ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΔΠρΑθ 21485/2018

 

Αστική ευθύνη δημοσίου - Μειώσεις εφάπαξ βοηθήματος - Συνταξιούχοι ΔΕΗ -.

 

Απόρριψη αγωγής με την οποία ο ενάγων, συνταξιούχος ΔΕΗ, ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ταμείο (ΤΑΥΤΕΚΩ και ήδη ΕΤΕΑΕΠ) να του καταβάλει αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ συγκεκριμενου ύψους εντόκως για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από παράνομες πράξεις του εναγομένου. Προβαλλόμενη ζημία από την περικοπή του εφάπαξ βοηθήματος. Ισχυρισμός ότι συνάδελφοι του ενάγοντος που αποχώρησαν από την υπηρεσία μετά από αυτόν έλαβαν ολόκληρο το ποσό εφάπαξ χωρίς περικοπές. Υπαγωγή του ενάγοντος σε δυσμενέστερο καθεστώς. Έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των πράξεων που επικαλείται ο ενάγων και της ζημίας που αυτός υπέστη.

 

 

 

Αριθμός απόφασης Α21485/2018

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

ΤΜΗΜΑ 9ο - ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

 

            Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε   δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Απριλίου 2018, με δικαστή τη Γεωργία Μεντή, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα το Δημήτριο Τσιχλή, δικαστικό  υπάλληλο,

 

            γ ι α να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 6.3.2014 (ΑΓ1555/6.3.2014),

 

            τ ο υ Ι. Μ. του Δ., κατοίκου …, περιοχή …, ο οποίος παραστάθηκε μαζί με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Φράγκου,

 

            κ α τ ά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ταμείο Ασφαλίσεως Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας» (ΤΑΥΤΕΚΩ), και ήδη του διαδόχου του με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (ΕΤΕΑΕΠ), που εκπροσωπείται από το Διοικητή του και παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξούσιου δικηγόρου του Αλεξίου Γιαννέλου.

 

            Κατά τη συζήτηση ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο

 

 

            1. Επειδή, με το υπό κρίση δικόγραφο, το οποίο ενόψει του περιεχομένου του συνιστά αγωγή, ζητείται, κατόπιν νομίμου μετατροπής του αιτήματος με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με το από 24.4.2018 εμπροθέσμως υποβληθέν υπόμνημα του ενάγοντος: α) να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ταμείο, ως καθολικός διάδοχος του Κλάδου Πρόνοιας του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ (ΟΑΠ - ΔΕΗ), να καταβάλει στον ενάγοντα ως αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, το συνολικό ποσό των 28.304,23 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς του, ενέργειες του εναγομένου, οι οποίες είχαν ως συνέπεια την καταβολή σ΄ αυτόν μειωμένου εφάπαξ βοηθήματος, και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ΄ άρθρο 932 του ΑΚ, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ιδία ως άνω αιτία.

 

            2. Επειδή, με τα άρθρα 70 και 83 του ν. 3655/2008, (Α΄ 58), ο κλάδος πρόνοιας του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού - ΔΕΗ, εντάχθηκε, μεταξύ άλλων, στο νεοσυσταθέν ΤΑΥΤΕΚΩ. Ακολούθως, μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, το ΤΑΥΤΕΚΩ εντάχθηκε, με το άρθρο 75 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), στο «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (ΕΤΕΑΕΠ), όπως μετονομάστηκε, δυνάμει του άρθρου 74 του ίδιου νόμου, το συσταθέν με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (Α΄ 41) «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης» (ΕΤΕΑ). Ως εκ τούτου, το ΕΤΕΑΕΠ νομίμως παρίσταται και συνεχίζει, χωρίς διακοπή, την παρούσα δίκη ως καθολικός διάδοχος του ΤΑΥΤΕΚΩ, σύμφωνα με το άρθρο 85 παρ. 11 του ν. 4387/2016. Μετά ταύτα, η αγωγή, για το καταψηφιστικό μέρος της οποίας καταβλήθηκε το αναλογούν, κατ΄ άρθρο 274 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97), τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. τα . αποδεικτικά ηλεκτρονικής έκδοσης και εξόφλησης δικαστικού ενσήμου), έχοντας ασκηθεί εν γένει παραδεκτώς πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

 

            3. Επειδή, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημοσίας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. ...», στο δε άρθρο 106 αυτού ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την διάταξη αυτή, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, η οποία υφίσταται, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, όχι μόνο όταν παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου με σχετική πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία καθώς και εκείνα που, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και της καλής πίστης, προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία (πρβλ. ΣτΕ 969/2018, 2693, 2287/2009, 1019/2008, 2171/2007, 2579/2006), χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου (βλ. ΣτΕ 1413/2006). Σωρευτικώς με τα ανωτέρω απαιτείται να συντρέχει επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής ενέργειας ή παραλείψεως υλικής ενέργειας και της επελθούσας αυτής ζημίας, ο οποίος υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει τη ζημία (βλ. ΣτΕ 1407/2014, 322/2009, 334/2008). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (πρβλ. ΣτΕ 1608/2016, 2669/2015, 266/2013).

