ΜΠρΗρ 328/2003

 

Αναγκαστική εκτέλεση - Κατάχρηση δικαιώματος - Ανακοπή - Τραπεζικό δάνειο - Αποπληρωμή οφειλής με δόσεις-.

Στη "συνολική", κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, ρυθμιζόμενη σύμφωνα με το νόμο αυτό οφειλή, περιλαμβάνονται και "δεν προαφαιρούνται από την εκ τόκων οφειλή" το κεφάλαιο, κάθε είδους τόκοι, φόροι, εισφορές, προμήθειες κλπ. Η καθής Τράπεζα, η οποία χωρίς νόμιμο λόγο αρνείται να προβεί ακόμη και στην διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που αφορούν τη ρύθμιση της αποπληρωμής με δόσεις της, νομίμως, προσδιορισμένης οφειλής της αιτούσας, (η επιχείρηση της οποίας έχει μετατραπεί σε επιχείρηση φροντίδας υπερηλίκων ατόμων, είναι βιώσιμη και έχει τη δυνατότητα να εξοφλήσει στο ακέραιο την προς την καθής οφειλή της εφόσον η αποπληρωμή της ρυθμιστεί με δόσεις, την δε φερεγγυότητα της ουδέποτε αμφισβήτησε η καθής) και επισπεύδει με την προσβαλλόμενη επιταγή αναγκαστική σε βάρος της τελευταίας εκτέλεση προς είσπραξη της ως άνω οφειλής, ενεργεί καθ' υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της αναγκαστικής εκτελέσεως.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

   Αποτελούμενο από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Ελένη Φραγκάκη και τη γραμματέα Aννα Ζερβάκη.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Δεκεμβρίου 2002, για να δικάσει την επόμενη υπόθεση μεταξύ:

   ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Μ.Κ. ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε.", που εδρεύει στον Κόκκινο Πύργο και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Ειρήνης Δασκαλάκη.

   ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ Α.Ε." (ΕΤΒΑ ΑΕ) που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Εμμανουήλ Κλίνη.

   Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η με χρονολογία 27-11-2002 αίτησή της για αναστολή εκτελέσεως, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης Γ.Α. ΑΣΦ/3290/2002 και προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο .

   Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

 

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   Από το συνδυασμό των διατάξεων 281 ΑΚ, 933 ΚΠολΔ και 25 του Συντάγματος συνάγεται ότι λόγο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στην καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή στον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος προς επίσπευση της εκτελέσεως. Η αντίθεση αυτή, προς τα πιο πάνω αντικειμενικά, αξιολογικά κριτήρια, συνήθως περιλαμβάνεται στα ουσιαστικά ελαττώματα του τίτλου, μπορεί όμως και να αναφέρεται στην απαίτηση ή στην περαιτέρω πορεία της διαδικασίας της εκτελέσεως (ΑΠ 370/2001 Δνη 2002 121,140, ΑΠ 69/2001 ΕλλΔνη 2001.914 και σχετικά με το ότι η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί "stricto sensu" δικαίωμα του οποίου η άσκηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 281 ΑΚ, ΑΠ 580/1992 ΝοΒ 40 σελ. 875).

   Η αιτούσα ζητά να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος της από την καθής δυνάμει και προς εκτέλεση των αναφερομένων δανειακών συμβάσεων με την από 7/10/2002 επιταγή προς εκτέλεση, η οποία ενεγράφη στα βιβλία κατασχέσεων του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησε κατά της εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 938 του ΚΠολΔ. Η αιτούσα, ως μοναδικό λόγο της ως άνω ανακοπής της, επικαλείται την από μέρους της καθής, κατά κατάχρησιν δικαιώματος, επίσπευση της σε βάρος της εκτελέσεως κατά τα όσα ειδικότερα εκτίθενται λεπτομερώς στην αίτηση.

