ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 497/2020

 

Αναβολή συζήτησης μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα άλλη δίκη - Εφαρμογή διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού - Ακύρως απασχοληθείς στο Δημόσιο - Απασχοληθέντες στο πλαίσιο stage - ΟΑΕΔ -.

 

Διαταγή αναβολής της συζήτησης εωσότου επιλυθεί σοβαρό νομικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί από το οικείο αναιρετικό τμήμα, έχει παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί.. Το ζήτημα σχετικά με την εφαρμογή ή μη των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και της βάσης υπολογισμού της σχετικής ωφέλειας του φορέα απασχόλησης από την εργασία του ακύρως απασχοληθέντος στο Δημόσιο (ή σε δημόσιο φορέα), υπό τις αυτές συνθήκες εργασίας με το μόνιμο προσωπικό, οσάκις ο φορέας απασχόλησης δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμης πρόσληψης εργαζομένου στη θέση όπου απασχόλησε το συμβασιούχο, ο οποίος απασχολήθηκε εκεί δυνάμει σχετικού συμφωνητικού συνεργασίας, καταρτισθέντος μεταξύ του απασχοληθέντος και του ΟΑΕΔ στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος (stage), παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, όπου και εκκρεμεί.

 

 

 

 

Αριθμός 497/2020

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

Β1 Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, Σοφία Τζουμερκιώτη και Γεώργιο Δημάκη, αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 1η Οκτωβρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέα Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξούσιας Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ιωάννας Λεμπέση, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ό. Η. του Β., κατοίκου ... και 2) Δ. Σ. του Β., κατοίκου ... οι οποίοι παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξούσιας δικηγόρου Γεωργίας Βαβλέκα, η οποία κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-10-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με αριθμό ./15-10-2010. Εκδόθηκαν η 591/2014 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν άσκησης αντιθέτων εφέσεων κατ' αυτής, η 2781/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 22-11-2018 και με αριθμό κατάθεσης ./22-11-2018 αίτησή του.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

Εισηγήτρια ορίσθηκε η αρεοπαγίτης, Σοφία Τζουμερκιώτη.

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

1.Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ.8 του Συντάγματος, που άρχισαν να ισχύουν από 17-4-2001 και προσέδωσαν συνταγματικό κύρος σε προηγηθείσες ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη (άρθρο 21 του ν. 2190/1994), το προσωπικό που προσλαμβάνεται από το Δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένης χρονικής διάρκειας (και κατά μείζονα λόγο με σύμβαση έργου), δεν είναι δυνατόν στη συνέχεια, χωρίς να υποβληθεί σε κάποια άλλη, νόμιμη διαδικασία, ούτε να εξακολουθήσει να υπηρετεί σε οργανική θέση δημοσίου δικαίου (να "μονιμοποιηθεί"), ούτε να αποκτήσει σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (κατά "μετατροπή" της αρχικής σύμβασης ορισμένου χρόνου). Αυτά ισχύουν ακόμη και αν το προσωπικό αυτό μόνο κατ' επίφαση είχε προσληφθεί για την κάλυψη απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών (για την οποία και μόνο επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου), ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας του φορέα, από τον οποίο είχε προσληφθεί. Εξάλλου, με το π.δ. 164/2004, που αφορά τους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, εξειδικεύθηκαν οι συνθήκες, υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, προς επίτευξη του στόχου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Με το άρθρο 5 του εν λόγω διατάγματος απαγορεύθηκε κατ' αρχήν η κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η οποία επιτρέπεται κατ' εξαίρεση στις αναφερόμενες εκεί περιπτώσεις και υπό τις στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις. Με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 παρ.1 του ως άνω π.δ. 164/2004, που θεωρήθηκαν "συνταγματικώς ανεκτές", λόγω της χρονικά περιορισμένης ισχύος τους, προβλέφθηκε μοναδική εξαίρεση από την προαναφερόμενη απόλυτη απαγόρευση για περιπτώσεις απασχολουμένων στο Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 και ήταν ενεργείς κατά την έναρξη ισχύος του (19-7-2004), με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις διατάξεις αυτές, μεταξύ των οποίων και η πραγματική εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών. Παρά ταύτα, στο άρθρο 2 παρ.2 του π.δ. 164/2004 ορίσθηκε ρητώς ότι το εν λόγω διάταγμα δεν εφαρμόζεται α) στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και τη σύμβαση ή σχέση μαθητείας, β) στις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον ΟΑΕΔ και γ) στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης των άρθρων 20 έως 26 του ν. 2956/2001 (τα τελευταία καταργήθηκαν με το άρθρο 133 παρ.2 του ν. 4052/2012). Την ίδια εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της προβλέπει για τα προγράμματα αυτά και η 1999/70/ΕΚ Οδηγία στην παρ.2 της ρήτρας 2 του Παραρτήματος αυτής. Ειδικότερα, με το άρθρο 20 παρ.4 του ν. 2738/1999 είχε εισαχθεί συγκεκριμένη ρύθμιση και δη είχε προστεθεί ως περίπτωση κα' στο άρθρο 14 παρ.2 του ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού [η εν λόγω εξαίρεση καταργήθηκε μετά την αντικατάσταση των παρ.1 και 2 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 με το άρθρο 1 του ν. 3812/2009 (ΦΕΚ Α' 234/28-12-2009), ήτοι σε μεταγενέστερο χρόνο που δεν καταλαμβάνει την ένδικη περίπτωση], η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού, σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, η οποία έχει συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας. Ειδικότερα, ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά (ΑΠ 918/2017, ΑΠ 780/2017). Πράγμα που σημαίνει ότι οι συμβάσεις μαθητείας, υπό το καθεστώς των οποίων οι παρεχόμενες υπηρεσίες αποσκοπούν, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.15 του ν. 2639/1998, στην απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και εξειδίκευσης, ακόμη και αν κατά την εκτέλεσή τους παρέχεται εξαρτημένη εργασία, που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, στον οποίο τοποθετήθηκαν οι μαθητευόμενοι, δεν μπορούν ούτε κατ' εξαίρεση να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με την εξαίρεση και με τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του ν. 3320/2005, που εκδόθηκε προς συμπλήρωση των μεταβατικού περιεχομένου διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, οι εργαζόμενοι που πληρούν τις προϋποθέσεις αυτών, κατατάσσονται είτε σε υφιστάμενες κενές είτε σε προς τούτο συνιστώμενες νέες οργανικές θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς εκείνη, με την οποία είχαν προσληφθεί. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ.4 του ν. 3320/2005, ορίσθηκε ότι "οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της θέσης τους από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξής τους". Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι για την παροχή εργασίας πριν από την κατάταξη, οι εργαζόμενοι αυτοί, ακόμη και αν στην πραγματικότητα προσέφεραν εξαρτημένη εργασία για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών (διότι, όπως αναφέρθηκε, αυτό συνιστά προϋπόθεση της κατάταξης), οφείλουν να περιορισθούν στις αποδοχές της σύμβασης, με την οποία προσλήφθηκαν (ΟλΑΠ 16/2017). Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισονομίας και της ίσης αμοιβής για την παροχή της ίδιας εργασίας (άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.1 εδ. β' του Συντάγματος), διότι η εφαρμογή των αρχών αυτών προϋποθέτει εργαζομένους της ίδιας κατηγορίας. Στις περιπτώσεις, όμως, που ρυθμίζονται από τις ως άνω διατάξεις, πρόκειται για εργαζομένους που είχαν προσληφθεί με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας για την πρόσληψη προσωπικού, είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (άρθρο 103 παρ.7 του Συντάγματος) και με γνώση του περιστατικού ότι, αντίθετα προς τα διαλαμβανόμενα στις ατομικές συμβάσεις, δεν επρόκειτο να καλύψουν πρόσκαιρες ή επείγουσες, αλλά πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα που τους προσέλαβε. Ως εκ τούτου, οι εργαζόμενοι αυτοί συνιστούν διακριτή κατηγορία από το λοιπό προσωπικό, είτε μόνιμο είτε με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, γεγονός που συνιστά αντικειμενική περίσταση (άρθρο 4 παρ.1 του π.δ. 164/2004) και δικαιολογεί τη διαφορετική μισθολογική μεταχείριση. Έτσι, καθ' όλο το χρονικό διάστημα που οι εργαζόμενοι αυτοί απασχολήθηκαν βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας, δεν δικαιούνται τις διαφορές των νομίμων αποδοχών του χρονικού αυτού διαστήματος ούτε με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθρα 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος), ούτε, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ), καθόσον ο φορέας απασχόλησης δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμης πρόσληψης εργαζομένου στη θέση, στην οποία απασχόλησε ακύρως κάποιο συμβασιούχο (ΑΠ 1052/2018, ΑΠ 110/2017). Κατά μείζονα λόγο αυτό ισχύει στις περιπτώσεις των συμβάσεων επαγγελματικής κατάρτισης ή μαθητείας. Ένα μέλος του δικαστηρίου και δη η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Κοκοτίνη, έχει τη γνώμη ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι, που απασχολήθηκαν βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας, δικαιούνται τις διαφορές των νομίμων αποδοχών κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Τούτο διότι, εάν η απασχόληση από τον οικείο δημόσιο φορέα του προσλαμβανόμενου βάσει των διατάξεων του άρθρου 20 παρ.1 και 15 του ν. 2639/1998, σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος του ΟΑΕΔ προς κατάρτιση ή απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων, δεν αποβλέπει κατά κύριο λόγο στην απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και εξειδίκευσης, αλλά στην εκτέλεση παραγωγικού έργου, υφίσταται άκυρη σύμβαση εργασίας και, συνεπώς, ο φορέας απασχόλησης, ως καθιστάμενος εντεύθεν αδικαιολογήτως πλουσιότερος, υποχρεούται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 και 908 ΑΚ, στην απόδοση της ωφέλειας, την οποία απεκόμισε από την εργασία του μισθωτού, συνιστάμενη στην αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλε σε άλλον εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας, με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη παροχές προσιδιάζουσες αποκλειστικώς στην προσωπική κατάσταση του μισθωτού (ΑΠ 780/2017, ΑΠ 775/2017, ΑΠ 217/2017, ΑΠ 126/2015). Ανεξαρτήτως των ανωτέρω (δηλαδή εάν οι ως άνω εργαζόμενοι δικαιούνται ή όχι τις διαφορές των νομίμων αποδοχών με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού), μετά την τυχόν παραδοχή ότι υπήρξε παροχή εξαρτημένης εργασίας, έστω και ακύρως, οι εργαζόμενοι αυτοί δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου τις αποδοχές για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και για επίδομα άδειας (άρθρα 1 παρ.1 του ν. 1082/1980, 1 παρ.2 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ.1 και 2 του α.ν. 539/1945 και 3 παρ.16 του ν. 4504/1966), διότι τις παροχές αυτές δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί, που απασχολούνται σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά ακόμη και όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 25/2018, ΑΠ 1805/2017).

 

2. Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου (όταν προσδίδεται σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή) είτε ως κακή εφαρμογή (όταν γίνεται εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης), με αποτέλεσμα την κατάληξη σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, ενώ ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώθηκε σαφώς, δεν συνιστούν ανεπάρκεια αιτιολογιών (ΟλΑΠ 15/2006).

 

3. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 2781/2016 απόφασή του, μετά από εκτίμηση των εκεί αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη ως προς τις συνθήκες πρόσληψης και απασχόλησης των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων: Ότι με την 30484/4-7-2006 (ΦΕΚ Β' 881/11-7-2006) κοινή υπουργική απόφαση, καταρτίσθηκε πρόγραμμα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας 9.000, κατ' αρχήν, ανέργων σε υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου, του ευρύτερου δημόσιου τομέα και των ΟΤΑ, διάρκειας 18 μηνών, με τον ΟΑΕΔ ως υπεύθυνο φορέα. Ότι, στη συνέχεια, δυνάμει της 57808/899/30-10-2008 (ΦΕΚ Β' 2288/11-11-2008) κοινής υπουργικής απόφασης, καταρτίσθηκε εκ νέου πρόγραμμα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας 4.000 ανέργων, ίσης διάρκειας, με τους ίδιους δικαιούχους φορείς υλοποίησης και τον ίδιο υπεύθυνο φορέα. Ότι στο πλαίσιο των ως άνω προγραμμάτων, υπογράφηκαν μεταξύ του ΟΑΕΔ, του εναγομένου και των εναγόντων συμφωνητικά συνεργασίας για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας (stage) στις υπηρεσίες του Δημοσίου και ειδικότερα: 1) Η πρώτη ενάγουσα συνήψε το από 10-5-2007 συμφωνητικό συνεργασίας με τον ΟΑΕΔ και το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, διάρκειας 18 μηνών, από 23-5-2007 έως 23-11-2008, για να απασχοληθεί ως υπάλληλος στο γραφείο του Γενικού Γραμματέα του ως άνω Υπουργείου, με αμοιβή 25 ευρώ ημερησίως μικτά, για 22 ημέρες μηνιαίως και ακολούθως, την 9-12-2008, συνήψε νέο συμφωνητικό συνεργασίας, με τους ίδιους όρους, διάρκειας 18 μηνών, από 10-12-2009 (το σωστό 10-12-2008) έως 9-6-2010, η οποία απασχολήθηκε και στην υπηρεσία της διεύθυνσης έγκρισης και ελέγχου ιδιωτικών επενδύσεων. 2) Ο δεύτερος ενάγων συνήψε το από 10-5-2007 συμφωνητικό συνεργασίας με τον ΟΑΕΔ και το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, διάρκειας 18 μηνών, από 23-5-2007 έως 23-11-2008, για τη θέση πρακτικής άσκησης, ειδικότητας ΠΕ-ΤΕ διοικητικού, ως υπάλληλος γραφείου στη Διεύθυνση Οικονομικών (τμήμα προμηθειών) του άνω φορέα απασχόλησης, αμειβόμενος με το ποσό των 30 ευρώ ημερησίως μικτά, για 22 ημέρες μηνιαίως. Ότι, την 9-12-2008, συνήψε νέο συμφωνητικό συνεργασίας με τους ίδιους όρους, διάρκειας 18 μηνών, από 10-12-2008 έως 9-6-2010. Ότι οι ενάγοντες δεν ελάμβαναν επιδόματα εορτών και άδειας και απασχολούνταν καθημερινά όλες τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, με ωράριο από 8:00 έως 15:00. Ότι τελούσαν υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των προϊσταμένων τους και εκτελούσαν τα ανατιθέμενα σε αυτούς καθήκοντα με τους ίδιους όρους, όπως οι μόνιμοι διοικητικοί υπάλληλοι στις αντίστοιχες υπηρεσίες. Ότι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των παραπάνω υπηρεσιών, με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία τους, λόγω της έλλειψης επαρκούς αριθμού μονίμων υπαλλήλων. Ότι οι ενάγοντες τελούσαν με το εναγόμενο σε απλή σχέση εργασίας, αφού δεν μπορούσε να υπάρχει έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ίδιοι, αλλά ούτε και σχέση μαθητείας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο. Ότι, επίσης, απορριπτέα είναι και η βάση της αγωγής που επιχειρείται να θεμελιωθεί στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, αφού αυτή προϋποθέτει έγκυρη σύμβαση εργασίας. Ότι, επομένως, το εναγόμενο όφειλε να αμείβει τους ενάγοντες με τα ποσά που θα δαπανούσε ως μισθούς για εργαζομένους με έγκυρη σύμβαση εργασίας και κάτω από τους ίδιους όρους, ωφεληθέν αδικαιολόγητα τη διαφορά μεταξύ των δικαιουμένων ποσών και των ποσών που πράγματι κατέβαλε στους ενάγοντες και ότι πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Ότι οι αξιώσεις των εναγόντων, που γεννήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 23-5-2007 έως 3-11-2008, έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή των άρθρων 90 παρ.3, 91 και 94 του ν. 2362/1995, διατάξεις που δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας, ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στο εναγόμενο την 3-11-2010 (όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών επί του αντιγράφου της αγωγής, που επιδόθηκε στο εναγόμενο). Περαιτέρω, το Εφετείο, αφού εξέτασε την αγωγή κατά την επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που δεν ερευνήθηκε πρωτοδίκως, δέχθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα δικαιούται, κατά το χρονικό διάστημα από 3-11-2008 έως 9-6-2010, το συνολικό ποσό των 2.887,43 ευρώ, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και επιδόματα εορτών και άδειας, ο δε δεύτερος ενάγων δικαιούται, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα από 3-11-2008 έως 9-6-2010, το συνολικό ποσό των 12.293,09 ευρώ, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και επιδόματα εορτών και άδειας και ότι πρέπει να του επιδικασθεί το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των 1.893,39 ευρώ, διότι αυτός δεν προσέβαλε το συγκεκριμένο κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης, ποσά κατά τα οποία ωφελήθηκε αδικαιολόγητα το εναγόμενο και που θα δαπανούσε, αν απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας άλλους εργαζομένους, κάτω από τους ίδιους όρους εργασίας. Ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που επιδίκασε στους ενάγοντες, βάσει της αρχής της ισότητας, τα ποσά των 3.453,23 ευρώ και 1.893,39 ευρώ, αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την ερμηνεία του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, αφού απέρριψε κατ' ουσία την έφεση των εναγόντων και δέχθηκε την έφεση του εναγομένου ως ουσιαστικά βάσιμη, εξαφάνισε την εκεί εκκαλουμένη 591/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δικάζοντας εκ νέου την αγωγή, τη δέχθηκε εν μέρει ως προς την επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2.887,43 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 1.893,39 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

