ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

Γνδτ ΑΠΔ 3/2018

 

Γνωμοδότηση της Αρχής σχετικά με τη διατήρηση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης 2016-2017 στο Πληροφοριακό Σύστημα ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ, σύμφωνα με τον Ν. 4571/2018 «Επείγουσες ρυθμίσεις για την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και άλλες διατάξεις».

 

 

 

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ∆Ε∆ΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Αθήνα, 13-11-2018

Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8939/13-11-2018

 

Γ Ν Ω Μ Ο ∆ Ο Τ Η Σ Η 3/2018

 

Η Αρχή Προστασίας ∆εδο΅ένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνήλθε στην έδρα της την Τρίτη 30.10.2018 και ώρα 10:00, ΅ετά από πρόσκληση του Προέδρου της, προκει΅ένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν ο Πρόεδρος της Αρχής, Κ. Μενουδάκος και τα τακτικά ΅έλη της Αρχής Σ. Βλαχόπουλος, ως εισηγητής, Χ. Ανθόπουλος, Κ. Χριστοδούλου, Α. Συ΅βώνης, Κ. Λα΅πρινουδάκης και Ε. Μαρτσούκου. Στη συνεδρίαση παρέστησαν, επίσης, ΅ε εντολή του Προέδρου, η Κ. Καρβέλη, Ε.Ε.Π.-∆ικηγόρος ως βοηθός εισηγητή, η οποία παρέσχε διευκρινίσεις και αποχώρησε πριν από τη διάσκεψη και τη λήψη απόφασης, και η Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του Τ΅ή΅ατος ∆ιοικητικών Υποθέσεων της Αρχής, ως γρα΅΅ατέας.

 

Η Αρχή συνεδρίασε προκει΅ένου να γνω΅οδοτήσει, σύ΅φωνα ΅ε το άρθρο 19 παρ. 1 στοιχ. θ΄ του ν. 2472/1997, επί της υπ’ αριθ΅. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/8063/11.10.2018 αιτήσεως της Γενικής Επιθεωρήτριας ∆η΅όσιας ∆ιοίκησης (εφεξής ΓΕ∆∆) προς την Αρχή σχετικά ΅ε τη διατήρηση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης 2016-2017 στο Πληροφοριακό Σύστη΅α ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ, σύ΅φωνα ΅ε το νο΅οσχέδιο ΅ε τον τίτλο «Επείγουσες ρυθ΅ίσεις για την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και άλλες διατάξεις», που έχει ήδη ψηφιστεί από τη Βουλή και δη΅οσιεύθηκε στην Εφη΅ερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α’ 186/2018).

 

Όπως ειδικότερα αναφέρεται στην ανωτέρω αίτηση, στο εν λόγω νο΅οσχέδιο, ήδη νό΅ο (4571/2018), προβλέπεται αποκλειστική προθεσ΅ία επανυποβολής των ετήσιων δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (∆ΠΚ) 2016 και 2017, καθώς και των αρχικών δηλώσεων για απόκτηση ιδιότητας από 1.12.2018 έως 28.2.2019. Η σχετική 2 νο΅οθετική ρύθ΅ιση προωθήθηκε λόγω α) της ΅ε αριθ΅. 2649/2017 απόφασης της Ολο΅έλειας του ΣτΕ που ακύρωσε στο σύνολό της ως ανυπόστατη και ΅η νό΅ι΅η την ΅ε αριθ. 1846 οικ/13.10.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών ∆ικαιοσύνης και Οικονο΅ικών ΅ε θέ΅α «Τύπος και Περιεχό΅ενο της ∆ήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης και της ∆ήλωσης Οικονο΅ικών Συ΅φερόντων-Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών» και β) της ΅ε αρ. 3312/2017 απόφασης της Ολο΅έλειας του ΣτΕ, που ακύρωσε στο σύνολό της την ΅ε αρ. 1069/19.10.2017 κ.υ.α. των ιδίων υπουργών, ΅ε ό΅οιο θέ΅α.

 

Στο πλαίσιο συνεργασίας όλων των οργάνων ελέγχου του ν. 3213/2003 υπό την ενιαία εφαρ΅ογή ηλεκτρονικής υποβολής, υπάρχουν συ΅βατικές υποχρεώσεις της ΓΕ∆∆ ως κυρίου του έργου για διατήρηση των ∆ΠΚ που έχουν ήδη υποβληθεί, ΅ε βάση το άκυρο και ΅η νό΅ι΅ο κατά το ΣτΕ νο΅οθετικό πλαίσιο. Η άποψη της ΓΕ∆∆ είναι ότι η εν λόγω απαίτηση δεν συνάδει ΅ε τις κεί΅ενες διατάξεις ούτε νοείται η ύπαρξη δύο ετήσιων ∆ΠΚ ταυτόχρονα για την ίδια ελεγχό΅ενη χρήση.

 

Για τον λόγο αυτή ζητά τη γνω΅οδότηση της Αρχής σχετικά ΅ε το ζήτη΅α.

 

Επίσης, η ∆ιαρκής Επιτροπή ∆η΅όσιας ∆ιοίκησης, ∆η΅όσιας Τάξης και ∆ικαιοσύνης της Βουλής ΅ε το από 09.10.2018 έγγραφό της, ζήτησε τις απόψεις της Αρχής επί του Σχεδίου Νό΅ου του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης ∆ιαφάνειας και Ανθρωπίνων ∆ικαιω΅άτων «Επείγουσες ρυθ΅ίσεις για την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και άλλες διατάξεις».

Σε απάντηση του σχετικού αιτή΅ατος, η Αρχή απέστειλε το υπ’ αριθ΅. πρωτ. Γ/ΕΞ/7998-1/16.10.2018 υπό΅νη΅ά της προς τη Βουλή, στο οποίο ανέφερε ότι οι διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3 και 2 παρ. 8 του σχεδίου νό΅ου που αφορούν τη δήλωση των πρόσθετων οικονο΅ικών στοιχείων είναι σύ΅φωνες ΅ε τη σχετική ΅ε το ζήτη΅α αυτό Γνω΅οδότηση της Αρχής 6/2016 και επιφυλάχθηκε να εκφέρει γνώ΅η για ζητή΅ατα προστασίας δεδο΅ένων προσωπικού χαρακτήρα που τυχόν ανέκυπταν γενικότερα από το σχέδιο νό΅ου ενόψει και των διατάξεων του Γενικού Κανονισ΅ού για την Προστασία ∆εδο΅ένων και ειδικότερα για τα ζητή΅ατα που αφορούν τον τρόπο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης για τα έτη 2016 και 2017, οι οποίες είχαν υποβληθεί ΅ε βάση τις Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις 1846οικ./13.10.2016 (ΦΕΚ Β΄ 3300) και 1069/19.10.2017 (ΦΕΚ Β΄3702) και οι οποίες έχουν απολέσει το κύρος τους ΅ετά την ακύρωση των κοινών αυτών υπουργικών αποφάσεων ΅ε τις αποφάσεις του Συ΅βουλίου της Επικρατείας 2649/2017 και 3312/2017, αντιστοίχως, δεδο΅ένου άλλωστε ότι ως προς το ζήτη΅α αυτό είχε υποβληθεί το σχετικό ερώτη΅α του Γενικού Επιθεωρητή 3 ∆η΅όσιας ∆ιοίκησης, ο οποίος είναι και κύριος του έργου της εφαρ΅ογής της ηλεκτρονικής υποβολής δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης.

 

Η Αρχή, ΅ετά από εξέταση των στοιχείων του φακέλου, αφού άκουσε τον εισηγητή και τις διευκρινίσεις από την βοηθό εισηγητή, η οποία στη συνέχεια αποχώρησε, και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης, εκδίδει την ακόλουθη

 

 

Γ Ν Ω Μ Ο ∆ Ο Τ Η Σ Η

 

 

1.Σύ΅φωνα ΅ε τα οριζό΅ενα στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 στοιχ. θ΄ του ν.2472/1997 η Αρχή έχει, ΅εταξύ άλλων, την αρ΅οδιότητα να: «γνω΅οδοτεί για κάθε ρύθ΅ιση που αφορά στην επεξεργασία και προστασία δεδο΅ένων προσωπικού χαρακτήρα».

 

Οι κυριότερες αλλαγές που περιέχονται στον νό΅ο «Επείγουσες ρυθ΅ίσεις για την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και άλλες διατάξεις», όσον αφορά το νο΅οθετικό πλαίσιο περί δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και δηλώσεων οικονο΅ικών συ΅φερόντων, είναι οι εξής: 1) η υποχρέωση της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης αφορά την περιουσιακή κατάσταση και του προσώπου ΅ε το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύ΅φωνο συ΅βίωσης, 2) διευρύνονται οι κατηγορίες των υπόχρεων σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης, 3) οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υποχρεούνται σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης επί τρεις (αντί ΅ίας, κατά την ισχύουσα ρύθ΅ιση) περαιτέρω χρήσεις, ΅ετά το έτος της απώλειας της ιδιότητας ή της λήξης της θητείας, 4) εισάγεται ΅εταβατική ρύθ΅ιση για την αναδρο΅ική υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, 5) ως προς τα αναπληρω΅ατικά ΅έλη των συλλογικών οργάνων που διαλα΅βάνονται στο άρθρο 1 του ν. 3213/2003, η υποχρέωσή τους προς δήλωση περιουσιακής κατάστασης ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι αυτά έχουν τυπικώς παραστεί σε συνεδριάσεις του οργάνου, 6) η αρχική δήλωση περιλα΅βάνει τα περιουσιακά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο κτήσης της ιδιότητας (και όχι κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης, όπως ορίζει η ισχύουσα ρύθ΅ιση), 7) αυξάνεται σε τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ και σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ, αντιστοίχως, το ποσό των ΅ετρητών (πλην των ΅ετρητών που είναι κατατεθει΅ένα σε λογαριασ΅ούς πιστωτικών ή τραπεζικών ιδρυ΅άτων) και της αξίας κινητών πραγ΅άτων, για τα οποία υφίσταται υποχρέωση δήλωσης, 8) η δηλού΅ενη αξία των κινητών συνοδεύεται είτε, όπως ορίζει η 4 ισχύουσα ρύθ΅ιση, από τα παραστατικά της αγοράς τους, είτε από τα νό΅ι΅α φορολογικά παραστατικά, είτε από εκτί΅ηση της ε΅πορικής αξίας τους από εκτι΅ητή που περιλα΅βάνεται στο ΅ητρώο πιστοποιη΅ένων εκτι΅ητών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονο΅ικών, 9) επεκτείνεται και στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς η υποχρέωση δήλωσης των δανειακών τους υποχρεώσεων προς πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύ΅ατα και κάθε οφειλής άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ που προέρχεται από διοικητικά πρόστι΅α, χρη΅ατικές ποινές, φόρους και τέλη προς το ∆η΅όσιο και τους Ο.Τ.Α., τέλη προς Ν.Π.∆.∆. και εισφορές προς οργανισ΅ούς κοινωνικής ασφάλισης, 10) ο υπόχρεος σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης οφείλει να δηλώσει τα περιουσιακά στοιχεία και του εν διαστάσει συζύγου, ο δε εν διαστάσει σύζυγος οφείλει να εγκρίνει τη δήλωση του υπόχρεου, εφαρ΅οζό΅ενης, σε περίπτωση άρνησης ή αδυνα΅ίας του, ειδικής διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του οργάνου ελέγχου, 11) εξαιρούνται από τη δη΅οσιοποίηση στο διαδίκτυο (για όσες κατηγορίες προσώπων αφορά η ρύθ΅ιση περί δη΅οσιοποίησης) τα τ΅ή΅ατα των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που αφορούν ΅ετρητά άνω των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ (πλην των κατατεθει΅ένων σε λογαριασ΅ούς πιστωτικών ή τραπεζικών ιδρυ΅άτων), και κινητά αξίας άνω των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, λόγω του κινδύνου βλάβης στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειάς του, τον οποίο τεκ΅αίρεται ότι συνεπάγεται η δη΅οσιοποίησή τους και 12) καθορίζεται χρονικό όριο για τη διενέργεια ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης.

 

Επίσης ΅ε τις διατάξεις του άρθρου 10 εισάγονται ΅εταβατικές ρυθ΅ίσεις. Συγκεκρι΅ένα, ορίζεται, ΅εταξύ άλλων, ότι οι αρ΅όδιοι φορείς οφείλουν να καταχωρίσουν ηλεκτρονικώς τους υπόχρεους έως την 17.12.2018 (άρθρο 10 παρ. 1, όπως δια΅ορφώθηκε και ψηφίστηκε, κατά τροποποίηση της αρχικώς αναγραφό΅ενης στο νο΅οσχέδιο η΅ερο΅ηνίας), ότι οι υπόχρεοι σε αρχική δήλωση οφείλουν να την υποβάλουν εντός ενενήντα (90) η΅ερών (χωρίς να υπολογίζεται το διάστη΅α κατά τον οποίο η σχετική διαδικτυακή εφαρ΅ογή θα τεθεί εκτός λειτουργίας για τεχνικούς/οργανωτικούς λόγους) από τη δη΅οσίευση του υπό ψήφιση νο΅οθετή΅ατος (άρθρο 10 παρ. 2), ότι οι υπόχρεοι που έχουν υποβάλει ηλεκτρονικώς δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και οικονο΅ικών συ΅φερόντων κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018 δύνανται να τις επιβεβαιώσουν υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχό΅ενό τους δεν χρήζει ΅εταβολής βάσει των προτεινό΅ενων διατάξεων, οι δε υπόχρεοι που απέκτησαν τη σχετική ιδιότητα κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018 και υπέβαλαν 5 αρχική δήλωση δεν υποχρεούνται να ΅εταβάλουν το περιεχό΅ενό της, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή περιέχει τα υφιστά΅ενα κατά τον χρόνο υποβολής της περιουσιακά τους στοιχεία (άρθρο 10 παρ. 4).

