ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΔΠρΑθ 3399/2018

 

Ανακοπή για τη μεταρρύθμιση πίνακα κατάταξης - Έξοδα εκτέλεσης - Δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων -.

 

Επί αναγκαστικής εκτέλεσης, την οποία επισπεύδει το Ελληνικό Δημόσιο, με εφαρμογή των διατάξεων του ΚΕΔΕ, με βάση τίτλο με υποκειμένη σχέση δημοσίου δικαίου, οι διαφορές, οι οποίες αναφύονται από την εκτέλεση αυτή υπάγονται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, περιλαμβανομένων και των διαφορών από τον πίνακα κατάταξης, οι οποίες, ενδεχομένως, αφορούν την κατάταξη ιδιωτών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ως αναγγελθέντων δανειστών, των οποίων η απαίτηση απορρέει από σχέση ιδιωτικού δικαίου. Τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα αλλά προαφαιρούνται, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται νομίμως με ανακοπή. Τι περιλαμβάνεται στα έξοδα της εκτέλεσης και τι όχι. Προνόμια κατάταξης. Παρότι η παράθεση των εξόδων της υπαλλήλου του πλειστηριασμού στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης είναι αόριστη, το δικαστήριο έχει την εξουσία να υπολογίσει αυτά και να τροποποιήσει τα συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια. Δεκτή η ανακοπή για τη μεταρρύθμιση του πίνακα κατάταξης. Διόρθωση και πρόσθεση στο προς διανομή πλειστηρίασμα. Αποβολή της καθής η ανακοπή και κατάταξη του ανακόπτοντος.

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης 3399/2018

 

ΤΟ

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΤΜΗΜΑ 19ο Μονομελές

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25-05-2017, με δικαστή τον Κωνσταντίνο Ζουρνατζή, Πρωτοδίκη ΔΔ, και γραμματέα την Αναστασία Κάππη, δικαστική υπάλληλο,

 

για να δικάσει τη με ημερομηνία κατάθεσης 10-05-2011 ανακοπή (ΓΑΚ ./ 2011),

 

του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπήθηκε από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Αχαρνών, οι οποίοι παραστάθηκαν με την από 07-02-2017 και κατατεθείσα στις 24-05-2017 δήλωση (άρθρο 133 παρ.2 του ΚΔΔ) του Δικαστικού Πληρεξουσίου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) Αλεξίου Ζαχείλα.

 

κατά της συμβολαιογράφου Αθηνών . (ως υπαλλήλου πλειστηριασμού), κατοίκου Αθηνών, οδός ., η οποία δεν παραστάθηκε.

 

Το Δικαστήριο, αφού διεπίστωσε τη νόμιμη κι εμπρόθεσμη κλήτευση της καθής η ανακοπή, προχώρησε στη συζήτηση της υπόθεσης χωρίς αυτή να είναι παρούσα.

 

Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η ακύρωση, άλλως η μεταρρύθμιση του ./05-04-2011 πίνακα κατάταξης δανειστών της καθής η ανακοπή συμβολαιογράφου Αθηνών ., κατά το μέρος αυτού με το οποίο περιλήφθηκε στα έξοδα εκτέλεσης και προαφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα διενεργηθέντος πλειστηριασμού συνολικό ποσό ύψους 2.181,21 ευρώ (άλλως 2.155,06 ευρώ), για το οποίο ζητείται, αφού αποβληθεί η παραπάνω υπάλληλος πλειστηριασμού, να καταταγεί προνομιακά το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο προς εξόφληση αναγγελθεισών απαιτήσεών του.

 

