ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ « ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ »

 

ΑΠ 855/2022

 

Συκοφαντική δυσφήμιση και εξύβριση δικηγόρου σε δικόγραφο. Έννοια του τρίτου άρθρο 362 ΠΚ. Προσβολή προσωπικότητας και βλάβη.

 

 (Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Ναυπλίου Κ. Σταθογιαννόπουλου

 

 

Αριθμός 855/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη - Εισηγητή, Χρήστο Τζανερρίκο και Γεώργιο Χριστοδούλου, Αρεοπαγίτες

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 4 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: ..., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας και κατέθεσε προτάσεις.

 

Του αναιρεσιβλήτου: ..., κατοίκου Ναυπλίου, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας και κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/12/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκε η 2/2014 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου με την οποία κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση να δικαστεί στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 224/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 243/2018 του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/9/2018 αίτηση του.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

Ο αναιρεσείων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο αναιρεσίβλητος την απόρριψη της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την κρινόμενη από 14-9-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία 243/2018 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με την τελευταία απόφαση έγινε δεκτή και κατ' ουσίαν η έφεση που είχε ασκήσει ο αναιρεσίβλητος κατά της 224/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, μετά δε την εξαφάνιση αυτής, δικάζοντας επί της από 12-3-2014 αγωγής αυτού, δέχθηκε ως προς τον αναιρεσείοντα την αγωγή ως εν μέρει βάσιμη και υποχρέωσε τούτον να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία της προσβολής της τιμής και υπόληψης του με την εκτιθέμενη συμπεριφορά, το ποσό των 4000 ευρώ. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ).

