ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΔΠρΑθ 20884/2018

 

Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης σε πράξη επιβολής ΦΠΑ.

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης: 20884/2018

 

Γ.Α.Κ. ./2010

 

ΤΟ

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΤΜΗΜΑ 31ο MONOΜΕΛΕΣ

 

σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημοσίως στο ακροατήριό του, στις 24 Σεπτεμβρίου 2018, με δικαστή τον Θεόδωρο Δημητρούλια, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τη Στυλιανή Λιάνου, δικαστική υπάλληλο,

 

γ ι α να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία κατάθεσης 11-11-2010,

 

τ η ς ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «PLANATECH ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΝΑΥΠΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Α.Ε.», εδρεύουσας στην Αθήνα, οδός Μίνωος, αρ. 10-16, η οποία δεν παραστάθηκε,

 

κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου και, ήδη, από 1-1-2017, ανεξάρτητης διοικητικής αρχής με την επωνυμία «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων» (Α.Α.Δ.Ε.), νομίμως εκπροσωπουμένης, εν προκειμένω, από τον Προϊστάμενο του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (Π.Ε.Κ.) Αθηνών και, ήδη, από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Φορολογίας Ανωνύμων Εταιρειών (Φ.Α.Ε.) Αθηνών, ο οποίος δεν παραστάθηκε.

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφτηκε κατά το νόμο

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, η οποία συζητείται μετά τη δημοσίευση της 18218/2015 απόφασης του Δικαστηρίου και για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε παράβολο ποσού 920,36 ευρώ, ζητείται, παραδεκτώς, η ακύρωση της ./2-7-2010 οριστικής πράξης προσδιορισμού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της διαχειριστικής περιόδου 1-1-2008 έως 31-12-2008, την οποία εξέδωσε ο Προϊστάμενος του Π.Ε.Κ. Αθηνών, επιβάλλοντας, σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας, διαφορά κυρίου φόρου, ποσού 41.018,36 ευρώ, καθώς και προσαύξηση, λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης, ποσού 23.380,46 ευρώ.

 

2. Επειδή, σε εκτέλεση της 18218/2015 απόφασης του Δικαστηρίου, προσκομίστηκε το ./5-10-2017 έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, σύμφωνα με το περιεχόμενο του οποίου δεν έχει επιτευχθεί διοικητική επίλυση της ένδικης διαφοράς.

 

3. Επειδή, οι διάδικοι κλητεύθηκαν, νομοτύπως και εμπροθέσμως, για να παραστούν στην παρούσα δικάσιμο (βλ. το από 27-2-2018 αποδεικτικό του Αστυφύλακα του Α.Τ. Χαλανδρίου ., ως προς την προσφεύγουσα και το από 12-2-2018 αποδεικτικό του επιμελητή δικαστηρίων ., ως προς την καθ ης Αρχή)· συνεπώς, η συζήτηση χωρεί νομίμως, παρά την απουσία τους.

 

4. Επειδή, στο άρθρο 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1997, Α΄ 97), όπως είχε αντικατασταθεί αρχικώς από το άρθρο 22 παρ. 7 του ν. 3226/2004 (Α΄ 24), ορίζονταν τα ακόλουθα: «1. Για το παραδεκτό των ένδικων βοηθημάτων και μέσων πρέπει, ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσκομισθεί το προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Αν δεν προσκομισθεί το αποδεικτικό αυτό ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 139α. 2. Το παράβολο ορίζεται: α) για την προσφυγή ... σε χίλιες πεντακόσιες (1.500) δραχμές, ενώ β) ... 3. ... - 11. Αν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, καταβλήθηκε παράβολο χωρίς να υπάρχει κατά νόμο υποχρέωση προς τούτο, διατάσσεται με την απόφαση, και ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης, η επιστροφή του.». Εξάλλου, το ποσό του παραβόλου, που ορίζονταν στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 σε 1.500 δραχμές, αναπροσαρμόσθηκε, από 8-6-2008, σε είκοσι πέντε (25) ευρώ, με το άρθρο 35 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77). Ακολούθως, οι ως άνω παράγραφοι αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), με το οποίο ορίστηκε ότι: «2. Το παράβολο ορίζεται: α) για την προσφυγή σε εκατό ευρώ, β) 3. Κατ’ εξαίρεση, στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, το παράβολο για την προσφυγή, την έφεση και την αντέφεση ορίζεται σε ποσοστό ίσο προς το δύο τοις εκατό του αντικειμένου της διαφοράς και μέχρι του ποσού των δέκα χιλιάδων ευρώ. Αν το παράβολο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό, το επιπλέον δε τυχόν οφειλόμενο και μέχρι του ορίου των δέκα χιλιάδων ευρώ, καταλογίζεται, αν συντρέχει περίπτωση, με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου επί της προσφυγής ή της έφεσης. 4. Τα ένδικα βοηθήματα και μέσα της παραγράφου 3 απορρίπτονται ως απαράδεκτα, εάν κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί, από τον υπόχρεο, το 1/3 του κατά την προηγούμενη παράγραφο παραβόλου, έως δε την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης τα υπόλοιπα 2/3 αυτού. Το παράβολο υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική αρχή, η οποία προς τούτο χορηγεί ατελώς ειδικό σημείωμα στον υπόχρεο, ύστερα από αίτησή του. Αν καταβληθεί παράβολο μικρότερο από εκείνο που αναφέρεται στο σημείωμα, το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Αν καταβληθεί το παράβολο που αναφέρεται στο σημείωμα, αλλά αυτό είναι μικρότερο του κατά το νόμο οφειλομένου, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και, αν το ένδικο βοήθημα ή μέσο απορριφθεί για άλλο λόγο, το παράβολο που ελλείπει καταλογίζεται με την απόφαση του δικαστηρίου και εισπράττεται κατά τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Και στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή όσα ορίζονται στην τελευταία περίοδο της παραγράφου 10». Επιπλέον στο ως άνω άρθρο 45 παρ. 2 ορίστηκε ότι: «2. Οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του άρθρου 277 του ΚΔΔ, όπως τροποποιούνται από την προηγούμενη παράγραφο, ισχύουν και για τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές. Το τυχόν επιπλέον οφειλόμενο παράβολο στις διαφορές αυτές καταβάλλεται μέχρι την πρώτη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου». Περαιτέρω, με την παρ. 7 του άρθρου 65 του ν. 3994/2011 «Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 165), ορίστηκε ότι: «Η παράγραφος 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του ν. 3900/2010, δεν εφαρμόζεται στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές.». Σύμφωνα με τη νεότερη αυτή ρύθμιση, το αναλογικό παράβολο που προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του ν. 3900/2010 (ήτοι σε ποσοστό ίσο με το 2% του αντικειμένου της διαφοράς και μέχρι του ποσού των 10.000 ευρώ), δεν καταλαμβάνει τις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές που ήταν εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του ν. 3900/2010 (1-1-2011) και, συνεπώς, δεν απαιτείται η καταβολή του για το παραδεκτό των προσφυγών επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3900/2010, οι οποίες, πάντως, υπόκεινται στο παράβολο των εκατό (100) ευρώ, της παρ. 2 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του ν. 3900/2010. Ως εκ τούτου, το καταβληθέν παράβολο υπερβαίνει κατά 820,36 ευρώ το οφειλόμενο (100 ευρώ) και, κατά τούτο, είναι αποδοτέο στην προσφεύγουσα, ανεξαρτήτως της έκβασης της δίκης (άρθρο 277 παρ. 11 του Κ.Δ.Δ.).

 