2. Επειδή, η διαδικασία κατάταξης των δανειστών στον πλειστηριασμό αποτελεί τμήμα της γενικότερης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και οι διαφορές, οι οποίες δημιουργούνται από την διαδικασία αυτή, περιλαμβανομένων και των διαφορών από τον πίνακα κατάταξης, υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν η υποκειμένη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος που αποτελεί το θεμέλιο της εκτέλεσης, είναι δημοσίου δικαίου. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η υποκειμένη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου, οι διαφορές οι οποίες δημιουργούνται από την σύνταξη του πίνακα κατάταξης υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, χωρίς να είναι κρίσιμη η ειδικότερη φύση της απαίτησης η οποία αναγγέλλεται προς κατάταξη στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, ανεξαρτήτως, δηλαδή, αν η απαίτηση, καθ εαυτή, προέρχεται από σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, (βλ. Α.Ε.Δ. 18/1993, ΣτΕ 5111/2012, 297/2011, 3061/2008, 4408/2005). Επομένως, επί αναγκαστικής εκτέλεσης, την οποία επισπεύδει το Ελληνικό Δημόσιο, με εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα περί Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), με βάση τίτλο με υποκειμένη σχέση δημοσίου δικαίου, οι διαφορές, οι οποίες αναφύονται από την εκτέλεση αυτή υπάγονται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, περιλαμβανομένων και των διαφορών από τον πίνακα κατάταξης, οι οποίες, ενδεχομένως, αφορούν την κατάταξη ιδιωτών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ως αναγγελθέντων δανειστών, των οποίων η απαίτηση απορρέει από σχέση ιδιωτικού δικαίου (βλ. Α.Ε.Δ. 18/1993, ΣτΕ 4408/2005, πρβλ. ΣτΕ 1037/2000 κ.α.). Παρέπεται ότι στην ένδικη υπόθεση, στην οποία η διαφορά προέκυψε από αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται από το Δημόσιο με βάση τίτλο με υποκειμένη σχέση δημοσίου δικαίου (απαίτηση από φορολογικές οφειλές), η διαφορά που ανέκυψε από την εκτέλεση αυτή, υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, περιλαμβανομένων και των διαφορών από τον πίνακα κατάταξης. Συνεπώς, η κρινόμενη ανακοπή, με το παραπάνω περιεχόμενο έχει νομίμως ασκηθεί από την άποψη της δικαιοδοσίας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

 

3. Επειδή, στα άρθρα 216 και 217 παρ.1 περ.ε του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, ν.2717/1999, Α-97), ορίζεται ότι: «Στις, υπό τον ΠΡΩΤΟ ΤΙΤΛΟ, ρυθμίσεις του ΤΜΗΜΑΤΟΣ τούτου υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά τη σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), είσπραξη των δημόσιων εσόδων, εκτός αν τα έσοδα αυτά αναφέρονται σε απαιτήσεις ιδιωτικού δικαίου (άρθρο 216) και «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) ..., ε) του πίνακα κατάταξης». Περαιτέρω, στο άρθρο 219 του ίδιου Κώδικα, όπως τροποποιημένο ισχύει, ορίζεται ότι: «1. Προς άσκηση ανακοπής νομιμοποιείται εκείνος που έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον ή στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου. 2. Η ανακοπή στρέφεται: α) ..., β) Στην περίπτωση ε της παρ.1 του άρθρου 217: κατά του επισπεύδοντος την εκτέλεση Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ ή του τελωνείου που επισπεύδει την εκτέλεση. Στην περίπτωση αυτή, η ανακοπή κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου, στον δανειστή του οποίου προσβάλλεται η κατάταξη και στον αρμόδιο υπάλληλο του πλειστηριασμού». Από την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία έχει τεθεί για τη ρύθμιση της συνήθους διαδικασίας εκτέλεσης, η οποία επισπεύδεται από το Δημόσιο κι εξετάζεται ως προς τη νομιμότητά της, δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυτό νομιμοποιείται αποκλειστικώς παθητικά σε δίκες που ανοίγονται με την άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης δανειστών ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων. Τούτο, διότι υπό την εκδοχή αυτή, το Δημόσιο θα αποστερείτο το δικαίωμα δικαστικής προστασίας σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις που στον πίνακα κατάταξης έχουν εμφιλοχωρήσει σφάλματα από τα οποία αυτό ζημιώνεται και σε σχέση με τα οποία έχει προφανές έννομο συμφέρον για την άσκηση ανακοπής, χωρίς να υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι που να δικαιολογούν κάτι τέτοιο. Συνεπώς, η κρινόμενη ανακοπή έχει ασκηθεί παραδεκτώς και από την άποψη της ενεργητικής νομιμοποίησης του Δημοσίου.

