ΔΠρΑθ (Αναστ) 41/2012

 

 

Εκτέλεση κατά Δημοσίου - Δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων -.

 

 

Εφόσον η υποκείμενη σχέση, δηλαδή η απαίτηση του κατασχόντος δανειστή κατά του Δημοσίου, έχει το χαρακτήρα απαίτησης δημοσίου δικαίου, η ανακοπή που στρέφεται κατά του κατασχετήριου εγγράφου εις χείρας της τράπεζας ως τρίτης δημιουργεί διοικητική διαφορά, ανεξαρτήτως εάν η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης επισπεύδεται με επιμέλεια ιδιώτη δανειστή.

 

 

Αριθμός απόφασης  41/2012

ΓΑΚ 30673/2011

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ Ν. 1406/1983

ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ

 

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Δεκεμβρίου 2011, με δικαστή την Αρτεμι Κυπριανού, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την Κατερίνα Παλαιολόγου, δικαστική υπάλληλο,

 

 

για να δικάσει την αίτηση με χρονολογία 11-11-2011

 

του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπήθηκε από τους Υπουργούς Οικονομικών και Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων και παραστάθηκε με τη δικαστική αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παρασκευή Γιωτάκου,

 

κατά της κοινοπραξίας με την επωνυμία «Α.Τ.Τ.Ε.Ν.Ε. Α.Ε. - Λατομική Α.Τ.Ε.», που εδρεύει στο Παλαιό Φάληρο Αττικής (Λεωφόρος Αμφιθέας, αριθμ. 77 και Ορφέως, αριθμ. 48Β), όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε με το δικηγόρο Κωνσταντίνο Αλεξίου.

 

Κατά συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 

Η κρίση του Δικαστηρίου  είναι η εξής:

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, το αιτούν Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ζητά να ανασταλεί η εκτέλεση που επισπεύδεται αναγκαστικά εις χείρας της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» ως τρίτης με το από 4-11-2011 κατασχετήριο έγγραφο, προκειμένου να εισπραχθεί το συνολικό ποσό των 16.778.206,21 ευρώ, που οφείλεται με βάση το 11/23-9-2011 πρώτο απόγραφο εκτελεστό της 776/2010 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πατρών και την από 31-10-2011 επιταγή προς εκτέλεση. Η αναστολή ζητείται έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 11-11-2011 ανακοπής που έχει ασκηθεί κατά της ως άνω πράξης, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης (ΓΑΚ) 30655/2011.

 

 

2. Επειδή, ως διοικητικές διαφορές που αναφύονται κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, κατά τα άρθρα 94 του Συντάγματος και 216 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔιοικΔικ, ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α’ 97/17-5-1999), νοούνται εκείνες που δημιουργούνται από μονομερείς πράξεις ή ενέργειες διοικητικού οργάνου και η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος που αποτελεί το θεμέλιο της εκτέλεσης, είναι σχέση δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 14/2003, ΣτΕ 3515/2007, 354/2001), φέρονται δε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων με το ένδικο μέσο της ανακοπής. Ως ανακοπή νοείται κάθε ανακοπή που προβλέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔικ), του οποίου επιτάσσεται η ανάλογη εφαρμογή με το άρθρο 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, συνεπώς και η προβλεπόμενη από τα άρθρα 933 και 983 του ΚΠολΔικ ανακοπή κατά της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου. Επομένως, εφόσον η υποκείμενη σχέση, δηλαδή η απαίτηση του κατασχόντος δανειστή κατά του Δημοσίου, έχει το χαρακτήρα απαίτησης δημοσίου δικαίου, η ανακοπή που στρέφεται κατά του κατασχετηρίου εγγράφου εις χείρας της τράπεζας ως τρίτης δημιουργεί διοικητική διαφορά, ανεξαρτήτως εάν η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης επισπεύδεται με επιμέλεια ιδιώτη δανειστή (ΣτΕ 354/2001, 3527/2000, 2095/1998). Και αυτό γιατί, οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που αφορούν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ισχύουν, εν προκειμένω, επειδή το άρθρο 199 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας επιτάσσει την ανάλογη εφαρμογή τους και όχι επειδή επισπεύδων δανειστής είναι ιδιώτης, για τον οποίο έχουν εφαρμογή οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ενόψει αυτών, ο ισχυρισμός που προβάλλεται από την καθ’ ης με το από 20-12-2011 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι τα διοικητικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας να προβούν στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης επειδή η εκτέλεση επισπεύδεται με επιμέλεια ιδιώτη δανειστή, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, δεδομένου ότι η διοικητική φύση της διαφοράς δεν μεταβάλλεται με την παρεμβολή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ούτε εξαρτάται από το πρόσωπο που εκάστοτε επισπεύδει την εκτελεστική διαδικασία.

 

 

3. Επειδή, η αίτηση έχει ασκηθεί και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι τυπικώς δεκτή και πρέπει να εξεταστεί ως προς το ουσιαστικό της περιεχόμενο.

 

 

4. Επειδή, στο άρθρο 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «1. Οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινώς εκτελεστές καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής, αποτελούν τίτλο εκτελεστό κατά το άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται σε αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 918 του ίδιου Κώδικα. Οι παραπομπές γίνονται στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όπως αυτές εκάστοτε ισχύουν. 2. Ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσής τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων. 3. ….». Εξάλλου, στο άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔικ, π.δ. 50/1985) ορίζεται ότι: «1. Αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει εκτελεστού τίτλου. 2. Εκτελεστοί τίτλοι είναι: α) οι τελεσίδικες αποφάσεις, καθώς και οι αποφάσεις κάθε ελληνικού δικαστηρίου που κηρύχθηκαν προσωρινά εκτελεστές, β) …» και στο άρθρο 918 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει αντιγράφου του εκτελεστού τίτλου που έχει τον εκτελεστήριο τύπο (απόγραφο). Ο εκτελεστήριος τύπος συνίσταται στην έκδοσή του στο όνομα του Ελληνικού Λαού και στη διαταγή προς όλα τα αρμόδια όργανα να εκτελέσουν τον τίτλο. 2. Ο εκτελεστήριος τύπος δίνεται: α) σε αποφάσεις, διαταγές πληρωμής ή άλλες διαταγές ελληνικών δικαστηρίων, από το δικαστή που εξέδωσε την απόφαση ή τη διαταγή και αν πρόκειται για απόφαση πολυμελούς δικαστηρίου, από τον πρόεδρο, β) …». Επίσης, στο άρθρο 933 του ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση είναι απόφαση του ειρηνοδικείου, και στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. 2. … 3. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο σύμφωνα με το άρθρο 330. 4. …». Ακόμα, στο άρθρο 935 του εν λόγω Κώδικα ορίζεται ότι: «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933, είναι απαράδεκτοι, όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτέλεσης».

 

 

5. Επειδή, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 935 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που σκοπό έχει την ταχεία εκκαθάριση της διαδικασίας της εκτέλεσης από αμφισβητήσεις για το κύρος της και την ασφάλεια των συναλλαγών, σε περίπτωση που ασκηθεί ανακοπή εναντίον ορισμένης πράξης της διαδικασίας της εκτέλεσης, πρέπει με το κύριο αυτής δικόγραφο ή εκείνο των προσθέτων λόγων να προταθούν όλοι οι λόγοι που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει ακόμα προθεσμία από το άρθρο 934 ΚΠολΔ για την άσκηση νέας ανακοπής (ΑΠ 242/2001). Οι λόγοι ανακοπής που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 935 ΚΠολΔ αποκλείονται, ανεξαρτήτως εάν προσβάλλεται με την ανακοπή η ίδια πράξη εκτέλεσης ή μεταγενέστερη εκείνης που προσβλήθηκε με την προηγούμενη ανακοπή. Το υπό της ανωτέρω διάταξης θεσπιζόμενο απαράδεκτο ισχύει ανεξαρτήτως εάν οι λόγοι ανακοπής αφορούν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση (ΑΠ 1660/2006) και δεν στηρίζεται στην ύπαρξη τυχόν τελεσίδικης κρίσης ως προς τους λόγους ακυρότητας της πράξης σε προγενέστερη δίκη ανακοπής, αλλά απλώς στο γεγονός της μη προβολής τους σε αυτή (ΑΠ 41/1987 ΝοΒ 1988, σελ. 106).

 

 

6. Επειδή, στο άρθρο 938 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε από την παρ. 7 του άρθρου 10 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α’ 88), ορίζεται ότι: «1. Με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. 2. Αρμόδιος να διατάξει όσα ορίζει η παρ. 1 είναι ο δικαστής στον οποίο εκκρεμεί η ανακοπή και, αν πρόκειται για πολυμελές πρωτοδικείο, ο πρόεδρος, οι οποίοι μπορούν να εμποδίσουν με σημείωμά τους την εκτέλεση, ώσπου να εκδοθεί η απόφαση για την αίτηση αναστολής. 3. Οι κατά την παράγραφο 1 αιτήσεις ασκούνται και δικάζονται κατά τα άρθρα 686 επ. (αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων) …».

 

 

7. Επειδή, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 938 ΚΠολΔικ, προκειμένου να χορηγηθεί αναστολή αναγκαστικής εκτέλεσης πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να συντρέχουν σωρευτικά τόσο η ύπαρξη ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτούντος την αναστολή από την ενέργεια της εκτέλεσης, όσο και η πιθανολόγηση της ευδοκίμησης της ανακοπής που έχει ασκηθεί κατά των διενεργηθεισών πράξεων εκτέλεσης. Ως ανεπανόρθωτη νοείται η βλάβη που επέρχεται με την ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης και η οποία δεν αποκαθίσταται ύστερα από την ανατροπή της εκτέλεσης αυτής. Ως βλάβη νοείται, κατ’ αρχήν, η περιουσιακή, μπορεί, όμως, να είναι και ηθική, η δε σχετική κρίση του δικαστηρίου σχηματίζεται κατά πιθανολόγηση, αφού η εφαρμοζόμενη διαδικασία είναι εκείνη των ασφαλιστικών μέτρων (Βασιλείου Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος Ε’, σελ. 493).

 

 

8. Επειδή, στο άρθρο 983 του ΚΠολΔ, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 57 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α’ 165/25-7-2011), ορίζεται ότι: «1. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118 και α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου ή στην έδρα του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. 2. Το έγγραφο που προορίζεται για εκείνον κατά του οποίου γίνεται η κατάσχεση πρέπει να του επιδοθεί το αργότερο μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου γίνει η επίδοση στον τρίτο, αλλιώς η κατάσχεση είναι άκυρη. 3. 4. Για την κατάσχεση στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος ως τρίτου το έγγραφο επιδίδεται στην έδρα του ή σε οποιοδήποτε κατάστημα του». Επίσης, στο άρθρο 985 του ΚΠολΔικ ορίζεται ότι: «1. Μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο, ο τρίτος οφείλει να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση και συνάμα να αναφέρει ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό. 2. Η δήλωση της παρ. 1 γίνεται προφορικά στη γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας εκείνου που δηλώνει και συντάσσεται σχετική έκθεση. 3. Η παράλειψη της δήλωσης εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Αν η δήλωση παραλειφθεί ή είναι ανακριβής, ο τρίτος ευθύνεται να αποζημιώσει αυτόν που επέβαλε την κατάσχεση».

 

 

9. Επειδή, στο άρθρο 4 του ν. 3068/2002 (ΦΕΚ Α’ 274) ορίζεται ότι: «1. Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών. Αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου το οποίο έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημόσιου σκοπού. 2. … 3. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του όγδοου βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας».

 

 

10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την 776/2010 απόφαση του  Διοικητικού Εφετείου Πατρών έγινε εν μέρει δεκτή η από 28-3-2005 προσφυγή της καθ’ ης η ανακοπή κοινοπραξίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία αφορούσε επίλυση διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση δημοσίου έργου. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή ακυρώθηκε η τεκμαιρόμενη λόγω της άπρακτης παρόδου τριμήνου σιωπηρή απόρριψη από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων της από 10-2-2005 αίτησης θεραπείας της ανάδοχης κοινοπραξίας, κατά το σκέλος που αφορά τις περικοπές και διορθώσεις, στις οποίες προέβη η Διευθύνουσα Υπηρεσία, με την ΠΤ/ΦΚΠΤ 8.000/ΠΛ.3/οικ.3844/13-9-2004 πράξη της, στις επιμετρήσεις που συνοδεύουν τα ΠΠΑΕ (2ο - 33ο) και στην τελική επιμέτρηση του εν λόγω έργου. Με την ίδια απόφαση το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι εκτελεσθείσες εργασίες του μνημονευόμενου στο σκεπτικό έργου, οι οποίες περιγράφονται στις ανωτέρω επιμετρήσεις που συνοδεύουν τα ΠΠΑΕ (2ο - 33ο) και την τελική επιμέτρηση έχουν αυτοδικαίως εγκριθεί και ανέπεμψε την υπόθεση στη Διευθύνουσα Υπηρεσία (ΕΥΔΕ-Αυτοκινητόδρομος ΠΑΘΕ, Τμήμα Κατασκευών Πάτρας) για τήρηση της περαιτέρω νόμιμης διαδικασίας. Εν συνεχεία, εκδόθηκε το 11/23-9-2011 πρώτο απόγραφο εκτελεστό της ως άνω δικαστικής απόφασης, αντίγραφο του οποίου επιδόθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο με την από 31-10-2011 επιταγή προς πληρωμή, για συνολικό ποσό 16.778.206,21 ευρώ και ειδικότερα, 13.195.173,70 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, 445.563,06 ευρώ για νόμιμος τόκους από τις 14-6-2011 έως τις 31-10-2011, 3.137.369,45 ευρώ για ΦΠΑ και 100 ευρώ για έξοδα σύνταξης της παραγγελίας προς επίδοση και επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση. Κατόπιν αυτών, η καθ’ ης κοινοπραξία, με το προσβαλλόμενο από 4-11-2011 κατασχετήριο έγγραφο, προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» ως τρίτης των τραπεζικών καταθέσεων που διατηρεί το αιτούν στο κεντρικό ή σε οποιοδήποτε κατάστημα που είναι συνδεδεμένο με το κεντρικό σύστημα των ηλεκτρονικών της υπολογιστών, έως το ποσό των 16.778.206,21 ευρώ. Το εν λόγω κατασχετήριο έγγραφο επιδόθηκε στην ως άνω Τράπεζα στις 4-11-2011, όπως προκύπτει από την 7968Γ/4-11-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς …, που έχει συνταχθεί νομοτύπως. Περαιτέρω, η Τράπεζα προέβη, στις 9-11-2011, στην υπ’ αριθμόν 61706/2011 δήλωση τρίτου του άρθρου 985 ΚΠολΔικ ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία δήλωσε ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού του αιτούντος που τηρείται σε αυτή καλύπτει το ποσό της κατασχεθείσας απαίτησης, το οποίο δεσμεύτηκε και ύστερα από την προσκόμιση των νομίμων δικαιολογητικών θα αποδοθεί, κατόπιν σχετικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

 

11. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη αίτηση το Ελληνικό Δημόσιο ζητά την αναστολή εκτέλεσης της διαδικασίας αναγκαστικής κατάσχεσης που επισπεύδεται από την καθ’ ης στα χέρια της προαναφερόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ως τρίτης, υποστηρίζοντας, κατ’ αρχάς, ότι είναι βέβαιη η ευδοκίμηση των λόγων της ανακοπής του. Ειδικότερα, με την ανακοπή προβάλλεται ότι στο κατασχετήριο έγγραφο αναφέρεται αορίστως ότι η Τράπεζα έχει στα χέρια της λόγω ανώμαλης παρακαταθήκης κατατεθειμένο σε λογαριασμούς, ποσό άνω των 20.000.000 ευρώ, το οποίο ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, προερχόμενο από διάφορες αιτίες, είτε από σχέση ιδιωτικού είτε από σχέση δημοσίου δικαίου και για το λόγο αυτό το κατασχετήριο πάσχει αοριστίας και πρέπει να ακυρωθεί, επειδή δεν αναφέρει την αιτία της απαίτησης της καθ ης, το κατάστημα της Τράπεζας στο οποίο τηρείται ο λογαριασμός, καθώς και το είδος του σχετικού λογαριασμού. Ο ισχυρισμός αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία, δεδομένου ότι στο προσβαλλόμενο έγγραφο περιγράφεται επαρκώς το αντικείμενο της κατάσχεσης (χρηματικές καταθέσεις), η έννομη σχέση που συνδέει το αιτούν με την Τράπεζα (ανώμαλη παρακαταθήκη), καθώς και ο ειδικότερος προσδιορισμός, κατά ποσό, της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται η ένδικη αναγκαστική εκτέλεση (16.778.206,21 ευρώ). Η περιγραφή της απαίτησης της καθ’ ης κατά τον τρόπο αυτό καθιστά το κατασχετήριο έγγραφο ορισμένο, χωρίς να απαιτείται πλέον η αναγραφή στο τελευταίο του ειδικότερου καταστήματος και του είδους του λογαριασμού, ύστερα από την κατάργηση της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 90 του ν.δ. 17-7/13-8-1923 από την παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 3994/2011, με το οποίο είχε εισαχθεί ειδική ρύθμιση σχετικά με την κατάσχεση σε τράπεζα και συγκεκριμένα, οριζόταν ότι: «αν η εταιρεία έχη και υποκαταστήματα εν Ελλάδι, κατάσχεσις εις χείρας αυτής, ως τρίτης, επιτρέπεται μόνον παρά τω καταστήματι, ή τω υποκαταστήματι, ένθα υφίσταται η κατάθεσις ή άλλη οφειλή προς τον καθ’ ου η κατάσχεσις». Και αυτό γιατί, ενόψει της σύνδεσης των τραπεζικών καταστημάτων με το κεντρικό σύστημα των ηλεκτρονικών υπολογιστών (σύστημα on line), παρέχεται πλέον η δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας όλων των καταστημάτων της ίδιας τράπεζας, με αυτόματη και ακαριαία μεταβίβαση της πληροφορίας που αφορά την πραγματοποίηση κάθε ανάληψης ή κατάθεσης σε ολόκληρο το τραπεζικό δίκτυο και συνεπώς, δεν συντρέχει πλέον ο δικαιολογητικός λόγος (έλλειψη επικοινωνίας και διασταύρωσης των στοιχείων μεταξύ των καταστημάτων της ίδιας τράπεζας) που επέβαλε τη διατήρηση της ισχύος, με το άρθρο 52 περ. 3 του Εισαγωγικού Νόμου του ΚΠολΔικ, της ως άνω προστατευτικής διάταξης που καθιερώθηκε το έτος 1923.

 

 

12. Επειδή, περαιτέρω, με την ανακοπή το αιτούν ισχυρίζεται ότι η ένδικη κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων και των χρηματικών διαθεσίμων του στα χέρια της ανωτέρω Τράπεζας ως τρίτης είναι άκυρη, γιατί πρόκειται για απαιτήσεις που πηγάζουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου ή για απαιτήσεις χρηματικού αντικειμένου, το οποίο έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση ειδικού δημόσιου σκοπού. Ο ισχυρισμός αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία, δεδομένου ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι καταθέσεις που διατηρεί το αιτούν στην ως άνω Τράπεζα συνιστούν απαιτήσεις χρηματικού αντικειμένου που προορίζονται για την άμεση εκπλήρωση ειδικού δημόσιου σκοπού, κατά την έννοια του άρθρου 4 του ν. 3068/2002.

 

 

13. Επειδή, εν συνεχεία, με την ανακοπή το αιτούν υποστηρίζει ότι η καθ’ ης δεν επέδωσε την 776/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών στον αρμόδιο για την πληρωμή Υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ότι η ως άνω απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 904 ΚΠολΔικ, επειδή εκδόθηκε επί προσφυγής και όχι επί αγωγής και ουδεμία καταψηφιστική διάταξη διέλαβε στο διατακτικό της και ότι η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η ένδικη εκτέλεση δεν είναι εκκαθαρισμένη, καθώς από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 916 ΚΠολΔικ. Οι λόγοι αυτοί της ανακοπής που αφορούν τη νομιμότητα προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης πρέπει να απορριφθούν ως απαραδέκτως προβαλλόμενοι στο στάδιο της ανακοπής κατά της κατάσχεσης, κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔικ, γιατί είχαν γεννηθεί και μπορούσαν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔικ κατά του 11/23-9-2011 πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, όπως αναλυτικώς εκτέθηκε στην πέμπτη σκέψη.

 

 

14. Επειδή, ακολούθως, το αιτούν διατείνεται ότι η κατάσχεση που επισπεύδεται εναντίον του επιβλήθηκε κατά τρόπο καταχρηστικό, γιατί η καθ’ ης προέβη σε κατάσχεση της ίδιας απαίτησης εις χείρας πέντε διαφορετικών τραπεζικών ιδρυμάτων. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία, δεδομένου ότι η ένδικη κατάσχεση δεν επεκτάθηκε σε περισσότερα από όσα ήταν αναγκαία για την κάλυψη της απαίτησης της καθ’ ης και τα έξοδα εκτέλεσης. Και τούτο διότι, με την παράλληλη επιβολή κατάσχεσης σε περισσότερες τράπεζες ενασκείται δικαίωμα της καθ’ ης που τείνει στην ικανοποίηση της απαίτησής της, η οποία διαφορετικά θα ματαιωνόταν, εάν τελικώς προέκυπτε ότι δεν διατηρείται λογαριασμός στη μοναδική τράπεζα, προς την οποία είχε κοινοποιήσει κατασχετήριο έγγραφο ή ότι το υπόλοιπο του τηρούμενου λογαριασμού δεν επαρκεί για να καλύψει το οφειλόμενο ποσό. Κατάχρηση, επομένως, δεν υφίσταται στο μέτρο που, για την ικανοποίηση του δικαιώματος του κατασχόντος δανειστή, απαιτείται να αποκαλυφθεί η ύπαρξη της κατάθεσης, δεδομένου ότι, από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν ήταν προφανές (ΑΠ 551/2005, 73/1999) ότι η αξίωση της καθ’ ης θα ικανοποιηθεί στο σύνολό της από την κατάσχεση εις χείρας μίας μόνο τράπεζας ως τρίτης, ώστε να συγκροτείται κατάχρηση δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ.

 

 

15. Επειδή, η εκκρεμής ανακοπή του αιτούντος πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί στο σύνολο της, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος προς διερεύνηση. Ενόψει των ανωτέρω, δεν πληρούται η μία εκ των δύο προϋποθέσεων για την ουσιαστική παραδοχή της κρινόμενης αίτησης, η οποία πρέπει, κατ’ επέκταση, να απορριφθεί, ανεξαρτήτως έρευνας για τον ανεπανόρθωτο ή μη χαρακτήρα της βλάβης που το αιτούν κινδυνεύει να υποστεί από τη συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του.

 

 

16. Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναστολής, να απαλλαχθεί, όμως, το αιτούν, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, από την καταβολή των δικαστικών εξόδων, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 εδάφ. ε’ ΚΔιοικΔικ.

 

 

Με τις σκέψεις αυτές

 

 

Απορρίπτει την αίτηση αναστολής.

 

Απαλλάσσει το αιτούν από την καταβολή των δικαστικών εξόδων.

 

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 11-1-2012.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