   Η αίτηση είναι νόμιμη (άρθρα 933, 938 του ΚΠολΔ). Δικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ίδιου κώδικα) και πρέπει να ερευνηθεί κατ' ουσίαν.

   Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 2912/2001 "Κατ' εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή, προκειμένου περί αλληλοχρέων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το Νόμο μέχρι 31-12-2000 δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσοτέρων δανείων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ' ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιασθεί κατά περίπτωση μεταξύ των άλλων ... στο τριπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί από 1-1-1986 μέχρι τις 31-12-1990". Κατά δε την παρ. 2 εδ. α' του ίδιου άρθρου όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 1 άρθρου 42 Ν. 2912/2001, "Ολες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, μετά από τη λήψη ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, αφαιρούνται από τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα προσδιορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος". Από την αντιπαραβολή των κειμένων της διάταξης της παραγράφου 2 του συγκεκριμένου άρθρου με τις προϊσχύσασες, πριν την αντικατάσταση, μορφές της, με το υφιστάμενο κείμενο, συνάγεται σαφώς ότι στη "συνολική", κατά την έννοια της παρ 1 του άρθρου 30 του παραπάνω ν. 2789/2000, ρυθμιζόμενη σύμφωνα με το νόμο αυτό οφειλή, περιλαμβάνονται και "δεν προαφαιρούνται από την εκ τόκων οφειλή" το κεφάλαιο, κάθε είδους τόκοι, φόροι, εισφορές, προμήθειες κλπ. Τούτο δε έχει προέχουσα σημασία για τον ορθό προσδιορισμό της οφειλής των περιπτώσεων που υπάγονται στη ρύθμιση του συγκεκριμένου νόμου και πρακτικά για τη δυνατότητα που δίδεται στα πιστωτικά ιδρύματα να κάνουν χρήση της παρεχόμενης από την παρ 6 του ίδιου άρθρου ευχέρειας. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή τα πιστωτικά ιδρύματα με τους περιορισμούς των παραγράφων 1 και 5 του παρόντος δύνανται να συμφωνούν με τους οφειλέτες τους όρους και τρόπο εξόφλησης των οφειλών που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2.

   Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο και των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν πιθανολογήθηκαν τα παρακάτω περιστατικά: Με τις από 10-11-1986, 14-1-1988 και 29-6-1988 διαδοχικές δανειακές συμβάσεις που είχαν συνάψει οι διάδικοι η καθής χορήγησε στην αιτούσα δάνεια ύψους 47.000.000, 2.790.000 και 9.000.000 δραχμές αντίστοιχα, τα ποσά των οποίων, το επιτόκιο και η διάρκεια δεν αμφισβητούνται. Με τις με αρ. 18.814/12-11-1986 και 20.295/29-6-1988 πράξεις παροχής Υποθήκης της Συμβ/φου Ηρακλείου Καλλιόπης Παπαδάκη προς εξασφάλισιν της αποπληρωμής των ποσών του πρώτου και του τρίτου των παραπάνω, δεκαπενταετούς διάρκειας, δανείων, ενεγράφη υπέρ της καθής υποθήκη σε βάρος ενός ξενοδοχείου Β' τάξεως δυναμικότητας 86 κλινών που βρίσκεται στις Νότιες ακτές του Ν. Ηρακλείου Κρήτης στον οικισμό "Κόκκινος Πύργος", για την ανέγερση του οποίου χορηγήθηκαν στην αιτούσα τα ποσά των δανείων, ενώ παράλληλα συστήθηκε υπέρ αυτής και ενέχυρο για τον εξοπλισμό του. Το δεύτερο των δανείων αυτών, ποσού 2.790.000 δρχ. συνομολογήθηκε να είναι προσωρινό και να εξοφληθεί άμεσα με εκχώρηση ισόποσης επιχορήγησης από το Δημόσιο η καταβολή της οποίας πραγματοποιήθηκε, και, ανεξόφλητο υπόλοιπο τόκων του δανείου αυτού ποσού 559.143 δρχ. κεφαλαιοποιήθηκε και προστέθηκε στο προηγούμενο τούτου δάνειο. Η αποπληρωμή των ποσών του πρώτου και του τρίτου των δανείων, όπως είχε συμφωνηθεί, γινόταν με το σύστημα της σύνθετης χρεωλυσίας δια της ανά εξάμηνο, από μέρους της δανειολήπτριας, καταβολής της κάθε τοκοχρεωλυτικής δόσεως. Περαιτέρω με το από 31-5-1995 συμφωνητικό ρύθμισης οφειλών, οι διάδικοι συμφώνησαν να ρυθμιστούν οι μέχρι 30-6-1994 ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 12.856.063 δρχ. του φέροντος από την καθής κωδικό 4289-1 αρχικού δανείου. Τις παραπάνω συμβάσεις κατήγγειλε η καθής στις 19-5-1999. Κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 2912/2001, η καθής προέβη σε επαναπροσδιορισμό της οφειλής της αιτούσας σε 156.675.209 δραχμές ή 459.795,18 ευρώ, την οποία της γνωστοποίησε επισυνάπτοντας τις εγγραφές που αναλυτικώς απεικόνιζαν την κίνηση των δανείων από της συνάψεώς τους μέχρι την παραπάνω ρύθμιση. Η καθής μετά τον επαναπροσδιορισμό του οφειλομένου ποσού έδειξε διατεθειμένη να συμφωνήσει με την αιτούσα κατ' εφαρμογήν της παρ. 6 του παραπάνω άρθρου του ν. 2789/2000 τη ρύθμιση του τρόπου καταβολής της οφειλής της, θέτοντας όμως ως αναγκαία γι' αυτό προϋπόθεση την από μέρους της τελευταίας αναγνώριση του ύψους της οφειλής της όπως μονομερώς εκείνη, (η καθής) το καθόρισε. Η αιτούσα η οποία όχι μόνο δεν έχει αντίρρηση, αλλά και επιδιώκει τη ρύθμιση του τρόπου καταβολής της προς την καθής οφειλής, προσδιορίζει το, σύμφωνα με την ευνοϊκή για κείνη ρύθμιση του άρθρου 30, ύψος της οφειλής της σε 77.480.512 δραχμές ή 227.382,2 ευρώ δηλαδή κατά ποσό 118.989 ευρώ, (40.545.501 δρχ.), λιγότερο από το ποσό που της καταλογίζει η καθής. Πρότεινε συνεπώς να ρυθμιστεί η οφειλή της όπως υπολογίζεται από τη δανείστρια, επιφυλασσόμενη όμως ως προς τα δικαιώματά της για το ποσόν που εκείνη θεωρεί ότι υπερβαίνει το νομίμως οφειλόμενο ποσό, πλην όμως η καθής στις 22-10-2002 κοινοποίησε στην αιτούσα την προσβαλλομένη από 7-10-2002 επιταγή της, η οποία ενεγράφη στα βιβλία κατασχέσεων του υποθηκοφυλακείου Βόρρων δυνάμει της οποίας προχώρησε στην επίσπευση σε βάρος της εκτελέσεως προς ικανοποίηση απαιτήσεώς της, ύψους εν τέλει 352.564,69 ευρώ με πλειστηριασμό του υποθηκευμένου ακινήτου και των βεβαρημένων με ενέχυρο κινητών. Από τα παραπάνω όμως αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε η βασιμότητα του προβαλλομένου από την αιτούσα λόγου της ανακοπής. Ειδικότερα πιθανολογήθηκε ότι η καθής κατά τον επαναπροσδιορισμό της οφειλής της αιτούσας δεν αφαίρεσε από το κεφάλαιο του αρχικού δανείου ύψους 47.000.000 δρχ. ποσόν 7.239.000 δρχ. το οποίο αντιστοιχούσε στο ποσόν της επιχορηγήσεως που η αιτούσα είχε εκχωρήσει στην καθής. Συγκεκριμένα η επένδυση για την οποία δανειοδοτήθηκε η αιτούσα είχε υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 1262/82 και ως εκ τούτου έτυχε ποσοστού επιχορήγησης 21% αντί του αναμενόμενου 11,90%. Μετά απ' αυτό η Τράπεζα προχώρησε στην υλοποίηση του με στοιχεία 6.5.3 όρου της από 10-11-1986 αρχικής δανειακής συμβάσεως σύμφωνα με τον οποίο επεφύλασσε στην ίδια το δικαίωμα να αναμορφώσει κατά την κρίση της το όλο χρηματοδοτικό σχήμα. Έτσι, όπως προκύπτει από τη σελίδα 27 των συνημμένων στην επιταγή της εγγράφων χρεοπιστώσεων που αφορούν το συγκεκριμένο δάνειο, στις 21-12-1990 καταχωρεί με την ένδειξη "άληκτο-ακύρωση χορήγησης " που κάνει στην σχετική καταχώρηση, σε συνδυασμό με τη μείωση της εξαμηνιαίας δόσης του τοκοχρεολυσίου, από 6.260.147 δρχ. που ήταν μέχρι τότε, σε 5.688.666 δρχ. Ο ισχυρισμός της καθής ότι κατά τον επαναπροσδιορισμό της οφειλής με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 2789/2000 προέβη στον καταλογισμό του ποσού αυτού, ως εκ των άρθρων 422 και 423 ΑΚ είχε δικαίωμα να κάνει, πρώτα στα έξοδα και στους τόκους και μετά στο κεφάλαιο, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στην διαμόρφωση της κατά ως άνω συνολικής οφειλής της αιτούσας, αφού ήδη η καθής είχε επιλέξει να καταλογίσει αυτό, κάνοντας χρήση της δικής της από τη σύμβαση διαζευκτικής ευχέρειας, στο κεφάλαιο. Ο κατά την 21-12-1990 καταλογισμός του παραπάνω ποσού στο κεφάλαιο, αποτελεί από μέρους της δανείστριας άσκηση άτυπης δήλωσης επιλογής στη διαζευκτική δυνατότητα που, κατ' άρθρο 361 ΑΚ, είχε από την δανειακή σύμβαση σχετικά με την επιλογή του είδους της οφειλής που θα απέσβενε η εκχωρηθείσα σ' αυτήν επιχορήγηση. Η επιλογή αυτή εφόσον ασκήθηκε παραμένει κατ' άρθρο 306 ΑΚ αμετάβλητη και συνεπώς ο από μέρους της καθής, εκ των υστέρων, μετά την άνω δήλωσή της, καταλογισμός του ίδιου ποσού με διαφορετικό τρόπο στο σύνολο του χρέους της αιτούσας δεν είναι νόμιμος. Επίσης η καθής κατά τον, σύμφωνα με την παρ 1 του άρθρου 30 επαναπροσδιορισμό της οφειλής της, προαφαιρεί από τις καταβολές που, από μέρους των οφειλετών ή τρίτους έχουν γίνει, έξοδα, φόρους, (ΕΦΤΕ), εισφορές κλπ. που καθίστανται από τη σύμβαση ή το νόμο απαιτητά, ενώ σύμφωνα και με όσα στη μείζονα σκέψη αναφέρθηκαν κατά τη διάταξη του εδ. α' της παραγράφου 2 του άρθρου 30, όπως μετά