ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΗλείας 139/2021

 

Ειδική διαδικασία αυτοκινητικών διαφορών - ΕΦΚΑ (ΙΚΑ) - Υποκατάσταση σε απαιτήσεις από αδικοπραξία - Παραγραφή πενταετής - Επιμήκυνση χρόνου παραγραφής -.

 

Υποκατάσταση του ΙΚΑ σε αξιώσεις ασφαλισμένου-παθόντος από αδικοπραξία. Αρκεί το γεγονός ότι ο ασφαλισμένος δικαιούται ασφαλιστικές παροχές, οι οποίες να τελούν σε χρονική και ουσιαστική αντιστοιχία με την αξίωση αποζημίωσης. Ο ασφαλισμένος παθών δεν νομιμοποιείται να ζητήσει από τον ζημιώσαντα τα κονδύλια που κατέβαλε ή οφείλει σε αυτόν το ΙΚΑ (ΕΦΚΑ) από τη σχέση κοινωνικής ασφάλισης που τους συνδέει, διότι, ως προς αυτά, δεν είναι πλέον δικαιούχος, χωρίς να αλλοιώνεται ο χαρακτήρας της αξίωσης ως προερχόμενης από αδικοπραξία ή από αυτοκινητικό ατύχημα. Η πενταετής παραγραφή (937 παρ. 1 ΑΚ) αρχίζει να τρέχει εις βάρος του ΙΚΑ από τον χρόνο του ατυχήματος, εκτός αν πρόκειται για απρόβλεπτες ζημιογόνες συνέπειες που επήλθαν μεταγενέστερα, οπότε, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η μεταβίβαση στο ΙΚΑ της σχετικής αξίωσης επέρχεται όχι από τον χρόνο του ατυχήματος, που οι εν λόγω επιζήμιες συνέπειες δεν γεννήθηκαν ακόμα, αλλά από τότε που αυτές έγιναν αντιληπτές και για τον παθόντα ασφαλισμένο του, οι οποίες μέχρι τότε ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, και έλαβε γνώση αυτών. Κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά 20 έτη και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή, αν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξίωσης για θετική ή αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται, κατ’ αρχήν, στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, από την τελεσιδικία, ήτοι από το χρόνο δημοσίευσης της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξίωσης αποζημιώσεως για αποθετική ζημία, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου για τον οποίο επιδικάστηκε αποζημίωση.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

ΕΦΕΣΗ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

(διαφορές για τη ζημία από

αυτοκίνητο και από τη σύμβαση

ασφαλίσεως του)

 

 

Αριθμός Απόφασης 139/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τον Γραμματέα Νικόλαο Λύκουρα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 09 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του εκκαλούντος- ενάγοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ΕΦΚΑ), Α.Φ.Μ.., Δ ΔΟΥ Αθηνών, που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου αρ.16, και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ», νομίμως εκπροσωπούμενου, Α.Φ.Μ.., ΚΒ Αθηνών, δυνάμει του Ν.4387/2016 (ΦΕΚ 85/12.5.2016 τεύχος Α), το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου του Νικολίας Διαμαντοπούλου (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, Α.Μ.000057), η οποία προκατέβαλε τις εισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 61 Ν.4194/2013 (γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗΛ Νο: Η./09.9.2020) και κατέθεσε προτάσεις.

 

Του εφεσίβλητου εναγομένου : ..., κατοίκου Δημοτικού Διαμερίσματος Π Δήμου Πύργου Ηλείας, Α.Φ.Μ. ..., Δ.Ο.Υ. ., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Κωνσταντίνου Παναγούλια (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, Α.Μ.000105), ο οποίος προκατέβαλε τις εισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 61 Ν.4194/2013 (γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗΛ Νο: Η./09.9.2020) και κατέθεσε προτάσεις.

 

Το ενάγον και ήδη εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας την από 20.01.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./24.01.2017 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ../14.12.2017 οριστική απόφασή του, η οποία απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Το ηττηθέν ενάγον και ήδη εκκαλούν άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 14.12.2019 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./16.12.2019. Ακριβές αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Μει./18.12.2019 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 27ης.5.2020, ότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε λόγω αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, δυνάμει της υπ' αριθμ. 30340/15.5.2020 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ Β 1857/15.5.2020), ενώ εν συνεχεία, με την υπ' αριθμ../10.6.2020 Πράξη του Προϊσταμένου του παρόντος Πρωτοδικείου, επαναφέρθηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 74 παρ.2 Ν. 4690/2020, να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

                           ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                           ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η υπό κρίση από 14.12.2019 έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./16.12.2019 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού συζήτησης Μει./18.12.2019, κατά της υπ' αριθμ../14.12.2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (αυτοκινητικών) διαφορών, έχει ασκηθεί νόμιμα από τον ηττηθέντα διάδικο και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 16.12.2019, ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 14.12.2017 (σημειωτέον ότι η 15η.12.2019, ότε έληγε η διετής προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου ήταν ημέρα Κυριακή και συνεπώς εξαιρετέα, άρθρα 518 παρ.2, 144 ΚΠολΔ), καθώς από το φάκελο της δικογραφίας και τα στοιχεία που επικαλούνται οι διάδικοι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513 παρ.1 στοιχ.β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 28 παρ.4 του Ν.2579/1998, το εκκαλούν ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απαλλάσσεται από την κατά το άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ υποχρέωση καταβολής του παραβόλου της εφέσεως. Επομένως, η υπό κρίση έφεση, αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 17 Α ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της, κατά την ίδια ειδική διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη  (άρθρα 524 παρ.1, 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

 

(α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 10 παρ.5 του Ν.Δ. 4104/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ.1 του Ν. 4476/1965 και το άρθρο 18 του Α.Ν. 1654/1986, συνάγεται ότι το ΙΚΑ για τις οφειλόμενες ασφαλιστικές παροχές προς τους ασφαλισμένους, οι οποίοι δικαιούνται αποζημίωση για ζημία που προξενήθηκε σε αυτούς λόγω ασθενείας, τραυματισμού ή αναπηρίας, υποκαθίσταται από το νόμο (εκχώρηση εκ του νόμου) κατά το ποσό των οφειλομένων στον ζημιωθέντα ασφαλιστικών παροχών στην αξίωση του τελευταίου κατά του ζημιώσαντος, η υποκατάσταση δε αυτή προκειμένου για απαιτήσεις από αδικοπραξία που τελέστηκε μετά την έναρξη της ισχύος του Ν.1654/1986, επέρχεται εκ του νόμου και ανατρέχει στον χρόνο που γεννήθηκε η ζημία. Για τη μεταβίβαση αυτή αρκεί το γεγονός ότι ο ασφαλισμένος δικαιούται ασφαλιστικές παροχές (αδιάφορα αν έχουν καταβληθεί ή όχι), οι οποίες να τελούν σε χρονική και ουσιαστική αντιστοιχία με την αξίωση αποζημίωσης. Ο  ασφαλισμένος παθών δεν νομιμοποιείται να ζητήσει από τον ζημιώσαντα τα κονδύλια που κατέβαλε ή οφείλει σε αυτόν το ΙΚΑ (ΕΦΚΑ) από τη σχέση κοινωνικής ασφάλισης που τους συνδέει, διότι, ως προς αυτά, δεν είναι πλέον δικαιούχος, χωρίς να αλλοιώνεται ο χαρακτήρας της αξίωσης ως προερχόμενης από αδικοπραξία ή από αυτοκινητικό ατύχημα. Η επιδίωξη των σχετικών απαιτήσεων του ΙΚΑ μπορεί να γίνει είτε με άσκηση κυρίας παρεμβάσεως στη μεταξύ του ασφαλισμένου αρχικού δικαιούχου της απαιτήσεως και των υπόχρεων προς αποζημίωσή του δίκη (εφόσον ο ασφαλισμένος ενάγων περιέλαβε στην αγωγή του και τις προς το ΙΚΑ μεταβιβασθείσες απαιτήσεις του) είτε με αυτοτελή αγωγή. Η αγωγή αυτή του ΙΚΑ κατά του υπόχρεου τρίτου έχει το χαρακτήρα που θα είχε η αγωγή του ζημιωθέντος - ασφαλισμένου, για να είναι δε ορισμένη, πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή τα στοιχεία, με βάση τα οποία θεμελιώθηκε η αξίωση αποζημιώσεως στο πρόσωπο του αρχικού φορέα παθόντος, δηλαδή πρέπει να διαλαμβάνει τις συνθήκες του ατυχήματος, τον λόγο ευθύνης του εναγόμενου (914, 922 ΑΚ, ΓΠΝ/1911, 10 παρ.1 του Ν. 489/1976 αν πρόκειται για τον ασφαλιστή του ζημιογόνου αυτοκινήτου), την προκληθείσα ζημία (π.χ. τραυματισμός, θανάτωση, ανικανότητα προς εργασία), την αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του τρίτου (π.χ. διαφυγόντα εισοδήματα από την εργασία που μέχρι το ατύχημα ασκούσε ο παθών) και να καθορίζει το αιτούμενο ποσό. Οι ασφαλιστικές παροχές, που κατέβαλε το ΙΚΑ στον ασφαλισμένο του παθόντα, δεν είναι αυτές που αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής του ΙΚΑ. Το τελευταίο πρέπει να προσδιορίζει στην αγωγή του το ποσό της αξίωσης του ασφαλισμένου για αποζημίωση λόγω του ατυχήματος, στην οποία υποκαταστάθηκε το ίδιο. Μόνο έτσι θα  είναι δυνατόν να ελεγχθεί αν οι αξιούμενες από αυτό παροχές τελούν σε χρονική και ποσοτική αντιστοιχία με την αξίωση του ασφαλισμένου του κατά του εναγομένου για αποζημίωση. Επομένως, δικαιούται με την αγωγή του να αξιώσει από τον υπόχρεο τρίτο ό,τι δικαιούταν να αξιώσει ο ίδιος ο παθών (π.χ. διαφυγόντα εισοδήματα, νοσήλια, αξία φαρμάκων κ.λπ.), με την προϋπόθεση ότι η αξίωση αποζημίωσης βρίσκεται σε ποιοτική και ποσοτική αντιστοιχία με τις ασφαλιστικές παροχές του ΙΚΑ. Είναι δε κρίσιμο το στοιχείο αυτό, διότι αν ο ασφαλισμένος δεν είχε στην πραγματικότητα γεννημένη αξίωση αποζημίωσης, δεν συντρέχει νόμιμος λόγος υποκατάστασης του ΙΚΑ, ενώ αν η ζημία που υπέστη είναι μικρότερη από τα ποσά εκείνα που το ΙΚΑ του κατέβαλε ως αποζημίωση, η καθ υποκατάσταση αξίωση του ΙΚΑ φθάνει μόνον μέχρι το ύψος της ζημίας που πράγματι υπέστη ο παθών-ασφαλισμένος του. Ειδικά, ως προς τη ζημία του παθόντος ασφαλισμένου ισχύουν τα ακόλουθα : α) σε περίπτωση, κατά την οποία επιδιώκεται η απόδοση στο ΙΚΑ των δαπανών νοσηλείας, πρέπει να αναλύονται οι δαπάνες αυτές, β) σε περίπτωση που ζητείται η απόδοση στο ΙΚΑ επιδομάτων ασθενείας, πρέπει να αναφέρεται η εργασία, την οποία μετερχόταν ο ασφαλισμένος κατά τον χρόνο του ατυχήματος, τα εισοδήματα από την ως άνω εργασία, η διάρκεια της ανικανότητας για εργασία και τα εισοδήματα, τα οποία με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα αποκόμιζε ο παθών, αν δεν συνέβαινε το ατύχημα και που εξαιτίας της αδικοπραξίας απώλεσε καθώς και η υποχρέωση του ΙΚΑ βάσει της ως άνω αιτίας να χορηγήσει προς τον ασφαλισμένο ορισμένες παροχές. Με την μεταβίβαση της απαίτησης στο ΙΚΑ δεν μεταβάλλεται η νομική φύση αυτής, η οποία επομένως εξακολουθεί να παραμένει απαίτηση από αδικοπραξία. Τούτο σημαίνει ότι το ΙΚΑ για την ικανοποίηση της σχετικής αξίωσής του μπορεί να αξιοποιήσει και το μέσο της προσωπικής κράτησης του υπόχρεου, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1047 παρ.1 ΚΠολΔ. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται πλέον αναλόγως και για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς ελευθέρων επαγγελματιών καθώς και τον Ο.Γ.Α., καθόσον, κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ.6 του Ν. 3518/2006 «Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 4104/1960 (ΦΕΚ 147 Α΄), όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου 18 του Ν. 4476/1965 (ΦΕΚ 103 Α΄) και συμπληρώθηκαν με το άρθρο 18 του Ν. 1654/1986, καθώς και οι διατάξεις του Β.Δ. 226/23.2/21.3.1973 (ΦΕΚ 66 Α΄), έχουν ανάλογη εφαρμογή και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς ελευθέρων επαγγελματιών, ανεξάρτητα απασχολούμενων, καθώς και στον Ο.Γ.Α.» (ΑΠ 750/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 163/2012, ΝοΒ 2012.1407, ΑΠ 793/2010, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 734/1991, ΕλλΔνη 33. 556, ΕφΠατρ89/2019, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΑθ 4583/2010, ΕΕμπΔ 2011.400, ΕφΑθ 3555/2005, ΕλλΔνη 2016.219, ΕφΔωδ 368/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 633/1999, ΕλλΔνη 2001. 761, ΜΠΘεσ 117/2016, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΘεσ 38557/2008, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

 

