ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΚορίνθου 163/2020

 

Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Οφειλές από δάνεια του ΤΠκΔ - Αδυναμία πληρωμών -.

 

Απόρριψη εφέσεως με την οποία το εκκαλούν επικαλείται ότι δεν πληρούνται οι υποθέσεις του νόμου για την υπαγωγή της αιτούσας στις διατάξεις του ν. 3869/2010, καθώς ουδέν ληξιπρόθεσμο χρέος είχε, και ότι η αιτούσα δεν ευρισκόταν σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 υπάγονται και οφειλές από στεγαστικά δάνεια, τα οποία το ΤΠκΔ χορήγησε σε υπαλλήλους που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας και τα οποία οι δανειολήπτες εξοφλούν με επιτρεπόμενη κατά νόμο προεκχώρηση του οριζομένου ποσοστού των μηνιαίων απολαβών τους. Η αδυναμία του οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπόψη οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ίδιου και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του. Μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Πρέπει να υπάρχει κατά το χρονικό σημείο της κατάθεσης της αίτησης και η κατάσταση αυτή να διατηρείται μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο. Η εξόφληση των πιστωτών δεν αναιρεί την αδυναμία πληρωμών του οφειλέτη όταν η εξόφληση των πιστωτών γίνεται σε βάρος των στοιχειωδών αναγκών του ίδιου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

ΕΦΕΣΗ

 

Αριθμός απόφασης 163/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

 

Αποτελούμενο από τη δικαστή Ελένη Γκαρδιακού, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο πρόεδρος πρωτοδικών και από τη γραμματέα Μαργαρίτα Λιακουρα

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 11 Μαρτίου 2020, για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης ./15.07.2019 και αριθμό προσδιορισμού./15.07.2019 έφεση με αντικείμενο' την προσβολή με έφεση απόφασης Ειρηνοδικείου επί αίτησης υπαγωγής στις διατάξεις του νόμου 3869/2010.

 

ΕΚΚΑΛΟΥΝ - ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ : Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα (Ακαδημίας αρ. 40) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ., το οποίο παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του ..... ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ : (ΑΙΤΟΥΣΑ) ......... κατοίκου ....... Κορινθίας, με ΑΦΜ ....., η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ελένης Κονομόδη, η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το με αριθμό Π. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.

 

Η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη με την από που άσκησε κατά του καθ' ου Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία ((ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, ζητούσε να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα σε αυτήν. Επ' αυτής εκδόθηκε η απόφαση με αριθμό 485/2019 που την έκανε δεκτή εν μέρει, της οποίας την εξαφάνιση ζητάει το καθ' ου νομικό πρόσωπο με την υπ' αριθμ. καταθ. ./15.07.2019 έφεση του, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. ./15.07.2019 έκθεση κατάθεσης, η ανωτέρω αναφερόμενη, προκειμένου να απορριφθεί η ένδικη αίτηση στο σύνολο της.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση έφεση του καθ' ου η αίτηση κατά της με αριθμό 485/2019 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την εκούσια δικαιοδοσία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 17Α, 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 1, 741, 761 ΚΠολΔ και 14 ν. 3869/2010, όπως ισχύει), εντός 30 ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στο εκκαλούν νομικό πρόσωπο, καθώς η επίδοση έλαβε χώρα την 18.06.2019 (βλ. την υπ' αριθμ. ./18.06.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ...), και η έφεση κατατέθηκε νόμιμα στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 15.07.2019 (βλ. την με αριθμό κατάθεσης 86/2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης), και γενικώς παραδεκτά από το καθ’ ού η αίτηση, που ηττήθηκε στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Κατά τα λοιπά, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, δεδομένου ότι το εκκαλούν κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του ν.1468/1984, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 63 του ν.2214/1994, όπως το τελευταίο συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του ν.2526/1997, έχει ανεξαιρέτως τις ατέλειες, τα δικαστικά, διοικητικά, οικονομικά και διοικητικά προνόμια που παρέχονται στο Δημόσιο και απαλλάσσεται από το παράβολο άσκησης ενδίκων μέσων του άρθρου 495 ΚΠολΔ (ΑΠ 150/2020), και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

Στην αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς το καθ' ου η αίτηση, ζητούσε τη ρύθμιση του χρέους της, με εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας της, κατά τις διατάξεις του ν. 3869/2010, λαμβανομένης υπόψη της περιουσιακής της κατάστασης, με σκοπό την απαλλαγή της από αυτό. Επί της ως άνω αίτησης εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ' αρ. 485/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κορίνθου (εκουσία δικαιοδοσία), που έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αίτηση και καθόρισε χρηματικές μηνιαίες καταβολές ποσού 100 για τις οφειλές της προς τον πιστωτή της για χρονικό διάστημα 23 μηνών από τον πρώτο μήνα της δημοσίευσης της εκκαλουμένης,- υποχρέωσε αυτή να καταβάλει στο καθ’ ου το ποσό των 1.850 ευρώ εντόκως μέσα σε ένα έτος από την λήξη των ανωτέρω καταβολών προς εξόφληση του ποσού που υπολείπεται των προσωρινών καταβολών, εξαίρεσε από την εκποίηση την κύρια κατοικία της και της επέβαλε την υποχρέωση να καταβάλει στο καθ' ου η αίτηση για τη διάσωση αυτής, 120 μηνιαίες έντοκες δόσεις ποσού 235,25 ευρώ. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται το καθ' ού η αίτηση και ήδη εκκαλούν με τους δύο λόγους έφεσης που αναφέρονται σε αυτήν, και οι οποίοι ανάγονται στην έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα σε αυτήν, έπρεπε να κριθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για την υπαγωγή της αιτούσας στις διατάξεις του νόμου 3869/2010 καθώς ουδέν ληξιπρόθεσμο χρέος είχε και συνακόλουθα αναιτιολόγητα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επαύξησε τις μηνιαίες αναγκαίες δαπάνες διαβίωσης της, καθορίζοντας αυτές αυθαιρέτως στο ποσό των 700 ευρώ το μήνα και κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι η αιτούσα ευρίσκονταν σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Οι λόγοι αυτοί είναι ορισμένοι και νόμιμοι και πρέπει να εξεταστούν στην ουσία τους. Επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι το εκκαλούν ασκεί καταχρηστικά την έφεση του είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, καθώς η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος που ορίζει το άρθρο 281 ΑΚ, με τους όρους που αυτό προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα, το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και όχι από διατάξεις δικονομικές, αφού το άρθρο 281 ΑΚ, όπως προκύπτει από το πνεύμα και το σκοπό του, ρυθμίζει την άσκηση των δικαιωμάτων, που απορρέουν από ουσιαστικούς νόμους και όχι από δικονομικούς (ΑΠ 1003/2008 Νόμος, ΕφΛαρ 340/2010 Νόμος). Ακολούθως ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης περί απαραδέκτου της υπό κρίση έφεσης καθώς το εκκαλούν απέστειλε το από 26.06.2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο και γνωστοποίησε στην αιτούσα ότι αποδέχεται την εκκαλουμένη απόφαση και προέβη σε συμμόρφωση, ρυθμίζοντας το χρέος της είναι αβάσιμος. Και αυτό, διότι, ναι μεν από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 523 § 1 και 524 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αποδοχή της απόφασης προ της άσκησης ενδίκου κατ' αυτής μέσου, που μπορεί να γίνει και σιωπηρώς με πράξεις από τις οποίες συνάγεται σαφώς, φανερώνει παραίτηση από του δικαιώματος άσκησης ενδίκου μέσου και συνεπάγεται ότι αυτό καθίσταται απαράδεκτο (ΑΠ 1003/2008), πλην όμως σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του νόμου 3869/2010 δεν επιτρέπεται δικαστική αναστολή της απόφασης που ορίζει μηνιαίες καταβολές καθιστώντας αυτή άμεσα εκτελεστή. Συνεπώς με το από 26.06.2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ... έγγραφο που απεστάλη στην αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη και το οποίο παραδεκτώς προσκομίζει και επικαλείται η τελευταία στην κατ' έφεση Δίκη, το εκκαλούν δεν προέβη σε ρητή αποδοχή της απόφασης, ώστε η μεταγενεστέρως ασκηθείσα από αυτό ένδικη έφεση να είναι απαράδεκτη, αλλά συμμορφώθηκε στις άμεσα εκτελεστές διατάξεις της εκκαλούμενης οριστικής απόφασης, καθώς η άσκηση της έφεσης δεν του έδινε το δικαίωμα να αναστείλει αυτές.

 

I] Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, ορίζεται ότι: 1. Φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για την ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Ακολούθως κατ' την παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου οι οφειλές, οι οποίες: είτε α) έχουν αναληφθεί ή βεβαιωθεί το τελευταίο έτος πριν την κατάθεση της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4, είτε β) δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε από τον οφειλέτη με δόλο ή βαρεία αμέλεια, είτε γ) συνίστανται σε διοικητικά πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, είτε δ) αφορούν στην υποχρέωση διατροφής συζύγου ή ανηλίκου τέκνου. Ο περιορισμός του εδαφίου α' στοιχείο α' δεν ισχύει όσον αφορά τις οφειλές του εδαφίου β' της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Εξάλλου ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 62 του ν. 2214/1994 "αντικειμενικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος και άλλες διατάξεις", ότι για την εξυπηρέτηση και ασφάλιση των τοκοχρεολυτικών δανείων που χορηγούνται από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας από δημοσίους υπαλλήλους, συνταξιούχους και λοιπούς δικαιούμενους κατά την κείμενη νομοθεσία, κάθε δανειζόμενος υποχρεούται να εκχωρήσει υπέρ του δανειστή: α) μέχρι τα 6/10 όλων γενικά των τακτικών μηνιαίων απολαβών του (μισθό, επιδόματα, μηνιαία αναλογία δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, ΔΙΒΕΕΤ κ.λπ.), β) μέχρι τα 6/10 της κύριας και επικουρικής σύνταξης του και όλων γενικά των μερισμάτων και άλλων παροχών που τακτικά λαμβάνει από τα ασφαλιστικά του ταμεία, γ) από το εφάπαξ βοήθημα που χορηγείται σ' αυτόν από οποιοδήποτε ασφαλιστικό του φορέα ή από την οριζόμενη από την εργατική νομοθεσία αποζημίωση λόγω λύσεως της εργασιακής σχέσεως (παρ. 1). Οι πιο πάνω εκχωρήσεις είναι ισχυρές καταργούμενης κάθε αντίθετης γενικής ή ειδικής διατάξεως (παρ. 2). Τροποποιήσεις και συμπληρώσεις του άρθρου 25 του ν. 2214/1994 επέφεραν οι νόμοι 3453/2006 και 3867/2010. Κατά το άρθρο 25 παρ. 6 του ν. 3867/2010 με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων μπορεί ύστερα από αίτηση του υπόχρεου να καθορίζονται όροι εξυπηρέτησης, επιμέρους συμφωνίες των δανειακών συμβάσεων και η διευθέτηση των τόκων υπερημερίας των μη κανονικά εξυπηρετούμενων οποιουδήποτε είδους δανειακών συμβάσεων που έχει χορηγήσει προς φυσικά πρόσωπα το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 υπάγονται και οφειλές από στεγαστικά δάνεια, τα οποία το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων χορήγησε σε υπαλλήλους που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας και τα οποία δάνεια οι δανειολήπτες εξοφλούν με επιτρεπόμενη κατά νόμο προεκχώρηση του οριζομένου ποσοστού των μηνιαίων απολαβών τους. Περαιτέρω, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, προκύπτει ότι για να δικαιούται ο οφειλέτης να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου για τη ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή από το υπόλοιπο αυτών, πρέπει να βρίσκεται σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμών, που πρέπει να την περιγράφει στην αίτηση του και, ακολούθως, να την αποδείξει και η οποία δεν πρέπει να οφείλεται σε δόλο του, του οποίου (δόλου) η ύπαρξη προτείνεται από τον πιστωτή (ΑΠ 1208/2017). Αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ειδικότερα, η αδυναμία του οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητας του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπόψη, εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητα του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για την αξιολόγηση της σχέσης ρευστότητας ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών, λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη όσο και αυτή που διαμορφώνεται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων.

 

Επισημαίνεται ότι η επίμαχη αδυναμία πληρωμών πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογενείας του, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών πρέπει να συνδυάζεται με τη βασική προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και, συνακόλουθα, τη διατήρηση-εξασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβίωσης του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του, η δε μόνιμη αδυναμία πληρωμής του οφειλέτη πρέπει να υπάρχει κατά το χρονικό σημείο της κατάθεσης της αίτησης και η κατάσταση αυτή να διατηρείται μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο (ΑΠ 1208/2017). Συνακόλουθα, η εξόφληση των πιστωτών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση οφειλών από στεγαστικά δάνεια που το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων χορήγησε σε υπαλλήλους και τα οποία δάνεια οι δανειολήπτες εξοφλούν με εκχώρηση υπέρ του δανειστή ποσοστού των μηνιαίων απολαβών τους, δεν αναιρεί την αδυναμία πληρωμών του οφειλέτη, όταν η εξόφληση των πιστωτών γίνεται σε βάρος των στοιχειωδών αναγκών του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του. Και τούτο γιατί η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας επιβάλλει να χαρακτηρισθεί ως αδυναμία πληρωμών η περίπτωση του οφειλέτη που ικανοποιεί το σύνολο των οφειλών του, αν διαθέτει για το σκοπό αυτό ένα μεγάλο μέρος των εισοδημάτων του, αλλά χωρίς να εξασφαλίζει το στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης για τον ίδιο και την οικογένεια του. Και το πρόσωπο αυτό βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών. Διαφορετική αντιμετώπιση θα προέτασσε την ικανοποίηση των πιστωτών σε βάρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του οφειλέτη ακόμη Kat της επιβίωσης του, κατάσταση που δεν γίνεται αποδεκτή από το γράμμα και το σκοπό του Ν. 3869/2010 (ΑΠ 1379/2019).

 

