ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΔΠρΑθ 4268/2022

 

Πιλοτική δίκη ΣτΕ. Παραγραφή ασφαλιστικών εισφορών. Τρόπος διακοπής της παραγραφής και απόδειξη της. Ανακοπή κατά ταμειακών βεβαιώσεων του ΚΕΑΟ.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Αλκιβιάδη Κ.Σπυρόπουλου)

 

 

Αριθμός απόφασης Α 4268/2022

 

Αριθμός Εισαγωγής: ΑΚ./2017

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

ΤΜΗΜΑ 28ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

 

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Οκτωβρίου 2021 με δικαστή την Αθανασία-Χρυσή Παπαγιάννη, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την Πολυξένη Δερβένη, δικαστική υπάλληλο,

 

γ ι α να δικάσει την ανακοπή με ημερομηνία κατάθεσης 21.11.2017,

 

τ η ς *****, κατοίκου Αθηνών (οδός ...), η οποία παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), του πληρεξουσίου της δικηγόρου********,

 

κ α τ ά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.) και ήδη με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (e-Ε.Φ.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα, εκπροσωπείται από τον Διοικητή του και εν προκειμένω από τον Διευθυντή του Β΄ Περιφερειακού Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών (Κ.Ε.Α.Ο.) Αθήνας και παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., του πληρεξούσιου δικηγόρου *********.

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

 

Σκέφθηκε κατά τον νόμο

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. σχ. το με κωδικό . e-παράβολο και την οικεία από 7.10.2021 απόδειξη πληρωμής), ζητείται η ακύρωση: α) των τεσσάρων (4) ταυτάριθμων. ./26.9.2017 (αριθ. παραστατικών ΟΑΕΕ/Κ/./2017, ΟΑΕΕ/Π1/./2017, ΟΑΕΕ/Π2/./2017 και ΟΑΕΕ/Τ/./2017) πράξεων ταμειακής βεβαίωσης του Α΄ Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Αθήνας, με τις οποίες βεβαιώθηκαν ταμειακά σε βάρος της ανακόπτουσας οφειλές από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές προς τον Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) και προσαυξήσεις συνολικού ποσού 120.449,48 ευρώ (κύρια εισφορά ποσού 120.005,60 ευρώ και πρόσθετα τέλη ποσού 443,88 ευρώ), χρονικής περιόδου από 10/1987 έως 10/2006 οι τρεις πρώτες ταμειακές βεβαιώσεις και από 4/1999 έως 6/2007 η τέταρτη εξ αυτών, και β) της υπ’ αριθμ. 695673/9.10.2017 ατομικής ειδοποίησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του Διευθυντή του Α΄ Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Αθήνας, με την οποία γνωστοποιήθηκαν οι ως άνω οφειλές στην ανακόπτουσα.

 

2. Επειδή, η ανακοπή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπό στοιχεία β΄ ως άνω ατομικής ειδοποίησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του Διευθυντή του Β΄ Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Αθήνας, η οποία αποσκοπούσα απλώς στο να γνωστοποιηθεί στον οφειλέτη το χρέος του και η αιτία του, αποτελεί πληροφοριακό έγγραφο κι ως εκ τούτου στερείται εκτελεστότητας, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (πρβλ. ΣτΕ 1074/2017, 1367/2016, 3325/2014, 29/2013, 1566/2012, 4417/2011). Κατά τα λοιπά, η ανακοπή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των υπό στοιχείο α΄ ως άνω πράξεων ταμειακής βεβαίωσης, έχει ασκηθεί εν γένει παραδεκτώς και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά της.

 

3. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζει στην παρ. 1 του άρθρου 217 ότι: «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) …», στο άρθρο 224, ότι: «Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, ή β) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου. 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης, δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. [όπως το β εδάφιο της παρ. αυτής προστέθηκε με το άρθρο 15 του ν.4816/2021 (Α΄ 118/9.7.2021] Ισχυρισμοί, που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, μπορούν να προβάλλονται με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή οποιασδήποτε πράξης της εκτέλεσης, πρέπει δε να αποδεικνύονται αμέσως. Ισχυρισμοί που αφορούν παραγραφή της αξίωσης του Δημοσίου για επιβολή φόρου ή τέλους μπορούν επίσης να προβληθούν με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής για πρώτη φορά, εφόσον δεν έχουν προταθεί και κριθεί από άλλο δικαστήριο με ισχύ δεδικασμένου» και στο άρθρο 225 ότι: «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίησή της. […]».

 

4. Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 1 του ν. 6364/1934 (Α’ 376) ιδρύθηκε το «Ταμείον Ασφαλίσεως Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της Ελλάδος», στο άρθρο 32 του Καταστατικού του οποίου, που εγκρίθηκε με την 22695/23.4.1938 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας «Περί εγκρίσεως καταστατικού του Ταμείου Ασφαλίσεως Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της Ελλάδος» (Β’ 87), ορίζεται ότι: «Αι αιτήσεις και υποχρεώσεις του Ταμείου παραγράφονται κατά τις διατάξεις του κοινού Δικαίου. …». Συναφώς, στο άρθρο 249 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α’ 164), που, με βάση την ως άνω διάταξη του Καταστατικού του Τ.Ε.Β.Ε., εφαρμόζεται αναφορικά με την παραγραφή των απαιτήσεών του, ορίζεται ότι: «Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια.» και στο άρθρο 251 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «Η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της.». Στη συνέχεια, με το άρθρο 1 του ν. 2676/1999 (Α’ 1) συστάθηκε, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ο Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.). Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 παρ. 1 του νόμου αυτού, από την έναρξη της ισχύος του Οργανισμού του Ο.Α.Ε.Ε., η έκδοση του οποίου προβλέπεται στο άρθρο 12 παρ. 2, καταργούνται το Ταμείο Ασφάλισης Εμπόρων (Τ.Α.Ε.), το Ταμείο Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος (Τ.Ε.Β.Ε.) και το Ταμείο Αυτοκινητιστών (Τ.Σ.Α.), καθιστάμενου του Ο.Α.Ε.Ε. καθολικού διαδόχου αυτών, ενώ οι ασφαλισμένοι των καταργούμενων αυτών Ταμείων, από την έναρξη ισχύος του ως άνω Οργανισμού, μεταφέρονται στον Ο.Α.Ε.Ε. και θεωρούνται ασφαλισμένοι του (άρθρο 3 παρ. 2 του ίδιου νόμου). Σχετικά εκδόθηκε το π.δ. 154/2006 περί του Οργανισμού του Ο.Α.Ε.Ε. (Α’ 167), η ισχύς του οποίου αρχίζει, κατ’ άρθρο 39 αυτού, από 1.1.2007, ενώ, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ. 1 του ως άνω ν. 2676/1999, εκδόθηκε το π.δ. 258/2005 «Καταστατικό του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών» (Α’ 316), με έναρξη ισχύος από 1.1.2006 (σύμφωνα με το άρθρο 38 του εν λόγω π.δ.), στο άρθρο 16 του οποίου (π.δ. 258/2005) ορίζεται ότι: «1. Οι απαιτήσεις του Ο.Α.Ε.Ε., από πάσης φύσεως καθυστερούμενες εισφορές, πρόσθετα τέλη και ειδικές προσαυξήσεις, εισπράττονται κατά τη διαδικασία του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει κάθε φορά. Τίτλους για τη βεβαίωση και την αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεων του Οργανισμού αποτελούν οι Πράξεις Επιβολής Εισφορών και Προσθέτων Τελών (Π.Ε.Ε.Π.Τ.), που συντάσσονται από τα αρμόδια προς τούτο όργανά του. … 2. Με βάση τους τίτλους της προηγουμένης παραγράφου και αφού προηγουμένως διαπιστωθεί η μη πληρωμή της οφειλής από τους υπόχρεους, συντάσσονται καταστάσεις οφειλετών, οι οποίες, αφού υπογραφούν από το αρμόδιο όργανο, επέχουν θέση τίτλου εκτέλεσης και εκτελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. 3. …» και στο άρθρο 17 αυτού ορίζεται ότι: «Το δικαίωμα του Οργανισμού προς είσπραξη εισφορών παραγράφεται μετά από παρέλευση 20ετίας από τη λήξη του οικονομικού έτους, κατά το οποίο αυτές κατέστησαν απαιτητές. Σε περίπτωση έκδοσης Π.Ε.Ε.Π.Τ. ή ρύθμισης των οφειλών σε δόσεις ή υποβολής μήνυσης από τον Οργανισμό ή σε κάθε άλλη περίπτωση προβλεπόμενη από τον Κ.Ε.Δ.Ε. η παραγραφή διακόπτεται και αρχίζει νέα 20ετής. …». Ακολούθως, με το άρθρο 137 του ν. 3655/2008 (Α’ 58), από τις διατάξεις του οποίου εξαιρέθηκαν το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και το Ε.Τ.Ε.Α.Μ., προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, εικοσαετής παραγραφή για τις απαιτήσεις των ασφαλιστικών φορέων από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, η οποία αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκαν. Στη συνέχεια, με το άρθρο 51 του ν. 4387/2016 συστάθηκε ο Ε.Φ.Κ.Α., ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α., στον οποίο από 1.1.2017 εντάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 53 αυτού, μεταξύ των λοιπών ασφαλιστικών φορέων, και ο Ο.Α.Ε.Ε.. Στο δε άρθρο 95 παρ. 1 του νόμου αυτού, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 122 αυτού, από τη δημοσίευσή του, ήτοι από 12.5.2016, ορίζεται ότι: «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία. Η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται στις ήδη παραγεγραμμένες, κατά τις ισχύουσες κατά την έναρξης ισχύος του παρόντος διατάξεις, απαιτήσεις. Η παραγραφή των απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης αλλά δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, ορίζεται εικοσαετής και άρχεται από την πρώτη μέρα του επόμενου έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία.».

 

5. Επειδή, με την 1833/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδόθηκε με τη διαδικασία της «πρότυπης» ή «πιλοτικής» δίκης, κρίθηκε ότι ο θεσπισθείς με το άρθρο 95 παρ. 1 του ν. 4387/2016 γενικός κανόνας της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η θεσπιζόμενη με την ανωτέρω διάταξη παραγραφή αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον χρόνος παραγραφής είκοσι ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της οικείας προθεσμίας, η οποία απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη, δεδομένης και της αυξανόμενης ταχύτητας και πολυπλοκότητας των σύγχρονων βιοτικών σχέσεων και συναλλαγών, που αξιώνουν, καταρχήν, ταχεία εκκαθάριση των εκάστοτε τρεχουσών υποχρεώσεων των διοικουμένων. Εν σχέσει προς την οργάνωση και τη λειτουργία των ασφαλιστικών φορέων, ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής πρέπει να επαρκεί, ώστε, με τη συνδρομή και των σύγχρονων δυνατοτήτων της τεχνολογίας, να διενεργούνται, στο πλαίσιο της ορθολογικής οργάνωσής τους, επίκαιροι και αποτελεσματικοί, από την άποψη της εισπραξιμότητας, έλεγχοι με στόχο την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους, χωρίς να εκτείνεται σε μεγάλη διάρκεια, η οποία, λόγω της χρονικής απόστασης από την παράβαση δεν συμβάλλει στην ορθή, κατά τον χρόνο ισχύος της, εφαρμογή της διαρκώς μεταβαλλόμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και τη δημιουργία συνείδησης συμμόρφωσης προς αυτή, οδηγεί αναγκαίως, δεδομένης και της σοβαρής υποστελέχωσης των υπηρεσιών, σε ανεπίκαιρους και για τον λόγο αυτό μειωμένης εισπραξιμότητας ελέγχους, συνεπάγεται μη διαχειρίσιμο φόρτο για τις υπηρεσίες και, ενδεχομένως, ενθαρρύνει την απραξία των ασφαλιστικών φορέων. Εν σχέσει προς τους βεβαρυμένους με τις ασφαλιστικές εισφορές υπόχρεους, ο χρόνος της παραγραφής απαιτείται να είναι ο αναγκαίος, ώστε, αφενός, να διασφαλίζεται το δικαίωμα άμυνας αυτών έναντι δυσχερειών απόδειξης περιστατικών αναγόμενων στο απώτερο παρελθόν, αφετέρου δε να μην οδηγούνται οι οφειλέτες σε οικονομική εξουθένωση λόγω της υποχρέωσης ταυτόχρονης καταβολής συσσωρευμένων οφειλών περισσότερων ετών, με περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση και την εθνική οικονομία γενικότερα. Τα ανωτέρω ισχύουν δε, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη ότι η μη καταβολή ή πλημμελής καταβολή ασφαλιστικών εισφορών δεν συνδέεται αναγκαίως με πρόθεση αποφυγής τους, αλλά δύναται να οφείλεται σε δυσχέρειες κατά την ερμηνεία της ασφαλιστικής νομοθεσίας, αποτέλεσμα των συνεχών τροποποιήσεων και του κατακερματισμού των επί μέρους ρυθμίσεών της. Αντιθέτως, απαιτείται να εξασφαλίζεται η έγκαιρη και σε σχετικά σύντομο χρόνο γνώση των υποχρεώσεών τους, ώστε να μην αιφνιδιάζονται, αλλά να δύνανται να προγραμματίζουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα προς όφελος και της εθνικής οικονομίας. Η διαμόρφωση δε της προθεσμίας παραγραφής υπό τους ανωτέρω όρους, που αποτελούν και εκδήλωση της ειρηνευτικής λειτουργίας του δικαίου, συμβάλλει στην καλλιέργεια της αναγκαίας σε ένα κράτος δικαίου σχέσης εμπιστοσύνης των διοικούμενων προς τη Διοίκηση. Επιπλέον, η ανωτέρω διάταξη αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, κατά το μέρος που η εικοσαετής παραγραφή, που θεσπίσθηκε, μάλιστα, σε χρόνο κατά τον οποίο οι υπόχρεοι είχαν ήδη υποστεί διάφορες οικονομικές επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, ισχύει αναδρομικώς και για απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της νέας διάταξης και δεν είχαν ακόμη παραγραφεί. Δεν δικαιολογείται δε τόσο μακρός χρόνος παραγραφής ούτε η αναδρομική εφαρμογή της από λόγους που συνδέονται με τις δυσχέρειες κατά την οργάνωση του νέου ασφαλιστικού φορέα και την ένταξη σε αυτόν του συνόλου των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ούτε από την έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α. ενδεχόμενη αδράνεια των φορέων κοινωνικής ασφάλισης να μεριμνήσουν για την είσπραξη των απαιτήσεών τους. Ωστόσο, κατόπιν της ως άνω κρίσης περί αντισυνταγματικότητας του γενικού κανόνα παραγραφής, που θεσπίστηκε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, καταλείπεται κενό στη ρύθμιση, καθώς δεν υφίσταται προϋφιστάμενο δίκαιο, που να ρυθμίζει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα, δεδομένης και της σαφούς βούλησης του νομοθέτη να θεσπίσει κοινή ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του συνόλου των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων. Όπως κρίθηκε δε με την ως άνω απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το κενό αυτό δεν είναι ανεκτό από το Σύνταγμα, εφόσον από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου απαιτείται η πρόβλεψη προθεσμίας παραγραφής. Πρέπει δε να πληρωθεί με την εφαρμογή του κανόνα της δεκαετούς παραγραφής των αξιώσεων καταβολής εισφορών για το σύνολο των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, ο οποίος κρίνεται ότι αποτελεί εύλογο χρόνο παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων και αποτελούσε το προϊσχύσαν δίκαιο για τις αξιώσεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., του μεγαλύτερου, έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α., φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών της χώρας. Η πλήρωση δε του νομοθετικού κενού με τον ως άνω γενικό κανόνα τελεί σε αρμονία προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου, που αξιώνει σαφήνεια και προβλέψιμη εφαρμογή των σχετικών κανονιστικών ρυθμίσεων.

 

6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: την υπ’ αριθμ. ./9.10.2017 ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Διευθυντή του Α΄ Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Αθήνας, ενημερώθηκε η ανακόπτουσα για τις ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές οφειλές της προς τον Ε.Φ.Κ.Α. (τέως Ο.Α.Ε.Ε.), συνολικού ποσού 120.449,48 ευρώ (κύρια εισφορά: 120.005,60 ευρώ και πρόσθετα τέλη: 443,88 ευρώ). Ειδικότερα, κατά τον συνημμένο πίνακα, οι εν λόγω οφειλές αφορούν: α) τις Κ/./2017, Π1/./2017 και Π2/./2017 καταλογιστικές πράξεις του Ο.Α.Ε.Ε., με τις οποίες καταλογίστηκαν σε βάρος της ανακόπτουσας, ασφαλιστικές οφειλές, συνολικού ποσού 67.013,43 ευρώ (κύρια εισφορά: 66.569,55 ευρώ και πρόσθετα τέλη: 443,88 ευρώ), 27.959,02 ευρώ και 25.296,51 ευρώ, αντίστοιχα, χρονικής περιόδου οφειλής από 10/1987 έως 10/2006 και β) την Τ/./2017 καταλογιστική πράξη του Ο.Α.Ε.Ε., με την οποία καταλογίστηκε το ποσό των 180,52 ευρώ για χρονική περίοδο οφειλής από 4/1999 έως 6/2007. Οι ως άνω οφειλές, δε, προερχόμενες από τις ως άνω πράξεις του Ο.Α.Ε.Ε., βεβαιώθηκαν με τις (προσβαλλόμενες) τέσσερις ταυτάριθμες ./26.9.2017 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης του Διευθυντή του Α’ Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Αθηνών.

 

7. Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή και τα επ’ αυτής νομίμως κατατεθέντα στις 18.10.2021 και 21.10.2021 υπομνήματα, η ανακόπτουσα ζητεί την ακύρωση, άλλως την τροποποίηση των αναφερόμενων στην ως άνω ατομική ειδοποίηση πράξεων ταμειακής βεβαίωσης, προβάλλοντας, κατ’ αρχάς, ότι το δικαίωμα του καθ’ ου ασφαλιστικού οργανισμού έχει υποπέσει σε παραγραφή. Ειδικότερα, εκθέτει ότι ασφαλίστηκε στον τ. Ο.Α.Ε.Ε., υπό την ιδιότητά της ως μαία, από το 1987 έως και την 1.1.2007, ότε και διαγράφηκε, ενώ στις 24.10.2017 της κοινοποιήθηκε η προαναφερθείσα ατομική ειδοποίηση με την οποία ενημερώθηκε για την ύπαρξη των εν λόγω οφειλών, οι οποίες ανάγονται σε χρονικό διάστημα πέραν της εικοσαετίας.

 

8. Επειδή, από την άλλη πλευρά, το καθ’ ου, με τις από 20.12.2019, 28.9.2021 και 12.10.2021 εκθέσεις απόψεων και το νομίμως κατατεθέν στις 14.10.2021 υπόμνημα, εκθέτει, κατ’ αρχάς, ότι η ανακόπτουσα είχε εγγραφεί στο μητρώο του Ε.Φ.Κ.Α.-Ο.Α.Ε.Ε. (τ. Τ.Ε.Β.Ε.) από 1.7.1986 έως 1.1.2007 και διαγράφηκε οριστικά την 1.1.2007, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. πρωτ. ./27.10.2010 απόφαση διαγραφής. Περαιτέρω, δε, ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης ανακοπής, ως αβάσιμης, ισχυριζόμενο ότι οι επίμαχες απαιτήσεις δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, επικαλούμενο τις διατάξεις του άρθρου 95 του ν.4387/2016, που θεσπίζουν εικοσαετή παραγραφή, καταλαμβάνοντας και τις μη παραγεγγραμμένες απαιτήσεις και του άρθρου 17 του π.δ. 258/2005, περί διακοπής της εικοσαετούς παραγραφής λόγω υποβολής, όπως διατείνεται, στις 3.4.2007 αίτησης (την οποία, ωστόσο, δεν προσκομίζει) από την ανακόπτουσα για ρύθμιση των οφειλών της από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές χρονικού διαστήματος από 7ο/1986 έως 10ο/2006.

 

9. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις σκέψεις 4 και 5 της παρούσας απόφασης, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανακόπτουσα ασφαλίστηκε αρχικά στον Τ.Ε.Β.Ε. και κατόπιν στον Ο.Α.Ε.Ε. από το 1987 έως 31.12.2006, ενώ την 1.1.2007 διαγράφηκε από τον ως άνω Οργανισμό, το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τον ως άνω κανόνα της δεκαετούς παραγραφής (πρβλ. ΣτΕ 2982/2020 σκ. 3, 2326/2019 σκ. 8, 3643/2013), κρίνει ότι οι επίμαχες απαιτήσεις του καθ’ ου που καταλογίστηκαν κατά το έτος 2017 με τις ως άνω Κ/./2017, Π1/./2017 και Π2/./2017 πράξεις του Ο.Α.Ε.Ε., κατά τον χρόνο έκδοσης των ως άνω καταλογιστικών πράξεων είχαν υποπέσει σε παραγραφή. Τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το καθ’ ου, περί εφαρμογής της ως άνω κριθείσας με τη ΣτΕ Ολομ. 1833/2021 ως αντισυνταγματικής διάταξης του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τούτο, δε, ανεξαρτήτως του ότι μέρος των επίμαχων απαιτήσεων του καθ’ ου, και συγκεκριμένα αυτών που αφορούν τις ασφαλιστικές εισφορές από το 1987 έως την 1.1.1996, είχαν ήδη υποπέσει σε εικοσαετή παραγραφή, σύμφωνα με τις διατάξεις που εκτέθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 6 (βλ. άρθρο 32 Καταστατικού Τ.Ε.Β.Ε.), κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, καθώς, μάλιστα, το καθ’ ου δεν προσκόμισε σχετική αίτηση της ανακόπτουσας για ρύθμιση των οφειλών της προς τον εν λόγω Οργανισμό ή την τυχόν οικεία απόφαση ρύθμισης και συνεπώς, δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό του περί διακοπής της παραγραφής των επίμαχων απαιτήσεων κατά το έτος 2007. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του καθ’ ου ασφαλιστικού φορέα προς είσπραξη του συνόλου των επίδικων οφειλών είχε συμπληρωθεί πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων ταμειακής βεβαίωσης και, συνεπώς, οι τελευταίες, είναι μη νόμιμες. Για τον λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται, παραδεκτώς, δυνάμει της παρ. 5 του άρθρου 224 του Κ.Δ.Δ., και είναι και βάσιμος, κατά τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των πράξεων ταμειακής βεβαίωσης, καθισταμένης ως αλυσιτελούς της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής.

 

10. Επειδή, κατ' ακολουθία, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις ταμειακής βεβαίωσης. Περαιτέρω, πρέπει να αποδοθεί στην ανακόπτουσα μέρος του καταβληθέντος παραβόλου, ύψους 80 ευρώ, το δε υπόλοιπο, ύψους 20 ευρώ, να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. γ’ του Κ.Δ.Δ.) και τέλος, τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ’ του Κ.Δ.Δ.).

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

-Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.

 

-Ακυρώνει τις τέσσερις ταυτάριθμες υπ’ αρ. ./26.9.2017 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης του Διευθυντή του Α΄ Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Αθηνών.

 

-Διατάσσει την απόδοση μέρους του καταβληθέντος παραβόλου ποσού 80,00 ευρώ και την κατάπτωση του λοιπού υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

 

-Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ

 

ΑΘΑΝΑΣΙΑ – ΧΡΥΣΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ

 

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 31ης/3/ 2022, από την Πρόεδρο του Τμήματος Άννα Γεωργίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., κατ’ άρθρο 194 παρ. 3 του ΚΔΔ, λόγω κωλύματος της Πρωτοδίκη Δ.Δ., Αθανασίας - Χρυσής Παπαγιάννη.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ                 ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΔΕΡΒΕΝΗ

 

Ακριβές αντίγραφο

 

Αθήνα..............................

 

Ο Προϊστάμενος του 28ου τμήματος