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις (ΑΠ 1223/2015, ΑΠ 659/2015). Στον κανόνα ουσιαστικού δικαίου περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 531/2014). Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 114/2016). Ο έλεγχος συνίσταται στο αν υπήρξε σφάλμα στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού είτε αυτή διατυπώνεται ρητώς είτε υπονοείται ή σφάλμα στην υπαγωγή της ελάσσονος πρότασης, την οποία συνιστούν οι πραγματικές παραδοχές στη μείζονα πρόταση. Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις αυτές ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο (ΟλΑΠ 25/2008). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 ΑΚ συνάγεται ότι, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του δικαιούται να αξιώσει: α) την άρση της προσβολής β) την παράλειψη της στο μέλλον, γ) αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ) και δ) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για τη θεμελίωση αξίωσης προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από πράξη που προσβάλλει την προσωπικότητα του ανθρώπου, απαιτείται να συντρέχουν: α) προσβολή της προσωπικότητας, β) η προσβολή να είναι παράνομη, δηλαδή να έγινε χωρίς δικαίωμα ή κατ' ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο είναι μικρότερης σπουδαιότητας ή ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση του καταχρηστική, γ) να είναι υπαίτια, να οφείλεται δηλαδή σε δόλο ή αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), δ) να επήλθε ηθική βλάβη του προσβληθέντος και ε) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας προσβολής και της επελθούσας ηθικής βλάβης (ΟλΑΠ 2/2008). Η προσωπικότητα αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις-εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσης του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. (ΑΠ 1211/2018). Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε εκδήλωση της (πνευματική, σωματική, υγεία, ελευθερία, τιμή κ.λπ.). Έτσι η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει γιατί ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα πλαίσια της προστασίας της προσωπικότητας, τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητας του στη ζωή (ΑΠ 1279/2011), δοθέντος ότι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, στο κατοχυρωμένο από τη διάταξη αυτή και προστατευόμενο ατομικό δικαίωμα της προσωπικότητας, περιλαμβάνεται τόσο ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, που είναι και ο πυρήνας του δικαιώματος, όσο και η ελεύθερη ανάπτυξη αυτής (ΑΠ 1735/2009). Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ, εξύβριση διαπράττει όποιος με λόγο ή έργο ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο προσβάλει την τιμή άλλου, σύμφωνα, δε, με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμισης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των εγκλημάτων της συκοφαντικής ή απλής δυσφήμισης, απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο, γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του. Ως ισχυρισμός θεωρείται ανακοίνωση που προέρχεται εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή από μετάδοση εκ τρίτου προσώπου, ενώ διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης- (ΑΠ 72/2016). Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Όμως, δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται, συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά το άρθρο 361 του ΠΚ (ΑΠ 1069/2019, ΑΠ 1025/2016). Αντικείμενο της προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α' - δ' του ΠΚ, το άδικο των προβλεπομένων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ, γ' και δ'). Η τελευταία αυτή διάταξη (άρθρου 367 ΠΚ) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεσαι αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. του ΑΚ. Επομένως, με την κατά τα άνω άρση του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ.1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις (λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λπ.), και συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωση του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 ΠΚ ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (ΑΠ 1455/2014). Στην έννοια του τρίτου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε (πλην του δράστη και του παθόντος) φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς, αστυνομικοί κ.λπ., που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, αφού δεν γίνεται σ' αυτές οποιαδήποτε εξαίρεση ή διάκριση για τα όργανα που είναι κατά το νόμο αρμόδια να παραλαμβάνουν ή να εξετάζουν δικόγραφα, μηνύσεις, καταθέσεις, αναφορές κλπ. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία, όταν η ανακοίνωση του δυσφημιστικού γεγονότος γίνεται με το περιεχόμενο δικογράφου ενώπιον του δικαστή και του γραμματέα του δικαστηρίου και γενικά ενώπιον προσώπων, τα οποία είναι θεσμικά αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής ή απλής δυσφήμησης, καθόσον τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του τρίτου, δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-363 ΠΚ, αφού, κατά το νόημα της λέξης, "τρίτος" είναι οποιοσδήποτε που δεν μετέχει στη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων και, συνεπώς, αυτή καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του έννομου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης του ανωτέρω έννομου αγαθού που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της έννομης σχέσης που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου "τρίτος", αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κ.λπ.), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνας του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου έννομου αγαθού. Δεν αποκλείεται δε ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει κάποιον, να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με  δυσφημιστικά  γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη (ΑΠ 789/2019, ΑΠ 841/2019, ΑΠ 1013/2018, ΑΠ 1777/2017). Εφόσον στην έννοια του τρίτου εντάσσονται και οι δικαστές, εισαγγελείς και γραμματείς, στους οποίους γίνεται γνωστό το περιεχόμενο των δικογράφων και μπορεί με τις σ' αυτά αναφορές να προσβάλλεται η τιμή και υπόληψη του αντιδίκου, η εξύβριση και η δυσφήμιση, απλή ή συκοφαντική, τελούνται και όταν ο ισχυρισμός ή η διάδοση γίνονται με τα γραφόμενα στα δικόγραφα, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν σε προφορική διαδικασία, ήτοι να αποκτήσουν δημοσιότητα οι ισχυρισμοί ή διαδόσεις, αφού, άλλωστε, δεν είναι προϋπόθεση της διάπραξης αυτών η γνωστοποίηση των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν τον ισχυρισμό ή τη διάδοση και σε άλλα, πλην των ανωτέρω, πρόσωπα. Με τον πρώτο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, πλημμέλεια εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ, παρερμηνεύοντας την έννοια του γεγονότος, ως προς την αναφορά των λέξεων "βουλημία, αλαζονεία και αρπακτικότητα", τις οποίες αυτός ανέφερε με ερωτηματικό τρόπο, για την ερμηνεία και χαρακτηρισμό της δικονομικής συμπεριφοράς της επισπεύδουσας τον πλειστηριασμό του ακινήτου του, αλλά και ως προς τη δικονομική διαδικασία που διεξήχθη επί της μηνυτήριας αναφοράς αυτού και βρισκόταν σε εξέλιξη, καθώς επίσης και ως προς την έννοια των τρίτων που έλαβαν γνώση των ισχυρισμών του. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτά επισκοπούμενη απόφαση, προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά τη συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που νόμιμα προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, δέχθηκε και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: <<Περαιτέρω, όσον αφορά την πορεία της προαναφερόμενης από 5-3-2007 μηνυτήριας αναφοράς που υπέβαλε ο τέταρτος ανακόπτων-πρώτος εναγόμενος, μέρος του περιεχομένου της οποίας αποτέλεσε και περιεχόμενο των ένδικων από 5-11-2007 προτάσεων, αποδεικνύεται ότι η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Τρίπολης με τη με αριθμό Β08/37Δ/21-5-2008 Διάταξη της απέρριψε την έγκληση στην ουσία της. Κατά της διάταξης αυτής ασκήθηκε προσφυγή και εκδόθηκε η με αριθμό 87/24-11-22008 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, που έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την τέλεση του αδικήματος της ψευδούς βεβαίωσης και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή και ότι θα πρέπει να διερευνηθεί εάν οι πράξεις αυτές φέρουν κακουργηματικό χαρακτήρα, εάν δηλαδή έγιναν με σκοπό πορισμού οφέλους ή βλάβης άνω των 73.000 ευρώ και διέταξε τη συμπληρωματική προκαταρκτική εξέταση, μετά τη διενέργεια της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό Β09/28Δ/19-5-2009 Διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Τρίπολης, που απέρριψε εκ νέου την έγκληση στην ουσία της. Ο μηνυτής (πρώτος εναγόμενος) άσκησε προσφυγή και κατά της απορριπτικής αυτής διάταξης, εκδοθείσας της με αριθμό 83/9-9-2009 Διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, που διέταξε την άσκηση ποινικής δίωξης για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος της συμβολαιογράφου . και της ηθικής αυτουργίας στην ως άνω πράξη σε βάρος του . και . (νομίμου εκπροσώπου της επισπεύδουσας και οφειλέτη αυτής αντίστοιχα) ενώ έκανε δεκτό ότι ενόψει του πλημμεληματικού τους χαρακτήρα είχαν παραγραφεί οι καταγγελλόμενες πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν που φέρονταν ότι είχαν τελεστεί στις 13-5-2004 από το δικαστικό επιμελητή και τον εν προκειμένω ενάγοντα αντίστοιχα. Κατά τα ανωτέρω επομένως είναι ψευδής ο διαλαμβανόμενος στο δικόγραφο της από 19-11-2008 προσθήκης σε συνδυασμό με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο των από 5-11-2007 προτάσεων ισχυρισμός ότι ο ενάγων με τις ενέργειες του παρέβη το καθήκον του ως δικηγόρος και προέβη σε ενέργειες που απάδουν του λειτουργήματος του δικηγόρου, ακόμη και εάν η επικαλούμενη παράβαση καθήκοντος δεν εμπίπτει στην έννοια του ποινικού δικαίου (άρθρο 259 ΠΚ) αλλά μπορεί να στοιχειοθετήσει πειθαρχική ευθύνη αυτού. Επίσης, ψευδής είναι και ο ισχυρισμός ότι ο Αντεισαγγελέας Εφετών τους ενημέρωσε ότι προτίθεται να ασκήσει ποινική δίωξη μετά από την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος των καταγγελλομένων για παράβαση καθήκοντος <<αφού δεν περιγράφονται με πλήρη ακρίβεια τα κατεσχημένα και εκπλειστηριασθέντα ακίνητα» και αφετέρου ότι η προκαταρκτική εξέταση έχει ως αντικείμενο, μεταξύ των άλλων, να διακριβωθεί εάν οι καταγγελλόμενες πράξεις συνιστούν τα αδικήματα της απάτης επί δικαστηρίω και της εκβίασης σε βάρος των ανακοπτόντων, καθώς, πρωτίστως, όπως είναι γνωστό σε όλους, οι Εισαγγελείς δεν προαναγγέλλουν τις πράξεις τους στους ενδιαφερόμενους και η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής δίωξης, δεν είναι δηλαδή δυνατή η προαναγγελία της άσκησης ποινικής δίωξης πριν από την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης. Ακόμη εάν ο Αντεισαγγελέας Εφετών είχε πράγματι διαπιστώσει κατά το χρόνο εκείνο ότι υπήρχαν αποχρώσεις ενδείξεις ενοχής ότι είχε τελεστεί η πράξη της παράβασης καθήκοντος και είχε ποινική ευθύνη ο εν προκειμένω ενάγων, πράξη για την οποία προτίθετο να ασκήσει ποινική δίωξη, σαφώς θα είχε διατάξει το χωρισμό της δικογραφίας ως προς την πράξη αυτή λόγω του πλημμεληματικού της χαρακτήρα. Τέλος, μετά τη διενέργεια και της συμπληρωματικής προκαταρκτικής εξέτασης ουδέν διαλαμβάνεται στη με αριθμό 83/2009 Διάταξη του Αντεισαγγελέα Εφετών για τα αδικήματα της απάτης επί δικαστηρίω και της εκβίασης. Τους ως άνω δε ισχυρισμούς τους διέλαβε στα δικόγραφα των προτάσεων και της προσθήκης, ο πρώτος εναγόμενος, δικηγόρος Αθηνών, ο οποίος είναι αυτός που τα συνέταξε, όπως και ο ίδιος ομολογεί. ... Αντιθέτως, ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος φέρει την αποκλειστική ευθύνη σύνταξης των δικογράφων, τελούσε σε γνώση της αναλήθειας των ισχυρισμών αυτών όπως και της προσφορότητάς τους να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος καθώς και ο ίδιος έχει την ιδιότητα του δικηγόρου και γνωρίζει το νομικό πλαίσιο που διέπει τους δικηγόρους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως και γνωρίζει ότι οι ισχυρισμοί του για την καταπάτηση των δικαιωμάτων των ανακοπτόντων δεν αποδεικνύονται παραχρήμα, ακόμη ήταν αυτός ο οποίος είχε ασκήσει την από 5-3-2007 μηνυτήρια αναφορά και τις δύο προσφυγές κατά των ισάριθμων διατάξεων της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Τρίπολης, είχε επομένως ιδία αντίληψη της αναλήθειας που επικαλούνταν αναφορικά με την εκπεφρασμένη πρόθεση του Αντεισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου να ασκήσει ποινική δίωξη σε βάρος του εν προκειμένω ενάγοντος και παρά ταύτα προέβη στη διατύπωση των ως άνω ισχυρισμών..... Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο πρώτος εναγόμενος με τη με αριθμό 189/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου κηρύχθηκε κατά πλειοψηφία αθώος της πράξης της δυσφήμισης  (μειοψηφήσαντος του Προέδρου του Δικαστηρίου), κατόπιν μετατροπής της κατηγορίας (με τη με αριθμό 44-45-46/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου) από συκοφαντική δυσφήμιση σε απλή δυσφήμιση, αναφορικά με τους διαλαμβανόμενους ισχυρισμούς στην από 5-3-2007 έγκληση του ότι έλαβε χώρα παράβαση καθήκοντος από τον εν προκειμένω ενάγοντα ούτε από το γεγονός ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ναυπλίου με το με αριθμό 259/2012 βούλευμα του, ήδη αμετάκλητο, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του όσον αφορά τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο της προσθήκης-αντίκρουσης ισχυρισμούς. Και τούτο διότι κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου οι ισχυρισμοί αυτοί τελούν σε απόλυτη συνάφεια μεταξύ τους και τα ισχυριζόμενα στο δικόγραφο των προτάσεων επιτείνονται από τα ισχυριζόμενα στο δικόγραφο της προσθήκης-αντίκρουσης, καθώς πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί δεν εκτίθενται διηγηματικώς και υπό ευρεία έννοια πέραν τυχόν των διατάξεων του ποινικού δικαίου και του Κώδικα περί Δικηγόρων αλλά ενδύονται με τα εχέγγυα δικανικής κρίσης, ότι πράγματι διαπιστώνονται οι προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του εν προκειμένω ενάγοντος για τις καταγγελλόμενες πράξεις. Και συνιστά γεγονός, καθώς η επίκληση (κατά τους ισχυρισμούς στο δικόγραφο της προσθήκης) ότι έχει ήδη υπάρξει εκπεφρασμένη άποψη του αρμοδίου Αντεισαγγελέα Εφετών αφορά σε συγκεκριμένο περιστατικό, που έχει λάβει χώρα σε παρελθόντα χρόνο ως ρηματική ανακοίνωση προς τους τρίτους για το ποια θα είναι η επικείμενη δικανική του κρίση. Και βεβαίως είναι παντελώς αβάσιμος ο ισχυρισμός του πρώτου εναγομένου ότι τα σημεία αυτά των προτάσεων και της προσθήκης δεν αφορούν το πρόσωπο του ενάγοντος. Ακόμη τα όσα ο πρώτος εναγόμενος αναφέρει στη σελίδα 73 του δικογράφου των προτάσεων για <<βουλημία, αλαζονεία και αρπακτικότητα>> μεταξύ άλλων και του νομικού παραστάτη της επισπεύδουσας, ήτοι του ενάγοντα, σαφώς συνιστούν εξύβριση αυτού, καθώς αποτελούν προσβλητικούς για το πρόσωπο του χαρακτηρισμούς, που αμφισβητούν την ηθική και επαγγελματική του αξία ως δικηγόρου και σαφώς ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος διέλαβε στο δικόγραφο των προτάσεων τους ισχυρισμούς αυτούς, γνώριζε και εκ της ιδιότητας του ότι προσβάλλει τον ενάγοντα στην τιμή και στην υπόληψη του ως άτομο και ως δικηγόρο, προέβαλε όμως τους ισχυρισμούς αυτούς σε συνέχεια των ως άνω αναλυτικά αναφερόμενων ισχυρισμών του με προφανή σκοπό την καταφρόνηση του προσώπου και την επαγγελματική απαξίωση του ενάγοντος... Συνεπώς ο πρώτος εναγόμενος τέλεσε σε βάρος του ενάγοντος το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης και της εξύβρισης, κατά τις ως άνω γενόμενες διακρίσεις. Επομένως, καθ' ο μέρος έχει τελεστεί η πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης εκ μέρους του πρώτου εναγομένου, η από αυτόν προβαλλόμενη εκ του άρθρου 367 παρ. 1 γ ΠΚ ένταση είναι απορριπτέα, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα. Ενώ καθ' ο μέρος έχει τελεστεί η πράξη της εξύβρισης εκ μέρους του ίδιου εναγόμενου η ίδια ένσταση είναι απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της κατ' αποδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της εκ του άρθρου 367 παρ. 2 αντένστασης, που πρόβαλε ο ενάγων, διότι προκύπτει ότι ο πρώτος εναγόμενος ενήργησε με σκοπό εξυβρίσεως του ενάγοντος, καθώς η εκφορά αυτή στον λόγο του ουδόλως ήταν αναγκαία για την προάσπιση οιωνδήποτε εννόμων συμφερόντων του αλλά οι παραπάνω εκφράσεις, ως εκδηλώσεις ανθρώπινης σκέψης που εξωτερικεύουν την αμφισβήτηση του πρώτου εναγομένου για την ηθική και επαγγελματική αξία του ενάγοντα εντεταγμένες στο όλο περιεχόμενο των προτάσεων, έχουν κατ' αντικειμενική εκτίμηση έντονο το στοιχείο της καταφρόνησης του προσώπου του ενάγοντος χρησιμοποιήθηκαν δε εν γνώσει της υβριστικής τους σημασίας και με σαφή πρόθεση προσβολής της τιμής του. Εξάλλου, από την ως άνω παράνομη και υπαίτια προσβολή της τιμής, της υπόληψης και εν γένει της προσωπικότητας του από τον πρώτο εναγόμενο, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, έστω και στον περιορισμένο κύκλο των Δικαστών και των Γραμματέων, που έλαβαν γνώση του περιεχομένου των (δύο) δικογράφων των προτάσεων και της προσθήκης, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση>>. Στην προκείμενη περίπτωση, υπό τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης: 1) Ο πρώτος λόγος, κατά το μέρος που διατυπώνεται αιτίαση για εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, υποστηρίζοντας ότι το Εφετείο παρερμήνευσε την έννοια του γεγονότος και εσφαλμένα εκτίμησε ως γεγονός τους χαρακτηρισμούς "βουλημία, αλαζονεία και αρπακτικότητα" στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση, καθόσον το Εφετείο δεν δέχθηκε ότι οι ως άνω λέξεις συνιστούν γεγονότα, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, αλλά προσβλητικούς για το πρόσωπο του αναιρεσίβλητου χαρακτηρισμούς που ενέχουν αμφισβήτηση της κοινωνικής και ηθικής αξίας αυτού και προσβάλλουν την τιμή και υπόληψη του και οι οποίοι πληρούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της εξύβρισης και όχι της δυσφήμισης, απλής ή συκοφαντικής. 2) Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος που προβάλλεται αιτίαση ότι με εσφαλμένη ερμηνεία των ως άνω διατάξεων εκτιμήθηκαν ως γεγονός τα ισχυριζόμενα στα επίδικα δικόγραφα για την εκπεφρασμένη άποψη του Αντεισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, την οποία ανακοίνωσε σ' αυτόν, δηλαδή ότι προτίθεται να ασκήσει ποινική δίωξη σε βάρος του αναιρεσίβλητου μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης για την τέλεση από εκείνον αξιόποινων πράξεων, είναι αβάσιμος, καθόσον ορθά έκρινε το Εφετείο ότι η σχετική στα δικόγραφα αναφορά, αποτελεί ισχυρισμό, ήτοι ανακοίνωση, γεγονότος για συμβάν του εξωτερικού κόσμου που υποπίπτει στις αισθήσεις και αναφέρεται σε περιστατικό που έχει ήδη συμβεί, δηλαδή στην γενόμενη ήδη συγκεκριμένη ενημέρωση και όχι στην ενέργεια που θα γίνει στο μέλλον και ότι τούτο το γεγονός είναι ψευδές, ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση της αναλήθειας και του ισχυρισμού αυτού και της προσφορότητας να πλήξει την τιμή και υπόληψη του αναιρεσιβλήτου. 3) Ο ίδιος, επίσης, λόγος κατά το μέρος που αιτιάται εσφαλμένη ερμηνεία των ως άνω διατάξεων ως προς την έννοια του τρίτου ενώπιον του οποίου πρέπει να γίνει ο ισχυρισμός ή η διάδοση για να πληροί την απαιτούμενη κατ' αυτές προϋπόθεση της αντικειμενικής υπόστασης των αξιόποινων πράξεων της δυσφήμισης, απλής ή συκοφαντικής, είναι, με βάση τα προαναφερόμενα, αβάσιμος, καθόσον δεν έσφαλε το Εφετείο δεχόμενο ότι τρίτοι είναι και οι δικαστές που επιλαμβάνονται της δικαστικής διαφοράς, καθώς και οι γραμματείς του δικαστηρίου, σε γνώση των οποίων περιήλθαν, κατά τις παραδοχές της απόφασης, οι διατυπούμενοι στις προτάσεις και την προσθήκη των προτάσεων του αναιρεσείοντος ισχυρισμοί. Επομένως, το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις και δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη με τον ως άνω λόγο, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για· να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, ήτοι πλημμέλεια εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα (ορισμένα άρθρα ορισμένου νόμου), η νομική κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης για την έννοια της διάταξης αυτής και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό ή υπαγωγικό σφάλμα, δηλαδή που εντοπίζεται ακριβώς η παραβίαση κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του συγκεκριμένου ουσιαστικού νόμου (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 532/2017, ΑΠ 275/2017), ώστε να μπορεί να κριθεί, αν συντρέχει η νομική πλημμέλεια, η οποία αποδίδεται στην απόφαση και αν αυτή οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται, τελικά, η ευδοκίμηση της αναίρεσης (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 1376/2011). Με το πρώτο μέρος του δεύτερου αναιρετικού λόγου, ο αναιρεσείων ισχυριζόμενος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ασχολείται με την έρευνα της ανακοπής του, εκ του άρθρου 936 ΚΠολΔ, και διερευνά τους ισχυρισμούς του και ενώ δέχεται ότι οι αναφερόμενες πράξεις αποδοχής αλλοίωσαν την αιτία διαδοχής του δικαιοπαρόχου του και εκδόθηκαν επί τη βάσει πλαστών πιστοποιητικών, δεν τα αξιολογεί και δεν τα πιστώνει στη συμπεριφορά της επισπεύδουσας τον πλειστηριασμό, κρίνοντας ότι δεν επηρέασαν την κατάσχεση διότι το κτήμα 4 δεν περιγράφεται μέσα σ' αυτές, παραβλέποντας ότι τούτο περιλαμβάνεται στην έκθεση κατάσχεσης που επιβλήθηκε με εντολή του αναιρεσίβλητου, και έτσι δεν αξιολογεί στην ορθή τους διάσταση τους χαρακτηρισμούς "βουλημία, αλαζονεία και αρπακτικότητα", οι οποίοι θα ήταν εξυβριστικοί εάν δεν είχε προσφύγει στα δικαστήρια, δεν είχε ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ και δεν είχε επιβεβαιωθεί το έννομο συμφέρον του με την 705/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, δηλαδή εάν διατύπωνε παράπονο μόνο με τη μηνυτήρια αναφορά χωρίς να έχει ζητήσει την προστασία κατά το αστικό δίκαιο. Υπό το περιεχόμενο τούτο επικαλείται ότι συντρέχει αναιρετική παράβαση εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Έτσι που διατυπώνεται ο ως άνω λόγος της αναίρεσης είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του. Τούτο διότι ο αναιρεσείων αρκείται στην αναφορά του αριθμού της προβλεπόμενης στο άρθρο 559 ΚΠολΔ, πλημμέλειας (αρ. 1) χωρίς να καθορίζει ούτε ενάριθμα, ούτε κατά το περιεχόμενο της, συγκεκριμένη διάταξη ουσιαστικού κανόνα δικαίου η οποία παραβιάστηκε, ούτε επικαλείται εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τέτοιας διάταξης, ούτε εξειδικεύει το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα, ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή συγκεκριμένης διάταξης ουσιαστικού νόμου, ώστε, αφού το Εφετείο εξέτασε την ουσία της διαφοράς, με βάση τα γενόμενα από αυτό ανελέγκτως δεκτά πραγματικά περιστατικά, να μπορεί να κριθεί αν πράγματι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της συγκεκριμένης νομικής διάταξης.

 

Με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Η διάταξη αυτή, η οποία βρίσκεται στο Τμήμα Α' του πρώτου μέρους του Συντάγματος που φέρει τον τίτλο «Μορφή του Πολιτεύματος», δεν θεσπίζει «ατομικό δικαίωμα», αλλά χαρακτηρίζει το δημοκρατικό μας πολίτευμα ως ανθρωποκεντρικό, με θεμέλιο την αξία του ανθρώπου. Ο σεβασμός της αναγορεύεται σε ύπατο κριτήριο της έκφρασης και δράσης των οργάνων της πολιτείας. Στην αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται πρωτίστως η ανθρώπινη προσωπικότητα ως εσωτερικό συναίσθημα τιμής και ως κοινωνική αναγνώριση υπόληψης. Με βάση τη διάταξη αυτή του άρθρου 2, που δεν αποτελεί απλή διακήρυξη αλλά κανόνα δικαίου συνταγματικού επιπέδου, η πολιτεία, δηλαδή όλα τα πολιτειακά όργανα, οφείλουν όχι μόνο να σέβονται αλλά και να «προστατεύουν» την αξία αυτή από προσβολές προερχόμενες από τρίτους. Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ.1 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 1, ότι καθένας μπορεί να εκφράζει και διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του κράτους. Το άρθρο 10 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε με το Ν. 2329/1953 και το ν.δ. 53/1974, καθιερώνει με την παρ. 1 αυτού, την ελευθερία έκφρασης, δικαίωμα που περιλαμβάνει «την ελευθερία της γνώμης και την ελευθερία λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως των δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων», όμως, με την παρ. 2 αυτού προβλέπει δυνατότητα περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης, ορίζοντας ότι η άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες και μπορεί να υπαχθεί σε περιορισμούς ή κυρώσεις, που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια τάξη, την προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων τρίτων, για την παρεμπόδιση της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή για την εξασφάλιση του κύρους ή της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας. Όμοιες, δε, κατά βάση, διατάξεις θεσπίζονται και με το άρθρο 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997. Στην παρ. 1 του άνω άρθρου ορίζεται ότι κανένας δεν πρέπει να υπόκειται σε διακριτική μεταχείριση και να παρενοχλείται για τις απόψεις του, στην παρ. 2 αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, που περιλαμβάνει την ελευθερία της αναζήτησης, της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και απόψεων κάθε είδους, προφορικά ή γραπτά, σε κάθε μορφή τέχνης ή με κάθε άλλο μέσο της επιλογής του και στην παρ. 3 προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής ορισμένων περιορισμών στο δικαίωμα αυτό, οι οποίοι, όμως, πρέπει να καθορίζονται με σαφήνεια από το νόμο και να είναι απαραίτητοι είτε για το σεβασμό των δικαιωμάτων ή της υπόληψης των άλλων είτε για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας ή των χρηστών ηθών. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις θεμελιώνεται η ελευθερία του ανθρώπου για την εκφορά, την εξωτερίκευση και δημοσίευση των σκέψεων, ιδεών, απόψεων, προτάσεων και γενικά της διανοίας του και τη διάδοση του περιεχομένου τους με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, ταυτόχρονα, όμως, αναγνωρίζεται η δυνατότητα του Κράτους για την οριοθέτηση αυτής της ελευθερίας. Έτσι, οι διατάξεις αυτές προβλέπουν τη δυνατότητα περιορισμού της ελευθερίας, ορίζοντας ότι η άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες και μπορεί να υπαχθεί σε περιορισμούς ή κυρώσεις που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια τάξη, την προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων τρίτων, για την παρεμπόδιση της κοινολόγησης εμπιστευτικών πληροφοριών ή για την εξασφάλιση του κύρους ή της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας (ΑΠ 447/2012, ΑΠ 853/2008, ΑΠ 955/2006). Εξέχουσα, θέση μεταξύ των περιορισμών, που θέτουν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση και το Διεθνές Σύμφωνο, έχει το δικαίωμα της προσωπικότητας (άρθρο 57 ΑΚ), σημαντική έκφραση της οποίας αποτελεί η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση και αξία, που αποδίδεται σ' αυτόν από τους συνανθρώπους του (ΟλΑΠ 40/1998, ΑΠ 1177/2002, ΑΠ 788/2000). Επομένως, ο εκφραστής μιας άποψης ή ιδέας, για να αποφύγει να ευθύνεται ποινικά για τα αδικήματα της τιμής (άρθρα 361 επ. ΠΚ) και για αποζημίωση με βάση τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ, θα πρέπει να εκφράζεται μέσα στα όρια που θέτουν οι νόμοι στα άρθρα που αφορούν την προστασία της προσωπικότητας κάθε προσώπου και όταν το περιεχόμενο της έκφρασης θίγει την τιμή ή υπόληψη τρίτου προσώπου, η έκφραση να εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ. Ο αναιρεσείων, με το τρίτο λόγο της αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, πλημμέλεια εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 και 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 14 και 16 του Συντάγματος και 19 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, για την ελευθερία της έκφρασης, ενόψει του ότι δέχθηκε προσβολή της προσωπικότητας του αναιρεσίβλητου μολονότι δεν υπήρξε, καθόσον δεν υπάρχει δημοσιοποίηση των φερόμενων ως προσβλητικών λόγων, αφού αυτοί περιέχονται μόνο στα γραπτά δικόγραφα και δεν χρησιμοποιήθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, οπότε έλαβαν γνώση τούτων μόνο οι δικαστές και ο αναιρεσίβλητος, έχουν δε υποβληθεί προς υπεράσπιση νόμιμων δικαιωμάτων και συμφερόντων αυτού (του αναιρεσείοντος). Σύμφωνα, όμως, με όσα προεκτέθηκαν, το Εφετείο, δεχόμενο ότι με τις συγκεκριμένες περικοπές των δικογράφων του αναιρεσείοντος, προσβάλλεται η τιμή και υπόληψη του αναιρεσίβλητου, καθόσον αποτελούν εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμιση αυτού, και επιπλέον ότι ο αναιρεσείων ενήργησε με σκοπό εξύβρισης του τελευταίου, ώστε να είναι αβάσιμη η προβληθείσα από τον αναιρεσείοντα ένσταση εκ του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ, δεν παραβίασε τα άρθρα 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκαν, αντιστοίχως, με το ν.δ. 53/1974 και το ν. 2462/1997 και απέκτησαν την αυξημένη ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε τα άρθρα 14 και 16 του Συντάγματος, διότι το δικαίωμα του αναιρεσείοντος, όπως και κάθε ανθρώπου, στην ελευθερία της έκφρασης, που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές, υπόκειται, κατά την άσκηση του, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις σε περιορισμούς και κυρώσεις, που προβλέπονται από το νόμο και αποσκοπούν, εκτός άλλων, στην προστασία της τιμής και υπόληψης και των δικαιωμάτων των τρίτων, η δε αποδειχθείσα κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προσβλητική της τιμής και υπόληψης του αναιρεσίβλητου, συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, εμπίπτει στους κατά το νόμο περιορισμούς άσκησης αυτού του δικαιώματος. Επίσης, όπως έγινε ήδη δεκτό κατά την έρευνα του πρώτου αναιρετικού λόγου, ο τρόπος και το μέσο με το οποίο ανακοινώθηκαν οι προσβλητικοί χαρακτηρισμοί και ισχυρισμοί ενώπιον τρίτων, ήτοι στην προκείμενη περίπτωση με τα δικόγραφα και όχι προφορικά και δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, καθώς και το ότι αυτών των χαρακτηρισμών και ισχυρισμών έλαβαν γνώση μόνο οι δικαστές και γραμματείς που επιλήφθηκαν της διαφοράς, δεν αναιρούν την προσβολή με αυτούς της προσωπικότητας του αναιρεσίβλητου και συνεπώς, δεν συνιστούν προσβολή του δικαιώματος έκφρασης του αναιρεσείοντος. Επομένως, το Εφετείο δεν υπέπεσε στην προβαλλόμενη με τον ως άνω τρίτο λόγο, κατά το πρώτο μέρος του, πλημμέλεια και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

 

Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της (ΟλΑΠ 15/2006, ΟλΑΠ 861/1984, ΑΠ 1376/2011). Περαιτέρω, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. (ΑΠ 793/2015, ΑΠ 360/2014). Ο Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκειμένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση και το αιτιολογικό της, από την οποία πρέπει να προκύπτει η αποδιδόμενη σ' αυτήν νομική πλημμέλεια και όχι από το περιεχόμενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 156/2017). Για να είναι, συνεπώς, ορισμένος ο από τον αριθμό 19 του άνω άρθρου λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, πρέπει να μνημονεύονται στο αναιρετήριο, εκτός από τον κανόνα δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, προκειμένου να ελεγχθεί αν υπάρχει, σχετικά με την εφαρμογή του, έλλειψη αιτιολογιών ή αντίφαση ή, κυρίως, ανεπάρκεια αυτών, και: α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωση του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεση του με το διατακτικό και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποία επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποίες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει και τούτα σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 793/2015, ΑΠ 1788/2013). Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών, της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν (ΑΠ 286/2016, ΑΠ 148/2008), όπως, επίσης, δεν αρκεί η αναφορά του αριθμού της προβλεπόμενης στο άρθρο 559 ΚΠολΔ, πλημμέλειας και η παράθεση του περιεχόμενου της σχετικής διάταξης του νόμου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, οι περιεχόμενοι στο αναιρετήριο λόγοι με τους οποίους, υπό την επίκληση της διάταξης του αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στο Εφετείο ότι παραβίασε τον κανόνα αυτής, και ειδικότερα οι προβαλλόμενοι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και έβδομος, κατά το δεύτερο μέρος τους, λόγοι της αναίρεσης, είναι απαράδεκτοι ως εντελώς αόριστοι. Τούτο διότι δεν αναφέρονται στο περιεχόμενο τους τα στηρίζοντα τη σχετική παραβίαση στοιχεία, ήτοι δεν εξειδικεύεται αν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή αν έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, σε συγκεκριμένα ειδικά προσδιοριζόμενα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στους λόγους αυτούς για την πλημμέλεια που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται μόνο αριθμητική αναφορά του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, παρατίθεται αυτούσια η σχετική διάταξη, αναπτύσσεται τι συνιστά την έλλειψη νόμιμης βάσης, εκτίθεται ότι υπάρχει παραβίαση της διάταξης αυτής, στοιχεία που δεν αρκούν για το ορισμένο του προβλεπόμενου από τη διάταξη αυτή αναιρετικού λόγου, ενώ αποδίδεται μομφή κυρίως από τον αρ. 1 του ίδιου άρθρου με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Εξάλλου, με το περιεχόμενο των ανωτέρω μερών των λόγων αυτών, υπό την επίφαση της παραβίασης του αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων, απαραδέκτως, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθόσον οι αιτιάσεις τους ανάγονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, αιτιάσεις που δεν θεμελιώνουν την επικαλούμενη παραβίαση. Περαιτέρω, στην περίπτωση του δεύτερου μέρους του δεύτερου λόγου, στον οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται ότι «η αναιρεσιβαλλομένη απορρίπτει με αντιφατικές αιτιολογίες και κρίσεις τους ισχυρισμούς μου>>, δεν προσδιορίζει την ουσιαστικού δικαίου διάταξη η οποία παραβιάζεται με έλλειψη νόμιμης βάσης και δεν προσδιορίζει τις αντιφατικές αιτιολογίες της απόφασης σε ζητήματα, αλλά αναφέρεται σε μη ορθή αξιολόγηση των παραδοχών της, κατά την έννοια που ο ίδιος θεωρεί σωστή.

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 59 του ΑΚ, στις περιπτώσεις των δυο προηγουμένων άρθρων (στα οποία περιλαμβάνεται και το άρθρο 57), το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επί πλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, επί προσβολής της προσωπικότητας και εφόσον αυτή είναι παράνομη, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια. Για να γεννηθεί, συνεπώς,  αξίωση προστασίας από προσβολή προσωπικότητας κατά τις· διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ, θα πρέπει ν προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται, δηλαδή, σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής (ΑΠ 447/2012), αλλά και υπαίτια ήτοι απαιτείται πταίσμα του προσβολέα (ΟλΑΠ 2/2008). Όπως, προαναφέρθηκε, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από εξύβριση και απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση. Η άρση, όμως, του άδικου χαρακτήρα των πράξεων αυτών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ, ήτοι όταν οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται προς διαφύλαξη (προστασία) νόμιμου δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο συμφέρον, αίρει και την παρανομία ως στοιχείο της αδικοπραξίας και της προσβολής της προσωπικότητας. Και στην περίπτωση, όμως, αυτή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και συνεπώς παραμένει η ως άνω παρανομία όταν η σχετική εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμιση (εν γνώσει διάδοση ψευδών γεγονότων ως αληθών) ή όταν από τον τρόπο και τις περιστάσεις που έγινε αυτή προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του με περιφρόνηση αυτού (ΑΠ 772/2004, ΑΠ 6/2004, ΑΠ 1252/2003, ΑΠ 1177/2002). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 472/2017, ΑΠ 825/2015). Με το πρώτο μέρος του τέταρτου αναιρετικού λόγου, υπό την επίκληση πλημμέλειας από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων αιτιάται εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 57 επ. ΑΚ, υποστηρίζοντας τα   ακόλουθα: Ότι δεν υφίσταται παράνομη πράξη, καθόσον ασκώντας νόμιμα δικαιώματα για την προστασία της περιουσίας του, προσέφυγε στα αρμόδια αστικά και ποινικά Δικαστήρια και ισχυρίστηκε ότι η επισπεύδουσα εταιρεία χωρίς κανένα νόμιμο δικαίωμα σε βάρος του κατέσχεσε την περιουσία του και μετά τη μεταγραφή της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης φέρεται να έχει ποσοστό 3/20 εξ αδιαιρέτου των οικοπέδων και σπιτιών που την αποτελούν, ότι αυτό το δικαίωμα προστασίας απηχούν οι χαρακτηρισμοί που υπάρχουν στα επίδικα δικόγραφα, ότι δεν υφίσταται υπαιτιότητα εκ μέρους του (με τη μορφή δόλου ή αμέλειας), αφού ασκεί νόμιμο δικαίωμα, προστατευόμενο από το Σύνταγμα και τους νόμους, προστασίας της περιουσίας του, χωρίς να έχει σκοπό να συκοφαντήσει την επισπεύδουσα εταιρεία και τους νομικούς της παραστάτες (άρα και τον αναιρεσίβλητο) οι οποίοι, μολονότι όφειλαν, δεν έκαναν σκόπιμα σωστά τη δουλειά τους, ότι δεν υφίσταται προσβολή της τιμής του αναιρεσίβλητου, αφού όλοι οι ισχυρισμοί του αποτελούν αντικείμενο δικαστικής διερεύνησης στα πολιτικά και ποινικά Δικαστήρια' και στρέφονταν μόνο κατά της επισπεύδουσας εταιρείας, σύμφωνα δε με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της δυσφήμισης, ούτε της συκοφαντικής δυσφήμισης ούτε της δυσφήμισης ανώνυμης εταιρείας, ειδικά σε βάρος του αναιρεσίβλητου, ο οποίος δεν είναι άμεσα ζημιούμενος και ο χαρακτηρισμός περί απαράδεκτης νομικής συμπεριφοράς, την οποία συνιστούν οι παράνομες πράξεις εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας του αναιρεσείοντος, αποτελούν αντικείμενο ποινικής δίωξης και ότι προέβη στους συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς από δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Με βάση τα ανωτέρω διατείνεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ και εσφαλμένα δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση τα αντίθετα.

Υπό το περιεχόμενο αυτό, ο λόγος της αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Τούτο διότι, αφενός μεν είναι αόριστος καθόσον δεν εξειδικεύει το νομικό σφάλμα της απόφασης ως προς την ερμηνεία ή εφαρμογή των επικαλούμενων ουσιαστικών διατάξεων του νόμου, με βάση όμως τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά από την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία κρίνεται, εφόσον το Εφετείο αποφάνθηκε για την ουσία της υπόθεσης, η προβαλλόμενη παράβαση, αφετέρου όλες οι αιτιάσεις του λόγου αυτού αναφέρονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το Εφετείο, αναφορικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας και της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω προσβολής της προσωπικότητας του αναιρεσίβλητου, ισχυριζόμενος, ειδικότερα, ότι δεν υπάρχει παράνομη πράξη, ούτε προσβολή της τιμής του αναιρεσίβλητου, ούτε υπαιτιότητα του ιδίου, ούτε είναι ο αναιρεσίβλητος αμέσως ζημιωθείς, η οποία (εσφαλμένη εκτίμηση) δεν μπορεί να ιδρύσει τον προβαλλόμενο αναιρετικό λόγο, αλλά ότι άσκησε νόμιμο δικαίωμα προστασίας των περιουσιακών του δικαίων, ενεργήσας από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αρνούμενος την αλήθεια των γενόμενων δεκτών από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η σχετική εκ του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ ένσταση αυτού απορρίφθηκε με παραδοχή της εκ του άρθρου 367 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα αντένστασης, περί ενέργειας αυτού με σκοπό εξύβρισης του αναιρεσίβλητου, κρίση η οποία δεν προσβάλλεται με νομική πλημμέλεια.

 

Κατά το άρθρο 559 αρ. 11 εδ. γ' ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα υποστατά και, αναλόγως, έγκυρα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους, είτε για άμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση τους από τον διάδικο (ΑΠ 1864/2017, ΑΠ 1614/2017). Διαφορετικά υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από την ως άνω διάταξη. Δεν θεμελιώνεται ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι' αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Δεν αναιρείται η λήψη των επίδικων αποδεικτικών μέσων από τη μη ειδική αναφορά τους, μολονότι στην απόφαση μνημονεύονται ιδιαίτερα ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 455/2014, ΑΠ 798/2010). Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης (ΟλΑΠ 8/2016, Ολ ΑΠ 2/2008).Το ότι το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι τούτο έχει και η μη αξιολόγηση του και σύγκριση του με τα άλλα αποδεικτικά μέσα δεν ιδρύει τον από τον αρ. 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναιρετικό λόγο (ΑΠ 2103/2017). Με το πρώτο μέρος του πέμπτου λόγου της αναίρεσης, ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο για πλημμέλεια από τον αρ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι δεν έλαβε υπόψη του, αν και με τις προτάσεις που είχε καταθέσει είχε επικαλεστεί και προσκομίσει τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία: α) την 44-45-46/21-1-2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία έπαυσε υφ' 'όρον την κατ' αυτού ποινική δίωξη για εξύβριση και κήρυξε τούτον αθώο της ψευδούς καταμήνυσης και συκοφαντικής δυσφήμισης, ένοχο δε τις απλής δυσφήμισης β) το 15/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τριπόλεως, το οποίο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατ' αυτού κατηγορία για τις πράξεις της απλής δυσφήμισης και της εξύβρισης, γ) το 259/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, με το οποίο αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία εναντίον του για τις πράξεις της συκοφαντικής και απλής δυσφήμισης, ύστερα από μήνυση των Ελένης Θάνου και Μαρίνου Λουκά, δ) το 113/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τριπόλεως και ε) την 189/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, η οποία αθώωσε τούτον για την πράξη της απλής δυσφήμισης για την οποία είχε καταδικαστεί με την πρώτη απόφαση. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων πράγματι, με τις από 28-4-2017 προτάσεις που υπέβαλε ενώπιον του Εφετείου Ναυπλίου, δικάζοντος επί της έφεσης του αναιρεσιβλήτου κατά της 224/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, είχε επικαλεστεί και προσκομίσει ως αποδεικτικά μέσα για το ουσιώδες ζήτημα της δίκης περί της πρόκλησης ηθικής βλάβης εξαιτίας τέλεσης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς σε βάρος του αντιδίκου του με τις αποδιδόμενες λέξεις και εκφράσεις και συνεπώς της συνδρομής της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης, εκτός των άλλων, και τα επικαλούμενα στον ανωτέρω αναιρετικό λόγο έγγραφα. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο ρητά στην ελάσσονα πρόταση αυτής, αναφέρεται στη λήψη υπόψη των πιο πάνω και υπό τα στοιχεία α', γ', δ' και ε' αποφάσεις και βουλεύματα, προσδιορίζοντας αυτά με τον αριθμό τους και το εκδόσαν δικαστήριο ή συμβούλιο, αντίστοιχα, αλλά και το τελικό αποτέλεσμα της κρίσης τους και την αξιολόγηση αυτών σε σχέση με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία ότι λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του. Επίσης, από τη γενική αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του, εκτός των άλλων αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται και τα νόμιμα, με επίκληση, προσκομιζόμενα από τους διαδίκους, έγγραφα, σε συνδυασμό με όσα διαλαμβάνονται στο σκεπτικό αυτής, σαφώς προκύπτει ότι αναμφίβολα συνεκτίμησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις και αξιολόγησε και το 15/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τριπόλεως  (ανωτέρω υπό  στοιχείο β'). Το γεγονός της σχετικής ρητής αναφοράς στην πληττόμενη απόφαση των λοιπών δικαστικών αποφάσεων που προαναφέρθηκαν, ουδόλως οδηγεί σε συμπέρασμα (ότι τα υπόλοιπα συναφή έγγραφα και ειδικά το αναφερόμενο ως άνω βούλευμα, δεν λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο, ενόψει ειδικότερα του ότι από την παραδεκτή επισκόπηση αυτού, προκύπτει ότι αφορά σε κατηγορούμενα πρόσωπα διαφορετικά του ήδη αναιρεσείοντος και σε κατηγορίες των οποίων τα θεμελιούντα αυτές πραγματικά περιστατικά διαφέρουν εκείνων στα οποία θεμελιώνεται η αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτού και συγκεκριμένα στη συμβολαιογράφο Τανίας-Δολιανών, ., που ασκούσε, επίσης και καθήκοντα υποθηκοφύλακα, στην οποία με τη μήνυση του απέδιδε παραβάσεις των δικών της καθηκόντων ως προς τη σύνταξη των αναφερόμενων πράξεων αποδοχής κληρονομιάς και τη μεταγραφή τους, παρά τη γνώση της αλήθειας, αλλά και την υποχρέωση διαπίστωσης αυτής και παρά ταύτα την παράλειψη της, μολονότι ευχερώς ηδύνατο να εξακριβώσει, την παραδοχή ως έγκυρων της έκθεσης κατάσχεσης και της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή Μαρίνου Δημητρίου Λουκά και ακολούθως τη σύνταξη με βάση αυτές έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης και μεταγραφή της, μολονότι έπρεπε να αρνηθεί καθόσον αφορούσε ξένα ακίνητα, μερίμνησε να επισυναφθούν στις ως άνω πράξεις τα αναφερόμενα πλαστά πιστοποιητικά του Γραμματέα Πρωτοδικών Τριπόλεως, καθώς και τον προαναφερόμενο δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Τριπόλεως, στον οποίο απέδιδε ότι παρέβη το καθήκον του, διότι δεν έλεγξε την ακρίβεια της περιγραφής των ακινήτων ούτε την αλήθεια τους στη σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης και έτσι προέβη σε σύνταξη άκυρων κατασχέσεων και ενήργησε την αποβολή και εγκατάσταση, εκτελώντας την κατακυρωτική έκθεση, μολονότι γνώριζε ότι είχε ασκηθεί ανακοπή κατ' αυτής. Οι λοιπές αιτιάσεις που προβάλλονται σχετικά με τη μη αντίκρουση των παραδοχών των προαναφερόμενων αποφάσεων και βουλευμάτων, το σχολιασμό και τη μη προσήκουσα αξιολόγηση του περιεχομένου τους, σε σχέση με τα αντίθετα που δέχθηκε το Εφετείο για τα ίδια ζητήματα, δεν ιδρύουν την προβαλλόμενο αναιρετικό λόγο και είναι απαράδεκτες. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το Εφετείο κατέληξε σε παραδοχές τις οποίες ο αναιρεσείων θεωρεί εσφαλμένες και αντίθετες με όσα κατ' αυτόν προκύπτουν από τις επικαλούμενες ως άνω ποινικές αποφάσεις, ανάγεται στην ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και δεν οδηγεί σε κρίση ότι, δεν λήφθηκαν υπόψη, τα αποδεικτικά τούτα μέσα από τα οποία προκύπτουν διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από εκείνα που δέχθηκε ως αληθή το δικαστήριο της ουσίας και θεμελιώνουν την ουσιαστική βασιμότητα του πορίσματος του.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθμ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατό να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 558 ΚΠολΔ, θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση, άλλως, εν ελλείψει της ως άνω αναφοράς, ο προβαλλόμενος λόγος τυγχάνει αόριστος. Η αοριστία αυτή, που ερευνάται και αυτεπάγγελτα από τον Άρειο Πάγο, δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα (ΟλΑΠ 57/1990, ΑΠ 472/2017, ΑΠ 1602/2014, ΑΠ 609/2008). Εξάλλου] με τις αυξημένης ισχύος διατάξεις των άρθρων 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 και ορίζει ότι "1..... 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το v. 2462/1997, κατά το οποίο "κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο", κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, που αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα αυτού, όχι μόνο να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά και να διασφαλίζεται, σε περίπτωση αθώωσης του, για πάντα στο μέλλον, το δικαίωμα του να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος που του αποδόθηκε και ότι η αθωότητα του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού της εφαρμογής του τεκμηρίου αθωώτητας, το τελευταίο εκτείνεται και στην εφαρμογή του, όχι μόνο όταν ο αθωωθείς έχει την ιδιότητα του κατηγορούμενου στα πλαίσια άλλης ποινικής δίκης, αλλά και ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα υποθέσεως είτε επί αστικών αξιώσεων του παθόντος, είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσης και πρέπει να κρίνει συμπεριφορά η οποία αποτέλεσε συγχρόνως ποινικό αδίκημα, για το οποίο προηγήθηκε σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου (ΑΠ 344/2016, ΑΠ 215/2013, ΑΠ 1364/2011). Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες, αποτελεί η ταύτιση του ποινικού αδικήματος της ποινικής απόφασης, κατά τα πραγματικά περιστατικά, με το αστικό αδίκημα επί του οποίου θεμελιώνεται η αστική αξίωση. Και ναι μεν, το πολιτικό δικαστήριο, στην κρίση του για την τέλεση ή μη αστικού αδικήματος, δεν δεσμεύεται, υπό την έννοια του δεδικασμένου, από την τυχόν προηγηθείσα σχετική ποινική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική (ΑΠ 640/2019, ΑΠ 889/2018, ΑΠ 1422/2017), όμως, δεν μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με τις παραδοχές και την εν γένει συλλογιστική της απόφασης του, να θέτει, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της ποινικής αθωωτικής απόφασης, και να δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου (ΟλΑΠ 4/2020, ΑΠ 322/2018, ΑΠ 715/2017). Με το έτερο μέρος του πέμπτου λόγου της αναίρεσης, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Εφετείο παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Για τη θεμελίωση της αποδιδόμενης παράβασης εκθέτει τα ακόλουθα: <<Η πλημμέλεια αυτή (εκ του αριθ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ) προκαλεί και άλλη παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αφού δι' αυτής της παραλείψεως (εννοεί την παράλειψη λήψης υπόψη των αποφάΐσεων και βουλευμάτων του ως άνω πρώτου μέρους του ίδιθου αναιρετικού λόγου) δεν ελήφθη υπ' όψιν το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κατοχυρώνει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη κάθε ανθρώπου είτε επί των αμφισβητήσεων περί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Στην υπόθεση μας αυτή αλληλοσυμπλέκονται και τα δύο δικαιώματα και δεν μπορεί να είναι αντιφατική η κρίση των δικαστηρίων, αλλά συμπληρωματική, πλήρης και ορθή και δίκαιη ώστε να πληρούται η απαίτηση που θέτει η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη δίκαιη δίκη), την στιγμή μάλιστα που in concrete στην υπόθεση μου έχουμε πέντε! (5) ποινικές αποφάσεις (βουλεύματα αμετάκλητα) και μία (1) του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου που με αθώωσαν και με απάλλαξαν πάσης κατηγορίας και μόνο μία (1), την αναιρεσιβαλλόμενη, που με καταδικάζει>>. Έτσι όπως διατυπώνεται ο ανωτέρω λόγος, είναι εντελώς αόριστος, καθόσον υπό το εκτιθέμενο περιεχόμενο δεν καθίσταται σαφές ποια συγκεκριμένη πλημμέλεια προσάπτεται στο Εφετείο, έτσι ώστε να καθίσταται εφικτό να προσδιοριστεί ποιος αναιρετικός λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ προβάλλεται και να εξεταστεί η βασιμότητα του, δεδομένου ότι ούτε αριθμητικά, ούτε κατά το περιεχόμενο της προσδιορίζεται. Εξάλλου, δεν παρατίθενται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε ως αποδειχθέντα η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το κρίσιμο για τον αναιρετικό τούτο λόγο ζήτημα, με βάση τα οποία θα κριθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της ως άνω διάταξης ως προς την ειδικότερη μορφή της παραβίασης και παρά ταύτα την παράλειψη εφαρμογής της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και υπό την εκδοχή της επίκλησης αιτίασης περί παράβασης από την προσβαλλόμενη απόφαση του δεδικασμένου που προκύπτει από τις επικαλούμενες ποινικές αποφάσεις και βουλεύματα που απαλλάσσουν τούτον από τις σχετικές με την προσβολή της προσωπικότητας του αναιρεσιβλήτου κατηγορίες, οι οποίες αποτελούν και τη βάση της θεμελιώνουσας την αγωγική αξίωση αδικοπραξίας, ο λόγος είναι αβάσιμος, καθόσον οι αποφάσεις αυτές δεν παράγουν οποιοδήποτε δεδικασμένο στην πολιτική δίκη, και ως εκ τούτου δεν δεσμεύουν το πολιτικό δικαστήριο να στοιχιθεί στην κρίση του με αυτές. Εάν, δε, η αιτίαση αφορά σε παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας στηριζόμενου στις αποφάσεις αυτές, ο λόγος είναι επίσης απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, καθόσον ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι με τις αιτιολογίες της η προσβαλλόμενη απόφαση έθεσε, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης. Σε κάθε, περίπτωση, ο λόγος περί παράβασης του τεκμηρίου αθωότητας είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην  περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, οπότε το Εφετείο, μη εναρμονίζοντας τις πραγματικές παραδοχές του με τις παραδοχές των επικαλούμενων αμετάκλητων αθωωτικών ποινικών αποφάσεων, δεν παραβίασε την ανωτέρω επικαλούμενη ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., αφού ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, που εξετάζει το ίδιο βιοτικό συμβάν, κωλύεται να καταλήξει - μετά από αποδείξεις και αιτιολογημένα -σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί την ποινική αθώωση και να την θέσει ως βάση στην απόφαση του. Στην προκείμενη, δε, περίπτωση, από τις προεκτεθείσες παραδοχές της παραδεκτά επισκοπούμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τις ως άνω, αθωωτικές, κατά τον αναιρεσείοντα, ποινικές αποφάσεις και βουλεύματα, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ερμηνεία τους ως προς τους λόγους απαλλαγής αυτού - τότε κατηγορουμένου, ούτε αποφάνθηκε άμεσα ή έμμεσα για την ποινική ενοχή του, ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβητήσεως του εκ των αθωωτικών ποινικών αποφάσεων παραγομένου τεκμηρίου αθωότητας του ήδη αναιρεσείοντος για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορήθηκε και αθωώθηκε, ενώ οι αιτιολογίες της δεν αποτελούν εκτίμηση ή καταλογισμό ποινικής ευθύνης του αμετακλήτως αθωωθέντος αναιρεσείοντος, ώστε να στοιχειοθετείται παράβαση των περί του τεκμηρίου αθωότητας ως άνω διατάξεως.

 

Κατά μεν το άρθρο 249 ΚΠολΔ "αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης (εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα ί που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί...", κατά δε το άρθρο 250 του ίδιου Κώδικα "Αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία". Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι η αναβολή της συζήτησης για τους πιο πάνω λόγους απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η παράλειψη δε του δικαστηρίου να απαντήσει σε σχετικό αίτημα και η παραδοχή ή απόρριψη σχετικού αιτήματος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 444/2016, ΑΠ 583/2013, ΑΠ 1003/2012). Εξάλλου, αναίρεση κατά τελεσίδικης απόφασης επιτρέπεται, κατά, μεν, τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, κατά, δε, τον αρ. 19, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, ήτοι αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη σαφή διατύπωση των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι οι προβλεπόμενοι με αυτές αναιρετικοί λόγοι δημιουργούνται μόνο αν πρόκειται για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου και όχι δικονομικού δικαίου. Δικονομικού δικαίου είναι οι κανόνες που καθορίζουν τη διαδικασία, τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, όπως είναι  και οι διατάξεις των άρθρων 249 και 250 ΚΠολΔ (ΑΠ 1258/1986) και, συνεπώς, η παραβίαση τους δεν ιδρύει τους αναιρετικούς λόγους από τους αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ΑΠ 894/2018, ΑΠ 1687/2013, ΑΠ 1186/2012). Κατ' ακολουθία τούτων, ο έκτος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη τις από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ πλημμέλειες, υπό την επίκληση ότι, αν και υπέβαλε στο Εφετείο αίτημα αναβολής της ενώπιον του δίκης, σύμφωνα με τα άρθρα 249 και 250 ΚΠολΔ, μέχρι να περατωθούν με την έκδοση αμετάκλητης απόφασης οι εκκρεμείς πολιτική δίκη και ποινικές διαδικασίες που ειδικά αναφέρει, και οι οποίες αφορούν τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν και το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς, και επηρεάζουν τη διάγνωση της διαφοράς, το Δικαστήριο αυτό, χωρίς καμιά αιτιολογία απέρριψε ως αβάσιμο του αίτημα τούτο, περιπίπτοντας και σε αντίφαση ως προς την απόρριψη του, είναι απαράδεκτος. Τούτο διότι, η κρίση του εκδώσαντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, να αναβάλει ή όχι τη συζήτηση της αγωγής προκειμένου να περατωθεί άλλη πολιτική ή ποινική δίκη, ανήκει στην ελεύθερη και ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, η δε ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών ως προς την απόρριψη του δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης από τις παραπάνω διατάξεις και επιπλέον διότι, οι φερόμενες ως παραβιασθείσες διατάξεις είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, και η παραβίαση τους δεν θεμελιώνει αναιρετικό λόγο από αυτές.

 

Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν (περ. α') ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν (περ. β') και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, ή αντένστασης (ΑΠ 95/2017, ΑΠ 1/2016). Δεν αποτελούν «πράγματα» οι αρνητικοί ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού οι τελευταίοι αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (Ολ ΑΠ 469/1984, ΑΠ 141/2017) ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων, και προβάλλονται προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου ή τα πορίσματα των αποδείξεων, τα οποία το δικαστήριο εκτιμά ανελέγκτως, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 11/2017). Για να είναι ορισμένος ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτόν "τα πράγματα", που παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη το δικαστήριο, παρότι είχαν προταθεί νομίμως από τον αναιρεσείοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα από τα οποία θα κρινόταν αν τα "πράγματα" είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 161/2017, ΑΠ 173/2017, ΑΠ 99/2016). Με τον έβδομο λόγο της αναίρεσης, ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο για πλημμέλειες εκ των αρ. 1, 19 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος τα ακόλουθα: 1) Οτι το Εφετείο, ενώ δέχεται τα δικαιώματα αυτού στο κατασχεθέν ενιαίο ακίνητο, την έκδοση της 705/2011 απόφασης του Αρείου Πάγου και της 106/2014 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου, καθώς και την έκθεση που είχε συντάξει ο ορισθείς πραγματογνώμονας, από την οποία αποδεικνύεται η έκταση του ενιαίου κτήματος και η κατάσχεση των  χωριστών ιδιοκτησιών αυτού που υπάρχουν εντός του κτήματος, παρά ταύτα κρίνει εσφαλμένα, ότι λόγω της πλειάδας των ακινήτων και της ασάφειας ως προς το εύρος της κληρονομιαίας περιουσίας, πρέπει να απαλλαγεί ο δικαστικός επιμελητής των ευθυνών του εκ του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών, και τον απαλλάσσει, χωρίς να παραθέτει τις σχετικές διατάξεις που εφάρμοσε για την κρίση της αυτή, καθώς επίσης απαλλάσσει απαραδέκτως την επισπεύδουσα τον πλειστηριασμό εταιρεία, παραγνωρίζοντας ότι η σε βάρος της ιδιοκτησίας του κατάσχεση έγινε με κατασκευή εικονικών τίτλων από αυτήν, υποπίπτοντας στις πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και 2) ενώ δεν υπάρχει ασάφεια σχετικά με την ιδιοκτησία του, δέχθηκε τούτο και έτσι έλαβε υπόψη της πράγματα που δεν προτάθηκαν, ενώ αγνόησε πράγματα που προτάθηκαν ιδιαίτερα με την ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ, υποπίπτοντας στην πλημμέλεια εκ του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Οι προβαλλόμενοι λόγοι της αναίρεσης είναι απαράδεκτοι, ως εντελώς αόριστοι. Τούτο διότι, ειδικότερα ως προς τις πλημμέλειες εκ των αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεν διευκρινίζεται ποιον κανόνα ουσιαστικού δικαίου παραβίασε το Εφετείο, αφού οι πλημμέλειες αυτές ιδρύονται μόνο σε παράβαση τέτοιων κανόνων και όχι δικονομικού δικαίου, δεν εκθέτει για ποιο λόγο η κρίση περί της ευθύνης ή μη του δικαστικού επιμελητή ή της επισπεύδουσας εταιρείας επηρεάζει την κρίση ως προς την τέλεση ή μη της αποδιδόμενης σ' αυτόν αδικοπραξίας σε βάρος του αναιρεσίβλητου και την προσβολή της προσωπικότητας του τελευταίου, ώστε να επιδρά στο διατακτικό της απόφασης και να είναι λυσιτελής, δεν εξειδικεύονται τα σφάλματα ως προς την ερμηνεία ή εφαρμογή συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, τέτοιο, δε, σφάλμα, δεν αποτελεί η μη αναγραφή των διατάξεων που αφορούν την κρίση του Δικαστηρίου ως προς τη μη τέλεση από το δικαστικό επιμελητή της παράβασης καθήκοντος, πέραν δε τούτων δεν εκθέτει, ειδικά για την πλημμέλεια εκ του αρ. 19 ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης ως προς ζήτημα, κατά την εκτεθείσα ανωτέρω έννοια, αφού τέτοιο ουσιώδες ζήτημα δεν συνδέει με το περιεχόμενο του αναιρετικού λόγου με τον αναιρεσίβλητο. Εξάλλου, και ο λόγος από τον αρ. 8 είναι απαράδεκτος, καθόσον αναφορικά μεν με την παράβαση που συνίσταται στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα πράγματα που είχε προτείνει ο αναιρεσείων με την ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ, είναι εντελώς αόριστος, αφού δεν εκθέτει ποια πράγματα, με την έννοια των αυτοτελών ισχυρισμών, είχε προτείνει με την ανακοπή και δεν λήφθηκαν υπόψη, δεδομένου ότι το περιεχόμενο του λόγου πρέπει να εκτίθεται πλήρως στο αναιρετήριο και δεν μπορεί να συμπληρωθεί με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα, όπως στην ανακοπή που είχε ασκήσει, ως προς δε την πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν, αναφερόμενος προφανώς στην παραδοχή περί της πλειάδας των ακινήτων και της ασάφεια ως προς το εύρος της κληρονομιαίας περιουσίας, καθόσον δεν πρόκειται για πράγμα, κατά την απαιτούμενη από τη διάταξη έννοια για την ίδρυση του λόγου αυτού, αλλά για κρίση που σχηματίστηκε από τις αποδείξεις, η οποία, ακόμη και αν είναι εσφαλμένη, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, δεν θεμελιώνει τον στηριζόμενο στη διάταξη αυτή αναιρετικό λόγο.

 

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η από 14-9-2018 αίτηση για αναίρεση της 243/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου και να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης. Ο αναιρεσείων που νικήθηκε πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, κατά το σχετικό νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 14-9-2018 αίτηση του . για αναίρεση της 243/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.

 

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης.

 

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2020.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου

και ταύτης αποχωρήσασης από την Υπηρεσία,

ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη

Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου

 

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου 2022.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