ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΔΠρΑθ 12108/2019

 

Συνταξιούχοι ΟΣΕ - Περικοπές συντάξεων - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Αποζημίωση -.

 

Μη νόμιμες περικοπές των συντάξεων πρώην υπαλλήλων του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος. Οι περικοπές των συντάξεων, οι οποίες διενεργήθηκαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012 είναι αντίθετες στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5, άρθρο 22 παρ.5 και άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ. Ευθύνη Δημοσίου προς αποζημίωση από τη νομοθέτηση με τα αρμόδια όργανα έναντι του ζημιωθέντος. Επιδίκαση αποζημίωσης.

 

 

 

Αριθμός Απόφασης 12108/2019

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

ΤΜΗΜΑ 6ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

 

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε  δημόσια στο ακροατήριό του στις 1 Απριλίου 2019 με δικαστή την Ελένη Αυγούστη Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την Αικατερίνη Τσουνάκη, δικαστική υπάλληλο,

 

γ ι α να δικάσει την αγωγή που κατατέθηκε στις 14.9.2016

 

των : 1. ... 50. ... συνταξιούχοι σιδηροδρομικοί, οι οποίοι, πλην του δέκατου και τεσσαρακοστού τρίτου αυτών, παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Χρυσάνθη Αποστόλου

 

κ α τ ά  του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» και ήδη «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» το οποίο εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο αλλά θεωρείται ότι παραστάθηκε με την από 3.5.2019 δήλωση (άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δικ) του πληρεξούσιου δικηγόρου του Δημητρίου Κούκουλα

 

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, για την συζήτηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (άρθρο 274 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δικ) ζητείται από τους ενάγοντες, συνταξιούχους του πρώην ΙΚΑ ΕΤΑΜ και ήδη ΕΦΚΑ αφενός να ακυρωθούν οι τεκμαιρόμενες σιωπηρές απορρίψεις από το εναγόμενο αιτήσεων που υπέβαλαν περί διακοπής των γενόμενων, δυνάμει του ν. 4093/2012, περικοπών στην σύνταξη που λαμβάνει έκαστος τούτων, και αφετέρου να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει, νομιμοτόκως από το χρονικό σημείο που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό άλλως από της επιδόσεως. σε κάθε έναν από τους πρώτο, όγδοο και τεσσαρακοστό έβδομο των εναγόντων το ποσό των 2.654 ευρώ, στον δεύτερο των 1.639 ευρώ, στον τρίτο των 2.929 ευρώ, σε κάθε έναν από τους  τέταρτο και έκτο των 2.424 ευρώ, στον πέμπτο των 1.581 ευρώ, στον έβδομο των 2.468 ευρώ, στον ένατο των 1.874 ευρώ, στον δέκατο των 1.413 ευρώ, στον εντέκατο των 2.009 ευρώ, στον δωδέκατο των 2.741 ευρώ, στον δέκατο τρίτο των 3.000 ευρώ, στον δέκατο τέταρτο των 2.693 ευρώ, στον δέκατο πέμπτο των 2.977 ευρώ, στον δέκατο έκτο των 2.343, στον δέκατο έβδομο των 2.851 ευρώ, στον δέκατο όγδοο των 2.724 ευρώ, στον δέκατο ένατο των 1.469 ευρώ, στον εικοστό των 1.662 ευρώ, στον εικοστό πρώτο των 1.534 ευρώ, στον εικοστό δεύτερο των 2.553 ευρώ, στον εικοστό τρίτο των 1.546 ευρώ, στον εικοστό τέταρτο των 1.564 ευρώ, στην  εικοστή πέμπτη των 2.344 ευρώ, στον εικοστό έκτο των 1.630 ευρώ, στον εικοστό έβδομο των 1.603 ευρώ, στον εικοστό όγδοο των 1.542 ευρώ, στον εικοστό ένατο των 2.462 ευρώ, στον τριακοστό των 1.647 ευρώ, στον τριακοστό πρώτο των 2.846 ευρώ, στον τριακοστό δεύτερο των 2.991 ευρώ, στον τριακοστό τρίτο των 1.610 ευρώ, στον τριακοστό τέταρτο των 2.240 ευρώ, στον τριακοστό πέμπτο των 2.878 ευρώ, σε κάθε έναν από τους τριακοστό έκτο και τριακοστό ένατο των 800 ευρώ, στον τριακοστό έβδομο των 2.164 ευρώ, στον τριακοστό όγδοο των 1.498 ευρώ, στον τεσσαρακοστό των 2.727 ευρώ, στον τεσσαρακοστό πρώτο των 1.804 ευρώ, στον τεσσαρακοστό δεύτερο των 2.437 ευρώ, στον τεσσαρακοστό τρίτο των 1.657 ευρώ, στον τεσσαρακοστό τέταρτο των 2.771 ευρώ, στον τεσσαρακοστό πέμπτο των 2.704 ευρώ, στον τεσσαρακοστό έκτο των 2.698 ευρώ, στον τεσσαρακοστό όγδοο των 2.700 ευρώ, στον τεσσαρακοστό ένατο των 1.637 ευρώ και στον πεντηκοστό των  1.624 ευρώ. Τα ανωτέρα ποσά αντιστοιχούν στο ποσό των περικοπών που επιβλήθηκαν στη σύνταξη που έλαβε έκαστος των εναγόντων κατά το χρονικό διάστημα από τον 11.6.2015 έως 30.6.2016, κατ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222), συμπεριλαμβανομένων Δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και επιδόματος αδείας των αντίστοιχων ετών.

