ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕιρΑθ 2405/2020

 

Δεκτή η αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του δανειολήπτη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της Τράπεζας. Παραβίαση από την Τράπεζα δια των προστηθέντων οργάνων της, των γενικής φύσεως υποχρεώσεων  πρόνοιας και προστασίας του πελάτη της, με το χαρακτηρισμό συνεπών δανειοληπτών ως "μη συνεργάσιμων δανειοληπτών". Η εναγομένη, που δεν είναι μια απλή επιχείρηση, αλλά επιτελεί σημαντική λειτουργία στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω της θέσης της είχε υποχρέωση να διαπραγματευθεί με τους ενάγοντες σημαντικούς πελάτες της μέχρι τότε, να λάβει υπόψιν τις προτάσεις τους καθώς και την οικονομική τους δυνατότητα κατά την στιγμή της διαπραγμάτευσης και να παρέχει σ αυτούς την προσφορότερη οικονομική λύση εξυπηρετώντας την ίδια αλλά και τους πελάτες της με ευελιξία, συνέπεια στο ρόλο της και ασφάλεια των αμοιβαίων συμφερόντων τους. Η ως άνω υποχρέωση της εναγομένης τράπεζας στηρίζεται στην συναγόμενη από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης, που επιβάλλει στα εντεταλμένα όργανα αυτής την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποτροπή ζημίας του πελάτη της (εναγόντων) ακόμη δε και στην ευθύνη της ως παρέχουσας υπηρεσίες κατά το άρθρο 8 Ν. 2251/1994. Επιπλέον, λόγω και του χαρακτηρισμού των εναγόντων ως μη συνεργάσιμου δανειολήπτη, χωρίς να συντρέχουν εν προκειμένω οι όροι χαρακτηρισμού αυτού, οι ενάγοντες υπέστησαν προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητάς τους, που συνιστά και θεμελιώνει και το στοιχείο του παρανόμου της αδικοπρακτικής ευθύνης (914 ΑΚ), αφού οι τελευταίοι εμφανίζονταν ως αφερέγγυα πρόσωπα ενώ η μη δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανείων τους, λόγω των προτεινόμενων όρων εκ μέρους της εναγομένης είχαν ως συνέπεια να καταστούν ληξιπρόθεσμες οι οφειλές αυτών με τις συνεπακόλουθες δυσμενείς επιπτώσεις. Από τα παραπάνω συνεπώς προκύπτει ότι οι ενάγοντες έχουν κατά της εναγομένης αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, θεμελιούμενη στην ως άνω καταφαθείσα αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης από τις υπαίτιες ενέργειες των προστηθέντων υπαλλήλων της, στην παράνομη προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας των εναγόντων, αλλά και στην ευθύνη της τράπεζας από την ζημία, που προκάλεσε σ αυτούς ως παρέχουσας υπηρεσίες. Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ

(Ν. 4335/2015)

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2405/2020

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών    την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών και με την παρουσία του Γραμματέως   .

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 20 Οκτωβρίου του 2020 για να δικάσει την παρούσα υπόθεση μεταξύ των διαδίκων:

 

Των εναγόντων : 1. Της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ... και διακριτικό τίτλο «…» με ΑΦΜ:..., με έδρα στη ... οδ. ... αριθμ.... και … όπως εκπροσωπείται νόμιμα. 2. Του ... του ... κατοίκου ... αριθμ...., Τ.Κ. ... με ΑΦΜ ... που παραστάθηκαν (κατέθεσαν προτάσεις), χωρίς να εμφανισθούν στο Δικαστήριο, δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους, Γεώργιου Λ. Καλτσά.

 

Της εναγόμενης Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «....», που εδρεύει στην Αθήνα, οδ...., νομίμως εκπροσωπούμενης, που παραστάθηκε (κατέθεσε προτάσεις), χωρίς να εμφανισθεί στο Δικαστήριο, δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της ....

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από .... αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4335/2015, με ΓΑΚ: ... και ΕΑΚ :... και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί την ... ότε και ματαιώθηκε και ορίσθηκε κατόπιν οίκοθεν προσδιορισμού από την Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, για την παραπάνω δικάσιμο, οπότε και εκφωνήθηκε με την σειρά της με αριθμό Πινακίου ....

 

Η υπόθεση συζητήθηκε χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ).

 

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β', 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά &ιη παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλαγματικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαϊικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς, απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει, όταν, εξαιτίας της συμπεριφοράς (παράλειψη) του δράστη να καταβάλει τη/επιμέλεια, που αν κατέβαλε, με μέτρο την συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελή εκπροσώπου του κύκλου δραστηριοτήτων του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης)είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσης του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανά, κατά την συνηθισμένη και κοινή πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Την ευθύνη για αποζημίωση ως προς ορισμένα ειδικά θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 ν. 1251/1994 για "την Προστασία των Καταναλωτών", το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών" ότι "ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας " ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει την ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" ότι " ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας" ότι "για την ευδοκίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα :" α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) Το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος " και ότι " μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τιμιότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια της διάταξης αυτής δύναται να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋπόθεση για την θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι α) παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψης της, ενώ ως κριτήρια για την ευδοκίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, για συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια , δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, δ) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Για την θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης απαιτείται, ως εκτέθηκε, παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας. Έτσι, αν στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από την τράπεζα εκδηλωθεί συμπεριφορά μη πρόνοιας και ασφάλειας τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια. Ενόψει, δε, της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης, τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, την ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε την συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 535/2012 Νόμος, ΑΠ 589/2001 ΔΕΕ 2001,1117, ΑΠ 1382/2009 ΝοΒ 2010,919). Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των πιστωτών, που χρηματοδοτούν, από την φύση τους, η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των Τραπεζών και των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς για αυτή συνέπειες (ΑΠ 1352/2011 Νόμος). Τέλος, κατά το άρθρο 57 ΑΚ όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά το άρθρο, δε, 59 ΑΚ το δικαστήριο, με αίτηση αυτού, που έχει προσβληθεί, και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού, που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις παραπάνω διατάξεις προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας, το οποίο αποτελεί πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων είναι αν η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας, του βλαπτόμενου κατά την στιγμή της προσβολής, β) Η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα, που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ' ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις, που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική σύμφωνα με τα άρθρα 281 ΑΚ ή 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και πταίσμα του προσβολέα (ΑΠ 179/2011, ΑΠ 333/10, ΑΠ 1030/2009, Νόμος).

 

Οι ενάγοντες ισχυρίζονται στην κρινόμενη αγωγή ότι διατηρούν με την εναγομένη πολύχρονη συνεργασία  έχοντας συνάψει με αυτήν τις αναφερόμενες συμβάσεις. Ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, αλλά λόγω της κατακόρυφης πτώσης της οικοδομικής δραστηριότητας, αναγκάστηκαν να προβούν σε ρυθμίσεις με την εναγομένη, που είχαν προδιατυπωμένο περιεχόμενο. Ότι προ της λήξης της περιόδου χάριτος εκάστης των συμβάσεων ρύθμισης ζήτησαν επανειλημμένα από την εναγομένη να τροποποιηθούν οι ως άνω συμβάσεις με μακροπρόθεσμη διάρκεια, αποστέλλοντας της και εξώδικες οχλήσεις, όπως αναλυτικά αναφέρονται, αλλά η τελευταία αρνήθηκε τούτο εκμεταλλευόμενη την θέση υπεροχής της στην διαπραγμάτευση, επιβάλλοντας όρους αποπληρωμής, που δεν ήταν σαφείς εκ των προτέρων, ερμηνεύοντας μάλιστα ως ένσταση την από 28-11-18 εξώδικη δήλωση τους. Ότι με αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά προκάλεσε σε αυτούς (ενάγοντες) ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας αιτούνται να υποχρεωθεί να τους καταβάλλει 8.000 ευρώ σε καθένα από αυτούς, με απόφαση, που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Με το περιεχόμενο και αίτημα αυτό η αγωγή, η οποία επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας 30 ημερών (άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ), και οι διάδικοι κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις - προσθήκη αυτών, τα αποδεικτικά έγγραφα, καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους κατ' άρθρα 237 παρ. 1, 2 και 96 ΚΠολΔ, αρμόδια και παραδεκτά φέρεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 9, 14 παρ. 1, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ). Είναι, δε, ορισμένη και νόμιμη, αφού στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 297, 298, 330, 914, 932, 58, 59 ΑΚ, 907, 908, 176 ΚΠολΔ, 8 παρ. 1, 2, 3, 4 Ν. 2251/1994. Πρέπει, λοιπόν, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ' ουσίαν, αφού έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου (ηλεκτρονικά παράβολα υπ' αριθμ. ... και ...).

 

Από τους ισχυρισμούς των διαδίκων, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν με τις προτάσεις τους - προσθήκη αυτών, τις υπ' αριθμ. ... ένορκες βεβαιώσεις του συμβολαιογράφου Αθηνών .. και ... του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που ελήφθησαν κατόπιν νομίμου κλήτευσης των αντιδίκων, και τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται αποδείχθηκαν τα εξής : Δυνάμει του από ... ιδιωτικού συμφωνητικού συστάθηκε η ομόρρυθμη εταιρεία «...» και διακριτικό τίτλο «…», διαχειριστής και εκπρόσωπος της οποίας ορίστηκε ο …  (Α' και Β' ενάγοντες αντίστοιχα), σκοπός της οποίας ορίστηκε η μεταπώληση ακινήτων, ανέγερση οικοδομών κ.λπ. Στα πλαίσια της ως άνω δραστηριότητας συνήφθη μεταξύ των εναγόντων και της εναγομένης η υπ' αριθμ. … σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό ποσού ... ευρώ, για την εξασφάλιση, δε, της πιστώτριας (Εναγομένης) ενεγράφη προσημείωση υποθήκης σε τριώροφο ακίνητο ευρισκόμενο στη ... το οποίο είναι εκμισθωμένο με μηνιαίο μίσθωμα … ευρώ. Εν συνεχεία υπεγράφη η υπ' αριθμ…. σύμβαση δανείου ποσού ... ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής ... μηνιαίες δόσεις, ενεγράφη δε, προσημείωση υποθήκης επί ακινήτου της α' ενάγουσας που βρίσκεται στη ... Τέλος, συνήφθη η υπ' αριθμ.... σύμβαση πιστωτικού ορίου ευρώ, για την εξασφάλιση της οποίας ενεγράφη προσημείωση υποθήκης επί ακινήτου Α΄ορόφου της ... (θυγατέρας του β' ενάγοντος), ευρισκομένου στη ... εκμισθωμένο με μηνιαίο μίσθωμα … ευρώ. Από την σύναψη των ως άνω συμβάσεων μέχρι το έτος 2015 η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων ήταν συνεπής και ενήμερη, λόγω, όμως της πτώσης της οικοδομικής δραστηριότητας οι ενάγοντες ζήτησαν από την εναγομένη την ρύθμιση αποπληρωμής των ως άνω συμβάσεων, γεγονός που πραγματοποιήθηκε στις 29-12-15, οι οποίες (ρυθμίσεις συμβάσεων) περιείχαν προδιατυπωμένους όρους βραχυπρόθεσμης διάρκειας. Οι ενάγοντες προ της λήξης της προβλεπόμενης περιόδου χάριτος προέβησαν σε οχλήσεις προς την εναγομένη προκειμένου η διάρκεια των ρυθμίσεων αυτών να γίνει μακροπρόθεσμη και μετά την αδύνατη επικοινωνία μαζί της, της απέστειλαν την από ... εξώδικη δήλωση ζητώντας συνάντηση προκειμένου να διευθετηθεί οριστικά η ρύθμιση των οφειλών τους με μακροπρόθεσμο ορίζοντα (β) υπ' αριθμ.... και ... εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιά ... Η εναγομένη απάντησε με την από ... επιστολή, στην οποία αναφέρει ότι προέβη σε προσπάθειες διευκόλυνσης, αλλά οι ίδιοι (ενάγοντες) δεν τήρησαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Εν συνεχεία τον … απεστάλησαν στους ενάγοντες νέα σχέδια ρύθμισης, στα οποία προβλεπόταν ότι αν κατά τη λήξη εκάστης περιόδου χάριτος δεν έχει καταγγελθεί η σύμβαση, το β' τμήμα της οφειλής (η οποία χωρίσθηκε σε 2 Τμήματα) δεν θα είναι άμεσα καταβλητέο, αν ο οφειλέτης έχει υποβάλλει αίτηση για περαιτέρω ρύθμιση της οφειλής του, χωρίς να ορίζεται σαφώς το οφειλόμενο ποσό σχετικά με την τιμή του Euribor, όπως εκάστοτε ισχύει, πλέον περιθωρίου spread 4% ετησίως για την Α' σύμβαση, 3,50 % για την Β' και 4,50% για την Γ' σύμβαση, καθώς και των ποσών των εξόδων, που θα προκύψουν, όπως και οι τόκοι, που θα υπολογίζονται με βάση τις 360 ημέρες του έτους και όχι 365 (ημέρες). Οι ενάγοντες θεώρησαν ότι είναι μη βιώσιμο το κατατεθέν από την εναγομένη σχέδιο ρύθμισης και της απέστειλαν την από 7-… εξώδικη δήλωση ζητώντας να απαλειφθούν απ' αυτό οι παράνομοι και καταχρηστικοί όροι, δεδομένου ότι ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και καταβάλλοντος συνολικά κάθε μήνα περίπου 4.500 ευρώ (βλ. κατάθεση μάρτυρος απόδειξης). Η εναγομένη, παρά ταύτα ανταπάντησε με την από ... επιστολή, στην οποία αναφέρεται σε έλλειψη ανταπόκρισης των εναγόντων για επίλυση του θέματος και ορίζοντας αυτούς ως "μη συνεργάσιμο δανειολήπτη". Έτσι οι τελευταίοι (ενάγοντες) απέστειλαν εκ νέου την από ... εξώδικη δήλωση ζητώντας αντίγραφα των εγγράφων των συμβάσεων, αιτιολόγηση των ποσών των δήθεν ασφαλίστρων, που οφείλουν και ανάκληση του χαρακτηρισμού "μη συνεργάσιμου δανειολήπτη". Η ως άνω εξώδικη δήλωση χαρακτηρίσθηκε ως ένσταση από την εναγομένη, η οποία προέβη σε μονομερή συμψηφισμό ποσού … ευρώ, απόλογαριασμό του συνεγγυητή - αδελφού του Β' ενάγοντος ...

 

Με τις πιο πάνω ενέργειες της εναγομένης, δια των προστηθέντων οργάνων της, η τελευταία παραβίασε τις γενικής φύσεως υποχρεώσεις πρόνοιας και προστασίας του πελάτη της, που απορρέουν από την συναλλακτική σχέση, που δημιουργήθηκε μεταξύ των εναγόντων και της εναγομένης, όταν οι πρώτοι ζήτησαν στα πλαίσια αυτής (σχέσης) την διευκόλυνση της πιστωτικής τους ικανότητας εξαιτίας της δυσμενούς οικονομικής κρίσης, που έπληξε την αγορά κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, στηρίζοντας αυτούς (απαίτηση) στην συνεπή και πιστή εκ μέρους τους αποπληρωμή των συμβατικών τους υποχρεώσεων μέχρι τότε και γνωρίζοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα διακινδύνευαν την απώλεια των ακινήτων, που είχαν προσημειωθεί από την εναγομένη. Η ως άνω συμπεριφορά των εναγόντων δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως συμπεριφορά "μη συνεργάσιμου δανειολήπτη", σύμφωνα με το Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος ... ο οποίος τέθηκε σε λειτουργία την ... με σκοπό την εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ δανειολήπτη και πιστωτικού ιδρύματος, ο οποίος ορίζει ότι ο δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος όταν παρέχει τα στοιχεία, που του ζητούνται, επικοινωνεί με τον δανειστή και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια στην κλήση αυτού, προβαίνει σε ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών σχετικά με την οικονομική του κατάσταση την παρούσα και την μελλοντική και συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης με τον δανειστή. Οι ενάγοντες καθ' όλο το χρονικό διάστημα προσπάθειας εξεύρεσης λύσης για αναδιάρθρωση των οφειλών τους ήταν συνεπείς και συνεργάσιμοι στα πλαίσια του ως άνω Κώδικα δεοντολογίας κάνοντας με σαφήνεια γνωστή την ειλικρινή τους πρόθεση για συνεργασία με την εναγομένη. Αντιθέτως, η εναγομένη, που δεν είναι μια απλή επιχείρηση, αλλά επιτελεί σημαντική λειτουργία στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω της θέσης της είχε υποχρέωση να διαπραγματευθεί με τους ενάγοντες - σημαντικούς πελάτες της μέχρι τότε, να λάβει υπόψιν τις προτάσεις τους καθώς και την οικονομική τους δυνατότητα κατά την στιγμή της διαπραγμάτευσης και να παρέχει σ' αυτούς την προσφορότερη οικονομική λύση εξυπηρετώντας την ίδια αλλά και τους πελάτες της με ευελιξία, συνέπεια στο ρόλο της και ασφάλεια των αμοιβαίων συμφερόντων τους.

 

Η ως άνω υποχρέωση της εναγομένης τράπεζας στηρίζεται στην συναγόμενη από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης, που επιβάλλει στα εντεταλμένα όργανα αυτής την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποτροπή ζημίας του πελάτη της (εναγόντων) ακόμη δε και στην ευθύνη της ως παρέχουσας υπηρεσίες κατά το άρθρο 8 Ν. 2251/1994, η οποία όπως παραπάνω εκτέθηκε στην μείζονα σκέψη της παρούσας, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξαρτήτως προϋφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ του παρέχοντος τις υπηρεσίες και του ζημιωθέντος και θεσπίζει για τις Τράπεζες συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας έναντι του καταναλωτικού κοινού, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης και αδικοπραξία. Επιπλέον, λόγω και του χαρακτηρισμού των εναγόντων ως μη συνεργάσιμου δανειολήπτη, χωρίς να συντρέχουν εν προκειμένω οι όροι χαρακτηρισμού αυτού, οι ενάγοντες υπέστησαν προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας τους, που συνιστά και θεμελιώνει και το στοιχείο του παρανόμου της αδικοπρακτικής ευθύνης (914 ΑΚ), αφού οι τελευταίοι εμφανίζονταν ως αφερέγγυα πρόσωπα ενώ η μη δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανείων τους, λόγω των προτεινόμενων όρων εκ μέρους της εναγομένης είχαν ως συνέπεια να καταστούν ληξιπρόθεσμες οι οφειλές αυτών με τις συνεπακόλουθες δυσμενείς επιπτώσεις. Από τα παραπάνω συνεπώς προκύπτει ότι οι ενάγοντες έχουν κατά της εναγομένης αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, θεμελιούμενη στην ως άνω καταφαθείσα αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης από τις υπαίτιες ενέργειες των προστηθέντων υπαλλήλων της, στην παράνομη προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας των εναγόντων, αλλά και στην ευθύνη της τράπεζας από την ζημία, που προκάλεσε σ' αυτούς ως παρέχουσας υπηρεσίες. Για την αποκατάσταση δε αυτής, αφού ληφθεί υπόψη ο βαθμός του πταίσματος των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, το μέγεθος της ζημίας των εναγόντων αναφορικά με την προσβολή της προσωπικότητας τους και τη συνακόλουθη περιέλευσή τους σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, το ψυχικό άγχος, που υπέστησαν, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να τους καταβληθεί το ποσό των 2.000 ευρώ σε καθένα απ' αυτούς, το οποίο θεωρείται εύλογο μετά την εκτίμηση των πιο πάνω παραγόντων αλλά και της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος). Και τούτο διότι σκοπός της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ είναι να επιτυγχάνεται μια υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μια δίκαιη και επαρκή ανακούφιση χωρίς από το άλλο μέρος να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη που δεν μπορεί ν' αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα (ΑΠ 958/2017 ΝΟΜΟΣ).

 

Σύμφωνα, λοιπόν, με τις πιο πάνω σκέψεις πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως ουσία βάσιμη αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στους ενάγοντες 4.000 ευρώ, ήτοι 2.000 ευρώ σε καθένα απ' αυτούς με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινή εκτελεστής δεν πρέπει να γίνει δεκτό, διότι δεν απεδείχθη ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο ή ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία σ' αυτούς (άρθρο 908 παρ. 1 ΚΠολΔ). Τέλος, η δικαστική δαπάνη των εναγόντων πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.

 

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλλει στην πρώτη των εναγόντων δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ και στον δεύτερο αυτών δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

 

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης την δικαστική δαπάνη των εναγόντων, που ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο σε δημόσια και έκτακτη συνεδρίαση του.

 

                 ΑΘΗΝΑ 28 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                 Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