5. Επειδή, περαιτέρω, στην παράγραφο 2 του άρθρου 20 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερόμενου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του», με το δε άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (που κυρώθηκε με τον ν. 2690/1999, Α΄ 45) ρυθμίζεται, όπως αναφέρεται και στην οικεία εισηγητική έκθεση, η άσκηση του ως άνω συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος. Με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, παρέχεται στον διοικούμενο η δυνατότητα να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, δυνάμενους να επηρεάσουν τη λήψη της σχετικής απόφασής του, ανεξαρτήτως της παρεχόμενης δυνατότητας για υποβολή αίτησης προς διοικητική επίλυση της διαφοράς (ΣτΕ Ολομ. 2370/2007, 1197/2010, 2245/2008, 2844/2007), χωρίς, πάντως, να έχει πεδίο εφαρμογής επί δυσμενών διοικητικών πράξεων εκδιδομένων αμιγώς βάσει αντικειμενικών δεδομένων, ήτοι, ασυνδέτως προς οποιαδήποτε υποκειμενική συμπεριφορά του διοικουμένου (ΣτΕ 1505/2010 7μ., 815/2017, 423/2016), για δε το λυσιτελές της προβολής του οικείου λόγου, ως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσής της, απαιτείται παράλληλη αναφορά -με το δικόγραφο- και των ισχυρισμών τους οποίους ο διοικούμενος θα προέβαλλε ενώπιον της Διοίκησης αν είχε κληθεί σε ακρόαση, οι οποίοι πρέπει να είναι ουσιώδεις, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από τη Διοίκηση (ΣτΕ 4447/2012 Ολομ., 91, 88/2018, 157/2017, 689/2016, 1368/2014). Εξάλλου, σε περίπτωση που εκδίδεται πράξη της φορολογικής αρχής με την οποία καταλογίζεται διαφυγών φόρος, εφόσον η πράξη αυτή έχει ως έρεισμα διαπιστώσεις της φορολογικής αρχής, οι οποίες είναι δυνατό να στοιχειοθετούν παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, συνδεόμενες προς υποκειμενική συμπεριφορά, η φορολογική αρχή υποχρεούται να καλέσει τον επιτηδευματία, πριν από την έκδοση της καταλογιστικής πράξης του φόρου, να εκθέσει τις απόψεις του επί των περιστατικών που κατ αρχήν στοιχειοθετούν τέτοιες παραβάσεις, επί των οποίων εδράζεται η καταλογιστική του φόρου πράξη, ιδίως όταν, μέχρι την έκδοσή της, δεν έχει εκδοθεί σε βάρος του επιτηδευματία πράξη επιβολής προστίμου για τις εν λόγω παραβάσεις, εκτός αν είχε προηγηθεί η έκδοση πράξης επιβολής προστίμου γι αυτές και, πριν την έκδοσή της, παρασχέθηκε στον επιτηδευματία η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του (ΣτΕ 1197/2010).

 

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, σε εκτέλεση της ./2010 εντολής του Προϊσταμένου του Π.Ε.Κ. Αθηνών, διενεργήθηκε, από όργανα της αυτής φορολογικής αρχής, τακτικός φορολογικός έλεγχος στα βιβλία και τα στοιχεία της προσφεύγουσας επιχείρησης, με έδρα την οδό . στην Αθήνα και αντικείμενο εργασιών την εμπορία και κατασκευή ταχύπλοων σκαφών, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (Α΄ 248), μεταξύ άλλων, για τη χρήση 1-1-2008 έως 31-12-2008. Από το περιεχόμενο της από 1-7-2010 συναφούς έκθεσης ελέγχου του υπαλλήλου ., σταχυολογούνται τα κάτωθι: «…Από τον διενεργηθέντα έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η ελεγχόμενη αγόρασε την 4/9/2008 σύμφωνα με το με αριθμό . τιμολόγιο του ξένου οίκου Η.Π.Α. SPENCER SHIP MONACO ένα σκάφος με στοιχεία . αντί του ποσού των 270.583 δολαρίων. Το σκάφος εκτελωνίσθηκε στο τελωνείο Λαυρίου με την με αριθμό ./10-11-08 διασάφηση και αξία εκτελωνισμού 215.886,11 ευρώ σύμφωνα με την ισχύουσα ισοτιμία ευρώ/δολαρίου την 10-11-2008 και καταβλήθηκε Φ.Π.Α. 19% 41.018,35 ευρώ σύμφωνα με το ./10-11-2008 αποδεικτικό είσπραξης και άδεια παράδοσης εκτελωνισμένων εμπορευμάτων του τελωνείου Λαυρίου. Για το παραπάνω σκάφος την 17/11/2008 διενεργήθηκε λογιστική εγγραφή και χρεώθηκε ο λογαριασμός . Αγορές εμπορευμάτων από τρίτες χώρες με την αξία του τιμολογίου 190.765,48 ευρώ και εξέπεσε ο αναλογών Φ.Π.Α. 41.018,36 ευρώ στην αξία του σκάφους κατά την ημερομηνία εκτελωνισμού η οποία ανήλθε στο ποσό των 215.886,11 ευρώ όπως προκύπτει από τον λογαριασμό . Φ.Π.Α. εισαγωγών από τρίτες χώρες. Στη συνέχεια όπως προκύπτει από το ακριβές φωτοαντίγραφο άδειας εκτέλεσης πλόων ερασιτεχνικού σκάφους που επισυνάπτεται στην παρούσα έκθεση το παραπάνω σκάφος με στοιχεία ΜΠΑΚ ΚΟΒ. και μηχανή εξωλέμβια Volvo model DE-.και S/N . λεμβολογήθηκε στο Κ.Λ. Λαυρίου με αριθμό εγγραφής ΤΑ-. στο όνομα της ελεγχόμενης την 9/6/2009. Από τον έλεγχο προέκυψε ότι το σκάφος βρίσκεται στην κυριότητα της ελεγχόμενης μέχρι σήμερα και κατά συνέπεια δεν προορίζετο για πώληση δεν μισθώθηκε μέχρι σήμερα ούτε πραγματοποίησε μεταφορές προσώπων με κόμιστρο. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το σκάφος χρησιμοποιείται από την ελεγχόμενη για πράξεις μη φορολογητέες (πράξεις μη υπαγόμενες στο Φ.Π.Α.) ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 30 η έκπτωση παρέχεται εφόσον χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση πράξεων που υπάγονται στο φόρο. Επιπλέον με το άρθρο 30 παρ. 4 περίπτωση ε΄ δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες αγοράς, εισαγωγής ή ενδοκοινοτικής απόκτησης επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης μέχρι εννέα (9) θέσεων, μοτοποδηλάτων, σκαφών και αεροσκαφών ακόμη και αν τα εν λόγω μεταφορικά χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των επιχειρήσεων που υπάγονται στο Φ.Π.Α. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 2859/2000 αλλά και με την ερμηνευτική εγκύκλιο του Φ.Π.Α. 10/10-7-1987 εξομοιώνεται με παράδοση αγαθών η διάθεση από τον υποκείμενο στο φόρο ορισμένων αγαθών της επιχείρησής του (εμπορεύματα ή προϊόντα) για τις ανάγκες αυτής εφόσον πρόκειται για αγαθά που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγρ. 4 του άρθρου 30 και εν προκειμένω η διάθεση σκάφους για τις ανάγκες της επιχείρησης. Κατόπιν των παραπάνω διαπιστώνεται ότι το συγκεκριμένο σκάφος δεν αποτελεί εμπόρευμα, χρησιμοποιείται από την ελεγχόμενη και μάλιστα σε μη φορολογητέες πράξεις και για όσα παραπάνω αναφέρθηκαν καταλογίζεται το ποσό των 41.018,35 ευρώ το οποίο εξέπεσε με την περιοδική δήλωση του Νοεμβρίου 2008 πλέον των νομίμων προσαυξήσεων ως εξής: Οφειλόμενος Φ.Π.Α. 41.018,35 ευρώ. Προσαύξηση (19 μήνες Χ 3) 57% 23.380,46 ευρώ. Σύνολο φόρου και προσαυξήσεων 64.398,81. Για τα παραπάνω ποσά και για τη χρήση 2008 εκδίδεται φύλλο ελέγχου. ». Ακολούθως, εκδόθηκε, από τον Προϊστάμενο του Π.Ε.Κ. Αθηνών, η προσβαλλόμενη (./2-7-2010) οριστική πράξη προσδιορισμού Φ.Π.Α., επιβάλλοντας, σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας, διαφορά κυρίου φόρου, ποσού 41.018,36 ευρώ, καθώς και προσαύξηση, λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης, ποσού 23.380,46 ευρώ.

 

7. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το από 6-10-2014 υπόμνημα, προβάλλεται ότι, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης οριστικής πράξης προσδιορισμού Φ.Π.Α., παραλείφθηκε η κλήση της θιγόμενης εταιρείας σε ακρόαση, κατά παραβίαση του σχετικού συνταγματικού της δικαιώματος, αν και λήφθηκαν υπόψη πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν είχαν περιληφθεί στις υποβληθείσες δηλώσεις Φ.Π.Α. της εταιρείας, δίχως να της παρασχεθεί η δυνατότητα εκφοράς αντιρρήσεων. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, στις 4-9-2008, πράγματι, αγόρασε το αναφερόμενο στην έκθεση ελέγχου σκάφος, με σκοπό, κατ αρχάς, τη διαφήμιση και προώθησή του ως νεοεισερχομένου στην ελληνική αγορά μοντέλου κι, επέκεινα, την πώλησή του, η οποία δεν ευοδώθηκε μέχρι τον χρόνο διενέργειας του ελέγχου, παρότι λάμβαναν χώρα συνεχείς προωθητικές ενέργειες προς τούτο (παρουσίαση σε έκθεση σκαφών, καταχώριση διαφημίσεων σε έντυπα), δίχως, πάντως, να χρησιμοποιηθεί αυτό για σκοπούς διάφορους, καθώς δεν προκύπτουν έξοδα μετακίνησης και δαπάνες κυκλοφορίας του, παρά μόνο έξοδα συντήρησης· επομένως, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, το ανωτέρω αγαθό εξακολουθούσε να φέρει τον χαρακτήρα του εμπορεύματος, προοριζομένου, αμιγώς, για την πραγματοποίηση πράξεων που υπάγονται στον φόρο. Αντιθέτως, ο Προϊστάμενος του Π.Ε.Κ. Αθηνών, με τις ./2-2-2011 έγγραφες απόψεις του, ζητεί την απόρριψη της προσφυγής.

