ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 1275/2019

 

Εργατικές διαφορές - Γιατροί ΕΟ.Π.Υ.Υ. - Διαθεσιμότητα και κινητικότητα γιατρών Ε.Ο.Π.Υ.Υ. - Ασυμβίβαστο μεταξύ άσκησης ελευθέριου επαγγέλματος και απασχόλησης στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. -Αιφνίδια αλλαγή καθεστώτος εργασίας γιατρών - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρων 16 και 17 ν.4238/2014 και 26 ν. 4461/2017

 

Κρίθηκε ότι οι διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του ν. 4238/2014, δυνάμει των οποίων οι ενάγοντες γιατροί του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τέθηκαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατείχαν για ένα μήνα και μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.ΠΕ.), υπό την προϋπόθεση της διακοπής άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματος τους, αντίκεινται στο Σύνταγμα, καθώς προσκρούουν στις αρχές της αναλογικότητας, του κοινωνικού κράτους δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη στο Κράτος και στο συνταγματικό δικαίωμα της συμβατικής και οικονομικής ελευθερίας, καθώς και στο άρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Περαιτέρω, αναγνωρίστηκε ότι η απόρριψη των αιτήσεων των εναγόντων για την υπαγωγή τους στις διατάξεις και την εν γένει διαδικασία του άρ. 26 του Ν. 4461/2017 από την πρώτη εναγομένη (Δ.Υ.ΠΕ.) είναι παράνομη και αντισυνταγματική. Υποχρέωση της πρώτης εναγομένης προς αποδοχή των νομίμως και προσηκόντως προσφερόμενων υπηρεσιών των εναγόντων, βάσει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, έως την αξιολόγηση και κατάταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ., που εντάσσονται στο Π.Ε.Δ.Υ., υπό τους ίδιους όρους που την παρείχαν και πριν από την ένταξή τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας και με διατήρηση όλων των δικαιωμάτων τους και του βαθμού που ήδη νόμιμα κατέχουν, χωρίς διακοπή του ελευθέριου επαγγέλματος τους, καταβάλλοντας πλήρως τις νόμιμες αποδοχές τους, πλέον δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας. Τέλος, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης προς καταβολή των νόμιμων αποδοχών των ενάγοντων για το χρονικό διάστημα από 01.04.2014 έως και την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής, όπως ίσχυαν πριν από την ένταξή τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας, πλέον δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1275/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από τη Χριστίνα Ζευγώλη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Σοφία Τσαγκαροπούλου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 06η.06.2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. ……… του ……, κατοίκου Πατρών (οδός ……… αρ. …), 2. ……… του ……, κατοίκου Πατρών (οδός ……… αρ. …), 3. ……, 4. ……, ……,  29. ……, 30. ……… του ……, κατοίκου Πατρών (συνοικισμός ………), 31. ……… του ……, κατοίκου Πατρών (οδός ……… αρ. …), οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Βασιλείου Αντωνόπουλου, ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθμ. Α057690/19.01.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Α. και

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου 7 (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ 6ης ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ, ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ, ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (6η Δ.Υ.ΠΕ.)», που εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Φώτιου Λεπίδα και 2. Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό Υγείας, οι οποίοι κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της δικαστικής πληρεξούσιας του Ν.Σ.Κ. Γεωργίας Ζουγανέλη.

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 02.04.2018 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με αριθμό κατάθεσης ./2018, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, κατόπιν αναβολής, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφτηκε στο οικείο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295 παρ. 1, 296, 297 και 299 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί, με προφορική δήλωσή του, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον εναγόμενο, να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής του και το δικαίωμα, που ασκήθηκε μ’ αυτή (εφόσον στην τελευταία περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου), χωρίς τη συναίνεση του εναγομένου, πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε και έτσι καταργείται η δίκη, που ανοίχτηκε με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 219/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με τη διάταξη δε του άρθρου 297 του ΚΠολΔ, ορίζονται αποκλειστικά οι τρόποι, με τους οποίους μπορεί να γίνει η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και από το δικαίωμα που ασκήθηκε με αυτή (ΟλΑΠ 1187/1981).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγόντων παραδεκτά δήλωσε ότι ο τέταρτος, ο πέμπτος, 0 ένατος, η δέκατη, η δέκατη τέταρτη, η δέκατη πέμπτη, η εικοστή έκτη και ο τριακοστός πρώτος παραιτούνται από το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, με συνέπεια, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, να θεωρείται ότι η ένδικη αγωγή δεν ασκήθηκε ως προς αυτούς (άρθρα 294 εδ. α', 295 παρ. 1, 296 εδ. α' και 297 του ΚΠολΔ) και πρέπει, επομένως, ως προς αυτούς να κηρυχθεί καταργημένη η δίκη.

 

Ι. Στο Ν. 4238/2014 «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Α.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις» ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «’ρθρο 1 (Γενικές Αρχές) 2. Στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ) συνιστάται Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.) που λειτουργεί στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Ϋ.ΠΕ.) της Χώρας». «’ρθρο 16 (Διαθεσιμότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) 1. Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται, αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται/μεταφέρονται, μετά από αίτηση τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.ΠΕ.), όπως προβλέπεται με την παρ. 4 του άρθρου 17 του Ν. 4224/2013 (Α' 288). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, εξακολουθούν να καταβάλλονται από το φορέα οι προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου που αναλογούν για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη. Οι εισφορές αυτές από τη θέση του υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα και για το χρονικό διάστημα που αυτή διαρκεί προσδιορίζονται στο 75% των αποδοχών αυτού». «’ρθρο 17 (Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.ΠΕ.) 1. Εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται/μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του Ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Το λοιπό προσωπικό των ως άνω παραγράφων 1 και 2 μετατάσσεται/μεταφέρεται, αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, κατόπιν αιτήσεώς τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης. Η ισχύς των προηγούμενων εδαφίων αρχίζει την 4η Μαρτίου 2014. Οι ανωτέρω αιτήσεις υποβάλλονται, από τους ενδιαφερομένους, εντός επτά (7) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης των διαπιστωτικών πράξεων της ως άνω παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου. Οι εν λόγω αιτήσεις, οι οποίες υπέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης του Ν. 1599/1986 (Α’ 75), υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους στις αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπους περιφερειακών διοικητικών μονάδων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ, οι οποίες με ευθύνη τους τις διαβιβάζουν στις αντίστοιχες υπηρεσίες των Δ.Υ.ΠΕ. υποδοχής, εντός τριών ημερών. Το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό που ασκεί, παράλληλα, ελευθέριο επάγγελμα και το οποίο έχει υποβάλει αίτηση αποδοχής θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε Δ.Υ.ΠΕ., οφείλει, κατά το χρόνο ανάληψης υπηρεσίας και προκειμένου να αναλάβει, να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία της Δ.Υ.ΠΕ. υποδοχής βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας ή εναλλακτικά, στην περίπτωση που χωρίς δική του υπαιτιότητα είναι αδύνατη η άμεση λήψη αντίστοιχης βεβαίωσης, επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης διακοπής δραστηριότητας προς την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία υποδοχής, από τον υπόχρεο, αμέσως μετά τη λήψη της, το αργότερο εντός μηνός από την ανάληψη υπηρεσίας, άλλως απολύονται αυτοδικαίως. 2. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής αίτησης αποδοχής ό υπάλληλος που έχει τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας απολύεται, αυτοδικαίως, μετά την πάροδο του προκαθορισμένου χρόνου των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του παρόντος. 3. Στην περίπτωση που ο μετατασσόμενος/μεταφερόμενος υπάλληλος δεν παρουσιαστεί στην αρμόδια υπηρεσία του φορέα υποδοχής, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία, απολύεται αυτοδικαίως. 4. Οι πράξεις μετάταξης/μεταφοράς των εν λόγω υπαλλήλων εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο διοίκησης του φορέα υποδοχής». «’ρθρο 18 (Ένταξη και κατάταξη ιατρικού/οδοντιατρικού προσωπικού στο Εθνικό Σύστημα Υγείας [Ε.Σ.Υ.]) Εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης/μεταφοράς, το ως άνω ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Α.Υ., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 26 του παρόντος». Από τις παραπάνω διατάξεις του Ν. 4238/2014 προκύπτει ότι οι ιατροί του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. πρέπει πλέον να επιλέξουν είτε την απασχόληση στο δημόσιο τομέα υγείας, είτε την άσκηση της ιατρικής ως ελευθερίου επαγγέλματος, παρότι παγίως δεν υφίστατο γι’ αυτούς (πριν από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου) ασυμβίβαστο μεταξύ άσκησης ελευθερίου επαγγέλματος και απασχόλησης στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ή προηγουμένως στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.). Το ασυμβίβαστο αυτό θεσπίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 4238/2014 ως άμεσης εφαρμογής, χωρίς να προβλέπεται καμία μεταβατική προθεσμία, προκειμένου το υπηρετούν προσωπικό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα που προκαλούνται από το ασυμβίβαστο. Ειδικότερα, εντός προθεσμίας επτά εργάσιμων ημερών από την έκδοση των διαπιστωτικών πράξεων θέσης τους σε διαθεσιμότητα, οι ιατροί του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. υποβάλουν αίτηση για τη μετάταξη/μεταφορά τους σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συνιστώνται στις Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.ΠΕ.) για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 4238/2014. Προϋπόθεση για την ανάληψη υπηρεσίας της νέας θέσης είναι η διακοπή άσκησης του ελευθερίου επαγγέλματος. Ακολούθως, όπως γίνεται παγίως δεκτό στη θεωρία και τη νομολογία, ο νομοθέτης μπορεί καταρχήν, σύμφωνα με τις εκάστοτε αξιολογήσεις περί της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, να ρυθμίσει με διαφορετικό τρόπο υφιστάμενες έννομες σχέσεις και να μεταβάλει επί το δυσμενέστερο ένα ευνοϊκό νομοθετικό καθεστώς για μια κατηγορία προσώπων. Εάν ο νομοθέτης κωλυόταν απολύτως να τροποποιήσει το νομικό καθεστώς υφιστάμενων εννόμων σχέσεων, θα καταδικαζόταν ουσιαστικά σε ακινησία, κάτι που δεν συμβαδίζει με το ρόλο και τη δημοκρατική νομιμοποίηση της νομοθετικής εξουσίας στο πολιτειακό μας σύστημα. Ειδικότερα, γίνεται δεκτό ότι, το Σύνταγμα δεν προστατεύει την απλή προσδοκία διατήρησης σε ισχύ μιας συγκεκριμένης ευνοϊκής ρύθμισης ούτε κωλύει το νομοθέτη να μεταβάλλει τη ρύθμιση αυτή για το μέλλον (βλ. ΣτΕ 966/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ότι η μακροχρόνια διατήρηση της ισχύος ενός ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων νομοθετικού καθεστώτος δεν αποτελεί, κατά το Σύνταγμα, πρόσκομμα για τη μεταβολή του. ’λλωστε, ένας γενικός περιορισμός της νομοθετικής λειτουργίας που θα στηριζόταν σε μόνο το επισφαλές κριτήριο του ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων χαρακτήρα μιας υφιστάμενης ρύθμισης, θα κατέληγε, ενόψει της ευρύτητάς του, στη διαιώνισή της και θα οδηγούσε στην παράλυση της δράσης του νομοθέτη και τη ματαίωσή της, κατά το Σύνταγμα, αποστολής του να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος, όπως διαμορφώνονται από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες (ΣτΕ 1786/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τα παραπάνω, ωστόσο, δεν σημαίνουν ότι ο κοινός νομοθέτης είναι απεριόριστα ελεύθερος να τροποποιεί υφιστάμενες έννομες σχέσεις και να μεταβάλλει επί το δυσμενέστερο το νομοθετικό καθεστώς που διέπει μια κατηγορία προσώπων. Κατά την άσκηση της γενικής ρυθμιστικής του αρμοδιότητας που αναπτύχθηκε παραπάνω, ο νομοθέτης δεσμεύεται από τις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο αυτά αποκτούν δύο συνταγματικές αρχές: η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Η πρώτη από τις παραπάνω αρχές (της αναλογικότητας), ύστερα από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, κατοχυρώνεται πλέον και ρητά στο συνταγματικό κείμενο (άρθρο 25 παρ. 1) και αναλύεται σε τρεις επιμέρους αρχές: α) την προσφορότητα ή καταλληλότητα, υπό την έννοια ότι το περιοριστικό μέτρο πρέπει να είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος, β) την αναγκαιότητα, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχουν άλλα λιγότερο επαχθή μέσα για την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος και γ) την stricto sensu αναλογικότητα, υπό την έννοια ότι οι δυσμενείς συνέπειες που προκαλούνται από τη λήψη του περιοριστικού μέτρου δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με τα προσδοκώμενα οφέλη. Όσον αφορά την αρχή της προστατευόμενης (ή δικαιολογημένης) εμπιστοσύνης, αυτή απαγορεύει τη διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη απέναντι στην κρατική εξουσία, συμπεριλαμβανομένης και της αιφνίδιας και άμεσης λήψης μέτρων που ανατρέπουν χωρίς αποχρώντες υπέρτερους λόγους δημοσίου συμφέροντος, με ιδιαίτερα επαχθή τρόπο, επί μακρόν δημιουργηθείσες νόμιμες καταστάσεις υπέρ του πολίτη. Η νομολογία αρχικά ήταν επιφυλακτική ως προς την αναγνώριση της προστατευόμενης εμπιστοσύνης ως αρχής συνταγματικού επιπέδου, σήμερα όμως δεν αμφισβητείται η συνταγματική κατοχύρωση της εν λόγω αρχής ως ειδικότερη έκφανση του Κράτους Δικαίου και της αρχής της ασφάλειας του δικαίου (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 1508/2002, 1501/2008, 703/1990 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθώς επίσης αναγνωρίζεται και ως γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης -σε συνδυασμό με τήν αρχή της αναλογικότητας- σε πολλές περιπτώσεις όχι μόνο δικαιολογεί, αλλά και υπό προϋποθέσεις επιβάλλει τη θέσπιση μεταβατικών ρυθμίσεων, όταν ανατρέπονται επί μακρόν δημιουργηθείσες νόμιμες καταστάσεις υπέρ μιας κατηγορίας πολιτών, χωρίς να υπάρχουν υπέρτεροι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που να καθιστούν άνευ ετέρου αναπότρεπτη και επιτακτική την άμεση εφαρμογή της νεότερης δυσμενούς ρύθμισης. Η νομολογία δε του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε έχει δεχθεί ευθέως την αντισυνταγματικότητα νεότερων δυσμενών διατάξεων που δεν συνοδεύονται από μεταβατικές ρυθμίσεις, είτε δέχεται εμμέσως την αναγκαιότητα τέτοιων μεταβατικών ρυθμίσεων όταν καταφάσκει την συνταγματικότητα νεότερων δυσμενών νομοθετικών διατάξεων με το σκεπτικό ότι συνοδεύονται από μεταβατικές ρυθμίσεις που εξομαλύνουν τις ανεπιεικείς συνέπειες των νέων διατάξεων (ΣτΕ 691/2013, 376/2013, 1786/2012, 2027/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αλλά και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δέχεται την υπό προϋποθέσεις αναγκαιότητα λήψης μεταβατικών μέτρων κατά την εισαγωγή νεότερων δυσμενών ρυθμίσεων, ιδίως όταν η θέσπιση μεταβατικών ρυθμίσεων δεν αντίκειται σε υπέρτερο δημόσιό συμφέρον και δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας (βλ. σχετικά Απόστολο Γέροντα, Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη στη νομολογία του ΣτΕ και του ΔΕΚ, ΔτΑ ΤεΣ 1/2003, σελ. 51 επ.). Αντίστοιχες είναι οι νομολογιακές παραδοχές και σε αλλοδαπές έννομες τάξεις. Ενδεικτικά, αναφέρεται η νομολογία του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, σύμφωνά με την οποία οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των θιγόμενων διοικούμενων, μπορεί να υποχρεώσουν το νομοθέτη στη θέσπιση μεταβατικών διατάξεων. Έτσι, με απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου (BVerfGE 21, 173 [183-184]) κρίθηκε ότι δεν κωλύεται από το Σύνταγμά η ευχέρεια του νομοθέτη να θεσπίσει ασυμβίβαστο όσον αφορά την άσκηση δύο συναφών επαγγελμάτων, οι συνέπειες όμως από τη θέσπιση του ασυμβιβάστου είναι δυσανάλογα δυσμενέστερες για όσους ασκούσαν μέχρι τότε νόμιμα και τα δύο επαγγέλματα και έχουν προσαρμόσει ανάλογα την επαγγελματική τους ζωή και γενικότερα τις βιοτικές τους σχέσεις. Και ναι μεν είναι θεμιτή η επιθυμία του νομοθέτη να υλοποιηθούν άμεσα οι αποφάσεις του, έτσι ώστε το ασυμβίβαστο επιτρεπτά να καταλαμβάνει και όσους μέχρι τότε ασκούσαν νόμιμα και τα δύο επαγγέλματα, πλην όμως, η έλλειψη κάθε μεταβατικής ρύθμισης αντίκειται στις αρχές της αναλογικότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, από τη στιγμή που δεν επιβάλλεται από κάποιον υπέρτερο σημαντικό λόγο δημοσίου συμφέροντος. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Με τη διάταξη αυτή η συμμετοχή στην οικονομική ζωή της χώρας ανάγεται σε δικαίωμα ατομικό και κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία. Ειδική πλευρά της οικονομικής ελευθερίας είναι η ελευθερία της εργασίας, ως ατομικό δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμα καθενός να εργάζεται και να επιλέγει ελεύθερα το είδος, τον τόπο και το χρόνο της εργασίας του. Η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει την ελευθερία των συμβάσεων (ελευθερία σύναψης και καταγγελίας της σύμβασης, ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης, κ.λπ.), όπως προβλέπεται ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Για το λόγο αυτό, δεν συμβιβάζεται καταρχήν με την ελευθερία των συμβάσεων ως εκδήλωση του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας η μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ελευθερία αυτή προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών, καθώς επίσης κατά τις περιπτώσεις που ασκείται σε βάρος της εθνικής οικονομίας (άρθρα 5 παρ. 1, 25 παρ. 3 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος - βλ. ΟλΑΠ 33/2002, ΑΠ 808/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα, περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Π.Π.Π. Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο, μαζί με τη Σύμβαση, κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.Δ. 53/1974 (Α' 256) «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή για λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της τρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Η έννοια της περιουσίας στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο. Σε αυτήν περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα περιουσιακής φύσης, καθώς και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα. Καλύπτονται, κατ’ αυτό τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσης περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά, εφόσον δηλαδή υφίσταται σχετικά μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλόμενου κράτους. Έτσι, περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, αποτελεί και η υπόσταση μιας σύμβασης εργασίας, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες γι’ αυτό από το νόμο προϋποθέσεις (Βλ. ΟλΑΠ 5/2011, ΟλΣτΕ 668/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

 

ΙΙ. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 α' ΚΠολΔ, μεταξύ των απαραίτητων στοιχείων της αγωγής είναι η σαφής έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, σύμφωνά με το νόμο, έτσι ώστε να δικαιολογείται η άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Από τη διάταξη αυτή του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η νομιμοποίηση, ως εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα, ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της, από το ουσιαστικό δίκαιο, είναι απαραίτητο στοιχείο της αγωγής (βλ. ΟλΑΠ 18/2005 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει κατά κανόνα αμέσως από το νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή και του δικονομικού δικαίου και εκείνος, που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος, νομιμοποιείται καταρχήν, ως ενάγων ή εναγόμενος, αντίστοιχα (βλ. ΑΠ 26/2005 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για τη νομιμοποίηση, συνεπώς, προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης (ΕφΙωαν 21/2005 ΕΕΝ 2005.574). Η αμφισβήτηση δε της ύπαρξης νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της αγωγής του ενάγοντος (ΑΠ 871/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 27.1427), ο οποίος και φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος απόδειξης, με συνέπεια, σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποίησής του ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποίησης, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της απόδειξης, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Τα θεμελιωτικά, εξάλλου, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής, είναι το απαράδεκτο αυτής (βλ. Βασ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 68, τ. Α', σελ. 395, ΕφΑΘ 5685/1999 ΕλΔ 41.526). Σε περίπτωση δε έλλειψης απόδειξης της νομιμοποίησης, η αγωγή απορρίπτεται όχι σαν απαράδεκτη, αλλά σαν ουσιαστικά αβάσιμη (Κ. Μπέης, Ερμηνεία, άρθρο 68, σελ. 360), σύμφωνα με την άποψη ότι η νομιμοποίηση συνδέεται με κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, από τους οποίους προκύπτει ο σύνδεσμος του διαδίκου με την επίδικη έννομη σχέση.

 

Οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή τους, η οποία παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις τους και προφορικά στο ακροατήριο (άρ. 224 εδ. β' ΚΠολΔ), εκθέτουν ότι άπαντες είναι ιατροί, οι οποίοι απασχολούνταν, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, βάσει του Ν. 3232/2004 (άρ. 24 παρ. 1 εδ. γ') αρχικά στο τέως Ι.Κ.Α., μετέπειτα Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., και ακολούθως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), βάσει των διατάξεων των άρ. 17 επ. και 26 του Ν. 3918/2011. Ότι, παράλληλα, ασκούσαν και ελευθέριο επάγγελμα, ως είχαν δικαίωμα, βάσει της τότε ισχύουσας νομοθεσίας και των συμβάσεών τους, λειτουργώντας ιδιωτικό ιατρείο. Ότι, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4238/2014, αφαιρέθηκε από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. η αρμοδιότητα για παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας υγείας καί μεταφέρθηκε στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών, οι οποίες αποτελούν πλέον τις δημόσιες δομές παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Π.Ε.Δ.Υ. Ότι ο παραπάνω νόμος προέβλεπε τη θέση αυτών (ιατρών του Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) σε καθεστώς διαθεσιμότητας και την ακόλουθη μεταφορά των εργασιακών τους σχέσεων στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών. Ότι οι διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του ως άνω νόμου, δυνάμει των οποίων τέθηκαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατείχαν για ένα μήνα και μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών, υπό την προϋπόθεση της διακοπής άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματος τους, αντίκεινται στο Σύνταγμα, καθώς προσκρούουν στις αρχές της αναλογικότητας, του κοινωνικού κράτους δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη στο Κράτος και στο συνταγματικό δικαίωμα της συμβατικής και οικονομικής ελευθερίας, καθώς και στο άρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Ότι άπαντες υπέβαλαν στην πρώτη εναγομένη αιτήσεις την 05η.07.2017, πλην του 22ου, ο οποίος υπέβαλε αίτηση την 06η.07.2017, της 14ης, η οποία υπέβαλε αίτηση την 25η.09.2017 και των 9ου και 10ης, οι οποίοι υπέβαλαν αίτηση την 28η.09.2017, περί ένταξής τους στις διατάξεις του άρ. 26 του Ν. 4461/2017, οι οποίες απορρίφθηκαν σιωπηρά. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζητούν, με απόφαση η οποία θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, α) να αναγνωριστεί ότι η σιωπηρή απόρριψη των αιτήσεών τους για την υπαγωγή τους στις διατάξεις και την εν γένει διαδικασία του άρ. 26 του Ν. 4461/2017 από την πρώτη εναγομένη είναι παράνομη και αντισυνταγματική καθώς και ότι παράνομα και αντισυνταγματικά δόθηκαν από το δεύτερο εναγόμενο, δυνάμει του υπ’ αριθμ. πρωτ. Α2α/Γ.Π.οικ.42344/01.06.2017 εγγράφου του, οδηγίες προς τις Δ.Υ.ΠΕ. περί αποκλεισμού των ιατρών της κατηγορίας τους από τις διαδικασίες της παραπάνω διάταξης, β) να ακυρωθεί η σιωπηρή άρνηση (παράλειψη) της πρώτης εναγομένης να αποδεχθεί τις προαναφερθείσες αιτήσεις τους και να τους εντάξει στις διατάξεις και την εν γένει διαδικασία του άρ. 26 του Ν. 4461/2017, γ) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να αποδέχεται εφεξής τις νομίμως και προσηκόντως προσφερόμενες. υπηρεσίες τους, βάσει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, έως την αξιολόγηση και κατάταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ., που εντάσσονται στο Π.Ε.Δ.Υ., σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 περίπτωσης α' του άρ. 26 του Ν. 4461/2017, καταβάλλοντάς τους τις αποδοχές ιατρού κλάδου ΠΕ, με ύψος μηνιαίου μισθού για έκαστο εξ αυτών ανερχόμενο τουλάχιστον σ’ αυτό που ίσχυε στις 31.03.2014 προ της θέσης τους σε διαθεσιμότητα, δυνάμει του Ν. 4238/2014, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις των παρ. 2 περίπτωση (β) εδ. τελευταίο και 3 περιπτώσεις (α) εδ. τελευταίο και (γ) εδ. προτελευταίο του άρ. 26 του Ν. 4461/2017, πλέον δώρου Χριστουγέννων ίσου με 500 ευρώ, δώρου Πάσχα ίσου με 250 ευρώ και επιδόματος αδείας ίσου με 250 ευρώ, κατ’ έτος, νομιμότοκα από τότε που το κάθε επιμέρους κονδύλι είναι ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, δ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να τους καταβάλει τις αποδοχές ιατρού κλάδου ΠΕ για το χρονικό διάστημα από 01.04.2014 έως και την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής, με βάση το μηνιαίο μισθό ενός εκάστου εξ αυτών στο ύψος που είχε διαμορφωθεί προ της θέσης τους σε διαθεσιμότητα την 31η.01.2014, πλέον δώρου Χριστουγέννων ίσου με 500 ευρώ, δώρου Πάσχα ίσου με 250 ευρώ και επιδόματος αδείας ίσου με 250 ευρώ, κατ’ έτος, νομιμότοκα από τότε που το κάθε επιμέρους κονδύλι είναι ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, ε) να αναγνωριστεί ότι το δεύτερο εναγόμενο ευθύνεται έναντι αυτών αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με την πρώτη εναγομένη για την καταβολή των ανωτέρω οφειλόμενων ποσών και στ) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 22, 25 παρ. 2 και 621 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρ. 614 επ. ΚΠολΔ), καθόσον έχει δικαιοδοσία προς τούτο, δεδομένου ότι εν προκειμένω αναφύεται διαφορά ιδιωτικού δικαίου που γεννάται από συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητική διαφορά (βλ. ΑΕΔ 3/2004, ΟλΑΠ 18/2006, ΣτΕ 1070/2012, ΣτΕ 1537, 1538 και 1539/2006, ΑΠ 873/2002, όλες δημοσιευμένες σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), απορριπτόμενης της προβληθείσας από το δεύτερο εναγόμενο ένστασης έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων ως αβάσιμης. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα αναγκαία για τη νομική της θεμελίωση στοιχεία (άρ. 216 ΚΠολΔ), και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω στις οικείες μείζονες σκέψεις της παρούσας, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 648 επ. ΑΚ, 68, 70, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε' ΚΠολΔ. Επισημαίνεται ότι η αγωγή είναι νόμιμη ως προς το αίτημα της κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 907, 908 παρ. 1 περ. ε' και 910 περ. 4 ΚΠολΔ, διότι η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2097/1952 που απαγορεύει την αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, η ισχύς της οποίας (διάταξης) είχε επεκταθεί και στους Ο.Τ.Α. με το άρθρο 3 του Ν.Δ. 31/1968, καθώς και η διάταξη του άρθρου 909 παρ. 1 ΚΠολΔ, που απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., κατά την άποψη που υιοθετεί αυτό το Δικαστήριο, θεωρούνται καταργημένες, ως ευρισκόμενες σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 Συντ., 6 παρ 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (βλ. ΟλΑΠ 17/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 21/2001 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑ 2447/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Πρακτικά 7ης Γεν. Συνεδρίασης της ΟλΕλΣ της 19ής.03,2003 ΕΔΚΑ 2003.606, Πρακτικά της 6ης Γεν. Συνεδρίασης της ΟλΕλΣ της 12ης.03.2003 ΕΔΚΑ 2003.674, Απαλαγάκη X. - Διαδικαστικά ζητήματα από την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου Δ 2004.773-774, Χρυσόγονος Κ. - Η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου ή άλλου ν.π.δ.δ. υπό την ισχύ του άρθρου 94 παρ. 4 Συντ. ΝοΒ 2003.15- 16, Σταμάτης Κ. - Αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως κατά του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και ν.π.δ.δ., ΝοΒ 2003.3, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, συμπληρωματικός τόμος, έκδοση 2001, άρθρο 909). Επομένως, πρέπει η αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα των εναγόντων, που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του εν λόγω Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων εγγράφων μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπό κρίση διαφοράς, λαμβανομένων υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 436 επ. ΚΠολΔ), είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336, 395 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες είναι ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων, οι οποίοι απασχολούνταν, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, βάσει του Ν. 3232/2004 (άρ. 24 παρ. 1 εδ. γ') αρχικά στο τέως Ι.Κ.Α., μετέπειτα Ι.Κ.Α.-Ε.ΤΑ.Μ., και ακολούθως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π. Υ.Υ.), βάσει των διατάξεων των άρ. 17 επ. και 26 του Ν. 3918/2011. Αμείβονταν δε, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4024/2011 (ενιαίο μισθολόγιο), ως απλοί υπάλληλοι ΠΕ, ενώ, παράλληλα, ασκούσαν και ελευθέριο επάγγελμα, ως είχαν δικαίωμα, βάσει της τότε ισχύουσας νομοθεσίας και των συμβάσεών τους, λειτουργώντας ιδιωτικό ιατρείο. Σε αντίθεση με τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ., δεν είχαν τα ίδια κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα με τους τελευταίους, ούτε είχαν δικαίωμα να απασχολούνται στα απογευματινά ιατρεία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Για το λόγο αυτό, ασκούσαν όλοι ελευθέριο επάγγελμα και λειτουργούσαν ιδιωτικά ιατρεία. Ενώ, λοιπόν, από την έναρξη των συμβάσεων εργασίας τους με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. εργάζονταν με το παραπάνω καθεστώς, στη συνέχεια, με το Ν. 4238/2014 και στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης του συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και της μεταφοράς της αρμοδιότητας αυτής από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. στις Δ.Υ.ΠΕ., που συνοδεύτηκε και από τη μεταφορά ολόκληρων των μονάδων υγείας ως οργανωμένων συνόλων, επιχειρήθηκε η αιφνίδια αλλαγή του καθεστώτος εργασίας τους, δεδομένου ότι οι ενάγοντες τέθηκαν σε καθεστώς μηνιαίας διαθεσιμότητας, εκδόθηκαν δε οι σχετικές διαπιστωτικές πράξεις, εντός του πρώτου επταημέρου της οποίας είχαν δικαίωμα να υποβάλουν αιτήσεις για τη μεταφορά των εργασιακών τους σχέσεων στη Δ.Υ.ΠΕ., υπό τον όρο όμως ότι κατά την ανάληψη υπηρεσίας εκ μέρους τους στην οικεία Δ.Υ.ΠΕ. θα προσκόμιζαν βεβαίωση της οικείας Δ.Ο.Υ. περί διακοπής του ελευθέριου επαγγέλματος τους (άρ. 16 και 17 του παραπάνω νόμου). Έτσι, ενώ στη Δ.Υ.ΠΕ. θα απασχολούνταν πλέον με πλήρες ωράριο, με τις ίδιες αποδοχές, υποχρεούνταν επιπλέον στη διακοπή του ελευθέριου επαγγέλματος τους, χωρίς αυτό να αντισταθμίζεται από την υπαγωγή τους σε κάποιο ειδικό βελτιωμένο μισθολόγιο. Η έλλειψη κάθε μεταβατικής διάταξης για τους ενάγοντες, ως προς τη θέσπιση ασυμβίβαστου μεταξύ άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματος και της απασχόλησής τους στο δημόσιο σύστημα υγείας, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της προστατευόμενης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη, αλλά και στο δικαίωμα για προστασία της συμβατικής και οικονομικής ελευθερίας και της προστασίας της περιουσίας και τούτο, διότι η άμεση εφαρμογή του ασυμβίβαστου αυτού προκαλεί ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες γι’ αυτούς, χωρίς να προκύπτει κάποιος υπέρτερος λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να καθιστά απαγορευτική τη θέσπιση μεταβατικής ρύθμισης. Ειδικότερα, οι ενάγοντες ως ιατροί του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., είχαν παγίως τη δυνατότητα να ασκούν παράλληλα την ιατρική ως ελευθέριο επάγγελμα και έτσι, είτε με ίδια κεφάλαια που άντλησαν από δάνεια, είτε με τη σύναψη συμβάσεων επαγγελματικής μίσθωσης, ξεκίνησαν τη λειτουργία ιδιωτικών ιατρείων, τα οποία εξόπλισαν με ιατρικό εξοπλισμό και τα στελέχωσαν με βοηθητικό ιατρικό και γραμματειακό προσωπικό. Γενικότερα και με βάση την πάγια δυνατότητα άσκησης ελευθέριου επαγγέλματος, οργάνωσαν την επαγγελματική τους ζωή και τις βιοτικές τους σχέσεις σε μακροπρόθεσμο επίπεδο (αφού ο βραχυπρόθεσμος προγραμματισμός έχει περιστασιακό χαρακτήρα και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εύλογος). Τα δεδομένα αυτά ανατράπηκαν άρδην και αιφνιδίως από το θεσπιζόμενο ασυμβίβαστο με προφανείς και ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες, αφού οι ενάγοντες ιατροί του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. καλούνταν άμεσα είτε να εγκαταλείψουν τη θέση του ιατρού στο δημόσιο σύστημα υγείας, είτε να παύσουν την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος. Εάν αποφάσιζαν υπέρ της άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματος, τότε θα έπρεπε να απωλέσουν άμεσα μια βασική πηγή εισοδήματος σε συνθήκες οξύτατης οικονομικής κρίσης, χωρίς να έχουν στη διάθεσή τους έστω και ένα βραχύ χρονικό διάστημα, προκειμένου να προσαρμόσουν την επαγγελματική και την οικογενειακή τους ζωή στα νέα, σημαντικά διαφοροποιημένα, δεδομένα. Από την άλλη πλευρά, εάν αποφάσιζαν υπέρ της θέσης στο δημόσιο σύστημα υγείας και διέκοπταν την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος, πέρα από τη απώλεια των αμοιβών από την πηγή αυτή, θα βρίσκονταν αντιμέτωποι και με πρόσθετες σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες που προέκυπταν λ.χ. από την αχρήστευση ιατρικού εξοπλισμού, που πιθανόν να μην είχε αποσβεσθεί ακόμη η αξία του, από την υποχρέωση αποζημίωσης βοηθητικού ιατρικού και γραμματειακού προσωπικού και την υποχρέωση καταβολής μισθωμάτων μέχρι τη λήξη της συμβατικής μισθωτικής σχέσης. Όλα τα παραπάνω προβλέφθηκαν χωρίς να είναι εμφανής κάποιος συγκεκριμένος και υπέρτατος λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να καθιστά απαγορευτική την πρόβλεψη οποιασδήποτε μεταβατικής ρύθμισης για το ήδη υπηρετούν ιατρικό προσωπικό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4238/2014 δεν αιτιολογούνται η άμεση έναρξη του ασυμβιβάστου των ιατρών του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και η έλλειψη κάθε μεταβατικής ρύθμισης. Γενικά, μόνο όσον αφορά τη διαθεσιμότητα του προσωπικού του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. (και όχι σε σχέση με το εξεταζόμενο ασυμβίβαστο του ιατρικού προσωπικού), αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση: «’ρθρο 17 (άρθρο 16 στο τελικό κείμενο του Ν. 4238/2014) Διαθεσιμότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Με τις διατάζεις της παραγράφου 1, προκειμένου να επιτευχθεί σε σύντομο χρόνο η επιχειρούμενη μεταρρυθμιστική δράση στο χώρο της παροχής δημόσιων υπηρεσιών υγείας, προβλέπεται η θέση του προσωπικού σε καθεστώς διαθεσιμότητας για το σύντομό χρονικό διάστημα του ενός μήνα». Ωστόσο, είναι σαφές ότι ο στόχος της σύντομης υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, που επέρχονται με το Ν. 4238/2014 δεν εξαρτάται και δεν σχετίζεται με τη δυνατότητα ή μη του ιατρικού προσωπικού του ΕΟ.Π.Υ.Υ. να ασκεί ελευθέριο επάγγελμα, πολύ περισσότερο εφόσον ο νομοθέτης θα μπορούσε να προβλέψει ότι οι ιατροί του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. είναι πλήρους, όχι όμως ταυτόχρονα και αποκλειστικής απασχόλησης. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται ούτε από τη διάταξη του άρθρου 18 του Ν. 4238/2014, σύμφωνα με την οποία «Εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης/μεταφοράς, το παραπάνω προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ.» (βλ. και τις εισαγωγικές παρατηρήσεις στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4238/2014, σύμφωνα με τις οποίες «Ειδικοί στόχοι της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας είναι οι ακόλουθοι: ... (β) η ανάπτυξη του Πρωτοβάθμιου Εθνικού Δικτύου Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), ενός ενιαίου συστήματος Π.Φ.Υ. στην Ελλάδα, μέσω της ενοποίησης των δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και του Ε.Σ.Υ.)». Επιπλέον, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, ενόψει των προαναφερθεισών διατάξεων του Συντάγματος και του Π.Π.Π. Ε.Σ.Δ.Α., η νομοθετική επιβολή καθεστώτος αποκλειστικής απασχόλησης στους ενάγοντες. Ήδη, για το λόγο αυτό οι παραπάνω ρυθμίσεις αντίκεινται στις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., πολύ δε περισσότερο καθόσον οι ενάγοντες, σύμφωνα με τις παραπάνω νομοθετικές ρυθμίσεις, επρόκειτο να αξιολογηθούν για την κατάταξή τους σε θέση κλάδου ειδικευμένων ιατρών του Ε.Σ.Υ. εντός οκταμήνου από την παραπάνω μετάταξη/μεταφορά τους (σύμφωνα με τις διατάξεις των υποκεφαλαίων Γ. «Ένταξη και κατάταξη στο Εθνικό Σύστημα Υγείας» και Δ. «Αξιολόγηση και Κατάταξη στον Κλάδο Ιατρών Ε.Σ.Υ.» της υποπαραγράφου ΙΖ. 1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4254/2014). Η ενοποίηση των δομών και του προσωπικού Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και η αποφυγή διχοτόμησης του προσωπικού (σε αυτούς που προέρχονται από το Ε.Σ.Υ. και είναι αποκλειστικής απασχόλησης και σε εκείνους που προέρχονται από τον Ε.Ο.Π. Υ.Υ. με δυνατότητα άσκησης ελευθέριου επαγγέλματος), θα δικαιολογούσε το ασυμβίβαστό μόνο μετά την κατάταξη του ιατρικού προσωπικού του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. σε θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ., όχι όμως καί πριν από αυτή, όπως συμβαίνει με τις διατάξεις του Ν. 4238/2014, πολύ δε περισσότερο όταν η κατάταξή τους σε θέσεις του Ε.Σ.Υ. είναι μελλοντική και αβέβαιη, εφόσον έχει προβλεφθεί διαδικασία αξιολόγησης, από την οποία θα εξαρτηθεί αν θα καταλάβουν ή όχι σχετική θέση στο Ε.Σ.Υ., ακόμη δε και αν η αξιολόγηση είναι θετική ενδεχομένως να απαντηθεί πολύς χρόνος, προκειμένου να καταλάβουν θέσεις κλάδου ιατρών και οδοντιάτρων στο Ε.Σ.Υ., εξακολουθώντας να αμείβονται ως απλοί υπάλληλοι ΠΕ. Ακολούθως, η αιφνίδια διακοπή του ελεύθερου επαγγέλματος τους οδηγεί στην απώλεια της φήμης και των πελατών - ασθενών τους, τα οποία δεν θα μπορέσουν να επανακτήσουν σε περίπτωση που δεν καταλάβουν θέση, έστω και σε αβέβαιο χρονικό διάστημα, στο Ε.Σ.Υ. Πλην όμως, δεδομένου ότι οι μονάδες υγείας, στις οποίες καλούνται οι ενάγοντες να υπηρετήσουν, έχουν ήδη ενταχθεί στις οικείες Δ.Υ.ΠΕ., με συνέπεια να μην υπάγονται πλέον στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ο τελευταίος αδυνατεί να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους με τους ίδιους όρους, με βάση τους οποίους αυτοί παρείχαν τις υπηρεσίες τους, διότι έχει αλλάξει ο σκοπός αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 4238/2014 και από πάροχος υπηρεσιών υγείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 3918/2011, έχει ήδη μετατραπεί σε αγοραστή υπηρεσιών υγείας. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι πράγματι εκδόθηκαν οι σχετικές διαπιστωτικές πράξεις, που έθεσαν σε διαθεσιμότητα τους ενάγοντες από 18.02.2014, επομένως, η προθεσμία των επτά (7) ημερών για την υποβολή αίτησης περί ένταξής τους στις διατάξεις του άρ. 26 του Ν. 4461/2017 άρχιζε τη 19η.02.2014 και έληγε την 27η.02.2014. Οι ενάγοντες υπέβαλαν μεν αιτήσεις στην πρώτη εναγομένη, πλην όμως αυτές ήταν εκπρόθεσμες, καθόσον υποβλήθηκαν την 05η.07.2017, ενώ για τον 22ο την 06η.07.2017, για τη 14η την 25η.09.2017 και για τους 9ο και 10η την 28η.09.2017, με αποτέλεσμα να εκδοθεί πράξη από τον Πρόεδρο του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., η οποία δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. 502/17.04.2014 Τεύχος Τρίτο), με την οποία διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη λύση των εργασιακών τους σχέσεων. Επισημαίνεται ότι οι μονάδες υγείας στις οποίες καλούνται να υπηρετήσουν οι ενάγοντες έχουν μεταφερθεί από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και ενταχθεί στην οργανωτική δομή των οικείων Δ,Υ.ΠΕ., εν προκειμένω της πρώτης εναγομένης, με συνέπεια να μην υπάγονται πλέον σ’ αυτόν (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), ενώ ο τελευταίος αδυνατεί να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων με τους ίδιους όρους με βάση τους οποίους παρείχαν τις υπηρεσίες τους, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 4238/2014, έχει αλλάξει σκοπό και από πάροχος υπηρεσιών υγείας (άρ. 17 Ν. 3918/2011) έχει ήδη μετατραπεί σε αγοραστή υπηρεσιών υγείας. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της και ευθύνης του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Σημειωτέον, επίσης, ότι η πρώτη εναγομένη αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ. με πλήρη διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, έχει τα δικά του όργανα, το δικό του προσωπικό, το οποίο και μισθοδοτείται με κονδύλια του δικού του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3329/2005, οι δε ενάγοντες αιτούνται να προσληφθούν από αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και όχι από το Δημόσιο, σε κάθε δε περίπτωση δεν έχει μεσολαβήσει πράξη ή παράλειψη κάποιου οργάνου του Δημοσίου, παρά μόνο σιωπηρή άρνηση της πρώτης εναγομένης να αποδεχτεί τις αιτήσεις τους. Επομένως, ο περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης ισχυρισμός του δεύτερου εναγομένου, ο οποίος ανάγεται στην ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, πρέπει να γίνει δεκτός και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του του δεύτερου εναγομένου. Απορριπτέα, επίσης, τυγχάνει και η ένσταση διετούς παραγραφής, που προβλήθηκε από την πρώτη εναγομένη, καθόσον, όταν για τη θεμελίωση του επί των αποδοχών ή των πάσης φύσεως απολαβών δικαιώματος απαιτείται η έκδοση πράξης του νομικού προσώπου, την οποία παράνομα παραλείπουν να εκδώσουν τα όργανά του, δηλαδή όταν δεν πρόκειται για ευθεία αγωγή λόγω άρνησης ή καθυστέρησης καταβολής αποδοχών, αλλά για αγωγή αποζημίωσης λόγω παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των οργάνων του νομικού προσώπου, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, όπως εν προκειμένω (παράνομη θέση σε διαθεσιμότητα, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 του .Ν. 4238/2014, παράνομη απόλυση, παράλειψη της πρώτης εναγομένης να αποδεχθεί τις αιτήσεις τους προς απασχόληση και καταβολή της μισθοδοσίας τους), η παραγραφή είναι πενταετής (βλ. ΑΕΔ 9/2009, ΑΠ 1627/2017, 2261/2013, 984/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

 

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, δυνάμει της οποίας οι ενάγοντες παραιτούνται από το δικόγραφο της από 04.12.2017 και με αριθμό κατάθεσης 603796/3005/2017 αγωγής τους, να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το δεύτερο εναγόμενο και να γίνει δεκτή στο σύνολό της δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη και α) να αναγνωριστεί ότι η απόρριψη των αιτήσεων των εναγόντων για την υπαγωγή τους στις διατάξεις και την εν γένει διαδικασία του άρ. 26 του Ν. 4461/2017 από την πρώτη εναγομένη είναι παράνομη και αντισυνταγματική, β) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να αποδέχεται εφεξής τις νομίμως και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες των εναγόντων, βάσει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, έως την αξιολόγηση και κατάταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ., που εντάσσονται στο Π.Ε.Δ.Υ., υπό τους ίδιους όρους που την παρείχαν και πριν από την ένταξή τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας και με διατήρηση όλων των δικαιωμάτων τους και του βαθμού που ήδη νόμιμα κατέχουν, χωρίς διακοπή του ελευθέριου επαγγέλματος τους, καταβάλλοντας πλήρως τις νόμιμες αποδοχές τους, πλέον δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας και γ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να τους καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές τους για το χρονικό διάστημα από 01.04.2014 έως και την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής, όπως ίσχυαν πριν από την ένταξή τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας, πλέον δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας, νομιμότοκα από τότε που το κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του παρεπόμενου αιτήματος των εναγόντων όπως κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, δεδομένου ότι δεν αποδείχτηκαν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο, ούτε εξάλλου οι ενάγοντες επικαλούνται τέτοιους (άρθρα 907, 908 ΚΠολΔ). Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους, καθότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Θεωρεί την αγωγή μη ασκηθείσα και κηρύσσει τη δίκη καταργημένη ως προς τον τέταρτο, τον πέμπτο, τον ένατο, τη δέκατη, τη δέκατη τέταρτη, τη δέκατη πέμπτη, την εικοστή έκτη και τον τριακοστό πρώτο των εναγόντων.

 

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται την αγωγή.

 

Αναγνωρίζει ότι η απόρριψη των αιτήσεων των εναγόντων για την υπαγωγή τους στις διατάξεις και την εν γένει διαδικασία του άρ. 26. του Ν. 4461/2017 από την πρώτη εναγομένη είναι παράνομη και αντισυνταγματική.

 

Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη να αποδέχεται εφεξής τις νομίμως και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες των εναγόντων, βάσει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, έως την αξιολόγηση και κατάταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ., που εντάσσονται στο Π.Ε.Δ.Υ., υπό τους ίδιους όρους που την παρείχαν και πριν από την ένταξή τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας και με διατήρηση όλων των δικαιωμάτων τους και του βαθμού που ήδη νόμιμα κατέχουν, χωρίς διακοπή του ελευθέριου επαγγέλματος τους, καταβάλλοντας πλήρως τις νόμιμες αποδοχές τους, πλέον δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας.

 

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να καταβάλει στους ενάγοντες τις νόμιμες αποδοχές τους για το χρονικό διάστημα από 01.04.2014 έως και την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής, όπως ίσχυαν πριν από την ένταξή τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας, πλέον δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας, νομιμότοκα από τότε που το κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 18-06-2019 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