 

4. Επειδή, τέλος, η κρινόμενη ανακοπή έχει ασκηθεί νομοτύπως και, γενικώς, παραδεκτώς και ως προς τις λοιπές προϋποθέσεις (βλ. και τις σχετικές ./12-05-2011 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ., από τις οποίες προκύπτει ότι η ανακοπή έχει επιδοθεί στην καθής αλλά και στην τράπεζα «Eurobank-Ergasias» ως αναγγελθείσα δανείστρια που ικανοποιείται από το πλειστηρίασμα, όπως εκτίθεται σε επόμενη σκέψη). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξεταστεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

5. Επειδή, στο άρθρο 224 του ίδιου ΚΔΔ, ορίζεται ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της...»και στο άρθρο 225 ότι: «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής».

 

6. Επειδή, στο άρθρο 76 του παραπάνω ΚΕΔΕ,, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του ν.1882/1990 (Α-43), ορίζεται ότι: «Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται τα δικαιώματα και έξοδα της διοικητικής εκτέλεσης, τα δικαιώματα για την εκτέλεση αποφάσεων προσωπικής κράτησης, οφειλετών του Δημοσίου, καθώς και τα δικαιώματα για την επίδοση ατομικών ειδοποιήσεων στους οφειλέτες του Δημοσίου ή τρίτων που τα έσοδά τους εισπράττονται μέσω των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών. Με τις ίδιες αποφάσεις ορίζεται το ύψος των δικαιωμάτων και εξόδων εκτέλεσης, τα δικαιούχα πρόσωπα, ο τρόπος είσπραξης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Τα παραπάνω δικαιώματα θεωρούνται ως έξοδα εκτέλεσης», στο άρθρο 77 ότι: «1. 2. 3. Εάν η εκτέλεσις περατωθή δι` οριστικής κατακυρώσεως, πρόκειται δε να συνταχθή πίναξ κατατάξεως, ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου αποστέλλει επί αποδείξει προς τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον πίνακα δαπανών εκτελέσεως, εντός της κατά τα άρθρα 28 και 55 του παρόντος Ν. Διατάγματος προθεσμίας προς αναγγελίαν του Δημοσίου, ίνα καταταγή δι` αυτάς βεβαιουμένης της εγκαίρου παραλαβής διά σημειώματος του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου επί του ληφθέντος πίνακος. 4. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προσαρτά τω φακέλλω εκτελέσεως πίνακα των δικαιωμάτων και δαπανών του, άνευ τηρήσεως της κατά τας προηγουμένας παραγράφους διαδικασίας, εφ` όσον μέλλει να συνταχθή πίναξ κατατάξεως» και στο άρθρο 78 παρ. 1 ότι: «Απαντα τα κατά το άρθρον 76 του παρόντος Ν. Διατάγματος δικαιώματα και έξοδα εκτελέσεως και τα έξοδα μεταφοράς των κατασχεθέντων, πλην των δικαιωμάτων του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, δι` α μέλλει να συνταχθή πίναξ κατατάξεως, εκκαθαριζόμενα και προσδιοριζόμενα κατά την διαδικασίαν του άρθρου 77 του παρόντος Ν. Διατάγματος, προκαταβάλλονται τοις δικαιούχοις υπό του επισπεύδοντος την εκτέλεσιν Δημοσίου Ταμείου, ιδία αυτού αρμοδιότητι, βάσει αποδείξεων τούτων, ανεξαρτήτως αν μέλλη να συνταχθή πίναξ κατατάξεως.».

 

