ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 79/2020

 

 

Επεξεργασία προσωπικών δεδομένων - Εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης - Αρχή αναλογικότητας - Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου -.

 

Επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς συγκατάθεση μεταξύ άλλων όταν είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση υπέρτερου έννομου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Πρόκληση ηθικής βλάβης στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων. Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας στο προσδιορισμό από το δικαστήριο του εύλογου ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης ελέγχεται αναιρετικά. Επεξεργασία από την εναγομένη ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας στο πλαίσιο δίκης χωρίς δόλο προσβολής της προσωπικότητας της τελευταίας. Ευθύνη από αμέλεια. Επιδίκαση ποσού χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ επειδή το επιδικασθέν είναι δυσαναλόγως μικρό σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις. Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβαση των ακραίων ορίων διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.

 

 

 

 

Αριθμός 79/2020

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

A1' Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη, Χρήστο Τζανερρίκο - Εισηγητή και Γεώργιο Χριστοδούλου, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Οκτωβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Της αναιρεσείουσας: Ό. Ξ. του Θ., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Γκάνια με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

 

Της αναιρεσιβλήτου: Σ. συζύγου Ν. Κ., το γένος Μ. Α., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λαμψίδη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/6/2015 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και την από 11/11/2015 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Ξάνθης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 211/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 34 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21/5/2018 αίτησή της.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Ι. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης της ενάγουσας προσβάλλεται η 34/2018, τελεσίδικη, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε, αντιμωλία, μετά την από 10-01-2017 έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης, εναγομένης, κατά της 211/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, η οποία, επίσης, εκδόθηκε αντιμωλία. Με την τελευταία, αυτή (πρωτόδικη), απόφαση είχαν γίνει δεκτές, εν μέρει, οι συνεκδικασθείσες από 02-06-2015 και 11-11-2015 αγωγές της ήδη αναιρεσείουσας και της είχε επιδικασθεί το ποσό των 1.000 ευρώ, για κάθε αγωγή, συνολικά δε, το ποσό των 2.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που αυτή υπέστη, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς της, από την, παράνομη, προσβολή των προσωπικών της δεδομένων, εκ μέρους της ως άνω αντιδίκου της. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 552, 553, 556, 558, 564 και 566 ΚΠολΔ και πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικα, να εξετασθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

 

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ. α' του ΚΠολΔ, αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον ’ρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 171/2019, ΑΠ 130/2016). Εξάλλου, κατά το άρθρο 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και είναι ταυτόσημο με το άρθρο 559 αριθμ.19 του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης, που εφαρμόστηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Ως ζητήματα δε, σε σχέση με τα οποία η έλλειψη, η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση, την κατάλυση ή την παρακώλυση του ασκούμενου δικαιώματος, όπως είναι και τα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή καταλυτικής αυτής ένστασης, και επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ9/2016, ΑΠ 401/2019, ΑΠ 95/2019, ΑΠ 293/2018). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ν. 2472/1997 "προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης.10.1995, αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του νόμου αυτού ορίζεται ότι για τους σκοπούς του νόμου τούτου νοούνται ως: α) "δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κάθε είδους πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων ", β).., γ).., δ) "επεξεργασία κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή", ε) (όπως ήδη αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3471/2006) "αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ("αρχείο") κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια", στ)..., ζ) "υπεύθυνος επεξεργασίας οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η) ..., θ) ..., ι) "αποδέκτης το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι".... Εξ ετέρου, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 ε' του ίδιου νόμου, "Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών". Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία, που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ` του Ν 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο, "Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: ... γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου". Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Στο άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου Ν. 2472/1997 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Στην παρ. 1 του άρθρου 23 αυτού με τίτλο "αστική ευθύνη" ορίζεται, ότι "φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον". Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι, σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 2472/1977 ή (και) των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφ' ενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφ' ετέρου της πιθανότητος να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητος τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έναντι του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, που υπέστη ηθική βλάβη, από την παραβίαση, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα, σύμφωνα και με την περί τούτου ρητή διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 της ως άνω Οδηγίας (βλ. ΑΠ 171/2019, ΑΠ 1740/2013, 637/2013). Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του "ευλόγου" εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ' εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ' αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του "ευλόγου" και συνακόλουθα το "εύλογο" εμπεριέχεται αναγκαίως στο "ανάλογο". ’λλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό, την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ από τους αρ. 1 ή 19, αντίστοιχα και, αν πρόκειται για αποφάσεις των ειρηνοδικείων: άρθρο 560 ΚΠολΔ, από τους αριθμούς 1 ή 6, αντίστοιχα), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 80/2018).