 

2. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή κατά το κεφάλαιο με το οποίο ζητείται η ακύρωση σιωπηρώς απορριφθέντων αιτήσεων των εναγόντων περί διακοπής διενέργειας των ένδικων περικοπών, απαραδέκτως ασκείται διότι αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι, σύμφωνα με το άρθρο 73 του Κ.Διοικ.Δικ. η αναγνώριση ή καταψήφιση γεγενημένης, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, χρηματικής αξίωσης και όχι η ακύρωση ρητών ή σιωπηρών διοικητικών πράξεων. Περαιτέρω, η αγωγή ως προς τον δέκατο των εναγόντων ... πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω μη νομιμοποίησης της υπογράφουσας το δικόγραφο της αγωγής και παρασταθείσας στην συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο δικηγόρο Χρυσάνθη Αποστόλου, διότι αφενός δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο για να εγκρίνει την κρινόμενη αγωγή (σχετ. τα από 6.5.2019 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου) αφετέρου δε των στοιχείων της δικογραφίας που προσκομίστηκαν δεν περιέχεται κανένα, κατ άρθρο 30 του Κ.ΔΙοικ.Δικ. έγγραφο προς νομιμοποίηση της ως άνω δικηγόρου. Εξάλλου, ως προς τον τεσσαρακοστό τρίτο ενάγοντα ... η προσαχθείσα από 24.12.2015 εξουσιοδότηση της ... προς την υπογράφουσα το δικόγραφο της αγωγής δικηγόρο, βρίσκεται εκτός των ορίων της πληρεξουσιότητας που χορηγήθηκε σε αυτήν με το προσαχθέν ./26.10.2015 ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Πατρών ..., δεδομένου ότι μεταξύ των εντολών που χορήγησε ο ... στην υπογράφουσα την εξουσιοδότηση, δεν περιλαμβάνεται ο διορισμός δικαστικών πληρεξουσίων. Ως εκ τούτου, ενόψει της μη προσκόμισης άλλων εγγράφων νομιμοποίησης, η αγωγή πρέπει ως προς τον ... να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω μη νομιμοποίησης της υπογράφουσας το δικόγραφο της αγωγής δικηγόρου.

 

3. Επειδή, περαιτέρω, μετά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής (14.9.2016) απεβίωσε στην Αθήνα στις 27.12.2017 ο τριακοστός όγδοος ενάγοντας ... (βλ. το ./20.2.2019 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξίαρχου Πετρούπολης) και στην Θεσσαλονίκη στις 4.12.2017 ο τεσσαρακοστός ένατος ενάγων ... (βλ. το από 16.12.2017 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου της Ληξιάρχου Αλεξάνδρειας Ημαθείας). Η παρούσα δίκη όμως, νομίμως συνεχίζεται, κατ άρθρο 141 παρ. 1 του Κ.Διοικ.Δικ χωρίς διακοπή για μεν το ... από την σύζυγο του εν ζωή ... (σχετ. το ./10.1.2018 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δημάρχου Πετρούπολης, το ./6.2.2018 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Τμήματος Διαθηκών του Ειρηνοδικείου Ιλίου και το ./10.5.2019 πιστοποιητικό περί μη δημοσιεύσεως άλλης, πλην της προαναφερθείσας, διαθήκης του Ειρηνοδικείου Ίλιου) και για τον ... από τα τέκνα του ... (σχετ. το από 6.12.2017 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών, το ./1.2.2018 πρακτικό δημοσίευσης δημόσιας διαθήκης του Ειρηνοδικείου Βέροιας και τα ./2019 και ./2019 πιστοποιητικά περί μη δημοσίευσης άλλης, πλην της προαναφερόμενης διαθήκης, του Ειρηνοδικείου Βέροιας και Θεσσαλονίκης αντίστοιχα).

 

4. Επειδή, μετά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, με τα άρθρα 51 επ. του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α 85) συστήθηκε το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικών Ασφαλίσεων», στο οποίο εντάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 53 τούτου, μεταξύ άλλων και το ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, στον οποίο είχε ενταχθεί δυνάμει του ν. 3655/2008 από 1.8.2008 ο κλάδος συντάξεων του ΤΑΠ ΟΣΕ. Μετά ταύτα η παρούσα δίκη νομίμως, σύμφωνα με το άρθρο 70 του ιδίου ως άνω ν. 4387/2016 συνεχίζεται χωρίς διακοπή, από τον «Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης», η δε η αγωγή κατά το κεφάλαιο με το οποίο ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στους ενάγοντες τα αναφερόμενα στην πρώτη σκέψη ποσά, τα οποία προέρχονται από την  από την εφαρμογή διατάξεων που, κατά τους ισχυρισμούς τους, παραβιάζουν συνταγματικές διατάξεις, έχει ασκηθεί κατά τα λοιπά παραδεκτώς και πρέπει να εξεταστεί στην ουσία. 

 

5.  Επειδή, στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», στο άρθρο 4 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι «συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (παρ. 5), στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει», στο δε άρθρο 25 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους», ότι «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει () να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας ()» (παρ. 1), και ότι «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα : Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. [Οι ανωτέρω καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) - ασυνδέτως, όμως, προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς - αποτελούν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος, επιβάλλουν στο κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφήν παροχών εις χρήμα ή εις είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβιώσεως («κοινωνική πρόνοια»)]. Εφ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται - όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας - η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 3487/2008 Ολ.), ενώ επιτρέπεται η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Εν όψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από το νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., 2690, 2692/1993 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ.). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή ν.π.δ.δ.) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ.). Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απ ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τούτο διότι, εφ όσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών (η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν συναρτάται, αποκλειστικώς ή προεχόντως, με το ύψος των εισφορών), φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (βλ. γνωμοδότηση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου 24.6.2010). [Ήδη, τακτική συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση των οργανισμών υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως προβλέπεται με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2084/1992, ειδικώς δε ως προς το Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. με το άρθρο 4 παρ. 1-5 του ν. 3029/2002]. Το ύψος της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως - συμμετοχής η οποία πρέπει να είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των προεκτεθέντων συνταγματικώς επιβεβλημένων σκοπών (επάρκεια παροχών προς διασφάλιση ικανοποιητικού κατά τα ανωτέρω επιπέδου διαβιώσεως και διασφάλιση της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα) - προσδιορίζεται εκάστοτε από τον κρατικό προϋπολογισμό, λαμβανομένων υπ όψιν και των διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995, ΦΕΚ Α΄ 247) περί μεταφοράς πιστώσεων (άρθρο 15 παρ. 3-5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 3871/2010, ΦΕΚ Α΄ 141) ήδη άρθρο 71 παρ. 2-5 ν. 4270/2014, ΦΕΚ Α΄ 143) και περί συμπληρωματικών προϋπολογισμών (άρθρο 8Α του ν. 2362/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3871/2010, ήδη άρθρο 60 ν. 4270/2014). Όταν, όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, προκύπτει αιτιολογημένως ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή, κατά τα άνω, χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφαλίσεως της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων, εφεξής. Σε τέτοιες, άλλωστε, εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης μπορεί, κατ αρχήν, να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως), μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Και στις εξαιρετικές όμως αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (ΣτΕ 2192-2196/2014). Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή, και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου. Προκειμένου, εξ άλλου, να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα, κατά τα ανωτέρω, σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, κατά τα προεκτεθέντα, παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Με δεδομένο, άλλωστε, τον κατ εξοχήν πολύπλοκο και τεχνικό χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων, η έλλειψη τέτοιας μελέτης, και μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό και ελέγξιμο από το δικαστή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατ ουσίαν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις. Έλεγχο, ο οποίος ναι μεν δεν εκτείνεται στην ορθότητα των πολιτικών εκτιμήσεων και επιλογών, οφείλει όμως, ως προς το αντικείμενό του, την τήρηση δηλαδή των συνταγματικών υποχρεώσεων του νομοθέτη, να ασκείται με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο. Παρεκκλίσεις ως προς την αναγκαιότητα της υπάρξεως ή ως προς το περιεχόμενο της ανωτέρω μελέτης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε, από τη φύση του πράγματος, να είναι σε πρώτη φάση αρκετή η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη, τη σοβαρότητα και τον άμεσο χαρακτήρα της απειλής, καθώς και για την ανάγκη, εν όψει των περιστάσεων, να ληφθούν τα συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης. Και τούτο όμως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορα ή μη αναγκαία και ότι δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι υπερβαίνουν το όριο θυσίας των θιγομένων από αυτά, πάντως δε, ενόσω εξακολουθεί να συντρέχει στην ίδια ένταση ο κατεπείγων λόγος που υπαγόρευσε την επιβολή τους (ΣτΕ Ολ. 2288/2015).

 

6. Επειδή, με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ του ν. 4093/2012, «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (ΦΕΚ Α΄ 222), όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 παρ. 4 του ν. 4111/2013 (ΦΕΚ Α΄ 18) με έναρξη ισχύος - σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 4 του ίδιου νόμου - από 5.12.2012, ορίσθηκαν τα εξής: «ΙΑ.5. 1. Από 1.1.2013 η μηνιαία σύνταξη ή το άθροισμα των μηνιαίων συντάξεων άνω των 1.000,00 ευρώ από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία μειώνονται ως εξής: α. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος άνω των 1.000,01 ευρώ και έως 1.500,00 ευρώ μειώνεται στο σύνολο του ποσού κατά 5% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.000,01 ευρώ. β. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από 1.500,01 ευρώ έως 2.000,00 ευρώ μειώνεται στο σύνολο του ποσού κατά 10% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.425,01 ευρώ. γ. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από 2.000,01 ευρώ έως 3.000,00 ευρώ μειώνεται κατά ποσοστό 15% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.800,01 ευρώ. δ. Ποσό σύνταξης ή συντάξεων από 3.000,00 ευρώ και άνω μειώνεται κατά ποσοστό 20% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 2.550,01 ευρώ. Στο ως άνω άθροισμα λαμβάνονται υπόψη τα μερίσματα, καθώς και κάθε είδους προσαυξήσεις. Επί του αθροίσματος αυτού το ποσό της μείωσης επιμερίζεται αναλογικά σε κάθε φορέα ή τομέα και αποτελεί έσοδο του οικείου ασφαλιστικού φορέα ή τομέα. Για τον υπολογισμό του ποσοστού της μείωσης λαμβάνεται υπόψη το καταβλητέο ποσό συντάξεως ή του ως άνω αθροίσματος την 31.12.2012 μετά τις μειώσεις και τις παρακρατήσεις της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων. Από τις ανωτέρω μειώσεις εξαιρούνται όσοι λαμβάνουν το μηνιαίο εξωϊδρυματικό επίδομα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύουν. () 6. Από 1.1.2013 τα επιδόματα και δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη ή καταστατική διάταξη για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων και τομέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, καθώς και του ΟΓΑ, του NAT και της Τράπεζας της Ελλάδος καταργούνται. ».

 

7. Επειδή, με την 2287/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, έγιναν δεκτά, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : Με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστηρίξεως αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010), και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3985/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/2011), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου», και συνιστούν μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων, και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσεως, κρίθηκαν συμβατές με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, εφόσον υπό τα υφιστάμενα κατά το συγκεκριμένο χρόνο δεδομένα δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζόμενων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων. (βλ. ΣτΕ 2288/2015 Ολ σκέψη 20) Ωστόσο, μετά τις διαδοχικές ως άνω περικοπές και μειώσεις, σε συνέχεια δε και προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος, δύο ακόμη νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων και συγκεκριμένα ο ν. 4051/2012, με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12% οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο ν. 4093/2012, με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφ ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστά από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφ ετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης ». Στο ανωτέρω, εξ άλλου, δεύτερο Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι για «την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και εν όψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση», θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις», και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων () με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι ». Οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, κατ αρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, εν όψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, εν όψει των παραγόντων αυτών - όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων - να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε εν όψει και της διαπιστώσεώς του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε και αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφ όσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή κατ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι, ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπ όψη οι κρίσιμες συνταγματικές παράμετροι, διότι  όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (ενόψει της οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το Κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. ʼλλωστε, αντιθέτως προς όσα έγιναν δεκτά στην δεύτερη σκέψη ως προς τις υποχρεώσεις του Κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το Κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με την μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν των ανωτέρω  κρίθηκε ότι προαναφερθείσες διατάξεις, μεταξύ άλλων του ν. 4093/2012 αντίκεινται στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ. 1 και 5, 2 παρ.5 και 25 παρ.1 και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Υπό τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (βλ. σκέψεις 22 και 23 της ανωτέρω απόφασης). Εξάλλου, όπως ρητώς κρίθηκε με την ανωτέρω απόφαση (σκέψη 26)  απόφασης οι συνέπειες της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4093/2012, επέρχονται, μετά από στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος και συνεκτιμώμενης της ταμειακής δυσχέρειας του Ελληνικού Κράτους, μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασής του η οποία έλαβε χώρα στις 10.6.2015, εξαιρουμένων των ασφαλισμένων που είχαν ασκήσει ένδικα μέσα και βοηθήματα σε χρόνο προγενέστερο της ανωτέρω ημεροχρονολογίας.

 

8. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος ...», στο δε άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., για την στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και εάν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός εάν από την νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση, όταν οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη αλλά επέρχονται από την εφαρμογή του ως άνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου αλλά από την τελευταία αυτήν πράξη (βλ. ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., 479-481/2018 Ολομ.).

 

9. Επειδή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας και σύμφωνα με όσα ιστορούνται με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες είναι πρώην υπάλληλοι της Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) και συνταξιούχοι του εναγομένου για το κλάδο επικουρικής ασφάλισης. Με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το εμπροθέσμως υποβληθέν στις 2.5.2019 υπόμνημα τους υποστηρίζουν ότι οι περικοπές που επιβλήθηκαν, κατ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, δυνάμει των οποίων επήλθε για άλλη μία φορά μείωση των καταβαλλόμενων από το εναγόμενο Ταμείο συντάξεων και καταργήθηκαν τα καταβαλλόμενα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και το επίδομα αδείας  αντίκεινται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς επίσης στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όπως άλλωστε κρίθηκε με την 2287/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία οι επίμαχες μειώσεις κρίθηκαν μη νόμιμες και αντισυνταγματικές. Ζητούν δε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει, νομιμοτόκως από το χρονικό σημείο που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό άλλως από της επιδόσεως σε κάθε έναν από τους πρώτο, όγδοο και τεσσαρακοστό έβδομο των εναγόντων το ποσό των 2.654 ευρώ, στον δεύτερο των 1.639 ευρώ, στον τρίτο των 2.929 ευρώ, σε κάθε έναν από τους  τέταρτο και έκτο των 2.424 ευρώ, στον πέμπτο των 1.581 ευρώ, στον έβδομο των 2.468 ευρώ, στον ένατο των 1.874 ευρώ, στον εντέκατο των 2.009 ευρώ, στον δωδέκατο των 2.741 ευρώ, στον δέκατο τρίτο των 3.000 ευρώ, στον δέκατο τέταρτο των 2.693 ευρώ, στον δέκατο πέμπτο των 2.977 ευρώ, στον δέκατο έκτο των 2.343, στον δέκατο έβδομο των 2.851 ευρώ, στον δέκατο όγδοο των 2.724 ευρώ, στον δέκατο ένατο των 1.469 ευρώ, στον εικοστό των 1.662 ευρώ, στον εικοστό πρώτο των 1.534 ευρώ, στον εικοστό δεύτερο των 2.553 ευρώ, στον εικοστό τρίτο των 1.546 ευρώ, στον εικοστό τέταρτο των 1.564 ευρώ, στην  εικοστή πέμπτη των 2.344 ευρώ, στον εικοστό έκτο των 1.630 ευρώ, στον εικοστό έβδομο των 1.603 ευρώ, στον εικοστό όγδοο των 1.542 ευρώ, στον εικοστό ένατο των 2.462 ευρώ, στον τριακοστό των 1.647 ευρώ, στον τριακοστό πρώτο των 2.846 ευρώ, στον τριακοστό δεύτερο των 2.991 ευρώ, στον τριακοστό τρίτο των 1.610 ευρώ, στον τριακοστό τέταρτο των 2.240 ευρώ, στον τριακοστό πέμπτο των 2.878 ευρώ, σε κάθε έναν από τους τριακοστό έκτο και τριακοστό ένατο των 800 ευρώ, στον τριακοστό έβδομο των 2.164 ευρώ, στον τριακοστό όγδοο των 1.498 ευρώ, στον τεσσαρακοστό των 2.727 ευρώ, στον τεσσαρακοστό πρώτο των 1.804 ευρώ, στον τεσσαρακοστό δεύτερο των 2.437 ευρώ, στον τεσσαρακοστό τέταρτο των 2.771 ευρώ, στον τεσσαρακοστό πέμπτο των 2.704 ευρώ, στον τεσσαρακοστό έκτο των 2.698 ευρώ, στον τεσσαρακοστό όγδοο των 2.700 ευρώ, στον τεσσαρακοστό ένατο των 1.637 ευρώ και στον πεντηκοστό των  1.624 ευρώ. Τα ανωτέρα ποσά αντιστοιχούν στο ποσό των περικοπών που επιβλήθηκαν στη σύνταξη που έλαβε έκαστος των εναγόντων κατά το χρονικό διάστημα από τον 11.6.2015 έως 30.6.2016, κατ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222), συμπεριλαμβανομένων Δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και επιδόματος Αδείας των αντίστοιχων ετών. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους οι ενάγοντες προσκομίζουν και επικαλούνται αποφάσεις συνταξιοδότησης εκάστου εξ αυτών καθώς και μηνιαία ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων της ένδικης περιόδου.

 

10. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη αφενός ότι σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την 2287/2015 απόφαση του ΣτΕ και αναφέρονται στην έβδομη σκέψη, οι περικοπές των συντάξεων, οι οποίες διενεργήθηκαν κατ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012 είναι αντίθετες στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5, άρθρο 22 παρ.5 και άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, και αφετέρου ότι η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε στις 14.9.2016 (ΑΓ 5908/2016) ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της 2287/2015 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας (10.06.2015) και ως εκ τούτου η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα δεν ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο εκείνου της διάγνωσης της, εφόσον το ένδικο βοήθημα ασκήθηκε, όπως εν προκειμένω, μετά την δημοσίευση τούτης, κρίνει ότι μη νομίμως, κατ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, περικόπηκαν κατά τα αντίστοιχα ποσά οι συντάξεις που έλαβαν οι ενάγοντες κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2015 έως και 30.6.2016, κατά μερική παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού τους ως βάσιμου.

 

11. Επειδή, περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη τα προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες εκκαθαριστικά σημειώματα συντάξεων, τα οποία δεν αμφισβητούνται από το εναγόμενο, καθώς και ότι από τα κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι  το συνολικό ποσό των συντάξεων (κύριων και επικουρικών) που ελάμβαναν οι ενάγοντες μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011 υπολειπόταν των 2.500 ευρώ ώστε να δικαιούνται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα καθώς και το επίδομα αδείας (άρθρο 3 του ν. 3845/2010 σε συνδυασμό με το άρθρο πρώτο ΙΑ περ. 6 του ν. 4092/2012), κρίνει ότι πρέπει να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε κάθε έναν από τους πρώτο, όγδοο και τεσσαρακοστό έβδομο το ποσό των 1.756,20 ευρώ, στον δεύτερο των 794,52 ευρώ, στον τρίτο των 2016,36 ευρώ, στον τέταρτο των 1.538,40 ευρώ, στον πέμπτο των 739,68 ευρώ, στον έκτο των 1.538,40 ευρώ, στον έβδομο των 1.580,40 ευρώ, στον ένατο των 1.017,24 ευρώ, στον εντέκατο των 1.145,28 ευρώ, στον δωδέκατο των 1.838,88 ευρώ, στον δέκατο τρίτο των 2.128,68 ευρώ, στον δέκατο τέταρτο των 1.739,04 ευρώ, στον δέκατο πέμπτο των 2.061,96 ευρώ, στον δέκατο έκτο των 1.461,96 ευρώ, στον δέκατο έβδομο των 1.942,92 ευρώ, στον δέκατο όγδοο των 1.822,80 ευρώ στον δέκατο ένατο των 633,72 ευρώ, στον εικοστό των 778,44 ευρώ, στον εικοστό πρώτο των 694,92 ευρώ, στον εικοστό δεύτερο των 1.577,40 ευρώ, στον εικοστό τρίτο των 706,68 ευρώ, στον εικοστό τέταρτο των 723,72 ευρώ, στον εικοστό πέμπτο των 1.462,56 ευρώ, στον εικοστό έκτο των 786,12 ευρώ, στον εικοστό έβδομο των 753,72 ευρώ, στον εικοστό όγδοο των 703,20 ευρώ, στον εικοστό ένατο των 1.745,04 ευρώ, στον τριακοστό των 661,08 ευρώ, στον τριακοστό πρώτο ων 1.938,12 ευρώ, στον τριακοστό δεύτερο των 2.075,88 ευρώ, στον τριακοστό τρίτο των 767,04 ευρώ, στον τριακοστό τέταρτο των 735,36 ευρώ, στον τριακοστό πέμπτο των 1.968,24 ευρώ στον τριακοστό έκτο των 386,56 ευρώ (δεδομένου ότι από τα προσκομιζόμενα σημειώματα προκύπτει μείωση της συντάξεως από το μήνα Νοέμβριο 2015 έως και τον Ιούνιο 2016), στον τριακοστό έβδομο των 1.291,92 ευρώ, στη δικαιοπάροχο του τριακοστού όγδοου των 661,08 ευρώ, στον τεσσαρακοστό των 1.825,20 ευρώ, στον τεσσαρακοστό πρώτο των 950,76 ευρώ, στον τεσσαρακοστό δεύτερο των 1.550,88 ευρώ, στον τεσσαρακοστό τέταρτο των 1.867,44 ευρώ, στον τεσσαρακοστό πέμπτο των 1.803,96 ευρώ, στον τεσσαρακοστό έκτο των 1.797,72 ευρώ, στο τεσσαρακοστό όγδοο των 1.800 ευρώ, στους δικαιοπάροχους του τεσσαρακοστού ένατου των 794,64 ευρώ και στον πεντηκοστό των 780,84 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά αντιστοιχούν στις μειώσεις που επιβλήθηκαν, κατ εφαρμογή του  4093/2012 στις κύριες συντάξεις που έλαβαν οι ενάγοντες κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2015 έως 30.6.2016, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής στο εναγόμενο στις 27.12.2016 (σχετ. το από 27.12.2016 αποδεικτικό επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας .).