7. Επειδή, ακόμα, στο άρθρο 89 του ίδιου ΚΕΔΕ, ορίζεται ότι:« Αι διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται εφ όσον δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος Ν.Δ/τος τηρουμένης πάντοτε της διατάξεως του άρθρου 75 του παρόντος Ν.Δ/τος δια πάσαν παράβασιν». Εξάλλου, στο άρθρο 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚπολΔ, π.δ/μα 503/1985, Α-182), ορίζεται ότι: « Η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται με την εξής σειρά. Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης, που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατατάσσονται: ...» και στο άρθρο 979 παρ.1 ότι : «1. Μέσα σε τρείς ημέρες αφότου συνταχθεί ο πίνακας, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού καλεί με έγγραφο εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του πίνακα της κατάταξης». Επίσης, στο άρθρο 1 περ.α της 40.330/2005 απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, και Δικαιοσύνης («Καθορισμός δικαιωμάτων συμβολαιογράφων», Β-599), ορίζεται ότι: «α) Ο συμβολαιογράφος για κάθε πράξη που καταρτίζει εισπράττει ως πάγια αμοιβή δώδεκα ευρώ (12,00)» και στο άρθρο 2 παρ.1 εδάφιο β της ίδιας απόφασης ορίζεται ότι: «Κατ εξαίρεση των όσων ορίζει η παράγραφος α) του άρθρου 1, η πάγια αμοιβή του συμβολαιογράφου για τις κατωτέρω αναφερόμενες πράξεις καθορίζεται ως εξής: α)..., β) Για τη σύνταξη πίνακα κατάταξης εννέα ευρώ και είκοσι λεπτά έως πενήντα πέντε ευρώ (9,20 55,00)» και στο άρθρο 4 ότι: «Πέραν της αμοιβής των προηγουμένων άρθρων ο συμβολαιογράφος εισπράττει: α) Για κάθε πρόσθετο φύλλο των πράξεων και για κάθε φύλλο των περιλήψεων που καταρτίζει τέσσερα (4,00) ευρώ. β) Για κάθε φύλλο των αντιγράφων των πράξεων ή άλλων εγγράφων που εκδίδει τέσσερα ευρώ (4,00). γ) ...». Τέλος, στο άρθρο 1 της απόφασης 1089838/6612/0016 του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών («Καθορισμός του ύψους των δικαιωμάτων και εξόδων της διοικητικής εκτέλεσης των δικαιούχων προσώπων και του τρόπου είσπραξης αυτών», Β-1560/24-10-2006), ορίζεται ότι : «1. Το ύψος των δικαιωμάτων των δικαστικών Επιμελητών για διενεργηθείσες πράξεις διοικητικής εκτέλεσης καθορίζεται ως εξής: Α. ΕΠΙΔΟΣΗ α) Για την επίδοση κάθε δικογράφου ή εγγράφου και την σύνταξη της σχετικής έκθεσης δέκα (10,00) ευρώ... Δ. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ: ... ι) Για τις εκτός της περιφερείας του Δήμου, που έχει την έδρα του το Πρωτοδικείο, στο οποίο είναι διορισμένος ο δικαστικός επιμελητής, ενεργούμενες επιδόσεις και λοιπές πράξεις διοικητικής εκτέλεσης, καταβάλλεται, εκτός από τα απαιτούμενα οδοιπορικά έξοδα και πρόσθετη αμοιβή τόσο για τη μετάβαση όσο και για την επιστροφή είκοσι λεπτά του ευρώ (0,20) για κάθε χιλιόμετρο απόστασης. Η χιλιομετρική απόσταση υπολογίζεται από το κέντρο κάθε Δήμου ή Κοινότητας της έδρας του Πρωτοδικείου ή Ειρηνοδικείου που έχει την κύρια έδρα του ο Δικαστικός Επιμελητής σύμφωνα με τους πίνακες χιλιομετρικών αποστάσεων του αρμοδίου Υπουργείου. Επίσης την ίδια αμοιβή δικαιούται και ομάρτυρας, εφόσον είναι υποχρεωτική η παρουσία του στις παρα πάνω πράξεις.» και στο άρθρο 3 της ίδιας απόφασης, ορίζεται ότι: «1. Η είσπραξη των εξόδων και δικαιωμάτων της διοικητικής εκτέλεσης πραγματοποιείται, αφού αυτά προηγουμένως εκκαθαριστούν και προσδιοριστούν σύμφωνα με το άρθρο 77 του ν.δ. 356/1974, προσκομίζοντας προς τούτο α δικαιούχοι στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ως δικαιολογητικά τα ακόλουθα: ...».

 

8. Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ η κατάταξη των δανειστών στο σχετικό συντασσόμενο πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις ίδιες αυτές διατάξεις, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών και ορίζονται με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι κατ` αρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, ως δικαιούχοι, όμως, νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικηγόρος του επισπεύδοντας, ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος)· παρά ταύτα, τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθού η εκτέλεση, αφού δεν συνδέονται με αυτόν με κατάλληλη προς τούτο έννομη σχέση. Συμπερασματικά, τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα αλλά προαφαιρούνται, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται νομίμως με ανακοπή {ΑΠ 300/2013, 174/2008).

 

9. Επειδή, ακόμα, η άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθού η ανακοπή ή του μεγέθους της, που αφορά τα προαφαιρεθέντα έξοδα εκτέλεσης, αποτελεί παραδεκτό και ορισμένο λόγο ανακοπής και απόκειται στον καθού η ανακοπή να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του και του μεγέθους της περιστατικά. Ειδικότερα, και στην περίπτωση αυτή ο καθού η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του Δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεστεί κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαίτησής του, για την οποία έχει καταταγεί. Αν αυτός δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή (ΑΠ 1717/1999, 1722/1998). Στα έξοδα εκτέλεσης περιλαμβάνονται όλες οι δαπάνες που αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών και αφορούν τόσο στην εκτέλεση καθεαυτή, όσο και στην όλη διαδικασία της, από την έναρξη μέχρι την περάτωσή της, ήτοι τόσο την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, την κατάσχεση, τη συντήρηση του κατασχεθέντος, τον πλειστηριασμό και την κατάταξη, και γενικά όλες τις δαπάνες που είναι αναγκαίες για τη διεξαγωγή της όλης εκτελεστικής διαδικασίας (ΑΠ 840/2008). Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα εκτελέσεως τα περιττά έξοδα και αυτά που γίνονται από υπερβολική πρόνοια (ΑΠ 120/2005, 280/2004) ούτε τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε ατομικά των αναγγελθέντων δανειστών (πρβλ. ΑΠ 14/2015, 2057/2014, 300/2013).

 

10. Επειδή, τέλος, από τις αναλογικώς εφαρμοστέες διατάξεις, των άρθρων 972 παρ.1 και 974 έως 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ` ου η ανακοπή η οποία έχει αναγγελθεί είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθού η ανακοπή. Δεδομένου, τέλος, ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Αν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή (ΑΠ 189/2016).

 

11. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Για την ικανοποίηση απαίτησης του Δημοσίου κατά του οφειλέτη αυτού ., η οποία (απαίτηση) προερχόταν από φορολογικές οφειλές, ξεκίνησε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με επισπεύδοντα τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Αχαρνών, στο πλαίσιο της οποίας εκπλειστηριάστηκε κατεσχημένο ακίνητο του παραπάνω οφειλέτη και, ειδικότερα, το 1/2 εξαδιαιρέτου ακινήτου ευρισκομένου επί της συμβολής των οδών . στη θέση ΜΠΙΛΙΖΑ της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Θρακομακεδόνων. Στον πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν για την ικανοποίηση απαιτήσεών τους κατά του ίδιου οφειλέτη το επισπεύδον Ελληνικό Δημόσιο για απαιτήσεις προερχόμενες κατά τα παραπάνω εκτιθέμενα από φορολογικές οφειλές, το ΙΚΑ, η ανώνυμη τραπεζική ευαρεία «Eurobank-Ergasias ΑΕ» και η όμοια «Eurobank-Ergasias Leasing». Η υπάλληλος του πλειστηριασμού και καθής, συμβολαιογράφος, συνέταξε τον ./05-04-2011 πίνακα κατάταξης δανειστών με το οποίο διένειμε το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε (321.000 ευρώ) αφού πρώτα αφαίρεσε ως προαφαιρούμενα έξοδα εκτέλεσης το συνολικό ποσό των 2.456,24 ευρώ και κατέταξε οριστικά το ανακόπτον στο ένα τρίτο του ποσού (106.181,25 ευρώ) και προνομιακά και τυχαία ως προσημειούχο υποθήκης την τράπεζα «Eurobank-Ergasias ΑΕ» στα δύο τρίτα του ποσού (212.362,51 ευρώ) διανέμοντας έτσι συνολικό ποσό 318.543,76 ευρώ (321.000 ευρώ 2.456,24 ευρώ). Το ποσό των προαφαιρούμενων εξόδων εκτέλεσης προέκυψε από τα επιμέρους ποσά α) 275,03 ευρώ που αντιστοιχούν στα έξοδα της επισπεύσασας της διαδικασία ΔΟΥ για το δικαστικό επιμελητή που επέβαλε την κατάσχεση του ακινήτου, β) ποσό 1.085,5 ευρώ κατά τους υπολογισμούς της αφενός για τον πίνακα κατάταξης (από 7 φύλλα περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων του Ταμείου Νομικών) μαζί με 7 αντίγραφα αυτού τα οποία «θα απαιτηθούν όπως κατά την πρακτική γίνεται» για να λάβουν γνώση οι παράγοντες του πλειστηριασμού (επισπεύδουσα αρχή, οφειλέτης, δανειστές) αφού τους κοινοποιηθεί με πρόσκληση, προκειμένου να εκφέρουν τις τυχόν αντιρρήσεις τους, γ) ποσό 725,71 ευρώ για πρόσκληση προς τους ίδιους παραπάνω παράγοντες του πλειστηριασμού (από 4 φύλλα), καθώς και 7 αντίγραφα αυτής και δ) ποσό 370 ευρώ ως έξοδα κοινοποιήσεως των παραπάνω εγγράφων (πίνακα και πρόσκλησης) με δικαστικό επιμελητή, σύμφωνα με τη χιλιομετρική απόσταση και την υπουργική απόφαση με την οποία καθορίζονται τα δικαιώματα των δικαστικών επιμελητών. Στη συνέχεια, συνέταξε τη ./05-04-2011 πρόσκληση δανειστών (3 φύλλα) στην οποία εκτίθενται περιληπτικά το περιεχόμενο του πίνακα κατάταξης, μαζί με την προαφαίρεση των εξόδων της εκτέλεσης, και καλούνται αυτοί να λάβουν πλήρη γνώση μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία. Ήδη, με την κρινόμενη ανακοπή, το ανακόπτον αμφισβητεί το ύψος των κατά τα παραπάνω υπολογιζόμενων εξόδων εκτέλεσης, κατά το μέρος που αφορούν τα έξοδα του πλειστηριασμού που ανάγονται στις αμοιβές της συμβολαιογράφου και του δικαστικού επιμελητή (παραπάνω υπό στοιχεία β, γ και δ) και ζητά να μην προαφαιρεθούν από το πλειστηρίασμα, αλλά να προστεθούν σε αυτό και να καταταγεί το ίδιο προνομιακώς στο αντίστοιχο κεφάλαιο (2.181,21 ευρώ ή όποιο ποσό κρίνει το Δικαστήριο). Εξάλλου, η καθής η ανακοπή υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), παρότι η κρινόμενη ανακοπή της κοινοποιήθηκε (βλ. σκέψη 4) και κλήθηκε να παρασταθεί στο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, δεν παραστάθηκε ούτε κατάθεσε υπόμνημα ή σχετικά έγγραφα στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο ή στις μετ αναβολή δικασίμους ούτε, κατά μείζονα λόγο, αντικρούει με οποιοδήποτε τρόπο τους λόγους της ανακοπής και τα περιεχόμενα σε αυτήν αιτήματα.

 

12. Επειδή, ειδικότερα, το ανακόπτον προβάλλει μεταξύ άλλων, ότι τα έξοδα που αφορούν στην έκδοση αντιγράφων του πίνακα κατάταξης, μη νομίμως προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι δεν εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον της διαδικασίας εκτέλεσης και των δανειστών αλλά τα ειδικότερα ατομικά συμφέροντα καθενός από αυτούς· ότι με βάση τις κείμενες διατάξεις, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν δικαιούται να συντάσσει αντίγραφα του πίνακα με δική του πρωτοβουλία αλλά, αντίθετα, τα καθήκοντά του σε σχέση με το ζήτημα αυτό εξαντλούνται στην πρόσκληση που απευθύνει προς τους δανειστές προκειμένου να λάβουν γνώση του περιεχομένου του πίνακα, οι οποίοι (δανειστές) στη συνέχεια ζητούν την έκδοση των αντιγράφων αυτού, βαρυνόμενοι παρεπομένως με την σχετική δαπάνη, ο καθένας για το δικό του αντίγραφο· ότι και για τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, η σχετική δαπάνη, όπως καθορίζεται από την σχετική διάταξη κυμαίνεται μεταξύ των 9,20 και 55 ευρώ, ποσό που αποτελεί και το ανώτατο ύψος του σχετικού κονδυλίου· ότι, ομοίως η νόμιμη δαπάνη για την σύνταξη της πρόσκλησης ανέρχεται σε 16,95 ευρώ, με βάση την εφαρμοστέα σχετική υπουργική απόφαση· ότι, τέλος, τα ίδια ισχύουν και για το κονδύλι των επιδόσεων, όπως προκύπτει και από το ύψος του αμφισβητούμενου ποσού εξόδων εκτέλεσης.

 

13. Επειδή, σύμφωνα με τα άρθρα 224 και 225 ΚΔΔ (βλ. σκέψη 5), το Διοικητικό Δικαστήριο, δικάζοντας επί ανακοπής ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία και είναι αρμόδιο, αν δεχθεί ως βάσιμη την ανακοπή, να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη. Συνεπώς, παρότι η παράθεση των εξόδων της υπαλλήλου του πλειστηριασμού στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης είναι αόριστη, το Δικαστήριο τούτο έχει την εξουσία να υπολογίσει αυτά και να τροποποιήσει τα συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια. Κατόπιν τούτου, οι παραπάνω λόγοι της ανακοπής πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί διότι, πέραν του ότι δεν αντικρούεται από την καθής (βλ παραπάνω σκέψη 9), τα έξοδα της έκδοσης αντιγράφων του πίνακα δεν εξυπηρετούν, στο σύνολό τους, το γενικό συμφέρον των δανειστών ή της προόδου της διαδικασίας της εκτέλεσης ούτε βαρύνουν νομίμως το πλειστηρίασμα από το οποίο αφαιρέθηκαν, αλλά αντίθετα, κατά μεγάλο μέρος αυτών βαρύνουν τους δανειστές που ζητούν την έκδοσή τους προκειμένου να ενημερωθούν για το περιεχόμενο του πίνακα ή έχουν προσαυξηθεί μη νομίμως κατά τα βασίμως προβαλλόμενα. Ειδικότερα, από την 40.330/2005 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, και Δικαιοσύνης (βλ. παραπάνω σκέψη 7) προκύπτει ότι η δαπάνη για τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης κυμαίνεται νομίμως από 9,20 ευρώ μέχρι 55 ευρώ και πρέπει στην προκειμένη περίπτωση να καθοριστεί κατά την κρίση του Δικαστηρίου στα 26 ευρώ δεδομένου ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ούτε αποδεικνύεται από τους διαδίκους η πολυπλοκότητα και η δυσκολία της σχετικής διαδικασίας. Ακόμα, για κάθε πρόσθετο φύλλο του πίνακα αυτού (συνολικώς 6 φύλλα, όπως προκύπτει από το σώμα αυτού που αποτελείται από 7 συνολικώς) η σχετική δαπάνη (βλ. σκέψη 7 στην ίδια ΥΑ) πρέπει να οριστεί σε 4 ευρώ. Συνεπώς, η δαπάνη για τη σύνταξη του πίνακα που πρέπει να προαφαιρεθεί από το πλειστηρίασμα ανέρχεται σε 50 ευρώ (26 + 6 πρόσθετες σελίδες Χ 4 ευρώ ανά σελίδα= 26 + 24 = 50 ευρώ). Περαιτέρω, για τη σύνταξη της πρόσκλησης (3 φύλλα) και των έξι απαιτούμενων αντιγράφων (όσα ο καθού η εκτέλεση και οι δανειστές στους οποίους απευθύνεται, στους οποίους περιλαμβάνεται και η επισπεύδουσα αρχή), κι ενόψει του ότι η καθής δεν αποδεικνύει διαφορετικό ποσό, οφείλονται 20 ευρώ για την κατάρτιση της πρόσκλησης (12 ευρώ ως πάγια αμοιβή για την πράξη και 4 ευρώ για καθένα από τα δύο πρόσθετα φύλλα) και 60 ευρώ για τα αντίγραφα (έξι αντίγραφα από τρία φύλλα) και συνολικά 92 ευρώ (20 + 6 αντίγραφα Χ 3 σελίδες Χ 4ευρώ ανά σελίδα = 20 + 72 = 92 ευρώ). Τέλος, για τις επιδόσεις με δικαστικό επιμελητή, οι οποίες εξυπηρετούν την πρόοδο της διαδικασίας, με την εξασφάλιση της βεβαιότητας ως προς τις προθεσμίες, δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται από την καθής διαφορετικό ποσό και ότι με βάση τον πίνακα και τις προσκλήσεις όλοι οι δανειστές έχουν την έδρα τους εντός της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, οπότε δεν χρειάζεται να υπολογιστούν αμοιβές με βάση τις χιλιομετρικές αποστάσεις για επιδόσεις εκτός περιφέρειας (βλ. την 1089838/6612/0016 του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, στη σκέψη 7) αλλά μόνο το πάγιο ποσό αμοιβής των 10 ευρώ για καθεμία από αυτές, το σχετικό κονδύλι πρέπει να διορθωθεί στο ποσό των 60 ευρώ (10 ευρώ για καθεμία από 6 επιδόσεις = 60 ευρώ). Το ποσό αυτό (202 ευρώ ή 50 + 92 + 60= 202 ευρώ) πρέπει να προαφαιρεθεί από το πλειστηρίασμα ως έξοδα εκτέλεσης (μαζί με το ποσό των 275,03 ευρώ που προαφαιρείται ως έξοδα εκτέλεσης αποδιδόμενα στο επισπεύδον Δημόσιο, όπως εκτίθεται στη σκέψη 11 υπό στοιχείο «α») ενώ το υπόλοιπο ποσό που μη νομίμως, κατά τα παραπάνω είχε προαφαιρεθεί από την καθής η ανακοπή (2.456,24 ευρώ 275,03 ευρώ = 2.181,21 ευρώ - 202 ευρώ = ) που είναι τα πραγματικά έξοδα εκτέλεσης που πρέπει να αφαιρεθούν = 1.979,21 ευρώ) πρέπει να προστεθεί στο προς διανομή πλειστηρίασμα και, αφού αποβληθεί από αυτό η καθής η ανακοπή, πρέπει να καταταχθεί αποκλειστικά σε αυτό το Ελληνικό Δημόσιο (βλ. παραπάνω σκέψη 10).

 

14. Επειδή, με βάση όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης πρέπει να διορθωθεί και να προστεθεί στο προς διανομή πλειστηρίασμα το συνολικό ποσό των 1.979,21 ευρώ (2.181,21 ευρώ που είχαν προαφαιρεθεί από το πλειστηρίασμα ως έξοδα εκτέλεσης μείον 202 ευρώ στα οποία κατά τα παραπάνω ανέρχονται τα απαραίτητα έξοδα = 1.979,21 ευρώ), από το οποίο πρέπει να αποβληθεί η καθής η ανακοπή και στο οποίο πρέπει να καταταγεί το ανακόπτον, κατά μερική αποδοχή της ανακοπής.

 

15. Επειδή, με βάση όλα τα παραπάνω, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να μεταρρυθμιστεί ο πίνακας κατάταξης κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 275 παρ.1 εδάφιο τρίτο του ΚΔΔ).

 

 

Δια ταύτα

 

 

Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.

 

Μεταρρυθμίζει τον ./05-04-2011 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών ..

 

Αποφαίνεται ότι πρέπει να προστεθεί στο υπόλοιπο του προς διανομή πλειστηριάσματος (ύψους 318.543,76 ευρώ), το ποσό των χιλίων εννιακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (1.979,21 ευρώ).

 

Αποβάλλει από το ποσό αυτό (1.979,21 ευρώ) την καθής η ανακοπή συμβολαιογράφο και κατατάσσει αποκλειστικά σε αυτό το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο.

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 28ης-02-2018 και υπογράφεται από τον Πρόεδρο του 19ου Τμήματος, Πρόεδρο Πρωτοδικών ΔΔ Νικόλαο Πανταζή (άρθρο 194 παρ.3 του ΚΔΔ), λόγω προαγωγής του Πρωτοδίκη ΔΔ Κωνσταντίνου Ζουρνατζή, ο οποίος έλαβε την απόφαση, στο βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών ΔΔ και τοποθέτησής του στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Λαμίας.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