 

2. Η επεξεργασία (συλλογή και διάδοση) των οικονο΅ικών στοιχείων που ζητούνται από τους υπoχρέους υποβολής δηλώσεων είναι συνταγ΅ατικώς ανεκτή και σύ΅φωνη ΅ε το ατο΅ικό δικαίω΅α της προστασίας των προσωπικών δεδο΅ένων, εφόσον επιλέγεται από τον νο΅οθέτη ως καταρχήν πρόσφορη, για την εξυπηρέτηση της διαφάνειας του πολιτικού και δη΅όσιου βίου και δεν εξέρχεται των ορίων του επιδιωκό΅ενου ΅ε αυτήν σκοπού δη΅οσίου συ΅φέροντος, όπως έχει ήδη κρίνει η Αρχή ΅ε σχετικές γνω΅οδοτήσεις της.

 

Ειδικότερα, η Αρχή γνω΅οδότησε για το θέ΅α της ανάρτησης στο διαδίκτυο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης πολιτικών προσώπων, κατόπιν σχετικού αιτή΅ατος εκ ΅έρους της Βουλής των Ελλήνων, αναφορικά ΅ε την επιλογή της ειδικής ΅ορφής και του τύπου της αναρτητέας δήλωσης, για τον πρώτο χρόνο ανάρτησης στο διαδίκτυο, για την επιλογή της ΅ορφής που θα έχει τα επό΅ενα, ΅ετά την πρώτη ανάρτηση, έτη και ειδικότερα για το ζήτη΅α εάν αυτή θα περιλα΅βάνει ΅όνο τις ΅εταβολές του οικείου έτους ΅ε τη σχετική αιτιολόγησή τους ή θα αναρτάται κάθε έτος αυτούσια η νέα δήλωση, για την επιλογή ως εύλογου χρόνου ανάρτησης στο διαδίκτυο του χρονικού διαστή΅ατος του ενός ΅ηνός και για τα απαραίτητα ληπτέα ΅έτρα ασφάλειας προς αποτροπή αναπαραγωγής, ΅εταφόρτωσης, εκτύπωσης, καταχώρισης σε ΅ηχανές αναζήτησης και δεικτοδότησης των περιεχο΅ένων των αρχείων (Γνω΅οδότηση 7/2011).

 

Με την ανωτέρω γνω΅οδότηση έγινε δεκτό ότι η αρχή της διαφάνειας της κρατικής δράσης, πέρα από την κατοχύρωσή της σε διεθνείς συ΅βάσεις, ανάγεται σε συνταγ΅ατική αρχή, η οποία θε΅ελιώνεται καταρχήν στη δη΅οκρατική αρχή και στο κράτος δικαίου, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 2 περί της διαφάνειας στα οικονο΅ικά των κο΅΅άτων, των βουλευτών, των υποψήφιων βουλευτών και των υποψηφίων στην τοπική αυτοδιοίκηση. Η Αρχή διαπίστωσε, επίσης, από τη δικαιοσυγκριτική ΅ελέτη της νο΅οθεσίας άλλων κρατών ΅ελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη για τη δη΅οσιοποίηση τόσο σε δη΅όσια προσβάσι΅α ΅ητρώα όσο και στο διαδίκτυο δεδο΅ένων της περιουσιακής κατάστασης πολιτικών προσώπων ΅ε σκοπό την ενίσχυση της διαφάνειας και της υποχρέωσης λογοδοσίας.

 

Με τη γνω΅οδότηση αυτή η Αρχή, εξετάζοντας τις σχετικές διατάξεις του Ν. 3023/2002 και ιδίως το άρθρο 2 παρ. 3 που ρητά προβλέπει τη δη΅οσιοποίηση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και ΅έσω της ανάρτησής τους στο διαδικτυακό τόπο της Βουλής, έκρινε ότι ο περιορισ΅ός του ατο΅ικού δικαιώ΅ατος της προστασίας των προσωπικών δεδο΅ένων, τον οποίο συνεπάγονται οι σχετικές ρυθ΅ίσεις, προβλέπεται σε νο΅οθετική διάταξη, δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δη΅όσιου συ΅φέροντος, καθώς εξυπηρετεί τη διαφάνεια του πολιτικού και δη΅όσιου βίου, και είναι εντός των ορίων της αναλογικότητας, καθώς υπηρετεί υπέρτερο έννο΅ο συ΅φέρον. Ως προς την επιλογή της ειδικής ΅ορφής και του τύπου της αναρτητέας δήλωσης, έκρινε ότι οι όροι αυτοί νοούνται ως τεχνικά χαρακτηριστικά παρουσίασης της πληροφορίας και δεν αφορούν στο περιεχό΅ενο των αναρτη΅ένων δηλώσεων που, άλλωστε, καθορίζεται ρητά στο νό΅ο. Συνεπώς, αναρτάται στο διαδίκτυο ολόκληρο το κεί΅ενο των ετήσιων δηλώσεων, χωρίς διάκριση ΅εταξύ αρχικής δη΅οσίευσης των δηλώσεων και ΅εταγενέστερης, η οποία θα περιλα΅βάνει ΅όνον τις επελθούσες ΅εταβολές ΅ε σχετική αιτιολόγηση. Ως προς το ερώτη΅α της επιλογής ως εύλογου χρόνου ανάρτησης στο διαδίκτυο των δηλώσεων του ενός ΅ηνός, η Αρχή δέχτηκε ότι η επί ένα ΅ήνα διατήρηση στο διαδίκτυο των ανωτέρω δηλώσεων δεν εξέρχεται των ορίων του εύλογου χρόνου της έκθεσης των προσωπικών αυτών δεδο΅ένων στο δη΅όσιο έλεγχο προς ικανοποίηση του σκοπού της διαφάνειας και κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν έρχεται σε αντίθεση προς το δίκαιο προστασίας των προσωπικών δεδο΅ένων. Έγινε επίσης δεκτό ότι η πρόβλεψη δήλης η΅έρας για την ανάρτηση θα συνέτεινε στην επίτευξη του σκοπού της επεξεργασίας. Επιπροσθέτως, η Αρχή επεσή΅ανε ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λα΅βάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά ΅έτρα για την ασφάλεια των δεδο΅ένων, τα οποία πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και η φύση των δεδο΅ένων.

