ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΔΠρΑθ 347/2019

 

Περικοπές συντάξεων - ΕΦΚΑ - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Αντίθεση προς το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο ΕΣΔΑ - Συνταξιούχοι ΤΑΝ του ΕΦΚΑ -.

 

Οι μειώσεις που επήλθαν στις συντάξεις με τις διατάξεων του άρθρου 6 του Ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του Ν. 4093/2012, είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ευθύνη του εναγομένου ΕΦΚΑ να επανορθώσει τη ζημία του ενάγοντος που επήλθε μετά τη δημοσίευση της απόφασης 2287/2015 της ΟλΣτΕ.

 

 

 

Αριθμός απόφασης Α347/2019

 

ΑΓ12744/6-12-2017

 

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

ΤΜΗΜΑ 33ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

 

      Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε  δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Μαϊου 2018, με δικαστή την Κωνσταντίνα Παναγιωτοπούλου, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τη Σταυρούλα Πόγκα, δικαστική υπάλληλο,

 

     γ ι α να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 6-12-2017,

 

     τ ο υ  …, κατοίκου Χολαργού Αττικής, οδός …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως,

 

  κ α τ ά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)» νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Διοικητή του, το οποίο παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ.2 ΚΔΔ, του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Κωνσταντίνου Φανού.

 

    Κατά την συζήτηση της υποθέσεως, ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναγράφονται στα πρακτικά.

 

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

 

     1.Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, ζητείται παραδεκτώς, κατόπιν της μετατροπής του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα, επίτιμο Εφέτη Δ.Δ. και συνταξιούχο του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση: α) συνολικά το ποσό των 10.642,87 ευρώ, προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη από τις, κατά τους ισχυρισμούς του αντισυνταγματικές, περικοπές που επιβλήθηκαν στην σύνταξη γήρατος που λάμβανε αρχικά από το Ε.Τ.Α.Α και στη συνέχεια από τον Ε.Φ.Κ.Α., κατά τα επιμέρους για κάθε περικοπή - μείωση χρονικά διαστήματα που αναφέρει στην αγωγή του, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 παρ.4β του Ν.3865/2010, 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012 και β) το ποσό των 2.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 ΑΚ.

 

    2. Επειδή, στο άρθρο 38 του ν. 3863/2010 με τίτλο «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄ 115), όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο εν προκειμένω χρονικό διάστημα, μετά την αναπροσαρμογή των σχετικών ποσοστών παρακράτησης της παρ. 2 αυτού, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 44 παρ. 10 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), προβλέπεται ότι «1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄). ... 2. Η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης από τις συντάξεις κύριας ασφάλισης των συνταξιούχων του Δημοσίου, NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: α. Για συντάξεις από 1.400,01 € έως 1.700,00 €, ποσοστό 3% β. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.000,00 €, ποσοστό 6% γ. Για συντάξεις από 2.000,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 7% δ. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.600,00 €, ποσοστό 9% ε. Για συντάξεις από 2.600,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 10% στ. Για συντάξεις από 2.900,01 € έως 3.200,00 €, ποσοστό 12% ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 € έως 3.500,00 €, ποσοστό 13% η. Για συντάξεις από 3.500,01 € και άνω, ποσοστό 14%. 3.α. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €). β. … γ. ... δ. … ε. ... 4. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου, του NAT και των Φ.Κ.Α. αποδίδονται στο Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα. 5. Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.Γ.Ε. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. 6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία: α) απόδοσης της εισφοράς στο Λογαριασμό και β) η διαδικασία μεταφοράς των ποσών στους Φ.Κ.Α. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου κύριας σύνταξης. 7. Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.Γ.Ε. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών». Εξάλλου, όμοια με την -ανωτέρω ρύθμιση περιελήφθη και στο άρθρο 11 του ν. 3865/2010, με τον τίτλο «Μεταρρύθμιση Συνταξιοδοτικού Συστήματος του Δημοσίου και συναφείς διατάξεις» (Α΄ 120).

 

    3. Επειδή, όπως κρίθηκε με τις 2287 - 2290/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστήριξης αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτούμενων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10 - 14 του ν. 3845/2010, Α΄ 65), συνεχίσθηκαν δε σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010, Α΄ 115), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10 - 13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1 - 5 του ν. 4024/2011, Α΄ 226), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου» και συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων και επιβαλλόμενες, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης, δεν παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, οι πιο πάνω περικοπές, ενόψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται, καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν το δημόσιο σκοπό για τον οποίο επιβλήθηκαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των συνταξιούχων. Ενόψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών της θέσπισής τους, δεν απαιτείτο περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από το νομοθέτη. Τέλος, δεν δύναται να γεννηθεί ζήτημα παραβίασης της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επιβλήθηκαν, όπως αναφέρθηκε, ενόψει έκτακτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα χαρακτήρα. Κατόπιν αυτών, οι πιο πάνω διατάξεις, κατά το μέρος που επιβάλλονται με αυτές οι εν λόγω περικοπές και μειώσεις, είναι, από των ανωτέρω απόψεων, συμβατές με το Σύνταγμα. Τέλος, οι περικοπές που θεσπίσθηκαν με τις ανωτέρω διατάξεις, δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., εφόσον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζόμενων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων.

