ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 744/2019

 

Αναίρεση από τον διάδικο που νίκησε - Έννομο συμφέρον - Επέκταση δεδικασμένου επί προδικαστικών ζητημάτων - Δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα - Τύχη περιουσίας τους - Νοσηλευτικά ιδρύματα - ΝΠΔΔ -.

 

Δικαίωμα άσκησης αναίρεσης από τον διάδικο που νίκησε. Έλεγχος υπάρξεως εννόμου συμφέροντος. Το έννομο συμφέρον πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και να είναι ατομικό και άμεσο του διαδίκου που υφίσταται βλάβη. Αν την αναίρεση ασκεί ο νικήσας διάδικος η βλάβη του εξαρτάται από το αν η απόφαση αναπτύσσει δυσμενείς γι’ αυτόν συνέπειες. Επέκταση του δεδικασμένου επί των προδικαστικών ζητημάτων. Το προδικαστικό ζήτημα απαιτείται να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος. Έλλειψη έννομου συμφέροντος του αναιρεσείοντος Δήμου, καθόσον δεν βλάπτεται από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης αφού δεν δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη μεταξύ του ίδιου και των αναιρεσιβλήτων. Απαράδεκτη αναίρεση. Νοσηλευτικό ίδρυμα που αρχικά απέκτησε νομική προσωπικότητα και χαρακτηρίστηκε ως ΝΠΙΔ-δημοτικό ίδρυμα και στη συνέχεια στο πλαίσιο του ΕΣΥ απέκτησε αυτοτέλεια και ορίστηκε ότι αποτελεί ΝΠΔΔ χωρίς να καταργηθεί και χωρίς να χάσει την αυτοτέλειά του. Η περιουσία του μένει στο ΝΠΔΔ.

 

 

 

Αριθμός 744/2019

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου -Πέτρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Ντάντου, Μαρία Τζανακάκη, Αντώνιο Τσαλαπόρτα και Ελένη Φραγκάκη, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, την 1η Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ - ΟΤΑ με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Μπεζαντέ με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1) ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ Ε», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Φιλανθρωπικού Σωματείου με την επωνυμία «. - ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ - ΠΤΩΧΟΚΟΜΕΙΟ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων το 1ο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Ανδρικόπουλο και το 2ο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παρασκευή Τσώλη.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 17-11-1997 (άρ. εκθ. καταθ. . και ./1997) αγωγές του ήδη 1ου των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν με την από 22-5-1998 αγωγή του ήδη 2ου αναιρεσιβλήτου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3165/2001 μη οριστική, 4218/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5269/2013 του Εφετείου Αθηνών.

 

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 30-12-2015 αίτηση του.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Σοφία Ντάντου διάβασε την από 2-10-2017 έκθεση της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

Με την από 30-12-2015 αίτηση ο εναγόμενος - εκκαλών και ήδη αναιρεσείων Δήμος Αθηναίων ζητά την αναίρεση της 5269/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος, που αφορά την αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η από 10-11-2010 έφεση του που παραπονείτο για την απόρριψη του ισχυρισμού, που είχε υποβάλει ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επανέφερε μετά την ισχύ του άρθρου 6 παρ. 6 του Ν. 1397/1983 (ΕΣΥ) το επίδικο ακίνητο περιήλθε σε αυτόν (Δήμο Αθηναίων).

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Κατά το άρθρο 556 παρ. 2 ΚΠολΔ, δικαίωμα αναίρεσης έχει ο διάδικος που ηττήθηκε ολικά ή εν μέρει κατά τη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο νικήσας διάδικος, που ως τέτοιος θεωρείται και ο εναγόμενος, όταν, για οποιοδήποτε ενώπιον του Εφετείου, σύμφωνα με τον οποίο λόγο απορρίφθηκε η αγωγή, έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση εφόσον έχει προς τούτο έννομο συμφέρον, τη συνδρομή του οποίου πρέπει ρητά να επικαλείται στο αναιρετήριο. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ και η έλλειψη του, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, κατ' άρθρο 73 ΚΠολΔ, συνεπάγεται την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, ως απαράδεκτης. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να υφίσταται τόσο κατά το χρόνο άσκησης όσο και κατά το χρόνο συζήτησης της αναίρεσης, απαιτείται όχι μόνο γενικώς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, αλλά και ειδικώς για κάθε λόγο αναίρεσης, πρέπει δε ο αναιρεσείων να επικαλείται αυτό για τη νομιμοποίηση του στην αίτηση αναίρεσης. Το έννομο συμφέρον πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και να είναι ατομικό και άμεσο του διαδίκου ο οποίος υφίσταται βλάβη, αν δε την αναίρεση ασκεί ο νικήσας διάδικος η βλάβη του εξαρτάται από το αν η απόφαση αναπτύσσει δυσμενείς γι΄ αυτόν συνέπειες, όπως συμβαίνει και όταν αυτός βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της αποφάσεως αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει ως εκ τούτου προσόντα διατακτικού (ΑΠ 1663/2010). Αντίθετα από την διάταξη του άρθρου 331 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την επέκταση του δεδικασμένου επί των προδικαστικών ζητημάτων απαιτείται το προδικαστικό ζήτημα να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος. Δηλαδή το ζήτημα, που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη παρεμπιπτόντως να αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την κρισιολόγηση του κύριου ζητήματος της διαφοράς της πρώτης δίκης, ήτοι το μεν παρεμπίπτον ζήτημα να αποτελεί όρο του πραγματικού του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε, το δε κύριο ζήτημα την έννομη συνέπεια αυτού που δέχθηκε ή απέρριψε το Δικαστήριο (Ολ.ΑΠ 107/2002, ΑΠ 1394/2008).

 

Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως και η πρωτόδικη απέρριψε την από 17-11-1997 (και με αριθμό κατάθ. ./27-11-1997) αγωγή του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Νοσοκομείο Ε κατά του Δήμου Αθηναίων και την από 22-5-19.&8 (και με αριθμό κατάθ. ./3-9-1998) αγωγή του φιλανθρωπικού σωματείου με την επωνυμία «Ε  Ε » κατά του Νοσοκομείου Ε και του Δήμου Αθηναίων και δέχθηκε εν μέρει την από 17-11-1997 (και με αριθμό κατάθ. .-./27-11-1997 αγωγή του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Νοσοκομείο Ε κατά του φιλανθρωπικού σωματείου με την επωνυμία .  με την αιτιολογία ότι: «...η αξίωση των εναγόντων για καταβολή αποζημίωσης χρήσης για τα επίδικα ακίνητα, που φέρεται ότι είχε καταλάβει αυθαίρετα ο Δήμος, είχε υποπέσει σε παραγραφή, για το χρονικό διάστημα από τις αρχές του 1983 μέχρι την 4-12-1992, ως προς το Νοσοκομείο και μέχρι την 14-9-1998, ως προς την Εταιρεία, και ότι η ίδια αξίωση, για το μετά τις ημερομηνίες αυτές χρονικό διάστημα μέχρι το 1997, ήταν ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον δεν τελέστηκε αδικοπραξία σε βάρος και των δύο εναγουσών, ούτε και αυθαίρετη παρακράτηση καρπών κοινού πράγματος, όσον αφορά ειδικότερα μόνο την εταιρεία, ενόψει του ότι τόσο το Νοσοκομείο, έχοντας την κυριότητα και πάντως τη χρήση και εκμετάλλευση των επιδίκων κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, όσο και η Εταιρεία, έχοντας την κυριότητα των ίδιων ακινήτων κατά το έτερο ήμισυ, είχαν συναινέσει ρητά ή σιωπηρά στη χρήση των ακινήτων που έκανε ο Δήμος, ο οποίος σε κάθε περίπτωση, δικαιολογημένα και χωρίς να έχει επιδείξει αμέλεια, πίστευε, κατόπιν εισηγήσεως του νομικού του συμβούλου, ότι μετά το ν. 1397/1983 περί Ε.Σ. Υ. η περιουσία του Νοσοκομείου είχε περιέλθει σε αυτόν. Ενόψει όλων των ανωτέρω, η κρίση της εκκαλουμένης, ότι ο ήδη εκκαλών και τότε εναγόμενος Δήμος δεν κατέστη κύριος των επιδίκων ακινήτων μετά την εισαγωγή του νόμου περί Ε.Σ. Υ., δεν ήταν αναγκαία, ούτε και επαρκής, προϋπόθεση για να καταλήξει στο συμπέρασμα, στο οποίο τελικά κατέληξε, περί εν μέρει παραγραφής και εν μέρει ανυπαρξίας  της  ένδικης  αξιώσεως των εναγουσών και δεν υποστηρίζει το διατακτικό αυτής, ώστε να δημιουργείται εξ αυτής δυσμενές δεδικασμένο εις βάρος του εκκαλούντος σε άλλη δίκη, αφού, ως προς μεν την παραγραφή είναι σαφές ότι τέτοια κρίση δεν προαπαιτείται, ενώ, ως προς την ύπαρξη αδικοπραξίας, (σε συνδυασμό με κοινωνία δικαιώματος όσον αφορά την .), αυτή θα μπορούσε να έχει ή να μην έχει τελεσθεί και χωρίς να συντρέχει κυριότητα του Νοσοκομείου στα επίδικα, αλλά επικαρπία ή άλλο σχετικό ενοχικό δικαίωμα αυτού. Επομένως, η υπό κρίση έφεση του Δήμου Αθηναίων πρέπει ν' απορριφθεί, σύμφωνα με την προηγούμενη νομική σκέψη, ως απαράδεκτη....

 

Στις αρχές του 1983 ο Δήμος Αθηναίων κατέλαβε τον 2ο και τον 3ο ορόφους, καθώς και μέρος του 4ου ορόφου, της πολυκατοικίας της οδού … και εγκατέστησε εκεί διάφορες υπηρεσίες του. Ειδικότερα κατέλαβε τα διαμερίσματα: του 2ου ορόφου, 2Α εμβαδού 61,20 τ.μ., 2Β εμβαδού 72,65 τ.μ., 2Γ εμβαδού 75,50 τ.μ., του 3ου ορόφου, 3Α εμβαδού 61,20 τ.μ., 3Β εμβαδού 72,65 τ.μ., 3Γ εμβαδού 75,50 τ.μ. και του 4ου ορόφου, 4Γ εμβαδού 75,50 τ.μ. Για την οφειλή μισθώματος και το ύψος του δεν προκύπτει ότι έγινε καμία επίσημη συνεννόηση με το δημοτικό ίδρυμα του Νοσοκομείου Ε, που μέχρι τότε εισέπραττε τα αντίστοιχα μισθώματα κατά το 1/2, ούτε και με την έχουσα τη σχετική διαχείριση και εισπράττουσα το έτερο 1/2 των μισθωμάτων .. Με την επιγενόμενη κατά το ίδιο έτος (1983) μετατροπή του Νοσοκομείου από δημοτικό ίδρυμα σε ν.π.δ.δ., ο Δήμος Αθηναίων θεώρησε, κατόπιν εσφαλμένων εισηγήσεων του νομικού του συμβούλου …, ότι όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία του δημοτικού ιδρύματος περιήλθε στον ίδιο, ότι το νέο ν.π.δ.δ. έχει αποξενωθεί αυτής και ότι συνεπώς έχει γίνει ο ίδιος κύριος των ως άνω καταληφθέντων διαμερισμάτων, κατά το προηγουμένως ανήκον στο Νοσοκομείο ποσοστό, ώστε δεν οφείλει στο τελευταίο μίσθωμα για τα διαμερίσματα αυτά. Η άποψη αυτή εκτίθεται εναργώς στην υπ' αριθ. ./22-1 θ-1984 γνωμοδότηση του ανωτέρω νομικού συμβούλου προς τον Δήμαρχο Αθηναίων και υιοθετήθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων με την υπ' αριθ. . πράξη του κατά τη συνεδρίαση της 29-10-1984. Η ίδια άποψη υιοθετήθηκε και από το ΔΣ του ν.π.δ.δ. του Νοσοκομείου Ε , με την απόφαση του υπ' αριθ. . της 8-11-1984, κατόπιν σχετικής εισηγήσεως του τότε Δημάρχου του Δήμου Αθηναίων. Απότοκοι συνέπειες της υιοθετήσεως της ανωτέρω νομικής απόψεως ήταν οι εσφαλμένες ενέργειες: α) της «δωρεάς» από τον Δήμο προς το Νοσοκομείο του κινητού εξοπλισμού του, προκειμένου να συνεχίσει να επιτελεί το νοσηλευτικό του έργο και β) της μετέπειτα δηλώσεως της ακίνητης περιουσίας του ν.π.δ.δ. του Νοσοκομείου στο Εθνικό παράλειψη αναζητήσεως εκ μέρους του ν.π.δ.δ. του Νοσοκομείου μισθωμάτων από το Δήμο μέχρι το 1996, (βλ. την από 24-5-1996 εξώδικη διαμαρτυρία του Ε προς τον Δήμο Αθηναίων, κατόπιν αποτυχίας προηγουμένων διαπραγματεύσεων). Κατόπιν όλων των ανωτέρω ο Δήμος δεν κατέβαλε καθόλου μίσθωμα για τα ανωτέρω καταληφθέντα διαμερίσματα επί της οδού …, όχι Κτηματολόγιο ως ίδιας περιουσίας του Δήμου,  καθώς και η μόνο προς το Νοσοκομείο για το δικό του ποσοστό συνιδιοκτησίας, αλλά ούτε και προς την Ελεήμονα Εταιρεία για το δικό της ποσοστό. Η τελευταία, αν και είχε την διαχείριση των επιδίκων για τα θέματα εκμισθώσεων όχι μόνο του δικού της μεριδίου, αλλά και εκείνου που ανήκε στο Νοσοκομείο, καμία διαμαρτυρία δεν εκδήλωσε προς τον Δήμο, ούτε για δικό της λογαριασμό, ούτε για λογαριασμό του Νοσοκομείου, μέχρι την έγερση της ένδικης αγωγής της. Η εξακολουθητική αυτή παράλειψη δικαιολογείται από το γεγονός ότι από το 1983 και μετά η Εταιρεία έπαυσε να καταβάλει στο Νοσοκομείο την αναλογία του από τα μισθώματα, που εισέπραττε από τα επίκοινα μίσθια καταστήματα της οδού …, καθώς και από ένα κατάστημα του ισογείου της οδού …, ισχυριζόμενη ότι συμψήφιζε την οφειλή της με το ποσοστό που όφειλε να της καταβάλει ο Δήμος για τα διαμερίσματα που είχε καταλάβει στους ορόφους της πολυκατοικίας επί της οδού …, αν και τα μισθώματα, που θα οφείλονταν για τα τελευταία, (17.681.920 δρχ.), υπολείπονταν σαφώς από τα μισθώματα, που έπρεπε η ίδια να αποδώσει προς το Νοσοκομείο για τα μίσθια καταστήματα του ισογείου και των δύο επιδίκων ακινήτων, (87.663.536 δρχ.), τα οποία ήταν μισθωμένα από μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις, («Α - Ι- Κ», «… και ΣΙΑ» κλπ). Υπό το κράτος της συγχύσεως, που επικρατούσε ως προς την περιουσία του, το ν.π.δ.δ. του Νοσοκομείου Ε όχλησε τελικά επισήμως την Εταιρεία για τα μισθώματα των ανωτέρω ισογείων καταστημάτων μόλις το 1995, (βλ. το έγγραφο αυτού προς την Εταιρεία υπ' αριθ. πρωτ. ./16-11-1995), ενώ, όπως προκύπτει από το ίδιο έγγραφο προφορικές άτυπες οχλήσεις είχε απευθύνει στην ίδια τα αμέσως προηγούμενα έτη. Από όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά συνάγεται ότι η Εταιρεία είχε δώσει την συναίνεση της στο να εγκατασταθεί ο Δήμος Αθηναίων και να χρησιμοποιεί, χωρίς να καταβάλλει αντάλλαγμα, εξακολουθητικά, τα διαμερίσματα της οδού ., όσον αφορά τόσο το μερίδιο του Νοσοκομείου, το οποίο διαχειριζόταν, όσο και το μερίδιο που ανήκε στην ίδια, προκειμένου αυτή να διευκολύνεται στην ιδιοποίηση πολλαπλάσιας αξίας μισθωμάτων από τα 4 ισόγεια καταστήματα της οδού . και . και από το 1 ισόγειο κατάστημα της οδού .. Κατά συνέπεια, ως προς τα καταληφθέντα από τον Δήμο Αθηναίων διαμερίσματα της οδού Αιόλου 47, το εφεσίβλητο - καθ' ου οι πρόσθετοι λόγοι -εναγόμενο ν.π.δ.δ. του «Δημοτικού Νοσοκομείου Αθηνών - Η Ε» δεν διέπραξε αδικοπραξία, από κοινού με τον Δήμο Αθηναίων, σε βάρος του εκκαλούντος - ασκούντος πρόσθετους λόγους - ενάγοντος φιλανθρωπικού σωματείου «… (ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΩΝ - ΠΤΩΧΟΚΟΜΕΙΩΝ)», αφού καμία ωφέλεια δεν θα είχε από μία τέτοια συμμετοχή, αλλά αντίθετα ζημία, όπως και έγινε, αφού η φερόμενη ως ζημιωθείσα ενάγουσα Εταιρεία είχε στην διαχείριση της και άλλα ακίνητα ιδιοκτησίας του, που ήταν έτσι εκτεθειμένα σε αυτήν. Αντιπαροχή οικονομική του Δήμου προς το Νοσοκομείο, με την μορφή καλύψεως των εξόδων λειτουργίας του, έναντι της χρήσεως των επιδίκων δεν αποδείχθηκε, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι το Νοσοκομείο επιχορηγείται από το Δημόσιο και δεν είχε ανάγκη τέτοιας βοήθειας από το Δήμο. Εξάλλου, η συμμετοχή του Δημάρχου Αθηναίων στο Δ.Σ. του Νοσοκομείου, ως Προέδρου αυτού, δεν αποδεικνύει συμπαιγνία του- ν.π.δ.δ. του Νοσοκομείου με το Δήμο Αθηναίων, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα Εταιρεία, καθόσον και το Νοσοκομείο είχε αρχικά παραπλανηθεί από το Δήμο ως προς την δήθεν έλλειψη κυριότητας του στα επίδικα ακίνητα και γι' αυτό δεν αντέδρασε αρχικά στην προαναφερθείσα κατάληψη τους, όμως αργότερα βρέθηκε σε αντιδικία με αυτόν για το επίμαχο ζήτημα (βλ. την προαναφερθείσα κοινοποίηση εξωδίκου και τις προηγούμενες αποδεικνυόμενες άτυπες διαμαρτυρίες του), ενώ το ίδιο δεν συνέβη μεταξύ του Δήμου και της εκκαλούσας Εταιρείας, όσον αφορά το δικό της ποσοστό επί των επιδίκων διαμερισμάτων. Αλλά, ούτε και ο εφεσίβλητος - καθ' ου οι πρόσθετοι λόγοι - εναγόμενος Δήμος Αθηναίων διέπραξε αδικοπραξία σε βάρος της Εταιρείας με την κατάληψη του ανήκοντος σε αυτήν μεριδίου από τα επίδικα διαμερίσματα, διότι είχε τη συναίνεση της στην εν λόγω διαρκή κατάληψη, προκειμένου αυτή να διευκολύνεται στην οικειοποίηση μισθωμάτων, που ανήκαν στο Νοσοκομείο, από τα μίσθια ισόγεια καταστήματα στα κτήρια της οδού … με … γωνία, όπως προεκτέθηκε. Αποδεικτικό δε στοιχείο, ενισχυτικό του ότι υπήρξε συνεννόηση του Δήμου με την Εταιρεία, είναι το γεγονός ότι ο Δήμος, αν και ισχυριζόταν ότι είναι κύριος και των ως άνω ισογείων καταστημάτων, καμία διαμαρτυρία δεν προέβαλε μέχρι την παρούσα αντιδικία για το γεγονός ότι η Εταιρεία δεν του απέδιδε μερίδιο για τα εισπραττόμενα μισθώματα από τα καταστήματα αυτά, ενώ σαφώς γνώριζε την υπέρτερη εκείνης των καταληφθέντων διαμερισμάτων μισθωτική τους αξία. Με τα ανωτέρω περιστατικά η ένδικη αγωγή πρέπει ν' απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και ειδικότερα αναπόδεικτη έναντι του εναγομένου ν.π.δ.δ. του Νοσοκομείου εν όλω (δεν προβάλλεται από το τελευταίο ένσταση παραγραφής για το πριν το 1993 χρονικό διάστημα), καθώς και έναντι του εναγομένου Δήμου Αθηναίων εν μέρει για το μετά την 14-9-1993 χρονικό διάστημα, (βλ. επίδοση της ένδικης αγωγής σε αυτόν στις 14-9-1998, σύμφωνα με την υπ' αριθ. ./1998 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...), ενώ για το προηγούμενο ένδικο χρονικό διάστημα, (1983 - 14/9/1993), η αγωγή  απορρίπτεται έναντι  του ίδιου εναγομένου ως παραγεγραμμένη κατ' άρθρο 937 παρ. 1 του ΑΚ, που έχει εφαρμογή,  εφόσον,  (α) πρόκειται για διαφορά από αδικοπραξία - σε σχέση με ιδιωτικά δικαιώματα και όχι για ευθύνη από τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ των οργάνων του Δήμου, τα οποία δεν ενήργησαν κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας και (β) η ενάγουσα εξαρχής γνώριζε την ζημία της, παρούσα και προσδοκώμενη στο μέλλον, καθώς και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Εξάλλου η επικουρική βάση της ίδιας αγωγής πρέπει ν' απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά της κύριας βάσης, χωρίς άλλα διαφορετικά ή πρόσθετα στοιχεία.

 

Με βάση τα εκτιθέμενα ο εναγόμενος των από 17-11-1997 (και με αριθμό κατάθ. ./1997) και από 22-5-1998 (και με αριθμό κατάθ. ./1998) αγωγών και ήδη αναιρεσείων Δήμος Αθηναίων μετά την απόρριψη των ως άνω αγωγών των εναγόντων ν.π.δ.δ με την επωνυμία «Νοσοκομείο Ε » και του φιλανθρωπικού σωματείου με την επωνυμία «.», αντιστοίχως και ήδη αναιρεσιβλήτων κατά το μέρος, που αφορά τον ίδιο ως εναγόμενο με την αιτιολογία ότι η αξίωση χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1983 μέχρι την 4-12-1992 ως προς το εναγόμενο Νοσοκομείο Ε  και μέχρι την 14-9-1998 ως προς την Ελεήμονα Εταιρία, ενώ για το υπόλοιπο επίδικο χρονικό διάστημα μέχρι το έτος 1997 ήταν ουσιαστικά αβάσιμες, για τον λόγο ότι δεν τελέστηκε αδικοπραξία σε βάρος και των δύο εναγόντων δεν έχει έννομο συμφέρον άσκησης της των εναγόντων για αποζημίωση χρήσης των επιδίκων ακινήτων, τα οποία είχε καταλάβει αυθαίρετα, είχε παραγραφεί για το ένδικης αναίρεσης, καθόσον δεν βλάπτεται από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης αφού δεν δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη μεταξύ του ίδιου και των αναιρεσιβλήτων, διότι η αιτιολογία ως προς την κυριότητα των επιδίκων ακινήτων δεν ήταν αναγκαία και δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του ένδικου αγωγικού δικαιώματος αποζημίωσης χρήσης των εν λόγω ακινήτων, που είναι το αντικείμενο της παρούσας δίκης, ως προς δε την παραγραφή, δεν δημιουργείται δυσμενές ουσιαστικό δεδικασμένο για τον εναγόμενο όταν η αγωγή απορρίπτεται ως παραγεγραμμένη διότι στοιχείο της ένστασης παραγραφής είναι η διαδρομή του χρόνου και η προταθείσα δήλωση του εναγομένου όχι δε και η ουσιαστική ύπαρξη της παραγραφείσας απαίτησης. Επομένως εφόσον δεν θεμελιώνεται από τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αναίρεσης έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος και δεν προκύπτει από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ν' απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη.

 

Επικουρικά ως προς την πληττόμενη με την αίτηση αναίρεσης επάλληλη αιτιολογία της πληττόμενης απόφασης, λεκτέα τα ακόλουθα: Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 136 του Ν. 1065/1980 τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα καταργούνται με τον ίδιο τρόπο που συστάθηκαν, και η περιουσία τους περιέρχεται στο δήμο ή στην κοινότητα που τα σύστησε. Τις ιδιωτικές περιουσίες, που έχουν περιέλθει στο ίδρυμα με πράξεις εν ζωή ή αιτία θανάτου, εξακολουθεί να διαθέτει ο δήμος ή η κοινότητα ειδικά και αποκλειστικά για τον τοπικό σκοπό για τον οποίο αφιερώθηκαν, με την επιφύλαξη και των διατάξεων που αφορούν την επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση του περιουσιακού στοιχείου που έχει καταλειφθεί η δωρηθεί για τον ίδιο ή άλλον κοινωφελή σκοπό. Κατά δε την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 6 του Ν. 1397/1983 ορίστηκε ότι: "Τα Δημοτικά Νοσοκομεία από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού υπάγονται στις διατάξεις του Ν.Δ. 2592/1953" και σύμφωνα με το άρθρο 8 του ΝΔ 2592/1953, τα διεπόμενα από τις διατάξεις του ν.δ/τος τόΰτου νοσηλευτικά ιδρύματα, αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Εξάλλου κατά την διάταξη του αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 του ΑΚ). Εξάλλου, ευθεία παράβαση κανόνα δικαίου, που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του "άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, υπάρχει εφόσον αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εάν αυτός εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε ή αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα (Ολ.ΑΠ 36/1988 ΕλλΔ 1989 1153).

 

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αναφορικά με τον παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου προβληθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι μετά την ισχύ του άρθρου 6 παρ. 6 του Ν. 1397/1983 το επίδικο ακίνητο περιήλθε στον αναιρεσείοντα Δήμο Αθηναίων αλλά και την συνταγματικότητα ή μη των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών διατάξεων δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «...Σε κάθε περίπτωση, το Νοσοκομείο Ε, από της ιδρύσεως του το 1842 λειτουργούσε ως υποτελές ίδρυμα του Δήμου Αθηναίων χωρίς ιδιαίτερη νομική προσωπικότητα, ώστε όλα τα κληροδοτήματα που καταλείπονταν σε αυτό με διαθήκες, όπως και το αναφερόμενο στα επίδικα ακίνητα, (Αιόλου 47 -κατάλειψη αυτού το 1875), περιέρχονταν κατά κυριότητα μεν στο Δήμο Αθηναίων, αλλά χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των σκοπών του Νοσοκομείου. Το ίδιο απέκτησε ιδιαίτερη νομική προσωπικότητα με  β.δ. της 9-10-1923 και χαρακτηρίσθηκε ως «δημοτικό Ίδρυμα» (νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου), με το ν. 3448/1928, ο οποίος έθεσε και το πλαίσιο λειτουργίας του. Από τότε άρχισε να διαχειρίζεται τις καταλειφθείσες υπέρ των σκοπών του περιουσίες ως ιδιοκτήμον, με αποτέλεσμα να αποκτήσει επ' αυτών, περιλαμβανομένων των επιδίκων, κυριότητα, σε κάθε περίπτωση με έκτακτη χρησικτησία, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από το Δήμο. Το 1983 τέθηκε σε ισχύ ο ν. 1397/83 περί Ε.Σ.Υ., με τον οποίο ορίσθηκε, στο άρθρο 6 παρ. 6  αυτού, ότι τα νοσηλευτικά  ιδρύματα, που λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου με τη μορφή των «δημοτικών ιδρυμάτων», υπάγονται στο νόμο 2592/1953, στο άρθρο 8 του οποίου ορίζεται πως όλα τα διεπόμενα από τις διατάξεις του νοσηλευτικά ιδρύματα αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Επομένως, από της εισαγωγής του ν. 1397/83 το Ε  κατέστη, χωρίς άλλες διατυπώσεις, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και η περιουσία του πρώην δημοτικού ιδρύματος αποτέλεσε εν όλω εκ του νόμου την περιουσία του νέου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χωρίς διαδοχή, αλλά σαν εκδήλωση του αδιάσπαστου της συνέχειας του ίδιου νομικού προσώπου που απλώς άλλαξε νομική μορφή. Η σχετική διάταξη του ν. 1397/83 υπερισχύει, ως νεότερη και ειδικότερη, τόσο των κοινών διατάξεων του ΑΚ περί ιδρυμάτων, με τις οποίες δεν προβλέπεται μετατροπή των κοινών ιδρυμάτων ιδιωτικού δικαίου σε άλλης μορφής νομικά πρόσωπα, όσο και εκείνης του άρθρου 7 του ν. 2592/1953, κατά την οποία, για την υπαγωγή ενός νοσηλευτικού δημοτικού ιδρύματος στον ίδιο νόμο και τη μετατροπή του σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, απαιτείται η έκδοση βασιλικού διατάγματος μετά από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού και σχετική απόφαση του ΔΣ του επιθυμούντος τη μετατροπή του ιδρύματος. Επίσης, δεν έχουν εφαρμογή ούτε οι διατάξεις των άρθρων 125 και 136 τον ισχύοντος, κατά την επελθούσα μεταβολή του Ε σε ν.π.δ.δ., νόμου 1065/1980 - Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων, (με αντίστοιχα άρθρα στον ήδη ισχύοντα Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων - ν. 3463/06 τα 226 και 237), κατά τις οποίες για την σύσταση ή κατάργηση-δημοτικού ιδρύματος ειδικού σκοπού με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου απαιτείται η έκδοση προεδρικού διατάγματος, μετά από πρόταση των συναρμόδιων Υπουργών, εφόσον ο νόμος 1397/1983 είναι νεότερος του ν. 1065/1980 Και ειδικότερος, αφού είχε υπόψη του όχι γενικά όλα τα δημοτικά ίδρυμα εκείνα εξ αυτών που είναι νοσηλευτικά. Κατά συνέπεια, δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση του Ε και η έτερη πρόβλεψη του άρθρου 136 του ν. 1065/1980, κατά την οποία οι περιουσίες των καταργημένων, με τον αμέσως ανωτέρω τρόπο, δημοτικών ιδρυμάτων περιέρχονται στους ΟΤΑ, με πρωτοβουλία των οποίων είχαν συσταθεί. Αντίθετη άποψη θα δημιουργούσε το νομικό παράδοξο να αποστερείται το νέο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου του Νοσοκομείου όχι μόνο της ακίνητης περιουσίας τον αλλά και της κινητής, δηλαδή του ιατρικού και νοσηλευτικού εξοπλισμού του, γεγονός που θα οδηγούσε σε αδυναμία εκπληρώσεως του σκοπού του, αν δεν έστεργε ο εκάστοτε Δήμος να αναμεταβιβάσει τον εξοπλισμό αυτόν στο Νοσοκομείο λόγω δωρεάς, (όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση κατόπιν εσφαλμένων υποδείξεων των νομικών συμβούλων του Δήμου Αθηναίων). Το αποτέλεσμα αυτό θα αποδυνάμωνε την αυτοτέλεια και αυτοδυναμία των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, που μετατρέπονταν από δημοτικά ιδρύματα σε ν.π.δ.δ., ενώ αντίθετα ο νόμος 1397/83 περί Ε.Σ.Υ. επιδίωκε να ενισχύσει την αυτοτέλεια των εν λόγω ιδρυμάτων και να αναβαθμίσει την αυτοδυναμία τους. Η ανωτέρω ρύθμιση του ν. 1397/83 δεν είναι αντισυνταγματική ως δήθεν καταλυουσα την ανεξαρτησία των ΟΤΑ και προσβάλλουσα την περιουσία τους, όπως διατείνεται ο εκκαλών Δήμος, αφού τουλάχιστον ισοδύναμη προστασία δικαιούνται και τα νοσηλευτικά ιδρύματα που αποτελούν ιδιαίτερα νομικά πρόσωπα, έστω και συνδεόμενα τυπικά με κάποιον ΟΤΑ. Ορθά, επομένως, κρίθηκε από την εκκαλουμένη ότι το ν.π.δ.δ. του Νοσοκομείου ΕΑΠΙΣ, κατά τον κρίσιμο στην παρούσα υπόθεση χρόνο, είχε διατηρήσει την κυριότητα, που είχε το ίδιο με την προηγούμενη νομική μορφή του ως δημοτικό ίδρυμα ιδιωτικού δικαίου, στα επίδικα ακίνητα. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, η υποστηρίζουσα τα αντίθετα έφεση του Δήμου Αθηναίων θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη, αν δεν ήταν προεχόντως απαράδεκτη κατά τα προδιαληφθέντα...».

 

Έτσι, που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 6 του Ν. 1397/1983, 8 του Ν.Δ, 2592/1953 και 136 του Ν. 1065/1980, καθόσον το πρώτο αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ Ε », απέκτησε νομική προσωπικότητα με το β. δ. της 9.10.1923 και χαρακτηρίστηκε ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου - «δημοτικό ίδρυμα» με το Ν. 3448/1928, ο οποίος έθεσε το πλαίσιο λειτουργίας και διοικήσεως του. Το έτος 1983, τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 1397/1983 για το «Εθνικό Σύστημα Υγείας - ΕΣΥ» που απέδωσε αυτοτέλεια στα νοσηλευτικά ιδρύματα, ορίζοντας με το άρθρο 6 παρ. 6 αυτού (Ν. 1397/1983) ότι τα νοσηλευτικά ιδρύματα, που λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου με την μορφή των «δημοτικών ιδρυμάτων» υπάγονται στο Ν. 2592/1953, στο άρθρο 8 του οποίου ορίζεται πως όλα τα διεπόμενα από τις διατάξεις του νοσηλευτικά ιδρύματα αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου    δικαίου με αποτέλεσμα το αναιρεσίβλητο Νοσοκομείο Η Ε  να μετατραπεί εκ του νόμου σε Ν.Π.Δ.Δ., χωρίς ωστόσο προηγουμένως να καταργηθεί, αφού το νομικό πρόσωπο, που αλλάζει μορφή και μετατρέπεται σε ΝΠΔΔ δεν χάνει ποτέ την αυτοτέλεια του νομικού προσώπου, την προέλευση του από πράξη ιδιωτικού δικαίου και την σχετική μ' αυτή συνταγματική προστασία. Εξάλλου η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 6 του Ν. 1397/1983 δεν προϋποθέτει τ ην κατάργηση του δημοτικού ιδρύματος, κατόπιν λήψεως αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου ως προς την κατάργηση του δημοτικού ιδρύματος πριν τη μετατροπή του σε ΝΠΔΔ. Η αναφορά δε του άρθρου 6 παρ. 6 του Ν. 1397/1983 στις διατάξει ς του ΝΔ 2592/1953 γίνεται προκειμένου τα δημοτικά Νοσοκομεία να διέπονται από το ίδιο νομικό καθεστώς του Ν. 2592/1953 των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, τα οποία αποτελούν ΝΔΔΔ και όχι να τίθεται ως προϋπόθεση μετατροπής η προηγούμενη κατάργηση του με την έκδοση σχετικής απόφασης του ΔΣ ή Αδελφών αυτής. Σημειώνεται ότι το ίδιο δε νομικό καθεστώς διατηρήθηκε ακολούθως και με τον Ν. 2889/2001. Κατ' εφαρμογή δε της γενικής ερμηνευτικής αρχής ότι ο ειδικός κανόνας υπερέχει του γενικού, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τον κρίσιμο στην παρούσα υπόθεση χρόνο, υπερισχύει η διάταξη των άρθρων 6 παρ. 6 του Ν. 1397/1983 ως νεότερη και ειδικότερη εκείνων των Ν. 2592/1953 και Ν. 1065/1980, που αφορούν και τα νοσηλευτικά ιδρύματα. Επομένως ο από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 λόγος αναίρεσης κατά το τμήμα, που αιτιάται την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών διατάξεων των Ν. 2952/1953, Ν. 1065/1980 και Ν. 1397/1983 δεν είναι βάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί.

Περαιτέρω ο Ν. 1397/1983, που εκδόθηκε στο πλαίσιο της συνταγματικής επιταγής ότι το Κράτος λαμβάνει μέτρα για την υγεία των πολιτών, εξυπηρετεί το γενικότερο δημόσιο συμφέρον, στην προκειμένη περίπτωση το γενικότερο συμφέρον της υγείας και δεν καταλύει την ανεξαρτησία των ΟΤΑ, προσβάλλοντας την περιουσία τους, καθόσον και τα νοσηλευτικά ιδρύματα, που αποτελούν ιδιαίτερα νομικά πρόσωπα, δικαιούνται ισοδύναμης προστασίας. Επομένως το Εφετείο δεχόμενο ότι το Νοσοκομείο Ε , κατά τον κρίσιμο στην παρούσα υπόθεση χρόνο, είχε διατηρήσει την κυριότητα στο επίδικο ακίνητο (που προήλθε από την συνένωση δύο ακινήτων - ισόγειων κατοικιών επί της οδού …), που είχε το προϋφιστάμενο δημοτικό ίδρυμα, ορθώς έκρινε και εφαρμόσθηκε κατά τον κρινόμενο στην παρούσα υπόθεση χρόνο, ως συνταγματικός ο Ν. 1397/1982 και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα Δήμο Αθηναίων είναι αβάσιμα, όπως και ο σχετικός από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, περί αντισυνταγματικότητας του Ν. 1397/1983 ως αντιτιθέμενος στις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, λόγος αναίρεσης και πρέπει ν' απορριφθεί.

 

Μετά ταύτα πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων Δήμος Αθηναίων στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι παραστάθηκαν με χωριστό δικηγόρο και κατέθεσαν και προτάσεις (άρθρ. 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) μειωμένης, όμως, κατ' άρθρα 276 παρ. 1 και 281 παρ. 2 του Ν. 3963/2006 σε συνδυασμό με άρθρα 285 του Ν. 3852/2010 και 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Απορρίπτει την από 30-12-2015 (και με αριθμό κατάθεσης ./31-12-2015) αίτηση για αναίρεση της 5269/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

 

Καταδικάζει τον αναιρεσείόντα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για καθένα.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Μαΐου 2019.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 26 Ιουνίου 2019

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