 

Εξάλλου, η Αρχή, κατόπιν σχετικού ερωτή΅ατος από τον Γενικό Επιθεωρητή ∆η΅όσιας ∆ιοίκησης σχετικά ΅ε το ζήτη΅α εάν είναι συνταγ΅ατικά ανεκτή και νό΅ι΅η από απόψεως προστασίας των προσωπικών δεδο΅ένων η επιβαλλό΅ενη το πρώτον ΅ε το άρθρο 173 του ν. 4389/2016 επεξεργασία (συλλογή και διάδοση) των πρόσθετων οικονο΅ικών στοιχείων που ζητούνται από τους υπόχρεους υποβολής δηλώσεων ΅ε την διάταξη αυτή, γνω΅οδότησε ότι όσον αφορά τα ΅ετρητά που βρίσκονται σε τραπεζικές θυρίδες καθώς και το σύνολο των ΅ετρητών που δεν περιλα΅βάνονται σε καταθέσεις, σε τράπεζες, τα΅ιευτήρια και άλλα πιστωτικά 7 ιδρύ΅ατα, η συλλογή τους από τα αρ΅όδια προς έλεγχο «πόθεν έσχες» όργανα που επιβάλλεται ρητώς από τις ανωτέρω διατάξεις είναι συνταγ΅ατικώς ανεκτή, εφόσον επιλέγεται από τον νο΅οθέτη ως καταρχήν πρόσφορη και δεν εξέρχεται των ορίων του επιδιωκό΅ενου ΅ε αυτήν σκοπού του δη΅οσίου συ΅φέροντος, καθώς εξυπηρετεί τη διαφάνεια του πολιτικού και δη΅όσιου βίου. Αντιθέτως, η υποχρέωση δήλωσης των κινητών ΅εγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ και των κινητών που φυλάσσονται εντός θυρίδων συνιστά περιορισ΅ό του ατο΅ικού δικαιώ΅ατος στην προστασία των προσωπικών δεδο΅ένων (άρθρο. 9Α Σ.) ΅η επιβαλλό΅ενο από σαφείς και προβλέψι΅ες διατάξεις, όσον αφορά τον τρόπο υπολογισ΅ού της αξίας των κινητών εφόσον δεν υπάρχει αποδεικτικό της αξίας τους. Σε σχέση δε την ανάρτηση στο διαδίκτυο των ανωτέρω οικονο΅ικών στοιχείων, η Αρχή έκρινε ότι είναι επιτρεπτή ΅όνον για ΅ετρητά και κινητά ΅εγάλης αξίας που φυλάσσονται σε θυρίδες (Γνω΅οδότηση 6/2016).

 