Από την επανεκτίμηση της χωρίς όρκο κατάθεσης της εφεσίβλητης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως διαδίκου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης: Η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη, γεννηθείσα στις ..., είναι άγαμη (βλ. και την από 11.03.2014 βεβαίωση οικογενειακής κατάσταση της υπ' αριθμ. ... οικογενειακής μερίδας του Δήμου ... και διαμένει μόνιμα στο Ζευγολατιό Κορινθίας. Είναι συνταξιούχος του Δημοσίου από την ... και λαμβάνει σήμερα μηνιαίως το ποσό των 649,69 ευρώ ως κύρια σύνταξη και ποσό των 150 ευρώ ως επικουρική σύνταξη (βλ. μεταξύ άλλων αντίγραφο βιβλιαρίου τραπέζης όπου γίνονται καταβολές της σύνταξης και τα μηνιαία ενημερωτικά σημειώματα πληρωμής σύνταξης των μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2019 καθώς και Ιανουαρίου 2020). Πριν συνταξιοδοτηθεί εργαζόταν ως διοικητική υπάλληλος στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου. Πριν τη συνταξιοδότηση της η αιτούσα είχε ετήσιο εισόδημα, το έτος 2008 ποσού 17.134,11 ευρώ, το έτος 2009 ποσού 18.058,22, το έτος 2010 ποσού 18.750,24, το έτος 2011 ποσού 17.908,70 και το έτος 2012 ποσού 17.287,55 ευρώ (βλ. σχετικά τα εκκαθαριστικά σημειώματα των φορολογικών ετών που προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα). Η κύρια σύνταξη ξεκίνησε να της καταβάλλεται από τον Μάϊο του 2013 (βλ. την υπ' αριθμ. ./2013 συνταξιοδοτική πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), ενώ η επικουρική από το έτος 2014. Κατόπιν της αποχώρησης της από την εργασία, το ετήσιο εισόδημα της το έτος 2013 διαμορφώθηκε στο ποσό των 11.342,67 ευρώ, το έτος 2014 στο ποσό των 8.758,86, το έτος 2015 στο ποσό των ποσού 8.667,54 (κύρια σύνταξη) και 1503,86 (επικουρική), το έτος 2016 ποσού 8.449,35 (κύρια σύνταξη) και 2.224,11 (επικουρική). Αποδεικνύεται δε ότι η μεταβολή της επαγγελματικής της κατάστασης άλλαξε άρδην τις οικονομικές της δυνάμεις, με συνέπεια τα εισοδήματα της να μειωθούν από το έτος 2013 και εφεξής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αιτούσα πάσχει από διπολική διαταραχή και βρίσκεται υπό συνεχή φαρμακευτική αγωγή και τακτική ψυχιατρική παρακολούθηση (βλ. ιδίως το υπ' αριθμ. πρωτ. ./2014 πιστοποιητικό της ....... ψυχιάτρου-επιμελήτριας Α' στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου), κατά το έτος δε 2018 η αιτούσα νοσηλεύτηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου και στην ψυχιατρική κλινική από τις 15.09.2018 έως και 24.10.2018 καθώς η ψυχικής της νόσο παρουσίασε υποτροπή (βλ. σχετικά την από 28.02.2020 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού Επιμελητή Β ψυχιατρικής ... Το ανωτέρω πρόβλημα υγείας επιβαρύνει οικονομικά την αιτούσα λόγω των αυξημένων δαπανών για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αποδείχθηκε επίσης, ότι πέραν της ανωτέρω αναφερόμενης σύνταξης (κύριας και επικουρικής), η αιτούσα δεν έχει άλλους πόρους εισοδήματος και το παραπάνω μηνιαίο εισόδημα αποτελεί το αποκλειστικό της εισόδημα, με το οποίο καλείται να καλύψει τις δαπάνες διαβίωσης της οι οποίες, συνεκτιμώμενων των ειδικών συνθηκών της επίδικης περίπτωσης, των διδαγμάτων της λογικής και της κοινής πείρας και των βιοτικών αναγκών όπως ενδεικτικά προσδιορίζονται στην Έρευνα Οικονομικών Προϋπολογισμών (Ε.Ο.Π.) που διενεργεί κάθε χρόνο η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, αλλά και της υποχρέωσης της αιτούσας προς συμπίεση του κόστους διαβίωσης της, ανέρχονται, στο ποσό των επτακοσίων ευρώ (700,00 ) μηνιαίως. Το ποσό αυτό κρίνεται απολύτως εύλογο και σύμφωνο με τα ανωτέρω δεδομένα καθώς η αιτούσα χρίζει ιδιαίτερης βοήθειας, η δε ασθένεια από την οποία πάσχει δημιουργεί ιδιάζουσες συνθήκες που προσαυξάνουν το κόστος διαβίωσης της με συνέπεια αυτό να καθορίζεται σε ποσό υψηλότερο από τα ποσά πού καθορίζονται από την στατιστική υπηρεσία για την διαβίωση ενήλικα. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η αιτούσα έχει στην πλήρη κυριότητα της μια οικία, η οποία αποτελείται από ισόγειο όροφο, επιφανείας 150 τ.μ., έτους κατασκευής 1967 και από πρώτο όροφο, επιφανείας 61 τ.μ., έτους κατασκευής 2007, η οποία βρίσκεται εντός αγροτεμαχίου, συνολικής εκτάσεως 1.200 τ.μ. κείμενο στο ... Κορινθίας στη θέση .... Το ως άνω αγροτεμάχιο, με αρ. ΚΑΕΚ .... περιήλθε στην αιτούσα δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1990 συμβολαίου γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου Βραχατίου ... και έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Α' Υποθηκοφυλακείου Κορίνθου σε τόμο . και με αριθμό .. Η ως άνω δε οικία αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και η αντικειμενική της αξία ανέρχεται στο ποσό των 35.287,20 ευρώ (βλ. ΕΝΦΙΑ 2017). Πέραν τούτου, η αιτούσα, δεν διατηρεί άλλη ακίνητη περιουσία (βλ. και τη βεβαίωση δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης του έτους 2018 και ΕΝΦΙΑ 2017), ενώ δεν έχει κινητή περιουσία. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι η αιτούσα σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης της και συγκεκριμένα το έτος 2006, ανέλαβε, το κάτωθι χρέος, και είχε, κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης, την εξής οφειλή προς το καθ' ου η αίτηση, η οποία, είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένη με υποθήκη στο ως άνω περιγραφόμενο ακίνητο που αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας, η οποία υποθήκη εγγράφηκε δυνάμει της από 27.09.2006 αίτησης του καθ' ου, για ποσό 131.965,00 ευρώ (βλ. το υπ' αριθμ. πρωτ. ./2018 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Α' Κορίνθου), ο εκτοκισμός της οποίας συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι τον χρόνο έκδοσης της παρούσας (άρθρο 6§3 του ν. 3869/2010).

Ειδικότερα στην αιτούσα έχει χορηγηθεί από το καθ' ου, στεγαστικό δάνειο, ως οφειλέτρια, δυνάμει της σύμβασης με αριθμό λογαριασμού ..., με υπόλοιπο ανεξόφλητου κεφαλαίου την 11.02.2020 ποσού 58.008,31 ευρώ, ενώ το οφειλόμενο ποσό σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 485/2019 εκκαλουμένη απόφαση ανέρχεται στο ποσό των 22.518,47 ευρώ (βλ. σχετικά την από 11.02.2020 κατάσταση οφειλών που προσκομίζει και επικαλείται το εκκαλούν). Η αιτούσα έλαβε ως εφάπαξ το ποσό των 24.000 ευρώ περίπου λόγω της συνταξιοδότησης της εκ του οποίου το ποσό των 18.000 ευρώ παρακρατήθηκε από το καθ' ου για την εξόφληση μέρους των οφειλών της ενώ το ποσό των 6.000 ευρώ αναλώθηκε από τη ίδια για τις αναγκαίες δαπάνες διαβίωσης της λαμβάνοντας υπόψη ότι για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα η αιτούσα αναγκάστηκε να ζήσει χωρίς κανένα εισόδημα λόγω της καθυστέρησης στην καταβολή της τακτικής της σύνταξης με συνέπεια το ποσό αυτό να κρίνεται ότι κάλυψε τακτικές και αναγκαίες ανάγκες της. Αποδεικνύεται από τα ανωτέρω ότι λαμβάνοντας υπόψη τα εισοδήματα και τα χρέη της αιτούσας καθώς και τις μηνιαίες ανάγκες της, προκύπτει συγκριτικά ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς το μοναδικό πιστωτή της, με αποτέλεσμα να βρίσκεται ήδη από το έτος 2012, και σε κάθε περίπτωση από το χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση αίτησης, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της. Σύμφωνα με όσα αναλύονται ανωτέρω στην μείζονα σκέψη η εξόφληση του ένδικου δανείου της με εκχώρηση υπέρ του δανειστή της ποσοστού των μηνιαίων απολαβών τους, δεν αναιρεί την αδυναμία πληρωμών της οφειλέτριας καθώς εν προκειμένω η εξόφληση αυτή γίνονταν συστηματικά σε βάρος των στοιχειωδών αναγκών της ιδίας, η δε παρακράτηση του ποσού των 3/10 των τακτικών της αποδοχών σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 2/19843/0094/07.03.2012 υπουργικής απόφασης (Φ.Ε.Κ 677/07.03.2012) κατέλειπε σε αυτή μηνιαίο εισόδημα το οποίο δεν εξασφάλιζε το στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης της και έθετε σε κίνδυνο την επιβίωση της. Παρά το γεγονός ότι με το νέο προσδιορισμένο του ποσοστού των 3/10 της εκ του νόμου εκχώρησης η συμφωνημένη δόση προσεγγίζει το ποσό της δόσης που έχει οριστεί για την διάσωση της κύριας κατοικίας της, ωστόσο ο περιορισμός των δόσεων σε 120 συνολικά θα ωφελήσει την αιτούσα και θα βελτιώσει αισθητά την ποιότητα της ζωής έχοντας έναν καθορισμένο χρονικό ορίζοντα διευθέτησης των οικονομικών της υποχρεώσεων δεδομένου ότι όσο μεγαλώνει ηλικιακά θα αυξάνονται αντίστοιχα και οι ανάγκες της ή θα αντιμετωπίζει μεγαλύτερες σε ένταση και σε διάρκεια υποτροπές της νόσου της. Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας, οι προϋποθέσεις για την ένταξη της στις ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, με συμπλήρωση της αιτιολογίας του από το παρόν Δικαστήριο, κατ' άρθρο 534 του ΚΠολΔ, και επομένως οι δυο λόγοι έφεσης, με τους οποίους το εκκαλούν υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και μη υφισταμένου ετέρου λόγου έφεσης προς εξέταση, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της. Ειδικότερα, πρέπει να γίνει τυπικά μεν δεκτή, να απορριφθεί ωστόσο, κατ' ουσίαν για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ' ουσίαν.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στη Κόρινθο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 31.08.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ  

Ελένη Γκαρδιακού