ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕιρΑθ 946/2018

 

Εργατικές διαφορές - Προσωπικό Υπουργείου Δικαιοσύνης - Κατάργηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας - Αντισυνταγματικότητα περικοπών αποδοχών - Παραγραφή αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου δημοσίων υπαλλήλων -.

 

Κρίθηκε ότι η εν όλω κατάργηση των επιδομάτων με την υποπαράγραφο Γ.1 του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 δεν συνιστά απλό περιορισμό ιδιοκτησιακού δικαιώματος, ο οποίος θα ηδύνατο να χωρήσει προς εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος και να δικαιολογηθεί εφόσον δεν θα έθιγε τον πυρήνα του ιδιοκτησιακού δικαιώματος ενώ τώρα τον θίγει με την ολοσχερή κατάργηση. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει προσβολή του άρθρου 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α. και ο σχετικός λόγος της αγωγής είναι νόμιμος. Ακόμη, οι ρυθμίσεις του άρθρου 1 Ν. 4093/2012, οι οποίες αφορούν στην κατάργηση επιδομάτων των εργαζομένων στο Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και Ν.Π.Ι.Δ. και τους ΟΤΑ, αντίκεινται στην αρχή της ισότητος και, ειδικότερα, της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών, διότι οι εν λόγω ρυθμίσεις καθ' ο μέρος προβλέπουν πλήρη κατάργηση των επιδομάτων Χριστουγέννων Πάσχα και αδείας των εργαζομένων στον δημόσιο εν γένει τομέα, αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές αρχές διότι δεν πλήσσουν, κατ' αποτέλεσμα, στον ίδιο βαθμό τους υψηλόμισθους υπαλλήλους αφ' ενός και τους χαμηλόμισθους υπαλλήλους αφ' ετέρου. Ο λόγος περί παραβιάσεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος που προστατεύει την ανθρώπινη αξία, είναι βάσιμος στον βαθμό που οι ρυθμίσεις του άρθρου 1 του ν. 4093/2012 δεν συναρτούν την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας με τον προσδιορισμό ενός ελάχιστου ποσού αποδοχών, διασφαλίζοντας το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως.

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ 946/2018

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ-ΕΡΓΑΤΊΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)

 

 

Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Πέτρο Νικάκη, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τον Γραμματέα Σωτήρη Τριπολιτσιώτη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Απριλίου 2018 για να δικάσει την εξής υπόθεση:

 

Των εναγόντων: 1. ……… του ……, κατοίκου Ν. Ιωνίας Αττικής οδός ……… αρ. … (ΑΔΤ ………), 2. ……… του ……, κατοίκου Ιλίου Αττικής, οδός ……… αρ. … (ΑΔΤ ………), 3. ……… του ……, κατοίκου Αθηνών, οδός ……… αρ. … (ΑΔΤ ………), 4. ……… του ……, κατοίκου Ζωγράφου Αττικής, οδός ……… αρ. … (ΑΔΤ ………) και 5. ……… του ……, κατοίκου Ζωγράφου Αττικής, οδός ……… αρ. … (ΑΔΤ ………), οι όποιοι, άπαντες, παραστάθηκαν διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας-Μαγδαληνής Β. Τσίπρα (AM ΔΣΑ ……… - ……… αρ. …, Αθήνα).

 

Του εναγομένου: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο παραστάθηκε δια της δικαστικής πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ελευθερίας Αντ. Χριστοπούλου (AM ………).

 

Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 20-9-2016 αγωγή τους, διαδικασίας περιουσιακών-εργατικών διαφορών, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με ειδικό αριθμό κατάθεσης (ΕΑΚ) 884/19-10-2016 (ΓΑΚ: 44196/2016). Για τη συζήτηση της ένδικης αγωγής ορίστηκε αρχικά δικάσιμος η 7-12-2016 και μετ' αναβολήν αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και παραστάθηκαν or διάδικοι όπως πιο πάνω αναφέρεται.

 

Κατά την συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους. Το Δικαστήριο αφού άκουσε όσα περιέχονται στα πρακτικά,

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 4 παρ. 5 ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» και στο άρθρο 25 ότι «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους... Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 2...3...4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ.1 του Συντάγματος «Η Βουλή κατά την τακτική ετήσια σύνοδό της ψηφίζει τον προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων του Κράτους για το επόμενο έτος...», ενώ, κατά το άρθρο 106 παρ.1 αυτού «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας...». Από τον συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, ενόψει και της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παρ.4 του Συντάγματος αξίωσης του Κρότους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, όπως οι μισθοδοτούμενοι από το Δημόσιο, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων από τη μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών, από την ασυνέπεια των οποίων - κυρίως, στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων - προκαλείται σε μεγάλο βαθμό η δυσμενής οικονομική συγκυρία (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3373/2015, 2192-2196/2014, 4741/2014, 1286/2012, Ε.Σ. Ολομ. 7412/2015, Επίσης πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 668/2012).

 

 

Η μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων στον δημόσιο τομέα αποτέλεσε, προς αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης των τελευταίων ετών, αντικείμενο συνεχών νομοθετικών παρεμβάσεων. Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του Κεφαλαίου Α' με τίτλο «Μέτρα για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και εισοδηματική πολιτική έτους 2010» του Ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας-Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Α' 40/15.3.2010) ορίστηκε ότι «1...2.Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.), των μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας καθώς και του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος μειώνονται κατά ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%). Τα επιδόματα των παραγράφων A3 των άρθρων 30 και 33 του Ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α'), όπως ισχύουν, μειώνονται κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) και τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα.3...». Περαιτέρω, με το άρθρο 2 του ίδιου Κεφαλαίου θεσπίσθηκε ανώτατο όριο αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Στη συνέχεια δημοσιεύθηκε ο Ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α' 65/6.5.2010), με το άρθρο τρίτο του οποίου, που έχει τον τίτλο «Μέτρα για τη μείωση των δημοσίων δαπανών», ορίστηκε ότι «1. Τα πόσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν.3833/2010....μειώνονται κατά ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%). 2....6. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4,… καθορίζονται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγουμένου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγουμένου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωσή τους.7...... Ακολούθως με το άρθρο 38 παρ. 5 του Ν. 3986/2011 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής Μεσοπροθέσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-¬2015» (Α' 152/1.7.2011) ανεστάλησαν από 1.7.2011 και μέχρι τη θέσπιση νέου μισθολογίου, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 3205/2003, που αφορούν τον χρόνο μισθολογικής εξέλιξης των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ, τέλος με το άρθρο- 55 παρ. 23 περ. α' του Ν. 4002/2011 (Α' 180/22.8.2011) μειώθηκε αναδρομικά από 1.7.2011, κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) το προβλεπόμενο από το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3205/2003 κίνητρο απόδοσης. Στη συνέχεια, ακολούθησε ο Ν. 4024/2011 (Α' 226/27.10.2011), με τον οποίο καθιερώθηκε, ενόψει των ιδιαίτερων δημοσιονομικών συνθηκών της Χώρας νέο, ενιαίο μισθολόγιο που διέπει τη μισθολογική εξέλιξη του προσωπικού του ευρύτερου δημόσιου τομέα, το οποίο αντικατέστησε, από την έναρξη ισχύος του, την 1η.11.2011 (κατ' άρθρο 32 παρ. 1) τις διατάξεις του προϊσχύοντος μισθολογίου (Ν. 3205/2003). Με τις διατάξεις του νόμου αυτού, αναδιαρθρώθηκε η δομή του προγενέστερου μισθολογίου και, μεταξύ άλλων, οριοθετήθηκαν τα χορηγούμενα στο προσωπικό του δημόσιου τομέα επιδόματα και αμοιβές και καθορίσθηκαν οι ειδικότερες προϋποθέσεις χορήγησής τους. Μεταξύ δε των χορηγούμενων επιδομάτων περιελήφθησαν και τα επιδόματα εορτών και αδείας το ύψος των οποίων καθορίσθηκε στα μειωμένα ποσά που είχαν διαμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου τρίτου παρ. 6 του Ν. 3845/2010. Ειδικότερα, ως προς τα εν λόγω επιδόματα προβλέφθηκε, με το άρθρο 16 του ως άνω νόμου, ότι «1. Το Επίδομα Εορτών Χριστουγέννων ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Απριλίου μέχρι 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους και καταβάλλεται την 16η Δεκεμβρίου κάθε έτους. 2. Το Επίδομα Εορτών Πάσχα ορίζεται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Δεκεμβρίου μέχρι και 15 Απριλίου του επόμενου έτους και καταβάλλεται δέκα ημέρες πριν από το Πάσχα. 3. Το Επίδομα Αδείας ορίζεται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου μέχρι και 30 Ιουνίου του επόμενου έτους και καταβάλλεται την 1η Ιουλίου κάθε έτους. 4. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε για χρονικό διάστημα μικρότερο από τα οριζόμενα στις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού, καταβάλλεται τμήμα επιδόματος ανάλογο με αυτό που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα της μισθοδοσίας του. 5. Τα επιδόματα των παραγράφων 1, 2 και 3 καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως μηνιαίες αποδοχές συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων αυτών δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως μηνιαίες αποδοχές υπερβαίνουν, κατά την ημερομηνία καταβολής τους το ύψος αυτό, τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωσή τους».

 

Περαιτέρω, με τον Ν. 4046/2012 [Μνημόνιο II] (Αʼ 28/14.2.2012) εγκρίθηκε το Σχέδιο του Μνημονίου Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ-. 2) ως προϋπόθεση για την υπογραφή και -τη θέση σε ισχύ των Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος τα σχέδια των οποίων επίσης εγκρίθηκαν με τον ίδιο νόμο και προσαρτήθηκαν σ' αυτόν ως Παράρτημα V (άρθρο 1 παρ. 1). Το εν λόγω Μνημόνιο αποτελείται από τρία επιμέρους Μνημόνια, στο πρώτο από τα οποία, δηλαδή στο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Memorandum of Economic and Financial Policies), το οποίο προσαρτάται στον Ν. 4046/2012 ως Παράρτημα VI και στο οποίο περιγράφονται οι στόχοι, η στρατηγική- και οι προοπτικές για την Ελληνική Οικονομία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής στο κεφάλαιο με τίτλο «Δημοσιονομική Πολιτική»: «....6. Για να διασφαλίσει την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος η κυβέρνηση θα αναλάβει τολμηρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις από την πλευρά των δαπανών. Λαμβάνοντας υπόψη την προβλεπόμενη πορεία ανάκαμψης τα συνεχή προβλήματα της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση και την ανάγκη να προσαρμόσουμε κάποια από τα προηγούμενα μέτρα, θα απαιτηθούν επιπρόσθετα μέτρα πέραν εκείνων που έχουν ήδη εγκριθεί στο πλαίσιο της ΜΔΣ [εννοείται: Μεσοπρόθεσμη Δημοσιονομική Στρατηγική] του 2011 και του προϋπολογισμού του 2012...... Κατ' εφαρμογή του Ν. 4046/2012 εκδόθηκε, στη συνέχεια, ο Ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 -Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013¬2016 » (Α' 222/12.11.2012). Με τις διατάξεις της παραγράφου Α (με τίτλο ΕΓΚΡΙΣΗ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ 2013-2016) του άρθρου πρώτου του νόμου αυτού εγκρίθηκε το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του μεσοπρόθεσμου πλαισίου (βλ. σχετ. κείμενο του Υπουργείου Οικονομικών Οκτωβρίου 2012) βασικός άξονας της στρατηγικής της Κυβέρνησης ήταν «η σύζευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής και της επανεκκίνησης της πραγματικής οικονομίας ώστε η χώρα να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων και της ύφεσης», καθώς και η εκδήλωση «ισχυρής πολιτικής βούλησης για την παραμονή της χώρας εντός της ευρωζώνης και η ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια σκηνή». Όπως δε προκύπτει από το μεσοπρόθεσμο, η στρατηγική της οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης που εφαρμόζεται από τα μέσα του 2012 έχει δύο κατευθύνσεις η πρώτη εκ των οποίων συνίσταται στην εδραίωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης προσαρμογής και πειθαρχίας με στόχο τη δραστική καταπολέμηση της σπατάλης τον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών και τη συρρίκνωση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων, ενώ η δεύτερη εξ αυτών στην υλοποίηση ενός μεγάλου εύρους πολιτικών και μέτρων για την τόνωση της οικονομίας ως προς την ανάπτυξη, την ανεργία, τη ρευστότητα και τη μείωση του ελλείμματος. Βασική επιδίωξη του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής είναι να εισέλθει η χώρα σε μια μακρά περίοδο- πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να πορεύεται χωρίς δανειακές ανάγκες. Εξάλλου, στην ενότητα 1 «Δημοσιονομική στρατηγική και πολιτικές» του Κεφαλαίου 3 του μεσοπρόθεσμου, υποενότητα 1.4 «Η νέα δημοσιονομική προσπάθεια στην περίοδο 2013-2016» αναφέρεται ότι «οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των πολιτικών, κυρίως στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών και η περιορισμένη εφαρμογή ή/και χαμηλότερη αποδοτικότητα κάποιων μέτρων, που οδήγησαν σε πολύ χαμηλότερες αποδόσεις του συνολικού πακέτου των μέτρων της προηγούμενης περιόδου σε σχέση με τους αρχικούς υπολογισμούς, σε συνδυασμό και με τη βαθύτερη, από ότι προβλεπόταν, ύφεση, δημιούργησαν μεγάλες αποκλίσεις ακόμη και από τους χαμηλότερους (μετά την επιμήκυνση) στόχους του πρωτογενούς ελλείμματος Γενικής Κυβέρνησης της περιόδου 2013-2016. Προκειμένου να επανέλθει το πρόγραμμα στις αρχικές του προβλέψεις, κρίθηκε απαραίτητο να συνεχισθεί και να ενταθεί η δημοσιονομική προσαρμογή...». Σε συμμόρφωση προς τις ανειλημμένες δεσμεύσεις στα πλαίσια του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου, με τις διατάξεις της υποπαραγράφου Γ.1 (με τίτλο «ΜΙΣΘΟΛΟΠΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ») της παραγράφου Γ (με τίτλο «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΓΠΚΗΣ») του άρθρου πρώτου του ανωτέρω αναφερόμενου Ν. 4093/2012 επιχειρήθηκε νέα νομοθετική παρέμβαση στο μισθολόγιο των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα με στόχο την περαιτέρω μείωση των αποδοχών τους. Στα πλαίσια δε της παρέμβασης αυτής με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ανωτέρω νόμου, ορίσθηκε, ειδικότερα, ότι «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και Ο.Τ.Α., καθώς και για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, καταργούνται από 1.1.2013...». Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού - χωρίς καμία μνεία των προηγουμένως επιβληθεισών με προγενέστερους νόμους μειώσεων των αποδοχών των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο - αναφέρεται, ως προς την κατάργηση των επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας, ότι «Με τις παρούσες διατάξεις ρυθμίζονται θέματα μισθολογικού περιεχομένου, τα οποία προβλέπονται στο πλαίσιο εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής. Ειδικότερα: Με τις διατάξεις της περίπτωσης 1 καταργούνται, από 1.1.2013, τα επιδόματα εορτών και αδείας για όλους τους λειτουργούς και υπαλλήλους Δημοσίου, ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ...».

 

Με την ένδικη αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι είναι όλοι υπάλληλοι υπηρετούντες στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου απασχολούνται επί σειρά ετών-πολλοί εξ αυτών ήδη επί δεκαετίες. Ότι όλοι τους είναι υπάλληλοι του Δημοσίου με συμβάσεις Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου, απασχολούμενοι με τις ειδικότητες και τις συνθήκες που για έκαστο εξ αυτών αναφέρονται στην αγωγή. Ότι οι μηνιαίες αποδοχές εκάστου εξ αυτών ανέρχονται στα παρατιθέμενα ποσά και ότι είναι έγγαμοι, με τις πρώτη και τρίτη εξ αυτών να είναι και γονείς πλην της πέμπτης εξ αυτών, που είναι άγαμη. Ότι από την 1/1/2013 έχουν υποστεί τις ολοσχερείς περικοπές των επιδομάτων δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και επιδόματος κανονικής αδείας δυνάμει των διατάξεων: του ν. 4093/2012, οι οποίες περικοπές είναι προεχόντως αντίθετες τόσο ως προς το Σύνταγμα όσο και ως προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και συγκεκριμένα στο άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/74 και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, στην αρχή της αναλογικότητας, που έχει καθιερωθεί νομολογιακά με την υπ' αριθμ. 2112/1984 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας θεμελιώνεται συνταγματικά στο άρθρο 25 παρ. 1 δ του Συντάγματος και έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ήδη από το έτος 1970 ενώ το Ε.Δ.Δ.Α. την θεωρεί ως εγγενή στο συνολικό σύστημα της Ε.Σ.Δ.Α. (Απόφαση 23-4-1982) και στο άρθρο 22 παρ. 1 Συντάγματος, που θεσπίζει το δικαίωμα αμοιβής από την εργασία. Ότι έκαστος εξ αυτών δικαιούνται για το επίδομα Πάσχα το ποσό των 250 ?, για το επίδομα αδείας το ποσό των 250 ? και για το επίδομα Χριστουγέννων το ποσό των 500 ?, τα οποία ετησίως ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 1.000 ? και ότι έκαστος δικαιούται για τα έτη 2013-2016 το ποσό των 3.500 ?, όπως αυτό αναλύεται για τον καθένα τους στην αγωγή με το νόμιμο τόκο, που ισχύει μεταξύ ιδιωτών καθώς η διάταξη του άρθρ. 21 του Δ/τος της 26.6./10.7.1944 (Κώδιξ Δικών Δημοσίου), που ορίζει το ύψος του νόμιμου κα του υπερημερίας τόκου πάσης του δημοσίου οφειλής σε 6% ετησίως, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρο 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, στα άρθρα 6 και 14 της ΕΣΔΑ και τα άρθρα 2 παρ*. 3 α και β, 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/97), διότι θεσπίζει προνομιακή μεταχείριση του δημοσίου σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε έκαστο από αυτούς για το δώρο Πάσχα των ετών 2013-2015 το ποσό των ευρώ (250 X 3 έτη =) 750, για το επίδομα αδείας των ιδίων ετών το ποσό των ευρώ (250 X 3 έτη =) 750, για το δώρο Χριστουγέννων των ιδίων ετών το ποσό των ευρώ (500 X 3 έτη =) 1.500 και για τα επιδόματα Πάσχα και αδείας του έτους 2016 το ποσό των ευρώ (250 + 250 =) 500, ήτοι το συνολικό ποσό των-3.500 ευρώ στον καθένα τους νομιμοτόκως από την ημέρα καθ' ην έκαστο των κονδυλίων κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Ζητούν, επίσης οι ενάγοντες να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη αγωγή, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να τη δικάσει (άρθρα 7, 9, 14 παρ. 1 περ. α και 614 αρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 καθώς η ένδικη αγωγή κατατέθηκε μετά την 1-1-2016, βλ. σχετικά παρ. 2 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 ιδίου ως άνω νόμου), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρ. 621 επ. του ίδιου Κώδικα. Είναι, δε, νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις και σ' αυτές των άρθρων 340, 345, 346, 361, 648, 653 ΑΚ, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ πλην α) του αιτήματος περί καταβολής τόκων από τη δήλη ημέρα, που εκάστη από τις ένδικες παροχές έγινε απαιτητή, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον ο νόμιμος και της υπερημερίας τόκος πάσης οφειλής του Δημοσίου, Δήμων και ΝΠΔΔ αρχίζει από την επίδοση της αγωγής (άρθρ. 21 Κώδικος Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, 7 παρ. 2 του ν.δ/τος 496/1974, 287 εδ. α ʼ Κώδικα περί Δήμων και Κοινοτήτων, ΕΑ 1481/2001 ΕπισκΕμπΔ 2001, 1087) και β) του αιτήματος περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής διότι αυτό αντίκειται στη διάταξη του άρθρ. 909 περ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 Ν. 4335/2015. Πρέπει, συνεπώς η υπό κρίση αγωγή να ερευνηθεί, κατά το μέρος που είναι νόμιμη, αναφορικά με την ουσιαστική της βασιμότητα αφού δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου καθώς το αιτούμενο από έκαστο των εναγόντων ποσό δεν υπερβαίνει το ισχύον ανώτατο όριο της υλικής αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 17 του Ν. 2479/1997).

 

Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο τόσο με δήλωση της ως άνω πληρεξούσιας δικηγόρου του όσο και με τις από 18-4-2018 έγγραφες προτάσεις του προέβαλε την ένσταση παραγραφής των απαιτήσεων των εναγόντων, που γεννήθηκαν τα έτη 2013 και 2014, ισχυριζόμενο ότι οι σχετικές αξιώσεις έχουν παραγραφεί με βάση την διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 Ν. 2362/1995 («περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις»), σύμφωνα με την οποία η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η παραγραφή των ανωτέρω αξιώσεων αρχίζει από την γένεση της αξίωσης του υπαλλήλου και όχι από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή-η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρ. 91 εδ. α' του ιδίου ως άνω νόμου, αφού, κατά τον εναγόμενο, η διάταξη του άρθρ. 90 παρ. 3 του ιδίου νόμου είναι ειδικότερη σε σχέση με αυτήν του άρθρ. 91 εδ. α' αυτού. Η ως άνω ένσταση, η οποία ασκείται παραδεκτά κατά τα άρθρα 256, 269 και 115 του ΚΠολΔ, προβάλλεται αλυσιτελώς διότι η παραγραφή αναφορικά με τις αξιώσεις σε βάρος του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ ερευνάται αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια. Ειδικότερα, η παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου ρυθμίζεται σήμερα από το Ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α' 143/28-6-2014, με ισχύ από 1-1-2015) ενώ προγενέστερες ρυθμίσεις ήταν αυτές των διατάξεων των άρθρων 90 έως και 94 του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α', τ. 247). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφ' όσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής (άρθρο 90 παρ. 1). Ειδική σε σχέση με την τελευταία ως άνω διάταξη είναι αυτή του άρθρ. 90 παρ. 3 ιδίου νόμου, η οποία ορίζει ότι : «Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις· παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της». Η θέσπιση της διετούς αυτής παραγραφής, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, έχει κριθεί ότι δεν αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ΑΕΔ 32/2008 - Α' Δημοσ. ΤΝΠΝόμος 427998, ΟλΑΠ 31/2007- Αʼ Δημοσ. ΤΝΠΝόμος 427998, ΟλΑΠ 38/2005 - ΝοΒ 2005 1577, ΑΠ 663/2003- ΝοΒ 52227, ΑΠ 450/2003 - ΕλΔνη 44 1637, ΕφΙωαν 24/2007 - ΕΕργΔ 2007, 527 και ΤΝΠΝόμος 458512, ΕιρΑΘ 568/2006 - Αʼ Δημοσ. ΤΝΠΝόμος 403742). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 91 Ν. 2362/1995, με την επιφύλαξη άλλης ειδικής διάταξης του ίδιου νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η απαίτηση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 93 στοιχ. β' Ν. 2362/95, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του δημοσίου διακόπτεται εκτός των άλλων με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών απ' τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή (περ. β'). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 94 εδ. δ' του ιδίου ως άνω νόμου η παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψιν αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια. Αναφορικά, δε, με τον χρόνο έναρξης της παραγραφής για τις απαιτήσεις, που αναφέρονται στο άρθρ. 90 παρ. 3 του εν λόγω νόμου (Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού), το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρ. 100 Συντ.) με την απόφασή του 32/2008 (Α' Δημοσίευση Νόμος 469500) έκρινε ότι επειδή η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 Ν. 2362/1995 είναι ειδική, σε σχέση με αυτήν του άρθρου 91 εδ. α' του ανωτέρω Ν. 2362/1995, όπως τούτο συνάγεται από την ρητή επιφύλαξη της τελευταίας διάταξης ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων του ιδίου νομοθετήματος, το χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, είναι η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως.

 

Από τα προσκομισθέντα από τους ενάγοντες έγγραφα προκύπτει ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου-τούτου την 19-10-2016 (ΕΑΚ : 884/2016 - ΓΑΚ : 44196/2016) και επιδόθηκε στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο στις 26-10-2016 (βλ. την προσκομιζόμενη μετά νομίμου επικλήσεως υπ' αριθμ. 6361Β/2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………). Με την υποβολή της υπόθεσης στο Δικαστήριο τούτο, διακόπηκε (άρθρ. 93 στοιχ. α Ν. 2362/1995) η διετής παραγραφή των αξιώσεων της ενάγουσας κατά των εναγομένων για τα επιδόματα εορτών και αδείας των ετών 2015 και 2016 καθώς για το επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2014, που ήταν καταβλητέο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 16 παρ. 1 Ν. 4024/2011, την 16-12¬2014, οπότε η διετής παραγραφή της σχετικής αξίωσης των εναγόντων, η οποία επρόκειτο να συμπληρωθεί την 16-12-2016, διακόπηκε την 26-10-2016 όταν και έλαβε χώρα η επίδοση της ένδικης αγωγής στο εναγόμενο- Ελληνικό Δημόσιο. Αντίθετα, οι αξιώσεις των εναγόντων για τα έτη 2013 (για όλα τα επίδικα επιδόματα) καθώς και για τα επιδόματα Πάσχα και Αδείας του έτους 2014 έχουν υποπέσει στην εν λόγω διετή παραγραφή καθώς για τα μεν επιδόματα εορτών και αδείας του έτους 2014, που ήταν καταβλητέα, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη Ν. 4024/2011, την 16-12-2013 (το Δ. Χριστουγέννων), την 25-4-2013 (το Δ. Πάσχα 2013) και την 1-7¬2013 (το επίδομα αδείας 2013), η διετής παραγραφή των σχετικών αξιώσεων των εναγόντων συμπληρώθηκε την 16-12-2015, 25-4-2015 και 1-7-2015, κατ' αντιστοιχία με τα ανωτέρω τρία επιδόματα, για τα δε επιδόματα Πάσχα και Αδείας του έτους 2014, που ήταν καταβλητέα, κατά την ίδια ως άνω διάταξη νόμου, την 10-4-2014 (το Δ. Πάσχα 2014) και την 1-7-2014 (το επίδομα Αδείας 2014), η διετής παραγραφή των σχετικών αγωγικών αξιώσεων συμπληρώθηκε την 10-4-2016 και την 1-7-2016, αντίστοιχα. Συνεπώς, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, αναφορικά με τις αξιώσεις των εναγόντων για τα έτη 2013 (και για τα τρία επίδικα επιδόματα) καθώς και για τα επιδόματα Πάσχα και Αδείας του έτους 2014, ως ουσία αβάσιμη λόγω παραγραφής τους και να ερευνηθεί η ουσιαστική της βασιμότητα για τις αξιώσεις (δώρα εορτών και επίδομα αδείας) των ετών 2015, 2016 καθώς και για το Δ. Χριστουγέννων του έτους 2014 καθόσον η παραγραφή των αγωγικών αξιώσεων για τα επιδόματα αυτά έχει διακοπεί με την άσκηση της ένδικης αγωγής.

 

Περαιτέρω, από τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς και των όσων συνομολογούνται (άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ) από το εναγόμενο, όπως προκύπτει από το σύνολο των περιλαμβανομένων στις έγγραφες προτάσεις ισχυρισμών του (βλ. ΑΠ 357/1999, Δ/νη 40, 1567, ΑΠ 1537/1997, Δ/νη 39, 1321, ΑΠ 180/1998, Δ/νη 39, 851, ΑΠ 1114/1996, Δ/νη 38, 1075) αποδεικνύονται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες είναι, άπαντες, υπάλληλοι υπηρετούντες στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου απασχολούνται επί σειρά ετών-πολλοί εξ αυτών ήδη επί δεκαετίες. Όλοι οι ενάγοντες είναι υπάλληλοι του Δημοσίου με συμβάσεις Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου, απασχολούμενοι με τις ακόλουθες ειδικότητες και συνθήκες: Η πρώτη (α') των εναγόντων, ……… (……, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. πρωτ. …/13-6-2016 έγγραφο Υπηρεσιακών Μεταβολών της α ʼ ενάγουσας, που εξέδωσε η Προϊσταμένη του Τμήματος Διοίκησης και Εκπαίδευσης Ανθρώπινου Δυναμικού του εν λόγω Υπουργείου και το οποίο προσκομίζεται ως Σχετ. 1.2 των προτάσεων των εναγόντων), η οποία είναι έγγαμη και μητέρα ενός τέκνου, υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του ως άνω Υπουργείου από την 27-6-2011, στον κλάδο ΤΕ Διοικητικού- Λογιστικού, με βαθμό Γʼ και οι μικτές αποδοχές της ανέρχονταν, τον μήνα Ιούνιο 2016 στο ποσό των 1.245,67 ευρώ και τον Δεκέμβριο του έτους 2015, στο ποσό των 1.204,42 ευρώ και (βλ. Σχετ. 1.1 και 1.1α', αντίστοιχα των ιδίων προτάσεων). Όπως αναγράφεται, δε, στο ανωτέρω έγγραφο υπηρεσιακών μεταβολών της α' των εναγόντων, η εν λόγω υπάλληλος, από -την ανάληψη των καθηκόντων της μέχρι την 13-6-2016, δεν έχει τιμωρηθεί με καμία πειθαρχική ποινή. Ο δεύτερος (β') των εναγόντων, ………, ο οποίος είναι έγγαμος,, υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του εν λόγω Υπουργείου από την 1-7-2011, στον κλάδο ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού, με βαθμό Α' και οι μικτές αποδοχές του ανέρχονταν κατά τον μήνα Δεκέμβριο 2015 στο ποσό των 1.392,00 ευρώ και κατά τον Δεκέμβριο 2016 στο ποσό των 1.413,25 ευρώ (βλ. Σχετ. 2.1 και 2.1α', αντίστοιχα των ιδίων προτάσεων). Όπως αναγράφεται, δε, στο υπ' αριθμ. πρωτ. 54002/14-7-2016 έγγραφο του Τμήματος Διοίκησης και Εκπαίδευσης Ανθρώπινου Δυναμικού, που αφορά στις υπηρεσιακές μεταβολές του βʼ ενάγοντος και το οποίο προσκομίζεται ως Σχετ. 2,2 των προτάσεων των εναγόντων ο εν λόγω υπάλληλος, από την ανάληψη των καθηκόντων του μέχρι την 14-7-2016, δεν έχει τιμωρηθεί με καμία πειθαρχική ποινή. Η τρίτη (γʼ) των εναγόντων, ………, η οποία είναι έγγαμη και μητέρα δύο τέκνων, υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του εν λόγω Υπουργείου από το έτος 1-4-2011 (στο ενδιάμεσο τέθηκε σε διαθεσιμότητα δυνάμει των υποπαραγρ. Ζ.2 και Ζ.4 Ν. 4093/2012 και μετατάχθηκε σε θέση Διοικητικού Γραμματέα στο ΣτΕ, από το οποίο αποχώρησε την 8-12-2015), στον κλάδο ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού, με βαθμό Βʼ και οι μικτές αποδοχές της ανέρχονταν κατά το μήνα Δεκέμβριο 2015 στο ποσό των 1.218,79 ευρώ και τον Ιούλιο 2016 στο ποσό των 1.242,79 ευρώ βλ. Σχετ. 3.1 και 3.1αʼ, αντίστοιχα των ιδίων προτάσεων). Όπως αναγράφεται, δε, στο υπ' αριθμ. πρωτ. 54002/14-7-2016 έγγραφο του Τμήματος Διοίκησης και Εκπαίδευσης Ανθρώπινου Δυναμικού, που αφορά στις υπηρεσιακές μεταβολές της γʼ ενάγουσας και το οποίο προσκομίζεται ως Σχετ. 3.2 των προτάσεων των εναγόντων η εν λόγω υπάλληλος, από την ανάληψη των καθηκόντων της μέχρι την 8-7-2016, δεν έχει τιμωρηθεί με καμία πειθαρχική ποινή ούτε εκκρεμεί πειθαρχική δίωξη σε βάρος της. Ο τέταρτος (δʼ) ενάγων, ………, ο οποίος είναι έγγαμος, υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του εν λόγω Υπουργείου από την 1-7-2011, στον κλάδο ΥΕ Θυρωρών, με βαθμό Δ' και οι μικτές αποδοχές του ανέρχονταν κατά το μήνα Δεκέμβριο 2015 στο ποσό των 1.215,02 ευρώ και κατά το μήνα Ιούνιο 2016 στο ποσό των 1.217,77 ευρώ βλ. Σχετ. 4.1 και 4.1α', αντίστοιχα των ιδίων προτάσεων). Όπως αναγράφεται, δε, στο υπ' αριθμ. πρωτ. 54022/14-7-2016 έγγραφο του Τμήματος Διοίκησης και Εκπαίδευσης Ανθρώπινου Δυναμικού, που αφορά στις υπηρεσιακές μεταβολές του δʼ ενάγοντος και το οποίο προσκομίζεται ως Σχετ. 4.2 των προτάσεων των εναγόντων ο εν λόγω υπάλληλος, από την ανάληψη των καθηκόντων του μέχρι την 14-7-2016, δεν έχει τιμωρηθεί με καμία πειθαρχική ποινή. Η πέμπτη (εʼ) των εναγόντων, ………, η οποία είναι άγαμη, υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του εν λόγω Υπουργείου από την 21-9-2009, στον κλάδο ΥΕ Προσωπικού Καθαριότητας, με βαθμό Βʼ και οι μικτές αποδοχές της ανέρχονταν κατά το μήνα Δεκέμβριο 2015 στο ποσό των 1.189,02 ευρώ και τον Ιούλιο 2016 στο ποσό των 1.197,27 ευρώ. Όπως αναγράφεται, δε, στο υπ' αριθμ. πρωτ. 48717/29-6-2016 έγγραφο του Τμήματος Διοίκησης και Εκπαίδευσης Ανθρώπινου Δυναμικού, που αφορά στις υπηρεσιακές μεταβολές της εʼ ενάγουσας και το οποίο προσκομίζεται ως Σχετ. 5.2 των προτάσεων των εναγόντων -η εν λόγω υπάλληλος από την ανάληψη των καθηκόντων της μέχρι την 29-6-2016, δεν έχει τιμωρηθεί με καμία πειθαρχική ποινή.

 

Κατ' εφαρμογή της διάταξης της υποπαραγραφ. Γ.1 «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ» (περ. 1) του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016», καταργήθηκαν τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που λάμβαναν οι ενάγοντες δυνάμει του άρθρου τρίτου παρ. 6 Ν. 3845/20101 και εν συνεχεία του άρθρ. 16 Ν. 4024/2011. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν .δ. 53/1974 (Α' 256), ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προααναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για λόγους δημοσίας ωφελείας. Στην έννοια της περιουσίας η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο - από - την τυπική - κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ' αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλομένου κράτους. Εν όψει των ανωτέρω περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, αποτελεί και η αξίωση για καταβολή προβλεπομένων από τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους αποδοχών, εφ' όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Kechko κατά Ουκρανίας, της 8.2.2006, σκέψεις 23 και 26, Vilho Esken και λοιποί κατά Φινλανδίας, της 19.4.2007, σκέψη 94). Πάντως με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ή σύνταξη ορισμένου ύψους (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αθανάσιος Κανάκης κ.ά. κατά Ελλάδος, της 20.9.2001, Juhani Saarinen κατά Φινλανδίας, No .69136/01, Kechko κατά Ουκρανίας, της 8.2.2006, σκέψη 23, Vilho Esken και λοιποί κατά Φινλανδίας, της 19.4.2007, σκέψη 94, Andrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη 77), με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ' αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ή συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξ άλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ' αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, No 8793/79, σκέψη 46, Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, της 20.11.1995, σκέψη 37, Saarinen κατά Φινλανδίας, της 28.1.2003, Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδος, της 8.7.2004, σκέψη 25 Adrejeva κατά Λετονίας, - της 18.2.2009, σκέψη 83). Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 50). Σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω στην έννοια της περιουσίας που εγγυάται το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περιλαμβάνεται σειρά περιουσιακών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων δικαιώματα μισθών, συντάξεων, επιδομάτων και κάθε άλλης μορφής αποδοχών εργαζομένων ή δικαιούχων κοινωνικής ασφάλισης ή περιοδικών παροχών προς αυτούς, εφόσον είναι προσδιορισμένα με νόμο ή προσδιορίσιμα βάσει νόμου ή συνιστούν αντικειμενικώς νόμιμη προσδοκία, που θα μπορούσε να θεμελιωθεί στο ισχύον μέχρι την προσβολή δίκαιο. Τα δικαιώματα αυτά αποτελούν αυτοτελή ιδιοκτησιακά δικαιώματα, για τον λόγο αυτό η εν όλω κατάργησή τους αποτελεί εν όλω στέρηση του αντικειμένου αυτοτελών ιδιοκτησιακών ή περιουσιακών δικαιωμάτων. Για την στέρηση αυτή το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. προβλέπει ότι δύναται να χωρήσει δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους από τον νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους, δηλαδή «έναντι έγκαιρης και δίκαιης αποζημιώσεως για την απώλειά της». Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες προβάλλουν και προκύπτει ότι η χορήγηση και ο τρόπος υπολογισμού των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας, ως τμήμα του καταβαλλομένου σ' αυτούς μισθού, προεβλέπετο από το άρθρο 9 του ν. 3205/2003 (Αʼ 297). Πρόκειται δηλαδή περί γεγεννημένων δικαιωμάτων που αποτελούν περιουσιακά δικαιώματα εντασσόμενα στην προστασία του εδαφίου 1 του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και για τον λόγο αυτό η εν όλω αφαίρεση των περιουσιακών αυτών δικαιωμάτων και όχι ο περιορισμός τους, όπως συνέβαινε με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 5 του Ν.3833/2010, 3 παρ. 6 του Ν. 3845/2010 και 16 του Ν. 4024/2011, συνιστά την κατά το εδάφιο 2 του άρθρου 1 του εν λόγω Πρωτοκόλλου στέρηση της ιδιοκτησίας, η οποία θα ηδύνατο μεν να χωρήσει για δημόσια ωφέλεια, αλλά πάντοτε «υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι έγκαιρης και δίκαιης αποζημίωσης για την απώλειά της», όπως έγινε δεκτό με την υπ' αριθμ. 668/2012 απόφαση της Ολομέλειας του ΣΤΕ, που θεωρεί ότι παραβιάζεται η διάταξη του εδαφίου 2 του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. σε περίπτωση πλήρους στέρησης και όχι απλώς περιορισμού των επιδομάτων (κατά την μειοψηφία ακόμα και στην περίπτωση του περιορισμού), αφού στην περίπτωση της πλήρους στέρησης θα απαιτούνταν καταβολή αποζημιώσεως για να είναι σύννομη κατά το ως άνω Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. η στέρηση. Εν όψει αυτού η εν όλω κατάργηση των εν λόγω επιδομάτων με την υποπαράγραφο Γ.1 «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ» (Περ. 1) του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 δεν συνιστά απλό περιορισμό ιδιοκτησιακού δικαιώματος, ο οποίος θα ηδύνατο να χωρήσει προς εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος και να δικαιολογηθεί εφόσον δεν θα έθιγε τον πυρήνα του ιδιοκτησιακού δικαιώματος ενώ τώρα τον θίγει με την ολοσχερή κατάργηση. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει προσβολή του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και ο σχετικός λόγος της αγωγής είναι νόμιμος. Ακόμη, οι ρυθμίσεις του άρθρου 1 Ν. 4093/2012, οι οποίες αφορούν στην κατάργηση επιδομάτων των εργαζομένων στο Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και Ν.Π.Ι.Δ. και τους ΟΤΑ, αντίκεινται στην αρχή της ισότητος και, ειδικότερα, της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (παράγραφοι 1 και 5, αντιστοίχως του άρθρου 4 του Συντάγματος), διότι οι εν λόγω ρυθμίσεις καθ' ο μέρος προβλέπουν πλήρη κατάργηση των επιδομάτων Χριστουγέννων Πάσχα και αδείας των εργαζομένων στον δημόσιο εν γένει τομέα, αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές αρχές διότι δεν πλήσσουν, κατ' αποτέλεσμα, στον ίδιο βαθμό τους υψηλόμισθους υπαλλήλους αφ' ενός και τους χαμηλόμισθους υπαλλήλους αφ' ετέρου. Είναι, κατόπιν των ανωτέρω, νόμιμος ο λόγος της αγωγής περί παραβάσεως της αρχής της ισότητας και, ειδικότερα, της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος). Ο λόγος περί παραβιάσεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος που προστατεύει την ανθρώπινη αξία, είναι βάσιμος στον βαθμό που οι ρυθμίσεις του άρθρου 1 του ν. 4093/2012 δεν συναρτούν την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας με τον προσδιορισμό ενός ελάχιστου ποσού αποδοχών, διασφαλίζοντας το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως (βλ. ΣτΕ Ολ 668/2012 σκέψη 36 ΤΝΠ Νομος).

 

Επομένως σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η διάταξη της υποπαραγράφου Γ.1 (Περ. 1) του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 τυγχάνει ανεφάρμοστη ως αντικείμενη στο Σύνταγμα και στις έχουσες υπερνομοθετική ισχύ διατάξεις των ανωτέρω διεθνών συνθηκών, καθόσον στερεί το δικαιούμενο, ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των χαμηλόμισθων Ελλήνων μισθωτών. Ως εκ τούτου πρέπει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει, δυνάμει του άρθρου 16 Ν. 4024/2011, σε έκαστο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 2.000,00 ευρώ, το οποίο αναλύεται ως ακολούθως : ποσό 500,00 ευρώ για το επίδομα εορτών Πάσχα για τα έτη 2015 και 2016 (? 250,00 για κάθε έτος X 2 έτη), ποσό 500,00 ευρώ για επίδομα αδείας για τα ίδια ως άνω δύο έτη (? 250,00 για κάθε έτος X 2 έτη) και ποσό 1.000,00 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγέννων των ετών 2014 και 2015 (? 500,00 για κάθε έτος X 2 έτη).

 

Κατόπιν τούτων, η ένδικη αγωγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ' ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σε έκαστο από τους ενάγοντες, το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο (επιτόκιο 6% ετησίως κατ' άρθρ. 21 ν.δ/τος της 26.6./10-7-1944, 304 π.δ/τος 410/1995, βλ. ΑΕΔ 7/2011 ΔΕΝ τ. 1578-σελ. 502, ΣτΕ 1620/2011 ΤΝΠΝομος, ΑΠ 1917/2007 ΔΕΝ 2008, 552) από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής (βλ. ανωτέρω την έκθεση επίδοσης αυτής), δηλαδή από την 27-10¬2016 μέχρι την πλήρη εξόφληση. Αναφορικά, τέλος, με τη δικαστική δαπάνη, αυτή πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους (βλ. ΑΠ 951/1994 Δνη 1996, 326 και άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957, όπως ισχύει μετά την 134423/8.12.1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Βʼ 11/20.1.1993) και για το λόγο ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 9 Ν.Δ. 2698/1953, η νομική υπηρεσία του εναγομένου διεξάγεται δια αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΑΠ 675/2009 ΧρΙΔ 2010, 224, 1617/1999 ΕλΔνη 43, 368, 951/1994 Δνη 1996, 326, ΕφΛαμ 22/2010 Νομος), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρ. 5 παρ. 12 Ν. 1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται εν μέρει την ένδικη αγωγή.

 

Υποχρεώνει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 27-10-2016 μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

 

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στις 8 Αυγούστου 2018, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΠΕΤΡΟΣ ΝΙΚΑΚΗΣ                                 ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΙΩΤΗΣ