ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΚορίνθου 218/2020

 

Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Νομιμοποίηση μη δικαιούχων διαδίκων. Προσδιορισμός έννοιας "ανειλικρινούς δήλωσης". Προσδιορισμός έννοιας "προστατευόμενων μελών" και "ηθικής υποχρέωσης διατροφής". Επανάληψη συζήτησης σε β΄ βαθμό για προσκόμιση εγγράφων.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

ΕΦΕΣΗ

 

Αριθμός απόφασης 218/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

 

Αποτελούμενο από τη δικαστή Ελένη Γκαρδιακού, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο πρόεδρος πρωτοδικών και από τη γραμματέα Μαργαρίτα Λιακουρα

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 11 Μαρτίου 2020, για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης 58/18.04.2019 και αριθμό προσδιορισμού ./18.04.2019 έφεση με αντικείμενο την προσβολή με έφεση απόφασης Ειρηνοδικείου επί αίτησης υπαγωγής στις διατάξεις του νόμου 3869/2010.

 

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ - ΑΙΤΟΥΣΑ: ... κατοίκου Λεχαίου Κορινθίας, με Α.Φ.Μ. ... η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Έλενας Κονομόδη, που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις και προσκόμισε το με αριθμό . γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών.

 

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΕΣ: (ΚΑΘ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ): 1] Ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Αμερικής αρ. 4), νομίμως εκπροσωπούμενη, με Α.Φ.Μ. ..., η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της        που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις και προσκόμισε το με αριθμό ... γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του δικηγορικού συλλόγου Κορίνθου, 2] Ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Σταδίου αρ. 40), νομίμως εκπροσωπούμενη, με ΑΦΜ ..., για την οποία είχε σε πρώτο βαθμό και για λογαριασμό της παρασταθεί στο Δικαστήριο η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «CEPAL HELLAS ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», δίχως να ασκήσει παρέμβαση, δυνάμει του από 30.04.2018 ιδιωτικού συμφωνητικού και του ειδικού πληρεξουσίου 3.074/16.03.2018, η οποία δεν παρέστη στο Δικαστήριο, 3] Ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», που εδρεύει οτην Αθήνα (οδ. Όθωνος αρ. 8) νομίμως εκπροσωπούμενη, με Α.Φ.Μ. ..., η οποία δεν παρέστη στο Δικαστήριο.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ Η ΕΦΕΣΗ ΠΡΟΣ: 1] στην: ... κάτοικο Λεχαίου Κορινθίας, με ΑΦΜ ..., σύμφωνα με την υπ' αριθμ ./19.04.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου, με έδρα το Πρωτοδικείο Κορίνθου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, 2] στον ... κάτοικο Λεχαίου Κορινθίας, με ΑΦΜ ... σύμφωνα με την υπ' αριθμ. .../19.04.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου, με έδρα το Πρωτοδικείο Κορίνθου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε και στον ... κάτοικο Λεχαίου Κορινθίας, με ΑΦΜ ... σύμφωνα με την υπ' αριθμ. .../19.04.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου, με έδρα το Πρωτοδικείο Κορίνθου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε.

 

Η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα με την από 26.06.2014 αίτηση της και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΥΧ)./24.11.2014 που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, ζητούσε να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα σε αυτήν. Επ’ αυτής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 897/2017 μη οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της αίτησης στο Δικαστήριο και κατόπιν της με αριθμό κατάθεσης ./04.12.2017 αίτησης - κλήσης εκδόθηκε η με αριθμό 1088/2018 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου που απέρριψε την ένδικη αίτηση, της οποίας την εξαφάνιση ζητάει με την υπ' αριθμ. Καταθ. ./18.04.2019 έφεση της, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. ./18.04.2019 έκθεση κατάθεσης, η ανωτέρω αναφερόμενη, προκειμένου να γίνει δεκτή καθ' ολοκληρία η ένδικη αίτηση.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των παρόντων διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και στις έγγραφες προτάσεις του.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ .Ε' και .Β/24.04.2019 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείου Αθηνών, ..., ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 11ης Μαρτίου 2020, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρίας με την επωνυμία ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» και στην τρίτη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS Α,Ε.», αντίστοιχα. Ομοίως όπως προκύπτει από την τις υπ' αριθμ .Ε/23.04.2019 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείου Αθηνών, ... ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 11ης Μαρτίου 2020, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στην μη δικαιούχο διάδικο εταιρία με την επωνυμία «CEPAL HELLAS ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», ή οποία παραστάθηκε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για λογαριασμό της δεύτερης εφεσίβλητης. Κατά τη συζήτηση, ωστόσο, της υπόθεσης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, όταν αυτή εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, η δεύτερη και η τρίτη των εφεσίβλητων όπως και επίσης και η μη δικαιούχος διάδικος και εντολοδόχος της δεύτερης εφεσίβλητης, δεν εμφανίσθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης. Ως εκ τούτου πρέπει να δικαστούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β' Κ.Πολ,Δ.). Το Δικαστήριο, όμως, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση έφεση της, η αιτούσα ζητεί την εξαφάνιση της με αριθμό 1088/2018 οριστικής ως προς την παρούσα εκκαλούσα απόφασης του Ειρηνοδικείου Κορίνθου. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία, ερήμην της τρίτης των καθ' ών η αίτηση τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.» και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. Ειδικότερα η πρώτη καθ' ης εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», εμφανίστηκε, παραστάθηκε και κατάθεσε προτάσεις κατά την πρώτη εκδίκαση της υπόθεσης, όπου και διατάχθηκε επανάληψη της συζήτησης δυνάμει της υπ' αριθμ. 897/2017 μη οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Κορίνθου και εν συνεχεία κατά την επανασυζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανίστηκε ωστόσο θεωρείται δικονομικά παρούσα, καθώς η νέα αυτή συζήτηση κατ' άρθρο 254 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ είναι συνέχεια της προηγούμενης. Αντιθέτως η δεύτερη καθ' ης εταιρία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε» δεν εμφανίστηκε μεν κατά την πρώτη εκδίκαση της υπόθεσης αλλά κατά την επανασυζήτηση της υπόθεσης εμφανίστηκε και παραστάθηκε αντ' αυτής, η μη δικαιούχος διάδικος με την επωνυμία «CEPAL HELLAS ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», δίχως να ασκήσει παρέμβαση, δυνάμει του από 30.04.2018 ιδιωτικού συμφωνητικού και του ειδικού πληρεξουσίου .../16.03.2018. Το Δικαστήριο δέχτηκε την παράσταση της ανωτέρω εμφανισθείσας και μη δικαιούχου εταιρίας και απέρριψε ως μη νόμιμες τις σχετικές αντιρρήσεις της αιτούσας ως προς την νομιμοποίηση της και την εξουσία της προς διεξαγωγής της δίκης. Τέλος η τρίτη καθ' ης εταιρίας με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.» ουδέποτε συμμετείχε στην διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Περαιτέρω η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δυο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 13.11.2018, βλ. κατάθεση της υπό κρίση έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 18.04.2019, (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε η παρ.2 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α' 87/23-07-2015, με έναρξη ισχύος την 01-01-2016, βλ. άρθρο 9 παρ.2 Ν.4335/2015 σε συνδ. με άρθρο 24 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ και Χ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015, έκδ.2016, σελ.39-40) καθώς δεν προκύπτει από τη δικογραφία, ούτε γίνεται επίκληση ότι έλαβε χώρα επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην εκκαλούσα, ώστε από το χρονικό αυτό σημείο να αφετηριάζεται η γνήσια από το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ τριακονθήμερη προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου. Συνεπώς, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, εφόσον οι μη οριστικές διατάξεις της εκκαλουμένης απόφασης αφορούν στις συνεκδικαζόμενες αιτήσεις των αιτούντων α) ... β) ... και γ) ... και συνεπώς η οριστική απόφαση που εκδόθηκα για την εκκαλούσα υπόκειται αυτοτελώς σε έφεση (ΑΠ 99/2008) και ακολούθως για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο (άρθρο 495 παρ.3-Αα ΚΠολΔ), ποσού 75,00 ευρώ, με αριθμό ηλεκτρονικού e - παραβόλου ... (βλ. την υπ'αριθμ../18.04.2019 έκθεση κατάθεσης έφεσης του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) και να διερευνηθεί, περαιτέρω, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

Με την ανωτέρω από 26.06.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΥΧ ./24.11.2014 αίτηση της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και ότι έχει περιέλθει σε γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις καθ' ων η αίτηση και ήδη εφεσίβλητες τραπεζικές εταιρίες ζητούσε, μεταξύ άλλων, τη ρύθμιση των χρεών της, με εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας της και των λοιπών της περιουσιακών της στοιχείων όπως αναλυτικά περιγράφονται στην αίτηση, κατά τις διατάξεις του ν. 3869/2010, λαμβανομένης υπόψη της περιουσιακής της κατάστασης, με σκοπό την απαλλαγή της από αυτά. Το Ειρηνοδικείο Κορίνθου αρχικά εξέδωσε την υπ' αριθμ. 897/2017 μη οριστική απόφαση με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου η αιτούσα να διευκρινίσει και να αποδείξει ότι δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση υπαγωγής της στις διατάξεις του νόμου 3869/2010 και ακολούθως κατόπιν κλήσης της, εξέδωσε την εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 1088/2018 οριστική απόφαση του ως προς την αιτούσα και ήδη εκκαλούσα, που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις της ίδιας διαδικασίας (εκούσια δικαιοδοσία) και με την οποία (απόφαση) το Δικαστήριο αφού δίκασε την ανωτέρω αίτηση, ερήμην της τρίτης καθ' ης  τραπεζικής εταιρίας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων όπως αναλύεται ανωτέρω, την έκρινε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 8-9 και 11 παρ.1 Ν. 3869/2010 πλην των αιτημάτων α) να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης κατ' άρθρο 7 του ν. 3869/20), καθώς αυτό δεν αποτελούσε αντικείμενο της αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010 αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας αυτών, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλλει αντιρρήσεις για. το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, β) περί συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης μεταξύ των διαδίκων, το οποίο είναι μη νόμιμο, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010 δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται και γ) να αναγνωρισθεί ότι η αιτούσα με την τήρηση των όρων της ρύθμισης που θα διαταχθεί από το Δικαστήριο θα απαλλαγεί από το υπόλοιπο των οφειλών της, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο, διότι ασκείται πρόωρα και χωρίς να πληρούνται οι προς τούτο προϋποθέσεις και εν συνεχεία απέρριψε την αίτηση ως ουσία αβάσιμη δεχόμενη ειδικότερα ότι η αιτούσα υπήρξε ανειλικρινής ως προς τα περιουσιακά της στοιχεία κάνοντας δεκτή την σχετική ένσταση που υπέβαλαν οι παριστάμενες καθ' ων η αίτηση εταιρίας, όπως αυτές παραστάθηκαν και εμφανίστηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη. Κατ' αυτής της απόφασης παραπονείται η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση της, ισχυριζόμενη ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στους δυο λόγους έφεσης της και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε ακολούθως να γίνει καθ' ολοκληρία δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη η ανωτέρω αίτηση της.

 

Ι] Με τον Ν. 4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι «εταιρείες αποκτήσεως» (ΕΑΑΔΠ) και οι «εταιρείες διαχειρίσεως» απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 § 1 στ. α' 1, β' 1 § 1 στ. γ' 2 § 1 Ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β' Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. 1α). Αντικείμενο της δραστηριότητας τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. 1α), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 §§. 1-3 Ν. 4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 § 1 Ν. 4354/2015 και 2 § 5 στ. δ' Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 § 1 στ. α' Ν. 4354/2015), Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν.4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημενη ΕΑΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 § 1 β στ' ββ' και γγ' Ν.4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 § 2 εδ. α' Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871-872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ' αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ' εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013-(γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Σημειώνεται δε ότι όταν μεταβιβάζονται οι απαιτήσεις των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων στις ΕΑΑΔΠ, οι τελευταίες καθίστανται εκδοχείς των εκχωρουμένων αιτία πωλήσεως χρηματοπιστωτικών απαιτήσεων, χωρίς εν τούτοις να νομιμοποιούνται προς έγερση αγωγών και διεξαγωγή των σχετικών δικών ως δικαιούχοι διάδικοι (Τσολακίδης Ζ., Μεταβίβαση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ΧρΙΔ 2016/649 επ.). Ως προς τις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, στις οποίες ως προελέχθη, ανατίθενται υποχρεωτικώς μεν από τις ΕΑΑΔΠ, η διαχείριση των αποκτηθέντων δανειακών και πιστωτικών απαιτήσεων (άρθρ. 1 παρ. 1γ), δυνητικώς δε υπό των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρ. 2 παρ. 1), δεν αποκτούν αυτές κατά κυριότητα και συνεπώς δεν καθίστανται ειδικοί κατά το ουσιαστικό δίκαιον διάδοχοι των εν λόγω ιδρυμάτων και συνεπώς νομιμοποιούνται όχι ως δικαιούχοι αλλά ως μη δικαιούχοι διάδικοι διεξαχθείσες περί των διαχειριζομένων απαιτήσεων δίκες (άρθρ. 2 παρ. 4) (Κολοτούρος Π., Δικονομική αρμοδιότης των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων, ΧρΙΔ 2019/464 επ.). Σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του αυτού ως άνω νόμου "οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α1 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης". Τέλος, κατά το άρθρο 3 § 7 «Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων του παρόντος νόμου, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου». Η νομιμοποιητική εξουσία των διαχειριστικών εταιρειών, στις οποίες ανατέθηκε η διαχείριση απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων των αντισυμβαλλομένων πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, αποτελεί συνεπώς αντικείμενο συμφωνίας, ρητά διατυπωμένο ή σιωπηρώς συναγόμενο όρο της σχετικής διαχειριστικής συμβάσεως. Πρόκειται ως εκ τούτου περί συμβατικής θεμελιώσεως της νομιμοποιήσεως των διαχειριστικών εταιρειών, προβλεπομένης και επιτρεπομένης όμως ρητά στον νόμο, αφού στο ελάχιστο περιεχόμενο της διαχειριστικής συμβάσεως ανήκει σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2β' και η «είσπραξη» των διαχειριζομένων απαιτήσεων. Η «εξουσιοδότηση προς είσπραξη» των υπό διαχείριση απαιτήσεων κατά την ρητή επιταγή του άρθρου 2 παρ. 4 εδ, α' περικλείει, πέραν των απαιτουμένων εξώδικων ενεργειών, και «... κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων...».Ή σύμβαση διαχείρισης κατά την άποψη του παρόντος δικαστηρίου αποτελεί μορφή της εξουσιοδότησης προς είσπραξη (Γεωργιάδη (-Απ. Γεωργιάδη), ΣΕΑΚ 1, άρθρ. 239 αρ. 18, σελ. 468), αφού δεν εκχωρείται το πλήρες δικαίωμα (ή απαίτηση), αλλά ο εξουσιοδοτούμενος επιδιώκει την είσπραξη απαίτησης που ανήκει στον εξουσιοδότη, ιδίω ονόματι δηλαδή του εξουσιοδοτούμενου. Ο εξουσιοδότης διατηρεί την ιδιότητα του δανειστή χωρίς να επέρχεται μεταβολή των υποκειμένων της έννομης σχέσης. Η δε νομική της θεμελίωση ανάγεται ερμηνευτικά από το συνδυασμό των άρθρων 239 και 417 § 1ΑΚ. Στο δικονομικό πεδίο όμως γίνεται δεκτό ότι η εξουσιοδότηση προς είσπραξη δεν μπορεί να θεμελιώσει και τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή ορισμένης δίκης από τον εξουσιοδοτούμενο με εξαίρεση τις ρητά ρυθμιζόμενες από το νόμο περιπτώσεις (βλ. άρ.85, 277.4 και 278, 277.3, 79 § 2, 1 § 1 εδ. β' και § 6 Ν. 1905/1990,16 § 2 Ν. 2239/1994, 34, 17 § 3 Ν. 1733/1987, 35, 13 § 3 Ν.2121/1993). Πηγή της νομιμοποιήσεως του είναι κάποια συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, η οποία «απονέμει» στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση. Ο μη δικαιούχος διάδικος ασκεί επομένως, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγή για δικαίωμα τρίτου, αιτούμενος έννομη προστασία στο όνομα του. Πρόκειται για την ενεργητική κατ1 εξαίρεση νομιμοποίηση. Μπορεί πάλι να προβλέπεται ότι η δίκη θα διεξαχθεί εναντίον μη υπόχρεου διαδίκου. Πρόκειται για την παθητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Οι περιπτώσεις των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων δεν θα πρέπει να συγχέονται βέβαια με αυτές των νομίμων αντιπροσώπων των διαδίκων, οι οποίοι ενεργούν εν ονόματι και για λογαριασμό άλλου, γνωστού προσώπου (βλ. Αποστολάκης, Γ. Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμοποίησης ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ΕΠολΔ 2018, σελ. 232 επ.). Η δυνατότητα του εξουσιοδοτηθέντος, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη νόμου, να εναγάγει ιδίω ονόματι για την απαίτηση αποκρούεται ως περίπτωση απαγορευμένης δικαιοπρακτικής διάθεσης της νομιμοποίησης (Σινανιώτης, Η νομιμοποίηση των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1965, σ. 88 επ., Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΚΠολΔ, 2000, αρθρ. 68 αρ. 1, Νίκας, ΕγχΠολΔ, 2018, §24 αρ. Μ,Νίκας, ΔΑνΕκτ 1, 2η, 2017, § 20 αρ. 3, Κλαμαρής/Κσυσούλης/Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, σ. 357 σημ. 25). Ακολούθως, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων καθίσταται απαραίτητο να διευκρινιστεί εάν η νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ βάσει των προαναφερομένων διατάξεων είναι συντρέχουσα (μετά του πιστωτικού ιδρύματος) ή αποκλειστική. Η νομιμοποίηση των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων δύναται να προκύπτει αμέσως εκ του νόμου, και δη εκ διατάξεων είτε του ουσιαστικού (ΑΚ 495, ΠΙ 6) είτε του δικονομικού δικαίου (ΚΠολΔ 72, 225). Η εν λόγω αποκαλούμενη νομίμως «κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση» αντιδιαστέλλεται από την απορρέουσα εκ της ιδιωτικής βουλήσεως «δικαιοπρακτική κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση», δυνάμει της οποίας εξουσιοδοτείται τρίτος προκειμένου να διεξάγει δίκη ιδίω ονόματι αντί του εξουσιοδοτούντος αληθούς δικαιούχου. Η διατύπωση του άρθρου 2 § 2 εδ. β' Ν. 4354/2015 μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ στη διεξαγωγή δικών που αφορούν απαιτήσεις πιστωτικού ιδρύματος είναι συμβατική. Τούτο συνάγεται καταρχήν από τον ενδεικτικό χαρακτήρα της απαρίθμησης («ιδίως»), υπό τον οποίο παρέπεται ότι ο νομοθέτης καταλείπει στη συμβατική ελευθερία των μερών ακόμη και να αποκλείσουν ολοσχερώς τη «νομική παρακολούθηση» των υπό διαχείριση απαιτήσεων, αλλά και την εξουσία κατάρτισης συμβιβασμού. Υπό τη διατύπωση της ρύθμισης αυτής αναγνωρίζονται ευρύτατα περιθώρια στα συμβαλλόμενα μέρη να διαμορφώσουν τις εξουσίες της διαχειρίστριας Πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της ερμηνείας αυτής παρέχει και η διατύπωση του άρθρου 2 § 4 εδ. τελ. Ν.4354/2015 («Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου ...»), υπό την οποία διαφαίνεται ότι ο νομοθέτης δεν υπέλαβε ως αυτονόητη τη διεξαγωγή των δικών των υπό διαχείριση υποθέσεων από την ΕΔΑΔΠ ως μη δικαιούχο διάδικο, η νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ (ιδίως κατά τη διαχείριση απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος παραμένει πιστωτικό ίδρυμα) θα στηρίζεται πάντοτε σε δικαιοπρακτικό θεμέλιο, καθώς καθ’ εαυτή η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων από το πιστωτικό ίδρυμα δεν συνεπάγεται αυτομάτως και τη θεμελίωση της αποκλειστικής νομιμοποίησης της προς διεξαγωγή των δικών που αφορούν τις υπό διαχείριση απαιτήσεις. Το όριο της ελευθερίας των συμβαλλομένων μερών στη διάπλαση της νομιμοποίησης της ΕΔΑΔΠ διαγράφεται από το νόμο ευρύ (με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 1 § 1 στ. β' γ’ Ν.4354/2015, που δεν ενδιαφέρει την εξεταζόμενη περίπτωση], η νομιμοποίηση μπορεί να διαμορφωθεί ως παράλληλη ή και αποκλειστική ή ακόμη και να περιορισθεί σε συγκεκριμένο κύκλο υποθέσεων. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη στην σύμβαση διαχείρισης έχουν την εξουσία να διαρθρώσουν τη νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ ως αποκλειστική, ακόμη και όταν ο εντολέας είναι πιστωτικό ίδρυμα, κανόνας παραμένει η παράλληλη νομιμοποίηση του πιστωτικού ιδρύματος, κατά συνεπή εφαρμογή της αρχής ότι εν αμφιβολία η νομιμοποίηση του μη δικαιούχου διαδίκου είναι συντρέχουσα και παράλληλη με εκείνη του αληθούς δικαιούχου (ΕΦ Λαρ 84/2020 δημοσίευση ΤΝΠ Νομός, βλ. Η εταιρεία διαχείρισης από δάνεια και πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν.4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019, σελ.233επ.

II] Σύμφωνα δε με την διάταξη της παρ. 2 εδάφ. β' του ως άνω άρθρου 4 του νόμου 3869/2010, ο οφειλέτης υποχρεούται να προσκομίσει υπεύθυνη δήλωση, για την οποία ισχύει η παράγραφος 6 του άρθρου 22 του v. 1599/1986, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 13 του άρθρου 2 του ν. 2479/1997, για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που προβλέπονται στην περιπτώσεις α' και β' της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν, μεταξύ άλλων, τόσο την κατάσταση της περιουσίας του, όσο και τα εισοδήματα από κάθε πηγή του ιδίου και της συζύγου του. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 εδάφ. α' και β' του ίδιου νόμου, ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματα του, τόσο κατά την διαδικασία που αρχίζει με την υποβολή της αιτήσεως της παραγράφου 1 του άρθρου 4 όσο και κατά την περίοδο ρύθμισης των οφειλών. Η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών, εφόσον έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια, έχει ως συνέπεια, με την επιφύλαξη τυχόν ποινικής ευθύνης, την απόρριψη του αιτήματος για ρύθμιση οφειλών με απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 8 ή την έκπτωση από την ρύθμιση οφειλών και την απαλλαγή που έχει ήδη αποφασιστεί και μέχρι 2 έτη μετά την επέλευση της, ενώ νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά την πάροδο 2 ετών από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αιτήσεως ή την τελεσιδικία της αποφάσεως για την έκπτωση. Την παράβαση αυτή μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε πιστωτής μέσα σε ένα έτος από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη διάσταση της πραγματικής καταστάσεως του οφειλέτη σε σχέση με εκείνη που δηλώθηκε. Μολονότι ο νόμος με λόγο για "αίτηση" του πιστωτή, είναι δεδομένο ότι, αν βρίσκεται σε εκκρεμότητα η αίτηση του άρθρου 4, ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προβληθεί κατ' ένσταση μέχρι την περάτωση της συζητήσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο 745 Κ.Πολ.Δικ.). Ειδικότερα, παραβίαση του καθήκοντος ειλικρίνειας υπάρχει αν ο οφειλέτης, από δόλο ή βαριά αμέλεια, αποκρύπτει εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονται ή περιουσιακά στοιχεία, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εμφανίζεται μειωμένων οικονομικών δυνατοτήτων και έτσι να πετύχει παράνομα μειωμένη ικανοποίηση των πιστωτών του, εκτός βέβαια αν η παράλειψη αυτή είναι εντελώς ασήμαντη και επουσιώδης, όπως θα εκτεθεί παρακάτω. Ως δόλος νοείται η εκ μέρους του δράστη πρόβλεψη και αποδοχή του παράνομου αποτελέσματος ορισμένης συμπεριφοράς, την οποία αυτός επιχειρεί, αν και γνωρίζει τα περιστατικά που την καθιστούν παράνομη. Στην συγκεκριμένη περίπτωση με δόλο ενεργεί ο οφειλέτης, όταν, εν γνώσει του, υποβάλει ψευδή δήλωση, που δεν ανταποκρίνεται, δηλαδή στην αλήθεια, χωρίς να χρειάζεται κάποιο πρόσθετο στοιχείο, ενώ ως βαριά χαρακτηρίζεται η αμέλεια, όταν η απόκλιση από το μέτρο συμπεριφοράς του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθης και ιδιαίτερα μεγάλη. Η κρίση για το χαρακτήρα της αμέλειας ως βαριάς είναι θέμα αξιολογήσεως των πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο. Για να επέλθουν σε βάρος του οφειλέτη οι οριζόμενες στο νόμο πιο πάνω δυσμενείς κυρώσεις δεν απαιτείται με την συμπεριφορά αυτή του οφειλέτη να έχει μειωθεί (βλαβεί) η ικανοποίηση των πιστωτών. Αρκεί ότι οι εσφαλμένες ή ατελείς δηλώσεις του οφειλέτη είναι πρόσφορες να μειώσουν (ζημιώσουν) την ικανοποίηση των πιστωτών. Όταν, όμως, οι παραβάσεις του οφειλέτη είναι εντελώς επουσιώδεις, δεν δικαιολογείται η προβλεπόμενη στο νόμο παραπάνω αντιμετώπιση. Επίσης, δεν χρειάζεται να αναφέρονται στην αίτηση του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου τα ποσά που είχαν εισπραχθεί κατά το παρελθόν στο βαθμό που αυτά, κατά την υποβολή της αιτήσεως, έχουν πλέον αναλωθεί προς κάλυψη αναγκών του οφειλέτη ή για εξόφληση οφειλών του, αφού έχουν πάψει να αποτελούν περιουσία του. Ο οφειλέτης, πάντως, πρέπει να αναφέρει και τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία, κατά την δική του υποκειμενική εκτίμηση, μπορεί να είναι και χωρίς αξία ή και χωρίς πιθανότητα ρευστοποιήσεως ή εισπράξεως, καθώς ο μόνος αρμόδιος να ενημερωθεί γι' αυτά και να τα αξιολογήσει είναι ο δικαστής. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με τις υπόλοιπες του ν. 3869/2010, προκύπτει ότι όλες οι διαδικασίες που προβλέπονται και ρυθμίζονται από το νόμο αυτόν αποβλέπουν στο να διευκολύνουν τον έντιμο και καλόπιστο οφειλέτη, ο οποίος περιήλθε, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία εκπληρώσεως των οφειλών του. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, ένας ανειλικρινής σε κρίσιμα ζητήματα οφειλέτης (περιουσιακή κατάσταση - εισοδήματα) δεν κρίνεται άξιος να τύχει της ευνοϊκής μεταχειρίσεως του νόμου (ΑΠ 438/2019, ΑΠ 1206/2018).

 

Από την επανεκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης της μάρτυρα … ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στο υπ' αριθμ 897/2017 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Κορίνθου καθώς και τη επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν μετ' επικλήσεως στην πρωτοβάθμια δίκη και από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν και επικαλέστηκαν πρωτοδίκως και από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 765 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα ηλικίας σήμερα 64 ετών (γεννηθείσα στις ...) είναι παντρεμένη με τον ... του ... (γεννηθέντα στις ...) και έχουν δυο ενήλικα τέκνα, την ... (γεννηθείσα στις ...) και τον ...(γεννηθέντα στις ...). Η αιτούσα και ο σύζυγος της είναι συνταξιούχοι (βλ. ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων), ενώ τα ενήλικα τέκνα τους είναι παντρεμένα, η ... με τον οποίο έχουν αποκτήσει δυο τέκνα και ο ... με την οποία επίσης έχουν αποκτήσει δυο τέκνα. Από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και τα εκκαθαριστικά σημειώματα των αντίστοιχων οικονομικών ετών που προσκόμισε η αιτούσα, συνάγονται τα εξής: Κατά το οικονομικό έτος 2008 (έτος 2007) η αιτούσα εμφάνισε εισόδημα ποσού 16.401,738, ενώ ο σύζυγος της εμφάνισε εισόδημα μηδενικού ποσού. Κατά το οικονομικό έτος 2009 (έτος 2008) η αιτούσα εμφάνισε εισόδημα ποσού 18.068,75, ενώ ο σύζυγος της εμφάνισε εισόδημα ποσού 9.936,73. Κατά το οικονομικό έτος 2010 (έτος 2009) η αιτούσα εμφάνισε εισόδημα ποσού 18.010,236, ενώ ο σύζυγος της εμφάνισε εισόδημα ποσού 7.682,136. Κατά το οικονομικό έτος 2011 (έτος 2010) η αιτούσα εμφάνισε εισόδημα ποσού 19.087,946, ενώ ο σύζυγος της εμφάνισε εισόδημα ποσού 2.365,496. Κατά το οικονομικό έτος 2012 (έτος 2011) η αιτούσα εμφάνισε εισόδημα ποσού 3.517,976 και 3.691,086 από επίδομα ανεργίας, ενώ ο σύζυγος της εμφάνισε εισόδημα ποσού 5.249,106. Κατά το φορολογικό έτος 2014 (οικ. έτος 2015, έτος 2014) η αιτούσα εμφάνισε εισόδημα ποσού 12.056,046, ενώ ο σύζυγος της εισόδημα ποσού 11.055,156. Κατά το φορολογικό έτος 2015 (οικ. έτος 2016, έτος 2015) η αιτούσα εμφάνισε εισόδημα ποσού 11.794,446, ενώ ο σύζυγος της εισόδημα ποσού 10.373,736. Κατά το φορολογικό έτος 2017 η αιτούσα εμφάνισε εισόδημα ποσού 11.794,446, ενώ ο σύζυγος της εισόδημα ποσού 10.373,736. Τέλος κατά το φορολογικό έτος 2018 η αιτούσα εμφάνισε εισόδημα ποσού 11.919,936, ενώ ο σύζυγός της εισόδημα ποσού 10.079,24. Στα περιουσιακά στοιχεία της αιτούσας περιλαμβάνονται κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 100% η υπ' αρ. (2) κάθετη ιδιοκτησία ισογείου επιφάνειας 55 τ.μ. και δύο συνεχόμενα καταστήματα συνολικής επιφάνειας 22 τ.μ. και 22 τ.μ. αντίστοιχα, στην ειδική θέση …. του οικισμού Λεχαίου, έτους κατασκευής 1955, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία της. Τα δυο καταστήματα έχουν διαμορφωθεί σε οικία και έχουν παραχωρηθεί δωρεάν στην κόρης της …, όπου και διαμένει με την οικογένεια της. Επιπλέον, διαθέτει κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 100% την υπ' αρ. (1) κάθετη ιδιοκτησία εμβαδού 149,10 τ.μ. επί της οποίας έχει κτιστεί αποθήκη εμβαδού 72 τ.μ. το έτος 1984, σε οικόπεδο εκτάσεως 535 τ.μ., στην ειδική θέση του οικισμού Λεχαίου Κορινθίας, εντός οικισμού του Δήμου Ασσου Λεχαίου. Το ακίνητο αυτό είναι εφαπτόμενο της κύριας οικίας της. Η εμπορική αξία των ανωτέρω ακινήτων ανέρχεται κατ’ ελάχιστον στα 30.000 ευρώ και διαμορφώνεται ως και τις 48.000 ευρώ λαμβάνοντας υπόψη ότι ουσιαστικά αποτελείται από δυο ανεξάρτητες οικίες και μια ισόγεια αποθήκη με πρόσοψη επί της Παλαιάς Εθνικής Οδού Κορίνθου - Πατρών. Επίσης διαθέτει δύο μελλοντικές κάθετες ιδιοκτησίες ως εξής: α) σε οικόπεδο εκτάσεως 495 τ.μ. που βρίσκεται στο δημοτικό διαμέρισμα Ασσου - Λεχαίου με εμπορική αξία 49.500 ευρώ και β) σε οικόπεδο εκτάσεως 420 τ.μ. που βρίσκεται στην ειδική θέση ... το οποίο αποτελεί μέρος μεγαλύτερου οικοπέδου εκτάσεως 1695 τ.μ. με εμπορική αξία 42.000 ευρώ. Σε χρόνο προγενέστερου του έτους από την κατάθεση της αίτησης είχαν χορηγηθεί στην αιτούσα και ήδη εκκαλούσα οι παρακάτω πιστώσεις: 1. έχει συμβληθεί ως συνοφειλέτης από κοινού με τους ... και ..., με την τράπεζα «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» ενός επισκευαστικού δανείου. Το συνολικό υπόλοιπο οφειλής από το δάνειο αυτό ανερχόταν στις 05-02-16 σε 53.358,88 ευρώ. Η απαίτηση της πιστώτριας αυτής είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης. Επίσης, έχει συμβληθεί ως εγγυήτρια σε ένα καταναλωτικό δάνειο με υπόλοιπο οφειλής στις 22-05-14, 5.045,60 ευρώ και ως οφειλέτρια σε ένα καταναλωτικό δάνειο με υπόλοιπο οφειλής στις 05-02-2016 σε 17.264,34 ευρώ (σχ. από 05.02.2016 αναλυτική βεβαίωση της ως άνω πιστώτριας) 2. Από την «ALPHA ΒΑΝΚ», της έχουν χορηγηθεί δύο πιστωτικές κάρτες ποσού 357,29 ευρώ και ποσού 633,44 ευρώ αντίστοιχα και ένα καταναλωτικό δάνειο, με συνολικό υπόλοιπο οφειλής κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης, 20.166,23 ευρώ. (σχ από 10,02.2016 κατάσταση οφειλών της ως άνω πιστώτριας) 3. Από την «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε», της έχει χορηγηθεί ένα καταναλωτικό δάνειο, με συνολικό υπόλοιπο οφειλής κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης, 14.042,39 ευρώ (σχ. η από 26.11.2015 και με αριθμό αιτήματος ... απαντητικό έγγραφο της ως άνω πιστώτριας). Ενόψει των ανωτέρω, το σύνολο των προς ρύθμιση οφειλών της αιτούσας ανέρχεται σε 110.868,17 ευρώ. Σύμφωνα με όσα ιστορεί η αιτούσα στην ένδικη αίτηση της, η ίδια έχει περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών καθώς, παρά το γεγονός ότι το μέσο μηνιαίο οικογενειακό της εισόδημα (μαζί με τον συνταξιούχο σύζυγο της), ανέρχεται περίπου σε 1800 ευρώ, το οποίο παραμένει σταθερό έως και σήμερα σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, η αιτούσα συνδράμει οικονομικά και τα ενήλικα τέκνα της και τα παιδιά αυτών και εγγόνια της καθώς είναι άνεργα ενώ ο μόνος εργαζόμενος από τις δυο οικογένειες είναι ο γαμπρός της (σύζυγος της θυγατέρας της), ο οποίος είναι υπάλληλος και λαμβάνει μισθό 431,49 ευρώ το μήνα. Από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας αλλά και της εκκαλουμένης με αριθμό 1088/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κορίνθου προέκυψε ότι μαζί με την ένδικη αίτηση της, συνεκδικάστηκαν και οι υπ' αριθμ. …./2014 αιτήσεις υπαγωγής στο νόμο 3869/2010 των τέκνων της ...

 

Ως προς τους τελευταίους το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση, ρύθμισε τα χρέη τους ορίζοντας μηδενικές καταβολές ενώ όριζε και νέα δικάσιμο την 13.10.2020 προκειμένου να επανεξεταστούν οι υποθέσεις τους. Τα τέκνα της αιτούσας ήδη ενήλικα εν αρχή δεν θεωρούνται προστατευόμενα μέλη. Στην έννοια του «προστατευόμενου μέλους» (άρθ. 1389 επ. και 1486 επ. ΑΚ) εντάσσεται κάθε πρόσωπο που δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσης του, καθώς και όποιος δεν δύναται να ανεύρει εργασία εξ αιτίας βαριάς ασθένειας ή αναπηρίας. Συνεπώς, δεν υπάγονται τα ενήλικα τέκνα που έχουν την δυνατότητα να αυτοδιατραφούν και να εργαστούν, καθώς και τα ενήλικα τέκνα που δεν βρίσκονται σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας ή ως προς τα οποία δεν υποδεικνύεται αδυναμία εύρεσης εργασίας (βλ. ΜΠρΑλεξανδρούπολης 190/2012 ό.π., ΜΠρΚιλκίς 239/2012, ΜΠρΣερρών 221/2013 αδημ., Μακρής «Εκούσια Δικαιοδοσία», εκδ. Τσίμος, Β' έκδ., 2012,σελ. 566, Βενιέρης-Κατσάς, ό.π., σελ. 236-238 και Κρητικός «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», Β' έκδοση, 2012, σελ. 185- 187). Σύμφωνα με τα ανωτέρω κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες υφίσταται ηθική υποχρέωση της αιτούσας μητέρας για αμοιβαία στοργή και βοήθεια που κατ’ άρθ. 1507 ΑΚ είναι αμφίπλευρη τόσο για τους γονείς όσο και για τα τέκνα και στην περίπτωση αυτή οι βιοτικές της αιτούσας θα καθορίζονταν με βάση και την υποχρέωση της προς κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών των ενήλικων τέκνων της. Εν προκειμένω τα τέκνα της αιτούσας έχουν προς το παρόν ενταχθεί στις διατάξεις του νόμου 3869/2010 και σύμφωνα με την εκκαλουμένη απόφαση κατά το χρόνο της έκδοσης της διαπιστώθηκε ότι αυτά δεν εργάζονται. Ωστόσο αφενός αναμένεται επανεξέταση της οικονομικής τους κατάστασης και αφετέρου ουδέν νεώτερο στοιχείο προσκομίζεται που να αποδεικνύει ότι η αιτούσα συνδράμει συστηματικά τα τέκνα καθώς δεν προσκομίζονται νεώτερες και σε ισχύ βεβαιώσεις του ΟΑΕΔ ότι παραμένουν εγγεγραμμένοι στα μητρώα του, ούτε οι φορολογικές δηλώσεις αυτών. Επισημαίνεται δε ότι σύμφωνα με την προσκομιζόμενη αναλυτική κατάσταση μισθωμάτων ακίνητης περιουσίας του έτους 2018, η αιτούσα εμφαίνεται να παραχωρεί δωρεάν στον υιό της ... μια ισόγεια επαγγελματική στέγη εμβαδού 22 τ.μ. στη θέση της κοινότητας Ασσου Λεχαίου, γεγονός που σηματοδοτεί ότι ενδεχομένως ο τελευταίος κατ' ελάχιστον να λειτουργεί μια κάποιου είδους ατομική επιχείρηση. Είναι επομένως σημαντικό να ερευνηθούν περαιτέρω τα ανωτέρω καθώς το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του τα στοιχεία αυτά προκειμένου να διαμορφώσει το ποσό που απαιτείται για τις κάλυψη των βιοτικών αναγκών της αιτούσας και κατά συνέπεια να καθορίσει το αν αυτή έχει η όχι περιέλθει σε αδυναμία πληρωμών. Σημειώνεται δε ότι τα στοιχεία αυτά είναι κρίσιμα προκειμένου, το Δικαστήριο να αχθεί και σε πλήρη δικανική πεποίθηση σχετικά .με το γεγονός που αποτελεί και λόγο έφεσης δηλαδή το αν η αιτούσα υπήρξε ανειλικρινής στην αίτηση της και παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται, αυτή διατηρεί καταθέσεις που δύναται να της αποφέρουν υπολογίσιμους καρπούς. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα εισφέρει ότι οι φαινόμενοι στην φορολογική της δήλωση τόκοι αποτελούν ένα έκτακτο γεγονός που συνδέεται με την καταβολή στον σύζυγο της αναδρομικών συντάξεων. Δεν προσκομίζεται όμως βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα που να πιστοποιεί την καταβολή αυτή και το ύψος της και επιπλέον ουδέν αναφέρει σχετικά με την καταβολή στην ιδία του εφάπαξ ποσού που δικαιούταν κατά την συνταξιοδότηση της, από τον οποίο θα μπορούσε να είχε προκύψει ένα επικερδές αποταμιευτικό ποσό. Ενόψει δε του ότι αφενός στην εκούσια δικαιοδοσία το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 759 παρ. 3 ΚΠολΔ, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων και αφετέρου ότι κατά το εφαρμοζόμενο, σύμφωνα με το 524 παρ. 1 ΚΠολΔ και στη διαδικασία της κατ’ έφεση δίκης, άρθρο 254 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει περί του βασίμου ή μη των προβαλλόμενων λόγων εφέσεως, μπορεί, χωρίς να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση να διατάξει την επανάληψη της επ' ακροατηρίου συζήτησης, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, τα οποία έχουν ανάγκη συμπλήρωσης ή επεξήγησης, με την εξουσία του να περιλαμβάνει, μεταξά άλλων, την προσαγωγή αποδεικτικών εγγράφων, που από παραδρομή δεν προσκομίζουν οι διάδικοι (Σαμουήλ, ό.π σελ. 431 αρ. 1095), πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης και να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού. Τούτο δε προκειμένου κατά τη μετ' επανάληψη οριζόμενη δικάσιμο με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων: α) να προσκομιστούν η απόφαση ή αποφάσεις που θα εκδοθούν κατόπιν επανεξέτασης των αιτήσεων υπαγωγής στο νόμο 3869/2010 των τέκνων της ... (υπ' αριθμ. .../2014 αιτήσεις), β) να προσκομιστούν φορολογικές δηλώσεις και βεβαιώσεις ΟΑΕΔ των ανωτέρω και γ) να προσκομιστούν βεβαιώσεις από τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς της αιτούσας και του συζύγου της σχετικά με ποσά αναδρομικών και εφάπαξ καταβολές που έγιναν στον όνομα. τους. Για το ενιαίο της κρίσης το Παρόν δικαστήριο θα αναβάλει την εξέταση και του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης και τρίτης των εφεσίβλητων - καθ' ων η αίτηση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την ... με αριθμό κατάθεσης ./18.04.2019 και αριθμό προσδιορισμού ./18.04.2019 έφεση.

 

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, προκειμένου κατά τη μετ' επανάληψη οριζόμενη δικάσιμο με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων: α) να προσκομιστούν η απόφαση ή αποφάσεις που θα εκδοθούν κατόπιν επανεξέτασης των αιτήσεων υπαγωγής στο νόμο 3869/2010 των τέκνων … (υπ' αριθμ. .../2014 αιτήσεις), β) να προσκομιστούν φορολογικές δηλώσεις και βεβαιώσεις ΟΑΕΔ των ανωτέρω και γ) να προσκομιστούν βεβαιώσεις από τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς της αιτούσας και του συζύγου της σχετικά με ποσά αναδρομικών και εφάπαξ καταβολές που έγιναν στον όνομα τους.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στη Κόρινθο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 5.11.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