ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρ (ΑσφΜ) Αθ 3636/2019

 

Προστασία καταναλωτή - Ακυρότητα ΓΟΣ - Υπολογισμός επιτοκίου σε έτος 360 ημερών -.

 

’κυρος ο ΓΟΣ υπολογισμού του επιτοκίου σε έτος 360 ημερών, ως αντίθετος στην Κοινοτική Οδηγία 98/7/ΕΚ που ενσωματώθηκε στο Εθνικό Δίκαιο με ΚΥΑ Ζ1-178/2001, στη με αριθμό Ζ1798/2008 ΥΑ ως ισχύει τροποποιημένη με την υπ’ αριθμ. Ζ1-21/2011 ΥΑ, στην Κοινοτική Οδηγία 2008/48/ΕΚ που ενσωματώθηκε στο Εθνικό Δίκαιο με ΚΥΑ Ζ1-699/2010. Τούτο δεν αναιρείται από τη διάταξη του αρ. 3 παρ. 1 Ν 2842/2000, ούτε από την υπ’ αριθμ. 30/2000 πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, καθώς οι διατάξεις αυτές είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών. Ο εν λόγω τρόπος υπολογισμού των τόκων δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, αλλά επιβλήθηκε μονομερώς από την Τράπεζα στο πλαίσιο της λογικής ότι ο δανειολήπτης είτε θα το αποδεχόταν  εν είδει πακέτου μεταξύ άλλων και τον όρο αυτό  είτε δεν θα κατήρτιζε καθόλου την επίδικη σύμβαση (take it or leave it). H Τράπεζα επέβαλε το συγκεκριμένο όρο ως ανεπίδεκτο διαπραγμάτευσης, παρά την συνδρομή στο πρόσωπο των αιτούντων της ιδιότητας των καταναλωτών (ως προς το τι ο εγγυητής είναι καταναλωτής βλ. ΟλΑΠ 13/2015). Παραβίαση της αρχής της διαφάνειας-ανεκκαθάριστη η απαίτηση-αναστέλλεται η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΏΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΏΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης 3636/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από την Δικαστή… Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 3327/2005 και χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 5η Απριλίου του έτους 2019 για να δικάσει την υπόθεση :

 

των αιτούντων : 1) ... κατοίκου ... ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Καλτσά του ... Δικηγόρο Πειραιώς (AM ΔΣΠ 3231), που ......., τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Κάλτσας του Λεωνίδα, Δικηγόρο Πειραιώς (AM ΔΣΠ 3231), που κατέθεσε σημείωμα.

 

ΤΗΣ ΚΑΘ'ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την .... που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ... και  εκπροσωπείται νόμιμα, με ... υπό την ιδιότητά της ως .... με την επωνυμία ..... ΤΑΕ&ΕΠΕ), την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο .... πληρεξούσια δικηγόρος της] Αθηνών (... που κατέθεσε σημείωμα.

 

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 28.01.2019 και με γενικό αριθμό κατάθεσης και ειδικό αριθμό κατάθεσης αίτηση τους, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 4η Φεβρουαρίου του έτους 2019, προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εκφωνήθηκε από το οικείο έκθεμα,

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς επίσης και όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματα που κατέθεσαν.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 938 του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν τη θέσπιση των διατάξεων του νόμου 4335/2015, παρεχόταν το δικαίωμα στον ασκούντα ανακοπή κατά της εκτελεστικής διαδικασίας (άρθρο 933 επ. του Κ.Πολ.Δ.) να ζητήσει με αίτηση του, εκδικαζόμενη κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του Κ.Πολ.Δ.) ενώπιον του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμούσε η ανακοπή, την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή χωρίς αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι θα πιθανολογούταν ευδοκίμηση της ανακοπής και ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα από τη διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ωστόσο, η ως άνω διάταξη καταργήθηκε με το άρθρο όγδοο άρθρο 1 του νόμου 4335/2015 (ΦΕΚ 87 Α), οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 01.01.2016 (άρθρο ένατο παρ. 3 του άρθρου 1  του νόμου 4335/2015). Σκοπός του νομοθέτη για την ανωτέρω κατάργηση ήταν να οριοθετήσει το χρόνο διάρκειας της εκτελεστικής διαδικασίας η οποία, λόγω των πλείστων δυνατοτήτων του οφειλέτη για την καθυστέρηση αυτής μέσω της άσκησης ανακοπών και αιτήσεων αναστολής της, ήταν συχνά ισοδύναμη με εκείνη της διαγνωστικής δίκης. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω νέου νόμου 4335/2015, η διάταξη του άρθρου 933 του Κ.Πολ.Δ., αλλά και όλη η δομή της εκτελεστικής διαδικασίας με τις πολλές δυνατότητες του οφειλέτη, αλλά και οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή, ζητώντας είτε την ακύρωση μιας εκτελεστικής πράξης είτε τη λήψη ρυθμιστικών μέτρων, οι οποίες συνοδεύονται στις περισσότερες περιπτώσεις με τη δυνατότητα άσκησης αίτησης για αναστολή της διαδικασίας, είχε επιβαρύνει ιδιαίτερα το χρόνο διάρκειας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Με το νέο σύστημα ακύρωσης των ελαττωματικών πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικά για την περίπτωση της ικανοποίησης χρηματικών απαιτήσεων, προβλέπεται ένα πιο συνεκτικό, σε σχέση με το προηγούμενο, σύστημα. Έτσι, στη διάταξη του άρθρου 937 παράγραφος 1 περ. β' του Κ.