 

4. Με την κρίση ότι, αν και οι ενάγοντες είχαν προσληφθεί, τυπικά, στο πλαίσιο προγράμματος που προέβλεπε την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, ουσιαστικά προσλήφθηκαν για να προσφέρουν και, πράγματι, προσέφεραν εξαρτημένη εργασία, εξυπηρετώντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες των υπηρεσιών του εναγομένου και ότι τελούσαν με το τελευταίο σε απλή σχέση εργασίας, αφού δεν μπορούσε να υπάρχει έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 και 15 του ν. 2639/1998, 20 παρ.4 του ν. 2738/1999 και των αναφερομένων ανωτέρω κοινών υπουργικών αποφάσεων, διέλαβε δε στην απόφασή του, ως προς το ζήτημα αυτό, επαρκή αιτιολογία, που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης, με τον οποίο το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και αρ.19 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, δεχόμενο την ύπαρξη απλής σχέσης εργασίας μεταξύ αυτού και των εναγόντων και όχι γνήσια σύμβαση μαθητείας, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, είναι αβάσιμος. Όσον αφορά το δεύτερο λόγο της αίτησης, κατά το πρώτο μέρος του, από το άρθρο 559 αρ.9 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο, δεχόμενο ότι η αγωγή περιείχε επικουρική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, μολονότι δεν περιελάμβανε τέτοια βάση, επιδίκασε πλέον των αιτηθέντων, είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε αναληθή προϋπόθεση, καθόσον, από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής, προκύπτει ότι αυτή περιέχει επικουρική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

 

5. Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α' ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μίας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μίας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή της δεν είναι εκ προοιμίου ασυμβίβαστη με την αναιρετική δίκη, διότι, παρά τη μη ειδική αναφορά της στο άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ, όπου γίνεται ενδεικτική μνεία μίας σειράς από διατάξεις του γενικού μέρους του ΚΠολΔ, που μπορούν να έχουν εφαρμογή και στην αναιρετική διαδικασία, δεν αποκλείεται, σε συγκεκριμένη περίπτωση, η διακριτική ευχέρεια, που παρέχεται από το άρθρο 249 ΚΠολΔ, να εξασφαλίζει την προσφορότερη λύση για την εξυπηρέτηση του ως άνω σκοπού. Αυτό συμβαίνει, προεχόντως, όταν κάποιο σοβαρό, νομικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί από το οικείο αναιρετικό τμήμα, έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί (ΑΠ 602/2015, ΑΠ 355/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον, με τους δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του και τρίτο λόγους της αίτησης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κρίνοντας νόμιμη της αγωγή ως προς την επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και επιδικάζοντας στους ενάγοντες διαφορές αποδοχών, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, διότι το Δημόσιο δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμης πρόσληψης εργαζομένου στη θέση που απασχόλησε ακύρως τους ενάγοντες. Όμως, με την 186/2019 απόφαση του Β2 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου και ενόψει του ότι το παρόν Β1 τμήμα, με σειρά αποφάσεών του, διατύπωσε αντίθετη άποψη περί μη νομιμότητας της αγωγής και ως προς την επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (μνημονεύονται σε αυτή οι ΑΠ 1052/2018, ΑΠ 1049/2018, ΑΠ 25/2018, ΑΠ 1805/2017, ΑΠ 109/2017), το ζήτημα σχετικά με την εφαρμογή ή μη των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και της βάσης υπολογισμού της σχετικής ωφέλειας του φορέα απασχόλησης από την εργασία του ακύρως απασχοληθέντος στο Δημόσιο (ή σε δημόσιο φορέα), υπό τις αυτές συνθήκες εργασίας με το μόνιμο προσωπικό, οσάκις ο φορέας απασχόλησης δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμης πρόσληψης εργαζομένου στη θέση όπου απασχόλησε το συμβασιούχο, ο οποίος απασχολήθηκε εκεί δυνάμει σχετικού συμφωνητικού συνεργασίας, καταρτισθέντος μεταξύ του απασχοληθέντος και του ΟΑΕΔ στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος (stage), παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, όπου και εκκρεμεί. Επομένως, στην προκειμένη διαφορά, της οποίας αντικείμενο αποτελεί η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, συντρέχει, ευλόγως, περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ.

 

6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να απορριφθούν οι ως άνω κριθέντες ως αβάσιμοι πρώτος και δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγοι αναίρεσης και να αναβληθεί η συζήτηση των δευτέρου, κατά το δεύτερο μέρος του και τρίτου αναιρετικών λόγων από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί του ανωτέρω ζητήματος από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προς την οποία η τυχόν παραπομπή και της υπόθεσης αυτής θα επιβράδυνε ακόμη περισσότερο την εκδίκασή της. Τα δικαστικά έξοδα θα καθορισθούν με την τελική απόφαση επί των εκκρεμούντων αναιρετικών λόγων.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Απορρίπτει τους κριθέντες στο σκεπτικό ως απορριπτέους λόγους αναίρεσης της από 22-11-2018 και με αριθμό κατάθεσης ./22-11-2018 αίτησης για αναίρεση της 2781/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

 

Αναβάλλει τη συζήτηση επί των δευτέρου, κατά το δεύτερο μέρος του και τρίτου αναιρετικών λόγων της ανωτέρω αίτησης, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί της υπόθεσης, η οποία έχει παραπεμφθεί σε αυτή με την 186/2019 απόφαση του Β2 τμήματος του Αρείου Πάγου.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 28η Απριλίου 2020.

 

Και

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 12η Μαΐου 2020.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