 

    4. Επειδή, περαιτέρω, προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (Ν. 4046/2012, Α΄ 28), ακολούθησαν κατά το ίδιο αυτό έτος, δύο νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω, μετά τις προαναφερόμενες διαδοχικές περικοπές, περιστολή των κυρίων και επικουρικών συντάξεων. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 του Ν. 4051/2012 με τίτλο «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του Ν. 4046/2012» (Α΄ 40) μειώθηκαν αναδρομικά, από 1-1-2012, κατά 12% οι μηνιαίες κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν το ποσό των 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου ποσού 200 ευρώ, ενώ, στη συνέχεια, ακολούθησε ο Ν. 4093/2012 (Α΄ 222), με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφενός μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστό από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφετέρου καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης …». Στο δεύτερο αυτό Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι «για την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση» θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις» και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων … με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι …» (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2287/2015).

 

    5. Επειδή, οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίστηκαν, όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην ψήφιση των σχετικών ρυθμίσεων χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε, κατά τα προεκτεθέντα, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, καταρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, ενόψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, ενόψει των παραγόντων αυτών - όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων - να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε ενόψει και της διαπίστωσης του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε κι αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφόσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, καταρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπόψη οι κρίσιμες ως άνω συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (ενόψει της οικονομικής αυτοτέλειάς τους και των επιβαλλόμενων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. ’λλωστε, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται παραπάνω ως προς τις υποχρεώσεις του κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με τη μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Επιπλέον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με τις ως άνω διατάξεις και την επέμβαση που επέρχεται μέσω αυτών στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιουσιακών δικαιωμάτων των θιγόμενων συνταξιούχων και ως εκ τούτου, με τις εν λόγω διατάξεις παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΣτΕ. Ολομ. 2287/2015).

 

    6. Επειδή, με την προαναφερόμενη 2287/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν, επιπλέον τα εξής: το Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, μπορεί να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως. Τα αυτά και για τους ίδιους λόγους δέον αναλογικώς να ισχύσουν και επί αγωγών και άλλων διαφορών ουσίας, που άγονται προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω του νέου δικονομικού θεσμού της πρότυπης δίκης (πρβλ. ΔΕΚ C43/75 της 8.4.1976 Defrenne κατά Sabena και C-262/78 της 17.5.1990 Barber). Στην προκειμένη περίπτωση, η, κατά τα ανωτέρω, διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 θα συνεπήγετο υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών που περιεκόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορούσε η εν λόγω πρότυπη δίκη. Εν όψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επιμάχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως. Οίκοθεν νοείται ότι για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως. Η κρατήσασα δε αυτή άποψη δεν συγκρούεται ούτε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί της αξιώσεως δικαστικής προστασίας, αλλ’ ούτε και με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι αφ’ ενός μεν η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρυθμίσεως, αφ’ ετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο περιορισμό, δεν διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφόσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων τους, τα οποία απλώς περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (βλ. ΣτΕ 4741/2014 Ολομ.). Η δε εν λόγω 2287/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δημοσιεύτηκε στις 10-6-2015.

 

    7. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος …» και στο άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Η δε αποζημίωση προς αποκατάσταση της κατά τα ανωτέρω ζημίας περιλαμβάνει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, την πλήρη αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος. Τέλος, κατά την έννοια του ίδιου ως άνω άρθρου, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει, λόγω της παράνομης δραστηριότητας των οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ` ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 932 εδ. γ΄ του Αστικού Κώδικα, δεδομένου ότι πρόκειται για μορφή αδικοπραξίας (ΣτΕ. 1921/2007, 1042/2007, 621/2007, 1732/2005 κ.λπ.).

 

    8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την …/29-12-2003 πράξη του Διευθυντή Παροχών του Ταμείου Νομικών απονεμήθηκε στον ενάγοντα, επίτιμο Εφέτη Δ.Δ., σύνταξη λόγω γήρατος, ποσού 417,02 ευρώ μηνιαίως, καταβλητέα από 18/6/2003. Επί του ποσού σύνταξης του ενάγοντος, όπως προκύπτει από τις σχετικές συνταξιοδοτικές του καταστάσεις: α) επιβλήθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2013 έως 31-12-2017, εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων ποσού 72,45 ευρώ μηνιαίως, β) κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.4051/2012, παρακρατήθηκε από τη σύνταξη του ενάγοντος, το ποσό των 33,47 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-10-2013 έως 30-11-2014, ήτοι το ποσό των 468,58 ευρώ (33,47 Χ 14 μήνες), καθώς και το ποσό των 37,24 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-12-2014 έως 31-12-2017, ήτοι το ποσό των 1.377,88 ευρώ (37,24 Χ 37 μήνες), συνολικά δηλαδή το ποσό των 1.846,46 ευρώ (468,58 + 1.377,88) και γ) κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.4093/2012, παρακρατήθηκε από τη σύνταξη του ενάγοντος το ποσό των 129,36 ευρώ ανά μήνα για το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο 2013 έως και το Μάϊο 2013, ήτοι το ποσό των 517,44 ευρώ (129,36 Χ 4) και για το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο 2013 έως και το Σεπτέμβριο 2013 συνολικά το ποσό των 413,96 ευρώ (4 Χ 103,49) και για το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο 2013 έως το Νοέμβριο 2014 το συνολικό ποσό των 1.152,34 ευρώ (14 Χ 82,31) και, τέλος, για το χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο 2014 έως και το Δεκέμβριο 2017 το συνολικό ποσό των 3.017,72 ευρώ (37 μήνες Χ 81,56), συνολικά δηλαδή για όλα τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα το ποσό των 5.101,46 ευρώ (517,44 + 413,96 + 1.152,34 + 3.017,72). Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει, ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (19-12-2017, βλ. την 11504Β έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, …) έως την εξόφληση: α) συνολικά το ποσό των 10.642,87 ευρώ (3.694,95 + 1.846,46 + 5.101,46), προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη από τις, κατά τους ισχυρισμούς του αντισυνταγματικές και, συγκεκριμένα, αντικείμενες στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και της Ε.Σ.Δ.Α. (Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο),  περικοπές που επιβλήθηκαν στην εν λόγω σύνταξη λόγω γήρατος που ελάμβανε, κατά τα επιμέρους για κάθε περικοπή - μείωση ως άνω χρονικά διαστήματα, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 παρ.4β του Ν.3865/2010, 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, καθώς και β) το ποσό των 2.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 ΑΚ.

 

    9. Επειδή, ενόψει των όσων έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τρίτη σκέψη της παρούσας απόφασης, η επιβληθείσα με τις διατάξεις των άρθρων 38 του Ν. 3863/2010 και 11 του Ν. 3865/2010 εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως είναι ο Ε.Φ.Κ.Α., δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 21 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ούτε στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, ούτε τέλος στις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., κρίνει ότι νομίμως επιβλήθηκε εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων στην επίμαχη καταβαλλόμενη από τον Ε.Φ.Κ.Α. σύνταξη κατά το ως άνω χρονικό διάστημα και ότι, συνακόλουθα, δεν στοιχειοθετείται, εν προκειμένω, αστική ευθύνη του εναγομένου, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του ενάγοντος ως νόμω αβασίμων. Αντίθετα, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τέταρτη και πέμπτη σκέψη της παρούσας απόφασης, οι μειώσεις που επήλθαν στην σύνταξη του ενάγοντος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του Ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του Ν. 4093/2012, είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και, συνεπώς, μη νομίμως περικόπηκε, κατά τα αντίστοιχα ποσά, η σύνταξη που έλαβε ο ενάγων, κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα, από τον Ε.Φ.Κ.Α., κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον ενάγοντα. Ως εκ τούτου, στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγόμενου, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., να επανορθώσει τη ζημία του ενάγοντος που επήλθε, ειδικότερα όμως, κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2015 έως 31-12-2017, ήτοι μετά τη δημοσίευση της 2287/2015 απόφασης της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε., στις 10-6-2015, (βλ. σκ. 26 της απόφασης αυτής, που αναφέρεται στην έκτη σκέψη της παρούσας απόφασης) και όχι για το προηγούμενο χρονικό διάστημα που ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του αιτείται. Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει από το εναγόμενο, για την μείωση της σύνταξής του κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.4051/2012, κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2015 έως 31-12-2017, το ποσό των 1.117,20 ευρώ (37,24 Χ 30 μήνες), και κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.4093/2012, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2015 έως 31-12-2017, το ποσό των 2.446,80 ευρώ (81,56 Χ 30 μήνες), συνολικά δηλαδή το ποσό των 3.564,00 ευρώ (1.117,20 + 2.446,80), καθώς και επιπλέον το ποσό των 200,00 ευρώ, ως εύλογη ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης, συνολικά δηλαδή πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.764,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, στις 19-12-2017, έως την εξόφληση.

 

    10. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.764,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής σε αυτό (19-12-2017) και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω μερικής ήττας και νίκης αυτών (άρθρο 275 παρ.1 ΚΔΔ).

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

    Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

    Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ (3.764,00 ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (19-12-2017) έως την εξόφληση.

 

    Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

    Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της  16-1-2019.

 

          Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Κωνσταντίνα Παναγιωτοπούλου                  Σταυρούλα Πόγκα