 

ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, που δίκασε ως εφετείο, προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε τα ακόλουθα, τα οποία ενδιαφέρουν την αναιρετική διαδικασία: "...Η εφεσίβλητη-ενάγουσα είναι αδελφή του Ν. Ξ. Κατά του τελευταίου η εκκαλούσα-εναγομένη άσκησε την με αυξ. αριθ. καταθ. ... αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης σύμφωνα με τις διατάξεις οροφοκτησίας (Α 17 ΚΠολΔ) και αιτήματα (μεταξύ άλλων) α) να της καταβάλλει το ποσό των 4.333,39 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής της ζημίας από τις φθορές που προκλήθηκαν στο διαμέρισμά της από ενέργειές του, β) να της καταβάλλει το ποσό των 10.000,00 ευρώ για την ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, γ) να αναγνωρισθεί ότι έχει δικαίωμα συγχρήσεως στους κοινοχρήστους χώρους της οικοδομής και δ) να διαταχθεί να καθαιρέσει το αυθαιρέτως ανεγερθέν δωμάτιο των 29,12 τ.μ. Κατά τη συζήτηση (20.5.2015) της αγωγής, η εκκαλούσα, με το δικόγραφο των Προτάσεων της και με υπ' αριθ. σχετ. 33, προσκόμισε μετ' επικλήσεως τα παρακάτω έγγραφα αναφέροντας: "Δικογραφία με αριθ. Β.Μ. ... της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ξάνθης από την οποία προκύπτει η κίνηση της ποινικής δίωξης κατά της Ό. Ξ. για τα εγκλήματα της Εξύβρισης και Απειλής εναντίον μου και ο ορισμός δικασίμου στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης για την 7-11-2014. Όμως δυνάμει του άρθρου 8 παρ.3Α του Ν. 4198/2013 για την "Πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και προστασίας θυμάτων αυτής και άλλες διατάξεις" θεωρήθηκε ότι παραγράφηκε το αξιόποινο των εν λόγω πράξεων και έπαυσε η ποινική δίωξη, της υποθέσεως τιθέμενης αυτεπαγγέλτως στο αρχείο". Στη Δικογραφία περιλαμβάνει: α) το από 27-9-2013 κατηγορητήριο της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ξάνθης το οποίο αποδίδει στην ενάγουσα την ιδιότητα της κατηγορουμένης, β) την από 25-11-2013 πράξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ξάνθης με την οποία τίθεται στο αρχείο η δικογραφία, γ) το υπ' αριθμό πρωτοκ. ....... διαβιβαστικό προς την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ξάνθης έγγραφο του Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Ξάνθης, με θέμα "Υποβολή έγκλησης", δ) την από 15-7-2013 έκθεση ένορκης εξέτασης της εναγομένης, ε) την από 15-7-2013 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα (Δ. Κ.), στ) την από 15-7-2013 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα (Χ. Γ.), ζ) την με αριθμό πρωτοκ. 2.071.378/15-7-2013 "σηματική αναφορά εγκλημάτων" του Α.Τ Ξάνθης και η) την από 23-7-2013 αίτηση της εναγομένης προς την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ξάνθης, με την οποία αιτήθηκε και της χορηγήθηκε αντίγραφο της από 15-7-2013 εγκλήσεώς της, θ) φωτοτυπία παραβόλου Δημοσίου Σειρά ... αξίας 40 ευρώ και ι)το με α/α ... διπλότυπο είσπραξης αξίας 60 ευρώ. Από τα παραπάνω έγγραφα το υπό στοιχείο (α) αναφέρεται σε ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά της εφεσίβλητης και επομένως αφορά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα αυτής κατά το άρθρο 2 στοιχ. β του ν. 2472/1997. Τα υπόλοιπα έγγραφα αποτελούν αντίγραφα δικογραφίας μη εκκρεμούς δίκης καθόσον, όπως προκύπτει από την από 25-11-2013 πράξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ξάνθης, η δικογραφία τέθηκε στο αρχείο, προτού γίνει προσκόμιση και επίκληση αυτής από την εναγομένη στη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής της. Ο φάκελος δικογραφίας μη εκκρεμούς δίκης αποτελεί αρχείο που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997 υποκείμενο στην αρμοδιότητα της Αρχής (βλ. ΑΠΔΠΧ 147/2001 εξ αντιδιαστολής, για αντίγραφα τεθείσας στο αρχείο δικογραφίας βλ. ΑΠ ποιν. 2053/2010). Τα συγκεκριμένα προσωπικά δεδομένα που περιέχονται θεωρούνται ευαίσθητα κατά την έννοια του άρθρου 2 περ. β' ν. 2472/1997 διότι η ποινική δίωξη τελικώς ασκήθηκε από την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ξάνθης.... Η συλλογή των ανωτέρω εγγράφων έγινε από το αρχείο που τηρείται στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ξάνθης, το οποίο είναι διαρθρωμένο σύνολο εγγράφων που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, ήτοι βάσει του αύξοντος αριθμού του βιβλίου μηνύσεων αλλά και βάσει αλφαβητικού ευρετηρίου των εγκαλουμένων και μηνυομένων ... Η συλλογή των εγγράφων έγινε με νόμιμο τρόπο (κατ' άρθ. 147 ΚΠΔ) από τη δικηγόρο της εκκαλούσας (εκεί εγκαλούσας, ως έχουσας έννομο συμφέρον ενημέρωσης) κατόπιν αίτησής της προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας και έγκρισης αυτού (βλ. αριθ. πρωτ. ... έγγραφο του Εισαγγελέα Ξάνθης) στις 2.12.2013, ώστε σε ανύποπτο χρόνο και όχι με σκοπό προσκόμισης στην δίκη της άνω αγωγής (20.5.2015). Η εκκαλούσα όμως, με την επίκληση των εγγράφων αυτών στο δικόγραφο των προτάσεών της κατά τη συζήτηση της με αυξ. αριθ. καταθ. ... αγωγής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης και την προσκόμιση αυτών, επεξεργάστηκε ανεπίτρεπτα τα ανωτέρω ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας, χωρίς συγκατάθεση της ενάγουσας, χωρίς άδεια της Αρχής του άρθ. 7 ν. 2472/1997, για την υποστήριξη ενός άλλου σκοπού από αυτόν της συλλογής ... και χωρίς αυτό να συνάδει με την υπαγορευόμενη από το άρθρο 4 στοιχ. β' ν. 2472/1997 αρχή της αναλογικότητας της επεξεργασίας, καθώς ο σκοπός επεξεργασίας θα καλυπτόταν (όχι πάντως εξίσου αποτελεσματικά) και με το ηπιότερο μέσο της αναφοράς της κατάστασης ευρύτερης αντιδικίας που είχε αναπτυχθεί μεταξύ της εκκαλούσας αφενός και της εφεσίβλητης και του αδερφού της αφετέρου, πάντα με επίκεντρο την προαναφερόμενη διαφορά μεταξύ 1ης και 3ου από τη σχέση συνιδιοκτησίας, σε ένορκη κατάθεση ή βεβαίωση μάρτυρα (εύλογα πάντως η εναγομένη προέκρινε την προσκόμιση εγγράφων ως πιο αξιόπιστων αποδεικτικών μέσων). Ωστόσο, πλήρως αποδείχθηκε η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παροχή άδειας προς αυτήν, για κατ' εξαίρεση επεξεργασία, με τη μορφή της χρήσης (προσκόμισης), ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, που ήταν αναγκαία για την άσκηση και υπεράσπιση δικαιώματος της ενώπιον Δικαστηρίου κατ' άρθ. 7 § 1 περ. γ' v. 2472/1997. Η επίμαχη απόφαση ήταν συναφής και πρόσφορη για το σκοπό που προσκομίστηκε, ενόψει δε του σκοπού της επεξεργασίας της δεν περιείχε περισσότερα δεδομένα από όσο απαιτούνταν. Δεν θα μπορούσε να περιέχει λιγότερα, αφού π.χ. ανωνυμοποιημένη δεν απεδείκνυε αυτό που η εκκαλούσα είχε συμφέρον να αποδείξει: την ευρύτητα (έκταση και ένταση) της αντιδικίας της με τον αδερφό της εφεσίβλητης, στην οποία η τελευταία ενεπλάκη, καθιστώντας έτι δυσχερέστερη τη θέση της εκκαλούσας που πάσχιζε να αμυνθεί για την τήρηση της νομιμότητας στις σχέσεις συνιδιοκτητών έναντι μιας ομάδας συνιδιοκτητών που αλληλοϋποστηρίζονταν λόγω συγγενικής σχέσης. Η προσκόμισή της ήταν αναγκαία και πρόσφορη για την αναγνώριση, άσκηση και υπεράσπιση (απόδειξη, διεκδίκηση) της αξίωσης ηθικής βλάβης της εκκαλούσας, αφού ως περιστατικό ενέπιπτε στην άνω αντιδικία και σε αυτήν και μόνο οφειλόταν (είναι όλως προσχηματική η επίκληση ότι επρόκειτο περί διαφορετικού υποκειμένου, αφού με την εκκαλούσα τίποτα άλλο δεν χώριζε την εφεσίβλητη, παρά αποκλειστικά η αντιδικία με τον αδερφό της). Γι' αυτό η ως άνω απόφαση προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο, και σαφώς όχι με δόλο παράνομης επεξεργασίας ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου της εφεσίβλητης, ούτε με πρόθεση να δημιουργηθούν δυσμενείς εντυπώσεις στους παράγοντες της διαδικασίας για το πρόσωπο της, αφού προς τούτο δεν θα είχε κανένα συμφέρον η εκκαλούσα, αν το περιστατικό ήταν άσχετο με τη δικαζόμενη αντιδικία. Αν το περιστατικό ιδωθεί απομονωμένο από την άνω αντιδικία, ήταν πράγματι άσχετο με τη δικαζόμενη εκεί διαφορά μεταξύ άλλων, ωστόσο η εκκαλούσα εύλογα ζητούσε να συναξιολογηθεί η ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά της εφεσίβλητης, σε συσχετισμό με την εκεί δικαζόμενη ηθική βλάβη, ακριβώς επειδή συνέχεται και ανάγεται σε εκείνην και μόνο την αστική αντιδικία και μπορεί να αποδοθεί σε δράση ή παράλειψη του αντιδίκου της (αδερφού), που όχι μόνο αρνιόταν τις