 

            4. Επειδή, στο άρθρο 25 του ν. 4491/1966 (Α΄ 1), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του π.δ. 263/1990 (Α` 1) ορίζεται ότι: «1. Στους ασφαλισμένους οι οποίοι εξέρχονται από την υπηρεσία της ΔΕΗ ... καταβάλλεται εφάπαξ βοήθημα ίσο προς το γινόμενο των καθοριζομένων στο τρίτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 8 τακτικών μηνιαίων αποδοχών των τελευταίων λαμβανομένων με ανώτατο όριο το τριπλάσιο του μισθού του 7ου κλιμακίου της ΔΕΗ προσαυξανόμενες με το επίδομα ανθυγιεινής  εργασίας επί τον αριθμό των ετών της πραγματικής υπηρεσίας στη ΔΕΗ και μέχρι τριάντα (30) κατ` ανώτατο όριο...», ενώ στο άρθρο 20 του Κανονισμού Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ (ΥΑ 7.12.1966, Β΄ 718), ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 31 του ιδίου ως άνω ν. 4491/1966, ορίστηκε ότι για την απονομή εφάπαξ βοηθήματος υποβάλλονται εκ μέρους του ασφαλισμένου τα δικαιολογητικά του άρθρου 6 αυτού, μεταξύ των οποίων, και βεβαίωση της λογιστικής υπηρεσίας της ΔΕΗ, η οποία περιλαμβάνει την ημερομηνία διακοπής μισθοδοσίας του αποχωρήσαντος και τα μισθολογικά στοιχεία του τελευταίου δωδεκαμήνου. Στο άρθρο 38 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) ορίζεται ότι: «1. Στον ασφαλισμένο σε κάθε φορέα ασφάλισης πρόνοιας απονέμεται εφάπαξ βοήθημα, εφόσον έτυχε κύριας σύνταξης λόγω γήρατος ή οριστικής αναπηρίας από οποιονδήποτε φορέα και πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις του οικείου Ταμείου. ...». Στο δε άρθρο 15 παρ. 6 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α΄ 237/5.12.2012 ορίζεται ότι: «1. ... 6. Το εφάπαξ βοήθημα στους ασφαλισμένους του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ χορηγείται σύμφωνα με την ημερομηνία αποχώρησης τους από την υπηρεσία και υπό την προϋπόθεση ότι έχει εκδοθεί η απόφαση απονομής κύριας σύνταξης από τον ασφαλιστικό τομέα. ...». Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του ν. 3833/2010 (Α΄ 40/5.3.2010) ορίστηκε ότι: «1. ... 5. Οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση, σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), που ανήκουν στο κράτος... ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α), μειώνονται κατά ποσοστό επτά τοις εκατό (7%). Τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά τριάντα τοις εκατό (30%), αντίστοιχα... 9. Τα ποσά που προκύπτουν από τη μείωση που προβλέπεται στο άρθρο αυτό και αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1.1.2010 μέχρι την εφαρμογή του νόμου αυτού παρακρατούνται από τη μισθοδοσία των επόμενων της ψήφισης του νόμου αυτού μηνών ως εξής …» και στο άρθρο 20 ορίστηκε ότι: «1. Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 1 αρχίζει από 1.1.2010. ...». Στο δε το άρθρο τρίτο του ν. 3845/2010 (Α΄ 65/6.5.2010) ορίστηκε ότι: «1. ... 4. Οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, ή διαιτητική απόφαση, ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση στους φορείς του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, μειώνονται κατά ποσοστό τρία τοις εκατό (3%)» και στο άρθρο έβδομο ορίστηκε ότι: «1. Οι διατάξεις του άρθρου τρίτου ισχύουν από την 1η Ιουνίου 2010. ...». Εξάλλου, με το άρθρο 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152/1.7.2011) ορίστηκε ότι: «1. ... 5. α) Στους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων του ΤΠΔΥ και του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, που εξήλθαν ή θα εξέλθουν της Υπηρεσίας, από 1.1.2010 και μετά, το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγούν τα Ταμεία αυτά, σύμφωνα με τις καταστατικές τους διατάξεις, μειώνεται κατά ποσοστό 10% και 15% αντίστοιχα σε όσους δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος ...», ενώ με το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226/27.10.2011) αντικαταστάθηκε η ανωτέρω διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 και ορίστηκε ότι: «1. ... 5.α. Στους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων του ΤΠΔΥ και του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, που εξήλθαν της Υπηρεσίας, από 1.1.2010 μέχρι και την 31.12.2010, το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγούν τα Ταμεία αυτά, σύμφωνα με τις καταστατικές τους διατάξεις, μειώνεται κατά ποσοστό 15% και 25% αντίστοιχα σε όσους δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος. Στους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων του ΤΠΔΥ και του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, που εξήλθαν ή θα εξέλθουν της Υπηρεσίας, από 1.1.2011 και μετά, το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγούν τα Ταμεία αυτά, σύμφωνα με τις καταστατικές τους διατάξεις, μειώνεται κατά ποσοστό 20% και 30% αντίστοιχα σε όσους δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος...».

 

            5. Επειδή, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και τα προσαγόμενα από τον ενάγοντα έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Ο ενάγων υπηρέτησε ως τεχνικός στην ΔΕΗ, κατά το χρονικό διάστημα από 29.10.1975 έως και 28.2.2010 οπότε και αποχώρησε από την υπηρεσία. Με την ./8.4.2010 απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ ΕΤΑΜ - Τομέας Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ (ΤΑΠ - ΔΕΗ) του χορηγήθηκε κύρια σύνταξη γήρατος, από 1.3.2010, σύμφωνα με τις αποδοχές που ελάμβανε κατά το χρόνο αποχώρησης από την υπηρεσία, με τη ρητή, όμως, επιφύλαξη επανυπολογισμού του ύψους της καταβαλλόμενης σύνταξης κατ’ εφαρμογή των αναδρομικών από 1.1.2010 μειώσεων του ν. 3833/2010 (που -εν τω μεταξύ- δημοσιεύτηκε στις 5.3.2010). Η ανωτέρω απόφαση διαβιβάστηκε στο εναγόμενο Ταμείο στις 14.4.2010. Δεδομένου, όμως, ότι οι τακτικές αποδοχές απασχόλησης του ενάγοντος στη ΔΕΗ δεν είχαν οριστικοποιηθεί (ενόψει και των αναδρομικών από 1.1.2010 μειώσεων του ν. 3845/2010, που -εν τω μεταξύ- δημοσιεύτηκε στις 6.5.2010), με αποτέλεσμα να μην έχει συμπληρωθεί ο συνταξιοδοτικός φάκελος με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 του Καταστατικού Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ στοιχεία, τα αρμόδια όργανα του εναγόμενου Ταμείου εφάρμοσαν την ./17.6.1982 απόφαση του ΔΣ της ΔΕΗ και την ./19/21.4.1982 απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλισης Προσωπικού της ΔΕΗ, με τις οποίες είχε παρασχεθεί η δυνατότητα προκαταβολής του 90% του εφάπαξ βοηθήματος κατά την έξοδο των εργαζόμενων από τη ΔΕΗ μέχρι την συγκέντρωση των προβλεπόμενων δικαιολογητικών και την έκδοση οριστικής αποφάσεως συνταξιοδοτήσεως. Προχώρησαν, δηλαδή, στις 14.5.2010 στην προκαταβολή σε αυτόν ποσού 10.000,00 ευρώ και, εν συνεχεία, αφού εξέδωσαν την ./31.5.2010 προσωρινή απόφαση χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος, με την οποία το εφάπαξ του ενάγοντος υπολογίστηκε (επί των αποδοχών 3.909,10 ευρώ Χ 30 έτη) στο ποσό των 117.273,00 ευρώ, υπό τη ρητή, επίσης, επιφύλαξη εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3833/2010, τα όργανα του εναγόμενου προχώρησαν στην έναντι προκαταβολή σ΄ αυτόν, ποσού 95.550,00 ευρώ. Συνεπώς, στον ενάγοντα προκαταβλήθηκε συνολικά ποσό 105.550,00 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 90% του υπολογισθέντος με την ως άνω απόφαση ποσού. Εν συνεχεία, ωστόσο, εκδόθηκε η ./29.8.2011 αναθεωρητική απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ ΕΤΑΜ - ΤΑΠ ΔΕΗ, με την οποία οι αποδοχές του ενάγοντος επανυπολογίστηκαν σύμφωνα με τις περικοπές που ορίζονται στο ν. 3833/2010 και η οποία διαβιβάστηκε στο εναγόμενο στις 5.9.2011, προκειμένου να περατωθεί οριστικώς η διαδικασία χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος. Ο ενάγων επέδωσε, μαζί με άλλους ασφαλισμένους, την από 22.11.2011 εξώδικη πρόσκληση - διαμαρτυρία προς το εναγόμενο, ζητώντας να ενημερωθεί για την πορεία και το χρόνο εξόφλησης του εφάπαξ βοηθήματος, σε απάντηση της οποίας ενημερώθηκε με το ./21.12.2011 έγγραφο του εναγόμενου ότι η προκαταβολή του βοηθήματος του έχει χορηγηθεί με προσωρινή απόφαση και ότι ήδη είχε επιδοθεί στο Ταμείο η ./29.8.2011 αναθεωρητική συνταξιοδοτική απόφαση, ωστόσο, η έκδοση οριστικής απόφασης επί του εφάπαξ καθυστερεί λόγω της αναμονής διευκρινήσεων από το εποπτεύον Υπουργείο για την εφαρμογή των ν. 3986/2011 και ν. 4024/2011. Πράγματι, ενόψει της δημοσίευσης του ν. 3986/2011 στις 1.7.2011, η Διεύθυνση Ασφάλισης του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του εναγομένου Ταμείου υπέβαλε τα ./19.7.2011 και ./15.9.2011 ερωτήματα προς τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικής Ασφάλισης, αλλά και το ./23.9.2011 ερώτημα προς τη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών του ιδίου, ζητώντας το συντομότερο την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 44 παρ. 5α του ν. 3986/2011, σχετικά με το εάν, η περικοπή του εφάπαξ βοηθήματος, σε όσους ασφαλισμένους αποχωρούν μετά την 1.1.2010, για τους οποίους έχει εκδοθεί προσωρινή απόφαση εφάπαξ μέχρι 30.6.2011 και η οριστική θα εκδοθεί μετά την 1.7.2011, θα υπολογίζεται επί του συνόλου του εφάπαξ βοηθήματος που δικαιούνται ή στο εναπόμειναν 10%, μετά την εκτέλεση της προσωρινής απόφασης. Το θέμα εισήχθη και στο Διοικητικό Συμβούλιο του εναγομένου, το οποίο με την 2046/15.12.2011 απόφαση αποφάσισε να μην επιβληθεί καμία μείωση σε όσους εξήλθαν της υπηρεσίας μετά τις 1.1.2010 και έχει εκδοθεί οποιαδήποτε απόφαση (οριστική ή προσωρινή) χορήγησης πριν τις 1.7.2011 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 3986/2011), για όσους δε ασφαλισμένους έχει εκδοθεί απόφαση από 1.7.2011 έως 26.10.2011 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4024/2011) η περικοπή να ανέρχεται σε 15%, ενώ για όσους η απόφαση εκδόθηκε μετά τις 26.10.2011 η περικοπή να ανέρχεται στο 25%. Κατόπιν διαφωνίας του Κυβερνητικού Επιτρόπου με την απόφαση αυτή, το ζήτημα επιλύθηκε με την Φ.8000/31870/993/29.12.2011 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με την οποία οι περικοπές του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 4024/2011 θα εφαρμοστούν για τους ασφαλισμένους που αποχώρησαν μετά την 1.1.2010 και επί των προσωρινών αποφάσεων χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος, οι οποίες θα ανακληθούν και θα εκδοθούν οριστικές, με ορθό υπολογισμό και αναζήτηση του υπερβάλλοντος ποσού που είχε προκαταβληθεί. Ακολούθως, το Διοικητικό Συμβούλιο του εναγομένου εξέδωσε την ./19.1.2012 απόφαση του για την εφαρμογή των ανωτέρω. Κατόπιν αυτών και λαμβάνοντας υπόψη ότι για τον ενάγοντα εκδόθηκε η προαναφερθείσα αναθεωρητική - οριστική απόφαση χορήγησης κύριας σύνταξης, το εναγόμενο ανακάλεσε την προσωρινή απόφασή του και εξέδωσε την ./6.3.2012 οριστική απόφαση χορηγήσεως εφάπαξ βοηθήματος στον ενάγοντα, προσδιορίζοντας το ύψος του στο ποσό των 84.968,77 ευρώ, κατόπιν των προβλεπόμενων στους ν. 3986/2011 και ν. 4024/2011 μειώσεων κατά ποσοστό 25% [ήτοι (αποδοχές 3.776,39,10 ευρώ Χ 30 έτη = 113.291,70) Χ 25% = 28.322,92 ευρώ], με αποτέλεσμα να προκύψει διαφορά 20.581,23 ευρώ προς επιστροφή ως αχρεώστητη (105.550,00 - 84.968,77), η οποία παρακρατήθηκε σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις μέχρι του 1/4 των μικτών αποδοχών του επικουρικού μερίσματος του ενάγοντος. Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως ο ενάγων υπέβαλε την ./10.8.2012 ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με την ./11.9.2013 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΑΥΤΕΚΩ. Εν συνεχεία, ζήτησε και έλαβε την από 20.12.2013 εισαγγελική παραγγελία, προκειμένου να του χορηγηθεί από το εναγόμενο επικυρωμένο αντίγραφο του καταλόγου των δικαιούχων του εφάπαξ βοηθήματος που προηγήθηκαν αυτού βάσει της ημερομηνίας αιτήσεως αποχώρησης και της ημερομηνίας οριστικής απόφασης καταβολής του εφάπαξ, προκειμένου να ελέγξει την τυχόν καταστρατήγηση της σειράς προτεραιότητας και καθυστέρηση της διεκπεραίωσης της αιτήσεώς του και την εξαιτίας αυτών υπαγωγή του στις δυσμενείς διατάξεις των ν. 3986/2011 και ν. 4024/2011. Το δε εναγόμενο του απέστειλε το ./28.1.2014  έγγραφο, με το οποίο τον ενημέρωσε ότι σειρά προτεραιότητας τηρείται μετά την ΠΝΠ ΦΕΚ Α΄ 237/5.12.2012 μόνον για τους ασφαλισμένους που δεν είχαν εισπράξει το βοήθημα, αν και είχε βγει οριστική απόφαση χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος, ενώ, αυτός δεν συμπεριλήφθηκε στη λίστα αυτή, καθόσον ήδη είχε λάβει προκαταβολικά όλο το ποσό που του αναλογούσε με την μεταγενεστέρως οριστική απόφαση.

 

            6. Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το από 24.4.2018 υπόμνημα, ο ενάγων υποστηρίζει ότι το εναγόμενο δεν προέβη, ως όφειλε, ευθύς αμέσως ή έστω εντός ευλόγου διαστήματος από την έκδοση της οριστικής απόφασης κύριας σύνταξης στην έκδοση οριστικής απόφασης χορήγησης εφάπαξ, τουναντίον, εξέδιδε προσωρινές αποφάσεις προκαταβολών, δίχως αυτό να προβλέπεται από κάποια διάταξη. Τούτο είχε, κατά την άποψή του, ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει αδικαιολόγητα για τον ίδιο η έκδοση της οριστικής απόφασης εφάπαξ, να υπαχθεί αυτός στις μειώσεις των ν. 3986/2011 και 4024/2011 και να περικοπεί το αρχικώς υπολογισθέν εφάπαξ κατά 25%, με αποτέλεσμα, μάλιστα, να κληθεί να επιστρέψει ποσό 20.581,23 ευρώ. Ειδικότερα, διατείνεται ότι από την έκδοση στις 8.4.2010 της οριστικής απόφασης για τη χορήγηση σ΄ αυτόν κύριας σύνταξης, από την οποία θεμελιώθηκε το δικαίωμά του για την λήψη του εφάπαξ βοηθήματος, η οριστική απόφαση χορήγησης εφάπαξ εκδόθηκε μόλις στις 6.3.2012, ήτοι με καθυστέρηση δύο ετών, η οποία, εάν δεν είχε μεσολαβήσει, θα ελάμβανε αυτός το αρχικώς υπολογισθέν ποσό βοηθήματος. Κατά την άποψή του, η καθυστέρηση δεν δικαιολογείτο, διότι ο συνταξιοδοτικός του φάκελος ήταν πλήρης και δεν επρόκειτο για υπόθεση διαδοχικής ασφάλισης, ώστε να τηρηθεί η διαδικασία έκδοσης προσωρινών αποφάσεων εφάπαξ, το δε εναγόμενο είχε ήδη από τις 5.7.2010 γνώση των αναπροσαρμογών των αποδοχών βάσει των ν. 3833/2010 και ν. 3845/2010, ενώ, ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο φάκελος κατέστη πλήρης μετά την αναθεωρητική απόφαση σύνταξης του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, θα έπρεπε να εκδοθεί οριστική απόφαση εφάπαξ από τις 5.9.2011 που η εν λόγω απόφαση συντάξεως επιδόθηκε στο εναγόμενο. Επιπρόσθετα, υποστηρίζει ότι η καθυστέρηση έλαβε χώρα στο πλαίσιο της συστηματικής καταστρατήγησης της σειράς προτεραιότητας, που θεσπίστηκε δυνάμει της ΠΝΠ του ΦΕΚ Α΄ 237/5.12.2012, από τα όργανα του Ταμείου, τα οποία, κατά παράβαση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και της αρχής της ίσης μεταχείρισης, διεκπεραίωναν κατά προτεραιότητα αιτήσεις έτερων συναδέλφων του, προκειμένου αυτοί να μην υποστούν τις ανωτέρω μειώσεις ή να υποστούν μικρότερες μειώσεις. Όπως ισχυρίζεται, η πρακτική αυτή αποκαλύφθηκε από άλλον συνάδελφό του, τον Ρ. Μ., που απέκτησε με εισαγγελική εντολή τα στοιχεία έκδοσης οριστικών αποφάσεων κύριας σύνταξης και χορήγησης εφάπαξ για όλους τους συνταξιούχους εντός του 2010 και 2011, από τον οποίο τα προμηθεύτηκε και ο ενάγων, κατόπιν της αρνήσεως του εναγόμενου να του τα χορηγήσει. Κατόπιν της ευρείας δημοσιότητας που έλαβε η υπόθεση, η παράνομη πρακτική των οργάνων του Ταμείου διαπιστώθηκε, όπως ισχυρίζεται, με την προσκομισθείσα ./Α/2015 έκθεση ελέγχου του Σώματος Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης. Ενδεικτικά δε αναφέρει στο δικόγραφο τα στοιχεία συναδέλφων του (Δ. Φ. αποχώρηση στις 1.5.2010, οριστική απόφαση κύριας σύνταξης στις 30.11.2010 και οριστική απόφαση εφάπαξ στις 2.12.2010, Μ. Α. αποχώρηση στις 1.7.2010, οριστική απόφαση κύριας σύνταξης στις 15.11.2010 και οριστική απόφαση εφάπαξ στις 21.12.2010, Ν. Κ. αποχώρηση στις 1.1.2011, οριστική απόφαση κύριας σύνταξης στις 17.1.2011 και οριστική απόφαση εφάπαξ στις εφάπαξ στις 24.2.2011) που αν και αποχώρησαν μετά από αυτόν, έλαβαν νωρίτερα ολόκληρο το ποσό του εφάπαξ χωρίς περικοπές. Προβάλλει, λοιπόν, ότι η ανωτέρω ζημία του από τη μείωση του εφάπαξ κατά 25% συνδέεται