ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 513/2020

 

 

Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων έρευνας (ΕΛΚΕ) του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών - Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου -.

 

Σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Ο νομικός χαρακτηρισμός της συμβατικής σχέσης γίνεται από το δικαστήριο μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων και ανεξάρτητα από το πώς χαρακτήρισαν τα συμβαλλόμενα μέρη τη συγκεκριμένη νομική σχέση που τους συνδέει. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα Ο σκοπός του νομοθέτη κατά τη θέσπιση των ΕΛΚΕ συνίστατο στην ανάγκη ιδιαίτερης δημοσιονομικής μεταχείρισης των κονδυλίων που προορίζονται για την εκτέλεση ερευνητικών έργων και για το λόγο αυτό συστάθηκαν ΕΛΚΕ ως ειδική και χωριστή ομάδα περιουσίας εντός των νπδδ. Πρόσληψη προσωπικού. Έγκυρες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες έληξαν με την πάροδο ου συμφωνημένου χρόνου διαρκείας τους χωρίς καταγγελία και υποχρέωση αποζημίωσης, αφού η διαδοχική ανανέωσή τους και ο συνολικός χρόνος διάκρειάς τους επιβλήθηκαν από αντικειμενικό λόγο, την κάλυψη αναγκών ερευνητικών έργων. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ.

 

 

 

Αριθμός 513/2020

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B1' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Καρυστηναίου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, και Σοφία Τζουμερκιώτη, αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 5η Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Πήττα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 

Της αναιρεσίβλητης: Λ.-Μ. Τ. του Β., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Βερβεσού, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-7-2015 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 6/2016 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2143/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί το αναιρεσείον με την από 11-4-2018 αίτησή του.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Αρετή Παπαδιά. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

