ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 1243/2019

 

Προσωπικό Τραπεζών - Υπαγωγή σε ενιαίο δημόσιο ασφαλιστικό φορέα - Δημόσιοι ασφαλιστικοί φορείς - Συνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Εργαζόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα. Η υποχρεωτική και αυτοδίκαιη υπαγωγή των νεοπροσλαμβανόμενων υπαλλήλων από 1-1-2005 και εντεύθεν και των συνταξιούχων στην επικουρική ασφάλιση του δημοσίου δικαίου ασφαλιστικού φορέα ΕΤΕΑΜ, ακόμη και πριν τη διάλυση του ιδιωτικής φύσεως φορέα ιδιωτικής ασφάλισης, που έγινε σε συμμόρφωση προς τη διάταξη του άρθρου 58 του ν. 3371/2005, είναι σύμφωνη με τον νόμο, διότι δεν απαιτείται προηγούμενη διάλυση του φορέα ιδιωτικής ασφάλισης, εφόσον η κρατική μέριμνα για την υπαγωγή της εν λόγω ασφάλισης, με ομοιόμορφο τρόπο, σε ένα ενιαίο, δημόσιο, ασφαλιστικό φορέα για όλους τους εργαζόμενους στα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, δεν βρίσκεται έξω από τους σκοπούς του άρθρου 22 παρ. 5 Συντ. Ούτε την αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου παραβιάζει, ούτε το δικαίωμα αυτών για ελεύθερη συμμετοχή στην οικονομική ζωή της Χώρας, διότι η επιβαλλόμενη υποχρέωση εξαντλείται στην εκ του νόμου ένταξη των ασφαλισμένων και συνταξιούχων στους νέους κρατικούς ασφαλιστικούς φορείς και δεν εκτείνεται στη διάλυση των παλαιών ταμείων, τα οποία δεν διαλύονται με νόμο ούτε αφαιρείται η περιουσία τους και ως εκ τούτου μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.

 

 

Αριθμός 1243/2019

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Κοκοτίνη - Εισηγήτρια, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα και Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου, Αρεοπαγίτες.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

 

Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση: 1)"Λ..." που εδρεύει στην και εκπροσωπείται νόμιμα, 2)Γ. Γ., κατοίκου ..., 3)Γ. Μ., κατοίκου ..., 4)Κ. Ζ., κατοίκου ..., 5)Ν. Π., κατοίκου ... και 6)Α. Τ. του Χ., κατοίκου .... Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δήμα, οι 2ος, 3ος και 4ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ο 5ος παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Δήμα, που κατέθεσε προτάσεις και ο 6ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., που δεν κατέθεσε προτάσεις.

 

Της αναιρεσίβλητης - καλούσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ανδριανή Παπαδοπούλου και Σπυρίδωνα Τσαντίνη, που κατέθεσαν προτάσεις. Των καλουμένων προσθέτως παρεμβαινουσών: 1)πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην . και εκπροσωπείται νόμιμα, 2)πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην και εκπροσωπείται νόμιμα, 3)πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην και εκπροσωπείται νόμιμα, και 4) πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην .και εκπροσωπείται νόμιμα. Για την 1η παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της και ήδη 5ος αναιρεσείων (Ν. Π.) και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο της τον Νικόλαο Δήμα, που δεν κατάθεσε προτάσεις, η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Δήμα, που δεν κατέθεσε προτάσεις και οι 3η και 4η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/7/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκε με την από 10/7/2008 αγωγή νομικού προσώπου που δεν είναι διάδικο στη δίκη αυτή και με προφορικά ασκηθείσες πρόσθετες παρεμβάσεις των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες καλούνται στη δίκη αυτή. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2329/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 4291/2014 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

 

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 27/3/2015 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 424/2017 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση.

 

Η υπόθεση επαναφέρεται με την από 21/2/2018 κλήση της αναιρεσίβλητης.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

 Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Κοκοτίνη ανέγνωσε την από 24/11/2015 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Νικολάου Πάσσου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

 

Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

1. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ʼρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, προχωρεί παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 21-2-2018 κλήση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία " ...Σ ΑΕ" νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 27-3-2015 αίτηση των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων "...", Γ. Γ., Γ. Μ., Κ. Ζ., Ν. Π. και Α. Τ. για αναίρεση της 4291/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 424/2017 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της εν λόγω αναίρεσης (συζητήθηκε στις 17-1-2017), για το λόγο ότι δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που είχαν και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας την ιδιότητα του προσθέτως υπέρ των αναιρεσειόντων παρεμβαίνοντος. Κατά την παρούσα δικάσιμο δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες Γ. Γ., Γ. Μ. και Κ. Ζ.. Ομως, από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την αναιρεσίβλητη υπ' αριθμ. 35Γ/7-3-2018, 61 Γ/7-3-2018 και 58Γ/7-3-2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ. Τ., προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της πιο πάνω κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους απολειπόμενους αναιρεσείοντες, με επιμέλεια της αναιρεσίβλητης, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής. Επομένως, εφόσον αυτοί δεν εμφανίσθηκαν κατά την ανωτέρω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία τους. Περαιτέρω, η αναιρεσίβλητη που, όπως προεκτέθηκε, επισπεύδει τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, προσκομίζει και επικαλείται τις υπ' αριθμ. 12Γ/8-3-2018 και .10Γ/8-3-2018, 06Γ/8-3-2018 και ..07Γ/8-3-2018, .18Γ/8-3-2018 και .16Γ/8-3-2018, 03Γ/8-3-2018 και 02Γ/8-3-2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χ. Μ., από τις οποίες προκύπτει ότι έγινε νομότυπη κλήτευση, με εμπρόθεσμη επίδοση ακριβούς αντιγράφου τόσο της από 27-3-2015 αίτησης αναίρεσης όσο και της από 21-2-2018 κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση της ως άνω αίτησης αναίρεσης κατά τη δικάσιμο της 9-10-2018 προς τους προς ους η κοινοποίηση προσθέτως παρεμβάντες "...", "...", "..." και "...".

 

2. Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα υπ' αριθμ. 4291/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία το Εφετείο αφενός μεν απέρριψε ως απαράδεκτη την από 4-11-2009 (με αριθμό κατάθεσης 10553/2009) έφεση και τους από 11-11-2012 πρόσθετους λόγους έφεσης του πρώτου ενάγοντος και ήδη πρώτου αναιρεσείοντος, όπως και των λοιπών εναγόντων και ήδη λοιπών αναιρεσειόντων (δεύτερου έως έκτου), κατά το μέρος που οι τελευταίο" ενήγαγαν με την ιδιότητα των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής του ένδικου Λογαριασμού, επικυρωθείσας κατά τούτο της εκκαλούμενης υπ' αριθμ. 2329/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αφετέρου δε έκανε δεκτή την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής των δεύτερου έως έκτου των εναγόντων και ήδη δεύτερου έως έκτου των αναιρεσειόντων κατά το μέρος που αυτοί ενήγαγαν με την ιδιότητα των υπαλλήλων της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης. Μετά δε την εξαφάνιση της ως άνω πρωτόδικης απόφασης κατά το μέρος αυτό και την εκ νέου έρευνα της από 9-7-2008 αγωγής, απέρριψε αυτή ως μη νόμιμη. Η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556 παρ. 1, 558, 564 παρ. 1 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερυνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

 

