ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΠατρών 363/2019

 

Έμμισθοι δικηγόροι - Καταγγελία σύμβασης έμμισθης εντολής - Καταβολή ελλιπούς αποζημίωσης - Καταχρηστική καταγγελία - Αξίωση αποζημίωσης δικηγόρου - Εξάμηνη αποκλειστική προθεσμία - Μνημόνιο - Κατάργηση περιορισμών του δικαιώματος καταγγελίας - Δεδικασμένο -.

 

Καταγγελία σύμβασης έμμισθης εντολής δικηγόρου. Υποχρέωση εντολέα για καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στον δικηγόρο μέχρι καταβολής πλήρους της αποζημίωσης. Η υπαιτιότητα του εντολέα τεκμαίρεται από τη μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εντολής. Ανατροπή του τεκμηρίου από τον εντολέα αν επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ελλιπής καταβολή της αποζημίωσης οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη ή σε εύλογη αμφιβολία του αναφορικά με το ύψος της. Πότε η καταγγελία είναι καταχρηστική. Ο υπερήμερος εντολέας περί την αποδοχή των υπηρεσιών του εντολοδόχου δικηγόρου οφείλει να καταβάλει στον δικηγόρο τη μετέπειτα και κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του αμοιβή υπερημερίας. Περιεχόμενο μισθών υπερημερίας. Στοιχεία ορισμένου σχετικής αγωγής. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 94 του Κώδικα Δικηγόρων αξίωση αποζημίωσης δεν υπόκειται στην εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 ν. 3198/1955. Επίδραση διατάξεων των μνημονίων σχετικά με την κατάργηση των περιορισμών στο δικαίωμα καταγγελίας. Λειτουργία και έκταση του δεδικασμένου.

 

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΏΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

Αριθμός Απόφασης 363/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελένη Μωράΐτη Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Προϊστάμενο του Πρωτοδικείου Πατρών και από τη Γραμματέα Κωνσταντίνος Καλλάη.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριo του, την 1η Φεβρουαρίου 2018 προκειμένου να δικάσει την υπόθεση:

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : ..., δικηγόρου, κάτοικου Πατρών, οδός ..., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του δικηγόρου.

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : Αγροτικού συνεταιρισμού με την επωνυμία «ελαιοκομικός αμπελουργικος αγροτικός συνεταιρισμός ΠΑΤΡΩΝ», που εδρεύει στην Πάτρα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με την ιδιότητα του καθολικού διαδόχου κατά το άρθρο 5 του Ν. 4015/2011 του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ ΠΑΤΡΩΝ», που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Παναγιώτου.

 

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 18.06.2015 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./19-06.2015 και προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 18.01.2016, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 10.11.2016, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 18.05.2017, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχής της παρούσας και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

I. Από τις διατάξεις του εφαρμοζόμενου, ως εκ του εδώ κρίσιμου χρόνου, άρθρου 63 παρ. 4 και 5 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 κώδικα δικηγόρων, όπως η περ. δ' της παρ.5 είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 22 του ν. 723/1977 (παρόμοια είναι και η ρύθμιση στο νέο κώδικα δικηγόρων, με το άρθρο 46 παρ. 2 εδ. β' του ν. 4194/2013), συνάγεται ότι η από δικηγόρο παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή θεωρείται ως σχέση απόλυτα προσωπικής εμπιστοσύνης και συνάπτεται με σύμβαση ιδιόμορφης, έμμισθης εντολής, η οποία λογίζεται πάντοτε ως σύμβαση αορίστου χρόνου. Η σύμβαση αυτή λύνεται [εκτός άλλων και] με καταγγελία του εντολέα που συνιστά, κατ' αρχήν, μονομερή αναιτιώδη δικαιοπραξία. Όταν, όμως, για το προσωπικό του εντολέα ισχύει κανονισμός που προβλέπει μονιμότητα στην υπηρεσία (ανεξάρτητα προς το αν ο έμμισθος δικηγόρος υπάγεται ή όχι στον κανονισμό αυτόν), η καταγγελία εκ μέρους του εντολέα δεν μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, αλλά μόνο όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος, δηλαδή καθίσταται αιτιώδης. Σπουδαίο λόγο συνιστούν διάφορα περιστατικά ή ακόμη και ένα μεμονωμένο γεγονός ή ορισμένη συμπεριφορά, εξ αιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν, κατ' αντικειμενική κρίση σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να αξιωθεί η συνέχιση της σύμβασης από τον ένα εκ των συμβαλλομένων, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος του αντισυμβαλλόμενου. Τέτοιος σπουδαίος λόγος συντρέχει και όταν, λόγω κλονισμού της εμπιστοσύνης του εντολέα προς το πρόσωπο του εντολοδόχου, έχει επέλθει τόσο σοβαρή διαταραχή στη συνεργασία τους, ώστε η συνέχιση της μεταξύ τους σύμβασης, κατ' αντικειμενική κρίση, να αποβαίνει αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής για τον εντολέα (βλ. ΟλΑΠ 21/2004, ΑΠ 139/2019, ΑΠ 908/2017 και ΑΠ 935/2013 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Ως εκ τούτου, η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής υπό καθεστώς μονιμότητας, που έγινε από τον εντολέα χωρίς να υπάρχει σπουδαίος λόγος, είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (ΑΚ 174, 180). Ο εντολέας που κατήγγειλε ακύρως τη σύμβαση έμμισθης εντολής και έπαυσε να αποδέχεται τις νομικές υπηρεσίες του εντολοδόχου δικηγόρου, περιέρχεται σε υπερημερία ως εργοδότης (βλ. ΑΠ 139/2019 ο.π.„ πρβλ. ΑΠ 1265/2014 ΤΝΠ Νόμος).

 

II. Στο άρθρο 94 παρ.1 εδ. γ' του εφαρμοζόμενου ως εκ του εδώ κρίσιμου χρόνου, κώδικα δικηγόρων το ν.δ. 3026/1954, που προβλέπει την αποζημίωση του δικηγόρου με πάγια αντιμισθία σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του εκ μέρους του εντολέα, ορίζεται ότι ο απολυόμενος δικαιούται να λαμβάνει τη συμφωνημένη αντιμισθία, ακόμη και χωρίς την παροχή νομικών υπηρεσιών, μέχρις ότου ο καταγγείλας καταβάλει προς αυτόν, πλήρη, την προβλεπόμενη αποζημίωση. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, με απόκλιση προς τα γενικώς ισχύοντα επί καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας όταν δεν καταβληθεί παντελώς ή καταβληθεί ελλιπής η νόμιμη αποζημίωση, στην περίπτωση των δικηγόρων με πάγια αντιμισθία, όπου προέχει ο αυστηρά προσωπικός χαρακτήρας της σύμβασης ως σχέσης εμπιστοσύνης, το κύρος της καταγγελίας δεν είναι συνδεδεμένο με την καταβολή της αποζημίωσης. Η καταγγελία, ακόμη και χωρίς αποζημίωση, επιφέρει τη λύση της σύμβασης, αλλά η αταξία του καταγγέλλοντος έχει ως ex lege συνέπεια την παράταση της υποχρέωσης του προς πληρωμή της πάγιας αντιμισθίας μέχρι να εξοφλήσει πλήρως την αποζημίωση (βλ. ΑΠ 139/2019 ο.π., ΑΠ 411/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1320/2010 ΤΝΠ Νόμος και ΑΠ 88/2010 ΤΝΠ Νόμος). Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η υποχρέωση του εντολέα για την καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής στο δικηγόρο μέχρι καταβολής πλήρους της αποζημίωσης είναι παροχή ex lege προς το δικηγόρο, που επιβάλλεται ως είδος ποινής στον εντολέα και μέσο εξαναγκασμού του για την καταβολή της αποζημίωσης. Πρόκειται δηλαδή για μη νόθο αντικειμενική ευθύνη του εντολέα, που προϋποθέτει πταίσμα του, έστω και από ελαφρά αμέλεια, κατά το άρθρο 330 ΑΚ. εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο από το νόμο. Το πταίσμα όμως τούτο κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης τεκμαίρεται από μόνη την καθυστέρηση της καταβολής της πλήρους αποζημίωσης. Γίνεται δηλαδή στην περίπτωση αυτή αντιστροφή του βάρους της απόδειξης και ο δικηγόρος που ζημιώθηκε δεν χρειάζεται να αποδείξει την υπαιτιότητα του εντολέα του, αφού αυτή τεκμαίρεται από τη μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης κατά τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εντολής. Μπορεί όμως ο εντολέας να ανατρέψει το μαχητό αυτό τεκμήριο και να απαλλαγεί αν επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ελλιπής καταβολή της αποζημίωσης οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη ή σε εύλογη αμφιβολία του αναφορικά με το ύψος της (βλ. Ολ. ΑΠ 570/1986, ΑΠ 308/2017 και ΑΠ 813/2014 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Παρά ταύτα, από την ανωτέρω αναφερθείσα απόκλιση σχετικά με τον χρόνο καταβολής της αποζημίωσης, δεν συνάγεται ότι το κύρος της καταγγελίας διατηρείται και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία έγινε είτε με κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος του εντολέα (ΑΚ 281) είτε χωρίς τη συνδρομή του απαιτούμενου σπουδαίου λόγου (άρθρο 63 απαρ·5 εδ. γ' του ν.δ. 3026/1954). Στις περιπτώσεις αυτές επέρχεται ακυρότητα οπότε, αντιστοίχως, ο εντολοδόχος δικηγόρος, μαχόμενος με αγωγή κατά του κύρους της καταγγελίας, φέρει το βάρος της επίκλησης και απόδειξης των περιστατικών που συνιστούν την προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της ΑΚ 28ι (βλ. ΑΠ 139/2019 ο.π., ΑΠ 205/2018 ΤΝΠ Νόμος και ΑΠ 460/2013 ΔΕΕ 2014.267), ενώ ο καταγγείλας εντολέας, προβάλλοντας ένσταση, φέρει το αντίστοιχο βάρος ως προς τα περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο και διασώζουν το εκ μέρους του δικηγόρου αμφισβητούμενο κύρος της καταγγελίας. Ειδικότερα η καταγγελία έμμισθης εντολής δικηγόρου, παρά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της σύμβασης, απαγορεύεται αν αντίκειται στο άρθρο 281 του ΑΚ, δηλαδή αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Καταχρηστική είναι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία, οφείλεται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου ή όταν γίνεται για οικονομικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης του εργοδότη που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυόμενων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά). Δεν συντρέχει όμως περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν οι τυχόν επικαλούμενοι από τον εργοδότη λόγοι, που φέρονται ότι αποτέλεσαν την αιτία της καταγγελίας, είναι αναληθείς ή, πολύ περισσότερο, όταν δεν υπάρχει κάποια αιτία, αφού, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί αυτή άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να έγινε νια συγκεκριμένους λόγους, που οφείλει να επικαλεστεί με πληρότητα και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (βλ. ΑΠ 123/2016, ΑΠ 179/2016 και ΑΠ 1636/2012 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Ο υπερήμερος εντολέας, περί την αποδοχή των υπηρεσιών του εντολοδόχου δικηγόρου, οφείλει να καταβάλει στον δικηγόρο τη μετέπειτα και κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του αμοιβή υπερημερίας («μισθούς υπερημερίας»), ήτοι τη νόμιμη ή τη συμφωνημένη, ανώτερη της νόμιμης, αμοιβή μετά των επιδομάτων αδείας καθώς και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα [άρθρα 69 παρ. ι περ. αν ΚΠολΔ, 648, 656 ΑΚ, 1 ν. 1082/1980, 3 παρ. 16 ν. 4506/1966, 1, 4, 5 α.ν. 539/1945, 1 ν. 1346/1983, 3 ν.δ. 3755/1957, 1 ν.δ. 4547/1966, 6 ν. 3144/2003 (ΦΕΚ Α 111/8.5.2003), 1 ν. 3302/2004 (ΦΕΚ Α 267/28.12.2004), 6 της από 26.1.1977 ΕΓΣΣΕ - απόφαση Υπ. Εργασίας 4943/1971 (ΦΕΚ Β 60), 8 ν. 549/1977, Κοινές Αποφάσεις Υπ. Οικονομικών και Εργασίας 19040/1981 (ΦΕΚ Β 742), 12921/1981 (ΦΕΚ Β 212)]. Η συμφωνημένη αμοιβή (άρθρο 361 ΑΚ) περιλαμβάνει την πάγια μηνιαία αμοιβή καθώς και [τυχόν] επιδόματα θέσης, έξοδα κίνησης και την αναλογία ετήσιων ασφαλιστικών εισφορών του εντολοδόχου δικηγόρου προς Ταμεία. Υπερημερία του εντολέα, η οποία τον υποχρεώνει να καταβάλει την χρηματική αμοιβή του δικηγόρου, ως άνω, με τον επί αυτής νόμιμο τόκο υπερημερίας, ανακύπτει και ύστερα από άκυρη, εκ μέρους του εντολέα, καταγγελία της έννομης σχέσης (άρθρα 340, 341, 345, 349, 350, 293 ΑΚ). Ο δικηγόρος δικαιούται να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να ζητήσει την αμοιβή μέχρι την άρση της υπερημερίας του εντολέα (βλ. ΑΠ 921/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1379/2007 ΕλλΔνη 48.1387 ΑΠ 70/2003 ΕλλΔνη 44733, ΑΠ 294/2001 ΔΕΝ 57-1435, ΑΠ 1324/2000 ΕλλΔνη 43-406, ΕφΑθ 966/2010 ΕλλΔνη 2012.188). Ωστόσο για το ορισμένο της αγωγής στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων θα πρέπει να εκθέτει ότι προσέφερε τις υπηρεσίες του στο νομικό πρόσωπο, το οποίο τις απέκρουσε, οπότε τούτο περιέρχεται πλέον σε υπερημερία και υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα δικηγόρο τις αντίστοιχες πάγιες αντιμισθίες. Η αγωγή επομένως θα πρέπει να περιέχει το αναγκαίο για τη θεμελίωση της πραγματικό περιστατικό, αν δηλαδή και μετά την άκυρη καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής, ο ενάγων προσέφερε πράγματι, ενόψει του άκυρου της καταγγελίας, τις υπηρεσίες του στον εναγόμενο ο οποίος και τις απέκρουσε, περιελθόν έτσι σε υπερημερία. Δεν συνιστούν δε επίκληση του γεγονότος τούτου, τα διαλαμβανόμενα, εντελώς αόριστα, με την αγωγή, ότι αν και προσφέρεται ο ενάγων στην παροχή των υπηρεσιών του ο εναγόμενος τις αποκρούει, ενόψει του ότι, για τη  θεμελίωση της σχετικής αξίωσης του, πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά προσφοράς των υπηρεσιών του και απόκρουσης αυτών από τον εναγόμενο (βλ. ΑΠ 1636/2012 ο.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 «πάσα αξίωσις του μισθωτού πηγάζουσα εξ άκυρου καταγγελίας της  σχέσεως εργασίας  τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας». Στην ανωτέρω διάταξη προστέθηκε με το άρθρο 19 του ν. 435/1976 δεύτερο εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής: «Η διάταξις της παρούσης εφαρμόζεται μόνον επί καταγγελίας σχέσεων εξαρτημένης εργασίας». Σύμφωνα, δε, με την παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 6 του ν. 3198/1955 «πάσα αξίωσις μισθωτού περί καταβολής ή συμπληρώσεως της κατά το ν. 2112/1920, ως ετροποποίηθη μεταγενεστέρως, ή το β.δ. της 16/18-7-1920 αποζημιώσεως τυγχάνει απαράδεκτος εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός εξαμήνου αφ' ης κατέστη απαιτητή». Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. β' του ν. 3198/1955 επιβάλλεται να εφαρμοσθεί αναλογικώς και στην εξάμηνη προθεσμία της παρ. 2 του ιδίου άρθρου, διότι ο δικαιολογητικός λόγος που την υπαγόρευσε, δηλαδή ο περιορισμός της προβλεπόμενης αποσβεστικής προθεσμίας σε μόνες τις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, προφανώς συντρέχει και ως προς την αξίωση καταβολής αποζημίωσης ή συμπλήρωσης της οφειλομένης αποζημίωσης. Επομένως, η προβλεπόμενη από το άρθρο 94 του Κώδικα Δικηγόρων αξίωση αποζημίωσης, δεν υπόκειται στην εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955, αφού απορρέει από σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής και όχι από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (βλ. ΟλΑΠ 1/1994 ΕλλΔνη 1994-1249 και ΑΠ 566/1998 ΔΕΝ 2001.1435)· Τέλος, πανηγυρική διατύπωση του αιτήματος δεν απαιτείται (βλ. ΑΠ 1293/1993 ΕλλΔνη 1995-145, ΜΠρΘεσ 9210/2016 ΝΟΜΟΣ). Το είδος και η έκταση της ζητούμενης έννομης προστασίας πρέπει να προκύπτουν με ακρίβεια από το συνολικό ιστορικό της αγωγής (το αίτημα μπορεί να περιλαμβάνεται οπουδήποτε στο δικόγραφο: βλ. ΑΠ 173/1981 ΕΕΝ 1981.921, ΕφΑθ 1861/1990 ΕλλΔνη 1993· 635, ΜΠΘεσ 9210/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΚΕΡΑΜΕΥΣ/ΚΟΝΔΥΛΗΣ/ΝΙΚΑΣ, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 216, σ. 462).

 

III. Περαιτέρω, με το άρθρο ι παρ. 2 του Ν. 4046/2012 (ΦΕΚ 28/14.02.2012) "Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας" (ΦΕΚ Α' 28/14.02.2012), ο οποίος ψηφίσθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ενεκρίθη το Μνημόνιο Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από τα εξής, επιμέρους, Μνημόνια: α) Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, β) Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Τα παραπάνω μνημόνια επισυνάφθηκαν στο ν. 4046/2012 ως παραρτήματα του και δημοσιεύθηκαν στο ίδιο ως άνω ΦΕΚ (28/14.02.2012), στην αγγλική (ως επίσημη γλώσσα) και σε ελληνική μετάφραση. Με το άρθρο 1 § 6 ν. 4046/2012 ορίσθηκε ότι "Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Εν "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις", παράγραφοι 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης" παράγραφος 4.1: "Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας" του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παράγραφο 2 και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.". Ειδικότερα, οι παράγραφοι 28 και 29 του Κεφαλαίου Ε' υπό τον τίτλο "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις" του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής αναφέρονται αντίστοιχα στην επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων νια την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας και την οικονομική ανάπτυξη (παρ. 28), καθώς και στη λήψη μέτρων για τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αφαίρεση της μονιμότητας σε όλες τις παραδοσιακές (ορθότερα "υφιστάμενες" σε μετάφραση του πρωτότυπου όρου "existing") συμβάσεις σε όλες τις εταιρείες. Η νέα νομική διάταξη θα μεταμορφώσει αυτομάτως τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου (οι οποίες ορίζονται ως έχουσες λήξη κατά το όριο ηλικίας ή την σύνταξη) σε συμβάσεις αορίστου χρόνου για τις οποίες ισχύουν οι κανονικές διαδικασίες απόλυσης (παρ. 29). Η παρ. 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και υπό τον τίτλο "Δεσμεύσεις από το παρελθόν και ειδικοί εργασιακοί όροι" προβλέπει τα εξής: "Πριν την εκταμίευση καταργούνται οι όροι μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που ορίζουν ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη συνταξιοδότηση), που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας". Πρόθεση του νομοθέτη του παραπάνω νόμου ήταν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις των μνημονίων, που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου ι του ν. 4046/2012 (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προαναφερθείσες για την κατάργηση των ρητρών μονιμότητας στις εργασιακές σχέσεις) να ισχύσουν άμεσα ως πρωτογενείς κανόνες δικαίου της ελληνικής έννομης τάξης. Τούτο προκύπτει απερίφραστα και ανεπιφύλακτα και από την αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου, σύμφωνα με την οποία οι ρυθμίσεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του νόμου αυτού συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μνημονίου, αποτελούν μέτρα που πρέπει να υιοθετηθούν πριν την εκταμίευση των ενισχύσεων και κατά συνέπεια επιβάλλεται η άμεση ενσωμάτωση των προβλέψεων τους ως κανόνων δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη. Κάθε ειδικότερο θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής προβλέπεται να ρυθμίζεται με τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης δεν ήθελε να καταλείψει καμία αμφιβολία ότι οι διατάξεις του μνημονίου αποτελούν ήδη δεσμευτικούς κανόνες της εσωτερικής έννομης τάξης και μάλιστα πριν την εκταμίευση των ενισχύσεων του προγράμματος, προκειμένου να λάβει η Ελληνική Δημοκρατία, εγκαίρως, τη διεθνή χρηματοδότηση από το Διεθνές Νομισματικό ταμείο (ΔΝΤ), την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και την Ευρωπαϊκή Ένωση (EE) προς αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκαλούσε η οξύτατη δημοσιονομική κρίση και το υπέρογκο δημόσιο χρέος της χώρας. Με τον τρόπο αυτό ο Έλληνας νομοθέτης επέλυσε αυθεντικά το ζήτημα της κανονιστικής ισχύος των συγκεκριμένων διατάξεων του μνημονίου, κατά τρόπο αυτόνομο και ανεξάρτητο από τη νομική φύση των μνημονίων και το είδος των συγκεκριμένων διατάξεων, εξ απόψεως Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις των μνημονίων στηρίζουν την κανονιστική τους ισχύ απευθείας στο άρθρο 1 παρ. 6 εδ. α' ν. 4046/2012 και όχι στον χαρακτήρα των μνημονίων ως διεθνών συνθηκών ή κειμένων με κανονιστικό ή μη κανονιστικό χαρακτήρα. Στη συνέχεια, κατ' εξουσιοδότηση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 εκδόθηκε η πράξη 6 της 28.2.2012, (εφεξής Π.Υ.Σ.) που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α' 38/28.2.2012, για τη "ρύθμιση θεμάτων προς εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012". Στην τελευταία αναφέρεται, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο "Έχοντας υπόψη: 1. Την παράγραφο 6 του άρθρου ι του ν. 4046/2012 (Α' 28), 2. Τις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Ε' "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις", παράγραφος 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 "Διαρθρωτικές   Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης" παράγραφος 4.1: "Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας" του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίθηκαν κατά την παράγραφο 2 του άρθρου ι και προσαρτήθηκαν ως παράρτημα V στον ν. 4046/2012, 3· Το γεγονός, ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012, 4. Την ανάγκη να ρυθμιστούν αναγκαία ζητήματα για την εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων, 5. Την ανάγκη εφαρμογής συνολικών και σημαντικών διαρθρωτικών ρυθμίσεων, με στόχο την τόνωση της απασχόλησης και της παραγωγής και την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, με την απελευθέρωση των αγορών εργασίας, όπως αυτές δικαιολογούνται από λόγους γενικότερου συμφέροντος συνδεόμενους με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας και την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων για την προστασία της, 6. Το άρθρο 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα (π.δ. 63/2005, Α' 98), 7. Το γεγονός ότι, από την πράξη αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, 8. Την από 28.2.2012 εισήγηση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίζει: ... Αρθρο 5 1. από 14-2- 2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων, που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις, που προβλέπονται στο προηγούμενο  εδάφιο  εφαρμόζονται  και  σε  επιχειρήσεις,  εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου ι του ν. 1256/1982 (Α' 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α' 101). 2. Από την 14.2.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται. Οι διατάξεις, που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς, που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου ι του ν. 1256/1982 (Α' 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α 101)". Με το άρθρο 6 της ως άνω Π.Υ.Σ. ορίσθηκε ότι η ισχύς της αρχίζει από τη δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (28-2-2012) εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις. Από τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό, ότι με τις διατάξεις του άρθρου 5 της παραπάνω Π.Υ.Σ. καταργήθηκαν από τις 14 Φεβρουαρίου 2012 οι λεγόμενες ρήτρες μονιμότητας, δηλαδή, οι κανονιστικοί εκείνοι όροι με τους οποίους ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απολύσει τον εργαζόμενο, παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και των οποίων η βασιμότητα κρίνεται συνήθως με ορισμένη διαδικασία. Οι όροι αυτοί μπορεί να ενυπάρχουν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας τόσο ορισμένου όσο και αορίστου χρόνου. Η μονιμότητα δηλαδή αποτελεί είδος περιορισμού του δικαιώματος του εργοδότη να προβεί στην ελεύθερη καταγγελία της σύμβασης εργασίας των απασχολουμένων από αυτόν μισθωτών. Ειδικότερα, η έννοια της παρ. 2 του άρθρου 5 της εν λόγω υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. είναι ότι καταργούνται, πέραν του ορίου ηλικίας ή της προϋπόθεσης συνταξιοδότησης (περί της οποίας προβλέπει η παρ. ι), οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, ανεξαρτήτως εάν αυτοί προβλέπονταν από διατάξεις νόμων ή κανονιστικές αποφάσεις ή συλλογικές ρυθμίσεις ή κανονισμούς εργασίας ή οργανισμούς προσωπικού ή αποφάσεις οργάνων διοίκησης των επιχειρήσεων, καθώς και ό,τι παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας και ό,τι προσομοιάζει στον Υπαλληλικό Κώδικα αναφορικά με τα θέματα απόλυσης, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως ορισμένου (λόγω θέσπισης ορίου ηλικίας ή προϋπόθεσης συνταξιοδότησης ως χρονικού σημείου της λήξης αυτής) ή αορίστου χρόνου. Καταργούνται δηλαδή οι ρυθμίσεις εκείνες που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη, εξαρτώντας αυτήν από σπουδαίο λόγο ή από συγκεκριμένους λόγους. Η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ., που αναφέρεται στην κατάργηση των ρητρών μονιμότητας, μη περιοριζόμενη στη μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου των συμβάσεων με χρόνο λήξης σε συγκεκριμένο όριο ηλικίας του μισθωτού ή στη συνταξιοδότηση αυτού, δεν έχει θεσπιστεί καθ' υπέρβαση της σχετικής ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθόσον η κατάργηση των κανονιστικών όρων  εργασίας, που ορίζουν ως προς την απόλυση συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου διαφορετικές προϋποθέσεις, σε σχέση με αυτές που προβλέπουν ο Ν. 2112/1920 και η κοινή εργατική νομοθεσία, λόγω ενσωματωμένων σε αυτές ρητρών μονιμότητας, προκύπτει από τις σχετικές με το εξεταζόμενο ζήτημα ρυθμίσεις, οι οποίες περιέχονται στο άρθρο ι παρ. 6 του εξουσιοδοτικού Ν. 4046/2012, και συγκεκριμένα στις σχετικές ρήτρες της παραγράφου 29 του Κεφαλαίου Ε του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και της παραγράφου 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, οι οποίες έχουν αυτήν ακριβώς την έννοια, όπως αυτή συνάγεται από την γενικότητα της διατύπωσης αυτών ["αφαίρεση της μονιμότητας σε όλες   τις   παραδοσιακές συμβάσεις", "καταργούνται οι όροι περί μονιμότητας..."] και αυτήν ακριβώς την έννοια αποδίδει η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. (βλ. ΟλΣτΕ 2307/2014 σκέψη 37). Η αναφορά στις παραπάνω ρυθμίσεις στη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, που λήγουν με τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας του μισθωτού ή των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, για την οποία μετατροπή προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου 5 της εν λόγω Π.Υ.Σ., αφορά την πλέον συνήθη περίπτωση κανονισμών εργασίας ή οργανισμών προσωπικού που τις προβλέπουν και, κατά την αληθή έννοια των παραπάνω ρυθμίσεων, δεν περιορίζεται μόνον σε αυτές. Όμως η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 1 του εξουσιοδοτούντος Ν. 4046/2012 σε συνδυασμό με τις ανωτέρω ρυθμίσεις των μνημονίων για τη κατάργηση των ρητρών μονιμότητας δεν εξειδικεύει, αν ως σχετικές ρήτρες μονιμότητας νοούνται εκείνες που προβλέπονται σε τυπικό ή ουσιαστικό νόμο, ή σε συλλογικές ρυθμίσεις ή κανονισμούς επιχειρήσεων ή οργανισμούς προσωπικού ή σε αποφάσεις διοικήσεων επιχειρήσεων και κατά συνέπεια τα ειδικότερα αυτά θέματα καταλήφθηκε να ρυθμισθούν με Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β' του Συντάγματος. Επομένως, α) εφόσον, κατά τα προαναφερθέντα, οι ρυθμίσεις των μνημονίων που διαλαμβάνονται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 συνιστούν διατάξεις τυπικού νόμου και ρυθμίζουν με υψηλό βαθμό νοηματικής πληρότητας συγκεκριμένα ζητήματα εργασιακών σχέσεων και συλλογικής αυτονομίας περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάργησης των ρητρών μονιμότητας, η παρεχομένη με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής εξουσιοδότηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο έχουσα προφανώς την έννοια, ότι αυτό καλείται να ρυθμίσει τις σχετικές λεπτομέρειες  εφαρμογής των παραπάνω ρυθμίσεων, είναι επιτρεπτή, τυγχάνει επαρκώς ορισμένη και εγκύρως παρέχεται σε διοικητικό όργανο, διαφορετικό από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και β) η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 της υπ' αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. που αφορά τη κατάργηση των ρητρών μονιμότητας, δεν έχει τεθεί καθ' υπέρβαση της χορηγηθείσας από τη διάταξη της παρ. 6 του  άρθρου 1 του Ν. 4046/2012 νομοθετικής εξουσιοδότησης, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που διέπονται από κανονισμό που θεσπίζει όριο ηλικίας αποχώρησης του μισθωτού ή την προϋπόθεση συνταξιοδότησης ως λόγο λήξης αυτών (βλ. για όλα τα ανωτέρω ΑΠ Ολ. 11/2017 ΤΝΠ Νόμος).

 

IV. Εξάλλου, κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο - το οποίο, κατ' άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι -δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, και κατ' άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (βλ. ΑΠ 1559/2017, ΑΠ 728/1996 ΑΠ 981/1993, ΑΠ 1019/1993 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α)το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (βλ. ΑΠ 1559/2017 ο.π., ΑΠ H37/2006 ΤΝΠ Νόμος). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ' αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ' αυτό (βλ. ΑΠ 1559/2017 ο.π., ΑΠ 298/2004 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ' ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα (βλ. ΑΠ 1559/2017 ο.π., ΑΠ 1287/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1425/1999 ΤΝΠ Νόμος), ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης (βλ. ΑΠ 1559/2017 ο.π., ΑΠ 1401/2004 ΤΝΠ Νόμος) δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ' αυτήν έννομη συνέπεια. Έτσι, δεδικασμένο από τελεσίδικη  απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη (βλ. ΟλΑΠ 10/2002, ΑΠ 1394/2008 ΤΝΠ Νόμος), όπως συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ' αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (βλ. ΑΠ Ολ 34Λ992 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1559/2017 ο.π., ΑΠ 759/2006 ΑρχΝ 759/-2008 και ΠΠΙωαν 98/2011 ΤΝΠ Νόμος). Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση (βλ. ΑΠ 1559/2017 ο.π., ΑΠ 1832/2001 ΕλλΔνη 2002.1376, ΑΠ 190/2000 ΕΕΡΓΔ 2001.514, ΕφΑθ 2825/2007 ΕφΑΔ 2008.697) ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής (βλ. ΑΠ 1559/2017 ο.π., ΑΠ 226/2001 ΤΝΠ Νόμος), αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης η της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο (βλ. ΑΠ 1559/2017 ο.π., ΑΠ 386/2000 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1174Λ999 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 839/1999 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 331/1999 ΤΝΠ Νόμος). Το δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 ΚΠολΔ). Αντίθετα δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο τα κριθέντα πλεοναστικώς ζητήματα (βλ. ΑΠ 1137/2006 και ΑΠ 1366/1996 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω - και ειδικότερα επί των ενστάσεων - αν η απόρριψη αγωγής αποτελεί συνέπεια της παραδοχής κάποιας ένστασης του εναγομένου, ή αν η σχετική ένσταση απορριφθεί, δημιουργείται   εντεύθεν δεδικασμένο (εξαιρουμένης της περιπτώσεως που η διάπλαση της έννομης σχέσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με διαπλαστική αγωγή) εκ του παρεμπιπτόντως κριθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού, το οποίο καλύπτει και αυτές που συναρτώνται με  το προδικαστικό ζήτημα, είτε αυτό αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το κατ' ουσίαν βάσιμο της αγωγής (βλ. ΑΠ 1559/2017 ο.π., ΑΠ 1017/2001 ΤΝΠ Νόμος) που αναγκαία κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Περαιτέρω, από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 321, 322 παρ. ι εδ. α και 324 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεδικασμένο παράγεται και από την οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς το ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε μ' αυτήν, το οποίο όμως δεν προσβάλλεται με την έφεση που ασκήθηκε από τον ηττηθέντα πρωτοδίκως διάδικο, εφόσον έτσι καθίσταται τελεσίδικη, ως προς το ζήτημα αυτό, η καταδίκη απόφαση (βλ. ΑΠ 1559/2017 ο.π., ΑΠ 455/2014 ΤΝΠ Νόμος).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της, ισχυρίζεται ότι την 20.09.2006 καταρτίστηκε στην Πάτρα μεταξύ αυτού και της «Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Πατρών», καθολικός διάδοχος της οποίας είναι ο εναγόμενος συνεταιρισμός, έγγραφη σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών. Ότι η διάρκεια της σύμβασης ορίστηκε για το χρονικό διάστημα από 20.09.2006 έως 20.09.2011, ανανεούμενη αυτόματα για ίσο χρόνο, αν δεν καταγγελλόταν νωρίτερα. Ότι η αμοιβή του ίδιου καθορίστηκε στο ποσό των 1.800 ευρώ μηνιαίως, πλέον ασφαλιστικών εισφορών που κατά νόμο βαρύνουν τον ανωτέρω συνεταιρισμό σε ποσοστό 2/3 του συνόλου αυτών ετησίως. Ότι στη συνέχεια με την από 19.09.2011 απόφαση του ανωτέρω συνεταιρισμού ανανεώθηκε η ως άνω σύμβαση για τα επόμενα τρία (3) έτη με τις ίδιες αποδοχές. Ότι περί τα τέλη Απριλίου του έτους 2012, και ενώ μέχρι τότε η σχέση αυτού με τον εναγόμενο συνεταιρισμό ήταν αρμονική, ορισμένα μέλη της πλειοψηφίας   του Διοικητικού Συμβουλίου του τελευταίου αποφάσισαν να άρουν την εμπιστοσύνη τους στον Πρόεδρο αυτού, συγκροτήσαντες πλειοψηφία και επιτροπή εκπροσώπησης του εναγομένου από δύο μέλη, ήτοι τους .... Ότι στις 16.05.2012 επιδόθηκε σε αυτόν η από 14.05.2012 καταγγελία της σύμβασης του με τον εναγόμενο συνεταιρισμό, η οποία έφερε την υπογραφή των ανωτέρω μελών. Ότι στο κείμενο της ανωτέρω καταγγελίας, την οποία ο ενάγων παραθέτει αυτούσια στην αγωγή του, αναφέρουν ψευδείς και ανυπόστατες κατηγορίες περί μη εκπλήρωσης υποχρεώσεων αυτού, και δη ότι διέπραξε απιστία, κατονομάζουν δε αυτόν ως χρήστη ψευδούς και πλαστού εγγράφου και του καταλογίζουν ότι απαξίωσε την απόφαση του Αντιπροέδρου του εναγομένου περί προσωρινής διακοπής της συνεργασίας που του εστάλη την 17.04.2012. Ότι ο εναγόμενος συνεταιρισμός προσδιόρισε ως αποζημίωση σύμφωνα τις διατάξεις του Ν.Δ. 3026/54 (Κώδικας περί δικηγόρων) το ποσό των 21.000 ευρώ ως κατώτατο όριο για ίο μηνιαίες παροχές πλέον 1/6, χωρίς τις ασφαλιστικές εισφορές, το οποίο και κατέβαλε τον μήνα Ιούνιο του έτους 2012. Ότι αυτός (ενάγων) ακολούθως άσκησε την υπ' αριθ. ./2012 αγωγή του στο παρόν Δικαστήριο, καθώς και την υπ' αριθ. 4026/2012 όμοια (αγωγή), εναντίον του νομικού  προσώπου και ατομικώς των μελών που συγκρότησαν την πλειοψηφία και ενέκριναν το κείμενο για χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από το εν λόγω κείμενο. Ότι επί των αγωγών αυτών εξεδόθη η υπ' αριθ. 167/2015 οριστική απόφαση του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών που δέχθηκε τις αγωγές του ίδιου ως βάσιμες και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εις βάρος του συνεταιρισμού και ενός εκάστου των μελών του Δ.Σ. που διαμόρφωσαν πλειοψηφία. Ότι, εν όψει των ανωτέρω γεγονότων, η ως άνω καταγγελία της σύμβασης του είναι άκυρη ως καταχρηστική. Ότι αυτός δεν αρνήθηκε την προσφορά των υπηρεσιών του και δη εγγράφως προς τον εναγόμενο συνεταιρισμό. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος συνεταιρισμός να του καταβάλει το ποσό των 43.800 ευρώ, ήτοι τη διαφορά του καταβληθέντος σε αυτόν ποσού των 21.000 ευρώ και εκείνης που κατά τη συνήθη πορεία θα ελάμβανε έως τη λήξη της σύμβασης του την 20.9.2014, ήτοι 36 μηνών (1.800 ευρώ Χ 36 μήνες =64.800 ευρώ μείον 21.000 ευρώ), πλέον των 2/3 των ασφαλιστικών εισφορών του για τα έτη 2013 έως και τον Σεπτέμβριο 2014 και οι οποίες για το έτος 2013 για το Τ.Α.Ν, - Τ.Ε.ΑΔ. ανέρχονταν συνολικά στο ποσό των 1.671,12 ευρώ (ποσό 1285,52 υπέρ ΤΛ.Ν και ποσό 385,6 ευρώ υπέρ Τ.Ε.ΑΔ) και για τους μήνες από Ιανουάριο έως και Σεπτέμβριο 2014 για το Τ.Α.Ν. - Τ.Ε.Α.Δ. ανερχόντουσαν στο ποσό των 1-253,34 ευρώ (ποσό 964,14 ευρώ υπέρ Τ.Α.Ν και ποσό 289,20 υπέρ Τ.Ε.ΑΔ), όπως τα ποσά αυτά αναφέρονται ειδικότερα στην αγωγή, ήτοι το συνολικό ποσό των 46.724,46 ευρώ (43.800 + 1.671,12 + 1.253,34], με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος συνεταιρισμός στη δικαστική δαπάνη του.

 

Με αυτό το περιεχόμενο, η αγωγή αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 16 αρ. 7, 25 παρ. 2, 677, ως είχαν πριν από την τροποποίηση τους με τον ν. 4335/2015), κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 678 έως 681 ΚΠολΔ, ως είχαν πριν από την τροποποίηση τους με τον ν. 4335/2015) και είναι επαρκώς ορισμένη, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο (II.) μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγομένου περί αοριστίας της αγωγής λόγω μη επίκλησης της ακυρότητας της καταγγελίας. Συγκεκριμένα, από το όλο το περιεχόμενο σε συνδυασμό με το αιτητικό του υπό κρίση δικογράφου προκύπτει με σαφήνεια ότι ζητείται και η αναγνώριση της ακυρότητας της από 14.05.2012 καταγγελίας, παρότι στο αιτητικό του δικογράφου δεν αναγράφεται κάτι σχετικό, καθόσον αρκεί τούτο να προκύπτει από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο (II.) μείζονα σκέψη της παρούσας (βλ. ΜΠρΘεσ 9210/2016 ΤΝΠ Νόμος). Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στις πιο πάνω μείζονες σκέψεις υπό στοιχεία (I) και (II.), καθώς επίσης και σε εκείνες των άρθρων 63 παρ. 4 περ. α' 92 παρ. 2, 92 Α παρ. 1 του τέως Κώδικα περί Δικηγόρων - ΝΔ 3026/1954 υπό την ισχύ του οποίου καταρτίστηκε και λειτούργησε αρχικά η ένδικη σύμβαση, 341, 345, 346 ΑΚ, 176, 907 και 9θ8 παρ. 1 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι, η ένδικη αγωγική αξίωση δεν έχει υποπέσει στην τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 318/1955, αντίστοιχα, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη υπό στοιχείο (II.), η ανωτέρω αξίωση δεν υπόκειται στην ως άνω αποσβεστική προθεσμία του Ν. 3198/1955, αφού απορρέει από σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής και όχι από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία, εφόσον καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το με κωδικό 188616420958 0402 0050 ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με το από 01.02.2018 αποδεικτικό ηλεκτρονικής εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς).

 

Από απ' όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και τα οποία λαμβάνονται υπόψη έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ' αριθ. .../18.09.2006 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Πατρών με την επωνυμία «ΠΑΤΡΑΪΚΗ» (εφεξής αναφερόμενη ως η Ένωση) ο ενάγων, δικηγόρος Πατρών, την 20η.09.2006 συνήψε με την Ένωση σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την οποία αναλάμβανε για λογαριασμό αυτής τη διεξαγωγή αστικών, ποινικών και διοικητικών δικών, τη διενέργεια κάθε είδους εξωδικαστικών πράξεων ενώπιον οιασδήποτε αρχής, καθώς και την παροχή νομικών συμβουλών και τη σύνταξη εγγράφων γνωματεύσεων, αντί πάγιας αμοιβής ύψους 1.δ00 ευρώ μικτά μηνιαίως, πλέον τυχόν δαπανών και εξόδων. Η διάρκεια της σύμβασης ορίστηκε πενταετής, επιπλέον δε ορίστηκε ρητά (βλ. όρο 1) ότι σε περίπτωση μη καταγγελίας αυτής, υπάρχει η δυνατότητα ισόχρονης (σιωπηρής) ανανέωσης αυτής μέχρι την 20.09.2011. Κατά τον χρόνο κατάρτισης της ανωτέρω σύμβασης η ως άνω Ένωση βρισκόταν σε δικαστική διαμάχη με τον πρώην διευθυντή της ..., ο οποίος, κατόπιν σχετικής απόφασης της πλειοψηφίας του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, είχε απομακρυνθεί από τη θέση του και στη θέση του είχε τοποθετηθεί ο .... Ωστόσο, δυνάμει των υπ' αριθ. 303/2008 και 443/2010 τελεσίδικων αποφάσεων του Εφετείου Πατρών, που εκδόθηκαν επί σχετικών αγωγών του ... και κατέστησαν αμετάκλητες δυνάμει των υπ' αριθ. 1363/2009 και 1683/2011 αποφάσεων του Αρείου Πάγου, αναγνωρίστηκε αντιστοίχως η ακυρότητα της αρχικής από 07-02.2006 απομάκρυνσης αυτού από τη θέση του Διευθυντή, καθώς και της από 10.10.2007 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αυτού. Περαιτέρω, δυνάμει των υπ' αριθ. 16695/2010 και 9638/2011  αποφάσεων  του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης καταδικάστηκαν για παράβαση της διάταξης του άρθρου 23 παρ. 2 του ν. 1264/1982, λόγω της μη επανατοποθέτησης του ... στη θέση του Διευθυντή. Κατόπιν τούτου, και ενόψει του κινδύνου καταδίκης της Ένωσης σε καταβολή μισθών υπερημερίας στον τέως Διευθυντή της, μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου ζήτησαν τη σύνταξη δύο γνωματεύσεων από δικηγόρους του Συλλόγου Πατρών για ερμηνεία των ανωτέρω τελεσίδικων αποφάσεων αναφορικά με την υποχρεωτική ή μη επανατοποθέτηση αυτού στη θέση Διευθυντή που κατείχε. Με τις από 12.03.2012 και 28.02.2012 γνωμοδοτήσεις τους, οι δικηγόροι Πατρών ... και ... γνωμοδότησαν αρνητικά στο τεθέν σε αυτούς κατά τα ανωτέρω ερώτημα, εάν και κατά πόσο ο ... δύναται να επανέλθει στην υπηρεσία προς συμπλήρωση του υπολοίπου της θητείας του ως διευθυντής. Ομοίως αρνητικά γνωμοδότησε και ο ενάγων σε αντίστοιχη γνωμοδότηση που συνέταξε και κατέθεσε στη Ένωση. Εν τούτοις, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης με την με αριθμό 1649/15.03.2012 κατά πλειοψηφία απόφαση του, αποφάσισε την επαναφορά του ... στη θέση του Διευθυντή. Ωστόσο, ο ... προσέβαλε την απόφαση αυτή με αίτηση ασφαλιστικών  μέτρων  που  κατέθεσε  την 23η.03.2012 ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία ζητούσε να ανασταλεί προσωρινά η τοποθέτηση του ... στη θέση του Διευθυντή της Ένωσης. Κατά την συζήτηση του αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής την 28η.03.2012 εμφανίστηκε για λογαριασμό της καθ' ης η αίτηση Ένωσης στη δίκη εκείνη, ο ενάγων, μετά του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού, ..., αρμόδιου κατά το καταστατικό της να την  εκπροσωπεί ενώπιον  των δικαστηρίων,  και υποστήριξε ότι δεν ήταν δυνατή η συνύπαρξη δύο προσώπων στην ίδια διευθυντική θέση ως εκ των προβλέψεων του Κανονισμού του προσωπικού του εναγομένου, ενώ περαιτέρω επιχειρηματολόγησε ότι η καταγγελία της σύμβασης του Κωνσταντίνου Κολλιόπουλου είχε μεν ακυρωθεί τελεσίδικα, τούτο όμως, δεν καθιστούσε υποχρεωτική την επανατοποθέτηση του στην θέση του διευθυντή αλλά σε αυτή που κατείχε προηγουμένως, δηλαδή στο Χημείο της Ένωσης. Το Δικαστήριο, έκανε δεκτό το ένδικο αίτημα και χορήγησε την αιτούμενη προσωρινή διαταγή, διατάσσοντας την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ακολούθως, στις 03.04.2012, ο ... κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1140/2012 αίτηση για ανάκληση της ως άνω προσωρινής διαταγής, με αιτούντες την Ένωση και τον ίδιο, και καθ' ου τον ..., την οποία αίτηση υπέγραφε ο ... δικηγόρος του ιδίου (...) στις μέχρι τότε δίκες με αντίδικο την Ένωση. Κατά τη συζήτηση της αίτησης την 04.04.2012 εμφανίστηκε για λογαριασμό της Ένωσης αφενός ο ενάγων, κατόπιν εντολής που είχε λάβει από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, ..., του οποίου, όμως, η εκπροσωπευτική εξουσία είχε εν τω μεταξύ αφαιρεθεί κατ' άρθρο 14 παρ. 2 του καταστατικού της Ένωσης με την με αριθμό ./30.03.2012 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού, και αφετέρου ο υπογράφων το δικόγραφο της, ... μετά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης, ..., στους οποίους είχε ανατεθεί με την ίδια απόφαση η εξουσία εκπροσώπησης αυτής. Στη δίκη αυτή, προκειμένου να αποδείξει την  νομιμοποίηση του προς εκπροσώπηση της Ένωσης ενώπιον του Δικαστηρίου ο ενάγων επέδειξε την από 20.09.2006 έγγραφη μεταξύ τους σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών, καθώς και την υπ' αριθ. 1639/19.09.2011 απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, με την οποία αποφασιζόταν η ανανέωση της θητείας του για ακόμη τρία έτη. Τελικώς το Δικαστήριο έκανε δεκτή τη παράσταση του ... μόνο για λογαριασμό του  εντολέα  του, ..., ενώ αναφορικά με την παράσταση της Ένωσης, και πρώτης αιτούσας, το Δικαστήριο δέχθηκε την εκπροσώπηση της από τον δικηγόρο του, ήτοι από τον ενάγοντα, ο οποίος ακολούθως κατέθεσε σχετικό υπόμνημα, με το οποίο υποστήριζε την αβασιμότητα της αίτησης,  βασιζόμενος και στις δύο προαναφερόμενες γνωμοδοτήσεις που είχαν συνταχθεί κατ' αίτημα του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 09.03.2012 το εγγεγραμμένο μέλος της Ένωσης και επιλαχών σύμβουλος αυτής ..., κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 798/2012 αίτηση του κατά της Ένωσης και του συμβούλου της, ..., με αίτημα την προσωρινή έκπτωση του τελευταίου, διότι η σύζυγός του  ασκούσε ανταγωνιστική της Ένωσης εμπορική δραστηριότητα. Ωστόσο, για το ίδιο ζήτημα είχε ήδη τοποθετηθεί το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης με την με αριθμό ./23.1.2012 κατά πλειοψηφία απόφαση του, σύμφωνα με την οποία δεν συνέτρεχε βάσιμος λόγος για έκπτωση του Συμβούλου του. Εν τούτοις, κατά τη συζήτηση του αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής επί της εν λόγω αίτησης την 13.03.2012 εμφανίστηκαν για λογαριασμό της Ένωσης ο Πρόεδρος αυτής ... και ο ενάγων με την ιδιότητα του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ένωσης, που υποστήριξαν την βασιμότητα της αίτησης, αλλά και ο ..., αυτό δε (αίτημα) τελικώς απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Ακολούθως, κατά τη συζήτηση της κύριας αίτησης κατά την δικάσιμο της 20ης.04.2012 και την εκφώνηση της υπόθεσης από τον Δικαστή εμφανίστηκαν ως εκπροσωπούντες την διάδικο (τότε καθ' ης) Ένωση, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ..., με τον δικηγόρο αυτής, ήτοι τον ενάγοντα, καθώς και ο δικηγόρος ..., ο οποίος επέδειξε στο Δικαστήριο αντίγραφο της με αριθμό ./14.12.2011 κατά πλειοψηφία απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης, στην οποία αναφερόταν ότι η προηγούμενη απόφαση του περί ανανέωσης της από 20.09.2006 σύμβασης της Ένωσης με τον ενάγοντα για ακόμη τρία έτη, ελήφθη με τη συμμετοχή εκπροσώπου των εργαζομένων κατά παράβαση του άρθρου 24 παρ. 2 του καταστατικού, και ως εκ τούτου η σύμβαση του δεν ανανεώθηκε, με έξι ψήφους κατά και πέντε υπέρ. Λόγω της έντασης που επικράτησε στο ακροατήριο αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για τη νέα δικάσιμο της 16ης.05.2012, προκειμένου να διευκρινισθεί το ζήτημα της δικαστικής εκπροσώπησης της Ένωσης. Κατά τη νέα αυτή μετ' αναβολή δικάσιμο, η Ένωση εκπροσωπήθηκε τελικώς από τον δικηγόρο, ..., και η αίτηση απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, την 16.05.2012 κοινοποιήθηκε στο ενάγοντα η από 14.05.2012, έγγραφη καταγγελία εμμίσθου εντολής του ενάγοντα, η οποία λήφθηκε δυνάμει της υπ' αριθ. ./09.04.2012 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης, και την οποία  καταγγελία  υπέγραφαν οι εκπροσωπούντες αυτήν, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης της, ... και .... Στο κείμενο της ανωτέρω καταγγελίας αναφέρονταν ως λόγοι αυτής οι εξής : α) κατά τη συζήτηση της αίτησης χορήγησης προσωρινής διαταγής του ... κατά της Ένωσης και του ... κατά την δικάσιμο της 28ης.03.2012, ο ενάγων παραστάθηκε ως πληρεξούσιος δικηγόρος της Ένωσης και ενήργησε σε αντίθεση με την σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής για επανατοποθέτηση του καθ' ου στη θέση του Διευθυντή της, την οποία γνώριζε, δίχως προηγουμένως να ενημερώσει τα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου για τυχόν ενδοιασμούς του αναφορικά με τον δέοντα χειρισμό της υπόθεσης, ούτως ώστε αυτό (Δ.Σ.) να ενεργήσει καταλλήλως, β) την 04.04.2012 κατά τη συζήτηση της αίτησης ανάκλησης της ανωτέρω προσωρινής διαταγής του ... αυτός παραστάθηκε ως πληρεξούσιος δικηγόρος της Ένωσης,  αν και αυτή είχε ασκήσει την ένδικη αίτηση  με άλλον δικηγόρο, όπου και πάλι δεν υπερασπίστηκε τη βασιμότητα της (αίτησης) και την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης αλλά αντίθετα επιχειρηματολόγησε σθεναρά για την απόρριψη της, γ) την 13.03.2012 κατά τη συζήτηση της αίτησης για χορήγηση προσωρινής διαταγής του ... σε βάρος της Ένωσης και του ..., ως δικηγόρος της Ένωσης, δεν υπερασπίστηκε την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου που θεωρούσε αβάσιμους τους λόγους της αίτησης και δ) κατά τη συζήτηση της κύριας αίτησης της ανωτέρω υπόθεσης, εμφανιζόμενος ως δικηγόρος της Ένωσης, συνηγόρησε υπέρ του αντιδίκου αυτής και αμφισβήτησε οξύτατα και με απρεπείς εκφράσεις για τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ένωσης, ..., την ορθότητα της σχετικής απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της. Επιπλέον, στην ίδια καταγγελία αποδίδεται στον ενάγοντα ότι έκανε, εν γνώσει του και με ιδιαίτερη έμφαση χρήση ψευδούς και πλαστού εγγράφου και δη του από 06.04.2012 ακριβούς αποσπάσματος της υπ' αριθ. ./19.09.2011 πράξης του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης υπογεγραμμένου από τον πρόεδρο αυτού ..., όπου δηλώνεται η ανανέωση της σύμβασης για παροχή νομικών υπηρεσιών από το Διοικητικό Συμβούλιο κατά πλειοψηφία, ενώ το αληθές και γνωστό στον ίδιο ήταν ότι η απόφαση δεν ελήφθη κατά πλειοψηφία αλλά αντιθέτως είχε ληφθεί απόφαση για μη ανανέωση. Τέλος, την 17.04.2011 ο ενάγων αρνήθηκε να παραλάβει την από 02.04.2012 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης για διακοπή της συνεργασίας τους και επιστροφή των φακέλων από υπάλληλο αυτής, σημειώνοντας όλως  απαξιωτικά στο βιβλίο του πρωτοκόλλου διαβίβασης τη φράση λόγω αναρμοδιότητας του υπογράφοντος (Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου ...). Ο ενάγων ακολούθως άσκησε την από 10.05.2012 με αριθ. έκθεσης κατάθεσης 1693/2012 αγωγή του στο Δικαστήριο τούτο (τακτική διαδικασία) εναντίον των μελών της Ένωσης καθώς και κατά του ... για χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τα περιστατικά που έλαβαν χώρα στις 28.03.2012, 04.04.2012, 13.03.2012 και 25.04.2012. Περαιτέρω, άσκησε την από 14.11.2012  με αριθ. έκθεσης κατάθεσης 4026/2012 όμοια αγωγή (τακτική διαδικασία) για χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από το - κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος - απαξιωτικό και προσβλητικό της τιμής του τελευταίου περιεχόμενο του κειμένου της ανωτέρω καταγγελίας, εναντίον της Ένωσης και ατομικώς των μελών που συγκρότησαν την πλειοψηφία και ενέκριναν το ανωτέρω κείμενο της καταγγελίας καθώς και κατά του .... Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Ένωση, η οποία συνέχισε να του αναθέτει υποθέσεις και μετά την ως άνω καταγγελία (βλ. τις  υπ' αριθ. ./23.05.2012, ./31-05-2012, ./02.07.2012 επιστολές της Ένωσης, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων). Επί των ως άνω αγωγών εξεδόθη η υπ' αριθ. 167/2015 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία) που δέχθηκε τις αγωγές του ενάγοντος ως βάσιμες και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εις βάρος της Ένωσης και ενός εκάστου των μελών του Δ.Σ., ενώ οι αγωγές απορρίφθηκαν ως προς τον τότε εναγόμενο ....

 Εν τω μεταξύ, την 10η.08.2014 δυνάμει των διατάξεων του ν. 4015/2011 (ΦΕΚ Α 210/21.9.2011) «Θεσμικό πλαίσιο για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, τις   συλλογικές οργανώσεις και την επιχειρηματικότητα του αγροτικού κόσμου - Οργάνωση της εποπτείας του Κράτους» και ειδικότερα δυνάμει του  άρθρου  19  αυτού η Ένωση μετατράπηκε στο εναγόμενο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και δη σε Αγροτικό Συνεταιρισμό, το οποίο νομικό πρόσωπο, δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου υποκαθιστά την Ένωση πλήρως σε κάθε δικαίωμα και υποχρέωση καθώς και στις εκκρεμείς δίκες που συνεχίζονται. Ακολούθως, κατόπιν έφεσης εκ μέρους του εναγομένου, εξεδόθη η υπ' αριθ. 223/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών την οποία προσκομίζουν και επικαλούνται αμφότερα τα μέρη και η οποία έκρινε ότι από τα ανωτέρω παρατιθέμενα γεγονότα για όσα μεν αναφέρονται ότι έλαβαν χώρα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών κατά τις δικάσιμους στις 13.03.2012, 28.03.2012, 04.04.2012 και 25.04.2012 (πλην των περί οξύτατης κριτικής και χρήσης απρεπών εκφράσεων, για τα οποία το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκαν από τον ενάγοντα) δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του ... και ..., που υπογράφουν την ως άνω καταγγελία, οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας της συκοφαντικής ή απλής δυσφήμησης ούτε και εκείνες της εξύβρισης, καθόσον αφενός τα γεγονότα αυτά τυγχάνουν αληθή, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, και αφετέρου ελλείπει το στοιχείο του δόλου, δηλαδή δεν αποδείχθηκε πρόθεση αυτών να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος. Αντιθέτως, το Εφετείο με την ως άνω απόφαση του δέχθηκε ότι ψευδή και συκοφαντικά, που προσβάλλουν την  προσωπικότητα του ενάγοντος, τυγχάνουν τα περί εκ μέρους του χρήσης πλαστού εγγράφου αναφερόμενα και συγκεκριμένα του αποσπάσματος της υπ' αριθ. ...09.2011 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου, περί ανανέωσης της σύμβασης του με το εναγόμενο, καθόσον τυχόν ελαττώματα του κύρους της σχετικής απόφασης δεν την καθιστούν πλαστή, ούτε αναιρούν, χωρίς προηγούμενη δικαστική προσβολή της, την τυπική ισχύ της. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις παραδοχές της εν λόγω εφετειακής απόφασης, τούτο ήταν γνωστό στον ως άνω εναγόμενο συνεταιρισμό, δεδομένου ότι τελικά χρειάστηκε να ληφθεί νεότερη  απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του για να καταγγελθεί νόμιμα η μεταξύ τους σύμβαση έμμισθης εντολής, και συγκεκριμένα η προαναφερόμενη υπ' αριθ. ./09-05-2012 απόφαση αυτού. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην εφετειακή απόφαση υπαίτιοι για την παράνομη αυτή προσβολή της προσωπικότητας του ως άνω ενάγοντος είναι οι υπογράφοντες την καταγγελία, ... και ... (άρθρο 71 ΑΚ), καθώς και η εκπροσωπούμενη από αυτούς κατά τον χρόνο εκείνο Ένωση (και σήμερα το εναγόμενο κατά καθολική διαδοχή), οι οποίοι τυγχάνουν υπόχρεοι για την καταβολή στον ενάγοντα εύλογης χρηματικής ικανοποίησης για τη συνακόλουθη ηθική βλάβη, που του προξένησε η κατά τα ανωτέρω  αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, στον επαγγελματικό και κοινωνικό του περιβάλλον, το ποσό της οποίας, ενόψει του είδους, του τρόπου και της έντασης της προσβολής και της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών ανέρχεται σε 1.000 ευρώ για έκαστο. Αντιθέτως, το Εφετείο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε οιαδήποτε ανάμειξη των λοιπών εναγόμενων στην ως άνω αδικοπραξία και, αφού εξαφάνισε εν μέρει την υπ' αριθ. 167/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, απέρριψε κατά τα λοιπά τις από 14.11.2012 υπ' αριθ. ./2012 και από 10-5-2012  υπ' αριθ. ./2012 αγωγές του ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών ως προς τους λοιπούς εναγομένους. Επομένως - και εφόσον τα αμέσως ανωτέρω αποδεικνύονται από το περιεχόμενο της προσκομιζόμενης μετ' επικλήσεως από τους διαδίκους υπ' αριθ. 223/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών [κατά της οποίας δεν προκύπτει η άσκηση αναίρεσης], παρήχθη δεδικασμένο ως προς τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά (το οποίο, κατά τα ανωτέρω στην μείζονα σκέψη υπό στοιχείο IV της παρούσας, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης), δηλαδή ως προς το σκέλος του ζητήματος της αλήθειας ή μη των λόγων της ως άνω καταγγελίας και του ψευδούς και συκοφαντικού ή μη χαρακτήρα των επικαλούμενων λόγων καταγγελίας της Ένωσης, και αναφέρονται στην ως ανωτέρω απόφαση του Εφετείου σύμφωνα με τα κριθέντα τελεσιδίκως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο πραγματικά περιστατικά ως αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η κρίση περί της αλήθειας ή μη των λόγων της ως άνω καταγγελίας και του ψευδούς και συκοφαντικού χαρακτήρα των επικαλούμενων λόγων καταγγελίας της Ένωσης στο οποία και θεμελιώνεται εν προκειμένω η προαναφερθείσα υπ' αριθ. ./2012 αγωγή του ενάγοντος (η οποία περιλαμβάνει ως βάση της αγωγής την επικαλούμενη σε αυτή αδικοπραξία που προϋποτίθεται για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης) και η εξ αυτού του λόγου προσβολή ή μη της τιμής και υπόληψης του ενάγοντα συναφώς προς την ικανοποίηση των σχετικών ένδικων αξιώσεων αυτού, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα για την παρούσα έννομη σχέση και η κρίση επ' αυτού είναι αναγκαία προϋπόθεση επί του κυρίου ζητήματος και για την παρούσα δίκη λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο ενάγων στηρίζει τις ασκούμενες με την παρούσα αγωγή του αξιώσεις από την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας από την ως άνω Ένωση, την οποία όμως κατάχρηση θεμελιώνει στους κατά αυτόν ψευδείς και ανυπόστατους ισχυρισμούς της Ένωσης που περιλαμβάνονται στην ως άνω καταγγελία. Περαιτέρω, σχετικά με το κύρος της από 14.05.2012 καταγγελίας της σύμβασης που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος και με την Ένωση αποδείχθηκαν τα εξής : Καταρχάς, πράγματι προβλεπόταν ότι στο προσωπικό της Ένωσης ισχύει μονιμότητα, ήτοι το προσωπικό της Ένωσης μπορούσε να απολυθεί για περιοριστικά προσδιορισμένους λόγους, όπως αποδεικνύεται από το άρθρο 38 του καταστατικού της Ένωσης, το οποίο αναφέρει ότι το προσωπικό της διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 2810/2000 «Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις» (ΦΕΚ Α'61/09.03.200ο). Δυνάμει του άρθρου 38 του ν. 2810/2000 εκδόθηκε η υπ' αριθ. 52800/05.09.2006 Υπουργική Απόφαση των Υφυπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας - Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΦΕΚ Β 1443/02.10.2006) στο άρθρο 44 της οποίας περιλαμβάνει «ρήτρα μονιμότητας», με την έννοια που αναπτύχθηκε στη μείζονα σκέψη υπό στοιχείο (III) της παρούσας. Πλην, όμως, και σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην ίδια ανωτέρω υπό στοιχείο (III) μείζονα σκέψη της παρούσας, η ρήτρα μονιμότητας καταργήθηκε από την 141.02.2012 με τις διατάξεις της υπ' αριθ. 6/2012 Π.Υ.Σ. Ως εκ τούτου, για την καταγγελία της σύμβασης του ενάγοντος από την Ένωση δεν απαιτείτο σπουδαίος λόγος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 παρ. 5 του ν.δ. 3026/1954- Ωστόσο, με την ένδικη αγωγή ο ενάγων παραπονείται ότι η ως άνω από 14.05.2012 καταγγελία της σύμβασης του από την Ένωση, υπό τις εκτιθέμενες στο κρινόμενο δικόγραφο περιστάσεις κατά τις οποίες αυτή έλαβε χώρα, είναι καταχρηστική και επομένως άκυρη. Και είναι μεν αληθές ότι πράγματι κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου (321 ΚΠολΔ) με την υπ' αριθ. 223/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, μεταξύ των άλλων, και των νυν διαδίκων ότι από το κείμενο της ως άνω από 14.05.2012 καταγγελίας ψευδή και συκοφαντικά, που προσβάλλουν την προσωπικότητα του ενάγοντος, τυγχάνουν τα περί εκ μέρους του ενάγοντος χρήσης πλαστού εγγράφου αναφερόμενα και συγκεκριμένα του αποσπάσματος της υπ' αριθ. 1639/75/19·09·2011 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης, περί ανανέωσης της σύμβασης του με την Ένωση, πλην όμως με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι οι προβαλλόμενοι στο κείμενο της καταγγελίας ανωτέρω υπ' αριθ. α), β), Υ) και δ) λόγοι αυτής ήταν αληθείς. Οι εν λόγω προβαλλόμενοι λόγοι καταγγελίας ότι δηλαδή ο ενάγων α) την 28n.03.2012 κατά τη συζήτηση της αίτησης του ... παραστάθηκε ως πληρεξούσιος δικηγόρος της Ένωσης και ενήργησε σε αντίθεση με την σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω, β) την 04-04-2012 κατά τη συζήτηση της αίτησης ανάκλησης του ... ο ίδιος (ενάγων) παραστάθηκε ως πληρεξούσιος δικηγόρος της Ένωσης, αν και αυτή είχε ασκήσει την ένδικη αίτηση με άλλον δικηγόρο, κατά τα ειδικότερα παρατιθέμενα ανωτέρω γ) την 13.03.2012 κατά τη συζήτηση της αίτησης του ... σε βάρος της Ένωσης και του ... δεν υπερασπίστηκε την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου που θεωρούσε αβάσιμους τους λόγους της αίτησης και δ) κατά τη συζήτηση της κύριας αίτησης της ανωτέρω υπόθεσης εμφανιζόμενος ως δικηγόρος της Ένωσης  συνηγόρησε υπέρ του αντιδίκου αυτής και αμφισβήτησε την ορθότητα της σχετικής απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της, συνιστούν αναμφίβολα αντικειμενικά σπουδαίους λόγους καταγγελίας της σύμβασης του ενάγοντος, αφού ο τελευταίος εμφανίζεται σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις να αγνοεί δεσμευτικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του εντολέα του, η ορθότητα των οποίων κρίνεται πρωταρχικώς από τα όργανα του εντολέα του (Διοικητικό Συμβούλιο, Γενική Συνέλευση κ.λπ.) και όχι από τον ενάγοντα. Τα ως άνω περιστατικά, ενόψει του γεγονότος ότι η σύμβαση έμμισθης εντολής δικηγόρου είναι σχέση απόλυτα προσωπικής εμπιστοσύνης, όπως εκτέθηκε στην υπό στοιχείο (I.) μείζονα σκέψη της παρούσας, αναμφίβολα κλόνισαν την εμπιστοσύνη της Ένωσης στο πρόσωπο του ενάγοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι δηλαδή ο ενάγων ως νομικός παραστάτης αυτής και στα πλαίσια των καθηκόντων θα εκτελεί τις δεσμευτικές και για αυτόν αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων δεν απέδειξε ότι οι ανωτέρω λόγοι της επίδικης καταγγελίας οφείλονται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης. Και είναι μεν αληθές ότι το κείμενο της ανωτέρω καταγγελίας περιλαμβάνει και λόγους καταγγελίας που κρίθηκαν τελεσιδίκως ως ψευδείς και συκοφαντικοί, πλην όμως, οι ως άνω τέσσερεις προαναφερθέντες αληθείς λόγοι καταγγελίας επαρκούν για να στηρίξουν το κύρος αυτής, ενώ για τους λόγους που κρίθηκαν τελεσιδίκως ως ψευδείς και συκοφαντικοί με την ανωτέρω απόφαση του Εφετείου επιδικάστηκε στον ενάγοντα η αρμόζουσα χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη του υπέστην. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, και εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι η 14.05.2012 καταγγελία είναι άκυρη ως καταχρηστική, με την επίδοση αυτής πράγματι λύθηκε η από 20.09.2006 σύμβαση εντολής του ενάγοντος με την Ένωση και επομένως ο ενάγων δεν δικαιούται να λάβει τις προβλεπόμενες στην ως άνω σύμβαση αποδοχές του μέχρι τη συμβατική λήξη αυτής, καθώς και τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές.   Σημειώνεται, ότι ο ενάγων κατ' εκτίμηση του περιεχομένου και του αιτήματος της αγωγής του, δεν αιτείται να καταδικαστεί ο εναγόμενος συνεταιρισμός, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 94§1 του ΝΔ 3026/1954, να του καταβάλλει ο εναγόμενος την συμφωνημένη  πάγια αμοιβή για  όσο  χρόνο  δεν του  κατέβαλε την προβλεπόμενη αποζημίωση που προβλέπει τον ίδιο άρθρο, την οποία κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ο εναγόμενος την κατέβαλε εν τέλει τον Ιούνιο του 2012, καθόσον βάση της αγωγής του ενάγοντος είναι η καταχρηστική (και επομένως άκυρη) άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της Ένωσης, και, εξαιτίας της ακυρότητας αυτής, η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει την εν λόγω πάγια αμοιβή, λόγω της υπερημερίας του εναγομένου διότι ο ενάγων πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον εναγόμενο, και όχι λόγω της ex lege υποχρέωσης που προβλέπει το άρθρου 94§1 του ΝΔ 3026/1954 ως μέσο εξαναγκασμού του για την καταβολή της αποζημιώσεως, σύμφωνα με όσα ανεπτύχθησαν στην μείζονα σκέψη υπό σημείο (II) της παρούσας και, συνεπώς, λόγω ανυπαρξίας σχετικής (επικουρικής) αγωγικής βάσης το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να ασχοληθεί περί τούτου.

 

 Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.  

 

Τέλος, ο ενάγων πρέπει, λόγω της ήττας του, να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του με τις προτάσεις [άρθρα 176 εδ. α', 189 § 1, 191 § 2 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το παράρτημα I του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2013)], κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300 ευρώ).

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Πάτρα την 10η-4-2019 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