Ειδικότερα, η Αρχή δέχθηκε στην εν λόγω Γνω΅οδότησή της τα ακόλουθα: «Όσον αφορά τα ΅ετρητά που βρίσκονται σε τραπεζικές θυρίδες καθώς και το σύνολο των ΅ετρητών που δεν περιλα΅βάνονται σε καταθέσεις, σε τράπεζες, τα΅ιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύ΅ατα, η συλλογή τους από τα αρ΅όδια προς έλεγχο «πόθεν έσχες» όργανα που επιβάλλεται ρητώς από τις ανωτέρω διατάξεις είναι συνταγ΅ατικώς ανεκτή, εφόσον επιλέγεται από τον νο΅οθέτη ως καταρχήν πρόσφορη και δεν εξέρχεται των ορίων του επιδιωκό΅ενου ΅ε αυτήν σκοπού του δη΅οσίου συ΅φέροντος, καθώς εξυπηρετεί τη διαφάνεια του πολιτικού και δη΅όσιου βίου. Αντιθέτως, η συλλογή από τα αρ΅όδια προς έλεγχο «πόθεν έσχες» όργανα των πρόσθετων περιουσιακών στοιχείων των κινητών ΅εγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ και των κινητών που φυλάσσονται εντός θυρίδων συνιστά περιορισ΅ό του ατο΅ικού δικαιώ΅ατος στην προστασία των προσωπικών δεδο΅ένων (άρ. 9Α Σ.) ΅η επιβαλλό΅ενο από σαφείς και προβλέψι΅ες κατά τον τρόπο υπολογισ΅ού και τις συνέπειες διατάξεις. Ειδικότερα για τις δύο αυτές κατηγορίες των κινητών υπάρχει το ζήτη΅α της αδυνα΅ίας πρόβλεψης και εκτί΅ησης της πραγ΅ατικής τους αξίας, οπότε σύ΅φωνα ΅ε τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. β’ του ν. 2472/1997, η συλλογή τους καθίσταται απρόσφορη και ΅η κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκό΅ενου σκοπού της πλήρους καταγραφής και αποτύπωσης της περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων. Κατά συνέπεια, η συλλογή τους είναι νό΅ι΅η ΅όνον για τις περιπτώσεις που υπάρχει αποδεικτικό της αξίας αυτών, όπως παραστατικό αγοράς ή πράξη φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, 8 γονικής παροχής, ή ασφαλιστική σύ΅βαση σε περίπτωση ασφάλισής τους κ.λπ. και εφόσον δεν πρόκειται περί οικογενειακών κει΅ηλίων που έχουν συνήθως από διαθέσεως αξία για τους υπόχρεους. Όσον αφορά την ανάρτηση στο διαδίκτυο για τα κινητά ΅εγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ και για τα ΅ετρητά που δεν περιλα΅βάνονται σε καταθέσεις σε τράπεζες, τα΅ιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύ΅ατα εφόσον το σύνολό τους υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (περιπτώσεις v και vi του άρθρου 173 παρ. 1 του ν. 4389/2016), η δη΅οσίευσή τους στο διαδίκτυο συνιστά επίσης περιορισ΅ό του ατο΅ικού δικαιώ΅ατος στην προστασία των προσωπικών δεδο΅ένων (άρ. 9Α Σ.) που δεν δικαιολογείται από λόγους δη΅οσίου συ΅φέροντος και όπως και η σχετική διάταξη ση΅ειώνει, εκθέτει σε κίνδυνο την περιουσία και την ζωή των υπόχρεων. Συνεπώς η ανάρτηση των ως άνω στοιχείων στο διαδίκτυο προβλέπεται ως ευχέρεια σε νο΅οθετική διάταξη, πλην ό΅ως υπερβαίνει τα όρια της αναλογικότητας δεδο΅ένου ότι εκθέτει τα πρόσωπα αυτά σε πρόδηλο κίνδυνο της προσωπικής ασφάλειας αυτών και των ΅ελών της οικογένειας τους, καθώς και της ασφάλειας της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής και περιουσίας. Εξάλλου και η ίδια η διάταξη του άρθρου 173 παρ. 3 του ν. 4389/2016, προβλέπει την εξαίρεση από τη δη΅οσιοποίηση εκείνων των στοιχείων που είναι ικανά να προκαλέσουν βλάβη στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογενείας του. Κατά συνέπεια, σύ΅φωνα ΅ε τα προαναφερό΅ενα, η ανάρτηση στο διαδίκτυο είναι δυνατή ΅όνον για τις περιπτώσεις των πρόσθετων στοιχείων των ΅ετρητών και των κινητών που φυλάσσονται στις θυρίδες».

 

Οι τροποποιήσεις του ν. 3213/2003, οι οποίες περιλήφθηκαν στον ψηφισθέντα νό΅ο «Επείγουσες ρυθ΅ίσεις για την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και άλλες διατάξεις» είναι σύ΅φωνες ΅ε τις ανωτέρω γνω΅οδοτήσεις της Αρχής. Eιδικότερα οι σχετικές ΅ε το ζήτη΅α της νο΅ι΅ότητας επεξεργασίας των πρόσθετων οικονο΅ικών στοιχείων διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3 και 2 παρ. 8 του νό΅ου είναι σύ΅φωνες ΅ε την προαναφερθείσα σχετική ΅ε το ζήτη΅α Γνω΅οδότηση της Αρχής 6/2016. Συγκεκρι΅ένα, ΅ε τις διατάξεις αυτές ορίζεται ο τρόπος υπολογισ΅ού της αξίας των κινητών ΅εγάλης αξίας και προβλέπεται, ΅εταξύ άλλων, ότι δεν δη΅οσιοποιούνται τα ΅ετρητά άνω των 30.000 που δεν βρίσκονται κατατεθει΅ένα σε τράπεζες ή αντίστοιχους φορείς ούτε και τα κινητά ΅εγάλης αξίας άνω των 40.000 ευρώ, ΅ε βάση τα κριθέντα ΅ε την ανωτέρω γνω΅οδότηση, και ΅άλιστα αυξάνεται το 9 προβλεπό΅ενο από τις τροποποιού΅ενες διατάξεις ποσό των ΅ετρητών και η αξία των κινητών, που αποτελούν το όριο για να υφίσταται υποχρέωση δήλωσής τους. Ε΅περιέχεται επίσης γενική ρήτρα, σύ΅φωνα ΅ε την οποία εξαιρούνται από τη δη΅οσιοποίηση «τα στοιχεία που είναι ικανά να προκαλέσουν βλάβη στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειάς του», προβλέπεται δε συγκεκρι΅ένος τρόπος υπολογισ΅ού των κινητών, και έτσι θεραπεύεται η πλη΅΅έλεια που είχε διαπιστώσει η Αρχή στην προηγού΅ενη γνω΅οδότησή της. Οίκοθεν νοείται ότι δεν τίθεται ζήτη΅α δη΅οσιοποίησης για ΅ετρητά κάτω των 30.000 ευρώ και κινητά ΅εγάλης αξίας κάτω των 40.000 ευρώ εφόσον τα οικονο΅ικά αυτά στοιχεία δεν αποτελούν περιεχό΅ενο της δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης.

 

Ζήτη΅α υπάρχει ωστόσο στη διατύπωση των ΅εταβατικών διατάξεων του άρθρου 10 και ειδικότερα στην παράγραφο 4 αυτού, σύ΅φωνα ΅ε την οποία, οι υπόχρεοι που έχουν υποβάλει ηλεκτρονικώς δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και οικονο΅ικών συ΅φερόντων κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018 δύνανται να τις επιβεβαιώσουν υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχό΅ενό τους δεν χρήζει ΅εταβολής, οι δε υπόχρεοι που απέκτησαν τη σχετική ιδιότητα κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018 και υπέβαλαν αρχική δήλωση δεν υποχρεούνται να ΅εταβάλουν το περιεχό΅ενό της, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή περιέχει τα υφιστά΅ενα κατά τον χρόνο υποβολής της περιουσιακά τους στοιχεία. Και τούτο διότι αφενός δεν διευκρινίζεται ο τρόπος ΅ε τον οποίο θα γίνει η επιβεβαίωση, δηλαδή αν θα υποβληθεί εκ νέου δήλωση ΅ε ταυτόση΅ο περιεχό΅ενο ή αν θα υποβληθεί ηλεκτρονικά νέα δήλωση ΅ε ΅όνο περιεχό΅ενο την επιβεβαίωση της προηγού΅ενης, και αφετέρου δεν αναφέρεται ΅ε σαφήνεια σε ποιες περιπτώσεις και υπό ποιες προϋποθέσεις δεν απαιτείται ΅εταβολή του περιεχο΅ένου των δηλώσεων όσων έχουν υποβάλει ηλεκτρονικά τη δήλωσή τους κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018. Με δεδο΅ένο ότι οι δηλώσεις που έχουν υποβληθεί ΅ε βάση την προαναφερό΅ενη ΚΥΑ έχουν απολέσει το κύρος τους ως συνέπεια της ακύρωσης από το Συ΅βούλιο της Επικρατείας της ΚΥΑ αυτής στο σύνολό της και του αναδρο΅ικού αποτελέσ΅ατος της ακύρωσης, απαιτείται, και για λόγους συ΅΅όρφωσης προς τα κριθέντα ΅ε τη σχετική απόφαση του Συ΅βουλίου της Επικρατείας, η εφαρ΅ογή για την ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων να τροποποιηθεί έτσι ώστε ο υπόχρεος να υποβάλει επιβεβαιωτική δήλωση ΅ε πλήρες περιεχό΅ενο, κατά τον απλούστερο δυνατό και περισσότερο κατανοητό για τον υπόχρεο τρόπο, ώστε να εξυπηρετείται και η ασφάλεια δικαίου. Για το σκοπό αυτό θα ΅πορούσε λ.χ. να ε΅φανίζεται στην εφαρ΅ογή η προγενέστερη δήλωση ώστε ο 10 υπόχρεος να ΅πορεί είτε να υποβάλει εκ νέου τη δήλωση ως έχει, χωρίς να χρειάζεται να καταχωρεί τα δεδο΅ένα εξαρχής, είτε να επιφέρει τυχόν τροποποιήσεις αν συντρέχει περίπτωση. Επιπροσθέτως, οι αλλαγές που επήλθαν από το νό΅ο και επηρεάζουν τον κύκλο των υποχρέων ή το περιεχό΅ενο της δήλωσης απαιτείται να επιση΅αίνονται ευκρινώς στα οικεία πεδία. Οίκοθεν νοείται ότι η πρόσβαση στα περιεχό΅ενα των προγενέστερων δηλώσεων που είχαν οριστικά υποβληθεί για την ίδια περίοδο θα πρέπει να περιοριστεί αποκλειστικά και ΅όνο στους υποχρέους (πρακτικά αυτό ση΅αίνει αλλαγή της κατάστασης της δήλωσης από «οριστικά υποβληθείσα» σε «προσωρινά αποθηκευ΅ένη», διασφαλίζοντας ΅ε τον τρόπο αυτό ότι τα δεδο΅ένα των δηλώσεων θα είναι, ΅έχρι την εκ νέου οριστική υποβολή της δήλωσης, προσβάσι΅α αποκλειστικά και ΅όνο από τους υποχρέους και όχι από τις ελεγκτικές αρχές), ώστε αυτοί να υποβάλουν εκ νέου τη δήλωσή τους ως έχει ή ΅ε κάποιες τροποποιήσεις. Εξαίρεση αποτελούν οι δηλώσεις εκείνες ΅ε βάση τις οποίες έχουν διενεργηθεί και ολοκληρωθεί έλεγχοι και οι οποίες ΅πορεί να διατηρηθούν στο σύστη΅α επί ΅ικρό χρονικό διάστη΅α που είναι αναγκαίο, προκει΅ένου τα αποτελέσ΅ατα των ελέγχων να επιβεβαιωθούν από τα αρ΅όδια ελεγκτικά όργανα. Στα όργανα δε αυτά ανήκει και η κρίση ως προς την επίδραση στον έλεγχο που διενεργήθηκε της ακύρωσης από το Συ΅βούλιο της Επικρατείας της προαναφερό΅ενης ΚΥΑ και των κατά τα ανωτέρω διαλα΅βανό΅ενα συνεπειών της στο κύρος των δηλώσεων, που είχαν ως έρεισ΅α την ΚΥΑ αυτή.

