ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρ (ΑσφΜ) Βόλου 469/2020

 

Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Αίτηση αναστολής εκτέλεσης οριστικής απόφασης κατ άρθρο 6 § 5 ν. 3869/2010 -.

 

Δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης στο πλαίσιο ασκήσεως εφέσεως κατά πρωτόδικης απόφασης βάσει του άρθρου 763 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και επί δικών κατά την εκουσία δικαιοδοσία. Αρμοδιότητα του δικαστηρίου που δύναται να διατάξει την ως άνω αναστολή. Όροι βασίμου αιτήσεως οφειλέτη για την ρύθμιση των οφειλών του κατ' άρθρο 4 § 1 ν. 3869/2010 όπως η άνευ δόλου περιέλευσή του σε πάγια και μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του. Έννοια δόλου που αντλείται από το ποινικό δίκαιο. Διακρίσεις αυτού. Αρκεί να συντρέχει είτε κατά την ανάληψη των δανειακών υποχρεώσεων του οφειλέτη είτε μεταγενέστερα. Όροι συνδρομής δόλιας περιέλευσης σε κατάσταση υπερχρέωσης. Τον δόλο του οφειλέτη οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει ο πιστωτής αφού δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα. Ορισμένο της σχετικής έντασης. Πιθανολόγηση ευδοκίμησης της έφεσης του αιτούντος κατά της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την αίτησή του για την ρύθμιση των οφειλών του κατ' άρθρο 4 § 1 ν. 3869/2010 και πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του. Εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων. Νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση για τις απαιτήσεις που διαχειρίζονται. Δέχεται αίτηση.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΒΟΛΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

Αριθμός 469/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΒΟΛΟΥ

 

            ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Κωνσταντίνος Μαρτίνος, Πρόεδρος Πρωτοδικών, που ορίστηκε με κλήρωση σύμφωνα με το νόμο.

 

            ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Δεν ορίσθηκε.

 

            ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ: της 9ης Ιουλίου 2020.

 

            ΑΙΤΩΝ ΚΑΘ ΟΥ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ..., κάτοικος Στεφανοβικείου Ν. Μαγνησίας, ΑΦΜ ..., που παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Βόλου Δέσποινας Ζιανού του Νικολάου (ΑΜ ΔΣΒ 869), η οποία κατέθεσε σημείωμα.

 

       ΚΑΘ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αμερικής αρ. 4) και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ ., ως καθολική διάδοχος της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφ. Μεσογείων αρ. 109-111) και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παραστάθηκε.

 

      ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΚΑΘ ΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑ: ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και το διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», όπως μετονομάσθηκε η εταιρεία με την επωνυμία «Alternative Financial Solutions Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και το διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός Λ. Μεσογείων αρ. 109-111) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ., ως νόμιμη διαχειρίστρια εταιρεία της ειδικής διαδόχου («PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY») της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Βόλου Αρετής Πρίντζου του Ιωάννη (ΑΜ ΔΣΒ 518), η οποία κατέθεσε σημείωμα.

 

            ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΑΙΤΗΣΗΣ: 1 Οκτωβρίου 2019.

 

            ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ: ./2019.

 

            ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΚΗΣ: αίτηση αναστολής αρ. 6 § 5 ν. 3869/2010.

 

            Η συζήτηση έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

            I.- Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) η από 1.10.2019 (αρ. καταθ. ./2019) αίτηση και β) η προφορικώς ασκηθείσα αυτοτελής πρόσθετη υπέρ της καθ ης η αίτηση παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και της σχέσης τους ως κυρίου και παρεπομένου, δεδομένου ότι αμφότερες εκδικάζονται κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι υλικά και τοπικά αρμόδιο προς εκδίκασή τους (άρθρ. 31 και 246 ΚΠολΔ).

 

 

            ΙΙ.- Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 686 παρ. 6 ΚΠολΔ, στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στο μονομελές πρωτοδικείο ή στο ειρηνοδικείο η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και προφορικά. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων....", "Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις". Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, "Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης". Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 83 και 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην, όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο, αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικό του (ΑΠ 368/2019 τ.ν.π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και το διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στο δικόγραφο της ένδικης αίτησης, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ ης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», ειδικής διαδόχου της καθ ης η αίτηση τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, όπως αυτός ισχύει (απόφαση 326/2/2019 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, ΦΕΚ B/3533/20.09.2019), είναι διαχειρίστρια των απαιτήσεων, των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού που έχει νομίμως συσταθεί και εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της καθ ης η αίτηση ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», δυνάμει μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 και ειδικότερα δυνάμει της από 12.9.2019 συμφωνίας, η οποία καταχωρήθηκε την 16.9.2019 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου 237, στον τόμο 10 και με αριθμό 271 σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 § 8 ν. 3156/2003. Η διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων ανατέθηκε στην ως άνω προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία με την από 18.9.2019 συμφωνία νομίμως δημοσιευθείσα με αριθ. πρωτ. ./23.9.2019 στα βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο .και α/α . και δυνάμει του από 16.9.2019 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Δουβλίνου …, το οποίο έχει επικυρωθεί σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης και φέρει επισημείωση αυτής (Apostille). Στις ως άνω απαιτήσεις, που μεταβιβάστηκαν από την καθ ης η αίτηση (ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.) προς την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις, που απορρέουν από τις υπ αριθμ. .../5.1.2010 και .../5.1.2010 συμβάσεις στεγαστικού δανείου και την υπ αριθμ. ... σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας, τις οποίες κατάρτισε η τότε ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε., της οποίας εν συνεχεία καθολική διάδοχος είχε καταστεί η καθ ης η αίτηση, με τον αιτούντα. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ άρθρα 80 και 83 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου καθ ης η αίτηση και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας. Όπως δε προκύπτει από την υπ αριθμ. ./30.10.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο Βόλου ..., αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με την κάτω από αυτή πράξη προσδιορισμού ως δικασίμου της 12.12.2019 και με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή επιδόθηκε, με επιμέλεια του αιτούντος, νομίμως και εμπροθέσμως στην καθ ης η αίτηση ανώνυμη τραπεζική εταιρία. Έλαβε έτσι γνώση η τελευταία, τόσο του δικογράφου όσο και της ως άνω αρχικής δικασίμου, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε, παρισταμένης και αυτής δια πληρεξουσίου δικηγόρου, για την δικάσιμο της 19.3.2020 (βλ. σχετική επισημείωση επί του δικογράφου της αιτήσεως), οπότε και ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων εξ αιτίας της πανδημίας του covid-19 (άρθρ. τέταρτο της ΚΥΑ ΔΙα/Γ.Π.οικ. 211/59/27.3.2020 [ΦΕΚ Β/1074/27.3.2020]). Ακολούθως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 § 2 του ν. 4690/2020, ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, με την υπ αριθμ. 63/2020 πράξη της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Προέδρου Πρωτοδικών, ως ημέρα συζήτησης της άνω υποθέσεως η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (9.7.2020), ενώ η νέα δικάσιμος γνωστοποιήθηκε, το δε οικείο έκθεμα, στο οποίο ενεγράφη η ένδικη υπόθεση, διαβιβάστηκε στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου (βλ. άρθρ. 74 § 2 του ν. 4690/2020 σε συνδ. με το υπ αριθμ. πρωτ. ./11.6.2020 διαβιβαστικό έγγραφο της γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου). Όμως, κατά την τελευταία δικάσιμο (9.7.2020), όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο έκθεμα, η καθ ης η αίτηση υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εμφανίστηκε και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Επομένως, κατ εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και η συζήτηση θα χωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (βλ. ΑΠ 368/2019).

 

            ΙΙΙ.- Σύμφωνα με το άρθρο 763 § 3 εδ. 1, που έχει εφαρμογή στις περί εκούσιας δικαιοδοσίας διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως ισχύει δυνάμει των άρθρων 17 § 11, 110 § 21 ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ. α ν. 4077/2012 (ΦΕΚ Α 168), «Αν ασκηθεί έφεση, το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, όπως και το δικαστήριο που δικάζει την έφεση ή ο πρόεδρος του μπορούν κατά την κρίση τους, με αίτηση κάποιου από εκείνους που έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, να αναστείλουν την ισχύ και την εκτέλεση της, μέχρι να εκδοθεί απόφαση στην έφεση...». Εξάλλου, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 14 ν. 4161/2013 (ΦΕΚ Α' 143/14-6-2013) προστέθηκε παράγραφος 5 στο άρθρο 6 του Ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία: «Αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να ζητηθεί και μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση από τον οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση. Η χορήγηση της αναστολής συνεπάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη». Για τη χορήγηση της αναστολής, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, προϋποτίθεται άσκηση εμπρόθεσμα από τον οφειλέτη εφέσεως κατά της απορριπτικής αποφάσεως. Προσθέτως, απαιτείται πιθανολόγηση ότι από την εκτέλεση δύναται να προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του οφειλέτη και ότι θα ευδοκιμήσει η έφεση που θα οδηγήσει στην παραδοχή της αιτήσεως του οφειλέτη. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο νόμος ανάλογες με τις ανωτέρω προϋποθέσεις δεν τάσσει προκειμένου να χορηγήσει την αναστολή τόσο στα πλαίσια της παρ. 2 του άρθ. 5 όσο και στα πλαίσια της παρ. 1 του άρθ. 6 του νόμου. Η διαφοροποίηση πρέπει να εξηγηθεί από την ανάγκη εναρμονίσεως με τη ρύθμιση της ΚΠολΔ 763, καίτοι μεταξύ τους υφίσταται διαφορά που έγκειται στο ότι ενώ με την τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζεται η αναστολή εκτελέσεως της προσβληθείσης με έφεση αποφάσεως, αντιθέτως με την παρ. 5 του άρθρου 6 του νόμου ρυθμίζεται η αναστολή της κατά του οφειλέτη αναγκαστικής εκτελέσεως που επιχειρείται δυνάμει άλλου εκτελεστού τίτλου. Στην περίπτωση της παρ. 5 του άρθρου 6 του γόμου μετά την απόρριψη της αιτήσεως του οφειλέτη του άρθ. 4 παρ. 1 του νόμου δεν υπάρχει πλέον εμπόδιο για την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του οφειλέτη βάσει κάποιου τίτλου, αφού απορρίπτεται η αίτηση του οφειλέτη και τυχόν χορηγηθείσα αναστολή εκτελέσεως θα έχει ως χρονικό όριο την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Εύλογο, επομένως, παρίσταται η χορήγηση αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του οφειλέτη μετά την απορριφθείσα αίτηση του τελευταίου να έχει ως προϋπόθεση την εμπρόθεσμη άσκηση εφέσεως κατά της απορριπτικής αποφάσεως και την πιθανολόγηση προκλήσεως στον οφειλέτη ουσιώδους βλάβης από την εκτέλεση, καθώς και την ευδοκίμηση της εφέσεως. Ενόσω χορηγήθηκε αναστολή και για όσο διάστημα αυτή ισχύει, υπάρχει εκ του νόμου απαγόρευση διαθέσεως των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (βλ. Αθανάσιος Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2016, άρθρο 6 σελ. 253 επ). Ως προς το δικαστήριο δε που είναι αρμόδιο να δικάσει την άνω αναστολή, ο νόμος δεν προβλέπει ειδική ρύθμιση, γι αυτό θα πρέπει να τύχει αναλογικής εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 763 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα, που ορίζει ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, όπως και το δικαστήριο που δικάζει την έφεση ή ο πρόεδρος του είναι αρμόδια να αποφασίσουν για τη τύχη της άνω αιτήσεως αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας που έχει ξεκινήσει εις βάρος του οφειλέτη (βλ. ΜΠρΑθ 1942/2020 ΤΝΠ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠρΗρ 1261/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την υπ αριθμ. 63/2020 πράξη της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Προέδρου Πρωτοδικών, ο αιτών εκθέτει ότι, ύστερα από αίτησή του περί υπαγωγής στον ν. 3869/2010 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Βόλου, εκδόθηκε η με αριθμό 370/2017 οριστική απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε, ήδη δε η καθ' ης έχει εκκινήσει σε βάρος του διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Ακολούθως, εκθέτει ότι επί της αποφάσεως αυτής άσκησε εμπρόθεσμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεση, την οποία ενσωματώνει στο προς κρίση δικόγραφο, με την οποία παραπονείται για την ορθότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης για τους λόγους που εκεί παραθέτει αναλυτικά. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος αφενός μεν το κατεπείγον της διαδικασίας και τον επικείμενο κίνδυνο εκποίησης της ακινήτου περιουσίας του, αφετέρου δε την βεβαιότητα ότι θα ευδοκιμήσει η έφεσή του, ζητεί, διατηρούμενης της νομικής και πραγματικής κατάστασης της περιουσίας του, να διαταχθεί η αναστολή κάθε πράξης εκτελέσεως σε βάρος του, ιδίως δε να ανασταλεί η αρξάμενη σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται δυνάμει των υπ' αρ. 12715/2014 και 12722/2014 διαταγών πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με τις παρά πόδας αυτών επιταγές προς εκτέλεση, καθώς η ως άνω εκτέλεση θα προκαλέσει ουσιώδη βλάβη στα συμφέροντά του, επιπροσθέτως δε ζητεί να απαγορευτεί η αλλοίωση ή μείωση της πραγματικής κατάστασης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, απαγορευμένης κάθε πράξεως εκτελέσεως εναντίον του, καθώς και η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και λοιπών εξασφαλιστικών μέτρων εναντίον του, να οριστούν μηνιαίες καταβολές ύψους 100 ευρώ έως την έκδοση απόφασης επί της εφέσεως και να καταδικαστεί η καθ ης η αίτηση στα δικαστικά του έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο, η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 763 παρ. 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με τη διαδικασία που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η έφεση κατά της υπ' αρ. 370/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Βόλου έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και δη ελλείψει επιδόσεως εντός δύο (2) ετών από την δημοσίευση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 επ., 511, 513 § 1, 516 § 1, 517, 518 § 2 και 591 § 1 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στην διάταξη του άρθρου 6 παρ. 5 του Ν 3869/2010 ως ισχύει, πλην των αιτημάτων της απαγόρευσης εγγραφής προσημείωσης υποθήκης και λοιπών εξασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του και του ορισμού μηνιαίων καταβολών ύψους 100 ευρώ έως την έκδοση απόφασης επί της εφέσεως, τα οποία είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμα, διότι η παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις, που επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του οφειλέτη, η δε χορήγηση της αναστολής συνεπάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (ΜΠρΑθ 6308/2018 αδημ. προσκομιζόμενη). Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

            IV.- Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ορίζεται ότι "φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής". Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι "ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές". Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι "με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που "θέλει" την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το "αποδέχεται". Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδάφ. α του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην "περιέλευση" του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Τέλος, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου 1 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης Δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων, που τον θεμελιώνουν και να τον αποδείξει (ΑΠ 427/2019, 65/2017 ΝΟΜΟΣ).

 

            V.- Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, πιθανολογήθηκαν τα εξής: Ο αιτών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Βόλου την με αριθμό κατάθεσης ./19.9.2014 αίτησή του για την υπαγωγή του στον ν. 3869/2010. Συζητήσεως γενομένης επί της ως άνω αιτήσεως την 3.4.2017, εκδόθηκε η με αριθμό 370/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Βόλου, που απέρριψε την αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη γενομένης δεκτής ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης περί δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, που προέβαλε η καθ ης η αίτηση. Κατά της ανωτέρω απόφασης ο αιτών άσκησε την από 5.2.2018 (αρ. καταθ. ./2018) έφεσή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, την οποία επέδωσε στην καθ ης η αίτηση τραπεζική εταιρεία στις 9.2.2018 (σχ. η υπ αριθμ. ./9.2.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας, με έδρα το Πρωτοδικείο Βόλου, ...). Ο αιτών στην από 5.2.2018 έφεσή του ισχυρίζεται ότι το εκδόν την εκκαλούμενη απόφαση δικαστήριο κατ εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση περί δόλιας περιέλευσής του σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής, την οποία έπρεπε να απορρίψει προεχόντως ως αόριστη. Ενόψει του γεγονότος ότι οι ανωτέρω ισχυρισμοί δεν είναι προδήλως αβάσιμοι, καθώς πιθανολογείται ότι ο αιτών έχει περιέλθει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του, καθόσον τα έσοδά του, συγκρινόμενα με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του στην πιστώτρια τράπεζα, δεν του επιτρέπουν να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση του κύριου όγκου των χρεών του, λαμβανομένου υπόψη του ύψους των μηνιαίων δόσεων, που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των ληφθέντων δανείων, των υψηλών επιτοκίων με τα οποία αυτά επιβαρύνονται και των απαιτούμενων αναγκαίων δαπανών διαβίωσης του ιδίου. Η περιέλευση του αιτούντος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής δεν οφείλεται σε δόλο, η δε υποβληθείσα από την παριστάμενη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πιστώτρια ένσταση περί περιέλευσης του αιτούντος σε αδυναμία πληρωμής από δολιότητα, διότι προέβη αυτός σε αλόγιστο και υπέρμετρο δανεισμό παρότι γνώριζε ότι δεν θα δυνηθεί να εξυπηρετήσει με βάση τα εισοδήματά του τις αναληφθείσες υποχρεώσεις του, με αποτέλεσμα να περιάγει τον εαυτό του σε κατάσταση υπερχρέωσης, είναι προεχόντως απορριπτέα ως αόριστη, διότι δεν προτείνονται με σαφήνεια και πληρότητα τα γεγονότα, που θεμελιώνουν την στηριζόμενη στη διάταξη του άρθ. 1 παρ. 1 εδ. α του ν. 3869/2010 ένσταση της δολιότητας, καίτοι βαρύνονται με την προβολή και απόδειξή τους οι πιστωτές. Τούτο δε διότι μόνη η επίκληση από τον πιστωτή της εκ μέρους του οφειλέτη ανάληψης υπερβολικών οικονομικών υποχρεώσεων, δια του δανεισμού του, έστω και εν γνώσει της αδυναμίας του να τις αποπληρώσει, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του πραγματικού της ένστασης δόλου, αλλά απαιτείται να αναφέρονται συγκεκριμένες ενέργειες του οφειλέτη με στόχο την απόκρυψη της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και των υποχρεώσεών του και τη συνέχιση ανάληψης υποχρεώσεων εκ μέρους του, ενέργειες, όμως, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μνημονεύονται (ΑΠ 156/2018 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η ένσταση, που προβλήθηκε από την καθ ης η ένδικη αίτηση πιστώτρια τράπεζα, ήταν αόριστη, διότι η τελευταία, που είχε κατά το νόμο το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως του δόλου του οφειλέτη, παρέλειψε να αναφέρει το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 515/2018). Ούτε, επίσης, αναφέρονται μεταγενέστερα περιστατικά, τα οποία συγκροτούν δική του υπαιτιότητα για την περιέλευσή του σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, περιστατικά δηλαδή τέτοια τα οποία συνετέλεσαν στο να οδηγηθεί σ αυτήν την κατάσταση, τα οποία γνώριζε ή μπορούσε να προβλέψει (ΜΠρΑθ 6703/2018 αδημ.). Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω ένσταση είναι απορριπτέα και ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι στο πρόσωπο του αιτούντος δεν συνέτρεχε ούτε αρχικός, αλλά ούτε και μεταγενέστερος δόλος, αφού η πεποίθησή του ότι θα μπορεί να εξυπηρετεί τις οφειλές του ήταν εύλογη κατά τη δικαιοδοτική κρίση, καθώς κατά το χρόνο κατάρτισης των δανειακών του συμβάσεων (2010) δεν διαφαινόταν ακόμα η καθοδική πορεία των εισοδημάτων του, τα οποία κατά τα έτη 2010 και 2011 ανέρχονταν στα ποσά των 17.824,17 ευρώ και 17.796,89 ευρώ αντίστοιχα. Έκτακτα περιστατικά από τον Αύγουστο του έτους 2012 και εντεύθεν, όπως η συνεπεία της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας σημαντική μείωση των προσωπικών του εισοδημάτων (ανερχομένων τούτων σε 10.940 ευρώ για το έτος 2012 και σε 3.576,35 ευρώ για το έτος 2013), ανέτρεψαν τον οικονομικό προγραμματισμό του αιτούντος επιβαρύνοντας τον με σημαντικά έξοδα. Ενόψει τούτων, το παρόν Δικαστήριο πιθανολογεί ότι η ασκηθείσα έφεση του αιτούντος κατά της υπ' αρ. 370/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Βόλου, που βάλλει κατά της αιτιολογίας με την οποία η εκκαλουμένη έκανε δεκτή την κατά τρόπο αόριστο πάντως - υποβληθείσα ένσταση της καθ' ης περί δολίας περιέλευσης του αιτούντος σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και απέρριψε για τον λόγο αυτό την αίτηση, θα γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και θα υπαχθεί αυτός στις διατάξεις του ν. 3869/2010, γενομένης δεκτής της αίτησής του. Μετά ταύτα και δεδομένου ότι υφίσταται επείγουσα περίπτωση λήψης ασφαλιστικών μέτρων λόγω της ήδη αρξαμένης αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία πιθανολογείται ότι θα προκαλέσει ουσιώδη βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος, καθώς σε περίπτωση που αυτή προχωρήσει και οδηγήσει σε πλειστηριασμό ακινήτου του αιτούντος, θα καταστεί χωρίς αντικείμενο η κρίση του δικάζοντος την έφεση Δικαστηρίου, ειδικώς ενόψει της εφαρμογής του άρ. 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, θα πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ' ης, δυνάμει των εκδοθεισών μετά από αίτησή της  υπ' αρ. ./2014 και ./2014 διαταγών πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις παραπόδας επιταγές προς εκτέλεση, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσης έφεσης κατά της υπ' αρ. 370/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Βόλου, που εκκρεμεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου, αναστολή η οποία συνεπάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 § 6 του Ν. 3869/2010, που βρίσκει εν προκειμένω εφαρμογής (ΜΠρΑθ 1942/2020 τνπ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

            ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την αίτηση και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

 

            ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

 

            ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ ης, δυνάμει των εκδοθεισών μετά από αίτησή της  υπ' αρ. ./2014 και ./2014 διαταγών πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις  παρά πόδας αυτών επιταγές προς εκτέλεση, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσης έφεσης κατά της υπ' αρ. 370/2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Βόλου, που εκκρεμεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου.

 

            ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο Βόλο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Αυγούστου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

            Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                                              ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