 

12. Επειδή, κατ ακολουθία  των ανωτέρω η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε κάθε έναν από τους ενάγοντες τα αναφερόμενα στο διατακτικό ποσά  νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής τους (27.12.2016) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Διοικ.Δικ).

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Απορρίπτει την αγωγή ως προς τους δέκατο, τριακοστή ένατη και τεσσαρακοστό τρίτο των εναγόντων.

 

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τους λοιπούς.

 

Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει για την αναφερόμενη στο ιστορικό αιτία σε κάθε έναν από τους πρώτο, όγδοο και τεσσαρακοστό έβδομο των εναγόντων το ποσό των 1.756,20 ευρώ, στον δεύτερο των 794,52 ευρώ, στον τρίτο των 2.016,36 ευρώ, στον τέταρτο των 1.538,40 ευρώ, στον πέμπτο των 739,68 ευρώ, στον έκτο των 1.538,40 ευρώ, στον έβδομο των 1.580,40 ευρώ, στον ένατο των 1.017,24 ευρώ, στον εντέκατο των 1.145,28 ευρώ, στον δωδέκατο των 1.838,88 ευρώ, στον δέκατο τρίτο των 2.128,68 ευρώ, στον δέκατο τέταρτο των 1.739,04 ευρώ, στον δέκατο πέμπτο των 2.061,96 ευρώ, στον δέκατο έκτο των 1.461,96 ευρώ, στον δέκατο έβδομο των 1.942,92 ευρώ, στον δέκατο όγδοο των 1.822,80 ευρώ στον δέκατο ένατο των 633,72 ευρώ, στον εικοστό των 778,44 ευρώ, στον εικοστό πρώτο των 694,92 ευρώ, στον εικοστό δεύτερο των 1.577,40 ευρώ, στον εικοστό τρίτο των 706,68 ευρώ, στον εικοστό τέταρτο των 723,72 ευρώ, στον εικοστό πέμπτο των 1.462,56 ευρώ, στον εικοστό έκτο των 786,12 ευρώ, στον εικοστό έβδομο των 753,72 ευρώ, στον εικοστό όγδοο των 703,20 ευρώ, στον εικοστό ένατο των 1.745,04 ευρώ, στον τριακοστό των 661,08 ευρώ, στον τριακοστό πρώτο ων 1.938,12 ευρώ, στον τριακοστό δεύτερο των 2.075,88 ευρώ, στον τριακοστό τρίτο των 767,04 ευρώ, στον τριακοστό τέταρτο των 735,36 ευρώ, στον τριακοστό πέμπτο των 1.968,24 ευρώ στον τριακοστό έκτο των 386,56 ευρώ, στον τριακοστό έβδομο των 1.291,92 ευρώ, στη δικαιοπάροχο του τριακοστού όγδοου των 661,08 ευρώ, στον τεσσαρακοστό των 1.825,20 ευρώ, στον τεσσαρακοστό πρώτο των 950,76 ευρώ, στον τεσσαρακοστό δεύτερο των 1.550,88 ευρώ, στον τεσσαρακοστό τέταρτο των 1.867,44 ευρώ, στον τεσσαρακοστό πέμπτο των 1.803,96 ευρώ, στον τεσσαρακοστό έκτο των 1.797,72 ευρώ, στο τεσσαρακοστό όγδοο των 1.800 ευρώ, στους δικαιοπάροχους του τεσσαρακοστού ένατου των 794,64 ευρώ και στον πεντηκοστό των 780,84 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής στο εναγόμενο (27.12.2016)

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στην Αθήνα στις 3.9.2019

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΛΕΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΗ                                             ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΤΣΟΥΝΑΚΗ

 

Ακριβές αντίγραφο

 

Αθήνα, 3-9-2019

Η Προϊστάμενος του 6ου Τμήματος

ΙΟΥΛΙΑ ΡΕΛΛΙΑ