ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 2048/2018

 

Εργατικές διαφορές - Συνταξιούχοι Εθνικής Τράπεζας - Λογαριασμός Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας (Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.) - Αναγνώριση υποχρέωσης καταβολής μηνιαίων επικουρικών παροχών - Ενεργητική νομιμοποίηση - Παθητική νομιμοποίηση - Συμβατική ευθύνη - Παραβίαση διαμορφωθείσας επιχειρησιακής συνήθειας -.

 

Προέκυψε ότι από την γενική, μακρόχρονη και ομοιόμορφη συμπεριφορά της εναγομένης Εθνικής Τράπεζας, που συνίσταται στην κάλυψη, επί έντεκα τουλάχιστον συναπτά έτη, των ταμειακών ελλειμμάτων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., ώστε να λαμβάνουν οι δικαιούχοι του τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό του μηνιαίες επικουρήσεις, καταρτίστηκε μεταξύ αφενός της εναγομένης και αφετέρου των εργαζομένων της- δικαιούχων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.- σιωπηρή συμφωνία, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη δεσμεύτηκε να χρηματοδοτεί και στο μέλλον τον ανωτέρω λογαριασμό, ώστε να είναι εφικτή η καταβολή των μηνιαίων επικουρήσεων τόσο στο σύνολο των δικαιούχων του λογαριασμού όσο και για το σύνολο των οφειλόμενων παροχών του. Όταν επομένως τον Δεκέμβριο του 2017 η εναγόμενη διέκοψε την καταβολή των μηνιαίων επικουρήσεων στους ενάγοντες καθώς και στους λοιπούς δικαιούχους του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., προβαίνοντας ταυτόχρονα σε αιφνίδια διακοπή της χρηματοδότησής του, παραβίασε συμβατική της υποχρέωση. Επομένως η απόφαση της εναγομένης να παύσει μονομερώς τη χορήγηση των επικουρήσεων αποτελεί μη νόμιμη ανάκληση συμβατικής παροχής και ως εκ τούτου συνιστά αυθαίρετη αθέτηση της προαναφερόμενης σιωπηρής συμφωνίας. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, κατά το σκέλος που αφορά στην παραβίαση διαμορφωθείσας επιχειρησιακής συνήθειας από την εναγόμενη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να καταβάλλει στο εξής στους ενάγοντες τις προβλεπόμενες από το άρθ. 9 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαίες επικουρήσεις, σύμφωνα με το αιτητικό της αγωγής, απορριπτομένων των ενστάσεων της εναγομένης περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος των εναγόντων και, περαιτέρω, έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της ίδιας, καθόσον προέκυψε από τα αποδειχθέντα περιστατικά αφενός η ικανότητα και το άμεσο έννομο συμφέρον ενός εκάστου δικαιούχου του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. να διεξάγει ατομικά τη δίκη, αφού ο ίδιος ο λογαριασμός στερείται ικανότητας διαδίκου και αφετέρου ο χαρακτήρας του λογαριασμού ως συνόλου περιουσίας ειδικού σκοπού, αφενός τηρούμενου από την εναγόμενη («παρ' αυτή», κατά τη διατύπωση του Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.) και αφετέρου, κατά το πλείστον, χρηματοδοτούμενου από την ίδια.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης: 2048/2018

 

(Αριθμός κατάθεσης αγωγής: 43843/1404/2018)

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Τσαπαλιάρη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τον Γραμματέα Θεόδωρο Βλαχάκη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 26 Σεπτεμβρίου 2018, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ……… του ……, κατοίκου Τρικάλων, οδός ………, αρ. …, με Α.Φ.Μ. ………, 2) ……… του ……, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, οδός ………, αρ. …, με Α.Φ.Μ. ………, 3) ………, ……, 39) ………, 40) ……… του ……, κατοίκου Σαρωνίδας Αττικής, οδός ………, αρ. …, με Α.Φ.Μ. ………, οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξούσιων δικηγόρων τους Ιωάννη Κυριακόπουλου, Μαρίας Σκιαδιώτη και Γεωργίας Αυγέρου.

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα Ελλάδος Α.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αιόλου αρ. 86, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξούσιων δικηγόρων της Χρήστου Βλασσόπουλου και Γεώργιου Θεοδόση.

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 29/3/2018 και με αριθμό, κατάθεσης 43843/1404/2018 αγωγή τους, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που νομίμως κατέθεσαν.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Με τη διάταξη του άρθρου 294 ΚΠολΔ ορίζεται: «Ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον, η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης», ενώ με τη διάταξη του άρθρου 295 ΚΠολΔ ορίζεται «Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε. Ο περιορισμός του αιτήματος θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο. Αν ή αγωγή ασκηθεί πάλι ο εναγόμενος μπορεί να, αρνηθεί να απαντήσει στην αγωγή εωσότου καταβληθούν τα έξοδα της πρώτης δίκης, εκτός αν για την πρώτη δίκη είχε παραχωρηθεί στον ενάγοντα το ευεργέτημα της πενίας» και τέλος με τη διάταξη του άρθρου 297 ΚΠολΔ ορίζεται «Η παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296 γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι στα πλαίσια της θεμελιώδους δικονομικής αρχής της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ) αναγνωρίζεται στον ενάγοντα η δυνατότητα να παραιτηθεί από το αγωγικό δικόγραφο, χωρίς να θίγεται το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα, εξαφανίζοντας το ίδιο το υπόβαθρο του δικαστικού αγώνα. Η παραίτηση αυτή αποτελεί μονομερή απευθυντέα προς τον αντίδικο του παραιτούμενου διαδικαστική πράξη, με την οποία δηλώνεται παραίτηση από τον ενάγοντα από τη δικονομική αξίωση που έχει προβάλει για παροχή έννομης προστασίας και η οποία καταλύει αναδρομικά τη διαδικαστική πράξη της αγωγής. Οι συνέπειες παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής συνίστανται στο ότι κατά ρητή του νόμου διατύπωση θεωρείται πως αυτή δεν ασκήθηκε. Έτσι, χωρίς να ανατρέπεται η υπόσταση της αγωγής αίρονται οι δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες, που προκάλεσε η άσκησή της, αλλά μόνον αυτές που είναι δεκτικές παραιτήσεως και το δικαστήριο αποξενώνεται κάθε εξουσίας επ' αυτής (ΟλΑΠ 473/1983, ΑΠ 1611/1999, ΑΠ 209/1997, ΑΠ 189/1997, ΑΠ 23/1994, δημοσιευμένες στην ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη «ΚΠολΔ Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση», τόμος Β', άρθρο 294, σελ. 337 επ.). Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής είναι τυπική, γιατί υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο και απευθυντέα, γιατί απαιτείται η περιέλευσή της στον εναγόμενο. Ειδικότερα, προκειμένου να υπάρχει αντικειμενικά δεδομένο και ασφαλές σημείο καταργήσεως της εκκρεμοδικίας, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 297 του ΚΠολΔ καθιερώνει πανηγυρικό τύπο παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής, η οποία γίνεται μόνο με δήλωση του ενάγοντος που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου (ΟλΑΠ 20/1999, ΑΠ 939/2008, ΑΠ 1636/2002 δημοσιευμένες στην ΝΟΜΟΣ). Οι διαζευκτικά ως άνω οριζόμενοι και αυτοτελείς μεταξύ τους τρόποι παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής, έχει επικρατήσει ότι είναι αποκλειστικοί, ενόψει του σκοπού που συνίσταται στην ασφαλή γνώση της βουλήσεως του ενάγοντος και επιπροσθέτως στην εξασφάλιση της γνώσεως από τον εναγόμενο για τη δήλωση παραιτήσεως (ΟλΑΠ 1187/1981 ΕλΔ 25/479, ΕφΘεσ 2000/2017 ΝΟΜΟΣ).

 

 

Εν προκειμένω, με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων των εναγόντων στο ακροατήριο, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, οι όγδοος, δέκατος τρίτος και εικοστή ένατη των εναγόντων παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής, χωρίς να προβληθεί επʼ αυτού αντίρρηση από την εναγόμενη και συνεπώς, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η αγωγή θεωρείται, ως προς τους ενάγοντες αυτούς, ως μη ασκηθείσα.

 

 

Ι. Με το άρθρο 62 ΚΠολΔ ορίζεται ότι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες, που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ικανότητα του διαδίκου ρυθμίζεται σε άμεση συσχέτιση με το ουσιαστικό δίκαιο και επομένως, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34, 35, 61, 72 και 748 ΑΚ διάδικος μπορεί να είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων, πού, επιδιώκουν κάποιο σκοπό χωρίς να είναι σωματεία ή εταιρίες, που δεν έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα, ή σύνολο περιουσίας, η οποία έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, εφόσον όμως έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, κατά τους όρους του νόμου. Ειδικότερα, όσον αφορά στην τελευταία περίπτωση (σύνολο περιουσίας), κατά το άρθρο 361 ΑΚ, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ του εργοδότη και Των εργαζομένων σε μία επιχείρηση ή υπηρεσία ή συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο σκοπό (παροχή εφάπαξ βοηθημάτων κ.λ.π). Τέτοιους ειδικούς λογαριασμούς δεν τους αποκλείει η νομοθεσία μας, αλλ' αντιθέτως τους προβλέπει ειδικώς στα πλαίσια ασφαλιστικών οργανισμών και για ασφαλιστικές παροχές (άρθρο 4 παρ. 7 του α.ν. 1022/1946). Οι λογαριασμοί αυτοί, κατά κανόνα, δεν έχουν νομική προσωπικότητα, για την απόκτηση της οποίας απαιτούνται οι νόμιμες, κατά περίπτωση, διατυπώσεις και δεν αποτελούν αστικές εταιρίες, ενώ δεν έχουν και ικανότητα να είναι διάδικοι, σύμφωνα με τη διάταξη 62 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα και ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία. Για τις ενώσεις προσώπων το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 12 παρ. 1 ότι οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις, τηρώντας τους νόμους του κράτους και το άρθρο 107 εδ. α' ΑΚ ότι η ένωση προσώπων για την επιδίωξη σκοπού, όταν δεν αποτελεί σωματείο, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρία. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ενώσεις προσώπων που έχουν σωματειακή υφή, οι οποίες ως εκ τούτου διαφέρουν σημαντικά από τις εταιρίες. Περαιτέρω ορίζεται με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ότι «καθένας έχει δικαίωμα νʼ αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», με το άρθρο 20 παρ. 1 ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί ν αναπτύξει σ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει» και με το άρθρο 6 παρ. 1α της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων, ισχύ, ότι «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως. η υπόθεσή του δικαστεί δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί νόμιμα και θ' αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αστικής φύσεως, είτε για το βάσιμο κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως» (ΟλΑΠ 25/2008 ΝΟΜΟΣ).

 

 

ΙΙ. Σύμφωνα με τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» και «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2992/2002, ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση του εσωτερικού νομοθέτη προς τον Κανονισμό 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 19-7-2002 «Για την Εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων» και τον Κανονισμό 1725/2003 της Επιτροπής της 19-9-2003 «Για την υιοθέτηση ορισμένων Διεθνών Λογιστικών Προτύπων σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου», οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών επιχειρήσεις, όπως είναι και οι τράπεζες, υποχρεώθηκαν από την 1-1-2005 (ΥΑ 53705/994/2003, ΦΕΚ Β 1129/2003) να εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ) και ιδίως το ΔΛΠ αρ.19, το οποίο επιβάλλει την ακριβή λογιστική αποτύπωση όλων των παροχών του εργοδότη προς το προσωπικό του (ημερομίσθια, μισθούς, εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων, μελλοντικά προγράμματα παροχών μετά την απασχόληση κλπ), ακόμη και των μη ληξιπροθέσμων. Με την εφαρμογή αυτή, τα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992, που με βάση ιδιωτικές συμφωνίες είχαν αναλάβει στο διηνεκές τη δέσμευση να καλύπτουν τα ελλείμματα των ταμείων επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού τους για την καταβολή συντάξεων, οφείλουν να αναγράφουν στους ισολογισμούς τους τις. υποχρεώσεις αυτές σαν υποχρεώσεις προς οποιαδήποτε ιδιωτική ασφάλιση, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα το να εμφανίζουν μεγαλύτερο παθητικό και χαμηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Το αποτέλεσμα αυτό, δεν θα υπήρχε, αν το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων ασφαλιζόταν και για τις επικουρικές παροχές (πολύ περισσότερο, γιʼ αυτές που μέχρι τότε καταβάλλονταν στο πλαίσιο προγραμμάτων προκαθορισμένων παροχών) σε κρατικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης, διότι τότε οι σχετικές υποχρεώσεις θα αντιμετωπίζονταν ως υποχρεώσεις του αρμόδιου κρατικού φορέα και, κατ' επέκταση, του κοινωνικού συνόλου, αλλά όχι των πιστωτικών ιδρυμάτων, που θα περιορίζονταν στις εργοδοτικές εισφορές (όπως συμβαίνει στα ασφαλιστικά προγράμματα προκαθορισμένων εισφορών) και θα απαλλάσσονταν από την κάλυψη των ελλειμμάτων. Προκειμένου να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι, τους οποίους τα πιστωτικά ιδρύματα θα αντιμετώπιζαν ως προς την περαιτέρω λειτουργία τους από την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και την εξ αυτής λογιστική μείωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας και, παράλληλα, προκειμένου να ενοποιηθεί η κρατική μέριμνα στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, με το ν. 3371/2005 «Θέματα Κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις» (ιδίως με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Η' αυτού, άρθρα 57 ως 64) καθορίσθηκαν τα ακόλουθα: Ως προς την κυρία ασφάλιση, το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων υπήχθη στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ). Ως προς την επικουρική ασφάλιση, προβλέφθηκε η υποχρεωτική και αυτοδίκαιη υπαγωγή όλων, των προσλαμβανομένων στα πιστωτικά ιδρύματα από 1-1-2005, στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ). Ως προς τους ήδη ασφαλισμένους και συνταξιούχους των ταμείων επικουρικής ασφαλίσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων προβλέφθηκε, επίσης, η υπαγωγή στην υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ, συντελούμενη, όμως, μετά τη διάλυση των ήδη υφισταμένων ταμείων, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά αυτών. Για την αντιμετώπιση, κυρίως, ζητημάτων μεταβατικής φύσεως, για τη μη απώλεια δικαιωμάτων που είχαν αποκτηθεί από τους παλαιούς ασφαλισμένους και για την εξίσωση των παροχών που καταβάλλονταν από τα υπό διάλυση ταμεία, προς αυτές που θα καταβάλλονται στο μέλλον από το ΕΤΕΑΜ, ιδρύθηκε το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ). Επιπρόσθετα, προβλέφθηκε η λειτουργία του ΕΤΑΤ ως φορέως σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και του ΕΤΕΑΜ, ενώ και πάλι ορίσθηκε ότι στην ασφάλιση του ΕΤΑΤ υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που εργάζονται στα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992 και ασφαλίζονται για επικουρική ασφάλιση στα οικεία ταμεία ασφάλισης του προσωπικού τους μετά τη διάλυση τους σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά αυτών. Η πρόβλεψη του νομοθέτη ήταν να γίνει η διάλυση των κατ' ιδίαν ταμείων επικουρικής ασφάλισης με συναίνεση των ενδιαφερομένων και, μετά την ένταξη των ασφαλισμένων και συνταξιούχων στο ΕΤΑΤ, να περιέλθει σ' αυτό το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας των ταμείων που θα διαλυθούν. Προβλέφθηκε, ακόμη, ότι το ποσό της επιβάρυνσης εκάστου πιστωτικού ιδρύματος και του αντίστοιχου, παλαιού ταμείου από την υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων στο ΕΤΑΤ θα προσδιορισθεί με εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης. Παρά ταύτα, ορίσθηκε ότι σε περίπτωση που δεν αποφασισθεί εκουσίως η διάλυση των επικουρικών ταμείων ή των κλάδων σύνταξης αυτών ή των ενώσεων προσώπων ή των ειδικών λογαριασμών, αλλά θα προκύψουν δικαστικές διενέξεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο των ιδιωτικών συμφωνιών που είχαν καταρτίσει μεταξύ τους για την ίδρυση και λειτουργία των ταμείων κλπ, το ΕΤΑΤ, με αίτημα του αρμόδιου οργάνου του εργοδότη ή των εργαζομένων ή του ταμείου (δηλαδή, υποβαλλόμενο και μονομερώς), αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση και διαχείριση των πάσης φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των οικείων επικουρικών ταμείων που αφορούν σε ασφαλιστικά ή συνταξιοδοτικά τους ζητήματα, όπως είσπραξη εισφορών ή απονομή και καταβολή συντάξεων, χωρίς, όμως, να εμπλέκεται στις αντιδικίες αυτές. Με τις εν λόγω ρυθμίσεις, ο νομοθέτης απέβλεψε, προεχόντως, στην επέκταση του δημόσιου, καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και στο προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος και της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ούτως ώστε η επιβαλλομένη από αυτές κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων να μην υπολείπεται εκείνης για την κοινωνική ασφάλιση των λοιπών εργαζομένων (ΟλΣτΕ 2197 - 2202/2010). Ταυτόχρονα, όμως, η παρέμβασή του υπαγορεύτηκε από τη σπουδαιότητα, την οποία ο ίδιος αναγνώρισε στο περιστατικό ότι η εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από τα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992, σε συνδυασμό αφ' ενός με τη διαιώνιση της υποχρέωσης αυτών να εξασφαλίζουν στα οικεία επικουρικά ταμεία τους πόρους, που απαιτούνταν εκάστοτε για την από τα ταμεία πληρωμή των οφειλομένων ασφαλιστικών παροχών και αφ' ετέρου με την αναμενόμενη σημαντική μείωση των προς τα ταμεία ασφαλιστικών εισφορών μετά την από 1-1-2005 υποχρεωτική υπαγωγή των νέων ασφαλισμένων στο ΕΤΕΑΜ, θα έθετε σε διακινδύνευση την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Και εφ όσον η έλλειψη κεφαλαιακής επάρκειας οδηγούσε στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας ενός ή πλειόνων πιστωτικών ιδρυμάτων, θα ετίθετο ζήτημα που ενδιέφερε γενικότερα την εθνική οικονομία (ΟλΑΠ 9/2012 ΧρΙδΔ 2012/685).

 

 

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649, 653 ΑΚ και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως "περί προστασίας του ημερομισθίου" που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, συνάγεται ότι στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή, την οποία σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στον εργαζόμενο, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Πέραν του μισθού/όμως, ενδέχεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως ο εργοδότης να προβαίνει σε διάφορες, πρόσθετες παροχές προς τον εργαζόμενο, σε χρήμα ή σε είδος, τις οποίες δεν χορηγεί από νομική υποχρέωση, αλλά για ποικίλους λόγους ευαρέσκειας ή σκοπιμότητας, απλό και μόνο επειδή ο ίδιος το θέλει (= εκουσίως, από ελευθεριότητα). Οι παροχές αυτές, που δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού, αποκαλούνται συνήθως "οικειοθελείς". Ο εργοδότης μπορεί να διακόψει τη χορήγησή τους κατά πάντα χρόνο και, για το λόγο αυτό, ο εργαζόμενος δεν αποκτά αξίωση για την καταβολή τους. 2. Περαιτέρω, είναι ενδεχόμενο μία παροχή, η χορήγηση της οποίας άρχισε ως οικειοθελής , να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας σε επιχειρησιακή συνήθεια και να καταστεί υποχρεωτική. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η χορήγηση της παροχής επαναλαμβάνεται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τρόπο που από τις δημιουργούμενες συνθήκες να συνάγεται σιωπηρώς η βούληση αφ' ενός του εργοδότη να τη διατηρήσει στο διηνεκές και αφ' ετέρου του εργαζόμενου να την αποδέχεται, προσβλέποντας σ' αυτήν σαν σε μισθολογική παροχή. Οπότε, παράγεται σιωπηρή συμφωνία, από την οποία η μεν παροχή αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, ο δε εργοδότης δεν μπορεί να αποστεί μονομερώς από τη χορήγησή της. 3. Η ως άνω (αρ. 2) εξέλιξη, όμως, αποκλείεται να επέλθει, όταν εξ αρχής ο εργοδότης κατέστησε γνωστό στον εργαζόμενο ότι η παροχή χορηγείται με την "επιφύλαξη ελευθεριότητας". Η επιφύλαξη έχει την έννοια ότι ο εργοδότης χορηγεί μεν την παροχή με τη θέλησή του, αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να τη διακόψει, οποτεδήποτε, μονομερώς και αναιτιολόγητα, όταν- και πάλι ο ίδιος το θελήσει. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος δεν δικαιολογείται να προσβλέπει στη διηνεκή διατήρηση της παροχής. Οπότε, η χορήγησή της, ανεξάρτητα προς το αν παρατείνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ούτε επιχειρησιακή συνήθεια ούτε σιωπηρή συμβατική δέσμευση του εργοδότη και αντίστοιχη αξίωση του εργαζόμενου δημιουργεί. Ο εργοδότης, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να προβεί σε κάποια πανηγυρική, διαπλαστική δήλωση, μπορεί κατά πάντα χρόνο να παύσει την καταβολή της παροχής. 4. Διαφορετική έννοια και λειτουργία ως προς την "επιφύλαξη ελευθεριότητας" έχει η διατύπωση της "ρήτρας ανακλήσεως" κατά την έναρξη χορήγησης της οικειοθελούς παροχής (ΑΚ 185, 186). Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα ανάκλησης δεν εμποδίζει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας και, κατ' επέκταση, σιωπηρής συμβατικής δέσμευσης του εργοδότη και αντίστοιχης αξίωσης του εργαζόμενου για την καταβολή της παροχής, όταν αυτή χορηγείται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο εργοδότης, όμως, έχει την ευχέρεια να ανατρέψει την κατάσταση αυτή, ασκώντας με μονομερή, απευθυντέα δήλωσή του το δικαίωμα ανακλήσεως. Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο ότι στην πρώτη ("επιφύλαξη ελευθεριότητας") δεν γεννιέται αξίωση του εργαζόμενου για. να λάβει την παροχή, ενώ στη δεύτερη ("ρήτρα ανακλήσεως") γεννιέται τέτοια αξίωση, η οποία απόλλυται για το μέλλον, μετά την άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως (ΑΠ 1174/2017 ΝΟΜΟΣ).

 

 

Στην υπό κρίση αγωγή, όπως παραδεκτά διορθώθηκε το δικόγραφό της και περιορίστηκε το αίτημά της, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι τυγχάνουν συνταξιούχοι, πρώην εργαζόμενοι της εναγομένης και δικαιούχοι των προβλεπόμενων μετεργασιακών παροχών (μηνιαίων επικουρήσεων) του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., ο οποίος ιδρύθηκε κατόπιν συμφωνίας των εργαζομένων της Εθνικής Τράπεζας και της Διοικήσεώς της και λειτούργησε επί σειρά ετών ως εσωτερική υπηρεσία της. Ότι ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. συνιστά λογαριασμό συγκέντρωσης περιουσίας, χωρίς νομική προσωπικότητα, ταυτιζόμενος ουσιαστικά με το νομικό πρόσωπο της εναγομένης και ότι από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα λειτουργεί λογιστικά ως σύστημα καθορισμένων παροχών. Ότι η εναγόμενη μέχρι και τον Νοέμβριο του έτους 2017 επιδοτούσε ανελλιπώς τον ανωτέρω Λογαριασμό, καταβάλλοντας πλέον της προβλεπόμενης εισφοράς της τα απαιτούμενα ποσά για την κάλυψη των ταμειακών ελλειμμάτων του, με αποτέλεσμα να καταβάλλονται μέχρι τότε στο ακέραιο στους ενάγοντες οι σχετικώς προβλεπόμενες επικουρήσεις. Ότι η συνεχής κάλυψη από την εναγόμενη των ελλειμμάτων ρευστότητας του Λογαριασμού και η αδιάκοπη επί σειράν ετών καταβολή στους ενάγοντες των προβλεπόμενων μετεργασιακών επικουρήσεων έχει καταστεί επιχειρησιακή συνήθεια στην εκμετάλλευση της εναγομένης, η οποία αποτέλεσε περαιτέρω όρο των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων. Ότι ωστόσο από τον Δεκέμβριο του 2017 η εναγόμενη διέκοψε μονομερώς και αυθαίρετα τη χρηματοδότηση του ανωτέρω Λογαριασμού, γεγονός που συντέλεσε στην αιφνίδια περικοπή των καταβαλλόμενων στους ενάγοντες μηνιαίων επικουρήσεων. Ότι η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης προσέβαλε την προσωπικότητα των εναγόντων, άλλως, ως αδικοπρακτική συμπεριφορά, προκάλεσε σε αυτούς ηθική βλάβη. Βάσει του ανωτέρω ιστορικού οι ενάγοντες, επικαλούμενοι: Α) τη συμβατική ευθύνη της εναγομένης και ειδικότερα τις διατάξεις περί καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών (ΑΚ 288), λόγω της ήδη διαμορφωθείσας στην επιχείρησή της πρακτικής-επιχειρησιακής συνήθειας (ΑΚ 361), ως προς την κάλυψη από την ίδια των εκάστοτε χρηματικών ελλειμμάτων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. προκειμένου να καταβάλλονται στους δικαιούχους του οι προβλεπόμενες από τον Κανονισμό του μηνιαίες επικουρήσεις και επικουρικά τις διατάξεις περί εντολής (ΑΚ 713 επ.), συμβάσεως υπέρ τρίτου (ΑΚ 410 επ.), παρακαταθήκης (ΑΚ 822 επ.), μεσεγγύησης (ΑΚ 833) και κοινωνίας δικαιώματος (ΑΚ 785 επ.), Β) τη διάταξη περί απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (ΑΚ 281) και Γ) τις διατάξεις για την προστασία των εργασιακών αμοιβών, ζητούν, κατ εκτίμηση του αιτήματος τους και κατόπιν παραδεκτού του περιορισμού: α) Να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει σε κάθε ενάγοντα από τον Ιανουάριο του 2018 και εφεξής την καθορισμένη από τον Κανονισμό του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαία επικουρική παροχή, νομιμότοκα από την 28η ημέρα έκαστου μηνός, άλλως από την επίδοση της αγωγής και ειδικότερα να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να καταβάλλει σε καθέναν εξ αυτών τα ποσά που τους κατέβαλλε μέχρι και τον Νοέμβριο του 2017 και δη: 1) Στην πρώτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 645,50 ευρώ μηνιαίως, 2) Στον δεύτερο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 1.229,07 ευρώ μηνιαίως, 3) Στον τρίτο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό 852,73 ευρώ μηνιαίως, 4) Στην τέταρτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 762,10 ευρώ μηνιαίως, 5) Στον πέμπτο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 849,34 ευρώ μηνιαίως. 6) Στην έκτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 552,62 ευρώ μηνιαίως, 7) Στον έβδομο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 969,20 ευρώ μηνιαίως, 8) Στην ένατη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 677,97 ευρώ μηνιαίως, 9) Στον δέκατο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 852,57 ευρώ μηνιαίως, 10) Στον εντέκατο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 684,24 ευρώ μηνιαίως, 11) Στην δωδέκατη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 520,40 ευρώ μηνιαίως, 12) Στην δέκατη τέταρτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 530,89 ευρώ μηνιαίως, 13) Στην δέκατη πέμπτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό 283,31 ευρώ μηνιαίως, 14) Στην δέκατη έκτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 1206,19 ευρώ μηνιαίως, 15) Στην δέκατη έβδομη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 325,51 ευρώ μηνιαίως, 16) Στην δέκατη όγδοη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 614,43 ευρώ μηνιαίως, 17) Στον δέκατο ένατο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 753,50 ευρώ μηνιαίως, 18) Στην εικοστή ενάγουσα ……… του …… το ποσό των 242 ευρώ μηνιαίως, 19) Στην εικοστή πρώτη ενάγουσα ……… του …… το ποσό των 617,28 ευρώ μηνιαίως, 20) Στην εικοστή δεύτερη ενάγουσα ……… του …… το ποσό των 335,58 ευρώ μηνιαίως, 21) Στην εικοστή τρίτη ενάγουσα ……… του …… το ποσό των 660,51 ευρώ μηνιαίως, 22) Στην εικοστή τέταρτη ενάγουσα ……… του …… το ποσό 582,30 ευρώ μηνιαίως, 23) Στον εικοστό πέμπτο ενάγοντα ……… του …… το ποσό των 583,21 ευρώ μηνιαίως, 24) Στην εικοστή έκτη ενάγουσα ……… του …… το ποσό 232,56 ευρώ μηνιαίως, 25) Στον εικοστό έβδομο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 841,91 ευρώ μηνιαίως, 26) Στην εικοστή όγδοη ενάγουσα ……… του …… το ποσό των 946,66 ευρώ μηνιαίως, 27) Στον τριακοστό ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 739,43 ευρώ μηνιαίως, 28) Στον τριακοστό πρώτο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 673,18 ευρώ μηνιαίως, 29) Στον τριακοστό δεύτερο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των 651,23 ευρώ μηνιαίως, 30) Στον τριακοστό τρίτο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 985,05 ευρώ μηνιαίως, 31) Στην τριακοστή τέταρτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 603,13 ευρώ μηνιαίως, 32) Στην τριακοστή πέμπτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό 1184,40 ευρώ μηνιαίως, 33) Στον τριακοστό έκτο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 744,96 ευρώ μηνιαίως, 34) Στην τριακοστή έβδομη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 607,06 ευρώ μηνιαίως, 35) Στον τριακοστό όγδοο ενάγοντα ……… του …… το ποσό των 556,18 ευρώ μηνιαίως, 36) Στον τριακοστό ένατο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 961,39 ευρώ μηνιαίως και 37) Στον τεσσαρακοστό ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 957,86 ευρώ μηνιαίως. β) Να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να εξακολουθήσει να καταβάλλει σε κάθε ενάγοντα, πλέον των ανωτέρω αναφερόμενων μηνιαίων επικουρήσεων, μία μηνιαία επικούρηση κατ' έτος (100% της μηνιαίας παροχής) ως επίδομα δώρου Χριστουγέννων, μισή μηνιαία επικούρηση κατʼ έτος (50% της μηνιαίας παροχής) ως επίδομα δώρου Πάσχα και μισή μηνιαία επικούρηση κατ' έτος (50% της μηνιαίας παροχής) ως επίδομα αδείας, γ) Επικουρικά, και δη στην περίπτωση που δεν γίνουν δεκτά τα ανωτέρω αιτήματα, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να εξακολουθήσει να καταβάλλει στον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. τα προκύπτοντα μηνιαίως χρηματικά ελλείμματα για τη συνέχιση καταβολής στους ενάγοντες των προβλεπόμενων από το Καταστατικό του ανωτέρω Λογαριασμού μηνιαίων επικουρήσεων, για το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο τού 2017 και εφεξής, όπως το ποσό των επικουρήσεων αυτών είχε διαμορφωθεί κατά τον Νοέμβριο του ίδιου ανωτέρω έτους και δ) Να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς του, άλλως για την ηθική βλάβη, που του προκάλεσε από την περιγραφόμενη στο ιστορικό αδικοπρακτική συμπεριφορά της. Τέλος, ζητούν να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της εν γένει δικαστικής τους δαπάνης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιου τούτου Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ). Οι ισχυρισμοί της εναγομένης, περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής της καθώς και ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων, θα ερευνηθούν κατωτέρω, κατά την εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, ενόψει του ότι, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό I. προηγηθείσα νομική σκέψη, η νομιμοποίηση του διαδίκου, αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας και ως εκ τούτου, στο παρόν στάδιο διερεύνησης συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, αρκεί κατάρχήν, για την κατά κανόνα-συνήθη νομιμοποίηση των διαδίκων, όπως εν προκειμένω, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο ίδιος και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση εννόμου σχέσεως (βλ. επίσης ΑΠ 458/2017 ΕλΔ 2017/1076, ΑΠ 628/2010 ΝΟΜΟΣ). Για τον ίδιο εξάλλου λόγο και ειδικότερα επειδή το έννομο συμφέρον (όσο και η νομιμοποίηση των διαδίκων) συνιστούν ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής εννόμου προστασίας, απορρέουσες από τον νόμο και δη κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου ή κάποτε και του δικονομικού (ΟλΑΠ 25/2008, ό.π.), η άρνηση της εναγομένης, ως προς τη συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος των εναγόντων, θα ερευνηθεί κατά τη διερεύνηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής. Εξάλλου η αγωγή, ως προς τα κύρια αιτήματά της (ανωτέρω εκτιθέμενα υπό α' και β'), είναι αρκούντως ορισμένη (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης, δοθέντος ότι, ο μη προσδιορισμός του χρονικού διαστήματος, για το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει στους ενάγοντες τις προβλεπόμενες από τον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαίες επικουρήσεις, δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, αλλά, αντιθέτως, ενόψει του ότι με την αγωγή ζητείται παραλλήλως και η διάγνωση της έννομης σχέσεως από την οποία πηγάζουν οι επίδικες παροχές, ο καθορισμός της αξίας των αιτούμενων περιοδικών παροχών και ως εκ τούτου του αντικειμένου της διαφοράς θα λάβει χώρα κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 11 αρ. 7 ΚΠολΔ (βλ. ΟλΑΠ 5/2001 ΕΕργΔ 2001/315). Ως προς το επικουρικό (υπό γ') ωστόσο αίτημά της, το οποίο αφορά στην αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγομένης να καταβάλλει εφεξής στον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. τα προκύπτοντα κάθε φορά μηνιαία χρηματικά ελλείμματα, προκειμένου ο τελευταίος να δύναται να χορηγεί μελλοντικά στους ενάγοντες τις προβλεπόμενες περιοδικές επικουρήσεις τους, η αγωγή κρίνεται απορριπτέα προεχόντως ως αόριστη, διότι, με το ανωτέρω περιεχόμενό της, το σχετικό αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας, εκτιμώμενο ως πλαγιαστική αγωγή (άρθρο 72 ΚΠολΔ), δεν δύναται να οδηγήσει στην έκδοση συγκεκριμένης και επιδεκτικής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης (βλ. ΑΠ 8/2017 στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr). Ομοίως απορριπτέα, λόγω αοριστίας, κρίνεται η αγωγή ως προς τις επικουρικές νομικές βάσεις της, δυνάμει των οποίων επιχειρείται να θεμελιωθεί η επίδικη υποχρέωση της εναγομένης στις διατάξεις περί εντολής, άλλως περί συμβάσεως υπέρ τρίτου, άλλως περί παρακαταθήκης, άλλως περί μεσεγγύησης, καθόσον δεν γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας να καταρτίσουν αντιστοίχου περιεχομένου συμβάσεις και με δεδομένο ότι η δεσμευτικότητα της (όποιας) σύμβασης είναι άμεση απόρροια της αρχής ελευθερίας των μερών, η οποία περιλαμβάνει αναγκαίως και την ελευθερία τους να καθορίζουν το περιεχόμενο της σύμβασής τους (ΕφΘεσ 1440/2009 Αρμ 2011/25, ΕφΑθ 8596/2002 ΕλΔ 2003/860, βλ. επίσης Σταθόπουλο σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, τόμος ΙΙ, υπό άρθρο 361, σελ. 288, παρ. 3). Περαιτέρω, κατά το μέρος που η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και κατά την νομική βάση με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να εξακολουθήσει να καταβάλλει στους ενάγοντες τις καθοριζόμενες από το άρθρο 9 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαίες επικουρήσεις, δυνάμει συμβατικής της ευθύνης καθώς και βάσει της διαμορφωθείσας στην επιχείρησή της μακροχρόνιας πρακτικής (επιχειρησιακής συνήθειας), η αγωγή κρίνεται νόμιμη, στηριζόμενή στις διατάξεις των άρθρων 173, 200, 281, 288, 341, 345, 346, 361, 648 επ. ΑΚ, 68, 70, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 1 παρ. 1-3 ν. 1082/1980, 1 παρ. 1-3, 3 παρ. 1, 6 και 10 παρ. 1 της υπ' αριθμ. 19040/1981 ΚΥΑ, 2 παρ. 1 ν. 539/1945, 3 παρ. 16 ν. 4504/1966 (σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων περί επιχειρησιακής συνήθειας και επί οικειοθελών παροχών που γίνονται μεν μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, ένεκα όμως της παρασχεθείσας από τον εργαζόμενο, πριν από τη λύση της σύμβασης εργασίας και κατά τη διάρκεια αυτής, υπηρεσίας βλ. ενδ. ΑΠ 1521/2008 ΕΕργΔ 2010/ 440). Απορριπτέα, ως νομικά αβάσιμη, κρίνεται ωστόσο η αγωγή, καθ' ο μέρος επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί κοινωνίας, δοθέντος ότι, κατά τα διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, δεν υφίσταται κοινό δικαίωμα μεταξύ αφενός των εναγόντων και αφετέρου της εναγομένης ως συγκοινωνού, ώστε να δύναται να στηριχθεί αξίωση κατά της τελευταίας, βάσει των σχετικών διατάξεων (ενδ. για την έννοια της κοινωνίας δικαιώματος ΑΠ 6/2016 ΝΟΜΟΣ). Απορριπτέο, ως μη νόμιμο, κρίνεται, τέλος, το αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που φέρεται να υπέστησαν οι ενάγοντες από τη μη καταβολή των επιδίκων μηνιαίων επικουρήσεων, τόσο κατά το μέρος που αίτημά αυτό επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί προστασίας της προσωπικότητας όσο και στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, δοθέντος ότι μόνο η μη καταβολή των εκάστοτε οφειλόμενων εν γένει αποδοχών στον εργαζόμενο δεν συνιστά αδικοπραξία ή μειωτική, για την προσωπικότητά του, ενέργεια (ΑΠ 1436/2002 ΕλΔ 2004/757, ΕφΘεσ 2836/2017 ΝΟΜΟΣ), αλλά αποτελεί απλώς παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων του εργοδότη, ρυθμιζόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ καθώς και εκείνες της ειδικής εργατικής νομοθεσίας (ΟλΑΠ 4/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2836/2017, ό.π., ΕφΠειρ 790/2014 ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή ως προς και την ουσιαστική βασιμότητά της, καθόσον, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα των αγωγικών αιτημάτων, δεν απαιτείται η προσκομιδή δικαστικού ενσήμου.

 

 

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης ………, εξετασθείσας νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση και άλλα προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), λαμβανομένων υπόψη στο σύνολό τους, παρότι κατωτέρω μνημονεύονται μερικά εξ αυτών, από τις προσκομιζόμενες ιδιωτικές νομικές γνωμοδοτήσεις, που εκτιμώνται ελεύθερα (ΚΠολΔ 390), από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές διαλαμβάνονται στα δικόγραφά τους και εκτίθενται κατωτέρω (άρθρα 261 παρ. 1 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ)/ αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά την υπ' αριθμ. 13/18-11-1949 συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα Ελλάδος», συστάθηκε ο Λογαριασμός Επικούρησης του Προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (στο εξής Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.), με ταυτόχρονη έγκριση του Κανονισμού Λειτουργίας του. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Κανονισμού του, ο εν λόγω έντοκος ειδικός λογαριασμός ιδρύθηκε «παρά τη Εθνική Τράπεζα», με σκοπό την παροχή μηνιαίας επικουρήσεως στο εξελθόν και εξερχόμενο προσωπικό της ΕΤΕ, με την πρόβλεψη ότι στον λογαριασμό αυτό θα πιστώνονταν οι προβλεπόμενοι από τη διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού πόροι. Ο ως άνω εξάλλου εγκριθείς από το Γενικό Συμβούλιο της εναγομένης Κανονισμός, που τέθηκε σε ισχύ την 1/10/1949, μετά τη συγχώνευση της Εθνικής Τράπεζας με την Τράπεζα Αθηνών, (προκειμένου να εισέλθει στην επικούρηση και το προερχόμενο από την Τράπεζα Αθηνών προσωπικό), τροποποιήθηκε και αναμορφώθηκε από την 1/1/1996, μετονομαζόμενος έκτοτε σε «Ειδικό Κανονισμό Επικουρήσεως του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος». Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του νέου Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., ο τελευταίος συστάθηκε, παρά τη Εθνική Τράπεζα, ως έντοκος κοινός ειδικός λογαριασμός «επί τω σκοπό της επικουρήσεως, υπό του Ταμείου Αλληλοβοήθειας των' υπαλλήλων της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, και του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Εισπρακτόρων και Κλητήρων Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, των μελών αυτών, εξελθόντων και εξερχομένων της υπηρεσίας της Τραπέζης ταύτης, συμφώνως προς τα εδάφια ε' των άρθρων 2 των Καταστατικών αμφοτέρων των ειρημένων Ταμείων». Από την παράγραφο δε 2 του άρθρου 1 του νέου Ειδικού Κανονισμού, συνάγεται ότι προϋπόθεση παροχής της μηνιαίας επικουρήσεως στο εξερχόμενο προσωπικό είναι η ιδιότητά του, προ της εξόδου του, ως ασφαλισμένου στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Τραπέζης (πρώην) Εθνικής ή το τοιούτο της Τραπέζης (πρώην) Αθηνών και η συνταξιοδότησή του παρά των Ταμείων αυτών. Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., όπως αυτός τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. ./2008 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας, τον Λογαριασμό διαχειρίζεται οκταμελής Διαχειριστική Επιτροπή, απαρτιζόμενη από: α) Τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας ως Πρόεδρο, β) Δύο υπαλλήλους της Εθνικής Τράπεζας εκ των υπηρετούντων στην Αθήνα, με τον βαθμό τουλάχιστον του Υποδιευθυντή Βʼ, οι οποίοι ορίζονται από τη Διοίκηση της Τράπεζας, γ) Τους προέδρους των διοικητικών συμβουλίων: 1) του Τ.Υ.Π.- Ε.Τ.Ε., 2) του Συλλόγου Υπαλλήλων ΕΤΕ και 3) του Συλλόγου Εργαζομένων στην ΕΤΕ Ταμιακών, Τεχνικών και κλάδου Ασφαλείας (ΣΥΤΑΤΕ), οριζόμενων από τα αντίστοιχα διοικητικά συμβούλια, δ) Ένα μέλος του Δ.Σ. του Τ.Υ.Π.-Ε.Τ.Ε., οριζόμενο από το Δ.Σ. του εν λόγω Ταμείου και ε) Τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του Συλλόγου των Συνταξιούχων ΕΤΕ, οριζόμενο από το Δ.Σ. του Συλλόγου. Κατά δε την παρ. 2 του άρθρου 2 του ανωτέρω Ειδικού Κανονισμού « Η Διαχειριστική Επιτροπή διοικεί και διαχειρίζεται την περιουσίαν του Ειδικού Λογαριασμού και μεριμνά δια την επωφελεστέραν τοποθέτησιν των διαθεσίμων κεφαλαίων, απαγορευομένης πάσης χορηγήσεως δανείων, μεριμνά και ελέγχει την κανονικήν είσπραξη των εισφορών και των λοιπών πόρων αυτού, ως και των υπ' αυτού ενεργούμενων καταβολών, συμφώνως προς τα δια των σχετικών άρθρων καθοριζόμενα. Ομοίως αποφασίζει κυριαρχικώς, συμφώνως τω άρθρω 9, εδαφ. 3, περί του ποσού της καταβλητέας εκάστοτε εις τους δικαιούχους επικουρήσεως, αναλόγως των οικονομικών δυνατοτήτων του Ειδικού Λογαριασμού, της αποφάσεώς της - ισχυούσης καθολικώς διʼ άπαντας τους επικουρουμένους, ήτοι τόσον δια τους μέχρι της ισχύος τούτης επικουρουμένους όσον και τους μετ' αυτήν, ή περί επιστροφής γενομένων κρατήσεων εις μη δικαιωθέντας επικουρήσεως, ή περί διακοπής απονεμηθείσης επικουρήσεως και εγκρίνει τους προϋπολογισμούς, ισολογισμούς και απολογισμούς, βάσει του ημερολογιακού έτους». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του Ειδικού Κανονισμού «Η Υπηρεσία του Ειδικού Λογαριασμού εν γένει διεξάγεται υπό υπαλλήλων της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, οριζομένων υπό του Προέδρου της Διαχειριστικής Επιτροπής Διευθύνοντος Συμβούλου της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος ή, απόντος ή κωλυομένου αυτού, υπό του αναπληρωτού του. Μεταξύ των υπαλλήλων τούτων ορίζεται υπό της Δ.Ε. ο Διευθυντής και ο αναπληρωτής αυτού ως και ο Προϊστάμενος του Γραφείου», ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ειδικού Κανονισμού: « Πόροι (του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.) είναι οι κάτωθι : 1) Εισφορά των εν ενεργεία ή διαθεσιμότητι μισθωτών της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος 3,5%, επί των πάσης φύσεως αποδοχών αυτών ως και τυχόν καταβαλλομένων ποσοστών επί των κερδών της Τραπέζης, 2) Εισφορά της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος 9% επί των αυτών ποσών (εφʼ ων υπολογίζεται η εισφορά των μισθωτών ως αμέσως ανωτέρω αναφέρεται), 3) Εφʼ άπαξ εισφορά των από της ισχύος του παρόντος εις πρώτον γάμον ερχομένων ασφαλισμένων, ίση προς το λόγω γάμου παρεχόμενον υπό της Τραπέζης επίδομα τριών μηνών. ……, 4) Εφ' άπαξ εισφορά δι' έκαστον αποκτώμενον τέκνον, ίση προς το λόγω του δηλουμένου τέκνου παρεπόμενον υπό της Τραπέζης επίδομα τριών μηνών. ……, 5) Εισφορά της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος ίση με την καταβαλλομένην τοιαύτην παρά των ησφαλισμένων ή συνταξιούχων λόγω γάμου και τέκνων, κατά τα εις τα υπ' αριθ. 3 και 4 εδάφια του παρόντος άρθρου αναφερόμενα, 6) Ποσόν εκ των προμηθειών εξ ασφαλιστικών εργασιών διενεργούμενων μέσω των Υπηρεσιών της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, καθοριζομένου εκάστοτε υπό τις Διοικήσεως της Τραπέζης ταύτης 7) Οι τόκοι των κεφαλαίων του Ειδικού Λογαριασμού και οι πρόσοδοι εξ επενδύσεων τούτων, 8) Οι πρόσοδοι εξ εκποιήσεως αχρήστου τη Εθνική Τραπέζη της Ελλάδος υλικού και 9) Πάσα άλλη πρόσοδος εκ δωρεάς, κλπ. Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 του ως άνω Ειδικού Κανονισμού, περί των αποθεματικών και παροχών του Λογαριασμού: «1. Εκ του συνόλου των ετησίων εσόδων του Ειδικού Λογαριασμού, καθορίζεται υπό της Διαχειριστικής Επιτροπής το ποσοστό της κρατήσεως βάσει των εκάστοτε λογιστικών δεδομένων, δια τον σχηματισμόν αποθεματικού. Το απομένον υπόλοιπο χρησιμοποιείται προς εξυπηρέτηση των επικουρήσεων, 2. Η Επικούρηση των δικαιούχων του άρθρου 8 του παρόντος, καθορίζεται σε ποσοστά επί των συνταξίμων αποδοχών, ανάλογα των συνταξίμων ετών, πλέον οικογενειακών επιδομάτων, όπως παρακάτω. …… 5. Ως συντάξιμες αποδοχές, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της παρ. 6, λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικά και μόνο: α) Ο βασικός μισθός του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που κατείχαν ή κατέχουν οι ασφαλισμένοι ή οι επικουρούμενοι κατά την ημερομηνία κατά την οποία εξήλθαν ή εξέρχονται από την ενεργό υπηρεσία της Τραπέζης. …… β) Τυχόν προσαυξήσεις των βασικών μισθών, εφόσον λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της χορηγούμενης συντάξεως, κατά τις διατάξεις του Κανονισμού του Ταμείου Συντάξεων, γ) Το επίδομα πολυετούς υπηρεσίας, το οποίο υπολογίζεται επί του βασικού μισθού και των προσαυξήσεων των εδ. α' και β 'της παρούσης, για κάθε συντάξιμο έτος, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 3 του παρόντος, με τα ίδια ποσοστά, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και στην ίδια έκταση, όπως κατ' αναλογία χορηγείται κάθε φορά από την Τράπεζα στο εν ενεργεία προσωπικό της, δ) Το επιστημονικό επίδομα το οποίο υπολογίζεται επί του βασικού μισθού και των προσαυξήσεων των εδ. α' και β 'της παρούσης, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και στην ίδια έκταση, όπως κατʼ αναλογία χορηγείται κάθε φορά από την Τράπεζα στο εν ενεργεία προσωπικό της…… ε) Το επίδομα του βαθμού, τον οποίο οι ασφαλισμένοι ή επικουρούμενοι κατείχαν κατά την έξοδό τους από την Τράπεζα και το οποίο υπολογίζεται όπως το χορηγεί η Τράπεζα στους εν ενεργεία υπαλλήλους της του αντίστοιχου βαθμού. 8. Το κατώτατο ποσό καταβλητέας επικούρησης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τα εκάστοτε ισχύοντα κατώτατα όρια των παροχών του 1ΚΑ - TEAM για περιπτώσεις γήρατος ή θανάτου, 9. Με κάθε αναπροσαρμογή του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού της Τραπέζης, η Διαχειριστική Επιτροπή αποφασίζει ανάλογη αναπροσαρμογή των επικουρήσεων, με βάση τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσεως και τα προϋπολογιστικά της τρέχουσας. Η Διαχειριστική Επιτροπή, αν κρίνει, βάσει των παραπάνω στοιχείων, ότι η οικονομική κατάσταση του Λογαριασμού δεν το επιτρέπει, μπορεί να αποφασίζει την αναστολή της αναπροσαρμογής για όσο διάστημα κρίνει αναγκαίο ή τη σταδιακή αναπροσαρμογή των επικουρήσεων ή την αναπροσαρμογή τους σε μικρότερο ποσοστό……» Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. συνιστά συμβατικής προέλευσης (ΑΚ 361) ειδικό λογαριασμό συγκέντρωσης περιουσίας, ο οποίος στερείται νομικής προσωπικότητας και έχει ως βασικό σκοπό την μετεργασιακή επικούρηση των αποχωρούντων από την ενεργό υπηρεσία υπαλλήλων της εναγομένης (με τη μορφή της παροχής σε αυτούς εν είδει επικουρικής μηνιαίας σύνταξης). Πρόκειται επομένως για ειδικό λογαριασμό ιδιωτικής προαιρετικής επικουρικής ασφάλισης, ο οποίος ιδρύθηκε και διατηρείται επί περίπου εβδομήντα έτη από την εναγόμενη ως εργοδότρια, λειτουργώντας ως εσωτερική υπηρεσία της, στελεχωμένη από υπαλλήλους της, οι οποίοι ορίζονται κάθε φορά από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης και Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής του λογαριασμού (βλ. σχετικά άρθρο 3 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.). Συνακόλουθα ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. δεν συνιστά φορέα επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, ενόψει και του ότι ουδέποτε υπήρξε στον εν λόγω λογαριασμό οιαδήποτε κρατική εποπτεία ή παρέμβαση τόσο κατά την ίδρυσή του όσο και κατά τη λειτουργία του και ιδίως τη χρηματοδότησή του (βλ. σχετικά με την αρχή της τριμερούς χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης Κρεμαλή Κ., Γνωμοδοτήσεις κοινωνικού δικαίου, Αθήνα 2000, σελ. 308). Οι ανωτέρω παραδοχές δεν αναιρούνται από την, κατά τα άρθρα 57-64 του ν. 3371/2005, υποχρεωτική υπαγωγή στην ασφάλιση των προσλαμβανόμενων από την 1/1/2005 εργαζομένων της εναγομένης στο επικουρικό κοινωνικοασφαλιστικό ταμείο του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. (Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών) αντί αυτής του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., δοθέντος ότι ο νομοθέτης δύναται να δημιουργεί ασφαλιστικούς φορείς, υπάγοντας υποχρεωτικώς σε αυτούς κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων, έστω και αν αυτοί καλύπτονται ασφαλιστικώς από ταμεία, στηριζόμενα στην ιδιωτική βούληση και, μάλιστα, ανεξαρτήτως των. συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον, όμως, τα ταμεία αυτά ούτε διαλύονται με νόμο, ούτε αφαιρετοί η περιουσία τους και, ως εκ τούτου, καταλείπεται έδαφος να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, σύμφωνα, κατ' αρχήν, με τις ειδικότερες συμφωνίες των μερών (ΟλΣτΕ 2200/2010 ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών και εφόσον ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. δεν συστάθηκε ούτε λειτούργησε ως φορέας κοινωνικής ασφάλισης, ουδέποτε η εναγόμενη, μέχρι και το έτος 2017, εφάρμοσε στον λογαριασμό τις κοινωνικοασφαλιστικές διατάξεις του ν. 2084/1992, όπως εκείνη του άρθρου 52 παρ. 2 περί εισφοράς 1 προς 1 ασφαλισμένου και εργοδότη στους πόρους του λογαριασμού, ενώ αντίθετα εξακολούθησε να εφαρμόζει την προβλεπόμενη από το άρθρο 5 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. εισφορά 3,5% από τους ασφαλισμένους επί των πάσης φύσεως μισθολογικών αποδοχών τους προς 9% επί των ως άνω αποδοχών από την ίδια. Το γεγονός δε ότι ο λογαριασμός δεν συνιστά φορέα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά φορέα ιδιωτικής προαιρετικής επικουρικής ασφάλισης επιβεβαίωσε ομόφωνα και η Διαχειριστική Επιτροπή του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. κατά την υπ' αριθμ. ./26-10-1995 συνεδρίασή της, κατά την οποία ρητώς αποδέχθηκε τη συμβατική φύση του λογαριασμού και προσδιόρισε τον κύριο σκοπό του, ως αναγόμενο στην οικονομική ενίσχυση των αποχωρούντων από την υπηρεσία εργαζόμενων της Ε.Τ.Ε., εκ των οποίων συνάγεται ότι η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαία επικούρηση δεν έχει τον χαρακτήρα της επικουρικής σύνταξης, αλλά εκείνον της εργοδοτικής παροχής, που είχε καταστεί περιεχόμενο των ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού της εναγομένης. Επιχείρημα υπέρ της θέσεως αυτής προκύπτει και από το γεγονός ότι ήδη από το έτος 1995, με τροποποίηση του άρθρου 9 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. και κατόπιν ομόφωνης απόφασης της Διαχειριστικής του Επιτροπής, αποσυνδέθηκε ο υπολογισμός των χορηγούμενων επικουρήσεων του λογαριασμού επί των εκάστοτε καταβαλλόμενων συντάξιμων αποδοχών των δικαιούχων και πλέον έκτοτε γίνεται επί των εκάστοτε καταβαλλόμενων μισθολογικών αποδοχών των εν ενεργεία υπαλλήλων της εναγομένης (βλ. ιδίως άρθρο 9 παρ. 5 Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., όπως τροποποιήθηκε το έτος 1995, κατά την προαναφερόμενη υπ' αριθμ. 241/26-10-1995 συνεδρίαση της Διαχειριστικής Επιτροπής σε συνδυασμό και με την υπ' αριθμ. ./22-11-1995 συνεδρίασή της). Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι, με την ίδια, από έτους 1995 τροποποίηση του Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., καταργήθηκε η παρ. 3 του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού, η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα μείωσης των χορηγούμενων από επικουρήσεων, κατόπιν απόφασης της Διαχειριστικής Επιτροπής και έγκρισης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, βάσει της εκάστοτε οικονομικής κατάστασης του λογαριασμού και ως εκ τούτου δεν υπόκειται πλέον στη διακριτική ευχέρεια των οργάνων διαχείρισης του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. η περικοπή του ύψους των καταβαλλόμενων επικουρήσεων στους δικαιούχους του. Ωστόσο, επειδή, από την επισκόπηση του Ειδικού Κανονισμού του λογαριασμού, δεν προκύπτει ότι προβλέπεται από συγκεκριμένη διάταξή του νομική δέσμευση της εναγομένης να καλύπτει, πέραν της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 εισφοράς της, τα όποια προκύπτοντα χρηματικά ελλείμματα του λογαριασμού, ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η καταβολή στους ασφαλισμένους του των προβλεπόμενων μηνιαίων επικουρήσεων, συνάγεται καταρχήν ότι προϋπόθεση καταβολής των επικουρήσεων είναι η οικονομική βιωσιμότητα του λογαριασμού, ο οποίος συνακόλουθα δεν λειτουργεί ρητά ως πρόγραμμα καθορισμένων παροχών, σύμφωνα με το υπʼ αριθμ. 19 Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (βλ. τα διαλαμβανόμενα στην υπό II. νομική σκέψη). Ερευνητέον επομένως εάν υφίσταται τεκμαιρόμενη δέσμευση της εναγομένης ως εργοδότριας να καλύπτει τις οικονομικές αδυναμίες του Λογαριασμού για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, βάσει πρακτικής, με την μακρόχρονη εκ μέρους της κάλυψη των σχετικών ταμειακών ελλειμμάτων, ώστε να προκύπτει η κατάρτιση σιωπηρής συμφωνίας των μερών για τη συνέχιση της πρακτικής αυτής στο διηνεκές. Όπως εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή και συνομολογείται από την εναγόμενη, η τελευταία προέβαινε, κατά τα τελευταία δέκα τουλάχιστον έτη, σε αδιάλειπτη κάλυψη των ταμειακών ελλειμμάτων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. και μάλιστα, παρά τα οριζόμενα στη διάταξη του εδ. γ' της παρ. 2 του άρθρου 52 του ν. 2084/1992, ο οποίος απαγόρευε στους εργοδότες των ασφαλισμένων σε επικουρικούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης (όπως ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης) να καλύπτουν τα οργανικά ελλείμματα των φορέων αυτών με ποσά που υπερέβαιναν τα καταβληθέντα για την κάλυψή των ελλειμμάτων του έτους 1992. Η ανάγκη χρηματοδότησης του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. ανέκυψε επιτακτικά από το 2005, όταν ο λογαριασμός άρχισε να εμφανίζει ταμειακά ελλείμματα, οφειλόμενα αφενός στις αποφασισθείσες αυξήσεις των καταβαλλόμενων επικουρήσεων σε όλους του εξερχόμενους πριν την 1/11/2004 δικαιούχους του και αφετέρου -ιδίως- στην υποχρεωτική, βάσει του ν. 3371/2005, υπαγωγή των νεοπροσλαμβανόμενων από την 1/1/2005 εργαζομένων της εναγομένης στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και όχι στον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., με αποτέλεσμα ο τελευταίος να καταστεί χρηματοδοτούμενος από κλειστή ομάδα εν ενεργεία εργαζομένων της Ε.Τ.Ε., που βαίνουν συνεχώς μειούμενοι, γεγονός που είχε ως συνέπεια να μειώνεται βαθμιαία η τροφοδότηση του λογαριασμού από εισφορές των εργαζομένων και της εναγόμενης και να αναμένεται μελλοντικά η παύση χρηματοδότησης του λογαριασμού από τις πηγές αυτές. Για τον λόγο δε αυτό και προκειμένου να διασφαλιστεί η ταμειακή επάρκεια του λογαριασμού, ο οποίος από την ίδρυσή του λειτουργεί ως ομάδα περιουσίας, αποφασίστηκε ομόφωνα, κατά την υπʼ αριθμ. 395/26-10-2005 συνεδρίαση της Διαχειριστικής του Επιτροπής,- η ανασυγκρότηση της επιτροπή επενδύσεών του, έτσι ώστε να μετέχουν σε αυτήν, εκτός από τους Προέδρους των Δ.Σ. του Τ.Υ.Π.Ε.Τ., του Σ.Υ.Ε.Τ.Ε. και του Συλλόγου Συνταξιούχων της Ε.Τ.Ε., που την συγκροτούσαν μέχρι τότε και δύο υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη της εναγομένης και συγκεκριμένα ο Γενικός Διευθυντής της Διεθνικής Α.Ε. και ο Διευθυντής Διαχείρισης και Χρηματαγοράς, οι οποίοι διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις της χρηματαγοράς και οι οποίοι, κατόπιν ρητής απόφασης της Διαχειριστικής Επιτροπής του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. θα συνεργάζονταν υποχρεωτικά με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης και Πρόεδρο τού Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. για θέματα επενδύσεων του αποθεματικού του λογαριασμού (βλ. σχετικά την πέμπτη ομόφωνη απόφαση της υπ' αριθμ. ./26-1-2005 συνεδρίασης της Διαχειριστικής Επιτροπής). Έκτοτε έγινε προσπάθεια οικονομικής ενδυνάμωσης του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. με επενδυτικές κινήσεις, που οδήγησαν μάλιστα την κατηγοριοποίηση του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. σε «επαγγελματία πελάτη» κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 3606/2007, όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε ομόφωνα στην υπ' αριθμ. 455/23-2-2010 συνεδρίαση Διαχειριστικής Επιτροπής του. Πλην όμως, αν και μοναδικός σκοπός της επενδυτικής επιτροπής ήταν η επωφελής τοποθέτηση των διαθεσίμων κεφαλαίων του λογαριασμού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ειδικού Κανονισμού του, η επιτροπή, υπό τη νέα διευρυμένη σύνθεσή της, προέβη συστηματικά σε επένδυση των αποθεματικών του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. αποκλειστικά σε μετοχές της Ε.Τ.Ε., με αποτέλεσμα, όταν με την πάροδο των ετών μειώθηκε ραγδαία η αξία των εν λόγω μετοχών, να μειωθούν αναλόγως τα αποθεματικά του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. και να σημειωθούν τα πρώτα ταμειακά του ελλείμματα. Στην οικονομική αποδυνάμωση του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. συνέτειναν περαιτέρω οι επιχειρηματικές αποφάσεις της εναγομένης να εξαγγέλλει, κατά καιρούς, προγράμματα εθελούσιας εξόδου των εργαζομένων της, προκειμένου να πετύχει μείωση των δαπανών της από μισθολογικό κόστος (ενδεικτικά αναφέρονται τα προγράμματα εθελούσιας εξόδου των ετών 2000, 2001, 2002, 2004, 2006, 2008, 2013, 2016, κατά τη διάρκεια των οποίων αποχώρησαν από την Ε.Τ.Ε. πάνω από 7.000 εργαζόμενοι). Συγκεκριμένα από την εφαρμογή των διαφόρων προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. αφενός απώλεσε σημαντικό ποσοστό των πόρων του και δη των εργατικών και εργοδοτικών εισφορών, λόγω της αποχώρησης προώρως από την ενεργό υπηρεσία μεγάλου αριθμού εργαζομένων και αφετέρου υποβλήθηκε πολύ νωρίτερα απ' ό,τι αναμενόταν στο κόστος της καταβολής επικουρήσεων στους συμμετέχοντες στις εθελούσιες εξόδους και συνακόλουθα συνταξιοδοτούμενους δικαιούχους. Ως εκ τούτου με τα προγράμματα εθελούσιας εξόδου της εναγομένης ανατράπηκε η αναλογιστική ισορροπία του λογαριασμού, αφού αποδυναμώθηκε το κεφάλαιό του. Κατόπιν των ανωτέρω, σε όλους τους προϋπολογισμούς του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., από το έτος 2005 και μετά, τα έξοδα του λογαριασμού (από τις παροχές) άρχισαν να υπερβαίνουν βαθμιαία τα έσοδά του (από τις εισφορές), γεγονός που οδήγησε σε κίνδυνο βιωσιμότητάς του και οξύ πρόβλημα ταμειακής ρευστότητας, ως προς την απρόσκοπτη καταβολή των μηνιαίων επικουρήσεων στους δικαιούχους του. Εξάλλου, σε σχέση την κάλυψη από την εναγόμενη των ταμειακών ελλειμμάτων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. παρατηρείται ότι, από το έτος 2007 μέχρι και το έτος 2017, ακολουθήθηκε η αδιάλειπτη χρηματοδότηση του λογαριασμού εκ μέρους της, με την καταβολή, πέραν της προβλεπόμενης εισφοράς της 9% επί των αποδοχών των εν ενεργεία εργαζομένων της, των απαιτούμενων κάθε φορά ταμειακών ελλειμμάτων του λογαριασμού, ώστε να καθίσταται εφικτή η συνέχιση καταβολής των προβλεπόμενων επικουρήσεων στους δικαιούχους του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9 του Κανονισμού του. Ειδικότερα, το έτος 2007, η Ε.Τ.Ε. κατέβαλε στον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. το ποσό των 13.631.000 ευρώ, το έτος 2008 τα ποσά των 3.500.000, 3.000.000, 6.100.000 και 3.550.000 ευρώ, το έτος 2009 τα ποσά των 3.500.000, 3.550.000 και 3.600.000 ευρώ, το έτος 2010 το ποσό των 2.260.000 ευρώ, το έτος 2011 το ποσό του 1.565.000 ευρώ, το έτος 2012 το ποσό των 5.350.000 ευρώ, το έτος 2013 το ποσό των 3.900.000' ευρώ, το έτος 2014 το ποσό των 6.600.000 ευρώ, το έτος 2015 το ποσό των 7.800.000 ευρώ, το έτος 2016 το ποσό των 6.900.00 ευρώ και το έτος 2017 το ποσό των 12.160.000 ευρώ. Για όλες τις ανωτέρω καταβολές καταρτίστηκαν μεταξύ της καταβάλλουσας εναγομένης και του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., εκπροσωπούμενου από τον Διευθυντή της Διαχειριστικής Επιτροπής του, ιδιωτικά συμφωνητικά συμβάσεων δανείων, στα οποία προβλέφθηκε ότι οι χορηγήσεις των αντίστοιχων ποσών συνιστούσαν απλώς έκτακτες ταμειακές διευκολύνσεις, χωρίς να δημιουργούν δέσμευση της εναγομένης για την καταβολή τους στο μέλλον και χωρίς να συνιστούν αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγομένης να τις καταβάλλει και ότι, περαιτέρω, ο δανειζόμενος Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. αναλάμβανε την υποχρέωση να επιστρέφει στην εναγόμενη τις εν λόγω καταβληθείσες ταμειακές διευκολύνσεις, το συντομότερο δυνατόν, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητές του. Οι ως άνω ωστόσο επικαλούμενες από την εναγόμενη δανειακές συμβάσεις είναι άκυρες, καθόσον καταρτίστηκαν εκ μέρους της με αντισυμβαλλόμενο τον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., ο οποίος, ως μη αυτοτελές νομικό πρόσωπο ή αναγνωρισμένη από την έννομη τάξη αυτόνομη οντότητα και δη: ως ομάδα περιουσίας, δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα ούτε ικανότητα διαδίκου (βλ. ανωτέρω ΟλΑΠ 25/2008) και ως εκ τούτου στερείται δικαιοπρακτικής ικανότητας για την ανάληψη συμβατικής ευθύνης από την κατάρτιση δανείου, ενόψει και του ότι αφίσταται του καταστατικού σκοπού του εν λόγω νομικού μορφώματος η κατάρτιση εκ μέρους του αμφοτεροβαρών συμβάσεων, όπως το -άτοκο έστω- εν προκειμένω δάνειο (ΑΠ 1081/2015 ΝΟΜΟΣ), ως νομικώς αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου συγκεκριμένου σκοπού του δικαιοπραξία (βλ. σχετικά με την ατελή ικανότητα δικαίου οντοτήτων χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως οι ομάδες περιουσίας, Κ. Παναγόπουλο, Τα «οιωνεί» νομικά πρόσωπα ως υποκείμενα δικαίου, εκδ. 2016, σελ. 41). Περαιτέρω, ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. δεν ηδύνατο να εκπροσωπηθεί δικαιοπρακτικά για την κατάρτιση δανειακών συμβάσεων από την Διαχειριστική του Επιτροπή, καθόσον από καμία διάταξη του Ειδικού Κανονισμού του δεν χορηγείται αρμοδιότητα ανάληψης υποχρεώσεων για τον λογαριασμό από την Επιτροπή αυτή, ή οποία και μόνο δύναται να διαχειρίζεται την περιουσία του (βλ. σχετικά άρθρο 2 παρ. 2 του Κανονισμού, όπου περιοριστικά αναφέρονται οι αρμοδιότητες της Διαχειριστικής Επιτροπής, χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτές η ικανότητά της να δεσμεύει νομικά το λογαριασμό, με την κατάρτιση επαχθών ή μη δικαιοπραξιών στο όνομά του). Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι ανωτέρω συμβάσεις είχαν καταστιστεί νόμιμα μεταξύ της εναγομένης και του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., προκύπτει αδιαμφισβήτητα από το περιεχόμενό τους ότι επρόκειτο για συμβάσεις, που χαρακτηρίστηκαν προσχηματικά από αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη ως δανειακές, καθόσον αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι γνώριζαν εξαρχής ότι υπήρχε αντικειμενική αδυναμία επιστροφής των χρημάτων από τον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., στην εναγόμενη εις το διηνεκές, ενόψει της προδιαγεγραμμένης αδυναμίας οικονομικής ανάκαμψης του λογαριασμού στο μέλλον. Επρόκειτο συνεπώς για εικονικές, και ως εκ τούτου άκυρες δανειακές συμβάσεις, οι οποίες συνιστούσαν στην πραγματικότητα οικειοθελείς παροχές της εναγομένης προς τους δικαιούχους του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., με τη μορφή της άνευ νομικής υποχρέωσης διαρκούς χρηματοδότησής του, προς επίτευξη της αδιάλειπτης εκ μέρους του παροχής των επικουρήσεων. Οι ως άνω μάλιστα οικειοθελείς παροχές της εναγομένης έλαβαν χώρα χωρίς διατύπωση ρητής επιφύλαξης διακοπής τους στο μέλλον, καθόσον προϋπόθεση της «επιφύλαξης ελευθεριότητας» της οικειοθελούς παροχής στο μέλλον συνιστά η προηγούμενη γνωστοποίησή της από τον εργοδότη στον εργαζόμενο (βλ. σχετικώς τα διαλαμβανόμενα στην υπό III. νομική σκέψη), η οποία ωστόσο (γνωστοποίηση) ουδέποτε υπήρξε στην υπό' κρίση περίπτωση, καθόσον δεν προέκυψε ότι το περιεχόμενο των επικαλούμενων από την εναγόμενη ιδιωτικών συμφωνητικών δανείων κατέστη γνωστό στους εργαζόμενους της εναγομένης ή ότι ενημερώθηκαν αυτοί καθοιονδήποτε τρόπο από την εναγόμενη για το ενδεχόμενο διακοπής καταβολής των επικουρήσεων στο μέλλον. Συνεπώς ευλόγως δημιουργήθηκε στους δικαιούχους των επικουρήσεων (πρώην και νυν εργαζομένους της Ε.Τ.Ε.), μεταξύ των οποίων οι ενάγοντες, η πεποίθηση ότι οι επικουρήσεις θα εξακολουθούσαν να καταβάλλονται ανελλιπώς και στο μέλλον, παρά τις όποιες ταμειακές δυσχέρειες του λογαριασμού, δημιουργώντας βάσιμο δικαίωμα προσδοκίας για την παροχή τους. Ενόψει όλων των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι από την γενική, μακρόχρονη και ομοιόμορφη συμπεριφορά της εναγομένης, που συνίσταται στην κάλυψη, επί έντεκα τουλάχιστον συναπτά έτη, των ταμειακών ελλειμμάτων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., ώστε να λαμβάνουν οι δικαιούχοι του τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό του μηνιαίες επικουρήσεις, καταρτίστηκε μεταξύ αφενός της εναγομένης και αφετέρου των εργαζομένων της- δικαιούχων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.- σιωπηρή συμφωνία, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη δεσμεύτηκε να χρηματοδοτεί και στο μέλλον τον ανωτέρω λογαριασμό, ώστε να είναι εφικτή η καταβολή των μηνιαίων επικουρήσεων τόσο στο σύνολο των δικαιούχων του λογαριασμού όσο και για το σύνολο των οφειλόμενων παροχών του. Όταν επομένως τον Δεκέμβριο του 2017 η εναγόμενη διέκοψε την καταβολή των μηνιαίων επικουρήσεων στους ενάγοντες καθώς και στους λοιπούς δικαιούχους του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., προβαίνοντας ταυτόχρονα σε αιφνίδια διακοπή της χρηματοδότησής του, παραβίασε συμβατική της υποχρέωση. Επομένως η απόφαση της εναγομένης να παύσει μονομερώς τη χορήγηση των επικουρήσεων αποτελεί μη νόμιμη ανάκληση συμβατικής παροχής και ως εκ τούτου συνιστά αυθαίρετη αθέτηση της προαναφερόμενης σιωπηρής συμφωνίας. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, κατά το σκέλος που αφορά στην παραβίαση διαμορφωθείσας επιχειρησιακής συνήθειας από την εναγόμενη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να καταβάλλει στο εξής στους' ενάγοντες τις προβλεπόμενες από το άρθρο 9 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαίες επικουρήσεις, σύμφωνα με το αιτητικό της αγωγής, απορριπτομένων των ενστάσεων της εναγομένης περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος των εναγόντων και, περαιτέρω, έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της ίδιας, καθόσον προέκυψε από τα ως άνω αποδειχθέντα περιστατικά αφενός η ικανότητα και το άμεσο έννομο συμφέρον ενός εκάστου δικαιούχου του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. να διεξάγει ατομικά τη δίκη, αφού ο ίδιος ο λογαριασμός στερείται ικανότητας διαδίκου (ανωτ. ΟλΑΠ 25/2008) και αφετέρου ο χαρακτήρας του λογαριασμού ως συνόλου περιουσίας ειδικού σκοπού, αφενός τηρούμενου από την εναγόμενη («παρ' αυτή», κατά τη διατύπωση του Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.) και αφετέρου, κατά το πλείστον, χρηματοδοτούμενου από την ίδια.  Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει σε κάθε ενάγοντα από τον Ιανουάριο του 2018 και εφεξής την καθοριζόμενη από το άρθρο 9 του Κανονισμού του Λ-Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαία επικούρηση, (πλέον της μηνιαίας επικούρησης κατʼ έτος (100% της μηνιαίας παροχής) ως επίδομα δώρου Χριστουγέννων, της μισής μηνιαίας επικούρησης κατʼ έτος (50% της μηνιαίας παροχής) ως επίδομα δώρου Πάσχα και της μισής μηνιαίας επικούρηση κατʼ έτος (50% της μηνιαίας παροχής) ως επίδομα αδείας, νομιμότοκα από την 28η ημέρα εκάστου μηνός για κάθε μηνιαία επικούρηση και από την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους για το επίδομα αδείας και το επίδομα δώρου Χριστουγέννων και ειδικότερα: 1) Στην πρώτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 645,50 ευρώ μηνιαίως, 2) Στον δεύτερο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 1.229,07 ευρώ μηνιαίως, 3) Στον τρίτο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό 852,73 ευρώ μηνιαίως, 4) Στην 4η ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 762,10 ευρώ μηνιαίως, 5) Στην πέμπτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 552,62 ευρώ μηνιαίως, 6) Στον έκτο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 849,34 ευρώ μηνιαίως, 7) Στον έβδομο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 969,20 ευρώ μηνιαίως, 8) Στην ένατη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 677,97 ευρώ μηνιαίως, 9) Στον δέκατο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 852,57 ευρώ μηνιαίως, 10) Στον εντέκατο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 684,24 ευρώ μηνιαίως, 11) Στην δωδέκατη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 520,40 ευρώ μηνιαίως, 12) Στην δέκατη τέταρτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 530,89 ευρώ μηνιαίως, 13) Στην δέκατη πέμπτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό 283,31 ευρώ μηνιαίως, 14) Στην δέκατη έκτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 1206,19 ευρώ. μηνιαίως, 15) Στην δέκατη έβδομη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 325,51 ευρώ μηνιαίως, 16) Στην δέκατη όγδοη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 614,43 ευρώ μηνιαίως, 17) Στον δέκατο ένατο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 753;50 ευρώ μηνιαίως, 18) Στην εικοστή ενάγουσα ……… του …… το ποσό των 242 ευρώ μηνιαίως, 19) Στην εικοστή πρώτη ενάγουσα ……… του …… το ποσό των 617,28 ευρώ μηνιαίως, 20) Στην εικοστή δεύτερη ενάγουσα ……… του …… το ποσό των 335,58 ευρώ μηνιαίως, 21) Στην εικοστή τέταρτη ενάγουσα ……… του …… το ποσό 582,30 ευρώ μηνιαίως, 22) Στον εικοστό πέμπτο ενάγοντα ……… του …… το ποσό των 583,21 ευρώ μηνιαίως, 23) Στην εικοστή έκτη ενάγουσα ……… του …… το ποσό 232,56 ευρώ μηνιαίως, 24) Στον εικοστό έβδομο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 841,91 ευρώ μηνιαίως, 25) Στην εικοστή όγδοη ενάγουσα ……… του …… το ποσό των 946,66 ευρώ μηνιαίως, 26) Στον τριακοστό ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 739,43 ευρώ μηνιαίως, 27) Στον τριακοστό πρώτο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 673,18 ευρώ μηνιαίως, 28) Στον τριακοστό δεύτερο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των 651,23 ευρώ μηνιαίως, 29) Στον τριακοστό τρίτο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 985,05 ευρώ μηνιαίως, 30) Στην τριακοστή τέταρτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 603,13 ευρώ μηνιαίως, 31) Στην τριακοστή πέμπτη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό 1184,40 ευρώ μηνιαίως, 32) Στον τριακοστό έκτο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 744,96 ευρώ μηνιαίως, 33) Στην τριακοστή έβδομη ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των 607,06 ευρώ μηνιαίως, 34) Στον τριακοστό όγδοο ενάγοντα ……… του …… το ποσό των 556,18 ευρώ μηνιαίως, 35) Στον τριακοστό ένατο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 961,39 ευρώ μηνιαίως και 36) Στον τεσσαρακοστό ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των 957,86 ευρώ μηνιαίως. Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΘΕΩΡΕΙ μη ασκηθείσα την αγωγή ως προς τους όγδοο, δέκατο τρίτο και εικοστή ένατη των εναγόντων.

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει σε κάθε ενάγοντα από τον Ιανουάριο του 2018 και εφεξής την καθοριζόμενη από τον Κανονισμό του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαία επικούρηση, πλέον της μηνιαίας επικούρησης κατ' έτος ως επίδομα δώρου Χριστουγέννων, της μισής μηνιαίας επικούρησης κατʼ έτος ως επίδομα δώρου Πάσχα και της μισής μηνιαίας επικούρηση κατ' έτος ως επίδομα αδείας, νομιμότοκα κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας και ειδικότερα: 1) Στην πρώτη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των εξακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και πενήντα λεπτών του ευρώ (645,50) μηνιαίως, 2) Στον δεύτερο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των χιλίων διακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και επτά λεπτών του ευρώ (1.229,07) μηνιαίως, 3) Στον τρίτο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των οκτακοσίων πενήντα δύο ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών του ευρώ (852,73) μηνιαίως, 4) Στην τέταρτη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και δέκα λεπτών του ευρώ (762,10) μηνιαίως, 5) Στον πέμπτο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των οχτακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών του ευρώ (849,34) μηνιαίως. 6) Στην έκτη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των πεντακοσίων πενήντα δύο ευρώ και εξήντα δύο λεπτών του ευρώ (552,62) μηνιαίως, 7) Στον έβδομο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των εννιακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και είκοσι λεπτών του ευρώ (969,20) μηνιαίως, 8) Στην ένατη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των εξακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών του ευρώ (677,97) μηνιαίως, 9) Στον δέκατο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των οκτακοσίων πενήντα δύο ευρώ και πενήντα επτά λεπτών του ευρώ (852,57) μηνιαίως, 10) Στον εντέκατο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των εξακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών του ευρώ (684,24) μηνιαίως, 11) Στην δωδέκατη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των πεντακοσίων είκοσι ευρώ και σαράντα λεπτών του ευρώ (520,40) μηνιαίως, 12) Στην δέκατη τέταρτη, ενάγουσα ……… του ……, το ποσό των πεντακοσίων τριάντα ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών του ευρώ (530,89) μηνιαίως,. 13) Στην δέκατη πέμπτη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των διακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και τριάντα ενός λεπτών του ευρώ (283,31) μηνιαίως, 14) Στην δέκατη έκτη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των χιλίων διακοσίων έξι ευρώ και δέκα εννέα λεπτών του ευρώ (1.206,19) μηνιαίως, 15) Στην δέκατη έβδομη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των τριακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και πενήντα ενός λεπτών του ευρώ (325,51) μηνιαίως, 16) Στην δέκατη όγδοη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των εξακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ και σαράντα τριών λεπτών του ευρώ (614,43) μηνιαίως, 17) Στον δέκατο ένατο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των επτακοσίων πενήντα τριών ευρώ και πενήντα λεπτών του ευρώ (753,50) μηνιαίως, 18) Στην εικοστή ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των διακοσίων σαράντα δύο (242) ευρώ μηνιαίως, 19) Στην εικοστή πρώτη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των εξακοσίων δέκα επτά ευρώ? και είκοσι οκτώ λεπτών του ευρώ (617,28) μηνιαίως, 20) Στην εικοστή δεύτερη, ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των τριακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών του ευρώ (335,58) μηνιαίως, 21) Στην εικοστή τρίτη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των εξακοσίων εξήντα ευρώ και πενήντα ενός λεπτών του ευρώ (660,51) μηνιαίως, 22) Στην εικοστή τέταρτη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό πεντακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και τριάντα λεπτών του ευρώ (582,30) μηνιαίως, 23) Στον εικοστό πέμπτο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των πεντακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και είκοσι ενός λεπτών του ευρώ (583,21) μηνιαίως, 24) Στην εικοστή έκτη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό διακοσίων τριάντα δύο ευρώ και πενήντα έξι λεπτών του ευρώ (232,56) μηνιαίως, 25) Στον εικοστό έβδομο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των οχτακοσίων σαράντα ενός ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών του ευρώ (841,91) μηνιαίως, 26) Στην εικοστή όγδοη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των εννιακοσίων σαράντα έξι ευρώ και εξήντα έξι λεπτών του ευρώ (946,66) μηνιαίως, 27) Στον τριακοστό ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των επτακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και σαράντα τριών λεπτών του ευρώ (739,43) μηνιαίως, 28) Στον τριακοστό πρώτο ενάγοντα ……… του ……, το ποσό των εξακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών του ευρώ (673,18) μηνιαίως, 29) Στον τριακοστό δεύτερο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των εξακοσίων πενήντα ενός ευρώ και είκοσι τριών λεπτών τού ευρώ (651,23) μηνιαίως, 30) Στον τριακοστό τρίτο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των εννιακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και πέντε λεπτών του ευρώ (603,13) μηνιαίως, 31) Στην τριακοστή τέταρτη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των εξακοσίων τριών ευρώ και δέκα τριών λεπτών του ευρώ (603,13) μηνιαίως, 32) Στην τριακοστή πέμπτη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό χιλίων εκατόν ογδόντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα λεπτών του ευρώ (1184,40) μηνιαίως, 33) Στον τριακοστό έκτο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των επτακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών του ευρώ (744,96) μηνιαίως, 34) Στην τριακοστή έβδομη ενάγουσα, ……… του ……, το ποσό των εξακοσίων επτά ευρώ και έξι λεπτών του ευρώ (607,06) μηνιαίως, 35) Στον τριακοστό όγδοο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των πεντακοσίων πενήντα έξι ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών του ευρώ (556,18) μηνιαίως, 36) Στον τριακοστό ένατο ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των εννιακοσίων εξήντα ενός ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών του ευρώ (961,39) μηνιαίως και 37) Στον τεσσαρακοστό ενάγοντα, ……… του ……, το ποσό των εννιακοσίων πενήντα επτά ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών του ευρώ (957,86) μηνιαίως.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Νοεμβρίου 2018, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίασή του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