Πολ.Δ., όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του ως άνω νόμου 4335/2015, ρητά προβλέπεται πλέον ότι, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής, όταν πρόκειται για εκτέλεση με τίτλο δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, επιτρέπεται μόνο η άσκηση έφεσης, ενώ στις περιπτώσεις των λοιπών εκτελεστών τίτλων επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων, πλην εκείνου της ανακοπής ερημοδικίας. Επειδή, όμως, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν πρέπει να καθυστερεί με την άσκηση ένδικων μέσων, προβλέπεται ρητά ότι πλέον η άσκηση ένδικων μέσων δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν, μετά από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο, που μπορεί να υποβληθεί και αυτοτελώς, το δικαστήριο του ένδικου μέσου διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει «ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογείται η ευδοκίμηση του ένδικου αυτού μέσου. Ήδη, κατά τις διατάξεις της παραγράφου I του άρθρου 937 του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το νόμο 4335/2015, περιορίζεται ρητά η δυνατότητα για την άσκηση αίτησης αναστολής κατά της εκτελεστικής διαδικασίας, η οποία υφίσταται πλέον μόνο : α) στην περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, οπότε είναι δυνατή η αναστολή της με παροχή εγγύησης ή και χωρίς αυτήν κατόπιν αίτησης του ανακόπτοντος, που εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η ανακοπή (άρθρο 937 παρ. 1 περ. γ' του Κ.Πολ.Δ.) και β) στην περίπτωση άσκησης ενδίκου μέσου κατά απόφασης, που εκδίδεται επί της ανακοπής, οπότε είναι δυνατή η αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας με παροχή εγγύησης ή και χωρίς αυτήν κατόπιν αίτησης του ασκούντος το ένδικο μέσο, που υποβάλλεται και αυτοτελώς κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Δικαστηρίου του ενδίκου μέσου, εφόσον πιθανολογηθεί η ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου και η ανεπανόρθωτη βλάβη του αιτούντος από την πρόοδο της εκτελεστικής διαδικασίας (άρθρο 937 παρ. 1 περ. β' του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, σύμφωνα με την άποψη, την οποία το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη, οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 937 του Κ.Πολ.Δ. ρυθμίζουν αποκλειστικά τη δυνατότητα άσκησης αίτησης αναστολής κατά της εκτελεστικής διαδικασίας, χωρίς να επιδέχονται διαφορετική ερμηνεία και χωρίς να παρέχεται κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας άλλη δυνατότητα αναστολής (βλ. σχετ. μεταξύ άλλων ΜΠρΑΘ 5801/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΛαμ 223/2016 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρθεσ 7431/2016 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΜΠρΠειρ 229/2016 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, Κιουπτσίδου - Στρατουδάκη Ευ. σε Αρμ 2016.5 επ., Μούζουρα Σ. σε ΕλλΔνη 2016.987 επ., Πλεύρη Α. σε ΕλλΔνη 2016.158) και χωρίς να μπορούν να εφαρμοστούν, αναλογικά σε περιπτώσεις που επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων (ΜΠρΑΘ 928/2038 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η άποψη, με την οποία υποστηρίζεται ότι είναι δυνατή η αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας βάσει των διατάξεων των άρθρων 731 και 732 του Κ.Πολ.Δ. περί προσωρινής ρύθμισης κατάστασης (ΑΠ 11/2017 και 142/2016 σε Συμβούλιο), έστω και υπό τη μορφή της απαγόρευσης της ενέργειας συγκεκριμένης πράξης, δεν ευσταθεί, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις  δεν  δύνανται  να αντικαταστήσουν τις αποκλειστικές ρυθμίσεις του άρθρου 937 του Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχετ. ΜΠρΑΘ 3977/2002 ΝοΒ 2002,2035, ΜΠΘεσ 3335/1989 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, «Ερμηνεία ΚΠολΔ», έκδοση 2000, τόμος I, άρθρα 731-732, αριθμός 5), οι οποίες κατισχύουν ως ειδικότερες. Αντίθετη ερμηνεία θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με το γράμμα του νόμου (βλ. σχόλιο Κωνσταντίνου Καλαβρού σε ΕλλΔνη 201 7.415), 0α ήταν αντίθετη στο σκοπό του νομοθέτη και θα καθιστούσε τις προβλέψεις του άρθρου 937 του Κ.Πολ.Δ. άνευ αντικειμένου, αφού, σε κάθε περίπτωση, θα ήταν δυνατή η αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας μέσω της προσφυγής του αιτούντος αυτήν στις διατάξεις των άρθρων 731  και 732 του Κ.Πολ.Δ. Αλλωστε, η αναστολή δεν είναι ασφαλιστικό μέτρο, αλλά ρυθμιστικό μέτρο της εκκρεμούσας διαδικασίας (ΕφΘεσ 64/1991 ΕλλΔνη 34.1362, ΕφΘεσ 2333/1989 Αρμ 1989.900), με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζονται ως προς αυτήν το σύνολο των διατάξεων του Κ.Πολ.Δ. περί ασφαλιστικών μέτρων, μεταξύ των οποίων και αυτές των άρθρων 731 και 732 του Κ.Πολ.Δ. (ΜΠρΑΘ 106/2018 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

 

 

ΙΙ. Στο άρθρο 1 παρ. 4 του νόμου 2251/1994 ορίζεται ότι καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τελικό αποδέκτη τους. Αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να θεωρηθεί ως καταναλωτής το πρόσωπο που επιζητεί την προστασία του νόμου είναι να πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και ο προμηθευόμενος τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες να είναι ο τελικός αποδέκτης τους. Καταναλωτής, άλλωστε, θεωρείται ο τελικός οικονομικός αποδέκτης των ανωτέρω προϊόντων και υπηρεσιών, που προσφέρονται στην αγορά, ανεξαρτήτως αν αποβλέπουν στην ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών (ΑΠ 891/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1343/2012 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 733/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), όπως απαιτούσε το προηγούμενο δίκαιο (άρθρο 2 αρ. 1 του νόμου 1961/1991). Καταναλωτής, επομένως, θεωρείται και ο έμπορος που λαμβάνει πίστωση από Τράπεζα για να καλύψει τις χρηματικές ανάγκες του ως τελικός αποδέκτης υπηρεσιών για να τις καταναλώσει και όχι να τις προσφέρει περαιτέρω με αντάλλαγμα   και  όταν   συνάπτει  συναλλαγές  που  είναι   βοηθητικές  για  τη συγκεκριμένη εμπορική του δραστηριότητα, ενώ σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη (όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 του νόμου 3587/2007), κάθε  φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, είναι καταναλωτής. Συνεπώς, ο εγγυητής υπέρ πιστούχου, υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις, είναι καταναλωτής, διότι η εγγύηση είναι παρεπόμενη της πιστώσεως σύμβαση και η Τράπεζα δεν θα είχε καταρτίσει τη σύμβαση πιστώσεως, εάν η εγγύηση δεν είχε προσλάβει το περιεχόμενο το οποίο η Τράπεζα επιθυμεί, οπότε θα ήταν αντιφατικό να μην έχει και ο εγγυητής την ιδιότητα του καταναλωτή (βλ. ΕφΘεσ 1034/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 459/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ήδη με την απόφαση της ΟλΑΠ 33/2015 υιοθετήθηκε η προαναφερθείσα διευρυμένη έννοια του καταναλωτή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ως άνω νόμου «περί προστασίας των καταναλωτών», οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Κατά δε την παρ. 7 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, καταχρηστικοί, ενδεικτικά, είναι οι ΓΟΣ, που, μεταξύ άλλων .... ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσης ή τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή ... ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή ... κατ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις ... κζ) αναστρέφουν το  βάρος απόδειξης σε βάρος του  καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα ... λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση. Οι πιο πάνω αναφερόμενες ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται, άνευ ετέρου, από το νόμο, ως καταχρηστικοί χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2 του νόμου 2251/1994. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του Α.Κ. με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών τον όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενοι μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αργές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που  θέλει να  αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Περαιτέρω, ο υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του νόμου 2251/1994, διότι οι γενικοί όροι συναλλαγών των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτουν τη μέση αντίληψη, κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του βουλήσεως καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 του Α.Κ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά, με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ' απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή - δανειολήπτη, ο οποίος δοθέντος του ότι το επιτόκιο της μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών, επιβαρύνεται για κάθε μέρα με τόκους μεγαλύτερους κατά 1,3889% αφού το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή η μεγαλύτερη επιβάρυνσή του να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της τράπεζας, ιδίως μάλιστα στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια τη δυνατότητα για τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Αλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα στην καταναλωτική πίστη με τη στενή έννοια κατ' επιταγή : α) της κοινοτικής Οδηγίας 98/7/ΕΚ που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ Ζ1-178/13.02.2001 (ΦΕΚ Β' 255/09.03.2001), β) της με αριθμό Z1-798/25.6.2008 (ΦΕΚ Β' 1353/11.07.2008) απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης, όπως ισχύει τροποποιημένη με την υπ' αριθμό Ζ1-21/17.01.2011 (ΦΕΚ Β' 21/18.01.2011) απόφαση του ίδιον ως άνω Υπουργού (κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 21 του άρθρου 10 του νόμου 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 3587/2007, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2005/29 «για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά» (ΣτΕ 1210/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), δυνάμει της οποίας απαγορεύεται ρητά σε συμβάσεις στεγαστικών δανείων η αναγραφή του όρου που προβλέπει υπολογισμό τόκων με βάσει έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους και γ) της κοινοτικής Οδηγίας 2008/48/ΕΚ που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23.06,2010 (ΦΕΚΒ' 917/23.6.2010), γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία που αποδίδει τόσο ο κοινοτικός όσο και ο εθνικός νομοθέτης για τον κατ αυτό τον τρόπο ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 430/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 711/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 52/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τα προαναφερόμενα που αφορούν τις σχέσεις τραπεζών με δανειολήπτες οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του νόμου 2251/1994 ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του νόμου 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό στο επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ήμερες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ' αριθμό 30/14-2000 (ΦΕΚ Α' 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σύμφωνα με την οποία οι υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας θα είναι έντοκες με βάση υπολογισμού των τόκων έτος 360 ημερών. Και τούτο διότι είναι εμφανές ότι οι ως άνω διατάξεις είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτού ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στα πλαίσια των συναλλαγών τους με τράπεζες, καθώς η πρώτη εκ των ως άνω διατάξεων αναφερόμενη στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων 57 επιλεγμένων τραπεζών, ορίζει ότι βάση υπολογισμού του εν λόγω επιτοκίου αναφοράς θα είναι το έτος 360 ημερών, ενώ η δεύτερη αναφερόμενη στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τιμήματος των εν λόγω καταθέσεων ορίζει ότι εφεξής αυτές θα είναι όλες έντοκες με επιτόκιο που θα καθορίζεται με πράξη του συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής και ότι οι τόκοι θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης, υπολογιζόμενοι βάσει έτους 360 ημερών. Συνεπώς, στην τελευταία περίπτωση ο ως άνω υπολογισμός αφορά το επιτόκιο των υποχρεωτικών καταθέσεων των τραπεζών και συνεπάγεται την είσπραξη από τις τελευταίες περισσότερων τόκων από την Τράπεζα της Ελλάδας από ότι αν το επιτόκιο υπολογιζόταν βάσει έτους 365 ημερών. Πλην όμως, η Τράπεζα της Ελλάδας ως θεματοφύλακας των υποχρεωτικών καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών και ως εποπτεύουσα αρχή των τελευταίων δεν μπορεί να εξομοιωθεί ούτε ως προς το θεσμικό της ρόλο ούτε ως προς τη διαπραγματευτική της ισχύ και θέση με τους καταναλωτές-πελάτες των τραπεζών, ώστε είτε να χρήζει της ειδικής προστασίας που έχουν ανάγκη οι τελευταίοι ως συναλλασσόμενοι και τελικοί αποδέκτες των χρηματοπιστωτικών προϊόντων τους είτε αντιστρόφως οι καταναλωτές να υπόκεινται σε όμοιου περιεχομένου επιβαρύνσεις με αυτήν (ΕφΛιγ 11/2017 ΔΕΕ 2017.1237 επ., ΕφΘεσ 1034/2013, Αρμ 2014.623. ΕφΠειρ 711/2011 ΔΕΕ 2012.356 είτε  αντιστρόφως οι καταναλωτές επ. ΜΠρΠειρ 42/2019 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση οι αιτούντες εκθέτουν ότι η καθ’ ής ανώνυμη τραπεζική εταιρία κατέθεσε αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος τους για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης της απορρέουσας εκ της με αριθμό 1 .... συμβάσεως στεγαστικού δανείου και ότι επί της αιτήσεως της εκδόθηκε η με αριθμό ... διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία τους επιδόθηκε την 18.01.2019 και με την οποία διατάχθηκαν να καταβάλουν σε αυτή το ποσό των 30.393.46 ευρώ, νομιμοτόκως, κατά τις αναλυτικά αναφερόμενες στην αίτηση διακρίσεις, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Ότι κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και της παρά πόδας αυτής από 10.01.2019 επιταγής προς πληρωμή άσκησαν ανακοπή, με την οποία αιτούνται την ακύρωση τους για τους λόγους που αναφέρονται αναλυτικά στο δικόγραφο αυτής, που παρατίθεται αυτούσιο στο δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης και αφορούν: α) καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υποβολής αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, διότι βρίσκονταν με την καθ' ής η αίτηση σε διαπραγματεύσεις για την εξωδικαστική διευθέτηση της ανακυψάσης διαφοράς μεταξύ τους, β) ακυρότητα του όρου της σύμβασης περί υπολογισμού των τόκων με βάση έτος 360 ημερών, ώστε η απαίτηση για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση είναι μη εκκαθαρισμένη και δεν αποδεικνύεται εγγράφως, γ) παρανόμη μετακύλιση της εισφοράς του νόμου 128/1975 και αντίθεση στο νόμου του όρου περί κεφαλαιοποίησης των κονδυλίων της εισφοράς (άθροισης στο εκάστοτε οφειλόμενο κεφάλαιο), ώστε η απαίτηση για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση είναι μη εκκαθαρισμένη, δ) αοριστία της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, διότι δεν γίνεται μνεία στην αίτηση των κεφαλαιοποιημένων και των ανατοκιζόμενων τόκων κατά τρόπο ορισμένο, ώστε καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος του σύννομου της συνολικής απαίτησης για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, ε) παραβίαση της υποχρέωσης αντιλογισμού σε ειδικό λογαριασμό των εξολογιστικών τόκων δυνάμει του άρθρου 150 του νόμου 4261/2014, στ) καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου περί μονομερούς καθορισμού από την καθ' ής η αίτηση του επιτοκίου και του τρόπου υπολογισμού των τόκων, ζ) υπέρμετρο περιορισμό των δικαιωμάτων του δευτέρου εξ αυτών που συμβλήθηκε στη σύμβαση ως εγγυητής και η) ακυρότητα της διαταγής πληρωμής στο σύνολο της, διότι εκδόθηκε βάσει άκυρων συμβατικών όρων οπότε τίθεται ζήτημα επαναπροσδιορισμού της οφειλής της εν όλω και όχι κατά το άκυρο μόνο μέρος της και ότι η ανακοπή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και πιθανολογείται βάσιμα ότι θα ευδοκιμήσει, Ότι από την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής και την έκθεση της ακίνητης περιουσίας τους σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό θα υποστούν ανεπανόρθωτη περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, λαμβανομένων υπόψη αφενός ότι το κατάστημα που διατηρεί ο πρώτος εξ αυτών και στο οποίο η καθ' ής έχει εγγράψει προσημείωση υποθήκης για την εξασφάλιση της απαίτησης της αποτελεί το μοναδικό μέσο για την κάλυψη των βιοποριστικών αναγκών του ιδίου και της οικογένειας του και αφετέρου ότι η συμπεριφορά της καθ' ής είναι καταχρηστική, διότι : α) αυτή είχε πλήρη γνώση της οικονομικής και εισοδηματικής κατάστασης και της συρρίκνωσης του κύκλου εργασιών της επιχείρησης του πρώτου εξ αυτών και παρά ταύτα επέρριψε την υποχρέωση καταβολές του συνόλου των δόσεων του δανείου στον δεύτερο εξ αυτών, β) από την αρχή της λειτουργίας της δανειακής σύμβασης υπήρξαν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, γ) ότι τον Μάρτιο του έτους 2018 ο πρώτος εξ αυτών αιτήθηκε την μείωση της δόσης στο ποσό των 120 ευρώ, ώστε να παραμείνει ενήμερος παρά την δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν και δ) ενώ βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις η καθ' ής δεν προχώρησε σε ρύθμιση, ούτε παρείχε σε αυτούς διευκόλυνση, αλλά αδικαιολόγητα προέβη σε καταγγελία του δανείου και έκδοση διαταγής πληρωμής. Με βάση αυτό το ιστορικό και επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση λόγω του κινδύνου πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στην περιουσία τους αιτούνται να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και ειδικότερα να ανασταλεί, χωρίς την καταβολή εγγύησης, η διαδικασία της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει της με αριθμό 42/2019 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μέχρις εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσης ανακοπής τους και να καταδικασθεί η καθ' ής στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 1, 2, 4, 12, 13, 25 παρ. 2, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 6 παρ. 6 του νόμου 4055/2012, 42, 682, 683 παρ. 1 και 3 και 686 ΚΠολΔ., όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο πέμπτο παρ. 2 του ν. 4335/2015 [ΦΕΚ 87Α/23.07.2015] έναρξη ισχύος από την 01.01.2016 [άρθρο ένα άρθρο ένατο παρ. 4 του νόμου 4335/2015]) για να δικαστεί κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Αυτή είναι ορισμένη, γιατί διαλαμβάνει τα υπό του νόμου απαιτούμενα στοιχεία για την δικαστική εκτίμηση και αξιολόγησή της, απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού της καθ' ης η αίτηση και νόμιμη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της εκδοθείσης σε βάρος των αιτούντων διαταγής πληρωμής, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 3 και 686 του ΚΠολΔ. Το αίτημα να ανασταλεί η εκτέλεση της από 10.01.2019 παρά πόδας του πρώτου εκτελεστού υπογράφου της διαταγής πληρωμής επιταγής προς πληρωμή κρίνεται αυτεπαγγέλτως απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο, διότι αφορά σε αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 του Κ.Πολ.Δ., διάταξη που έχει ήδη και από την 01.01.2016 καταργηθεί με το άρθρο 1 άρθρο 8 παρ .1 του ν. 4335/2015) (ΦΕΚ Α 87/23.07.2015, έναρξη ισχύος από την 01.01.2016 - άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του νόμου 4335/2015) και ως εκ τούτου πρόκειται για ένδικο βοήθημα που προβλεπόταν υπό την ισχύ του Κ.Πολ.Δ. πριν την τροποποίησή του με το νόμο 4335/2015, ενώ δεν προβλέπεται πλέον υπό την ισχύ του νέου Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, εφόσον η επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επισπεύδεται η εκτελεστική διαδικασία επιδόθηκε στον αιτούντα μετά την 1η Ιανουαρίου του έτους 2016 και συγκεκριμένα την 27η Απριλίου του έτους 2018, εφαρμογή έχουν οι νέες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και συνεπώς μετά την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 938 του Κ.Πολ.Δ., δεν προβλέπεται πλεόν η άσκηση αίτησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η ασκηθείσα. Κατ’ άρθρο 933 του Κ.Πολ.Δ., με δεδομένο μάλιστα, ότι κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο δεν πρόκειται για περίπτωση έμμεσης εκτέλεσης (ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης- άρθρο 951 του Κ.Πολ.Δ.) και συνεπώς δεν έχει εφαρμογή, ούτε αναλογικά, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, η διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 περ. γ’ του Κ.Πολ.Δ., με βάση την οποία, επιτρέπεται αίτηση αναστολής εκτέλεσης που ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η ανακοπή, μόνο όμως όταν πρόκειται για περίπτωση άμεσης εκτέλεσης. Επίσης, στην προκείμενη περίπτωση, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ούτε η διάταξη του άρθρου 731 του Κ.Πολ.Δ., διότι για την βασιμότητα του σχετικού αιτήματος, αφενός, θα πρέπει ο οφειλέτης να επικαλεσθεί και να αποδείξει πρακτικά αδήριτη ανάγκη, αφετέρου, την ύπαρξη ασφαλιστέου δικτυώματος, και τέτοιο δεν είναι η εκκρεμότητα της κύριας δίκης, η οποία ανοίχθηκε με την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 του Κ.Πολ.Δ. (πρβλ. ΜπρΑΘ 928/2018 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΛαμ 72/2018 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ 229/2016 και σχολιασμό σε Εφαρμογές Αστικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας, τεύχος 2/2017), ούτε οι εκκρεμείς δίκες περί αναστολής κατ' άρθρο 912 του Κ.Πολ.Δ. και εφέσεως κατά της απορριπτικής απόφασης του Ειρηνοδικείου περί υπαγωγής του αιτούντος στις διατάξεις του νόμου 3869/2010. Ομοίως απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο κρίνεται το αίτημα να καταδικασθεί η καθ' ής η αίτηση στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους, διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο του νόμου 4194/2013 «Κώδικας Περί Δικηγόρων» στις αποφάσεις που εκδίδονται για αιτήσεις αναστολής τα δικαστικά έξοδα του καθ' ού η αίτηση επιδικάζονται σε βάρος του αιτούντος. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση κατά το μέρος ορισμένη και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

 

Η καθ' ής η αίτηση προφορικά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και με το έγγραφο σημείωμα που κατέθεσε αρνείται αιτιολογημένα την υπό κρίση αίτηση αναστολής.

 

Από όλα τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά από αυτά, από όσα εξέθεσαν προφορικά, κατά τη συζήτηση καθώς και με τα κατατεθέντα έγγραφα σημειώματα τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων και από όλη εν γένει την διαδικασία πιθανολογούνται (άρθρο 690 του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει) τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά : .... υπογράφηκε στον Πειραιά μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», όπως εκπροσωπούνταν κατά το χρόνο εκείνο νόμιμα και των αιτούντων, που συμβλήθηκαν με τις ιδιότητες του πιστούχου και του εγγυητή αντίστοιχα, η με αριθμό 1 ... σύμβαση στεγαστικού δανείου σε ευρώ, με την οποία χορηγήθηκε στον πρώτο των αιτούντων - πιστούχο το ποσό των χιλιάδων ευρώ ..., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή καταστήματος επιφανείας 76,03 τετραγωνικών μέτρων, και χώρου στάθμευσης επιφάνειας 22.81 τετραγωνικών μέτρων, κείμενου στο Δήμο .... και επί της οδού ... ιδιοκτησίας του πρώτου των αιτούντων - δανειολήπτη κατά ποσοστό 100% κατά ψιλή κυριότητα. Ειδικότερα, η ανωτέρω σύμβαση περιείχε, μεταξύ άλλων, τους κάτωθι όρους και συμφωνίες : «...... 1. Ο

σκοπός τον δανείου, η διάρκεια, το επιτόκιο, ο τρόπος εκταμίευσης και ο τρόπος αποπληρωμής του ορίζονται στο συνημμένο στη σύμβαση προσάρτημα, το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο με την παρούσα ...... 3. α) Το Δάνειο είναι έντοκο από την ημερομηνία της λήψης του. Το ετήσιο συμβατικό επιτόκιο κατά το χρόνο χορήγησης τον δανείου πλέον της εκάστοτε εισφοράς τον Ν. 128/75 συμφωνείται στο προσάρτημα της παρούσας. Εφόσον το επιτόκιο συμφωνείται σταθερό μπορεί να μεταβληθεί από την Τράπεζα κατά τα στο προσάρτημα συμφωνούμενα, εφόσον το επιτόκιο συμφωνείται κυμαινόμενο η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να το μεταβάλλει οποτεδήποτε μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του ...... Η μεταβολή του επιτοκίου ανακοινώνεται δια του τύπου με τη δημοσίευση σε δυο Αθηναϊκές Εφημερίδες ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο, δεν αποτελεί δε τροποποίηση της σύμβασης. Αν ο οφειλέτης διαφωνήσει με το νέο επιτόκιο υποχρεούται να το γνωστοποιήσει έγγραφα στην Τράπεζα μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών που θα αρχίζει από την ημερομηνία της γνωστοποίησης και να εξοφλήσει άμεσα το υπόλοιπο του λογαριασμού του, με το επιτόκιο που ίσχυε πριν την εφαρμογή τον νέον επιτοκίου, β) Ο τόκος του Δανείου θα υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο (σταθερό ή κυμαινόμενο) και ίσο με το ποσοστό που αναφέρεται στο προσάρτημα. Ο υπολογισμός των τόκων θα γίνεται με βάση έτος 360 ημερών από ημέρα σε ημέρα ...... 6. α) Συνομολογείται ρητά, ότι επιτρέπεται ο λογισμός των οφειλομένων τόκων από της πρώτης ημέρας καθυστέρησης χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό με το παραπάνω ισχύον επιτόκιο υπερημερίας. Σε περίπτωση που οφειλέτης καταστεί υπερήμερος, ως άνω, το επιτόκιο υπερημερίας καθορίζεται σε δύο και μισή εκατοστιαίες μονάδες (2,5%) πάνω από το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο ή θα προσαυξάνεται κατά την κρίση της «Τράπεζας» με βάση τις συνθήκες της αγοράς και τη φερεγγυότητα του «Πιστούχου» και πάντοτε μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων των Εποπτικών Αρχών (ισχύον σήμερα ανώτατο επιτρεπόμενο 2,5% πέραν του συμβατικού)......Ο ανατοκισμός των σε καθυστέρηση τόκων θα γίνεται ανά εξάμηνο σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του αρθρ. 12 Ν. 2601/98. 7. Η οφειλή του Πιστούχου προς την «Τράπεζα», που προκύπτει από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού του δανείου αποδεικνύεται μόνο από απόσπασμα των βιβλίων, το οποίο η ίδια εκδίδει και στο οποίο εμφανίζεται η κίνηση του λογαριασμού, από την έναρξη ή από την τελευταία αναγνώριση και εφεξής. Κάθε άλλο αποδεικτικό μέσα και αυτός ο όρκος αποκλείονται ρητά. Ο Οφειλέτης αναγνωρίζει από τώρα, ότι το απόσπασμα αυτό αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαίτησης της «Τράπεζας» κατ' αυτού, επιτρεπόμενης της ανταπόδειξης ...... 9. Η τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση αυτή και να κηρύξει αμέσως το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να αξιώσει την εξόφληση ολόκληρου του ανεξόφλητου ποσού τον κεφαλαίου, των τόκων και των λοιπών επιβαρύνσεων, ιδίως σε παράβαση τον όρου 6. Η καταγγελία της παρούσας γίνεται με μονομερή δήλωση της Τράπεζας, που κοινοποιείται στον οφειλέτη και τον εγγυητή, β) Η «Τράπεζα» έχει ακόμα το δικαίωμα να καταγγέλλει την παρούσα σύμβαση και να καθιστά ολόκληρο το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ανεξάρτητα από την καθυστέρηση ή όχι στην καταβολή των δόσεων και στις εξής περιπτώσεις : - Εάν ο Οφειλέτης παραβεί οποιονδήποτε από τους όρους του παρόντος δανείου που όλοι θεωρούνται ουσιώδεις. -Εάν επισπεύδεται πλειστηριασμός από τρίτο, των περιουσιακών στοιχείων, που κατά το προηγούμενο άρθρο παραχωρήθηκαν σε εμπράγματη ασφάλεια,  εκτός και αν ο Οφειλέτης προσφέρει ικανοποιητικές κατά την κρίση της Τράπεζας εμπράγματες ασφάλειες σε άλλα περιουσιακά στοιχεία του ή άλλο, που συναινεί γι' αυτό. - Εάν ο Οφειλέτης γίνει σε τέτοιο βαθμό αφερέγγυος ώστε να υπάρχει κατά την ανεξέλεγκτη κρίση της Τράπεζας κίνδυνος απώλειας της απαίτησης της. - Εάν ο οφειλέτης κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης. - Για όσους άλλους λόγους προβλέπεται στο προσάρτημα γ) Σε καμία περίπτωση ακόμα και να συντρέχει λόγος καταγγελίας της σύμβασης, η παράλειψη ή η καθυστέρηση της Τράπεζας να ασκήσει νόμιμα ή συμβατικά δικαιώματα της δεν θα μπορεί να ερμηνευτεί ως παραίτηση ούτε να θεωρηθεί ότι τα δικαιώματα της αυτά αποδυναμώνονται ...... 12. Οι καταβολές που θα πραγματοποιούνται από τον Οφειλέτη έναντι τον λογαριασμού του ή έναντι κάποιας καθυστερούμενης δόσης θα λογίζεται ότι εξοφλούν κατά σειρά προτεραιότητας τα έξοδα τους τόκους υπερημερίας τους λοιπούς τόκους και τελευταίο το κεφάλαιο ...... 14. Ρητά συμφωνείται ότι περισσότεροι του ενός συμβαλλόμενοι στην παρούσα Οφειλέτες ευθύνονται αλληλέγγυα και σε ολόκληρο για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση του δανείου κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα, τόκους υπερημερία και λοιπές επιβαρύνσεις και υποχρεούνται να καταβάλουν αμέσως και ανεπιφύλακτα το κατάλοιπο της παραπάνω σύμβασης δανείου μαζί τους τόκους, συμβατικούς και υπερημερίας και τα έξοδα γενικά. Επίσης δηλώνουν ότι κάθε αναγνώριση της οφειλής από έναν εξ αυτών υποχρεώνει και τους άλλους. 15. … Ο «Εγγυητής ευθύνεται εις ολόκληρον ως πρωτοφειλέτης….

 

Παραιτείται δε από τώρα ρητά και ανεπιφύλακτα των ενστάσεων, που απορρέουν από τα άρθρα 853, 854, 855 και 862, 863, 866, 866, 867, 868 ΑΚ καθώς και κάθε άλλης ένστασης του κατά της Τράπεζας. Επίσης παραιτείται από τις τυχόν προσωποπαγείς ή μη ενστάσεις του πρωτοφειλέτη κατά της Τράπεζας καθώς και από το ευεργέτημα της διζήσεως και υποχρεούται να καταβάλλει αμέσως και ανεπιφύλακτα το κατάλοιπο της παραπάνω σύμβασης δανείου μαζί με τους τόκους, συμβατικούς και υπερημερίας και τα έξοδα γενικά ...... Επίσης δηλώνει ότι κάθε αναγνώριση της οφειλέτης από τον Οφειλέτη υποχρεώνει και αυτόν τον εγγυητή...... 18. Η παρούσα σύμβαση το προσάρτημα και η αίτηση του Δανειζόμενου για τη χορήγηση του δανείου αποτελούν ένα όλο και οι όροι συνομολογούνται όλοι ως ουσιώδεις ......».   Επίσης, στο από 27.6.2005 προσάρτημα της ως άνω δανειακής συμβάσεως περιέχονται, μεταξύ άλλων, και οι κάτωθι όροι: «......Σκοπός του δανείου συμφωνείται να είναι η κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του ΟΦΕΙΛΕΤΗ και συγκεκριμένα χορήγηση στεγαστικού δανείου (επισκευαστικό) για την επισκευή καταστήματος επιφάνειας 76,03 τμ και χώρου στάθμευσης επιφάνειας 22,81 τμ ιδιοκτησίας του δανειολήπτη κ. ... σε ποσοστό 100% κατά την ψιλή κυριότητα και της κας ... ως επικαρπώτριας ευρισκόμενα επί της οδού ... στο Δήμο Νίκαιας ...... 4. α) Το δάνειο θα έχει διάρκεια ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ ΕΤΗ (25). β) Συμφωνείται περίοδος χάριτος ΜΗΔΕΝ (0) μηνών, η οποία περιλαμβάνεται στη συνολική διάρκεια του δανείου και κατά την περίοδο αυτή και για το διάστημα από την ημέρα της εκταμίευσης του δανείου και μετά υπολογίζονται τόκοι επί του ποσού του δάνειου με το επιτόκιο του δανείου, οι οποίοι θα εξοφλούνται ...... 6. Κυμαινόμενο επιτόκιο καθ' όλη τη διάρκεια του δανείου που ρητά συμφωνείται από τώρα, ότι θα αναπροσαρμόζεται αυτόματα κατ' έτος ανάλογα με τις μεταβολές του οριζόμενου δείκτη μεταβολής επιτοκίου, το δε τελικό επιτόκιο της πρώτης περιόδου που είναι αυτό που θα ισχύει κατά την εκταμίευση για το πρώτο έτος της σύμβασης αναγράφεται στο σχετικό παραστατικό χορήγησης και είναι το επιτόκιο αναφοράς της πρώτης περιόδου. 7. Η αποπληρωμή του δανείου από τον οφειλέτη θα γίνεται με τοκοχρεολυτικές δόσεις ....... Το συνολικό ποσό του δανείου εκταμιεύθηκε στον με αριθμό ... (κωδικός δανείου ...) δανειακό λογαριασμό εξυπηρέτησης της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος Α. Ε. που ανοίχθηκε για την εξυπηρέτηση του ως άνω δανείου και από την ημερομηνία πρώτης εκταμίευσης ήτοι την 07.07.2005 έως και την καταγγελία του δανείου, που έλαβε χώρα την 13.03.2018, η καθ' ής τήρησε τους κάτωθι λογαριασμούς : α) τον με αριθμό ... λογαριασμό εξυπηρέτησης (λογαριασμός της Γενικής Τράπεζας) από την 07.01.2005, που έγινε η πρώτη εκταμίευση του δανείου έως την από 21.11.20J4 μετάπτωση των συστημάτων της δικαιοπαρόχου της καθ' ής τράπεζας στα συστήματα της Τράπεζας Πειραιώς, οπότε και το κατά το χρόνο εκείνο χρεωστικό υπόλοιπο μεταφέρθηκε στον με αριθμό ... λογαριασμό εξυπηρέτησης της καθ' ής η αίτηση και β) τον με αριθμό ... λογαριασμό εξυπηρέτησης (λογαριασμός Τράπεζας Πειραιώς), από την από 24.11.2014 μετάπτωση των συστημάτων της δικαιοπαρόχου στα συστήματα της καθολικής διαδόχου τράπεζας έως την από 13.03.2018 καταγγελία της δανειακής σύμβασης, οπότε και το χρεωστικό υπόλοιπο μεταφέρθηκε στον με αριθμό ... λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία πιθανολογήθηκε ότι οι αιτούντες υπήρξαν ασυνεπής στην εκπλήρωση των δανειακών τους υποχρεώσεων βάσει των όρων της σύμβασης και του προσαρτήματος αυτής και συγκεκριμένα την 13η Μαρτίου του έτους 2018 όφειλαν τις ληξιπρόθεσμες συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις του χρονικού διαστήματος από το μήνα Απρίλιο του έτους 2017 έως το μήνα Μάρτιο του έτους 2018, πληρωτέες την 7° ημέρα εκάστου μηνός, πλέον τόκων υπερημερίας. Συνεπεία τούτου, η καθ' ής η αίτηση προέβη σε καταγγελία της σύμβασης δανείου, κήρυξε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το σύνολο του άληκτου κεφαλαίου, σύμφωνα με το με αριθμό εννέα (09) όρο της σύμβασης δανείου και μετέφερε στον με αριθμό ……  λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης το χρεωστικό υπόλοιπο του με αριθμό …..λογαριασμού εξυπηρέτησης του δανείου, που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των ….. επιδόθηκε στους αιτούντες (…………) η από 05.04.2018 εξώδικη δήλωση-……………………… και να καταβάλουν στην καθ’ ης το ποσό των, πλέον εξόδων και τόκων υπερημερίας …….. επομένη της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης και μεταφοράς του χρεωστικού υπολοίπου σε οριστική καθυστέρηση, ανατοκιζομένων των τόκων ανά εξάμηνο σύμφωνα με τη σύμβαση (άρθρο 6) έως ολοσχερούς εξοφλήσεως. Οι αιτούντες δεν προέβησαν σε εξόφληση του υπολοίπου της δανειακής σύμβασης και γα το λόγο αυτό η καθ΄ης αιτήθηκε την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος τους. Ειδικότερα, επί τη ς από 1 …………. εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε την 8η Ιανουαρίου του έτους 2019 η με αριθμό … πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία οι αιτούντες διατάχθηκαν να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των ………….., εντόκως από την ……. , με το ανώτατο συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, ήτοι το ισχύον συμβατικό επιτόκιο ενήμερης οφειλής προσαυξημένο κατά 2,5 μονάδες (2,5%) και με εξάμηνο ανατοκισμό, σύμφωνα με τη σύμβαση και το νόμο και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση καθώς και το ποσό των χιλίων πέντε ευρώ …. Για δικαστικά έξοδα. Την 18η Ιανουαρίου του έτους 2019 επιδόθηκε στους αιτούντες πρώτο εκτελεστό απόγραφο …. πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την παρά πόδας … (βλ. σχετ. τις με αριθμούς ….. επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών] ….), με το κάτωθι περιεχόμενο: «… προς γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, επιτάσσοντας αυτόν ταυτόχρονα να καταβάλει τα κατωτέρω ποσά στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής, αριθ. 4, και εκπροσωπείται νόμιμα, ήτοι: Α) το ποσό των …, που επιδικάστηκε, εντόκως από την 28-04-2018 με το ανώτατο επιτρεπτό συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, ήτοι το ισχύον συμβατικό επιτόκιο ενήμερης οφειλής, προσαυξημένο κατά 2,5 μονάδες (2,5%) και με εξάμηνο ανατοκισμό, σύμφωνα με τη σύμβαση και τον νόμο, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, Β) το ποσό των 1.005,00 ΕΥΡΩ για επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα, νομιμότοκα από την επίδοση της παρούσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, Γ) το ποσό των 50,00 ΕΥΡΩ για λήψη απογράφου, έκδοση αντιγράφου μετ’ αντιγραφικών δικαιωμάτων και σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, νομιμότοκα από την επίδοση της παρούσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, Δ) το ποσό των 50,00 ΕΥΡΩ για δαπάνη επίδοσης της επιταγής, νομιμότοκα από την επίδοση της παρούσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Συνολικά δε το ποσό των τριάντα χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (30.393,46 ευρώ), νομιμότοκα κατά τις ανωτέρω διακρίσεις …». Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι στην δανειακή σύμβαση στεγαστικού δανείου και το προσάρτημα αυτής που συνήφθησαν μεταξύ των αιτούντων και της καθ' ής τέθηκε ως χρονική βάση υπολογισμού των τόκων ο λόγος των πραγματικών ημερών προς το έτος των 360 ημερών (άρθρο 3β’ της σύμβασης στεγαστικού δανείου). Ο εν λόγω όμως τρόπος υπολογισμού των τόκων δεν πιθανολογήθηκε ότι αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συμφωνίας, αλλά επιβλήθηκε μονομερώς από την καθ' ής, στο πλαίσιο της λογικής ότι είτε ο δανειολήπτης θα αποδεχόταν (εν είδει πακέτου) μεταξύ άλλων και τον όρο αυτό είτε δεν θα κατήρτιζε καθόλου την επίδικη σύμβαση (lake it or leave it). Η καθ' ής ουδέποτε γνωστοποίησε στους αιτούντες, πιστούχο και εγγυητή αντίστοιχα, τον παραπάνω τρόπο επιβάρυνσης τους, αλλά αντιθέτως τον επέβαλε σε αυτούς ως κάτι δεδομένο και ανεπίδεκτο διαπραγμάτευσης, παρά τη συνδρομή στο πρόσωπο τους της ιδιότητας του καταναλωτή κατά την έννοια του νόμου 2251/1994, όπως αυτή εκτέθηκε στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας (ως προς το ότι ο εγγυητής είναι καταναλωτής βλ. σχετ. ΟλΑΠ 13/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο εν λόγω συμβατικός όρος είναι άκυρος, καταχρηστικός, αδιαφανής και δημιουργεί πρόσθετη επιβάρυνση σε βάρος του καταναλωτή, ενόψει του ότι προσκρούει στην απορρέουσα από το άρθρο 2 παρ. 6 του νόμου 2251/1994 αρχή της διαφάνειας, η οποία δεν αφορά απλά και μόνο τον κατανοητό χαρακτήρα του εκάστοτε συμβατικού όρου από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία του, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν, δηλαδή αφορά (η διαφάνεια) και τις νομικές συνέπειες μιας ρήτρας, δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή (ΕφΑθ 1611/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), αλλά και στην ενσωματωθείσα στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21-178/13.02.2001) (ΦΕΚ Β’ 255/08.03.2001) κοινοτική οδηγία 98/7/ΕΚ, κατ’ επιταγή της οποίας εφαρμόζεται στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, το έτος των 565 ημερών ΠΠρΑθ 4548/2018 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΜονΠρΘεσ 1844/2016 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΜονΠρΘες 1844/2016 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΜονΠρΝαυπλ 740/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΚερκ 30/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΡοδοπ 90/2006 Αρμ 2008.602). Σε εκτέλεση του παραπάνω καταχρηστικού και άκυρου Γ.Ο.Σ., που αποτέλεσε ρήτρα της επίδικης δανειακής σύμβασης, εκτοκίστηκαν από την καθ’ ης τόκοι, οι οποίοι κατά ποσοστό 1,3889% ημερησίως δεν οφείλονταν, αφού κατά το ποσοστό τούτο ημερησίως αυξήθηκαν παρανόμους, οι οποίοι κατά τη λειτουργία της ένδικης σύμβασης ανατοκίζονταν από την πρώτη ημέρα καθυστέρησής τους, τα ποσά δε που προέκυπταν από τον ως άνω παράνομο ανατοκισμό ενσωματώνονταν στο κεφάλαιο ανά εξάμηνο, σύμφωνα με τον όρο 7 της σύμβασης και επανεκτοκίζονταν ως μέρος του κεφαλαίου. Επομένως, κατά το οικείο χρηματικό ποσό των παρανόμω εκτοκισθέντων τόκων, δεν γεννήθηκε απαίτηση της καθ’ ης η αίτηση τράπεζας σε βάρος των αιτούντων. Συνακόλουθα, εκ του προσκομισθέντος αντιγράφου της επίδικης σύμβασης προκύπτει ευθέως ή εκ μέρους καθ’ ης η αίτηση εφαρμογή της συγκεκριμένης τακτικής για τον υπολογισμό της επίδικης οφειλής, η οποία ,σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, είναι παράνομη. Εξάλλου, η καθ’ ης η αίτηση δεν αμφισβητεί ειδικά το γεγονός του υπολογισμού των τόκων με βάση το «λογιστικό» έτος των 360 ημερών και σε συνδυασμό με τη γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών συνάγεται ότι το συνομολογεί δικαστικώς. Συνεπεία των ανωτέρω, η απαίτηση της καθ’ ης κατέστη ανεκκαθάριστη λόγω της ενσωμάτωσης σε αυτήν των ως άνω παρανόμως υπολογιζόμενων επιπλέον τόκων καθώς και των ποσών που προέκυπταν από τον ανατοκισμό τους βάσει της ως άνω αθέμιτης και παράνομης πρακτικής της καθ’ ης (ΕφΛαρ 27/2016 δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών, ΔΣΑ, ΕφΛαμ 124/2007 Αρμ 2009.1190, ΜΠρΑθ 8419/2018 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο). Εξάλλου, από τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων τη τράπεζας βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι ανέφικτο να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς ε πιο ποσό ανέρχονται οι επιπλέον τόκοι με τους οποίους επιβαρύνθηκε η επίδικη απαίτηση λόγω του ως άνω παράνομου υπολογισμού και ανατοκισμού τους, διότι δεν προκύπτει από αυτά ούτε το επιτόκιο υπολογισμού των συμβατικών τόκων, ούτε το επιτόκιο υπερημερίας, με αποτέλεσμα να καθίσταται η απαίτηση μη εκκαθαρισμένη κατά το άρθρο 624 του Κ.Πολ.Δ. Επίσης από την ίδια την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής προκύπτει ότι στην Δικαστή που την εξέδωσε προσκομίστηκαν μόνον αποσπάσματα από τα ηλεκτρονικά τηρούμενα εμπορικά βιβλία της καθ΄ ης και όχι αντίγραφα των μηνιαίων λογαριασμών, στους οποίους να αναγράφονται λεπτομερώς οι χρεώσεις και οι πιστώσεις, οπότε θα ηδύναντο οι αιτούντες να υπολογίσουν κατά μήνα λεπτομερώς, το ύψος της απαίτησης, χωρίς αυτές τις παράνομες χρεώσεις και εντεύθεν να προσδιορίσουν τη διαφορά, ως ποσό κατά το οποίο μειώνεται η απαίτηση και κατ’ επέκταση, ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής (ΜονΕφΙωαν 33/2018 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο).

 

Συνακόλουθα, στην προκείμενη περίπτωση επηρεάζεται η απόδειξη με έγγραφα του συνόλου της απαίτησης, αφού στους προσκομιζόμενους λογαριασμούς δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους παρανόμως υπολογισθέντων ποσών, ώστε να καθίσταται δυνατός εκ μέρους των αιτούντων, αλλά και του παρόντος Δικαστηρίου ο υπολογισμός της παράνομης επιβάρυνσής τους και η μερική ως προς το ποσό αυτό ακύρωση της προβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, με αποτέλεσμα να μην δύνανται να αποδειχθεί εν γένει η ακριβής ποσότητα της απαίτησης, αλλά υπάρχει αμφιβολία για το ύψος αυτής, καθισταμένης της απαίτησης μη εκκαθαρισμένης στο σύνολό της (ΕφΛαμ 124/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 7423/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι οι αιτούντες, σε περίπτωση εκτέλεσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, θα υποστούν ουσιώδη και σημαντική βλάβη και οικονομική ζημία, αφενός διότι το κατασχεμένο κατάστημα, όπου ο πρώτος εξ αυτών ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα, αποτελεί τον κύριο πόρο κάλυψης των βιοτικών αναγκών του ιδίου και της οικογένειας του λαμβανομένης υπόψη και της σημαντικής μείωσης του εισοδήματος του ένεκα της κρατούσας δημοσιονομικής συγκυρίας, που αποτέλεσε και το βασικό λόγο αδυναμίας ανταπόκρισης στις δανειακές του υποχρεώσεις και αφετέρου διότι η αποστέρηση από τον δεύτερο του ποσού της σύνταξης που προσδοκάται να λάβει άμεσα και των αναδρομικών αυτής από της υποβολής της αιτήσεως συνταξιοδότησης είναι απόλυτα  αναγκαία για την κάλυψη των βιοποριστικών του αναγκών. Εξάλλου, εφόσον γίνει δεκτή η ανακοπή, δεν θα είναι ευχερής η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση, αλλά θα απαιτηθεί να αποδυθούν οι αιτούντες σε χρονοβόρες και πολυδάπανες δικαστικές διαδικασίες για την επιστροφή των καταβληθέντων, αφού η καθ' ής δεν θα έχει εφεξής νόμιμο δικαίωμα και νόμιμη αίτια διατήρησής τους, στις οποίες πιθανολογείται ότι δεν θα δυνηθούν να ανταποκριθούν οικονομικά, με άμεση  συνέπεια να υποστούν περαιτέρω οικονομική   ζημία. Αντιθέτως, η καθ' ής τραπεζική εταιρία δεν πιθανολογείται ότι θα υποστεί ζημία από την καθυστέρηση εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, αφενός διότι η απαίτηση της είναι εξασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια και δη με προσημείωση υποθήκης επί του ακινήτου που αποτελεί την επαγγελματική στέγη του πρώτου των αιτούντων και η περιουσία του πρώτου των αιτούντων κρίνεται ότι επαρκεί για την ολοσχερή ικανοποίηση αυτής και αφετέρου διότι, ως τράπεζα, διαθέτει οικονομική ρευστότητα. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και   λαμβανομένων   υπόψη απάντων των προδιαληφθέντων, εφόσον πιθανολογείται η τυπική και ουσιαστική ευδοκίμηση τουλάχιστον ενός από τους λόγους της ασκηθείσας ανακοπής κατά της εκδοθείσης σε βάρος των αιτούντων διαταγής πληρωμής, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων ανακοπής (ΕφΑΘ 1294/2009 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και   επιπλέον πιθανολογείται ότι η ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στους αιτούντες για τους λόγους που προεκτέθηκαν, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να ανασταλεί η εκτέλεση της με αριθμό ./2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μέχρις εκδόσεως οριστικής απόφασης (άρθρο 632 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.) επί της από 28.01.2019 και με γενικό αριθμό κατάθεσης  10838/2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2019 ανακοπής, που κατατέθηκε στην γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου την 4η Φεβρουαρίου του έτους 2019, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί στο ακροατήριο του Πρωτοδικείου Αθηνών την 2α Μαρτίου του έτους 2021, ημέρα Τρίτη και ώρα 09:00 π.μ. (πινάκιο . - αριθμός πινακίου .) και επιδόθηκε στην καθ' ής την 07.02.2019 (βλ. σχετ. την με αριθμό ./707.02.20Ι9 έκθεση επιμελήτριας του ..., κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο του νόμου 4194/2013 «Κώδικας Περί Δικηγόρων» και αυτές των άρθρων 189 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

 

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της με 42/2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μέχρις εκδόσεως οριστικής απόφασης επί της από 28.01.2019 ... και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ... ανακοπής, που κατατέθηκε στην γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου την 4η Φεβρουαρίου του έτους 2019 και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί στο ακροατήριο του Πρωτοδικείου Αθηνών την 2α Μαρτίου του έτους 2021, ημέρα Τρίτη και ώρα 09:00 π.μ. (πινάκιο ΟΛΑ - αριθμός πινακίου 31).

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των αιτούντων τα δικαστικά έξοδα της καθ' ής η αίτηση, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των διακοσίων εξήντα ευρώ (260 ευρώ).

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 26 Ιουνίου του έτους 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