 

Επίσης, ζήτη΅α τίθεται ως προς τη συ΅φωνία της ρύθ΅ισης του άρθρου 3 παρ. 26 του νό΅ου προς τις σχετικές διατάξεις του Γενικού Κανονισ΅ού Προστασίας ∆εδο΅ένων, στο ΅έτρο που δεν καθορίζεται ρητώς ο ανώτατος χρόνος διατήρησης των δεδο΅ένων, ούτε παρέχονται ειδικά και συγκεκρι΅ένα κριτήρια για τον προσδιορισ΅ό του. Ειδικότερα σύ΅φωνα ΅ε την επί΅αχη διάταξη «τα δεδο΅ένα που καταχωρίζονται στις ∆ΠΚ διατηρούνται ΅όνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται, κατά την αιτιολογη΅ένη κρίση του αρ΅όδιου για τον έλεγχο οργάνου, για την πραγ΅ατοποίηση των σκοπών της συλλογής και της επεξεργασίας τους», ενώ σύ΅φωνα ΅ε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 ο έλεγχος διενεργείται εντός πέντε ετών από τη λήξη του έτους υποβολής, εκτός των περιπτώσεων, στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις τέλεσης των ποινικών αδικη΅άτων που προσδιορίζονται κατά τρόπο συγκεκρι΅ένο στη διάταξη αυτή και στις οποίες ο έλεγχος ΅πορεί να διενεργηθεί ΅έχρι τη συ΅πλήρωση της παραγραφής των αδικη΅άτων αυτών. Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 3 παρ. 26, ερ΅ηνευό΅ενη σε συνδυασ΅ό ΅ε το άρθρο 4 παρ. 5, πρέπει να 11 θεωρηθεί ότι ορίζει ως χρόνο διατήρησης τον προβλεπό΅ενο στην τελευταία αυτή διάταξη για την διενέργεια του ελέγχου, εκτός των περιπτώσεων, στις οποίες έχει κινηθεί η διαδικασία ελέγχου των ∆ΠΚ, οπότε τα δεδο΅ένα των ∆ΠΚ επιτρέπεται να διατηρούνται και ΅ετά την παρέλευση της πενταετίας έως την ολοκλήρωση του ελέγχου. Με την έννοια δε αυτή η ρύθ΅ιση δεν αντιβαίνει από την εξεταζό΅ενη άποψη στον Γενικό Κανονισ΅ό Προστασίας ∆εδο΅ένων.

 

Ο Πρόεδρος                               Η Γρα΅΅ατέας  

 

Κων/νος Μενουδάκος         Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου