ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΔΠρΑθ 21115/2018

 

Συνταξιούχοι τραπεζικοί υπάλληλοι - ΤΑΥΤΕΚΩ - Μείωση εφάπαξ βοηθήματος - Συνταγματικότητα ρύθμισης-.

 

Οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 4024/2011, με τις οποίες επήλθαν μειώσεις της εφάπαξ παροχής δεν αντίκεινται στα άρθρα 22 παρ. 5, 4 παρ. 1 και 5, 17, 12 του Συντάγματος, ούτε παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, και είναι σύμφωνες με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Δεν θεμελιώνεται η ευθύνη προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ ούτε και κατά το άρθρο 904 ΑΚ.

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης 21115/2018

 

ΓΑΚ 24977/2012

TO

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

Τμήμα 2ο Μονομελές

 

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 07 Νοεμβρίου 2017, με δικαστή την Όλγα-Ξένη Κουκούλη, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τον Νικόλαο Γερνά, δικαστικό υπάλληλο,

 

γ ι α να δικάσει την προσφυγή - αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 04.12.2012,

 

τ ο υ Ν. Α. του Μ., κάτοικου … (οδός …, αρ….), ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 133 παρ.2 του Κ.Δ.Δ., της πληρεξουσίας του δικηγόρου Αθανασίας Γεωργοπούλου,

 

κ α τ ά του ν.π.δ.δ. ΅ε την επωνυ΅ία «Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.), ήδη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), που εκπροσωπείται νόμιμα και για το οποίο παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του Κ.Δ.Δ., η πληρεξουσία του δικηγόρος Μαρία Ασπρούδη.

 

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

 

1. Επειδή, με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ζητείται παραδεκτώς : α) κατά το μέρος που ασκείται ως προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα … σειράς Α’ έντυπα παραβόλου), να ακυρωθεί, άλλως μεταρρυθμιστεί, η 35/04.10.2012 (υπ’αρ.973/04.10.2012) απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του καθ’ ού - εναγόμενου ν.π.δ.δ. ΅ε την επωνυ΅ία «Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.) [ως καθολικού διαδόχου του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Τα΅είο Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος» (Τ.Α.Π.- Ε.Τ.Ε.), σύμφωνα με τα άρθρα 70 και 83 του ν. 3655/2008, ΦΕΚ Α΄58], κατά το μέρος που με αυτή απερρίφθη ένσταση του προσφεύγοντος - ενάγοντος κατά του από 16.02.2012 σημειώματος χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος του Διευθυντή του Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Εμπορικής Τραπέζης Ελλάδος του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.. Με το τελευταίο αυτό έγγραφο είχε χορηγηθεί στον προσφεύγοντα - ενάγοντα εφάπαξ ασφαλιστική παροχή μειωμένη κατά 22.507,67 ευρώ (καταβληθέν ποσό 52.517,90 ευρώ, αντί του αρχικά υπολογισθέντος ποσού των 75.025,57 ευρώ) κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 παρ.6 του ν.4024/2011 (ΦΕΚ Α΄226) και β) κατά το μέρος που ασκείται ως αγωγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με κωδικό πληρωμής … ηλεκτρονικά υποβαλλόμενο έντυπο δικαστικού ενσήμου και το οικείο αποδεικτικό καταβολής), να υποχρεωθεί το καθ’ ού - εναγόμενο Ταμείο, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την ημερομηνία καταβολής του μειωμένου εφάπαξ βοηθήματος, άλλως από την κατάθεση του δικογράφου και έως την εξόφληση, ποσό 22.507,67 ευρώ, που αντιστοιχεί στη μη καταβληθείσα σε αυτόν διαφορά του ένδικου εφάπαξ βοηθήματος, ως αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 - 106 του ΕισΝΑΚ, άλλως και επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ). Η παρούσα δίκη νομίμως συνεχίζεται από το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ως καθολικό διάδοχο του Κλάδου Πρόνοιας του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου υπεισέρχεται (άρθρα 36 παρ.5 και 48 παρ.9-11 του ν. 4052/2012, ΦΕΚ Α΄41, όπως οι παράγραφοι αυτές προστέθηκαν με τα άρθρα 75 και 85 του ν.4387/2016, ΦΕΚ Α’85).

 

2. Επειδή, με το άρθρο 2 παρ.6 του ν.4024/2011 (ΦΕΚ Α΄226) αντικαταστάθηκε η παρ.5.α του άρθρου 44 του ν.3986/2011 (ΦΕΚ Α’152) ως εξής:  «... Στους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.ΚΩ. που εξήλθαν ή θα εξέλθουν της Υπηρεσίας από 1.8.2011 και μετά το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγεί το Ταμείο αυτό, σύμφωνα με τις καταστατικές του διατάξεις, μειώνεται κατά ποσοστό 30% σε όσους δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος».

 

3. Επειδή, με την υπ’ αρ. 734/2016 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε, μεταξύ άλλων, η συνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 2 παρ.6 του ν.4024/2011, με τις οποίες επήλθαν μειώσεις στο χορηγούμενο στους ασφαλισμένους του Τ.Α.Π. - Ε.Τ.Ε. εφάπαξ βοήθημα. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι περικοπές του εφάπαξ βοηθήματος που επήλθαν δυνάμει του άρθρου αυτού εντάσσονται, μαζί με τις περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα, αφ’ ενός για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας και, αφ’ ετέρου, για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του, μεταρρύθμιση η οποία ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η θέσπιση δε των περικοπών αυτών εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι απλώς το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Από τα μακροοικονομικά στοιχεία (δημοσιονομικά και μη), τα οποία εκτίθενται στις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις, προκύπτει εναργώς ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων, το οποίο περιλαμβάνει και φορείς εφάπαξ παροχών κατά τη συνταξιοδότηση, θα ήταν ανέφικτη χωρίς τη λήψη μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών μέτρων και χωρίς τη μακροπρόθεσμη διαρθρωτική μεταρρύθμιση του θεσμού. Επομένως, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, η οποία εκδηλώθηκε με τις ως άνω διατάξεις και εντάσσεται στο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σκέλος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης (σε αντίθεση με το αμιγώς διαρθρωτικό), αιτιολογείται προσηκόντως, κατά δε τα λοιπά, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, αντικείμενο του οποίου είναι μόνον η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος (βλ. και ΣτΕ 1094, 2289/1987 Ολομ.). Εξάλλου, για την επιβολή των επίμαχων περικοπών δεν απαιτείτο η εκπόνηση οικονομικής ή αναλογιστικής μελέτης, διότι σύνταξη τέτοιας μελέτης απαιτείται πριν από τη λήψη νομοθετικών επεμβάσεων σε ασφαλιστικούς οργανισμούς και χάριν της βιωσιμότητας αυτών και, πάντως, σύνταξη οικονομικής ή αναλογιστικής μελέτης δεν απαιτείται, όταν πρόκειται να ληφθούν μέτρα που έχουν και δημοσιονομικό χαρακτήρα, όπως οι επίμαχες περικοπές (βλ. και ΣτΕ 1285/2012 Ολομ. σκ. 12, 13). Επιπλέον, ενόψει του διακηρυχθέντος στόχου του περιορισμού της αύξησης των κοινωνικών δαπανών, καθώς και του ότι οι επίμαχες μειώσεις, οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και είναι αναγκαίες για την επιβίωση του Ταμείου, δεν μπορούν αυτές να χαρακτηρισθούν ως μη αναγκαίες, διότι ο πολιτικός στόχος του περιορισμού της αύξησης των κοινωνικών δαπανών από τη φύση του επιτυγχάνεται με τη μείωση των επιχορηγήσεων και όχι με την περαιτέρω χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, διότι στην δεύτερη περίπτωση ο στόχος καθίσταται επαχθέστερος, δεδομένου ότι απολήγει στην περαιτέρω επιβάρυνση των υπολοίπων πολιτών με την επιβολή φορολογίας. Τέλος, οι επίμαχες μειώσεις εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, η επιχειρούμενη δε δημοσιονομική προσαρμογή δεν στηρίζεται μόνο στη μείωση των δαπανών των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, αλλά και στη λήψη διάφορων δημοσιονομικών, διαρθρωτικών και χρηματοπιστωτικών μέτρων, η συνδυασμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμάται από τον νομοθέτη ότι θα συμβάλει στην έξοδο της Χώρας από την κρίση και στην βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών, κατά τρόπο που αναμένεται να διατηρηθεί και στο μέλλον, λαμβανομένης υπόψη και της υποχρέωσης του Κράτους να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων αναλόγως των εκάστοτε ισχυουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Ενόψει όλων αυτών, οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ.6 του ν.4024/2011, με τις οποίες επήλθαν μειώσεις της εφάπαξ παροχής δεν αντίκεινται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, ούτε παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου μάλιστα ότι η μείωση αυτή του εφάπαξ βοηθήματος έγινε σε εφαρμογή της 2011/734/ΕΕ απόφασης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Ιουλίου 2011 (ΕΕ L 296/15.11.2011), με την οποία η Ελλάδα ειδοποιήθηκε να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος. Εξάλλου, οι παραπάνω διατάξεις δεν παραβιάζουν την γενική αρχή της ισότητας, ούτε την διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, κατά την οποία οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεών τους, καθόσον το καθ’ ου - εναγόμενο Ταμείο αντιμετώπιζε άμεσα και πιεστικά οικονομικά προβλήματα, συνεπεία των οποίων αδυνατούσε να ανταποκριθεί επικαίρως στις υποχρεώσεις του, η αντιμετώπιση δε των προβλημάτων αυτών έπρεπε να γίνει τόσο με έκτακτη οικονομική ενίσχυση από το Κράτος, που ήδη έλαβε χώρα, αλλά και με περικοπές του χορηγούμενου εφάπαξ βοηθήματος και τούτο για την αποφυγή επιβολής φορολογίας και άλλων επιβαρύνσεων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Εξάλλου, η για το παρελθόν μείωση της ανωτέρω εφάπαξ παροχής είναι σύμφωνη με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), αλλά και με το άρθρο 17 του Συντάγματος, καθόσον η για το παρελθόν μείωση ασφαλιστικής παροχής είναι, κατ’ αρχήν, συμβατή με το εσωτερικό ελληνικό δίκαιο, περαιτέρω δε, η εν προκειμένω μείωση της εφάπαξ παροχής δεν συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της περιουσίας των ασφαλισμένων του Ταμείου, ούτε με αυτήν ανατρέπεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος αυτών, αφού η μείωση αυτή έγινε για τους προεκτεθέντες σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και ιδίως λόγω της σοβαρής αδυναμίας του Ταμείου να ανταποκριθεί επικαίρως στις υποχρεώσεις του. Για τους ίδιους δε λόγους προεχόντως, οι επίμαχες διατάξεις περί μείωσης της εφάπαξ παροχής με κριτήριο τον χρόνο απονομής του βοηθήματος και όχι τον χρόνο αποχώρησης από την υπηρεσία δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας και στην ειδικότερη αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ.1 και 5 του Συντάγματος), αφού, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, ο νομοθέτης δεν κωλυόταν να ορίσει αναδρομικώς τις μειώσεις και δη από το χρονικό σημείο που καθόρισε ο ν.4024/2011. Τέλος, οι αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου δεν εμποδίζουν τον νομοθέτη, ο οποίος υποχρεούται να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, να λαμβάνει μέτρα εντός του πλαισίου της συνταγματικής τάξης, ακόμη και σε ήδη συνεστημένες έννομες σχέσεις ή καταστάσεις, όταν αδήριτες ανάγκες το επιβάλλουν. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, κατά την οποία απαγορεύεται η μεταβολή του ευνοϊκού για τους ασφαλισμένους νομοθετικού καθεστώτος, είτε για το μέλλον, είτε για το παρελθόν, θα κατέληγε σε παράλυση της δράσης του νομοθέτη και, ειδικώς στο πεδίο του οικονομικού προγραμματισμού (βλ. και ΣτΕ 490/2000 σκ.5), σε ματαίωση της ευχέρειάς του να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις συμφώνως προς τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος, ακόμη και τις ήδη γεννημένες.

 

4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα : Ο προσφεύγων - ενάγων, ασφαλισμένος του (πρώην) Τ.Α.Π.- Ε.Τ.Ε., απασχολήθηκε στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος έως τις 29.12.2011, οπότε και αποχώρησε από την υπηρεσία έχοντας συνολική συντάξιμη υπηρεσία 28 ετών. Με την από 29.12.2011 αίτησή του ζήτησε από το Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. να λάβει το εφάπαξ βοήθημα του Κλάδου Πρόνοιας (Τομέα Προνοίας Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος). Το αίτημά του έγινε δεκτό και με το από 16.02.2012 σημείωμα του Διευθυντή του εν λόγω Τομέα, υπολογίστηκε το ως άνω εφάπαξ αρχικά σε 75.025,57 ευρώ, του καταβλήθηκε, όμως, τελικά το ποσό των 52.517,90 ευρώ, μετά την κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παρ.6 του ν.4024/2011 μείωση το ποσού κατά 22.507,67 ευρώ (30%). Κατά του σημειώματος αυτού, ο προσφεύγων - ενάγων άσκησε ένσταση ενώπιον του Δ.Σ. του Ταμείου, η οποία απερρίφθη με την ήδη προσβαλλόμενη ./04.10.2012 (υπ’ αρ. /04.10.2012) απόφασή του.

 

5. Επειδή, με την υπό κρίση προσφυγή - αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ο προσφεύγων - ενάγων ζητεί, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην υπ’αρ.1 σκέψη της παρούσας να ακυρωθεί, άλλως μεταρρυθμιστεί, η ως άνω απόφαση κατά το μέρος που τον αφορά και να υποχρεωθεί το καθ’ού - εναγόμενο Ταμείο, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να του καταβάλει, νομιμοτόκως, ποσό 22.507,67 ευρώ, που αντιστοιχεί στη μη καταβληθείσα σε αυτόν διαφορά του ένδικου εφάπαξ βοηθήματος, ως αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 - 106 του ΕισΝΑΚ,  άλλως και επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ), προβάλλοντας ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ.6 του ν.4024/2011 κατ’εφαρμογή της οποίας του χορηγήθηκε μειωμένο ποσό εφάπαξ βοηθήματος, είναι ανίσχυρη, ως αντίθετη στο Σύνταγμα, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και σε γενικές αρχές του δικαίου. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η διάταξη αυτή είναι μη εφαρμοστέα, καθώς είναι αντίθετη προς τον ανταποδοτικό χαρακτήρα του ένδικου εφάπαξ βοηθήματος, το οποίο σχηματίστηκε αποκλειστικά από εισφορές των ασφαλισμένων ή του εργοδότη, ενόψει δε τούτου είναι αντίθετη και προς το άρθρο 4 παρ.1 (αρχή της ισότητας), αλλά και το άρθρο 22 παρ.5 του Συντάγματος, καθώς εισάγει δυσμενή διάκριση μεταξύ των ασφαλισμένων, και μάλιστα με αναδρομική ισχύ και ανάλογα με την ημερομηνία αποχώρησης από την υπηρεσία κάθε ασφαλισμένου, η διάκριση δε αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι παραβιάζει το άρθρο 12 παρ.1 του Συντάγματος, αλλά και τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη, καθώς και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ασφαλισμένου. Περαιτέρω, διατείνεται ότι η θεσπισθείσα με το άρθρο 2 παρ.6 του ν. 4024/2011 μείωση του ποσού του χορηγούμενου εφάπαξ βοηθήματος προσβάλλει περιουσιακό του δικαίωμα κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., μη νομίμως δε, θεσπίστηκε χωρίς την σύνταξη αναλογιστικής μελέτης. Από την πλευρά του, το καθ’ ού - εναγόμενο Ταμείο, με την από 04.10.2017 έκθεση απόψεων και το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, ζητεί την απόρριψη της προσφυγής - αγωγής, επικαλούμενο, μεταξύ άλλων, την υπ’ αρ. 734/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και την ύπαρξη άμεσων και πιεστικών οικονομικών προβλημάτων συνεπεία των οποίων αδυνατούσε να ανταπεξέλθει επικαίρως στις υποχρεώσεις του, υπογραμμίζοντας επιπλέον ότι το τελικώς καταβληθέν στον προσφεύγοντα - ενάγοντα εφάπαξ χρηματικό βοήθημα ύψους 52.517,90 ευρώ υπερβαίνει σημαντικά τις καταβληθείσες από τον ίδιον, καθ' όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του, εισφορές οι οποίες, με βάση τα αναφερόμενα στο οικείο φύλλο υπολογισμού της υπηρεσίας του, ανήλθαν σε 15.500,23 ευρώ.

 

6. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις που παρατέθηκαν και όσα έγιναν δεκτά στις υπ’αρ.2-3 σκέψεις της παρούσας, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προσφεύγων - ενάγων δεν επικαλείται, ούτε αποδεικνύει, ότι το τελικώς καταβληθέν σε αυτόν εφάπαξ βοήθημα υπολείπεται, και δη σημαντικά, σε σχέση με τις καταβληθείσες από τον ίδιο εισφορές καθ’ όλη την διάρκεια της υπηρεσίας του, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά την κατά νόμο αξιοποίηση του κεφαλαίου αυτών είτε με έντοκη κατάθεσή του στην Τράπεζα της Ελλάδος, ή σε ασφαλή εμπορική τράπεζα, είτε με άλλη ασφαλή επένδυσή του, περαιτέρω, δε, μετά την τιμαριθμική αναπροσαρμογή αυτού (ν.1611/1950 - ΦΕΚ Α΄304, άρθρο τρίτο του ν.2216/1994 - ΦΕΚ Α΄83, άρθρο 15 παρ.11 του ν.2469/1997 - ΦΕΚ Α΄38, άρθρο 14 του ν.2042/1992 - ΦΕΚ Α΄75, άρθρο 2 του ν.3586/2007 - ΦΕΚ Α΄151, πρβλ. ΟλΣτΕ 734/2016, σκ. 27), αντιθέτως και σύμφωνα με τους υπολογισμούς του καθ’ ού - εναγόμενου, όπως προαναφέρθηκε, οι παραπάνω εισφορές υπολείπονται σημαντικά σε σύγκριση με το τελικώς καταβληθέν στον ίδιο εφάπαξ, ακόμα και μετά την ένδικη μείωση, κρίνει ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ.6 του ν. 4024/2011 δεν παραβιάζει τις αρχές της ανταποδοτικότητας και της ισότητας, ούτε την διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, κατά την οποία οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεών τους, ενόψει του ότι το καθ’ ού - εναγόμενο Ταμείο αντιμετώπιζε άμεσα και πιεστικότατα οικονομικά προβλήματα, συνεπεία των οποίων αδυνατούσε να ανταποκριθεί επικαίρως στις υποχρεώσεις του, η αντιμετώπιση δε των προβλημάτων αυτών έπρεπε να γίνει με έκτακτη οικονομική ενίσχυση από το Κράτος (βλ. το 13791/714/23.03.2017 έγγραφο του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης), αλλά και με περικοπές του χορηγούμενου εφάπαξ βοηθήματος, προς αποφυγή επιβολής φορολογίας και άλλων επιβαρύνσεων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Εξάλλου, η για το παρελθόν μείωση της ως άνω εφάπαξ παροχής είναι σύμφωνη με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., αλλά και με το άρθρο 17 του Συντάγματος, καθόσον η για το παρελθόν μείωση ασφαλιστικής παροχής είναι, κατ’ αρχήν, συμβατή με το εσωτερικό ελληνικό δίκαιο, περαιτέρω δε, η εν προκειμένω μείωση της εφάπαξ παροχής δεν συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της περιουσίας των ασφαλισμένων του Ταμείου, ούτε με αυτήν ανατρέπεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος αυτών, αφού η εν λόγω μείωση έγινε για τους προεκτεθέντες σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και ιδίως ένεκα της σοβαρής αδυναμίας του Ταμείου να ανταποκριθεί επικαίρως στις υποχρεώσεις του. Για τους ίδιους, δε, λόγους, προεχόντως, οι επίμαχες διατάξεις περί μείωσης της εφάπαξ παροχής, με κριτήριο τον χρόνο απονομής του βοηθήματος και όχι τον χρόνο αποχώρησης από την υπηρεσία, δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας και στην ειδικότερη αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος), αφού, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, ο νομοθέτης δεν κωλύεται να ορίσει αναδρομικώς τις μειώσεις και δη από το χρονικό σημείο που καθόρισε ο εφαρμοστέος νόμος. Επιπροσθέτως, οι αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου δεν εμποδίζουν τον νομοθέτη, ο οποίος υποχρεούται να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, να λαμβάνει μέτρα εντός του πλαισίου της συνταγματικής τάξης, ακόμη και σε ήδη συνεστημένες έννομες σχέσεις ή καταστάσεις, όταν αδήριτες ανάγκες το επιβάλλουν. Επίσης και ο λόγος περί αντίθεσης του ν.4024/2011 προς το άρθρο 12 παρ.1 του Συντάγματος είναι απορριπτέος, αλλά ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης, διότι το καθ’ ού - εναγόμενο δεν αποτελεί σωματείο ή συνεταιρισμό, αλλά οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης. Τέλος, κατά τα γενόμενα δεκτά στις ως άνω σκέψεις της παρούσας, δεν απαιτείτο, για την επιβολή των επίμαχων περικοπών η εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο προσφεύγων - ενάγων. Επομένως, η κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.6  του ν.4024/2011 μείωση της εφάπαξ παροχής που χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα - ενάγοντα, νομίμως εχώρησε, το δε καθ’ ού - εναγόμενο συμμορφούμενο προς τη διάταξη αυτή δεν εφάρμοσε κανόνα δικαίου αντίθετο προς το Σύνταγμα ή άλλον υπερνομοθετικής ισχύος κανόνα και, άρα, ουδεμία ευθύνη προς αποζημίωση υπέχει εκ του λόγου αυτού, απορριπτομένης της κρινόμενης προσφυγής, καθώς και της κύριας βάσης της, σωρευόμενης με αυτήν, αγωγής. Επιπλέον, η κρινόμενη αγωγή παρίσταται απορριπτέα και προς την επικουρική (κατ’ επίκληση των διατάξεων περί  αδικαιολόγητου πλουτισμού) βάση της, διότι από τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής, ουσιαστικά, φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η τελευταία, γεγονός που δεν συντρέχει εν προκειμένω, και υπό την αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (βλ. ΣτΕ 651/2018, 2367/2017, 4102/2015, 528/2014 κ.ά.).

 

7. Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση προσφυγή - αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και το καταβληθέν παράβολο να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ο δε προσφεύγων - ενάγων να απαλλαγεί κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ού - εναγόμενου (άρθρο 275 παρ.1 εδ. ε’ του Κ.Δ.Δ.).

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Απορρίπτει την προσφυγή - αγωγή.

 

Διατάσσει την υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου.

 

Απαλλάσσει τον προσφεύγοντα - ενάγοντα από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ού - εναγόμενου.

 

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 13.12.2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

OΛΓΑ ΞΕΝΗ ΚΟΥΚΟΥΛΗ                               ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΡΝΑΣ