ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΔΠρΑθ 6751/2018

 

Πρόστιμο ανυποταξίας. Δεν συνιστά «ποινική κύρωση».

 

 

Αριθμός απόφασης 6751/2018

 

ΓΑΚ ./2012

 

ΤΟ

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

 

ΤΜΗΜΑ 19ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

 

σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Νοεμβρίου 2017, με δικαστή τον Ιωάννη Δροσόπουλο, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τη Θέκλα Κατρή, δικαστική υπάλληλο,

 

γ ι α να δικάσει την προσφυγή με ημερομηνία κατάθεσης την 10-2-2012,

 

τ ο υ ., κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης (οδός .), ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Σταυρούλας Γιαννακοπούλου, την οποία διόρισε προφορικά στο ακροατήριο,

 

κ α τ ά τ ο υ Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 133 παρ. 2 εδ. β΄ του ΚΔΔ, του Δικαστικού Πληρεξουσίου του ΝΣΚ Δημητρίου Βολτή.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 

 

Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς :

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (σχετικά το 1191257 σειράς Α΄ ειδικό έντυπο παραβόλου), ο προσφεύγων ζητεί παραδεκτώς την ακύρωση της από 14-12-2011 απόφασης του Διευθυντή της Στρατολογικής Υπηρεσίας Αττικής, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του πρόστιμο ανυποταξίας ύψους 6.000 ευρώ.

 

2. Επειδή, στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Το δικαίω‘α της προηγού‘ενης ακρόασης του ενδιαφερο‘ένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή ‘έτρο που λα‘βάνεται εις βάρος των δικαιω‘άτων ή συ‘φερόντων του». Περαιτέρω, στο άρθρο 6 του κυρωθέντος ‘ε το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ορίζεται ότι: «1. Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή ‘έτρο σε βάρος των δικαιω‘άτων ή συ‘φερόντων συγκεκρι‘ένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερό‘ενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα σχετικά ζητή‘ατα. 2. Η κλήση προς ακρόαση είναι έγγραφη, αναφέρει τον τόπο, την η‘έρα και την ώρα της ακρόασης, προσδιορίζει δε το αντικεί‘ενο του ‘έτρου ή της ενέργειας. ... Η τήρηση της προαναφερό‘ενης διαδικασίας, καθώς και η λήψη υπόψη των απόψεων του ενδιαφερο‘ένου πρέπει να προκύπτουν από την αιτιολογία της διοικητικής πράξης ... 3 .... 4. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρ‘όζονται και όταν οι σχετικές ‘ε τη δυσ‘ενή διοικητική πράξη διατάξεις προβλέπουν δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής».

 

3. Επειδή, σύ‘φωνα ‘ε τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγ‘ατος και του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, οι διοικητικές αρχές, πριν από την έκδοση δυσ‘ενούς πράξης που στηρίζεται σε υποκει‘ενική συ‘περιφορά, οφείλουν να καλούν εγγράφως τον ενδιαφερό‘ενο να εκφράσει τις απόψεις του, ενώ τυχόν παράλειψη τήρησης της διαδικασίας ακρόασης του ενδιαφερο‘ένου συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (ΣτΕ 2350/2015, 3516/2014, 537/2014, 2180/2013 7‘, 2383/2012, 3489/2011). Εξάλλου, ενόψει του ότι η άσκηση του δικαιώματος της προηγού‘ενης ακρόασης αποβλέπει στην παροχή δυνατότητας στον διοικού‘ενο, τον οποίον αφορά η δυσ‘ενής διοικητική πράξη, να προβάλει συγκεκρι‘ένους ισχυρισ‘ούς ενώπιον του αρ‘όδιου διοικητικού οργάνου, ώστε να επηρεάσει τη λήψη από αυτό της απόφασης, ύστερα από διαφορετική ε‘φάνιση ή εκτί‘ηση του πραγ‘ατικού υλικού, για το λυσιτελές της προβολής λόγου περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης πριν από την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξης απαιτείται παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλε ενώπιον της Διοίκησης, εάν είχε κληθεί. Οι ισχυρισμοί δε αυτοί πρέπει να είναι ουσιώδεις, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από τη Διοίκηση (πρβλ. ΣτΕ 1369/2014, 2350/2015, 2646/2014, 3140/2014, 4610/2013, πρβλ. ΣτΕ 4447/2012 Ολομ).

 

4. Επειδή, εξάλλου, ο εφαρμοστέος, εν προκειμένω, ν. 3421/2005 «Στρατολογία των Ελλήνων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 302) ορίζει στο άρθρο 51 ότι: «1. Ανυπότακτοι κηρύσσονται όσοι, μετά από γενική ή ειδική πρόσκληση για κατάταξη στις Ένοπλες Δυνάμεις, δεν κατατάσσονται στις ορισμένες ημερομηνίες ή προθεσμίες στις μονάδες κατάταξης. 2. Η ανυποταξία αρχίζει από την επομένη της οριζόμενης ημέρας κατάταξης ή εφόσον ορίζεται προθεσμία κατάταξης, από την επόμενη της τελευταίας ημέρας... 3. Η ανυποταξία διακόπτεται: α) ... β) ... γ) ... δ) - όπως η περ. αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 28 του ν. 4278/2014, Α΄ 157 - Με την παρουσίαση του ανυπότακτου σε στρατιωτική δικαστική αρχή ή στο στρατολογικό γραφείο για τη διακοπή της ανυποταξίας του ε) ... στ) ... 4 ... 5. (όπως η παρ. αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με την παρ. 9β του άρθρου 77 του ν. 3883/2010 (Α΄ 167/24.9.2010) - Στους ανυπότακτους επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα ποινικές κυρώσεις, χρηματικό πρόστιμο, καθώς και οι στερήσεις και απαγορεύσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 53 και 54 του παρόντος νόμου. 6. (η παρ. αυτή προστέθηκε με την παρ. 9γ του άρθρου 77 του ίδιου ν. 3883/2010) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής ʼμυνας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται το ύψος του χρηματικού προστίμου, που επιβάλλεται στους ανυπότακτους, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, η διαδικασία, καθώς και κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την καταβολή του.». Κατ' επίκληση της τελευταίας εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε η Φ.429.1/17/28181014.3.2011 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών - Εθνικής ʼμυνας «Καθορισμός χρηματικού προστίμου, που επιβάλλεται σε ανυπότακτους και λιποτάκτες» (Β΄ 517/5.4.2011) η οποία ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Το χρηματικό πρόστιμο που επιβάλλεται κατ' εφαρμογή της παραγράφου 5 του άρθρου 51 και της παραγράφου 3 του άρθρου 52 του ν. 3421/2005 (ΦΕΚ Α-302) σε ανυπότακτους και λιποτάκτες αντίστοιχα, καθορίζεται ως εξής α) στους ανυπότακτους σε έξι χιλιάδες ( 6.000) ευρώ β) ... γ) ... », στο άρθρο 2 ότι: « 1 ... 2. Η επιβολή του χρηματικού προστίμου επέρχεται στους ανυπότακτους … την επόμενη της ημερομηνίας που υποχρεούνται για κατάταξη ... 3. Το χρηματικό πρόστιμο επιβάλλεται με απόφαση του Διευθυντή του αρμόδιου Στρατολογικού Γραφείου .... 4 .... ».

 