τελεσιδίκως κριθείσες (ΜονΕφΘρακ 24/2017) βάσιμες αξιώσεις της και δυστροπούσε στην εξόφλησή τους, αλλά παραλλήλως ασκούσε και πίεση στην εκκαλούσα επιτρέποντας, ου μην προωθώντας την συμπεριφορά της αδερφής του έναντι της εκκαλούσας. Εξάλλου, με δεδομένο ότι οι δικάζοντες εξ επαγγέλματος διαχωρίζουν το νομικά κρίσιμο (εν προκειμένω τη συνάφεια) από το επουσιώδες, ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι η εν λόγω προσκόμιση γινόταν με πρόθεση να δημιουργηθούν στους παράγοντες της διαδικασίας δυσμενείς εντυπώσεις για το πρόσωπο της, συνιστά εμμέσως ομολογία ότι αυτές οι εντυπώσεις θα επιρρώνυαν την κρίση εναντίον του αδερφού της, αφού οι δικάζοντες βασίζονται σε λογικές συνεπαγωγές και όχι σε συναισθηματισμούς. [Σε κάθε περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην 28 σελίδων απόφασή του, που επικυρώθηκε τελεσιδίκως, δεν εξήρε τη συμβολή των εν λόγω εγγράφων στην κρίση του, ώστε προφανώς δεν βάρυναν σε αυτήν.] Η άνω -υπερασπιστική δικαιώματος- λειτουργία λοιπόν, δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί εξίσου αποτελεσματικά με ηπιότερα μέσα, παρά με προσκόμιση των εν λόγω εγγράφων (που υπερέχουν σε αξιοπιστία των μαρτύρων, όχι τυπικά, αλλά με βάση τα διδάγματα κοινής λογικής και εμπειρίας). Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι δεν προέβη στην επεξεργασία των εν λόγω ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας από δόλο πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος, μη εκλείπουσας πάντως της υπαιτιότητάς της, λόγω αμέλειάς της. Ειδικά δε προς τον δόλο προσβολής προσωπικότητας της εφεσίβλητης απάδει η ρητή αναφορά της εκκαλούσας στις προτάσεις της ότι η δικογραφία που προσκόμιζε έχει τεθεί στο Αρχείο. Προσέτι, η εκκαλούσα άσκησε κατά του Ν. Ξ., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, την με αύξ. αριθμ. καταθ. Μ. Ειδ. ./14-7-2015 ανακοπή, καθώς και τους με αυξ. αριθμ. καταθ. Μ. Ειδ. ./25-9-2015 προσθέτους λόγους ανακοπής, με αίτημα να ακυρωθεί η υπ' αριθμό 75/2015 διαταγή πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, δυνάμει της οποίας διατάχτηκε η εκκαλούσα να καταβάλει στον αδερφό της εφεσίβλητης με την ιδιότητα αυτού ως διαχειριστή της πολυκατοικίας της οδού ... το ποσό των 676,78 ευρώ. Κατά την συζήτηση (4η-11-2015) της άνω ανακοπής η ανακόπτουσα (νυν εκκαλούσα), με το δικόγραφο των Προτάσεων της και με υπ' αριθ. σχετ. 28ε, προσκόμισε μετ' επικλήσεως το με αριθμό πρωτοκ. ./.-α από 15-7-2013 απόσπασμα από το Βιβλίο Αδικημάτων - Συμβάντων - Συλλήψεων-Συστάσεων και Παραπόνων του Αστυνομικού Τμήματος Ξάνθης, αναφέροντας τα κάτωθι: "Απόσπασμα από το βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων της 15-7-2013 του Αστυνομικού Τμήματος Ξάνθης, από το οποίο προκύπτει: α) Ότι στις 11 π.μ. της ημέρας αυτής προσήλθα εγώ και ο εναγόμενος, δυνάμει Εισαγγελικής Παραγγελίας που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεώς μου για ειρηνική επίλυση της διαφοράς, στο Αστυνομικό Τμήμα Ξάνθης. Η απόπειρα μου ειρηνικής επίλυσης απέτυχε. Ότι β) στις 15.45 μ.μ. της ίδιας ημέρας κατέφυγα στο ίδιο ως άνω αστυνομικό τμήμα και υπέβαλα έγκληση σε βάρος της αδελφής του εναγομένου.". Στο ως άνω απόσπασμα αναγράφεται: "Αναφέρεται-γνωρίζεται ότι, σήμερα 15-07-2013 και ώρα 15:45' προσήλθε στην Υπηρεσία μας η (Α) Κ. Σ. του Μ. και Δ., γεν. 28/01/1963 στα ... ... και επί της οδού ..., άνεργη, με Α.Δ.Τ. ... και υπέβαλε έγκληση σε βάρος της (Β) Ξ. Ό. του Θ. και Χ., γεν. 27/01/1973 στην …………, ... και επί της οδού ..., με ... για παράβαση των άρθρων 333 ΠΚ "απειλή" και 361 ΠΚ "εξύβριση", πράξεις που έλαβαν χώρα σήμερα 15-7-2013 και περί ώρα 15:05 στην Ξάνθη και επί της οδού ... (έμπροσθεν της κυρίας εισόδου του διαμερίσματος ανωτέρω παθούσας), κατά δήλωσή της. Ειδικότερα ανωτέρω τόπο και χρόνο (Β) δράστιδα εξύβρισε και απείλησε (Α) παθούσα με φράσεις που ρητά αναφέρονται στη ληφθείσα κατάθεσή της. Στοιχεία Διεκπεραίωσης: Από Υπηρεσία μας ενημερώθηκαν αρμόδιες Υπηρεσίες και εκδόθηκαν αναζητήσεις για σύλληψη ανωτέρω δράστιδας εντός ορίων αυτοφώρου λήγοντας 23.59 ώρα 16-07-2013. Ενεργείται προανάκριση.

 

Αριθμός πρωτοκόλλου δικογραφίας: ...". Το εν λόγω απόσπασμα του βιβλίου αδικημάτων - συμβάντων - συλλήψεων-συστάσεων και παραπόνων του Α.Τ. Ξάνθης που διέπεται από το άρθρο 36 του π.δ. 75/1987, ανήκει σε διαρθρωμένο σύνολο προσωπικών δεδομένων μη αυτοματοποιημένης επεξεργασίας που περιλαμβάνεται σε αρχείο κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. εν. 2472/1997 που είναι προσιτά με συγκεκριμένο (ημεροχρονολογία) κριτήριο (βλ. ΑΠΔΠΑΧ 67/2013 για το βιβλίο συμβάντων ασθενών Νοσοκομείου). Τα εν λόγω δεδομένα, επειδή τελικώς ασκήθηκε ποινική δίωξη (κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα) από την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ξάνθης αποτελούν (ex tunc) ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της εφεσίβλητης και όχι απλά. Έτσι με την επίκληση και προσκόμιση του αποσπάσματος αυτού με το δικόγραφο των Προτάσεών της κατά τη συζήτηση της με αυξ. αριθ. καταθ. Μ. Ειδ. 11/14-7-2015 ανακοπής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, η εκκαλούσα επεξεργάστηκε τα ανωτέρω ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας. Παρότι η συλλογή του εγγράφου έγινε νόμιμα (κατ' άρθ. 5 του ν. 2690/99 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, όπου "κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων..."), η εκκαλούσα (εκεί ανακόπτουσα) επεξεργάστηκε ανεπίτρεπτα τα ανωτέρω ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της εφεσίβλητης, χωρίς συγκατάθεσή της, χωρίς άδεια της Αρχής του άρθ. 7 ν. 2472/1997, για την υποστήριξη ενός άλλου σκοπού από αυτόν της συλλογής..., και χωρίς αυτό να συνάδει με την υπαγορευόμενη από το άρθρο 4 στοιχ. β' ν. 2472/1997 αρχή της αναλογικότητας της επεξεργασίας, καθώς αντικείμενο της πολιτικής δίκης εκεί ήταν η ακύρωση της υπ' αριθμό 75/2015 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, με αιτία πληρωμής τις δαπάνες κοινοχρήστων της πολυκατοικίας επί της οδού ..., ενώ η προσκόμιση του επίμαχου αποσπάσματος ήταν μεν χρήσιμη, όμως δεν ήταν αναγκαία για την απόδειξη του 1ου λόγου ανακοπής και του 4ου πρόσθετου, περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του διαχειριστή (Ν. Ξ.) και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της ένωσης συνιδιοκτητών αντίστοιχα, παρότι το από 15.7.2013 περιστατικό μεταξύ εκκαλούσας και εφεσίβλητης αιτιωδώς συνδέεται με τον 1° λόγο και κύριο λόγο της ανακοπής, εξ ου και περιέχεται και στο ιστορικό του (βλ. μέσον σελ. 6 της ανακοπής). [Ως γνωστόν, πραγματικά περιστατικά, περιφερειακά των κρίσιμων αποδεικτέων σε κάθε δίκη, αποτελούν συχνά χρήσιμο οδηγό για τον δικάζοντα, προκειμένου να επαληθεύει την ενότητα ιστορικού, επιστηρίζοντας έτσι την δικανική κρίση και παρέχοντάς της εχέγγυα ορθότητας, ώστε προς όφελος της απονομής δικαιοσύνης δεν συμφέρει να αποθαρρύνονται οι διάδικοι να κομίζουν στο Δικαστή την ευρύτερη εικόνα της διαφοράς που άγεται σε κρίση.] Ώστε η ύπαρξη του άνω εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας δύσκολα θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παροχή άδειας προς αυτήν, για κατ' εξαίρεση επεξεργασία, με τη μορφή της χρήσης (προσκόμισης), ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου, που ήταν αναγκαίο για την άσκηση και υπεράσπιση δικαιώματος της ενώπιον Δικαστηρίου κατ' άρθ. 7 § 1 περ. γ' ν. 2472/1997, παρότι και αυτό το περιστατικό ενέπιπτε στην άνω βασική αντιδικία από τη σχέση συνιδιοκτητών. Γι' αυτό η ως άνω απόφαση προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο, και σαφώς όχι με δόλο παράνομης επεξεργασίας ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου της εφεσίβλητης, ούτε με πρόθεση να δημιουργηθούν δυσμενείς εντυπώσεις στους παράγοντες της διαδικασίας για το πρόσωπο της, αφού προς τούτο δεν θα είχε κανένα συμφέρον η εκκαλούσα, αν το περιστατικό ήταν άσχετο με τη δικαζόμενη αντιδικία. Αν το περιστατικό ιδωθεί απομονωμένο από την άνω αντιδικία, ήταν πράγματι άσχετο με τη δικαζόμενη εκεί διαφορά μεταξύ άλλων, ωστόσο η εκκαλούσα εύλογα ζητούσε να συναξιολογηθεί η ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά της εφεσίβλητης, σε συσχετισμό με την εκεί δικαζόμενη ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του διαχειριστή (1° λόγο ανακοπής), ακριβώς επειδή συνέχεται και ανάγεται σε εκείνην και μόνο την βασική αντιδικία από τη σχέση συνιδιοκτησίας. Εξάλλου, με δεδομένο ότι οι δικάζοντες εξ επαγγέλματος διαχωρίζουν το νομικά κρίσιμο (εν προκειμένω την καταχρηστικότητα) από το επουσιώδες, ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι η εν λόγω προσκόμιση γινόταν με πρόθεση να δημιουργηθούν στους παράγοντες της διαδικασίας δυσμενείς εντυπώσεις για το πρόσωπο της (τρίτης, μη μετέχουσας στη δίκη), συνιστά εμμέσως ομολογία ότι αυτές οι εντυπώσεις θα επιρρώνυαν την κρίση εναντίον του αδερφού της, αφού οι δικάζοντες βασίζονται σε λογικές συνεπαγωγές και όχι σε συναισθηματισμούς. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι δεν προέβη στην επεξεργασία των εν λόγω ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας από δόλο πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος, μη εκλείπουσας πάντως της υπαιτιότητάς της, λόγω αμέλειάς της. Περαιτέρω, σε αμφότερες τις δίκες γνώση των προσκομισθέντων με τις προτάσεις ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων έλαβαν μόνο ο αντίδικος της εκκαλούσας (Ν. Ξ.), ο εκάστοτε δικάζων Δικαστής και οι δικηγόροι των διαδίκων. Εξ αυτών, ο αδερφός της εκκαλούσας και σύνοικος στην οικοδομή λογικά γνώριζε τα εν λόγω περιστατικά που άλλωστε συνέχονταν με την αντιδικία του με την εκκαλούσα, η δικηγόρος και αδερφή της εκκαλούσας (Α. Α.) ήταν επίσης λογικά ήδη ενήμερη (άλλωστε είχε λάβει τα αντίγραφα της δικογραφίας), όπως ενδεχομένως και ο δικηγόρος του Ν. Ξ. (Σ. Γ.), ο οποίος κατόπιν εκπροσώπησε και την εφεσίβλητη στον 1° και 2° βαθμό της κρινόμενης υπόθεσης, πάντως γνώση του δεν αποδείχθηκε. Ο δε εκάστοτε Δικαστής δεν πρέπει να θεωρείται "τρίτος", ενώπιον του οποίου νοείται διάδοση του προσωπικού δεδομένου, εξ ης και ηθική βλάβη του υποκειμένου του, επειδή κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αποβάλλει την προσωπική του "ταυτότητα" και εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ανατεθειμένο σε αυτό θεσμικό του ρόλο. Το δικαστικό πρόσωπο δεν είναι "τρίτος" θεσμικά και δικονομικά ως προς το βιοτικό συμβάν, όπως λ.χ. ο οποιοσδήποτε παρών, ο οποίος θα λάβει γνώση της δυσφημιστικής εκδήλωσης, ο απλός θεατής του βιοτικού συμβάντος κατά τον χρόνο της εξέλιξης του. Τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στα πλαίσια της οικείας διαδικασίας (προδικασίας και κύριας διαδικασίας), δεν διασκέπτονται δημοσίως (πρβλ. άρθρο 371ΚΠΔ, 301 ΚΠολΔ), δεν τους αφορά το πρόσωπο των διαδίκων ..., ως προς το ότι "τρίτος", επί των εγκλημάτων των άρθ. 362 & 363 ΠΚ, δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόσωπο θεσμικά, δικονομικά, εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες, αναφορές των πολιτών π.χ. ο εισαγγελέας, ο δικαστής μίας υπόθεσης, ο αρμόδιος γραμματέας). Οι μάρτυρες και ουδείς άλλος στο ακροατήριο δεν έλαβαν γνώση των επίμαχων δεδομένων, ούτε θα μπορούσαν. Ομοίως δεν έλαβαν γνώση τους οι δικαστικοί υπάλληλοι που, ως γνωστόν, δεν αναγιγνώσκουν τα σχετικά τα διαδίκων (απλώς παραλαμβάνουν έναν πλήρη φάκελο και επισημειώνουν το χρόνο κατάθεσης επί των προτάσεων). Ενόψει των ανωτέρω, γνώση των επίμαχων, προσκομισθέντων με προτάσεις, δεδομένων έλαβε μόνον ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αδερφού της εφεσίβλητης και μετέπειτα (και ήδη) δικηγόρος και της ιδίας, που, πέραν της επαγγελματικής δεοντολογίας, από μόνη την ιδιότητα δικηγόρου που δραστηριοποιείται σε μικρή πόλη δεσμεύεται και κοινωνικά από τεταμμένο καθήκον εχεμύθειας. Παρότι σκοπός της άνω επεξεργασίας των, προερχόμενων από 2 διαφορετικά αρχεία, δεδομένων της εφεσίβλητης ουδέποτε υπήρξε να θιγεί αυτή με παραβίαση των προσωπικών της δεδομένων (απουσία δόλου), από την άνω αμελή συμπεριφορά της εκκαλούσας αυτή υπέστη μια ελάχιστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει, ενόψει ιδίως του είδους και βάρους της προσβολής (παράβασης), της έκτασης της βλάβης και πιο ειδικά της μη προσφορότητας σημαντικής προσβολής εννόμου συμφέροντος της εφεσίβλητης, λόγω του γεγονότος ότι γνώση του ευαίσθητου δεδομένου της, έλαβαν 2 Δικαστές και ο μετέπειτα δικηγόρος της, ώστε πρακτικά η πιθανότητα να θιγεί προσωπικά ήταν μάλλον αφηρημένη παρά συγκεκριμένη ..., του λογικά πολύ περιορισμένου αντίκτυπου στην ηθική της συγκρότηση, της αμέλειας της εκκαλούσας (ενόψει και της εν γένει στάθμισης των ισοδυνάμων εννόμων συμφερόντων της εκκαλούσας για την υποστήριξη ισχυρισμών της σε 2 αστικές δίκες, και της εφεσίβλητης να μη διαδίδονται περαιτέρω οι ποινικές της υπόθεσεις), να επιδικαστεί στην εφεσίβλητη χρηματική ικανοποίηση 50 € για κάθε αρχείο και κάθε αγωγή, ώστε συνολικά 100 €, ποσό που, αν και υπολείπεται του ελαχίστου ποσού των 2.000.000 δρχ. που ορίζει το άρθ. 23 § 2 ν. 2472/1997 για την δόλια παράβαση του ν. 2472/1997, ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση παράβασης από αμέλεια, κρίνεται εύλογο με βάση τους κανόνες κοινής πείρας και λογικής...ενόψει του άρθ. 25 Συντ. χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού που καθιερώνει το άνω συνταγματικό άρθρο, ώστε η επιδικασθείσα ικανοποίηση να μην οδηγεί σε προφανή δυσαναλογία του οικονομικού οφέλους του παθόντος σε σύγκριση με τη σε βάρος του προσβολή (πράγμα που θα συνέβαινε αν επιδικάζονταν τα αιτηθέντα ποσά)...". Στη συνέχεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού δέχθηκε την ένδικη έφεση τυπικά και κατ' ουσίαν, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποίαν, ως ελέχθη, είχε επιδικασθεί υπέρ της ήδη αναιρεσείουσας, ενάγουσας, για την ένδικη αιτία, αποζημίωση 1.000 ευρώ, για κάθε αγωγή της, και κρίνοντας ότι η αποζημίωση, που δικαιούται η ήδη αναιρεσείουσα, ενάγουσα, είναι αυτή του ποσού των 50 €, για κάθε αγωγή της, δέχθηκε, εν μέρει, τις ένδικες αγωγές και, περαιτέρω, υποχρέωσε την ήδη αναιρεσίβλητη, εκκαλούσα, εναγομένη να καταβάλει στην πρώτη, (αντίδικό της), το ποσό των 50 € για κάθε αγωγή και συνολικά αυτό των 100 €, νομιμοτόκως. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο δίκασε ως Εφετείο κατά το μέρος που έκρινε, ότι η ευθύνη της αναιρεσίβλητης για τη χρηματική ικανοποίηση της αναιρεσείουσας, εξαιτίας παραβίασης των επίμαχων προσωπικών δεδομένων της τελευταίας, είναι νόθος αντικειμενική και, κατά παραδοχή, εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμης της ενστάσεως της ήδη αναιρεσίβλητης, εναγομένης, περί απαλλαγής της από την ευθύνη, λόγω μη συνδρομής των θεμελιωτικών του πταίσματός της πραγματικών γεγονότων, κατέληξε στην κρίση, ότι αυτή ευθύνεται από αμέλεια και όχι από δόλο (όπως είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο), για την ηθική βλάβη, που προκλήθηκε στην ήδη αναιρεσείουσα, ενάγουσα, δεν παραβίασε, εκ πλαγίου, τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 2472/1997, μεταξύ των οποίων και αυτή του άρθρου 23 παρ. 2 αυτού, επί της οποίας και θεμελιωνόταν η ως άνω ένσταση, στις οποίες ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην προκειμένη περίπτωση. Τούτο δε διότι, τα πραγματικά περιστατικά, που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως αποδεικνυόμενα, στηρίζουν πλήρως το ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα, περί της εν μέρει βασιμότητας της άνω ενστάσεως της ήδη αναιρεσίβλητης, εναγομένης, περί απαλλαγής της από την ευθύνη, λόγω μη συνδρομής των θεμελιωτικών του πταίσματός της πραγματικών γεγονότων, και την, εντεύθεν, κρίση του, στην οποία στήριξε το ανωτέρω πόρισμα αυτού, ότι η τελευταία (ήδη αναιρεσίβλητη) δεν ευθύνεται από δόλο, όπως είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά από αμέλεια, συνισταμένη στο ότι, κατά την προσπάθειά της να υποστηρίξει την αγωγή και την ανακοπή, που είχε ασκήσει κατά του αδελφού της ήδη αναιρεσείουσας, δεν πρόβλεψε την πιθανότητα της παραβίασης, με τη συμπεριφορά της αυτή, των προσωπικών δεδομένων της αντιδίκου της (αναιρεσείουσας) και την, εξ αυτής πρόκληση ηθικής βλάβης, στην οποία επ' ουδενί απέβλεπε. Οι αιτιολογίες δε αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Ενόψει τούτων, ο πρώτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίον η αναιρεσείουσα, υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Αντιθέτως, όμως, με το να επιδικάσει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στην ήδη αναιρεσείουσα, ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που αυτή υπέστη από την αναφερόμενη στην αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του παράνομη και υπαίτια προσβολή των προσωπικών της δεδομένων, εκ μέρους της ήδη αναιρεσίβλητης, εναγομένης, το ποσό των πενήντα (50) ευρώ για κάθε μία από τις ένδικες αγωγές αυτής και, συνολικά, το ποσό των εκατό (100) ευρώ, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υστερεί, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης και είναι ευτελές. Επομένως, ο σχετικός δεύτερος αναιρετικός λόγος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τον οποίον η αναιρεσείουσα μέμφεται την αναιρεσιβαλλομένη ότι, με το να της επιδικάσει, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, την οποίαν αυτή υπέστη, από την προσβολή, εκ μέρους της ήδη αναιρεσίβλητης, εναγομένης, των προσωπικών της δεδομένων, το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό, που είναι δυσαναλόγως μικρό, σε σχέση με αυτά, που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις και προκύπτουν από τις συνθήκες της αδικοπραξίας, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, κατά την εφαρμογή του κανόνα, ουσιαστικού δικαίου, του άρθρου 932 του ΑΚ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.

 

ΙV. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή, κατά παραδοχή του προαναφερθέντος δευτέρου λόγου της, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον καθορίσθηκε και επιδικάσθηκε, με αυτή, στην ήδη αναιρεσείουσα, ενάγουσα, καθ' υπέρβαση των ακραίων ορίων της, προς τούτο, διακριτικής ευχέρειας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, επομένως, κατά παραβίαση της απορρέουσας από τη διάταξη της παρ. 1 άρθρου 25 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, το ανωτέρω ποσό των πενήντα (50) ευρώ, για κάθε μία από τις ένδικες αγωγές, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη (η αναιρεσείουσα) από την, αναφερόμενη σ' αυτή (προσβαλλομένη), παράνομη προσβολή των προσωπικών της δεδομένων, εκ μέρους της ήδη αναιρεσίβλητης, εναγομένης. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, προς περαιτέρω εκδίκαση, ώστε να επανακαθορισθεί το ποσό της εύλογης αποζημιώσεως, που πρέπει να καταβάλει η ήδη αναιρεσίβλητη, εναγομένη στην ήδη αναιρεσείουσα, ενάγουσα, για την ένδικη αιτία, στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνη που δίκασε, προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Σημειουμένου εδώ, ότι η καθορισθησομένη, από το δικαστήριο της παραπομπής, αποζημίωση της ήδη αναιρεσείουσας, ενάγουσας, για την ένδικη αιτία, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 1.000 ευρώ, το οποίο της είχε επιδικασθεί, για κάθε μία από τις ένδικες αγωγές της, με την πρωτόδικη απόφαση, αφού, κατ' αυτής (πρωτόδικης απόφασης), έχει ασκήσει έφεση μόνον η ήδη αναιρεσίβλητη, εναγομένη, όχι δε και η ήδη αναιρεσίβλητη, ενάγουσα και, επομένως, μόνον, μέχρι αυτού του ορίου έχει μεταβιβασθεί η υπόθεση, κατ' άρθρο 522 ΚΠολΔ, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, σ' αυτήν (άρθρα 495 παρ. 3 εδαφ. ε' του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ' άρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα). Τέλος, η αναιρεσίβλητη που νικήθηκε στη δίκη πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, κατά το νόμιμο και βάσιμο, σχετικό, αίτημα αυτής (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Αναιρεί την 34/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.

 

Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην εκείνης, που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση, ώστε να επανακαθορισθεί, από αυτό, κατά τ' αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας, το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, το οποίο πρέπει να επιδικασθεί στην ήδη αναιρεσείουσα, ενάγουσα, για την ένδικη αιτία.

 

Διατάζει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου, που έχει καταθέσει, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης.

 

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2019.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 29 Ιανουαρίου 2020.

 

 

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ                         Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου