινε τηλεφωνικά και στη συνέχεια υπογράφηκε σχετικό αποδεικτικό συναλλαγής στο υποκατάστημα της εναγομένης στο Καρπενήσι.

 

Κατά τη λειτουργία των ως άνω συμβάσεων εντολής ο ενάγων λάμβανε κάθε μήνα από την τράπεζα (Private Bank) τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του, όπου οι επενδύσεις του στα ανωτέρω ομόλογα αναγράφονταν ως κατηγορία επένδυσης-«ΣΤΑΘΕΡΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ», οι καταθέσεις του αναγράφονταν ως κατηγορία επένδυσης «ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ», η αξία των μετοχών ως κατηγορία επένδυσης «ΜΕΤΟΧΕΣ ΕΛΛΑΔΟΣ». Όσον αφορά τον επίδικο τίτλο με την επωνυμία «CYPRUS POPULAR BANK 26.5.2016» με ISIN ., που εκδόθηκε στις 26-5-2006 από την τράπεζα «CUPRUS POPULAR ΒΑΝΚ», ήδη τελούσα σε ειδική εκκαθάριση, και αγοράστηκε από τον ενάγοντα ύστερα από συμβουλή και προτροπή των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, προέκυψε ότι ήταν μία ομολογία σε ευρώ, μειωμένης εξασφάλισης (subordinated note), κάτι το οποίο σημαίνει ότι έρχεται τελευταία σε προτεραιότητα ικανοποίησης σε περίπτωση ρευστοποίησης της εκδότριας του ομολόγου εταιρίας, κατ' ουσίαν δηλαδή στερείται εγγυήσεως (βλ. Περράκη Πτωχευτικό Δίκαιο 2012, σελ. 215), το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε σε 1.000.000.000 ευρώ και διατέθηκε στους επενδυτές μέσω της «Deutsche Bank» ως αναδόχου και άλλων υποαναδόχων εταιριών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και η εναγόμενη τραπεζική εταιρία, ενώ το τοκομερίδιο του υπολογίζονταν και πληρώνονταν ανά τρίμηνο επί τη βάση του τρίμηνου επιτοκίου euribor πλέον 0,75 ετησίως έως την ημερομηνία ανάκλησης και πλέον 1,75% ετησίως μετά την ημερομηνία ανάκλησης. Λόγω αφενός της ρήτρας μειωμένης εξασφάλισης και αφετέρου της σύνδεσης του με τον δείκτη euribor αλλά και με βάση την ΠΔΤΕ 2501/2002 καθώς και με βάση την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών (ESMA), το επίδικο ομόλογο θεωρείται σύνθετο επενδυτικό προϊόν, κατά το χρόνο δε έκδοσης του βαθμολογούνταν (rating) από τον οίκο αξιολόγησης Moody's με Baal, ήτοι ήταν ομόλογο μέσης ποιότητας, όπου οι πληρωμές τόκων και κεφαλαίου θεωρούνται άμεσα καταβλητέες και ενέχουν πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο. Αλλωστε ο σύνθετος χαρακτήρας του εν λόγω ομολόγου CTJPRYS POPULAR BANK αποδείχθηκε και από έγγραφο του οικονομικού πρακτορείου Bloomberg που αναφέρει τα χαρακτηριστικά του επιδίκου ομολόγου και το οποίο (έγγραφο) προσκόμισαν αμφότεροι οι διάδικοι, όπου ρητώς αναγράφεται ο όρος structured δηλαδή δομημένο (βλ. και ΜονΕφΑΘ 4984/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Σύμφωνα με το από 5-5-2006 Πληροφοριακό Σημείωμα με το οποίο η εκδότρια εταιρία συνόδευσε το επίδικο ομολογιακό δάνειο προβλέπεται ότι «εντός της Ελλάδας οι ομολογίες θα προσφέρονται μόνο σε έμπειρους επενδυτές και σε θεσμικούς επενδυτές, επιπλέον κανένας κάτοικος Ελλάδας δεν επιτρέπεται να αγοράζει ομολογίες εκτός εάν το τίμημα κτήσης τους υπερβαίνει τα 50.000 ευρώ». Να σημειωθεί ότι για τον ομολογιακό αυτό τίτλο δεν είχε εγκριθεί ενημερωτικό δελτίο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ούτε είχε διαβιβαστεί σε αυτήν κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους (βλ. το αριθμ. πρωτ. ./6-9-2016 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς). Σκοπός της έκδοσης του συγκεκριμένου ομολογιακού δανείου, ήταν αποκλειστικά και μόνον η άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και η διοχέτευση τους στην εκδότρια εταιρία για την ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής της επάρκειας. Δεν αποδείχθηκε, αντίθετα, ότι το ζημιογόνο ομόλογο κατατάσσονταν κατά το χρόνο αγοράς του στην χαμηλή κατηγορία επιπέδου κινδύνου με όρια πιθανοτήτων ασυνέπειας από 0,13 έως 0,56% σύμφωνα με τον προσκομιζόμενο από την εναγόμενη πίνακα του «Οδηγού για επενδυτές» του Χρηματιστηρίου Αθηνών, αφού ο οδηγός αυτός αφορά αξιολόγηση με βάση τον πίνακα της ελληνικής εταιρείας αξιολόγησης ICAP εταιρικών ομολόγων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών και όχι ομολόγων εκδόσεως αλλοδαπών εταιριών - τραπεζών εισηγμένων σε Χρηματιστήρια του εξωτερικού, όπως είναι το ζημιογόνο ομόλογο. Δεν αποδείχθηκε, επίσης, ότι η εταιρία αξιολόγησης ICAP είχε αξιολογήσει το ζημιογόνο ομόλογο, αντίθετα με τον οίκο Moody's, ο οποίος το είχε κατατάξει στην κατηγορία Baal και ορθώς δέχθηκε τούτο η προσβαλλομένη απόφαση. Από όλα, λοιπόν, τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το ζημιογόνο ομόλογο CYPRUS POPULAR BAMC ήταν ένα νέο χρηματοοικονομικό προϊόν, τίτλος της δευτερογενούς αγοράς, μειωμένης εξασφάλισης, υψηλού κινδύνου, που ενέπιπτε στην έννοια του σύνθετου τραπεζικού προϊόντος, όπως ανωτέρω αναλυτικώς αναφέρεται και ενείχε σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο και δεν εντάσσονταν στην κατηγορία χαμηλού επιπέδου επενδυτικού κινδύνου, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης. Ο ζημιογόνος τίτλος όμως, ως ανωτέρω αναφέρεται, αφενός δεν απευθύνονταν σε επενδυτές με το προφίλ του ενάγοντος, ενός δηλαδή αποταμιευτή με συντηρητικό προφίλ και παντελώς άπειρου στα χρηματοοικονομικά, αφετέρου δε δεν περιλαμβάνονταν στους στόχους του ενάγοντος, δεδομένου ότι το κεφάλαιο του αποτελούνταν από τις αποταμιεύσεις από την εργασία του ως αρτοποιού, οι οποίες προορίζονταν για την μελλοντική εξασφάλιση της οικογένειας του και των ανηλίκων τέκνων του, καθώς και για την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών του, γεγονός που ήταν γνωστό στους υπαλλήλους της εναγομένης, ενώ, περαιτέρω ο ενάγων δεν είχε ενημερωθεί ότι το κεφάλαιο του θα κινδύνευε σε περίπτωση πτώχευσης της εκδότριας του ομολογιακού δανείου, αλλά αντιθέτως ότι τούτο παράμενε ασφαλές και εγγυημένο. Το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει, μεταξύ άλλων, και από τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων (μαρτύρων απόδειξης), στις οποίες αναφέρεται ότι ο ενάγων προέβη στην επιλογή του επίδικου ομολόγου κατόπιν προτροπών του υπαλλήλου της εναγομένης εταιρίας, ο οποίος τον διαβεβαίωσε πως η επένδυση του σε αυτό δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο και ότι το κεφάλαιο του ήταν εξασφαλισμένο. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης, υπαλλήλου της εναγομένης, .., ο οποίος δεν ήταν παρών σε καμία από τις συναντήσεις του ενάγοντος με τους υπαλλήλους της διεύθυνσης «PRIVATE BANKING», και περιορίστηκε να αναφερθεί σ' αυτή γενικά για τη διαδικασία που οι υπάλληλοι της εναγομένης ακολουθούν βάσει οδηγιών που λαμβάνουν από αυτή σε ανάλογες περιπτώσεις, καθώς και σε όσα ισχυρίζεται ότι του εξιστόρησε ο έτερος μάρτυρας ανταπόδειξης, .., επίσης υπάλληλος της εναγομένης, η ένορκη βεβαίωση του οποίου δεν κρίνεται πειστική, διότι ο τελευταίος αφενός παρείχε επενδυτικές υπηρεσίες στον ενάγοντα χωρίς να διαθέτει την απαιτούμενη νόμιμη πιστοποίηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και αφετέρου διότι με την ένορκη βεβαίωση του αν και δέχεται ότι ο ενάγων μέχρι την έναρξη της συνεργασίας του με την εφεσίβλητη τηρούσε σ' αυτή μόνον καταθετικούς λογαριασμούς, πράγμα που αποδεικνύει την έλλειψη εμπειρίας του σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, εντούτοις εν συνεχεία καταθέτει αντιφατικά ότι ο ενάγων αποφάσισε να επενδύσει τις αποταμιεύσεις του χωρίς παρότρυνση ή καθοδήγηση του ιδίου σε επενδυτικά προϊόντα (μεταξύ των οποίων και τα ζημιογόνα), τα οποία ωστόσο όλα, όπως αποδείχθηκε, ήταν αναδοχής είτε της εναγομένης είτε θυγατρικών της εταιριών, δηλαδή η εναγόμενη ήλκε συμφέροντα από την προώθηση τους που συνίσταντο στην είσπραξη αμοιβής-προμήθειας εκ μέρους της εναγομένης εκ της σχέσεως αναδοχής. Σημειώνεται ότι αναδοχή στο χώρο της κεφαλαιαγοράς είναι η διαμεσολαβητική δραστηριότητα, η οποία συνίσταται στην ανάληψη του οικονομικού κινδύνου μη αναλήψεως από το κοινό όλων των προσφερόμενων σ' αυτό επενδυτικών αξιόγραφων. Οικονομικό κίνδυνο αποτυχίας με την έννοια της μη ολοσχερούς ανάληψης από το κοινό, αντιμετωπίζουν τόσο η πρωτογενής διάθεση αξιόγραφων (περιπτώσεις δημόσιας προσφοράς) όσο και εκείνες οι διαθέσεις αξιόγραφων που λαμβάνουν χώρα  μετά το  στάδιο της αρχικής τους έκδοσης, στη δευτερογενή δηλαδή αγορά (Δημήτρη Αυγητίδη, αν. καθ. Νομικής Σχολής ΔΠΘ, «Δίκαιο της Κεφαλαιαγοράς», 2014, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 104). Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος δεν δύνανται να αναιρεθούν από τις αντιθέτου περιεχομένου ένορκες βεβαιώσεις των ανωτέρω μαρτύρων ανταπόδειξης, οι οποίες ως αναφέρθηκε διατρέχονται από γενικές και αόριστες θέσεις εκ των οποίων ειδικότερα αυτή περί χαρακτηρισμού του επίμαχου ομολόγου ως ασφαλούς επενδυτικής επιλογής δεν επαληθεύεται από τα ως άνω αποδειχθέντα χαρακτηριστικά του, αυτή περί πρότασης στον ενάγοντα περισσότερων επενδυτικών προϊόντων και επιλογής του επίδικου δεν τυγχάνει περαιτέρω εξειδίκευσης σχετικά με τη φύση και τα ιδιαίτερα στοιχεία των προταθεισών επενδυτικών λύσεων και αυτή περί προφορικής εντολής του ενάγοντος για αγορά του επιδίκου ομολόγου κατόπιν, ενημέρωσης του σύμφωνης με την επίδικη σύμβαση στερείται της αναφοράς ειδικότερων παραμέτρων της προβαλλόμενης ως επαρκούς παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Ωστόσο αποδείχθηκε, ότι τα ανωτέρω στοιχεία δεν γνωστοποιήθηκαν στον ενάγοντα πριν την αγορά του ομολόγου, ούτε καν αναγράφονται στο προαναφερόμενο «αποδεικτικό εντολής συναλλαγής», το οποίο άλλωστε υπογράφηκε μετά την αγορά του ζημιογόνου τίτλου και στο οποίο, στο άνω αριστερό τμήμα αυτού αναγράφονταν η επωνυμία «ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ» και κάτωθεν αυτής οι επωνυμίες «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ» και «ALPHA Private Bank» και το οποίο δεν ανέφερε ούτε την μέτρια πιστοληπτική του διαβάθμιση, ούτε, κυρίως, την ιδιότητά του ως τίτλου μειωμένης εξασφάλισης, αλλά απλώς ότι επρόκειτο για το ομόλογο «CYPRUS POPULAR ΒΑΝΚ», ούτε αποδείχθηκε ότι στον ενάγοντα χορηγήθηκε προσυμβατικώς από την εναγόμενη άλλο ενημερωτικό των κινδύνων και των εν γένει χαρακτηριστικών του ζημιογόνου προϊόντος έγγραφο. Δεδομένου ότι όπως ήδη   επισημάνθηκε το ανωτέρω Πληροφοριακό Σημείωμα της εκδότριας εταιρίας κυκλοφόρησε στις 5-5-2006, κατά την ημερομηνία αγοράς του επίδικου ομολόγου από τον ενάγοντα (31.01.2007) ήταν ήδη γνωστά στην εναγόμενη, που ασχολείται με τις τραπεζικές υπηρεσίες τα ως άνω στοιχεία, σε αντίθεση με τον ενάγοντα που δεν γνώριζε ούτε όφειλε να τα γνωρίζει, αφού θα έπρεπε να του παρασχεθούν από την εναγόμενη οι στοιχειώδεις πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο της συγκεκριμένης επένδυσης. ’λλωστε, ο λόγος που ο ενάγων εμπιστεύθηκε την εναγόμενη, ήταν το γεγονός ότι αυτή γνώριζε το χώρο των επενδύσεων και ανέμενε ότι θα τον ενημέρωνε και θα τον προστάτευε από τυχόν λανθασμένη επιλογή. Πληροφορίες για  τη συγκεκριμένη επένδυση δεν θα μπορούσε να έχει ο ενάγων, αφού για το συγκεκριμένο ομόλογο δεν είχε εγκριθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερωτικό δελτίο, ούτε είχε διαβιβαστεί σε κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. ./6-9-2016 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Στους όρους δε αναδοχής του ομολόγου που αφορούσαν και την πρώτη εναγόμενη, ως κύρια ανάδοχο για την Ελλάδα, συμφωνήθηκε ότι δεν θα προσφερθεί ή πωληθεί δημοσίως και ότι δεν θα πωλήσει ή προσφέρει δημοσίως κανέναν τίτλο σε κατοίκους της Ελλάδας και δεν θα συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαφήμιση, ενημέρωση ή δήλωση στην Ελλάδα με σκοπό την προσέλκυση κοινού της Ελλάδας στην αγορά των συγκεκριμένων τίτλων. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι δεν επιτρέπεται καμία δημόσια προσφορά των τίτλων στην Ελλάδα χωρίς την έκδοση και δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου, εγκεκριμένου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σύμφωνου με όλες τις διατάξεις του Ν. 3401/2005, το οποίο έπρεπε να είναι σύμφωνο με κάθε πράξη σχετική με τη δημόσια προσφορά των τίτλων και τη διάθεσή τους στην Ελλάδα. Για τον ίδιο λόγο της δημόσιας προσφοράς άνευ εγκρίσεως και δημοσιεύσεως Ενημερωτικού Δελτίου του ομολόγου με την επωνυμία ASPIS FINANCE PLC, το οποίο επίσης είχε διατεθεί στον ενάγοντα πριν την πώληση του ζημιογόνου τίτλου, επιβλήθηκε πρόστιμο στην εναγόμενη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την υπ'αριθμ../3-7-2018, όπως η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς βεβαίωσε τον ενάγοντα με την από ./27-11-2018 επιστολή της. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων του οποίου η μέχρι τότε επενδυτική εμπειρία περιοριζόταν στην τοποθέτηση των χρημάτων του σε   προθεσμιακούς και απλούς καταθετικούς λογαριασμούς, πράξεις που δεν περιέκλειαν κινδύνους για το κεφάλαιό του, εάν είχε λάβει από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης πλήρη και σαφή πληροφόρηση σχετικά με τα πλήρη χαρακτηριστικά του επίδικου ομολόγου, το οποίο γι' αυτόν ήταν ένα άγνωστο επενδυτικό προϊόν, και ειδικότερα για το πώς θα συμπεριφέρονταν η επένδυση του αυτή σε σχέση με την διακύμανση των τιμών των αγορών και ποια θα ήταν η εξάρτηση του κεφαλαίου του από την εξέλιξη των οικονομικών ζητημάτων της εκδότριας και εγγυήτριας του ομολόγου εταιρίας, καθώς επίσης και εάν η εναγόμενη του είχε παραδώσει αντίγραφο του Ενημερωτικού Δελτίου του ζημιογόνου ομολόγου ως όφειλε δυνάμει του άρθρου 20 του ν. 2396/96, εφόσον η ένδικη  συναλλαγή ήταν εξωχρηματιστηριακή, αφού δεν προσκομίστηκαν έγγραφα που ν' αποδεικνύουν το αντίθετο, ούτε οι μάρτυρες ανταποδείξεως κατέθεσαν κάτι τέτοιο, στοιχεία με τα οποία αυτός ουδόλως ήταν εξοικειωμένος, καθόσον δεν είχε ασχοληθεί στο παρελθόν με τέτοιου είδους επενδύσεις, σε κάθε δε περίπτωση σαφή εικόνα μπορούν να έχουν μόνο οι γνώστες του αντικειμένου και μάλιστα εξειδικευμένοι οικονομολόγοι, δεν θα είχε προβεί στην επιλογή του αυτή, αφού όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ο ενάγων σε καμία περίπτωση δεν ενδιαφέρονταν για μία ριψοκίνδυνη και υψηλού ρίσκου επένδυση, από την οποία θα αποκόμιζε υψηλά  κέρδη σε βραχύ χρονικό διάστημα. Ο ενάγων αντίθετα, ενδιαφέρονταν για μια προθεσμιακή κατάθεση ή τουλάχιστον ένα ασφαλές επενδυτικό προϊόν, που θα προσομοίαζε σ' αυτά των προθεσμιακών καταθέσεων, το οποίο θα διασφάλιζε, πρωτίστως, την ύπαρξη και σταθερότητα του κεφαλαίου του και μακροπρόθεσμα θα του απέφερε κέρδη από τους τόκους. Τούτο καθίσταται σαφές από τις προηγούμενες επενδυτικές επιλογές και εμπειρία του, οι οποίες περιορίζονταν σε τοποθέτηση των αποταμιεύσεών του σε προθεσμιακούς ή απλούς καταθετικούς λογαριασμούς της εναγομένης. Ο ενάγων, εξάλλου, δεν διέθετε οποιασδήποτε μορφής ειδικότερη εκπαίδευση ή εμπειρία, η οποία θα του επέτρεπε να επιλέγει ο ίδιος τις μορφές επωφελούς τοποθέτησης των κεφαλαίων του, λόγω δε της έλλειψης εξειδικευμένων γνώσεων, δεν ήταν σε καμία περίπτωση σε θέση να κατανοήσει, να συνδυάσει και να αξιολογήσει το σύνολο των ειδικών και περίπλοκων πληροφοριών, που αφορούν τα πιο εξειδικευμένα επενδυτικά προϊόντα, ενώ τούτο τον καθιστούσε ανίκανο να ταξινομήσει τα προϊόντα αυτά ανάλογα με τον κίνδυνο που μπορούσε να περικλείει η επιλογή του. Προκειμένου, λοιπόν, να προβεί στην επιλογή τοποθέτησης στο επίδικο ομόλογο, ο ενάγων είχε ανάγκη την αποφασιστική συνδρομή των υπαλλήλων της διεύθυνσης ιδιωτικής τραπεζικής («PRIVATE BANKING») της εναγομένης, οι οποίοι φέρονταν ότι διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία επί των χρηματοπιστωτικών ζητημάτων, για τον λόγο αυτό, άλλωστε, αυτός παραπέμφθηκε στην εν λόγω διεύθυνση από το υποκατάστημα της εναγομένης στο Καρπενήσι, από το οποίο εξυπηρετούνταν μέχρι τότε (βλ. ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων απόδειξης). Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι, την 6η.8.2004 και 27η.8.2004, μεταξύ του ενάγοντος και της αντισυμβαλλομένης του, εναγομένης εταιρίας, στην πραγματικότητα καταρτίστηκαν σιωπηρά (δηλαδή χωρίς την τήρηση έγγραφου τύπου), συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών-συμβουλών, δεδομένου ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της διεύθυνσης ιδιωτικής τραπεζικής αυτής («PRIVATE BANKING»), οι οποίοι φέρονταν ότι διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις, ήταν αυτοί που διαμόρφωσαν το περιεχόμενο της επιλογής του ενάγοντος, δηλαδή των χρηματοοικονομικών προϊόντων που αποκτήθηκαν στα πλαίσια ισχύος τους, μεταξύ των οποίων και η αγορά του επίδικου ομολόγου. Υπό τους ανωτέρω όρους, το Δικαστήριο, το οποίο και μόνο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει το είδος μιας σχέσης με βάση τα χαρακτηριστικά αυτής, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που θα προσδώσουν σε αυτή τα μέρη, πολύ δε περισσότερο στην περίπτωση που ο χαρακτηρισμός αυτής γίνεται από το κυρίαρχο μέρος της, όπως στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη, λαμβανομένης υπόψη και της έλλειψης γνώσεων και εμπειρίας του ενάγοντος, κρίνει ότι η σχέση που συνέδεε τα συμβαλλόμενα μέρη δεν ήταν αυτή της εκτέλεσης απλώς από την εναγόμενη των εντολών του ενάγοντος για την απόκτηση επενδυτικών προϊόντων κατόπιν απόφασης, στην οποία είχε καταλήξει αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος, μετά από απλή ενημέρωση εκ μέρους των υπαλλήλων των εταιριών για τα προϊόντα που ήταν  διαθέσιμα, απορριπτόμενου του αντίστοιχου ισχυρισμού της εναγομένης, ότι η σχέση που την συνέδεε με τον ενάγοντα ήταν αυτή της απλής λήψης και διαβίβασης των εντολών του, χωρίς καμία συμβουλή και ανάμειξη της στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης απόφασης του. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι το έτος 2012 η εναγόμενη ενημέρωσε τον ενάγοντα για την πρόταση που απηύθυνε η «CYPRUS POPULAR ΒΑΝΚ» προς τους κατόχους του επίδικου ομολόγου, οι οποίοι συμμετέχοντας ουσιαστικά στο «κούρεμα» τούτου, μπορούσαν να λάβουν το 55% της αξίας του. Ο ενάγων δεν προέβη στην αποδοχή της πρότασης αυτής, διότι ναι μεν του διαβιβάστηκε η πρόταση αυτή από την εναγόμενη, πλην όμως αυτή ουδόλως διαφοροποίησε τις έως τότε διαρκείς και ρητές συστάσεις και διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων της ότι ο ενάγων θα ελάμβανε το σύνολο του κεφαλαίου του κατά τη  λήξη του ομολόγου το έτος 2016 (υπ' αριθμ. ./7-7-2011 επιστολή της εναγομένης που προσκομίζει η ίδια), χωρίς ωστόσο εκείνοι να του υποδείξουν κάτι άλλο, απορριπτόμενης ως ουσία αβάσιμης της ενστάσεως της εναγομένης περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος. Εξάλλου, η προτεινόμενη επιλογή ρευστοποίησης του ομολόγου στις παραπάνω αξίες θ' αποτελούσε επιλογή ουσιαστικά οικονομικής ζημίας και όχι επιλογή περιστολής της ζημίας, διότι η εκ του ομολόγου αξίωση εξαντλούνταν, με βάση την ανωτέρω προσφορά της εκδότριας τράπεζας, σε εξαιρετικά μικρό μέρος της ονομαστικής αξίας των ομολόγων, ενώ ο ενάγων, λαμβάνοντας αυτό το ποσό, δεν θα διατηρούσε καμία άλλη αξίωση αποζημίωσης εκ των ομολόγων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έως το έτος 2011 αγνοούσε πλήρως το είδος και τους κινδύνους της επένδυσης του και ότι τότε για πρώτη φορά απευθύνθηκε στην εναγόμενη ζητώντας έγγραφη ενημέρωση, ενώ από τις επιστολές που προσκομίζει η εφεσίβλητη αποδεικνύεται ότι έκτοτε και έως την άσκηση της αγωγής του, ο ενάγων βρίσκονταν σε μια αναζήτηση της πραγματικής φύσης της επένδυσής του. Αλλωστε έως το έτος 2013 δεν είχε επέλθει καν η ζημία του ενάγοντος, οπότε εκείνος ευλόγως είχε πεισθεί από τις διαρκείς διαβεβαιώσεις των προστηθέντων της εναγομένης ότι το έτος 2016 θα αναλάμβανε πλήρως το επενδυθέν κεφάλαιό του. Κατά την λειτουργία των ως άνω συμβάσεων, ο ενάγων λάμβανε κάθε μήνα από την εναγόμενη τράπεζα (Private Bank) τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του, το περιεχόμενο  της οποίας, λόγω της περιπλοκότητάς της, σε, καμία περίπτωση δεν μπορούσε να γίνει κατανοητό  από  τον ενάγοντα, λαμβανομένων υπόψη της χαμηλής του μόρφωσης, της έλλειψης εμπειρίας του και της εργασίας του σε έναν κλάδο (αρτοποιία) που απείχε πολύ από τον χώρο των επενδυτικών προϊόντων και στην οποία τα επίδικα ομόλογα αναγράφονταν, με κεφαλαία γράμματα, ως «ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΗΣ» «ΣΤΑΘΕΡΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ», το οποίο αφενός μπορούσε να δημιουργήσει στον ενάγοντα την εύλογη πεποίθηση ότι το συγκεκριμένο ομόλογο δεν ήταν επενδυτικό προϊόν υψηλού ρίσκου και ότι είχε σταθερή απόδοση, αφετέρου δε η αναγραφή αυτή λειτούργησε ενισχυτικά της πλάνης του ενάγοντος, καθόσον αυτός το μόνο που γνώριζε, και το όποιο άλλωστε του είχε τονίσει εμφατικά ο προστηθείς της εναγομένης ..., ήταν το δικαίωμα του ενάγοντος να λαμβάνει τόκους σε τακτά χρονικά διαστήματα, γεγονός που συνέβαινε ανά τρεις μήνες, επισημαίνεται μάλιστα ότι τα ομόλογα που είχαν αγοραστεί εν αγνοία του απέδιδαν τόκους ανά τρίμηνο όπως συνέβαινε και με τις προθεσμιακές καταθέσεις. Επίσης αποδείχθηκε  ότι ο ενάγων ενδιαφερόταν να επενδύσει τις οικονομίες του  σε  ασφαλείς  τοποθετήσεις,  όπως  οι προθεσμιακές καταθέσεις, κατά τον τρόπο που έπραττε μέχρι την έναρξη της συνεργασίας του με το τμήμα PRIVATE BANKING της εναγομένης, όπως η τελευταία συνομολογεί, αποσκοπώντας στην άμεση ρευστοποίηση τους και σε καμία περίπτωση σε μια ριψοκίνδυνη υψηλού ρίσκου και απόδοσης επένδυση, όπως είναι η τοποθέτηση στους επίδικους τίτλους, ενώ δεν διέθετε οικονομικές γνώσεις και εμπειρία ώστε να επιλέγει ο ίδιος τα προϊόντα, στα οποία θα τοποθετούσε το κεφάλαιο του, γι' αυτό το λόγο κατήρτισε με την εναγόμενη την ως άνω σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Το γεγονός ότι αυτός ήταν άπειρος σε τέτοιου είδους επενδύσεις επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είχε στο παρελθόν ασχοληθεί ποτέ με την αγορά επενδυτικών προϊόντων, πολλώ δε μάλλον με την αγορά επισφαλών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά όπως το επίδικο. Η εναγόμενη μέσω των υπαλλήλων της δεν προσέφερε στον ενάγοντα, δεδομένης της άγνοιας και απειρίας του στα θέματα των επενδύσεων, ακριβή και σαφή πληροφόρηση σε σχέση με το προτεινόμενο επενδυτικό προϊόν, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην κατανοήσει τους πιθανούς κινδύνους του. Ειδικότερα οι υπάλληλοι της εναγομένης περιορίστηκαν στο να διαβεβαιώσουν τον ενάγοντα ότι το επίδικο ομόλογο   αποτελούσε επένδυση που ανταποκρίνονταν στο συντηρητικό του προφίλ, ότι το κεφάλαιο ήταν απολύτως εγγυημένο, και ότι, στη χειρότερη περίπτωση, θα το έπαιρνε πίσω αυτούσιο κατά τη λήξη του, ενώ δεν τον ενημέρωσαν, ότι πρόκειται για σύνθετο προϊόν μειωμένης εξασφάλισης και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του. Αντίθετα εάν σύμφωνα με την υποχρέωση που είχε η εναγόμενη από τη σύμβαση εντολής και τον ΚΔΕΠΕΥ, είχε χορηγηθεί στον ενάγοντα   εγκεκριμένο από την αρμόδια προς τούτο Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δημοσιευμένο προσηκόντως με βάση τις διατάξεις του Ν.3401/2005 Ενημερωτικό Δελτίο ή έστω εάν του είχε χορηγηθεί μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα το Πληροφοριακό Σημείωμα της εκδότριας εταιρίας και οι υπάλληλοι της του είχαν αναλύσει το περιεχόμενο του και του είχαν γνωστοποιήσει ότι το επίδικο ομόλογο απευθύνεται μόνο σε έμπειρους εξειδικευμένους και θεσμικούς επενδυτές, καθώς και ότι η εναγόμενη δεν αναλάμβανε οποιαδήποτε ευθύνη σε σχέση με το επενδυόμενο κεφάλαιο, ο ενάγων δεν θα είχε επιλέξει την αγορά του επίδικου ομολόγου. Η πληροφόρηση του ενάγοντος ήταν ανεπαρκής και παραπλανητική, καθώς παραλείφθηκαν πληροφορίες τόσο ουσιώδεις, που εάν ήταν γνωστές θα είχαν οδηγήσει τον ενάγοντα σε διαφορετική απόφαση. Η εναγόμενη καθοδήγησε τον ενάγοντα στην αγορά ομολόγου, εστιάζοντας στα σημεία που τον ενδιέφεραν, όπως καλύτερη απόδοση και εξασφάλιση του κεφαλαίου, παραλείποντας σημαντικές πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά της επένδυσης, όπως κίνδυνος απώλειας και μειωμένη εξασφάλιση, η γνώση των οποίων θα τον απέτρεπε από την συγκεκριμένη επένδυση, δεδομένου ότι θα κατανοούσε τον κίνδυνο να απωλέσει το κεφάλαιο που επένδυε εξαιτίας της επιλογής του. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων επέλεξε  μόνος  του, μεταξύ άλλων, το συγκεκριμένο ομόλογο, χωρίς συμβουλή και παρότρυνση των προστηθέντων υπαλλήλων της ουδόλως αποδείχθηκε, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν διέθετε καμία προηγουμένη εμπειρία ή εξειδικευμένες γνώσεις σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το επίδικο χρηματοοικονομικό προϊόν είχε εκδοθεί στην αλλοδαπή και διαπραγματεύονταν σε Χρηματιστήριο του εξωτερικού, ενώ στην Ελλάδα δεν είχε εγκριθεί και δημοσιευτεί ενημερωτικό δελτίο του. Επομένως, η εναγόμενη, δια του ανωτέρω προστηθέντος υπαλλήλου της, του τμήματος PRIVATE BANK, ..., δεν εκπλήρωσε την απορρέουσα από την καταρτισθείσα με τον ενάγοντα σιωπηρώς καταρτισθείσα σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών υποχρέωση της, να προβεί σε ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση αυτού για τη φύση και λειτουργία του υποδειχθέντος επιδίκου επενδυτικού προϊόντος, για την εγγυήτρια και εκδότρια αυτού Τράπεζα CYPRUS POPULAR BANK, καθώς και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του. Η υποχρέωση της δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη, η σχετική σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών περιέχει απαλλακτικές της ευθύνης της ρήτρες, καθόσον αυτές (απαλλακτικές ρήτρες) στερούνται εγκυρότητας, ως αντικείμενες στην από τα άρθρα 332, 729 ΑΚ και 6 παρ. 12 ν. 2251/1994 προβλεπόμενη ακυρότητα «κάθε εκ των προτέρων συμφωνίας περιορισμού του παρέχοντος υπηρεσίες από την ευθύνη» (ΑΠ 2212/2014, ΜονΕφΛαμ 90/2017 ΤΝΠ Νόμος), προϋποθέτουν δε την πλήρη και ειλικρινή ενημέρωση του  επενδυτή. Ωστόσο, οι ως προδιατυπωμένοι όροι, ανεξαρτήτως του ότι δεν αποδεικνύεται ότι επισημάνθηκαν ειδικώς στον αντισυμβαλλόμενο ούτε αποτέλεσαν περιεχόμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης και επιπλέον του ότι οι υπό 8.2 και 16.6 όροι κατ' ουσίαν αποκλείουν οποιαδήποτε ευθύνη της εναγομένης διαταράσσοντας σημαντικά την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος των επενδυτών, αναπτύσσουν τις οποιεσδήποτε έννομες συνέπειες τους μόνο στο πλαίσιο της ευθύνης της εναγομένης με βάση τη συγκεκριμένη σύμβαση. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση ερευνάται η συμπεριφορά της εναγομένης υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 914 ΑΚ. Τυχόν δε άνευ ετέρου εφαρμογή των συγκεκριμένων όρων και στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης θα έθετε εκποδών τις υποχρεώσεις της εναγομένης που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις σχετικές με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών (ΜονΕφΛαμ 90/2017 ΤΝΠ Νόμος). Με την ανωτέρω συμπεριφορά τους (αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης του ενάγοντα, καθώς και παροχής σ' αυτόν σαφούς, ορθής, πλήρους και κατάλληλης συμβουλευτικής καθοδήγησης σχετικά με την επένδυση και ασφάλεια του κεφαλαίου του), η εναγόμενη παρέβη τις συναλλακτικές υποχρεώσεις της, όπως το περιεχόμενο αυτών προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, ταυτοχρόνως δε παρέβη υπαίτια, εν γνώσει της, τις διατάξεις του Κανονισμού δεοντολογίας ΕΠΕΥ, και ειδικά, την αναγραφόμενη στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη της παρούσας υποχρέωση τους να ενημερώνουν με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινόμενων για επένδυση τίτλων καθώς και τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, ενόψει της ιδιότητας του ενάγοντα, ως καταναλωτή. Η δε ως άνω παραλειπτική πρακτική των προστηθέντων της εναγόμενης εξάγεται, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, πως άπτεται δόλου τους, και δη άμεσου, εγκείμενου σε σχετική κατευθυντήρια οδηγία της εργοδότιδάς τους, εκ του γεγονότος ότι η ίδια είχε την ιδιότητα της αναδόχου της έκδοσης της επίμαχης σειράς ομολόγων (βλ. το έγγραφο τελικών όρων έκδοσης της 5.5.2006, που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων στην αγγλική γλώσσα, χωρίς επίσημη μετάφραση στην ελληνική, λαμβανομένου υπόψη, κατ' άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο), και συνεπώς, εξαρτούσε άμεσο οικονομικό συμφέρον προς ευρεία προώθηση στους επενδυτές - πελάτες της του συνόλου του αναδεχθέντος από την ίδια οικείου χαρτοφυλακίου, τα εγγενή χαρακτηριστικά ενσωμάτωσης σημαντικού πιστωτικού κινδύνου του οποίου καλώς γνώριζε ως εκ της θέσης της. Η ασαφής, ελλιπής και παραπλανητική πληροφόρηση του ενάγοντος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το επίδικο ομόλογο, ως επενδυτικό προϊόν, δεν ήταν συμβατό με το επενδυτικό προφίλ του, είχε ως αποτέλεσμα να τον οδηγήσει στην επίμαχη οικεία επένδυση, στην οποία δεν θα κατέληγε, αν γνώριζε όλα τα ανωτέρω κρίσιμα χαρακτηριστικά του ομολόγου. Σημειώνεται ότι ο ενάγων υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή και εφαρμόζεται εν προκειμένω ο ν. 2251/1994, αφού δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δεδομένου ότι ούτε το ποσό, το οποίο επένδυσε, ήταν τόσο υψηλό, ενώ όπως αποδείχθηκε δεν είχε προηγούμενη ενασχόληση με επενδυτικά προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, ούτε διέθετε υπερβαίνουσα τον μέσο όρο των καταναλωτών με τα δικά του χαρακτηριστικά γνώση και εμπειρία από συναλλαγές τέτοιου είδους. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων είχε προηγούμενη επενδυτική εμπειρία, καθώς είχε επενδύσει και σε άλλα ομόλογα, τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι η σύγχρονη και η μεταγενέστερη αλλά εγγύτατη του επιδίκου χρονικού διαστήματος αγορά ομολογιών, δεν συνιστά προηγούμενη μακροχρόνια ενασχόληση του (ΑΠ 1228/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα μέχρι την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης διαβίβασης εντολών ο ενάγων ουδέποτε είχε ασχοληθεί με αγορά ομολογιών, διατηρούσε δε, όπως προαναφέρεται, τα χρήματα του αποκλειστικά σε τραπεζικούς καταθετικούς λογαριασμούς στο υποκατάστημα της εναγομένης στο Καρπενήσι, όπως άλλωστε η ίδια συνομολογεί. Σε αντίθετη κρίση, ήτοι περί πεπειραμένου επενδυτή, δεν μπορεί να οδηγήσει η κατοχή εκ μέρους του ενάγοντος, κάποιων μετοχών εταιριών εισηγμένων στο Ελληνικό Χρηματιστήριο (ΔΕΗ Α.Ε., «ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ», Εμπορικής Τράπεζας, EUROBANK PROPERTIES), οι οποίες άλλωστε αποτελούσαν πολύ μικρό ποσοστό της αξίας του χαρτοφυλακίου του, καθώς από αυτές δεν αναιρείται, το γεγονός ότι ο ενάγων απέβλεπε προεχόντως στην διατήρηση του κεφαλαίου του και στην άμεση ρευστοποίηση των επενδύσεων του, υπαγόμενος εν προκειμένω στις διατάξεις περί προστασίας καταναλωτή. Ομοίως απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι παρείχε στον ενάγοντα την προσήκουσα πληροφόρηση με την αποστολή σ' αυτόν των οικείων παραστατικών αποτίμησης του χαρτοφυλακίου του και κίνησης του λογαριασμού μετά των  τριμήνων εκτοκισμών, καθώς η εν λόγω ενημέρωση αφορά αποκλειστικά την πορεία του ομολόγου και σε καμία περίπτωση την αναγκαία ενημέρωση του για τους ενδεχόμενους κινδύνους από την αγορά του επίδικου ομολόγου και το σπουδαιότερο, για το εάν το επενδυθέν κεφάλαιο του αυτό ήταν εξασφαλισμένο κατά τη λήξη του, πράγμα που ενδιαφέρει τον κάθε επενδυτή, που αποβλέπει, με τη συγκεκριμένη επενδυτική επιλογή, στην εξασφάλιση του κεφαλαίου του και στην είσπραξη τόκων στο μέχρι τότε χρονικό διάστημα (ΑΠ 1351/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Περαιτέρω, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η ένδικη αγωγή του ενάγοντος ασκείται καταχρηστικώς επειδή ασκήθηκε σε χρονικό διάστημα αρκετών ετών από την αγορά του επιδίκου τίτλου, καθώς και ότι ενώ ο ενάγων μπορούσε να ρευστοποιήσει το ομόλογο σε διάφορες χρονικές στιγμές, εντούτοις αυτός δεν το έπραξε. Η ένσταση αυτή, η οποία' προτάθηκε πρωτοδίκως και νομίμως επαναφέρεται και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τυγχάνει απορριπτέα αφού όπως αποδείχθηκε ο ενάγων ύστερα από τις προφορικές και έγγραφες διαβεβαιώσεις των προστηθέντων της εναγομένης ανέμενε ευλόγως την επιστροφή του κεφαλαίου του με τη λήξη του ομολόγου. Επιπλέον, η εφεσίβλητη επαναφέρει σύννομα, με τις προτάσεις της, στο παρόν Δικαστήριο την πρωτόδικα υποβληθείσα ένσταση της περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας (ΑΚ 298 εδ. α) με την οποία ζητά ν' αφαιρεθεί από το ποσό που θα επιδικαστεί στον ενάγοντα, το ποσό το οποίο αυτός εισέπραξε από την απόδοση του επίδικου ομολόγου ως τοκομερίδια.    Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι τα τοκομερίδια που έλαβε ο ενάγων αποτελεί μεν κέρδος του από την κατοχή των τίτλων, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου του, λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης, αλλά από την παραχώρηση του κεφαλαίου στην εκδότρια του ομολόγου εταιρεία, η οποία το εκμεταλλεύτηκε με τον προσφορότερο γι' αυτή τρόπο, αποδίδοντας στον ενάγοντα τους συμφωνηθέντες τόκους (ΑΠ 244/2016, ΑΠ 1351/2018, ΕφΑΘ 4841/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Έτσι ο ενάγων δικαιούται να κρατήσει το σύνολο των εισπραχθέντων τόκων. ’λλωστε η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία του ενάγοντος, αντίκειται στις αρχές της καλής πίστης, αφού ο τελευταίος τους έχει ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την μείωση του μεγαλύτερου μέρους του κεφαλαίου του. Επομένως, η ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγόμενων,  αποτελεί συγχρόνως και αδικοπρακτική ευθύνη αυτών, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288, των διατάξεων του ν.2251/1994 αλλά και του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ. Ο δε ισχυρισμός της εναγομένης ότι η απώλεια του ως άνω επενδυθέντος κεφαλαίου του ενάγοντος οφείλεται αποκλειστικά στην απρόβλεπτη και αναπάντεχη οξεία οικονομική κρίση, που ενέσκηψε μετά το 2008 στις παγκόσμιες συναλλαγές με την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας «LEHMAN BROTHERS)), κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, για τον λόγο ότι η συγκεκριμένη χρηματική απώλεια, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, συνδέεται αιτιωδώς, κατά την έννοια της προσφορότητας ως προς την επέλευση κατά την απόλυτα συνήθη πορεία των πραγμάτων (causa adequata) και της ένταξης του οικείου περιουσιακού αγαθού στο σκοπό προστασίας των συναφώς παραβιασθέντων κανόνων της σχετικής περί της Ε.Π.Ε.Υ. νομοθεσίας, με την από μέρους της παραβίαση της αρχής της καταλληλότητας, δια της πρότασης στον ενάγοντα προς αγορά του επίδικου ομολόγου και της πραγμάτωσης του ενσωματωθέντος σε αυτό και μη ανταποκρινόμενου στο συντηρητικό επενδυτικό προφίλ του, πιστωτικού κινδύνου, χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τον τελευταίο της ενημέρωσης που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσει την μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσει ο ίδιος εάν θα επιλέξει την προτεινόμενη προς αυτόν τοποθέτηση του κεφαλαίου του, αναλαμβάνοντας μέσω της επιλογής του, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία, αλλά και την παράλειψη, κατά τη διάρκεια ζωής της οικείας επένδυσης, να ενημερώσει για την άμεση πιθανότητα επέλευσης του συγκεκριμένου κινδύνου και να προτείνει εναλλακτικά προϊόντα διάθεσης των επενδυθέντων κεφαλαίων προς αντιστάθμιση του. Συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της εναγομένης περί ελλείψεως αιτιώδους συνάφειας, δεδομένου ότι η ζημία στον ενάγοντα δεν προκλήθηκε από την πλημμελή και παραπλανητική ενημέρωση του από τους προστηθέντες υπαλλήλους τους, αλλά από γεγονότα που δεν μπορούσαν κατά το χρόνο αγοράς του επίδικου ομολόγου να προβλέψουν, ήτοι της κατάρρευσης της τράπεζας LEHMAN BROTHERS, των συνεπειών που αυτή προκάλεσε στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην κρίση της οικονομίας της Ελληνικής Δημοκρατίας, καθώς και της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην λήψη βίαιων μέτρων για την αντιμετώπιση της, όπως ήταν και η απόφαση περί θέσεως σε εκκαθάριση της εκδότριας του επίδικου ομολόγου Τράπεζας. Τούτο δε διότι, αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο έπρεπε να γνωστοποιήσουν στον ενάγοντα ήτοι ότι η εκδότρια και εγγυήτρια τράπεζα CYPRUS POPULAR BANK δεν έχει τις απαραίτητες εγγυήσεις για την εξόφληση των ομολογιών, και ότι υπήρχε, σε περιβάλλον οικονομικής αστάθειας, κίνδυνος απώλειας ακόμη και του κεφαλαίου του (ΜονΕφΑΘ 4984/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ’λλωστε, η ζημία του ενάγοντος επήλθε από την κακή πορεία της εκδότριας του ζημιογόνου ομολόγου Λαϊκής τράπεζας Κύπρου και όχι από την απόφαση της Κεντρικής τράπεζας Κύπρου να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της εκδότριας του ζημιογόνου ομολόγου τράπεζας, η οποία (ανάκληση) δεν ήταν αντικειμενικά μη προβλέψιμη αλλά σταδιακή, ούτε ο Ν.17(Ι)/2013 της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν απρόβλεπτος εξωτερικός παράγων που προκάλεσε την πτώχευση της Λαϊκής τράπεζας Κύπρου, αφού ο εν λόγω νόμος εκδόθηκε επειδή ακριβώς η εκδότρια είχε ήδη καταρρεύσει και προκειμένου να περιοριστούν οι συνέπειες στην κυπριακή οικονομία από το γεγονός αυτό. Κατόπιν των ανωτέρω η περιουσιακή ζημία που υπέστη ο ενάγων συνίσταται στο ποσό των 112.152,92 ευρώ που είναι το ποσό που ο ενάγων δαπάνησε για την αγορά του επιδίκου τίτλου.

Επιπλέον, η εναγόμενη, που φέρει και το σχετικό βάρος αποδείξεως, δεν απέδειξε ότι ο ενάγων θα αγόραζε το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, έστω δηλαδή και αν είχαν δοθεί σε αυτόν όλες οι επιβαλλόμενες συμβουλές και πληροφορίες, και ειδικότερα αν είχε ενημερωθεί με ακρίβεια και σαφήνεια για το γεγονός ότι το ομόλογο της CYPRUS POPULAR BANK, ήταν σύνθετο - δομημένο και είχε τα αναλυτικά αναφερόμενα ανωτέρω χαρακτηριστικά που το καθιστούσαν μια ιδιαίτερα επισφαλή επένδυση και ότι αυτό ήταν μειωμένης εξασφάλισης, σύμφωνα με την αξιολόγηση του από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, που κατά το χρόνο αγοράς του ήταν Baal, ήτοι ανήκε στην μεσαία διαβάθμιση και όχι στην πρώτη κατηγορία στην οποία κατατάσσονται τα αξιόπιστα από πλευράς επενδυτικής ποιότητας ομόλογα, τα οποία ταίριαζαν στο προφίλ του ενάγοντος.

Τέλος, αποδείχθηκε ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης, δια των υπαλλήλων της, υπό τις ειδικές περιστάσεις που πιο πάνω εκτίθενται, ο ενάγων υπέστη θλίψη και στεναχώρια που επιτάθηκαν από το μακροχρόνιο και ψυχοφθόρο αγώνα, εξωδικαστικό και εν συνεχεία δικαστικό, στον οποίο υποβλήθηκε για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας και επομένως δικαιούται χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό της οποίας ανέρχεται, με βάση τις αναφερόμενες ανωτέρω συνθήκες, το βαθμό πταίσματος της εναγομένης, δια των υπαλλήλων της, το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων και τις εν γένει ως άνω περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (ΑΠ 433/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) σε 3.000 ευρώ, ποσό που είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (ΟλΑΠ 9/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η αγωγή έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Η εκκαλούμενη, που απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε, εφόσον εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά τους βάσιμους περί τούτων σχετικούς λόγους της έφεσης. Συνεπώς, πρέπει, η έφεση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, στη συνέχεια το Δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση (ΚΠολΔ 535 παρ. 1), να δικάσει την ουσία της και να κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή, υποχρεώνοντας την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 115.152,92 ευρώ [=112.152,92 +3.000] ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής.

 

Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογο της έκτασης της νίκης του, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης (ΚΠολΔ 178 παρ. 1, 183, 191 παρ.2), όπως ορίζεται στο διατακτικό, ενώ, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή και εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση, πρέπει, κατ' άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελευτ. ΚΠολΔ, να επιστραφεί στον καταθέσαντα εκκαλούντα το κατατεθέν παράβολο.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσία την έφεση.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ'αριθμ. 53/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ευρυτανίας.

 

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της υπ' αριθμ. εκθ. καταθ. ΤΜ/ ./2016 αγωγής.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν δέκα πέντε χιλιάδων εκατόν πενήντα δύο ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (115.152,92 Ε), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου κατά την άσκηση της εφέσεως στον καταθέσαντα.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στη Λαμία, στις 30 Μαρτίου 2020, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΕΦΕΤΗΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