1. Με την 5439/14.05.1985 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β' 298/1985) Σύσταση Ειδικών Λογαριασμών στο ΥΠΕΤ και στους εποπτευόμενους από αυτό φορείς για την αξιοποίηση των κονδυλίων της έρευνας κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 6 παρ. 3 του Ν. 1514/85 "για την ανάπτυξη της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας" (ΦΕΚ 13/Α/8.2.1985) έχουν συσταθεί στο Υπουργείο Ερευνας και Τεχνολογίας και σε καθέναν από τους εποπτευόμενους από αυτό ερευνητικούς φορείς μεταξύ των οποίων γ) στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (ΕΑΑ) Ειδικοί Λογαριασμοί για την αξιοποίηση των κονδυλίων, που διατίθενται για ερευνητικές και τεχνολογικές δραστηριότητες. Ο Ειδικός Λ/σμος του ΕΑΑ σύμφωνα με την ιδρυτική του ΥΑ, και όπως ήδη αυτή ισχύει, έχει ιδίους πόρους (άρ. 2 ΚΥΑ), όργανο διοικήσεως και διαχειρίσεως τη Γραμματεία του Λογαριασμού (άρ. 3 ΚΥΑ) η οποία στελεχώνεται από επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό. Το πρόσθετο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, που απαιτείται για την εκτέλεση κάθε συγκεκριμένου ερευνητικού έργου που έχει εγκριθεί από το Δ.Σ. του κάθε φορέα και δεν είναι μέλος του προσωπικού του φορέα, προσλαμβάνεται με σύμβαση ανάθεσης έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου την οποία υπογράφει ο επιστημονικός υπεύθυνος του έργου, μετά από έγκριση του Δ.Σ. του φορέα. Η πρόσληψη γίνεται, μέσα στα χρονικά και αριθμητικά όρια που προβλέπονται στον προϋπολογισμό του κάθε έργου. Ο ανωτέρω λογαριασμός του ΕΑΑ που έχει συσταθεί και λειτουργεί σύμφωνα με την προαναφερόμενη ΚΥΑ, δεν έχει νομική προσωπικότητα αλλά ευρεία αυτοτέλεια και αποτελεί χωριστή ομάδα περιουσίας εντός της περιουσίας του εδώ αναιρεσείοντος νπδδ (πρβλ ΑΠ 1022/2015). Κατά το άρθρο 87 παρ. 12 γ του Ν.4485/2017 "Οργάνωση και λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης, ρυθμίσεις για την έρευνα και άλλες διατάξεις" ο ΕΛΚΕ του αναιρεσείοντος ΕΑΑ εξακολουθεί να υφίσταται και διέπεται από τις εκεί αναφερόμενες διατάξεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 με τον παράτιτλο στελέχωση ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων του ν.2919/2001 (ΦΕΚ Α' 128/25.6.2001) "Σύνδεση έρευνας και τεχνολογίας με την παραγωγή και άλλες διατάξεις", ορίζεται ότι 1. Για τη στελέχωση των ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων που εποπτεύονται από τη Γ.Γ.Ε.Τ., των εταιρειών του άρθρου 3 παρ. 5 του ν. 1514/1985, και των Επιστημονικών και Τεχνολογικών Πάρκων του άρθρου 23 του ν. 2741/1999 με προσωπικό, είτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου είτε με σύμβαση που θα διαρκεί όσο απαιτείται για την εκτέλεση του προγράμματος ή έργου για το οποίο γίνεται η πρόσληψη, και τον καθορισμό των αποδοχών του προσωπικού αυτού, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου έβδομου του ν. 1955/1991 (ΦΕΚ 112 Α') και το άρθρο 5 παρ. 12 του ν. 2229/1994 (ΦΕΚ 38 A'), όπως συμπληρώθηκε με το δεύτερο άρθρο παρ. 2 του ν. 2261/1994. Ο ανώτατος αριθμός των προσώπων που μπορεί να προσληφθούν, καθώς και η νομική μορφή της απασχόλησής τους καθορίζεται με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου των πιο πάνω φορέων και εταιριών, αφού ληφθούν υπόψη οι δυνατότητες του προϋπολογισμού και οι εισροές από πηγές, εκτός των τακτικών επιχορηγήσεων. Στο νόμο 1955 της 15/18.7.91. Ιδρυση Εταιρείας με την επωνυμία "ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Ανώνυμος Εταιρεία" και ρύθμιση συναφών θεμάτων. (Α' 112). άρθρο έβδομο, δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 αυτού ορίζεται ότι όλες οι προσλήψεις και αναθέσεις γίνονται με αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας και υπογραφή σχετικών συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη σχετική διάταξη και χωρίς δέσμευση από τις διατάξεις για τις αμοιβές μηχανικών ή δικηγόρων ή από άλλες σχετικές γενικές ή ειδικές διατάξεις. Στο Ν2229/1994 όπως προστέθηκε με ν.2261/1994 άρθρο 2 παρ. 2 ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 2229/Α' 138/1994 Τροποποίηση και συμπλήρωση του Ν. 1418/1984 και άλλες διατάξεις. 12. Η στελέχωση των εταιρειών γίνεται με προσωπικό που προσλαμβάνεται είτε με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου, είτε με σύμβαση που θα διαρκεί όσο απαιτείται για την εκτέλεση του έργου για το οποίο γίνεται η πρόσληψη. Από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο σκοπός του νομοθέτη κατά τη θέσπιση των ΕΛΚΕ συνίστατο στην ανάγκη ιδιαίτερης δημοσιονομικής μεταχείρισης των κονδυλίων που προορίζονται για την εκτέλεση ερευνητικών έργων και για το λόγο αυτό συστάθηκαν ΕΛΚΕ ως ειδική και χωριστή ομάδα περιουσίας εντός των νπδδ. Επίσης στα πλαίσια διαχείρισης των πόρων για τα ερευνητικά προγράμματα με σκοπό εξασφάλισης της αναγκαίας ευελιξίας και ταχύτητας οι οποίες είναι κρίσιμες για την ορθή υλοποίηση των ερευνητικών έργων για ανάπτυξη και προαγωγή της έρευνας που αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του κράτους (άρθρο 16 παρ.1 του Συντάγματος) ρυθμίστηκε κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ο τρόπος πρόσληψης του προσωπικού, που δεν είναι μέλος του τακτικού προσωπικού του ερευνητικού φορέα κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη σχετική διάταξη. Ο ανωτέρω ν.2919/2001 με το άρθρο 4 αυτού απολαμβάνει συνταγματικού ερείσματος (άρθρο 16 παρ.1 Συντ/τος) και εισάγει εξαιρετική ρύθμιση, κατά παρέκκλιση του Ν.2190/1994 που συνδέεται με την ανάγκη πραγματώσεως των ερευνητικών προγραμμάτων. Σημειώνεται ότι ίδιες ρυθμίσεις ως προς τη διαδικασία πρόσληψης και μάλιστα κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Ν.2190/1994 θεσπίζονται με τον Ν.4485/2017 (άρθρο 64) "Οργάνωση και λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης, ρυθμίσεις για την έρευνα και άλλες διατάξεις."

 

2. Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 6 του ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι, με τους όρους της συμφωνίας τους, αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς αυτές (Ολ ΑΠ 28/2005). Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την αναφερόμενη στο άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση μίσθωσης έργου (επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας), κυρίως γιατί με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με τη σύμβαση μισθώσεως έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης. Περαιτέρω σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή όπως ήδη αναφέρθηκε παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της συμβάσεως και καταβολή αποζημίωσης. Ο νομικός χαρακτηρισμός της συμβατικής σχέσης γίνεται από το δικαστήριο μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων και ανεξάρτητα από το πώς χαρακτήρισαν τα συμβαλλόμενα μέρη τη συγκεκριμένη νομική σχέση που τους συνδέει (ΟλΑΠ 19/2007, 18/2006). Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 του ν. 1082/1980, 1 παρ.2 της 19040/1981 ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του α.ν. 539/1945, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, του άρθρου μόνου του ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, επιδόματα (δώρα) εορτών, άδεια, αποδοχές αδείας και επιδόματα αδείας δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με άκυρη σύμβαση, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ1574/2012).

 

3. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει η κάτωθι διαδικαστική πορεία τα υπόθεσης Η ενάγουσα με την από 22-7-2015 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών εκθέτει ότι τη 2-4-2007 συνήψε με το εναγόμενο νπδδ Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών σύμβαση έργου προκειμένου να απασχοληθεί για τις ανάγκες της υπηρεσίας του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας, (ΕΛΚΕ) του εναγομένου Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, με την ειδικότητα του βοηθού λογιστή. Ότι μετά τη λήξη της πρώτης σύμβασης συνήψε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και στη συνέχεια τις ειδικότερα σ' αυτή αναφερόμενες διαδοχικές συμβάσεις έργου μέχρι την 28-2-2015. Ότι με βάση τις ανωτέρω συμβάσεις η ενάγουσα απασχολήθηκε στην Υπηρεσία ΕΛΚΕ του εναγομένου μέχρι την 28-2-2015, κατά τη διάρκεια λειτουργίας των οποίων παρείχε εξαρτημένη εργασία λογιστή για την υποστήριξη ερευνητικών προγραμμάτων. Ότι των ανωτέρω συμβάσεων υποκρυπτόταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και ότι μετά τη λήξη της διάρκειας της τελευταίας το εναγόμενο αρνήθηκε τις προσφερόμενες υπηρεσίες της. Ζήτησε ως εκ τούτου να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 7.079,33 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης - κυρίως μεν με τις διατάξεις περί σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, επικουρικώς δε με τις διατάξεις περί απλής σχέσης εργασίας -, καθώς και το ποσό των 5.079,35 ευρώ ως δώρα εορτών και επιδόματα αδείας ετών 2013-2015 - με τις διατάξεις περί απλής σχέσης εργασίας -, συνολικά δε το ποσό των 12.158,68 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 6/2016 απόφαση απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη δεχόμενο ότι οι επικαλούμενες συμβάσεις, με τις οποίες το εναγόμενο αποσκοπούσε στην πραγμάτωση των εκάστοτε ερευνητικών έργων του καταρτίστηκαν εγκύρως ως συμβάσεις μίσθωσης έργου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2919/2001. Επί ασκηθείσας έφεσης κατ' αυτής εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία κατά παραδοχή της έφεσης της ενάγουσας το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εξαφάνισε την εκεί εκκαλουμένη, δίκασε εκ νέου την αγωγή και δέχθηκε αυτή στο σύνολό της. 4. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα: Ότι την 2-4-2007 η ενάγουσα ήδη αναιρεσίβλητη συνήψε με το εναγόμενο ήδη αναιρεσείον νπδδ σύμβαση έργου με την ειδικότητα της γραμματέα προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες της στην υπηρεσία του "Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας" του αναιρεσείοντος έναντι αμοιβής και με διάρκεια μέχρι 30-9-2008. Ότι στη συνέχεια, συνήψε τις ακόλουθες συμβάσεις ως ακολούθως Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ως βοηθός λογιστή από 1-6-2009 έως 31-5-2010, συμβάσεις έργου ως σύμβουλος διαχείρισης από 1-6-2010 μέχρι 31-5-2011, από 1-6-2011 μέχρι 30-11-2011, από 1-3-2012 μέχρι 31-5-2012, από 1-6-2013 μέχρι 30-11-2013. από 1-12-2013 μέχρι 30-11-2014 και από 1-12-2014 μέχρι 28-2-2015, οπότε το εναγόμενο έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας και δεν συνήψε μαζί της νέα σύμβαση. Ότι η ενάγουσα εργαζόταν κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ως βοηθός λογιστή στο Τμήμα Λογιστηρίου του ΕΛΚΕ του εναγομένου με ωράριο 8.00' π.μ. - 4.00' μ.μ. από Δευτέρα έως Παρασκευή και τελούσε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της υπό τις οδηγίες της προϊσταμένης της- προστηθείσας του εναγομένου (κας Κ.), ότι οι διαδοχικές συμβάσεις έργου δυνάμει των οποίων παρείχε η ενάγουσα στο εναγόμενο την εργασία της υπέκρυπταν άκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ότι η μη ανανέωση της σύμβασης της ενάγουσας και η παύση αποδοχής των προσηκόντως προσφερομένων υπηρεσιών αυτής από το εναγόμενο την 28-2-2015 ισοδυναμεί με καταγγελία άκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και ότι η ενάγουσα δικαιούται αποζημίωση απόλυσης και οφειλόμενα δώρα εορτών και επιδόματα αδείας ετών 2013-2015. Με βάση τα περιστατικά αυτά το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε ότι η ενάγουσα δικαιούται ποσό 7.079,33 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως και για οφειλόμενα δώρα εορτών και επιδόματος αδείας ποσό 5.079,35 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. 5. Με τις ανωτέρω παραδοχές και κρίσεις, ήτοι ότι η αναιρεσίβλητη παρείχε κατά το ένδικο χρονικό διάστημα εργασία στο εναγόμενο και ότι οι ως άνω διαδοχικές συμβάσεις έργου και εργασίας υπέκρυπταν άκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, το ως εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω υπό στ. 1 διατάξεων, με το να δεχθεί ότι οι ένδικες συμβάσεις υπέκρυπταν μια άκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές, οι συμβάσεις αυτές καταρτίστηκαν με το εναγόμενο για την κάλυψη αναγκών των υπηρεσιών της Γραμματείας του ΕΛΚΕ του αναιρεσείοντος στη Γραμματεία του οποίου η ενάγουσα απασχολήθηκε δυνάμει αυτών, ήτοι καταρτίστηκαν εγκύρως ως ορισμένου χρόνου συμβάσεις με βάση την διάταξη του άρθρου 4 του ν.2919/2001 για την κάλυψη των αναγκών του ΕΛΚΕ που κατ' εξαίρεση ρυθμίζει πρόσληψη για την κάλυψη τέτοιων αναγκών για την εξασφάλιση ευελιξίας και ταχύτητας για την υλοποίηση των ερευνητικών έργων ...

 

Συνεπώς, έσφαλε το δικαστήριο της ουσίας δεχόμενο ότι αυτές ήταν άκυρες και υπέκρυπταν μια ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και κατέληξε να επιδικάσει αποζημίωση απόλυσης κατά τις διατάξεις του ν.2112/1920, καθόσον οι ανωτέρω συμβάσεις ήταν έγκυρες και ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και έληξαν με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου διάρκείας τους χωρίς καταγγελία και υποχρέωση αποζημίωσης, αφού η διαδοχική ανανέωσή τους και ο συνολικός χρόνος διάρκείας τους επιβλήθηκαν από αντικειμενικό λόγο, την κάλυψη αναγκών ερευνητικών έργων. Επομένως, οι λόγοι της αιτήσεως πρώτος και δεύτερος κατ' ορθή υπαγωγή, από τον αρ.1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ κατά το μέρος που πλήττεται το κεφάλαιο της αποζημίωσης απόλυσης είναι βάσιμος. Περαιτέρω, όμως, ενόψει του ότι το αίτημα επιδίκασης δώρων εορτών και επιδομάτων βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 του ν. 1082/1980, 1 παρ.2 της 19040/1981 ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του α.ν. 539/1945, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, του άρθρου μόνου του ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το αίτημα αυτό, θεμελιώνεται επαρκώς στην ανέλεγκτη παραδοχή της προσβαλλομένης ότι η αναιρεσίβλητη παρείχε κατά το ένδικο χρονικό διάστημα εξαρτημένη εργασία στο αναιρεσείον, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Επομένως, οι ίδιοι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως από τον αρ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι.

 

6. Υπό τα διαλαμβανόμενα, η αίτηση αναιρέσεως κατά το μέρος που αφορά επιδίκαση αποζημίωσης απολύσεως είναι βάσιμη και κατά τούτο πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να εκδικαστεί, κατά το μέρος τούτο από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 εδάφ. α' ΚΠολΔ, αφού δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, δεδομένου ότι, λόγω της ενέργειας της παρούσας απόφασης, που είναι δεσμευτική για το Εφετείο (άρθρ. 580 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα), δεν υπάρχει δικονομικό έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά υπολείπεται μόνο η κατά το περιεχόμενο διατύπωση του διατακτικού της απόφασης με βάση την έκταση της αναίρεσης (ΑΠ 353/2015, ΑΠ 1162/2013). Και, τελικά, έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή κατά το μέρος της αποζημίωσης απολύσεως ποσού 7.079,93 ευρώ όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και να απορριφθούν οι συναφείς κατά το μέρος αυτό λόγοι έφεσης. Τα δικαστικά έξοδα, της όλης δίκης, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας καθενός αυτών και μέρος αυτών πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. (ΚΠολΔ 183, 179).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δέχεται την από 11-4-2018 αίτηση αναιρέσεως της 2.143/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το κεφάλαιο αποζημίωσης απολύσεως.

 

Αναιρεί κατά το άνω μέρος την 2143/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Απορρίπτει την από 1/12/2016 έφεση της ενάγουσας κατά της 6/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά το κεφάλαιο αυτό (αποζημίωσης απόλυσης ποσού 7.079,93 ευρώ).

 

Καταδικάζει το αναιρεσείον σε μέρος των δικαστικών εξόδων της όλης δίκης τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 28η Ιουνίου 2019. -Και

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 12η Μαΐου 2020.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