 

8. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) δεν προκύπτει, εν γένει, η κλήση της προσφεύγουσας σε ακρόαση, προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις της, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία έχει ως έρεισμα διαπιστώσεις της φορολογικής αρχής που είναι δυνατό να στοιχειοθετούν και παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, β) οι διαπιστώσεις των φορολογικών οργάνων, βάσει των οποίων κρίθηκε μη εκπεστέος ο Φ.Π.Α. που αντιστοιχούσε στην εμπορική αξία του σκάφους -με στοιχεία .- της προσφεύγουσας, κατά τον χρόνο του εκτελωνισμού αυτού, δεν βασίζονται σε αμιγώς αντικειμενικά δεδομένα αλλά συναρτώνται και με την υποκειμενική συμπεριφορά των οργάνων της, δεδομένου ότι, το δικαίωμα έκπτωσης εξαρτάται, εν προκειμένω, από το πλαίσιο (περιστάσεις και συνθήκες) χρήσης και αξιοποίησης του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου, ώστε να καθίσταται εξακτέα η κρίση εάν η εταιρεία αποσκοπούσε ή μη -αποκλειστικώς- στην πώληση ή εκμίσθωσή του ή τη μεταφορά προσώπων με κόμιστρο, ως εμπορεύσιμου αγαθού, για την πραγματοποίηση πράξεων που υπάγονται στον φόρο, γ) η προσφεύγουσα προβάλλει κατά τρόπο λυσιτελή τον λόγο αυτό ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης προσδιορισμού Φ.Π.Α., δεδομένου ότι αμφισβητεί επί της ουσίας την οικεία φορολογική ενοχή, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, οι οποίοι κρίνονται ουσιώδεις, υπό την έννοια ότι ήταν πιθανό να ασκήσουν επιρροή στη διαμόρφωση της κρίσης του αρμοδίου οργάνου της Διοίκησης, εάν η προσφεύγουσα είχε κληθεί σε προηγούμενη ακρόαση και δ) η συμμόρφωση της φορολογικής αρχής με την υποχρέωσή της για κλήση προς παροχή εξηγήσεων, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 5, δεν μπορεί να αναπληρωθεί από την παρεχόμενη στον διοικούμενο δυνατότητα να αιτηθεί, εκ των υστέρων, τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο κρίνει ότι μη νομίμως δεν κλήθηκε η προσφεύγουσα να εκθέσει τις απόψεις της πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης οριστικής πράξης προσδιορισμού φόρου και συνακολούθων προσαυξήσεων, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσής της. Συνεπώς, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, κατ αποδοχή του λόγου αυτού της προσφυγής, ως βάσιμου.

 

8. Επειδή, κατ ακολουθία αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη και να αναπεμφθεί η υπόθεση στην καθ’ ης Αρχή για να διενεργηθούν τα νόμιμα (άρθρο 79 παρ. 3 περ. β΄ του Κ.Δ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Περαιτέρω, πρέπει να αποδοθεί στην προσφεύγουσα το παράβολο που κατέβαλε (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.) και, κατ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί η καθ ης Αρχή από τη δικαστική δαπάνη της προσφεύγουσας (άρθρο 275 παρ. 1 περ. ε΄ του Κ.Δ.Δ.).

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Δέχεται την προσφυγή.

 

Ακυρώνει την ./2-7-2010 οριστική πράξη προσδιορισμού Φ.Π.Α., την οποία εξέδωσε ο Προϊστάμενος του Π.Ε.Κ. Αθηνών.

 

Αναπέμπει την υπόθεση στην Α.Α.Δ.Ε., προκειμένου να διενεργήσει τα νόμιμα για την τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης.

 

Διατάσσει την απόδοση στην προσφεύγουσα του συνόλου του καταβληθέντος παραβόλου.

 

Απαλλάσσει την Α.Α.Δ.Ε. από τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

 

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 6ης-12-2018.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