την αντικατάστασή του ισχύει, περιλαμβάνονται στη συνολική, κατά την έννοια της παρ 1, οφειλή και αποσβένυνται, όπως και το κεφάλαιο, με την καταβολή του ποσού που προκύπτει από τον υπολογισμό που γίνεται όπως ορίζει η διάταξη αυτή. Ενόψει τούτων και αφού συμπεριληφθούν στον υπολογισμό οι τόκοι του διαδραμόντος από την εκταμίευση του ποσού των 7.239.000 δρχ. μέχρι την καταβολή του, δηλαδή από την 11-2-1988 μέχρι την 21-12-1990, που, όπως αναφέρθηκε, επέφερε απόσβεση ισόποσου μέρους του κεφαλαίου, και αφαιρεθούν οι από την αιτούσα προς την καθής μέχρι την 9-5-2001, που θεωρείται κρίσιμος για τον επαναπροσδιορισμό της συνολικής οφειλής χρόνος, καταβολές ύψους 101.487.497 δρχ., η υφιστάμενη σύμφωνα με το νόμο οφειλή της πρώτης προς τη δεύτερη ανέρχεται στο ποσόν των 81.659.267 δρχ. ή 239.646 ευρώ. Αναλυτικά ο κατά τα άνω υπολογισμός της οφειλής με δεδομένο ότι η καθής δεν αμφισβήτησε α) το ύψος των γενομένων μέχρι την 9-5-2001, από την αιτούσα καταβολών και το ποσοστό των επιτοκίων και β) δεν συμπεριλαμβάνονται σ' αυτές το ποσόν των 7.238.000 δρχ. καθώς και όσα κατεβλήθησαν για την απόσβεση του δευτέρου με κωδικό αρ. ΕΔΠ8Π4289 προσωρινού δανείου, έχει ως εξής: 47.000.000 - (7.238.000 - 416.292) = 40.178.292 δρχ. + 559.143 δρχ. (τόκοι από προσωρινό με κωδικό ΕΔΠ8Π4289 δάνειο) + 9.000.000 δρχ. = 49.737.435 δρχ. + προσαύξηση με τόκους έως το 50% 24.808.717,5 δρχ. = 74.600.152, 50 δρχ. Χ 3 = 223.818.457, 5 δρχ. μείον καταβολές της αιτούσας μέχρι 9-5-2001, ύψους 101.487.897 δρχ. = 122.330.560, 5 δρχ. ποσό από το οποίο, αφού προστεθούν τόκοι μέχρι 30-5-2002 με συμβατικό επιτόκιο 6,75% από 9-5-2001 μέχρι 10-4-2002 ποσού δηλαδή δραχμών 7.592.140, και με επιτόκιο υπερημερίας 9,25% από 10-4-2002 μέχρι 30-5-2002 δηλαδή 1.571.608 δρχ. και συνολικά 131.494.309 δραχμές, μείον καταβολή ποσού 152.605 ευρώ ή 52.000.154 δρχ. = 79.494.155 δραχμές συν τόκοι μέχρι την ημερομηνία που υπολογίζονται στην προσβαλλόμενη επιταγή 16-9-2002 με επιτόκιο υπερημερίας 9,25% ποσού 2.165.112 = 81.659.267 δραχμές ή 239.646 ευρώ, ποσό που απέχει σημαντικά από το επιτασσόμενο με την προσβαλλόμενη να καταβληθεί, ύψους 352.564,69 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Περαιτέρω από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε ότι μετά τον επαναπροσδιορισμό της οφειλής η καθής κοινοποίησε τη με αρ. πρωτ. 588/5-7-2002 επιστολή της στην αιτούσα, με την οποία την καλούσε μα προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για την, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 30 παρ. 6 του ως άνω νόμου, ρύθμιση του τρόπου αποπληρωμής της ως άνω οφειλής της με δόσεις, θέτοντας όμως ως αναγκαίο όρο για τη διαπίστωση και μόνον της συνδρομής των προϋποθέσεων της ρύθμισης του χρέους της αιτούσας, την ανεπιφύλακτη, από μέρους της τελευταίας, αναγνώριση του ύψους της οφειλής στο ποσό που εκείνη, (η καθής), επαναπροσδιόρισε. Ο από μέρους όμως της καθής επαναπροσδιορισμός της οφειλής της αιτούσας, κατά τα παραπάνω εκτεθέντα δεν έγινε σύμφωνα με το νόμο και η εμμονή της στην από μέρους της αιτούσας αναγνώριση ποσού που, κατά 112.918 ευρώ (38.476.809 δρχ.) υπερβαίνει τη σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρ. 30 εδ. β' όπως τούτο ισχύει, νόμιμα, προσδιοριζομένη συνολική οφειλή είναι καταχρηστική. Η δε δυνατότητα ρύθμισης του τρόπου αποπληρωμής της κατά το άρθρο 30 συνολικής οφειλής με δόσεις από τον οφειλέτη που κυριαρχικώς παρέχεται από την παρ. 6 του ως άνω άρθρου 30 στα πιστωτικά, όπως η καθής, ιδρύματα, δεν μπορεί να λειτουργεί για την καταστρατήγηση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, οι οποίες καθορίζουν τον τρόπο προσδιορισμού της, "συνολικής", κατά την έννοια του νόμου αυτού, οφειλής. Η διαζευκτική ευχέρεια που έχουν τα πιστωτικά ιδρύματα να συνάψουν με τον οφειλέτη τους, σε περίπτωση συνδρομής των όρων της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 30, διακανονισμό της πληρωμής, έχει σχέση κυρίως με τη βιωσιμότητα της επιχείρησης στην οποία χορηγήθηκε το δάνειο και γενικά με τη φερεγγυότητα του οφειλέτη και όχι με τον προσδιορισμό της συνολικής οφειλής το ύψος της οποίας καθορίζεται αποκλειστικά από το νόμο.   Συνεπώς η καθής, η οποία χωρίς νόμιμο λόγο αρνείται να προβεί ακόμη και στην διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που αφορούν την ρύθμιση της αποπληρωμής με δόσεις της νομίμως, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 30 προσδιορισμένης οφειλής της αιτούσας, και επισπεύδει με την προσβαλλόμενη επιταγή αναγκαστική σε βάρος της τελευταίας εκτέλεση προς είσπραξη της ως άνω οφειλής, ενεργεί, ενόψει των περιστατικών που εκτέθηκαν, καθ' υπέρβασιν των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της αναγκαστικής εκτελέσεως (πρβλ. και ΑΠ 580/1992 οπ.π.). Επιπλέον ενόψει και των μέχρι τώρα γενομένων έναντι της επίδικης οφειλής καταβολών πιθανολογήθηκε ότι η επιχείρηση της αιτούσας η οποία έχει μετατραπεί σε επιχείρηση φροντίδας υπερηλίκων ατόμων, είναι βιώσιμη και έχει τη δυνατότητα να εξοφλήσει εις το ακέραιο την προς την καθής οφειλή της εφόσον η αποπληρωμή του ρυθμιστεί με δόσεις. Αξιοσημείωτο δε είναι ότι η καθής δεν αμφισβήτησε ποτέ την φερεγγυότητά της και τη δυνατότητα που έχει ν' ανταποκριθεί με συνέπεια στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Τέλος πιθανολογήθηκε, ότι η αιτούσα θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, αν συνεχιστεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κι' από ουσιαστικής απόψεως και να επιβληθεί σε βάρος της αιτούσης η δικαστική δαπάνη της καθής (άρ. 178 παρ. 3 Κώδικα Δικηγόρων).

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δικάζει κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων.

   Δέχεται την αίτηση.

   Αναστέλλει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος της αιτούσας με την από 7-10-2002 επιταγή της, η οποία ενεγράφη στα βιβλία κατασχέσεων του υποθηκοφυλακείου Βόρρων μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 5-11-2002 και με αρ. Γ.Α. 4752/ΤΜ/820/2002 ανακοπής κατά της εκτέλεσης.

   Επιβάλλει σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα της καθής, το ύχος των οποίων ορίζει σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο Ηράκλειο στις ... σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.