5. Επειδή, περαιτέρω, στα άρθρα 59 και επόμενα του ν. 3421/2005 (Α΄ 302) ρυθμίζονται τα της εναλλακτικής υπηρεσίας των αντιρρησιών συνείδησης. Ειδικότερα, στο άρθρο 59 αυτού, όπως το άρθρο αυτό έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 78 του ν. 3883/2010 (Α΄ 167), ορίζεται ότι: «1. Όσοι για λόγους συνείδησης αρνούνται να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, επικαλούμενοι τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις, μπορεί να αναγνωρίζονται ως αντιρρησίες συνείδησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. 2. Οι λόγοι συνείδησης που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο πρέπει να απορρέουν από μία γενική αντίληψη για τη ζωή, βασισμένη σε συνειδητές θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή ηθικές πεποιθήσεις, που εφαρμόζονται από το άτομο απαράβατα και εκδηλώνονται με τήρηση ανάλογης συμπεριφοράς. 3. Δεν χαρακτηρίζονται ως αντιρρησίες συνείδησης και δεν υπάγονται στις σχετικές διατάξεις: α. Όσοι έχουν υπηρετήσει ενόπλως για οσοδήποτε χρονικό διάστημα στις ελληνικές ή ξένες Ένοπλες Δυνάμεις ή στα Σώματα Ασφαλείας, μετά τον ενστερνισμό των πεποιθήσεων που τους εμποδίζουν στην εκπλήρωση ένοπλης στρατιωτικής υποχρέωσης για λόγους συνείδησης. β. … 4. Οι αντιρρησίες συνείδησης καλούνται να προσφέρουν εναλλακτική υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού». Εξάλλου, στο άρθρο 62 του ιδίου νόμου, όπως το άρθρο αυτό έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 78 του ν. 3883/2010, ορίζεται ότι: «1. Η υπαγωγή των αντιρρησιών συνείδησης στις διατάξεις του νόμου αυτού και η διάθεσή τους στους φορείς του δημόσιου τομέα για εναλλακτική υπηρεσία γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής ʼμυνας, ύστερα από γνωμοδότηση ειδικής επιτροπής, που εξετάζει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναγνώρισης των ενδιαφερομένων ως αντιρρησιών συνείδησης είτε μέσα από τα δικαιολογητικά που υποβάλλουν είτε και αυτοπροσώπως, εφόσον αυτό απαιτείται …». Περαιτέρω, στο άρθρο 63 παρ. 1 του ως άνω ν. 3421/2005, προβλέπεται ότι : «Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής ʼμυνας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα δικαιολογητικά και οι προθεσμίες κατάθεσής τους, ο χρόνος σύγκλησης και ο τρόπος λειτουργίας της ειδικής επιτροπής, η διαδικασία υπαγωγής, κατάταξης, τοποθέτησης και μετάθεσης, ο τρόπος στρατολογικής παρακολούθησης, καθώς και κάθε λεπτομέρεια, αναγκαία για την εφαρμογή των σχετικών με τους αντιρρησίες συνείδησης διατάξεων του νόμου αυτού». Σε εκτέλεση της παραπάνω νομοθετικής εξουσιοδότησης, εκδόθηκε η υπ’ αρ. Φ.420/79/81978/Σ.300/21.12.2005 απόφαση του Υπουργού Εθνικής ʼμυνας (Β΄ 1854), στο άρθρο 1 (όπως το άρθρο αυτό έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 1 της Φ.429.1/1/280116/11.1.2011 απόφασης του Υπουργού Εθνικής ʼμυνας, Β΄ 111) παρ. 1 της οποίας ορίζονται τα υποβλητέα στο αρμόδιο στρατολογικό γραφείο δικαιολογητικά. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού: «Τα παραπάνω δικαιολογητικά, κατατίθενται στο αρμόδιο Στρατολογικό Γραφείο μέσα σε αποκλειστικές προθεσμίες, ως εξής: α. Από τους στρατευσίμους: Εφόσον πρόκειται για πρωτόκλητους, από την ημερομηνία πρόσκλησής τους για κατάταξη στις Ένοπλες Δυνάμεις, μέχρι την ημερομηνία που υποχρεούνται για κατάταξη σ’ αυτές, ενώ όσοι κλήθηκαν για κατάταξη και έτυχαν αναβολής, μετά τη διακοπή ή λήξη της και μέχρι την ημερομηνία που υποχρεούνται για κατάταξη. β. Από τους ανυπότακτους: Μετά τη διακοπή της ανυποταξίας τους και μέχρι την ημερομηνία που υποχρεούνται για κατάταξη στις Ένοπλες Δυνάμεις». Κατά δε την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου: «Δεν γίνονται δεκτά αιτήματα που υποβάλλονται μετά την κατάταξη των ενδιαφερομένων στις Ένοπλες Δυνάμεις ή αιτήματα που υποβάλλονται για δεύτερη φορά, μετά από απόρριψη προηγούμενου όμοιου για ουσιαστικούς λόγους». Τέλος, στην παράγραφο 4 του ίδιου ως άνω άρθρου 1 ορίζεται ότι: «Εφόσον δεν υποβάλλονται δικαιολογητικά ή υποβάλλονται εκπρόθεσμα, το αίτημα απορρίπτεται από το αρμόδιο Στρατολογικό Γραφείο. Ομοίως απορρίπτεται το αίτημα στις περιπτώσεις, που από τα υποβαλλόμενα δικαιολογητικά, δεν αποδεικνύεται ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 59 του ν. 3421/2005 (ΦΕΚ Α΄ 302)».

 

6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Στις 18-5-2007 χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα αναβολή κατάταξης για λόγους σπουδών έως την 31-12-2010, με υποχρέωση να καταταγεί στις 3-5-2011 στο Κέντρο Εκπαίδευσης Εφοδιασμού Μεταφορών. Στις 30-5-2011 η Στρατολογική Υπηρεσία προέβη σε αναζήτησή του μέσω του Αστυνομικού Τμήματος Νέας Χαλκηδόνας, λόγω του ότι δεν παρουσιάστηκε για κατάταξη κατά την ανωτέρω ορισθείσα ημερομηνία. Το εν λόγω Αστυνομικό Τμήμα διαβίβασε στην Στρατολογική Υπηρεσία υπεύθυνη δήλωση του πατέρα του προσφεύγοντος, στην οποία αναγραφόταν ότι δεν γνώριζε τη διεύθυνση διαμονής του γιου του, ούτε τον λόγο της μη κατάταξής του. Κατόπιν αυτών, ο προσφεύγων κηρύχθηκε ανυπότακτος από 4-5-2011 και ο Διευθυντής της Στρατολογικής Υπηρεσίας Αττικής εξέδωσε την από 14-12-2011 απόφασή του, με την οποία και κατ' επίκληση του άρθρου 51 παρ. 5 του ν. 3421/2005 και της Φ.429.1/17/281810/4.3.2011 ΚΥΑ επέβαλε σε βάρος του το επίδικο πρόστιμο ανυποταξίας ύψους 6.000 ευρώ.

 

7. Επειδή, ο προσφεύγων με την κρινόμενη προσφυγή και το από 28-11-2017 υπόμνημά του, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη διότι εκδόθηκε κατά παράβαση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασης. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι εάν είχε κληθεί σε ακρόαση, θα είχε εκθέσει στη Διοίκηση ότι η μη κατάταξή του οφειλόταν σε ιδεολογικούς λόγους, καθώς οι ιδεολογικές και κοινωνικοπολιτικές του αντιλήψεις δεν του επιτρέπουν να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται η ένδικη παράβαση. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) σύμφωνα με το άρθρο 59 του ν. 3421/2005, όσοι για λόγους συνείδησης αρνούνται να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, επικαλούμενοι τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις, μπορεί να αναγνωρίζονται ως αντιρρησίες συνείδησης ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 62 του ίδιου νόμου και τις διατάξεις της υπ’ αρ. Φ.420/79/81978/Σ.300/21.12.2005 απόφασης του Υπουργού Εθνικής ʼμυνας, β) σύμφωνα με την πιο πάνω υπουργική απόφαση, εάν στρατεύσιμος κηρυχθεί ανυπότακτος, μπορεί να υποβάλει αίτημα υπαγωγής του στο καθεστώς των αντιρρησιών συνείδησης εντός προθεσμίας, η οποία αρχίζει από τη διακοπή της ανυποταξίας του και λήγει την ημέρα κατά την οποία υποχρεούται να καταταγεί στις Ένοπλες Δυνάμεις, γ) αρμόδιος για να κρίνει σχετικά με το αν κάποιος υπάγεται στο καθεστώς του αντιρρησία συνείδησης είναι ο Υπουργός Εθνικής ʼμυνας ύστερα από γνωμοδότηση ειδικής επιτροπής και δ) εν προκειμένω ο Διευθυντής της Στρατολογικής Υπηρεσίας Αττικής, που επέβαλε το ένδικο πρόστιμο, δεν είχε αρμοδιότητα να κρίνει περί της δυνατότητας του προσφεύγοντος να υπαχθεί στο καθεστώς του αντιρρησία συνείδησης, κρίνει ότι ο ισχυρισμός που επικαλείται ο προσφεύγων ότι θα προέβαλε εάν είχε κληθεί σε ακρόαση δεν είναι ουσιώδης, υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από τη Διοίκηση, καθώς δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και συνεπώς ο λόγος περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος.

 

8. Επειδή, περαιτέρω, ο προσφεύγων προβάλλει ότι, αν και το ένδικο πρόστιμο εμφανίζεται στην εσωτερική έννομη τάξη ως διοικητική κύρωση, εντούτοις, λόγω του αποτρεπτικού και κατασταλτικού χαρακτήρα του, συνιστά ποινική κύρωση κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256) και ως εκ τούτου θα έπρεπε να τηρούνται οι προβλεπόμενες από το ίδιο άρθρο εγγυήσεις. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι, αν ληφθεί υπόψη η φύση της ανυποταξίας ως ποινικού αδικήματος, ο αποτρεπτικός και κατασταλτικός χαρακτήρας της επιβληθείσας κύρωσης και το ύψος του ένδικου προστίμου, προκύπτει ότι το ένδικο πρόστιμο συνιστά ποινική και όχι διοικητική κύρωση και πρέπει να ακυρωθεί ως αντικείμενη στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, διότι δεν εξασφαλίζεται η δυνατότητα επιμέτρησης του ύψους του και δεν γίνεται σεβαστό το τεκμήριο της αθωότητας. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) μια διοικητική κύρωση αποκτά χαρακτήρα «ποινικής φύσεως», κατά την αυτόνομη έννοια του αντίστοιχου όρου της ΕΣΔΑ, εφόσον συγκεντρώνει τρία κριτήρια, που δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά (Ε.Δ.Δ.Α., απόφαση της 8.6.1975, Engel και λοιποί κατά Ολλανδίας, σκ.82-85), β) τα κριτήρια αυτά άπτονται του χαρακτηρισμού του αδικήματος από την εθνική έννομη τάξη, δηλ. του εάν το αδίκημα διέπεται από διατάξεις του ποινικού δικαίου, της φύσεως του αδικήματος και της βαρύτητας της μέγιστης προβλεπόμενης από τις οικείες διατάξεις κυρώσεως (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ κυρίως της 8.6.1976 Engel και λοιποί κατά Ολλανδίας, της 10.2.2009 Zolotoukhine κατά Ρωσίας, μείζονος συνθέσεως, βλ. και ΣτΕ 1900/2014 Ολομ.), γ) με την ένδικη διοικητική κύρωση δεν τιμωρείται κατ’ ουσίαν εγκληματική πράξη με σκοπό την διασφάλιση της γενικότερης νομικής, ηθικής και κοινωνικής αποδοκιμασίας της συμπεριφοράς του ανυπότακτου, αλλά εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον που συνίσταται στην εκπλήρωση της κατ’ αρ. 4 παρ. 6 του Συντάγματος υποχρέωσης προς στράτευση κάθε Έλληνα που μπορεί να φέρει όπλα, δ) η επαπειλούμενη κύρωση (πρόστιμο ύψους 6.000 ευρώ) δεν πλήττει τον διοικούμενο με τέτοια σφοδρότητα, ώστε να προσλαμβάνει ποινική χροιά και να λογίζεται ως «ποινική κύρωση και ε) από τη διάταξη του αρ. 12 του ν. 4361/2016 (Α΄ 10) προβλέπεται η διαγραφή του διοικητικού προστίμου σε όσους εν τω μεταξύ είτε έχουν απαλλαγεί από τη στρατιωτική υποχρέωση είτε έχουν ήδη καταταγεί στις ένοπλες δυνάμεις, ρύθμιση που συνηγορεί υπέρ του μη τιμωρητικού χαρακτήρα του κρινόμενου προστίμου, κρίνει ότι η ένδικη κύρωση δεν μπορεί να λογισθεί ως «ποινική κύρωση», κατά την προπαρατεθείσα έννοια του ανωτέρω άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, και συνεπώς ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος.

 

9. Επειδή, τέλος, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η διάταξη του άρθρου 1 της Φ.429.1/17/28181014.3.2011 Κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών - Εθνικής ʼμυνας, εκδοθείσας κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 51 παρ. 6 του ν. 3421/2005, με την οποία προβλέπεται η επιβολή προστίμου στους ανυπότακτους ύψους 6.000 ευρώ χωρίς να επιτρέπει στη Διοίκηση και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται κατόπιν άσκησης προσφυγής, αφού εκτιμήσουν τις ιδιαίτερες περιστάσεις τέλεσης της παράβασης, να προσδιορίσουν το ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου ανάλογα με τη βαρύτητα τέλεσης της παράβασης, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (αρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος). Ειδικότερα, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η επιβολή του ένδικου προστίμου του προξενεί δυσανάλογα μεγάλη βλάβη, καθώς έχει ιδιαίτερα χαμηλά εισοδήματα, τα οποία μετά βίας επαρκούν για την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του και της διατροφής του τέκνου του. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών του προσκομίζει: α) το ./2-11-2017 απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης γέννησης του Ληξιαρχείου του Δήμου Ηρακλείου, από την οποία προκύπτει ότι η θυγατέρα του προσφεύγοντος γεννήθηκε στις 7-2-2016 και β) τις φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος των οικονομικών ετών 2013 - 2016, στις οποίες δηλώνονται εισοδήματα ύψους 3.764,92 ευρώ, 6.494,27 ευρώ, 10.348,09 ευρώ, 10.342,94 ευρώ και 9.996,50 ευρώ αντίστοιχα.

 

10. Επειδή, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι : α) ένα μέτρο που προβλέπεται από διάταξη νόμου ως διοικητική κύρωση τότε μόνο αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όταν από το είδος του ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο ή κατά δεδομένα της κοινής πείρας απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν το επιδιωκόμενο σκοπό (ΣτΕ 990/2004 Ολομ., 3474/2011 Ολομ., 1195/2016 Ολομ., 2151/2017), β) εν προκειμένω, οι προεκτεθείσες διατάξεις, με τις οποίες προβλέπεται ως κύρωση για την περίπτωση της ανυποταξίας η επιβολή προστίμου, το ύψος του οποίου ευλόγως συναρτάται προς τη σοβαρότητα της παράβασης (άρνηση εκπλήρωσης της κατ’ αρ. 4 παρ. 6 του Συντάγματος υποχρέωσης προς στράτευση) δεν αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι με αυτές δεν θεσπίζεται μέτρο προδήλως ακατάλληλο ή απρόσφορο ούτε η προβλεπόμενη κύρωση υπερακοντίζει τον σκοπό του νόμου, ο οποίος αποβλέπει στην εκπλήρωση της ως άνω συνταγματικής υποχρέωσης και γ) όταν η ίδια η διοίκηση, θεμιτώς κατά το Σύνταγμα, ενόψει των προαναφερθέντων, δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια να προσδιορίζει το ύψος του προστίμου αναλόγως των ειδικοτέρων συνθηκών της παραβάσεως, θέμα παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας δεν μπορεί να τεθεί (πρβλ. ΣτΕ 479/2017, 3704/2012), κρίνει ότι ο προβαλλόμενος λόγος περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος.

 

11. Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή, να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (αρ. 277 παρ. 9 του ΚΔΔ), ενώ, κατόπιν εκτιμήσεως των περιστάσεων της υπόθεσης, να απαλλαγεί ο προσφεύγων από τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου (αρ. 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του Κ.Δ.Δ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

- Απορρίπτει την προσφυγή.

 

- Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

 

- Απαλλάσσει τον προσφεύγοντα από τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου.

 

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 26ης Απριλίου 2018.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΡΟΣΟΠΟΥΛΟΣ           ΘΕΚΛΑ ΚΑΤΡΗ