Η γέννηση της αξίωσης αποζημίωσης κατά του υπόχρεου και μεταβίβαση αυτής στο ΙΚΑ, κατά τα προαναφερθέντα, συμπίπτουν χρονικώς. Κατά τον χρόνο του ατυχήματος δεν είναι ακόμη προσδιορισμένο το ακριβές ποσό των παροχών του ΙΚΑ. Τούτο θα εξαρτηθεί από μελλοντικά γεγονότα και ιδίως από την εξέλιξη της υγείας του παθόντος και την έκδοση της οικείας διοικητικής πράξεως από το αρμόδιο όργανο του ΙΚΑ. Για τη μεταβίβαση της αξιώσεως αποζημιώσεως από τον παθόντα στο ΙΚΑ απαιτείται και αρκεί μία έστω και απομακρυσμένη δυνατότητα, ότι το ΙΚΑ εξ αφορμής του ατυχήματος θα καταστεί υπόχρεο προς καταβολή ασφαλιστικών παροχών στον παθόντα. Η μεταβίβαση της αξίωσης αποζημίωσης στο ΙΚΑ δεν ολοκληρώνεται το πρώτο όταν θα καταστεί βέβαιο το ακριβές ποσό των παροχών, τις οποίες θα καταβάλει το ΙΚΑ στον παθόντα. Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται το ΙΚΑ έναντι του κινδύνου που θα προέκυπτε από τη δυνατότητα του παθόντος να προβεί σε διάθεση της αξιώσεως αποζημιώσεως με συμβιβασμό, είσπραξη ή άλλο νόμιμο τρόπο. Και ορίζει μεν το άρθρο 28 παρ. 2 του ΑΝ 1846/1951, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 27 παρ. 1 και 5 του Ν.1902/1990, ότι το ΙΚΑ χορηγεί στους ασφαλισμένους του συντάξεις αναπηρίας, εφόσον πληρούνται στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις του παραπάνω νόμου και ότι αρμόδιες να αποφασίσουν για το αν ο ασφαλισμένος είναι ανάπηρος, για το ποσοστό της αναπηρίας του και για τη διάρκεια αυτής από ιατρικής απόψεως είναι  οι υγειονομικές επιτροπές του ΙΚΑ. Εντεύθεν, όμως, δεν ακολουθεί, ότι πριν από την έκδοση της απόφασης της οικείας επιτροπής του ΙΚΑ που καθορίζει την αναπηρία και το ποσοστό αυτής και πριν από την έκδοση της επακόλουθης πράξεως του αρμόδιου οργάνου του ΙΚΑ που προσδιορίζει το ποσό της συντάξεως, δεν έχει γεννηθεί ακόμη η αξίωση του ΙΚΑ κατά του υπόχρεου και ότι η παραγραφή αυτής αρχίζει το πρώτο από τον καθορισμό της συντάξεως. Τούτο γιατί το ΙΚΑ ασκεί κατά του υπόχρεου τη μεταβιβασθείσα σε αυτό αξίωση αποζημίωσης του παθόντος, η παραγραφή της οποίας αρχίζει υπό τους όρους του άρθρου 937ΑΚ, δηλαδή αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Επειδή όμως η μεταβίβαση στο ΙΚΑ της αξίωσης αποζημιώσεως του παθόντος σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ν.1654/1986 επέρχεται με τη γένεσή της, η γνώση των όρων του άρθρου 937 ΑΚ κρίνεται στο πρόσωπο του ΙΚΑ ως του νέου φορέα της αξιώσεως. Η έκδοση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου του ΙΚΑ, που προσδιορίζει το ποσό της καταβλητέας συντάξεως στον ασφαλισμένο του παθόντα, δεν αποτελεί όρο για τη γένεση το πρώτο της αξιώσεως του ΙΚΑ, αλλά έχει αξία για τον καθορισμό του τελικού ύψους της μεταβιβαζόμενης στο ΙΚΑ αξιώσεως του παθόντος. Αντίθετη άποψη, που θα εξαρτούσε τη γένεση της αξίωσης αποζημίωσης του ΙΚΑ κατά του υπόχρεου τρίτου (και του ασφαλιστή του) από την έκδοση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου του ΙΚΑ, όχι μόνο θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 18 του Ν.1654/1986 της αξίωσης αποζημίωσης του παθόντος, την οποία (μεταβίβαση) συνδέει με τη γένεση της αξιώσεως, αλλά και προς το άρθρο 10 παρ. 2 του Ν.489/1976 που ορίζει ότι η παραγραφή της αξίωσης αρχίζει από το ατύχημα. Επιπλέον η άποψη αυτή θα μετέθετε χρονικά την έναρξη της παραγραφής συνδέοντας αυτή με πράξη (έκδοση πράξεως του αρμοδίου οργάνου περί απονομής συντάξεως) που όμως εμπίπτει στη σφαίρα επιρροής του Ι.Κ.Α., με αποτέλεσμα, ουσιαστικά, να επιμηκύνεται ο χρόνος παραγραφής σε βάρος του υπόχρεου. Ο τελευταίος, όμως, όταν συντρέχει περίπτωση κατά νόμο μεταβιβάσεως της αξιώσεως του παθόντος στο ΙΚΑ, δεν πρέπει να υφίσταται δυσμενείς συνέπειες από τον καθυστερημένο προσδιορισμό των παροχών (συνήθως συντάξεως) του ΙΚΑ προς τον ασφαλισμένο του παθόντα, έστω και αν τότε γίνεται τελικώς γνωστό το ποσό που δικαιούται να αξιώσει το ΙΚΑ ως εκ του νόμου νέος φορέας της αξιώσεως αποζημιώσεως (ΑΠ 738/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

(β) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914, 937 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος απαίτηση αποζημίωσης για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, ενώ η παραγραφή της αντίστοιχης αξίωσης, έστω και αν αφορά μέλλουσα ζημία, που όμως είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι, κατ` αρχήν, πενταετής και, εφόσον η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης αυτής είναι δυνατή, πράγμα που, εξαιρέσει σχετικού νομικού κωλύματος, πάντοτε συμβαίνει, η παραγραφή αυτή αρχίζει να τρέχει, για όλες τις ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της πρώτης επιζήμιας συνέπειας και του υπόχρεου προς αποζημίωση, με εξαίρεση τις ζημίες που είναι από την αρχή απρόβλεπτες. Ως γνώση της ζημίας νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της αδικοπραξίας, χωρίς, ωστόσο, να είναι απαραίτητη η γνώση της ακριβούς έκτασης της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης. Αφού, λοιπόν, καθοριστικό χρονικό σημείο για τη μεταβίβαση της προαναφερόμενης από την αδικοπραξία αξίωσης στο ΙΚΑ είναι εκείνο που γεννήθηκε η σχετική αξίωση στο πρόσωπο του παθόντος ασφαλισμένου του, δηλαδή ο χρόνος του ατυχήματος, από τότε αρχίζει να τρέχει σε βάρος του ΙΚΑ η πενταετής παραγραφή από τη διάταξη του άρθρου 937 παρ.1 του ΑΚ, εκτός αν πρόκειται για απρόβλεπτες ζημιογόνες συνέπειες που επήλθαν μεταγενέστερα, οπότε, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η μεταβίβαση στο ΙΚΑ της σχετικής αξίωσης επέρχεται όχι από τον χρόνο του ατυχήματος, που οι εν λόγω επιζήμιες συνέπειες δεν γεννήθηκαν ακόμα, αλλά από τότε που αυτές έγιναν αντιληπτές και για τον παθόντα ασφαλισμένο του, οι οποίες μέχρι τότε ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, και έλαβε γνώση αυτών (ΑΠ 958/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 235/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1334/2010, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

 

(γ) Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 261 εδ. α` ΑΚ και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, σε περίπτωση άσκησης αγωγής για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται, αντίστοιχα, εκκρεμοδικία. Επομένως, αν ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης προς αποκατάσταση ορισμένων από τις ζημίες που προκλήθηκαν από την αδικοπραξία, όπως π.χ. για διαφυγόντα κέρδη ορισμένης χρονικής περιόδου, μόνο οι ζημίες αυτές κατάγονται σε δικαστική κρίση και μόνο ως προς αυτές διακόπτεται η παραγραφή της αξίωσης. Εάν μεταγενέστερα ασκηθεί άλλη κύρια αγωγή, για καταβολή πρόσθετου ποσού αποζημίωσης ή διαφυγόντων κερδών για επόμενο χρονικό διάστημα, από λόγους, όμως, που μπορούσαν να προβλεφθούν εξαρχής, δεν ισχύει για την αξίωση αυτή η διακοπτική ενέργεια της πρώτης αγωγής, διότι η ζητούμενη με τη δεύτερη αγωγή πρόσθετη αποζημίωση είναι διαφορετική απαίτηση για άλλο μέρος της ζημίας του παθόντος, εκτός εκείνου που είχε καταχθεί στη δίκη με την πρώτη αγωγή. Έτσι, αν από τον χρόνο γνώσης από τον παθόντα των επιζήμιων συνεπειών της αδικοπραξίας παρήλθε πενταετία ή διετία από την επόμενη του ατυχήματος, αναφορικά με τον ασφαλιστή, η αξίωση αποζημίωσης που κατάγεται σε κρίση με τη δεύτερη αγωγή έχει υποκύψει στην παραγραφή. Όπως έχει προεκτεθεί, μόνο αν οι συνέπειες της αδικοπραξίας δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν, όταν καθορίστηκε το ποσό της αρχικής αποζημίωσης, η παραγραφή της με τη δεύτερη αγωγή ασκούμενης αξιώσεως αρχίζει να διανύεται από τότε που ο δικαιούχος αυτής αντιλήφθηκε τις νέες επιζήμιες συνέπειες της αδικοπραξίας και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ εκείνων και αυτής (ΑΠ 421/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

(δ) Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 261 παρ.1 εδ.α` και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, σε περίπτωση άσκησης αγωγής για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται, αντίστοιχα, εκκρεμοδικία. Επομένως, αν ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης προς αποκατάσταση ορισμένων από τις ζημίες που προκλήθηκαν από την αδικοπραξία, όπως π.χ. για διαφυγόντα κέρδη ορισμένης χρονικής περιόδου, μόνο οι ζημίες αυτές κατάγονται σε δικαστική κρίση και μόνο ως προς αυτές διακόπτεται η παραγραφή της αξίωσης. Εάν μεταγενέστερα ασκηθεί άλλη κύρια αγωγή, για καταβολή πρόσθετου ποσού αποζημίωσης ή διαφυγόντων κερδών για επόμενο χρονικό διάστημα, από λόγους, όμως, που μπορούσαν να προβλεφθούν εξαρχής, δεν ισχύει για την αξίωση αυτή η διακοπτική ενέργεια της πρώτης αγωγής, διότι η ζητούμενη με τη δεύτερη αγωγή πρόσθετη αποζημίωση είναι διαφορετική απαίτηση για άλλο μέρος της ζημίας του παθόντος, εκτός εκείνου που είχε καταχθεί στη δίκη με την πρώτη αγωγή. Έτσι, αν από τον χρόνο γνώσης από τον παθόντα των επιζήμιων συνεπειών της αδικοπραξίας παρήλθε πενταετία ή διετία από την επόμενη του ατυχήματος, αναφορικά με τον ασφαλιστή, η αξίωση αποζημίωσης που κατάγεται σε κρίση με τη δεύτερη αγωγή έχει υποκύψει στην παραγραφή. Όπως έχει προεκτεθεί, μόνο αν οι συνέπειες της αδικοπραξίας δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν, όταν καθορίστηκε το ποσό της αρχικής αποζημίωσης, η παραγραφή της με τη δεύτερη αγωγή ασκούμενης αξιώσεως αρχίζει να διανύεται από τότε που ο δικαιούχος αυτής αντιλήφθηκε τις νέες επιζήμιες συνέπειες της αδικοπραξίας και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ εκείνων και αυτής. Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 εδ.α` ΑΚ, κατά την οποία, κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι έτη και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή, αν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξίωσης για θετική ή αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται, κατ` αρχήν, στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ (ή στη διετή του άρθρου 10 παρ.2 του  Ν.3557/2007), από την τελεσιδικία, ήτοι από το χρόνο δημοσίευσης της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξίωσης αποζημιώσεως για αποθετική ζημία, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου για τον οποίο επιδικάστηκε αποζημίωση. Και τούτο διότι και το μέρος αυτό της αξίωσης, αν και δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) με δύναμη δεδικασμένου (άρθρο 331 ΚΠολΔ) με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης του παθόντος γενικά για κάθε ζημία από την αδικοπραξία. Η νέα, όμως, αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 ΑΚ, την ύπαρξη αξίωσης που δεν έχει ήδη υποκύψει στη μέχρι την τελεσιδικία ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξίωσης δεν επιφέρει αναβίωση της αξίωσης και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατά το άρθρο 261 ΑΚ (ΑΠ 401/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 750/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 235/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 105/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1334/2010, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

 

Με την από 22.01.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./24.01.2017 αγωγή ενώπιον  του Ειρηνοδικείου Πύργου το ενάγον, Νομικό Πρόσωπο  Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ», οιονεί καθολικός διάδοχος του οποίου τυγχάνει το νυν εκκαλούν, εξέθετε ότι στις 27 Αυγούστου 2002 ο πρώτος εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος, ..., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ΗΑΗ-... ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, επί της Εθνικής Οδού Τριπόλεως-Πύργου, προκάλεσε από αποκλειστική του υπαιτιότητα τροχαίο ατύχημα, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται ειδικότερα στο αγωγικό δικόγραφο, κατά το οποίο τραυματίστηκε σοβαρά ο συνεπιβαίνων στο ανωτέρω όχημα και ασφαλισμένος του, .... Ότι ο ασφαλισμένος του, ..., κατά τον χρόνο του τραυματισμού του εργαζόταν ως οικοδόμος στην τεχνική εταιρεία με την επωνυμία «ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ Α.Ε.» και αποκέρδαινε ημερησίως το ποσό των 32,36 ευρώ και μηνιαίως το ποσό των 809,00 ευρώ. Ότι το ενάγον, όπως είχε υποχρέωση από το νόμο, κατέβαλε στον ανωτέρω ασφαλισμένο του, για παροχές κύριας σύνταξης μερικής αναπηρίας, κατά το χρονικό διάστημα από 01η.4.2012 έως 31.12.2016, το συνολικό ποσό των 10.294,66 ευρώ, για παροχές κύριας σύνταξης μερικής αναπηρίας, κατά το χρονικό διάστημα από 01η.01.2015 έως 31.3.2016 το συνολικό ποσό των 5.948,88 ευρώ, για παροχές επικουρικής σύνταξης μερικής αναπηρίας, κατά το χρονικό διάστημα από 01η.4.2012 έως 31.12.2016, το συνολικό ποσό των 1.566,48 ευρώ και για παροχές επικουρικής σύνταξης μερικής αναπηρίας, κατά το χρονικό διάστημα από 01η.01.2015 έως 31.12.2016, το συνολικό ποσό των 911,28 ευρώ, ήτοι για παροχές σύνταξης μερικής αναπηρίας, κύριας και επικουρικής, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα από 01ης.4.2012 έως 31.12.2016 το συνολικό ποσό των 18.721,30 ευρώ. Ότι με τις υπαριθμ../08.11.2016 και ./12.12.2016 συμπληρωματικές αποφάσεις του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ οι προγενέστερες εκδοθείσες αποφάσεις του συμπληρώθηκαν με τα προαναφερόμενα ποσά. Με βάση το ιστορικό αυτό, το ενάγον, επικαλούμενο ότι για τις οφειλόμενες  στον ασφαλισμένο του Ιωάννη Γκίκα ασφαλιστικές παροχές για μερική αναπηρία συνεπεία του τραυματισμού του σε τροχαίο ατύχημα υποκαταστάθηκε εκ του νόμου στην αξίωση του  τελευταίου για αποζημίωση έναντι του ζημιώσαντος αυτόν, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει για παροχές σύνταξης μερικής αναπηρίας, κύριας και επικουρικής, κατά το χρονικό διάστημα από 01ης.4.2012 έως 31.12.2016 το συνολικό ποσό των 18.721,30 ευρώ, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να διαταχθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη.

 

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 206/2017 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ουσίαν, καθώς έκρινε ότι οι αγωγικές αξιώσεις του ενάγοντος έχουν υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, δοθέντος ότι η αγωγή ασκήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2017, ήτοι μετά την παρέλευση πέντε και πλέον ετών από την επομένη του τροχαίου ατυχήματος, που συνέβη στις 27 Αυγούστου 2002, ότε ο ασφαλισμένος του έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση, δεκτής γενομένης ως βάσιμης κατ ουσίαν της νομίμως προταθείσας από τον εναγόμενο ένσταση παραγραφής και απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών που πρόβαλε το ενάγον (α) ότι η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση προγενέστερων αγωγών και (β) ότι πρόκειται για αξιώσεις που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά έκταση και ποσό κατά τον χρόνο άσκησης της αρχικής αγωγής.

 

Κατά της πρωτόδικης αυτής οριστικής απόφασης παραπονείται με την υπό κρίση έφεση το εκκαλούν για τον διαλαμβανόμενο σε αυτή λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνει δεκτή η από 22.01.2017 (αρ.έκθ.κατ. ./2017) αγωγή του ως βάσιμη κατουσίαν καθώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική του δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

 

O εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος πρότεινε παραδεκτά και νόμιμα στον πρώτο βαθμό την ένσταση παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, λόγω παρέλευσης πενταετίας από τον χρόνο (27.8.2002) του ζημιογόνου γεγονότος (τροχαίο ατύχημα) και επέλευσης της ζημίας (τραυματισμός), ότε ο παθών και συνεπώς και το εκκαλούν ενάγον έλαβε γνώση της ζημίας και του υπαιτίου, έως και την επίδοση σε αυτόν της ένδικης αγωγής (30.01.2017), επικαλούμενος επιπρόσθετα ότι η ζημία ήταν προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και δικαστικά επιδιώξιμη κατά την ημέρα του ατυχήματος, ήτοι από τις 27 Αυγούστου 2002. Ό ισχυρισμός αυτός του εφεσίβλητου, τον οποίο νομίμως επαναφέρει με τις προτάσεις του σε δεύτερο βαθμό, συνιστά ένσταση παραγραφής, η οποία  χαρακτηρίζεται ως ανατρεπτική, καθώς εμποδίζει οριστικά την άσκηση του δικαιώματος κατά του οποίου προβάλλεται και εμποδίζει την ενέργεια του στο μέλλον, και είναι νόμιμη στηριζόμενη στο άρθρο 937 ΑΚ. Συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός περί παραγραφής πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

Το εκκαλούν ενάγον, επαναφέροντας τον παραδεκτά και νόμιμα προβληθέντα ισχυρισμό του στον πρώτο βαθμό ως αυτοτελή λόγο έφεσης, αρνείται τον  ισχυρισμό περί παραγραφής επικαλούμενο ότι η επίδικη αξίωση δεν μπορούσε να προβλεφθεί και να προσδιοριστεί κατά τον χρόνο άσκησης των ανωτέρω αγωγών, αφορούν δε χρόνο μεταγενέστερο αυτών, και ότι σε κάθε περίπτωση με τις προγενέστερες αγωγές του είχε επιφυλαχθεί ρητώς για τις μελλοντικές του αξιώσεις.  Επίσης το εκκαλούν ενάγον, επαναφέροντας τον παραδεκτά και νόμιμα προβληθέντα ισχυρισμό του στον πρώτο βαθμό ως αυτοτελή λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι η παραγραφή της αγωγικής αξίωσης διακόπηκε με την άσκηση από αυτό των προγενέστερων από 24.3.2004, 14.10.2004, 25.8.2006, 02.12.2010 αγωγών, με αριθμούς εκθέσεως κατάθεσης ./2004, ./2004, ./2006, ./2010, αντίστοιχα, επί των οποίων εκδόθηκαν οι με αριθμούς 230/2005 (επί των δύο πρώτων αγωγών), ./2007 και ./2015 αποφάσεις (η τελευταία εκδόθηκε κατόπιν ασκήσεως της υπ' αριθμ../14.5.2014 έφεσης κατά της υπ' αριθμ../2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, αντίστοιχα. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά αντένσταση και είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 261, 937 ΑΚ και 262 παρ.2 ΚΠολΔ, πρέπει, επομένως, να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

Επίσης το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω έχει επέλθει κατά τη διάταξη του άρθρου 268 εδ.α του ΑΚ επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής των επίδικων αξιώσεών του με την υπ' αριθμ.230/2005 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, καθώς αποτελούν μέρος, αναγόμενο σε μεταγενέστερο χρόνο, της βεβαιωθείσας με την ανωτέρω απόφαση αξίωσης του ασφαλισμένου του για αποθετική ζημία, εξαιτίας ανικανότητάς του προς άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος συνεπεία του τραυματισμού του στο επίδικο τροχαίο ατύχημα. Ο ισχυρισμός αυτός, μολονότι προβάλλεται το πρώτον στην κατέφεση δίκη ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου με το δικόγραφο της εφέσεως, χωρίς επίκληση από το εκκαλούν κατά τρόπο σαφή του λόγου βραδείας προβολής του για να είναι δυνατόν να κριθεί εάν αυτός εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις της διάταξης του άρθρου 527 αρ.1-6 ΚΠολΔ (βλ.σχετ. ΑΠ 846/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 469/2007, ΕφΘες 2944/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), θα εξεταστεί ως προς τη βασιμότητά του, καθώς γίνεται δεκτό ότι, αν και χωρίς ρητή μνεία, συνάγεται προβολή της συνδρομής των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 527 αρ. 6 του ΚΠολΔ περί άμεσης και παραχρήμα απόδειξης αυτού διά των ειδικότερα αναφερομένων στις προτάσεις του εκκαλούντος εγγράφων (ΕφΠειρ1/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Από τα έγγραφα, που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 27 Αυγούστου του 2002 και περί ώρα 18.45 ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ΗΑΗ-. ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, το οποίο άνηκε στην αποκλειστική κυριότητά του, κινείτο επί της εθνικής οδού Πύργου-Τριπόλεως, με κατεύθυνση από Πύργο προς Τρίπολη. Στο 141,8ο km της ανωτέρω εθνικής οδού ο εφεσίβλητος, προτιθέμενος να επιχειρήσει υπέρβαση του προπορευόμενου αυτού οχήματος, παρεξέκλινε της πορείας του προς τα αριστερά και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της ανωτέρω εθνικής οδού από Τρίπολη προς Πύργο, όπου εξετράπη της πορείας του αριστερά και εξήλθε του οδοστρώματος, όπου, αφού σύρθηκε επί το έδαφος σε μήκος τριάντα πέντε (35) μέτρων, προσέκρουσε σε πινακίδα σήμανσης (Κ-27), όπου και τελικά ακινητοποιήθηκε, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ο συνεπιβαίνων στο ανωτέρω όχημα και ασφαλισμένος του εκκαλούντος, ..., ο οποίος υπέστη  βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση, αιμάτωμα οπίσθιου εγκεφαλικού βόθρου, κάταγμα κλείδας και ωτορραγία (ΔΕ). Το τροχαίο αυτό ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) του εφεσίβλητου. Ο παθών ασφαλισμένος, ..., κατά τον χρόνο του τραυματισμού του εργαζόταν ως οικοδόμος στην τεχνική εταιρεία με την επωνυμία «ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ Α.Ε.» και αποκέρδαινε ημερησίως το ποσό των 32,36 ευρώ και μηνιαίως το ποσό των 809,00 ευρώ. Τα ανωτέρω έχουν κριθεί με την υπ' αριθμ. 230/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας. Για σύνταξη αναπηρίας, κύρια και επικουρική, κατά το χρονικό διάστημα από 01.4.2012 έως 31.12.2016, κατά το οποίο ο ανωτέρω ασφαλισμένος δεν μπορούσε να εργαστεί λόγω του τραυματισμού του, το εκκαλούν, σε εκτέλεση των νόμιμων υποχρεώσεών του έναντι αυτού, κατέβαλε στον ασφαλισμένο του το συνολικό ποσό των 18.721,30 ευρώ. Ειδικότερα με τις υπ' αριθμ. ./04.6.2014 και ./04.6.2014 αποφάσεις του Διευθυντή του ΙΚΑ, που εκδόθηκαν κατόπιν των υπ' αριθμ. ./15.11.2013 και ./28.3.2014 γνωματεύσεων  της ΑΥΕ ΚΕΠΑ Πύργου, ο παθών ασφαλισμένος κρίθηκε ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 63% για το χρονικό διάστημα από 01.4.2012 έως 31.12.2014 και δικαιούχος συντάξεως, κύριας και επικουρικής, λόγω μερικής αναπηρίας για το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Επίσης με την υπ' αριθμ../23.4.2015 απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ, εκδοθείσα κατόπιν της υπ' αριθμ../19.02.2015 γνωμάτευσης της ΒΥΕ ΚΕΠΑ, ο παθών ασφαλισμένος κρίθηκε ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 60% για το χρονικό διάστημα από 01.01.2015 έως 31.12.2016 και παρατάθηκε η κύρια σύνταξη μερικής αναπηρίας που αυτός ελάμβανε για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ενώ με την υπ' αριθμ../23.4.2015 απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ παρατάθηκε η επικουρική σύνταξη μερικής αναπηρίας που αυτός ελάμβανε για το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα: A) A1. Για παροχές κύριας σύνταξης μερικής αναπηρίας κατά το χρονικό διάστημα από 01.4.2012 έως 31.12.2014, δυνάμει της υπαριθμ.742/04.6.2014 απόφασης του Διευθυντή του ΙΚΑ ΕΤΑΜ, το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων διακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (10.294,66), ήτοι από 01.4.2012 έως 31.12.2014, ήτοι 33 μήνες x 247,87, 8.179,71, για ΔΠ2010, ΕΑ2010, ΔΠ2011, ΕΑ2011, ΔΠ 2012, ήτοι 5 μήνες x  371,81 , 929,52 , για ΔΧ2010, ΔΧ2011, ήτοι 2 μήνες x  371,81, 743,62, ΕΑ2012, ήτοι 1 μήνα x  247,87/2, 193,94, ΔΧ2012, ήτοι 1 μήνα, 247,87. A2. Για παροχές κύριας σύνταξης μερικής αναπηρίας κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2015 έως 31.3.2016, δυνάμει της υπ' αριθμ../23.4.2015 απόφασης του Διευθυντή του ΙΚΑ ΕΤΑΜ, το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (5.948,88 ), ήτοι από 01.01.2015 έως 31.12.2016, ήτοι 24 μήνες x 247,87, 5.948,88. Β) Β1. Για παροχές επικουρικής σύνταξης μερικής αναπηρίας κατά το χρονικό διάστημα από 01.4.2012 έως 31.12.2014, δυνάμει της υπ' αριθμ../04.6.2014 απόφασης του Διευθυντή του ΙΚΑ ΕΤΑΜ, το συνολικό ποσό των χιλίων πεντακοσίων εξήντα έξι ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (1.566,48 ), ήτοι από 01.4.2012 έως 31.12.2014, ήτοι 33 μήνες x 37,97, 1.253,01, για ΔΠ2010, ΕΑ2010, ΔΠ2011,ΕΑ2011, ΔΠ 2012, ήτοι 5 μήνες x  57,00/2, 142,50, για ΔΧ2010, ΔΧ2011, ήτοι 2 μήνες x  57,00, 114,00, ΕΑ2012, ήτοι 1 μήνα x  37,97/2, 19,00, ΔΧ2012, ήτοι 1 μήνα, 37,97.  Β2. Για παροχές επικουρικής σύνταξης μερικής αναπηρίας κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2015 έως 31.3.2016, δυνάμει της υπ' αριθμ../23.4.2015 απόφασης του Διευθυντή του ΙΚΑ ΕΤΑΜ, το συνολικό ποσό των εννιακοσίων έντεκα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (911,28 ).  Τα ανωτέρω ποσά καθορίστηκαν με τις υπ' αριθμ../08.11.2016 (11.861,14) και τις υπ' αριθμ../12.12.2016 (6.860,16) συμπληρωματικές αποφάσεις του Διοικητή του ΙΚΑ, το οποίο υποκαταστάθηκε εκ του νόμου στις αξιώσεις του ζημιωθέντος ασφαλισμένου έναντι των υπόχρεων ασφαλισμένων προς αποζημίωση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι επί της από 24.3.2004 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ./2004) αγωγής, με την οποία το εκκαλούν ζήτησε να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να του καταβάλει το ποσό των 15.117,23 ευρώ, που δυνάμει της ασφαλιστικής σχέσεως κατέβαλε στον ασφαλισμένο του, όπως είχε υποχρέωση από το νόμο, για νοσήλια, φάρμακα, ιατρικές εξετάσεις, ορθοπεδικά υλικά και επιδότηση λόγω ανικανότητας για εργασία συνεπεία του τραυματισμού του στο τροχαίο ατύχημα για το χρονικό διάστημα από 31.8.2002 έως 20.11.2003, εκδοθείσας προς τούτο της υπ' αριθμ../03.12.2003 απόφασης του Διοικητή του, και επί της από 14.10.2004 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ./2004) αγωγής, με την οποία το εκκαλούν ζήτησε να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να του καταβάλει το ποσό των 4.230,80 ευρώ, που δυνάμει της ασφαλιστικής σχέσεως, όπως είχε υποχρέωση από το νόμο, κατέβαλε στον ασφαλισμένο του, ως συμπληρωματική επιδότησή του λόγω ανικανότητας για εργασία συνεπεία του τραυματισμού του στο τροχαίο ατύχημα κατά το χρονικό διάστημα από 21.11.2003 έως 23.6.2004, εκδοθείσας προς τούτο της υπ' αριθμ../09.9.2004 συμπληρωματικής απόφασης του Διοικητή του ΙΚΑ, κατόπιν συνεκδίκασης αυτών, εκδόθηκε η υπ' αριθμ.230/30.6.2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία έκανε δεκτές τις αγωγές ως βάσιμες κατ’ουσίαν και επιδίκασε στο εκκαλούν τα ανωτέρω ποσά. Με την υπ' αριθμ../16.09.2004 απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ, εκδοθείσα κατόπιν της υπ' αριθμ. ./28.4.2004  γνωμάτευσης της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής, ο παθών ασφαλισμένος κρίθηκε ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 80% για το χρονικό διάστημα από 03.3.2004 έως 02.3.2006 και δικαιούχος συντάξεως λόγω βαριάς αναπηρίας για το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Εν συνεχεία, επί της από 25.8.2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./28.8.2006 αγωγής, με την οποία το εκκαλούν ζήτησε να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να του καταβάλει το ποσό των 12.122,80 ευρώ, που δυνάμει της ασφαλιστικής σχέσεως κατέβαλε στον ασφαλισμένο του, όπως είχε υποχρέωση από το νόμο, για σύνταξη βαριάς αναπηρίας, κύριας και επικουρικής, για το χρονικό διάστημα από 26.3.2004 έως 31.3.2006, εκδοθείσας προς τούτο της υπ' αριθμ../27.5.2005 απόφασης του Διοικητή του ΙΚΑ, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 329/10.8.2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και επιδίκασε στο εκκαλούν το ανωτέρω ποσό για το ανωτέρω χρονικό διάστημα από 26.3.2004  έως 31.3.2006. Με τις υπ' αριθμ../16.02.2006 και ./23.02.2006 αποφάσεις του Διευθυντή του ΙΚΑ, που εκδόθηκαν κατόπιν της υπ' αριθμ. ./2006 γνωμάτευσης της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής, ο παθών ασφαλισμένος κρίθηκε ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 80% για το χρονικό διάστημα από 03.3.2006 έως 30.3.2008 και δικαιούχος συντάξεως λόγω βαριάς αναπηρίας για το ανωτέρω χρονικό διάστημα.

Ακολούθως, επί της από 07.9.2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2007 αγωγής, με την οποία το εκκαλούν ζήτησε να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να του καταβάλει το ποσό των 15.059,79 ευρώ, που δυνάμει της ασφαλιστικής σχέσεως κατέβαλε στον ασφαλισμένο του, όπως είχε υποχρέωση από το νόμο, για διαφορές σύνταξης, κύριας και επικουρικής, για το χρονικό διάστημα από 01.01.2005 έως 31.3.2006, για παροχές σύνταξης, κύριας και επικουρικής, για το χρονικό διάστημα από 01.4.2006 έως 30.9.2007,  καθώς και το ποσό που θα κατέβαλε στον ασφαλισμένο για το χρονικό διάστημα από 01ης.10.2007 έως 31.3.2008, εκδοθείσας προς τούτο της υπ' αριθμ../08.8.2007 συμπληρωματικής απόφασης του Διοικητή του ΙΚΑ, και επί της από 27.8.2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2008 αγωγής, με την οποία το εκκαλούν ζήτησε να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να του καταβάλει το ποσό των 12.375,46 ευρώ, που δυνάμει της ασφαλιστικής σχέσεως κατέβαλε στον ασφαλισμένο του, όπως είχε υποχρέωση από το νόμο, για διαφορές σύνταξης, κύριας και επικουρικής, για το χρονικό διάστημα από 01.01.2007 έως 31.3.2008, για παροχές σύνταξης, κύριας και επικουρικής, για το χρονικό διάστημα από 01.4.2008 έως 30.9.2008, καθώς και το ποσό που θα κατέβαλε στον ασφαλισμένο για το χρονικό διάστημα από 01ης.10.2008 έως 31.3.2010, εκδοθείσας προς τούτο της υπ' αριθμ../31.7.2008 συμπληρωματικής απόφασης του Διοικητή του ΙΚΑ, εκδόθηκε η υπ' αριθμ.423/07.12.2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία έκανε δεκτές τις αγωγές ως ουσιαστικά βάσιμες και επιδίκασε στο εκκαλούν τα αιτηθέντα ποσά των 15.059,79 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 01.01.2005 έως 31.3.2008, και των 12.375,46 ευρώ, για το χρονικό διάστημα 01.4.2008 έως 31.3.2010. Με τις υπ' αριθμ../12.5.2008 και ./26.5.2008 αποφάσεις του Διευθυντή του ΙΚΑ, οι οποίες εκδόθηκαν ύστερα από την υπ' αριθμ../16.4.2008 γνωμάτευση της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής, ο παθών ασφαλισμένος κρίθηκε ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 67% κατά το χρονικό από 01ης.4.2008 έως 31.3.2010 και δικαιούχος συντάξεως λόγω συνήθους αναπηρίας για το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Ακολούθως, επί της από 02.12.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./06.12.2010 αγωγής, με την οποία το εκκαλούν ζήτησε να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να του καταβάλει το ποσό των 10.291,44 ευρώ, που δυνάμει της ασφαλιστικής σχέσεως κατέβαλε στον ασφαλισμένο του, όπως είχε υποχρέωση από το νόμο, για παροχές σύνταξης, κύριας και επικουρικής, για το χρονικό διάστημα από 01.4.2010 έως 31.3.2012, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 48/25.02.2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, η οποία, αφού έκανε δεκτή την ένσταση παραγραφής που πρόβαλε ο εφεσίβλητος, λόγω παρέλευσης χρονικού διαστήματος πέντε ετών από τον συνεπεία του ατυχήματος τραυματισμό του ασφαλισμένου του εκκαλούντος στις 27.8.2002, ότε ο τελευταίος έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση, έως την άσκηση της αγωγής με την επίδοση αυτής στις 08.12.2010, απορριπτομένης ως αβάσιμης της αντένστασης διακοπής παραγραφής που πρόβαλε το εκκαλούν, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής το εκκαλούν άσκησε την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 21/14.5.2014 έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπαριθμ. 157/18.5.2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Ενόψει των ανωτέρω προκύπτει ότι οι επίδικες αξιώσεις του εκκαλούντος, για τις οποίες αυτό άσκησε την υπό κρίση αγωγή του, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στην ανωτέρω υπό στοιχείο (α) νομική σκέψη της παρούσας, γεννήθηκαν στις 27 Αυγούστου 2002, ότε έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονότος, δηλαδή το ατύχημα και ο τραυματισμός του ασφαλισμένου του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εκ του ενδίκου ατυχήματος κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου στο εκκαλούν παθόντος …  και η εξ αυτής ανικανότητά του για εργασία και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ήταν προβλεπτή από την αρχή κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε, ότι, πέρα από τον αρχικό βαρύτατο τραυματισμό του, βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση, αιμάτωμα οπίσθιου εγκεφαλικού βόθρου, κάταγμα κλείδας και ωτορραγία (ΔΕ), υπήρξε και κάποια άλλη περαιτέρω επιπλοκή της υγείας αυτού, που να συνιστά απροσδόκητη εξέλιξη της κατάστασης αυτού, ώστε να θεμελιώνεται για την ένδική αξίωσή του νέα παραγραφή με αφετηρία τον χρόνο εμφανίσεως των εν λόγω συνεπειών. Από την αρχή οι προαναφερόμενες σωματικές του βλάβες κατέστησαν τον ασφαλισμένο ανίκανο για εργασία, λόγο για τον οποίο η αρμόδια υγειονομική επιτροπή του εκκαλούντος με τις ανωτέρω διαδοχικές γνωματεύσεις της τον έκριναν ανάπηρο για το χρονικό διάστημα από τον τραυματισμό του έως τις 31.12.2016, αρχικά κατά ποσοστό 80%, εν συνεχεία κατά ποσοστό 67%, ακολούθως κατά ποσοστό 63% και τέλος κατά ποσοστό 60%. Αυτός ήταν και ο λόγος, που με αιτιολογία τις ίδιες ακριβώς σωματικές βλάβες του ασφαλισμένου του, που από την πρώτη στιγμή διαπιστώθηκαν, το εκκαλούν ζήτησε και του επιδικάσθηκαν, λόγω της υποκαταστάσεώς του στα δικαιώματα αυτού, ασφαλιστικές παροχές που του είχε καταβάλει λόγω της απότοκης του ενδίκου ατυχήματος και του εξ αυτού σοβαρού τραυματισμού του ανικανότητάς του προς εργασία, για τα προγενέστερα χρονικά διαστήματα. Τις ίδιες ακριβώς σωματικές βλάβες αυτού επικαλείται το ενάγον και με την ένδικη αγωγή για να θεμελιώσει όμοιες ασφαλιστικές παροχές για το επόμενο χρονικό διάστημα από 01.4.2012 έως 31.12.2016. Επομένως, όλες οι αιτίες της ζημίας (φύση, είδος και έκταση τραυμάτων) ήταν από την αρχή γνωστές. ʼλλωστε το εκκαλούν δεν επικαλείται και ούτε αποδεικνύεται με κάποιο ιατρικό πιστοποιητικό κάποια συγκεκριμένη, μεταγενέστερη του ατυχήματος, επιπλοκή της υγείας του ασφαλισμένου. Η έκδοση των προαναφερομένων αποφάσεων (./04.6.2014, ./04.6.2014, ./23.4.2015, ./23.4.2015) του Διευθυντή του ΙΚΑ, με τις οποίες παρατάθηκε η χορήγηση στον ανωτέρω ασφαλισμένο του εκκαλούντος παθόντα σύνταξης συνήθους και μερικής αναπηρίας εξαιτίας του επιδίκου ατυχήματος για τον ένδικο χρόνο, δεν αποτελεί όρο για τη γένεση το πρώτον της αξιώσεως του εκκαλούντος, αλλά έχουν αξία για τον καθορισμό του τελικού ύψους της μεταβιβαζόμενης στο εκκαλούν αξιώσεως του παθόντος-ασφαλισμένου του. Αντίθετη άποψη που θα εξαρτούσε τη γένεση της αξιώσεως αποζημιώσεως του εκκαλούντος κατά του υπόχρεου από την έκδοση της αποφάσεως του αρμοδίου οργάνου του ΙΚΑ, σύμφωνα και με τα όσα εκτενώς αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 18 του Ν.1456/1986, που συνδέει τη μεταβίβαση της αξιώσεως αποζημιώσεως του παθόντος με τη γένεση της αξιώσεως αλλά και θα μετέθετε χρονικά την έναρξη της παραγραφής, συνδέοντας αυτή με πράξη (έκδοση πράξεως του αρμοδίου οργάνου του ΙΚΑ) που εμπίπτει στη σφαίρα επιρροής του ίδιου του δανειστή, με αποτέλεσμα, ουσιαστικά, να επιμηκύνεται ο χρόνος παραγραφής σε βάρος του υπόχρεου. Εφόσον, επομένως, η ένδικη ζημία του παθόντος ασφαλισμένου ήταν προβλέψιμη κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ήδη από την αρχή, γεννήθηκε υπέρ αυτού αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, ήδη αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, δηλαδή το ατύχημα και ο τραυματισμός του. Συνεπώς οι αγωγικές αξιώσεις του εκκαλούντος γεννήθηκαν από την επομένη του ατυχήματος, ήτοι στις 28 Αυγούστου 2002. Έως και τον χρόνο άσκησης της αγωγής, η οποία επιδόθηκε στον εφεσίβλητο στις 30 Ιανουαρίου 2017, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ../30.01.2017 έκθεση επίδοσης της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, δικαστικής επιμελήτριας ., είχε παρέλθει ήδη από τις 28 Αυγούστου 2007 η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ πενταετή παραγραφή, η οποία δεν διεκόπη με την άσκηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου των προαναφερομένων προγενέστερων αγωγών με αριθμούς εκθέσεως κατάθεσης ./2004, ./2004, ./2006, ./2007, ./2008, ./2010, αντίστοιχα, επί των οποίων εκδόθηκαν οι με αριθμούς 230/2005 (επί των δύο πρώτων αγωγών), 329/2007, 423/2011 (επί της τέταρτης και πέμπτης αγωγής) και 157/2015 αποφάσεις του (η τελευταία εκδόθηκε κατόπιν ασκήσεως της υπ' αριθμ../14.5.2014 έφεσης κατά της υπ' αριθμ. 48/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου), ενόψει του ότι με αυτές ζητήθηκε αποζημίωση για μέρος μόνο  της σχετικής αξίωσης, για το οποίο και μόνο διεκόπη η παραγραφή, όχι δε και για τις ένδικες αξιώσεις που ανάγονται σε μεταγενέστερο χρόνο, έστω και αν, ως προς τις τελευταίες, το εκκαλούν είχε διατυπώσει στις προγενέστερες αγωγές επιφύλαξη για τη δικαστική επιδίωξή τους, αφού, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ανωτέρω υπό στοιχείο (γ) νομική σκέψη της παρούσας, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 261 εδ.α` ΑΚ και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, σε περίπτωση ασκήσεως της αγωγής για μέρος μόνο της αξιώσεως για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία. Σημειωτέον ότι με την τελεσιδικία  την 01η.7.2008 της υπ' αριθμ.230/30.6.2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία επήλθε με την πάροδο της  προθεσμίας των τριών ετών από τη  δημοσίευσή της και μη ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά αυτής, κατά τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ, ως ίσχυε προτού τροποποιηθεί με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 Ν.4335/2015, δεν επήλθε επιμήκυνση της παραγραφής των επίδικων αξιώσεων του εκκαλούντος σε εικοσαετή, καθώς είχαν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 του ΑΚ, η οποία αρχόμενη από την επόμενη ημέρα του ατυχήματος (αδικοπραξίας), ήτοι από τις 28 Αυγούστου 2002, είχε παρέλθει στις 28 Αυγούστου 2007. Σημειωτέον ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν έκθεση επίδοσης της ανωτέρω υπ' αριθμ../2005 απόφασης, ούτε προκύπτει επίδοσης αυτής από τα στοιχεία των φακέλων της δικογραφίας, ώστε να αρχίσει η προθεσμία των τριάντα ημερών από την επομένη της επίδοσης. Η δε έφεση που ασκήθηκε κατά της ανωτέρω υπ' αριθμ.230/2005 απόφασης αφορά την συνεκδικασθείσα με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./20.01.2004 αγωγή του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ... κατά των .... και Εθνικής Ασφαλιστικής ΑΕΓΑ και όχι τις συνεκδικασθείσες υπ' αριθμ../2004 και ./2004 αγωγές του ΙΚΑ κατά του ... (βλ. την από 24.11.2005 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ./25.11.2005 έφεση (για την οποία δεν προκύπτει έκθεση κατάθεσης προσδιορισμού δικασίμου στη Γραμματείας του Εφετείου Πατρών) και το υπ' αριθμ. ./17.3.2021 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Ηλείας περί ασκήσεως ενδίκων μέσων, που προσκόμισε κατά το άρθρο 227 του ΚΠολΔ η πληρεξουσία Δικηγόρος του εκκαλούντος). Κατόπιν των προαναφερομένων, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατουσίαν η προβληθείσα από τον εφεσίβλητο-εναγόμενο ένσταση παραγραφής και απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η προβληθείσα από το εκκαλούν-ενάγον αντένσταση διακοπής της παραγραφής.

 

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατουσίαν, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται το εκκαλούν με τον λόγο της εφέσεώς του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα καθώς και η έφεση στο σύνολό της. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, χωρίς να συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 παρ. 3 του Ν. 3693/1957, δεδομένου ότι η παρούσα δίκη δεν διεξήχθη από το τελευταίο δια αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΕφΠατρ 89/2019, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

 

                             ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ  την από 14.12.2019 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ./16.12.2019 - αριθμός έκθεσης προσδιορισμού Μει./18.12.2019), έφεση κατά της υπ' αριθμ. 206/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας κατά το τυπικό της μέρος.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατʼ ουσίαν.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου,  την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πύργο Ηλείας, την 01η Απριλίου 2021

               

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