αιτιωδώς με την καθυστέρηση και καταστρατήγηση της σειράς προτεραιότητας από τα όργανα του εναγόμενου, καθόσον, εάν δεν μεσολαβούσαν οι ενέργειες αυτές, αυτός θα ελάμβανε το πλήρες ποσό εφάπαξ. Για τους ανωτέρω λόγους, ζητά να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 28.304,23 ευρώ, που αντιστοιχεί στην διαφορά μεταξύ του εφάπαξ βοηθήματος που έλαβε και αυτού που θα ελάμβανε αν είχε εκδοθεί εγκαίρως η απόφαση χορήγησης και δεν είχαν επιβληθεί σε βάρος του οι ανωτέρω μειώσεις, αναλύοντας τους λόγους κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει στο ποσό των 5.000 ευρώ για ανόρθωση της ηθικής του βλάβης, αμφότερα τα ποσά εντόκως από την επίδοση της αγωγής. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του, πέραν των αναφερόμενων στο ιστορικό εγγράφων και αποφάσεων, προσκομίζει και επικαλείται, μεταξύ άλλων, τα εξής: 1) αντίγραφο της Γ/ΕΞ/3777-1/12.12.2012 απόφασης της Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, με την οποία επιτράπηκε η πρόσβαση στο Ρ. Μ. στα στοιχεία εφάπαξ άλλων ασφαλισμένων, αντίγραφα καταλόγων όσων αποχώρησαν κατά τα έτη 2010 και 2011 με τις ημερομηνίες της συνταξιοδοτήσεώς τους, της έκδοσης των οριστικών αποφάσεων κύριας σύνταξης και των οριστικών αποφάσεων απονομής εφάπαξ βοηθήματος, καθώς και πίνακας συγκριτικής αναγραφής των ημερομηνιών αυτών, 2) αντίγραφο του ./05.07.2010 εγγράφου της Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων της ΔΕΗ για παροχή διευκρινήσεων για την εφαρμογή των ν. 3833/2010 και ν. 3845/2010, 3) αντίγραφο της ./Α/2015 έκθεσης ελέγχου του Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, στην οποία διατυπώνονται τα εξής συμπεράσματα: ότι η έκδοση των προσωρινών αποφάσεων εφάπαξ βοηθήματος δεν προβλεπόταν σε σχετική διάταξη νόμου, αλλά σε εξουσιοδοτήσεις του ΔΣ της ΔΕΗ με αντικείμενο την έναντι προκαταβολή μέρους ποσού του εφάπαξ βοηθήματος, ως εσωτερική διαδικασία της υπηρεσίας, η οποία καταργήθηκε το 2012, ότι η έκδοση οριστικών αποφάσεων εφάπαξ για τους αποχωρήσαντες από 1.1.2010 έως 30.9.2010 καθυστέρησε, διότι δεν είχαν οριστικοποιηθεί οι τελευταίες αποδοχές τους, λόγω της μη έγκαιρης εφαρμογής των μισθολογικών μειώσεων του ν. 3833/2010 και ν. 3845/2010 από τη ΔΕΗ, ότι η σειρά προτεραιότητας στη χορήγηση του εφάπαξ βοηθήματος δεν τηρήθηκε, καθώς, μεταξύ συνταξιούχων που η οριστική απόφαση κύριας σύνταξης εξεδόθη την ίδια περίοδο (τελευταία προϋπόθεση χορήγησης του εφάπαξ), σε ορισμένες περιπτώσεις, η οριστική απόφαση εφάπαξ εξεδόθη αρκετά νωρίτερα σε σχέση με άλλες που εξεδόθη πολύ μεταγενέστερα, αδικαιολογήτως, και ότι, καθ' όλη τη διάρκεια του 2011, εκδίδονταν ταυτόχρονα οριστικές αποφάσεις εφάπαξ σε συνταξιούχους τριών ετών (2009, 2010 και 2011), χωρίς σε ορισμένες περιπτώσεις η σειρά έκδοσης της οριστικής απόφασης εφάπαξ να βασιστεί στην αντίστοιχη σειρά έκδοσης της οριστικής απόφασης κύριας σύνταξης, 4) αντίγραφο του Φ80000/ 20628/493/4.4.2018 εγγράφου του Υπουργείου Εργασίας (Γενική Δ/νση Οικονομικών Υπηρεσιών, Δ/νση Οικονομικής Εποπτείας & Επιθεώρησης Νομικών Προσώπων), με το οποίο ο … ενημερώνεται ότι, κατόπιν της 151/Α/2015 έκθεσης του Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, ο φάκελος διαβιβάσθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Αθηνών, 5) αντίγραφο της από 15.4.2014 αίτησης περί προσωρινής ρύθμισης κατάστασης του ενάγοντος και της απορριπτικής 3475/2014 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και αντίγραφα στοιχείων σχετικά με την οικογενειακή και οικονομική κατάσταση αυτού.

 

            7. Επειδή, με την ./6.3.2018 έκθεση των απόψεων και το νομίμως κατατεθέν στις 13.4.2018 υπόμνημά του, το εναγόμενο ζητά την απόρριψη της αγωγής υποστηρίζοντας ότι σε ουδεμία παρανομία υπέπεσαν τα όργανα του Ταμείου, καθόσον οι περικοπές που εφαρμόστηκαν αναδρομικά με τους προαναφερόμενους νόμους, καταλαμβάνοντας και εκκρεμείς αιτήσεις, έχουν κριθεί σύννομες. Υποστηρίζει δε ότι οι προσωρινές αποφάσεις χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος σε ασφαλισμένους που δικαιούντο συντάξεως από τη ΔΕΗ εκδόθηκαν δυνάμει των προσωρινών αποφάσεων συνταξιοδότησής τους, στα πλαίσια κοινωνικής μέριμνας των ασφαλισμένων που αποχώρησαν από την υπηρεσία, χωρίς η διαδικασία αυτή να αναιρεί το γεγονός ότι το τελικό ποσό του εφάπαξ καθορίζεται, δυνάμει της οριστικής απόφασης κύριας σύνταξης, με την οριστική απόφαση χορήγησης εφάπαξ, που ενδέχεται να διαφοροποιείται από την προσωρινή, ενόψει του ότι, εν τω μεταξύ, επήλθαν νομοθετικές μεταβολές με αναδρομική εφαρμογή.

 

            8. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα εξής: α) προϋπόθεση για τον οριστικό υπολογισμό και την τελική χορήγηση του εφάπαξ βοηθήματος σε ασφαλισμένο από το εναγόμενο Ταμείο είναι η επίδοση σε αυτό της οριστικής απόφασης χορήγησης κύριας σύνταξης από το φορέα συνταξιοδότησης, β) η διαδικασία έκδοσης προσωρινής απόφασης χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος - η οποία εφαρμόστηκε από το εναγόμενο προς εξυπηρέτηση, αρχικώς, των ασφαλισμένων σε περισσότερους φορείς κύριας ασφάλισης, επεκτάθηκε, όμως, κατά το χρονικό διάστημα του 2010 και σε εκείνους τους ασφαλισμένους, για τους οποίους εκκρεμούσε η οριστική απόφαση συνταξιοδότησης βάσει των συντάξιμων αποδοχών που θα προέκυπταν από την αναδρομική εφαρμογή διατάξεων του ν. 3833/2010 και ν. 3845/2010 - είχε τη μορφή προκαταβολής του βοηθήματος και τελούσε πάντα υπό την αίρεση της έκδοσης της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης, δυνάμει της οποίας θα διαμορφώνονταν τελικώς η βάση υπολογισμού του εφάπαξ, γ) στην ένδικη υπόθεση ο ενάγων αποχώρησε από την υπηρεσία στις 28.2.2010 με την 67/8.4.2010 απόφαση κύριας σύνταξης γήρατος του ΙΚΑ ΕΤΑΜ - ΤΑΠ ΔΕΗ, η οποία όμως δεν είχε οριστικό χαρακτήρα, καθόσον, ως προς τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών τελούσε υπό την επιφύλαξη εφαρμογής των διατάξεων του -ήδη δημοσιευθέντος στις 5.3.2010- ν. 3833/2010, οι οποίες είχαν αναδρομική εφαρμογή από 1.1.2010, με αποτέλεσμα υπό την ιδία επιφύλαξη να τελεί και η παρακολουθηματική αυτής ./31.5.2010 απόφαση χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος του εναγόμενου Ταμείου, η οποία, επίσης, είχε προσωρινό χαρακτήρα, δ) συνεπώς, η υποχρέωση του εναγόμενου Ταμείου να προβεί εντός ευλόγου χρόνου σε υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος του ενάγοντος εκκινούσε από τις 5.9.2011, οπότε και επιδόθηκε στο εναγόμενο η ./29.8.2011 αναθεωρητική απόφαση κύριας σύνταξης του ΙΚΑ ΕΤΑΜ - ΤΑΠ ΔΕΗ, η οποία, κατόπιν εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3833/2010, αποτελούσε την οριστική απόφαση συνταξιοδότησης, και όχι από τις 14.4.2010, οπότε και επιδόθηκε η αρχική ./8.4.2010 απόφαση κύριας σύνταξης γήρατος του ΙΚΑ ΕΤΑΜ - ΤΑΠ ΔΕΗ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, ούτε, άλλωστε, η καθυστέρηση του φορέα κύριας σύνταξης να προβεί στην έκδοση οριστικής απόφασης κύριας συντάξεως έδινε το δικαίωμα στο εναγόμενο να προβεί αυτοβούλως σε υπολογισμό των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος βάσει των διατάξεων του ν. 3833/2010, προκειμένου να υπολογίσει οριστικώς το εφάπαξ, αφού τούτο προϋπέθετε εκ του νόμου την έκδοση της οριστικής συνταξιοδοτικής απόφασης από το φορέα κύριας σύνταξης, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος, ε) από τις 5.9.2011 που του επιδόθηκε η αναθεωρητική απόφαση κύριας σύνταξης του ΙΚΑ ΕΤΑΜ - ΤΑΠ ΔΕΗ και μέχρι την έκδοση της ./19.1.2012 απόφασης του Διοικητικού του Συμβουλίου, με την οποία αποσαφηνίστηκαν τα ζητήματα και οι διαφωνίες που ανέκυψαν μεταξύ του Ταμείου και του ΥΠΕΚΑ ως προς τον τρόπο εφαρμογής των αναδρομικών μειώσεων, το εναγόμενο δικαιολογημένα, ενόψει των συνθηκών αυτών και της υφιστάμενης ασάφειας, κωλυόταν να προβεί στην ολοκλήρωση της διαδικασίας απονομής εφάπαξ βοηθήματος στον ενάγοντα, ενώ, από την επίλυση των διαφωνιών αυτών και έως την έκδοση της οριστικής απόφασης χορηγήσεως εφάπαξ σ΄ αυτόν στις 6.3.2012 παρήλθε διάστημα σχεδόν 1,5 μηνός, το οποίο, ενόψει και του όγκου των εκκρεμών αιτήσεων που κλήθηκε να διεκπεραιώσει το Ταμείο κατά το χρόνο αυτό, παρίσταται εύλογο. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι σε ουδεμία παράβαση υπέπεσαν τα όργανα του εναγομένου ως προς το χρόνο διεκπεραίωσης της αιτήσεως χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος, απορριπτόμενων των περί αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος ως αβάσιμων. Εξάλλου, οι αιτιάσεις του σχετικά με την παραβίαση της σειράς προτεραιότητας διεκπεραίωσης των αιτήσεων από όργανα του εναγόμενου υπέρ συγκεκριμένων συναδέλφων του, οι οποίοι αποχώρησαν από την υπηρεσία το ίδιο ή και μεταγενέστερο χρονικό διάστημα με τον ίδιο, λαμβάνοντας σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν το εφάπαξ βοήθημα, χωρίς την επιβολή των ανωτέρω περικοπών, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση εξέτασης του δικού του φακέλου και την ένεκα αυτής ζημίας του, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τούτο, διότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι με την ./Α/2015 έκθεση ελέγχου του Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης εντοπίστηκε περιστασιακή καταστρατήγηση της σειράς προτεραιότητας μεταξύ των δικαιούχων του εφάπαξ βοηθήματος για τους οποίους η οριστική απόφαση κύριας σύνταξης εκδόθηκε την ίδια περίοδο, ήτοι υπό την έννοια ότι η σειρά έκδοσης της οριστικής απόφασης εφάπαξ δεν ανταποκρινόταν στη σειρά έκδοσης της οριστικής απόφασης κύριας σύνταξης (και όχι στη σειρά έκδοσης της προσωρινής απόφασης σύνταξης, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει ο ενάγων), η οποία αποτελούσε το έναυσμα για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων των δικαιούχων, και ανεξαρτήτως εάν, μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης συνταξιοδοτήσεως του ενάγοντος, προκρίθηκαν πράγματι άλλοι ασφαλισμένοι έναντι αυτού ως προς την απονομή του εφάπαξ, σε κάθε περίπτωση, δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των ως άνω διαπιστώσεων και της επικαλούμενης εκ μέρους του ενάγοντος ζημίας, καθόσον, πάντως, η υπαγωγή του στο μεταγενέστερο και δυσμενέστερο γι΄ αυτόν καθεστώς οφειλόταν στο γεγονός ότι οι πρώτες μειώσεις του εφάπαξ βοηθήματος είχαν ήδη δρομολογηθεί από τις 1.7.2011 με τη δημοσίευση του ν. 3986/2011, δηλαδή, πριν από την επίδοση στις 5.9.2011 στο εναγόμενο της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης του ενάγοντος, η οποία αποτελούσε την αναγκαία προϋπόθεση για τον οριστικό υπολογισμό εκ μέρους των οργάνων του εναγόμενου του δικαιούμενου από αυτόν εφάπαξ βοηθήματος, αλλά και στο γεγονός ότι, μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4024/2011 στις 27.10.2011, εκκρεμούσε το ζήτημα της επιλύσεως των διαφωνιών εφαρμογής των νέων διατάξεων. Ως εκ τούτου, ακόμη κι αν δεν είχε μεσολαβήσει η επικαλούμενη από τον ενάγοντα καταστρατήγηση της σειράς προτεραιότητας, δεν θα είχε αποφευχθεί η υπαγωγή του ιδίου στις νέες διατάξεις. Κατόπιν των ανωτέρω, δεν θεμελιώνεται ευθύνη του εναγόμενου προς αποζημίωση του ενάγοντος, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, για το λόγο αυτό, η αγωγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

 

            9. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί, κατ’ εκτίμηση, όμως, των περιστάσεων πρέπει να αποδοθεί το καταβληθέν δικαστικό ένσημο στον ενάγοντα και να απαλλαγεί αυτός από την υποχρέωση καταβολής των λοιπών δικαστικών εξόδων του εναγόμενου (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ και παρ. 4 εδ. α΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) .

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

            Απορρίπτει την αγωγή.

 

            Διατάσσει την απόδοση στον ενάγοντα του καταβληθέντος δικαστικού ενσήμου και απαλλάσσει αυτόν από την υποχρέωση καταβολής των λοιπών δικαστικών εξόδων του εναγόμενου.

 

            Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 21-12-2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΕΝΤΗ                   ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΙΧΛΗΣ

 

Ακριβές αντίγραφο

Αθήνα  24-12-2018

Ο Προϊστάμενος του Τμήματος

α/α

Αγγελική Ταγκαλάκη