3. Με το άρθρο 62 ΚΠολΔ ορίζεται ότι "όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ικανότητα του διαδίκου ρυθμίζεται σε άμεση συσχέτιση με το ουσιαστικό δίκαιο και επομένως, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34, 35, 61, 72 και 748 ΑΚ, διάδικος μπορεί να είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία ή εταιρείες που δεν έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα, ή σύνολο περιουσίας, η οποία έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, εφόσον, όμως, έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, κατά τους όρους του νόμου. Ειδικότερα, όσον αφορά την τελευταία περίπτωση (σύνολο περιουσίας), κατά το άρθρο 361 ΑΚ, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων σε μία επιχείρηση ή υπηρεσία η συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο σκοπό, όπως η παροχή εφάπαξ βοηθημάτων. Τέτοιους ειδικούς λογαριασμούς δεν τους αποκλείει η ελληνική έννομη τάξη, αλλά αντίθετα τους προβλέπει ρητά στα πλαίσια ασφαλιστικών οργανισμών και για ασφαλιστικές παροχές (άρθρο 4 παρ. 7 του ν. 1022/1946). Οι λογαριασμοί αυτοί, κατά κανόνα, δεν έχουν νομική προσωπικότητα, για την απόκτηση της οποίας απαιτούνται οι νόμιμες, κατά περίπτωση, διατυπώσεις και δεν αποτελούν αστικές εταιρείες, ενώ δεν έχουν και ικανότητα να είναι διάδικοι, σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα και ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία. Για τις ενώσεις προσώπων το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 12 παρ. 1 ότι "Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια". Εξάλλου, κατά το άρθρο 107 εδ α' ΑΚ, "Ενωση προσώπων για την επιδίωξη σκοπού, όταν δεν αποτελεί σωματείο, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρεία". Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ενώσεις προσώπων που έχουν σωματειακή υφή, οι οποίες, ως εκ τούτου, διαφέρουν σημαντικά από τις διατάξεις για τις εταιρείες. Περαιτέρω, στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι "Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη", ενώ στο άρθρο 20 παρ. 1 αυτού ότι "Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Εξάλλου, με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, κατ' άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, " Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικαστεί δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί νόμιμα, το οποίο θα αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε για το βάσιμο κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως". Τα ίδια, κατά βάση, ορίζονται και στη διάταξη του άρθρου 10 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά το οποίο " Καθένας έχει δικαίωμα, με πλήρη ισότητα, να εκδικάζεται η υπόθεσή του ...". Το έννομο, όμως, συμφέρον και η νομιμοποίηση των διαδίκων αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας και, συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί συνδρομής ή μη αυτών των προϋποθέσεων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 25/2008, ΑΠ 269/2019, 3/2018). Κατά συνέπεια, αν λείπουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις από κάποιο διάδικο, η μη παροχή σ' αυτόν δικαστικής προστασίας δεν παραβιάζει τις προαναφερθείσες διατάξεις, αφού αυτός δεν είναι φορέας προστατευτέου δικαιώματος κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 6/2019, 7/2014, 3/2013).Περαιτέρω, κατά το άρθρο 516 παρ. 1 ΚΠολΔ δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοι τους....Νομιμοποιούμενα, επομένως, είναι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην ανωτέρω διάταξη και προκύπτουν από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δικάσθηκαν από αυτή (Ολ ΑΠ 11/1992).Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 578 ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό της ορθό, ο ʼρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης είναι εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο ʼρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση και αντικαθιστά το εσφαλμένο αιτιολογικό με το ορθό. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή το διατακτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου περιέχει απορριπτική της αναίρεσης διάταξη και στο σκεπτικό παράθεση του ορθού αιτιολογικού σε αντικατάσταση του εσφαλμένου (Ολ ΑΠ 6/2019, 30/1998). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, οι ήδη αναιρεσείοντες, με την από 9-7-2008 αγωγή τους κατά της τώρα αναιρεσίβλητης ... ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αριθμός καταθέσεως γενικός 141759 και δικογράφου 3662), ιστορούσαν τα ακόλουθα: Ότι ο πρώτος εξ αυτών (...) ιδρύθηκε το έτος 1949 και είναι αποτέλεσμα συλλογικής συμφωνίας μεταξύ της εναγομένης τράπεζας και του προσωπικού της, καθώς τον Κανονισμό που διέπει τη δράση και τη λειτουργία του αποτυπώνει το πόρισμα επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι της εναγομένης και του "...". Οτι με βάση το πόρισμα αυτό, που συναποδέχθηκαν η τράπεζα και το προσωπικό, ο κύριος σκοπός της σύστασής του ήταν η χορήγηση στο προσωπικό της επικουρικής σύνταξης και λοιπών συναφών παροχών, όπως προβλέπει ειδικότερα ο Κανονισμός του, ο οποίος εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο (τώρα Διοικητικό Συμβούλιο) της εναγομένης κατά τη συνεδρίασή του στις 18-11-1949. Ότι όλοι οι εργαζόμενοι της εναγομένης εντάσσονται σε αυτόν από την πρόσληψή τους και οι διατάξεις του Κανονισμού, οι σχετικές με την επικουρική ασφάλιση, έχουν καταστεί όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων, με αποτέλεσμα ο ενάγων Λογαριασμός να έχει απαίτηση απευθείας κατά της εναγομένης για την καταβολή των αναλογουσών παροχών. Ότι οι δεύτερος έως πέμπτος των εναγόντων είναι υπάλληλοι της εναγομένης και επικουρικά ασφαλισμένοι στον ως άνω Λογαριασμό, ενώ ο έκτος ενάγων είναι συνταξιούχος αυτής και επίσης δικαιούχος του Λογαριασμού, όλοι δε αυτοί είναι μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής του πρώτου ενάγοντος. Ότι, επικουρικά, οι παραπάνω όροι εργασίας, όπως εντάχθηκαν και στις ατομικές συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων της εναγομένης, αποτέλεσαν περιεχόμενο πρακτικής της εκμετάλλευσης, με αντικείμενο την ίδρυση του Λογαριασμού Επικούρησης, γιατί η εναγομένη υποχρεούται να παρακρατεί και καταβάλλει στον πρώτο ενάγοντα τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό του εισφορές για όλο το προσωπικό που απασχολεί, η πρακτική δε αυτή ακολουθήθηκε από την εναγομένη αδιάκοπα από το Νοέμβριο του έτους 1949 μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2007 με τη σαφή βούλησή της να δεσμευθεί συμβατικά, χωρίς εξαιρέσεις και αποκλεισμούς απέναντι σε όλους τους εργαζόμενους της εναγομένης, και αποτέλεσε τη βάση σιωπηρής συμφωνίας για την ένταξη των σχετικών όρων στις ατομικές εργασιακές σχέσεις όλων των εργαζομένων, πρακτική που αποδέχθηκε το προσωπικό και οδήγησε και στη διαμόρφωση αντίστοιχου γενικού όρου εργασίας και τη δημιουργία δικαιωμάτων αμέσως και ευθέως υπέρ του ενάγοντος Λογαριασμού. Ιστορείται περαιτέρω στην ένδικη αγωγή ότι η εναγομένη, επικαλούμενη τη διάταξη του άρθρου 58 του ν. 3371/2005 και χωρίς να έχει προηγηθεί νόμιμα η διάλυση του πρώτου ενάγοντος, μετέφερε το προσωπικό της από την ασφάλιση του Λογαριασμού στο ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ για τους μισθωτούς που προσέλαβε από 1-1-2005 και εντεύθεν και μάλιστα αναδρομικά από την πρόσληψή τους, κατά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων, των άρθρων 5 παρ. 1, 12, 22 παρ. 5, 23 παρ. 1, 25 παρ. 1 εδ. γ' του Συντάγματος, του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφόσον προσβάλλει το δικαίωμα επί της περιουσίας του πρώτου ενάγοντος, διότι στερεί από αυτόν του αναγκαίους για την εκπλήρωση του συμφωνημένου σκοπού του πόρους, των άρθρων 3 και 4 των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας 87 και 98, που έχουν επικυρωθεί με τους ν. 4204/1961 και 4505/1961 αντίστοιχα. Ότι λόγω του τρόπου ίδρυσης του Λογαριασμού και κυρίως της εν τοις πράγμασι λειτουργίας του, η εναγομένη υποχρεούται να διασφαλίζει τις παροχές επικούρησης των εργαζομένων σε αυτή που συνταξιοδοτούνται, με εγγυημένες εισφορές εκ μέρους της, που θα εγγυώνται τις παροχές επικούρησης. Με βάση τα παραπάνω και ύστερα από παραδεκτό περιορισμό των αιτημάτων τους από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά οι ενάγοντες ζήτησαν, με τις ως άνω ιδιότητές τους και επιπλέον οι δεύτερος έως πέμπτος με την ιδιότητά τους ως υπαλλήλων της εναγομένης και δικαιούχων λήψης της παροχής του Λογαριασμού και ο έκτος ως συνταξιούχος του Λογαριασμού, ατομικά για τον εαυτό του ο καθένας, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει α) να ασφαλίζει τους υπαλλήλους που προσλαμβάνει και μετά την 1-1-2005 στο Λογαριασμό Επικούρησης (1ο ενάγοντα) και να καταβάλει σ' αυτόν τις εισφορές που οφείλει για κάθε εργαζόμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού του και β) να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα τα εκεί αναλυτικά αναφερόμενα ποσά για τους υπαλλήλους που προσέλαβε από την 1-1-2005 και εξής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την υπ' αριθμ. 2329/2009 απόφασή του, απέρριψε την ως άνω αγωγή ως απαράδεκτη όσον μεν αφορά τον πρώτο ενάγοντα και ήδη πρώτο αναιρεσείοντα Λογαριασμό, με το σκεπτικό ότι αυτός δεν έχει νομική προσωπικότητα και ικανότητα να παρίσταται στο δικαστήριο ως διάδικος, ενώ όσον αφορά τους λοιπούς ενάγοντες και ήδη δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο των αναιρεσιβλήτων με το σκεπτικό ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη γιατί την ασκούν με την ιδιότητα των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής του πρώτου ενάγοντος και όχι ατομικά για τον εαυτό του ο καθένας και επικουρικά ότι αυτή ως προς αυτούς είναι αόριστη. Κατά της απόφασης αυτής οι ενάγοντες άσκησαν την από 4-11-2009 έφεση και τους από 11-11-2012 πρόσθετους λόγους έφεσης και το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ.4291/2014 απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, και τα εξής, που έχουν σχέση με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης: Ότι ο Λογαριασμός Επικούρησης Προσωπικού ... ιδρύθηκε το έτος 1949 κατά την με αριθμό 13/18-11-1949 συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης τράπεζας, οπότε εγκρίθηκε και ο Κανονισμός Λειτουργίας του.Ότι από τον Κανονισμό αυτό προκύπτει ότι συστάθηκε στην ... έντοκος κοινός λογαριασμός υπό τον τίτλο "...", ο Κανονισμός του οποίου εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο της τράπεζας και τέθηκε σε ισχύ από 1-10-1949, με σκοπό την επικούρηση από το Ταμείο Αλληλοβοήθειας των υπαλλήλων της ... και το Ταμείο Αλληλοβοήθειας Εισπρακτόρων και Κλητήρων ..., εξελθόντων και εξερχομένων από την υπηρεσία της τράπεζας, σύμφωνα με τα εδάφια ε' των άρθρων 2 των καταστατικών αμφοτέρων των ως άνω Ταμείων. Ότι ειδικότερα σκοπός συστάσεως του ως άνω Λογαριασμού είναι η παροχή μηνιαίας επικούρησης στο εξελθόν και εξερχόμενο προσωπικό της ..., το οποίο προέρχεται από αμφότερες τις συγχωνευθείσες το έτος 1953 τράπεζες, δηλαδή την ... και την ..., ανεξάρτητα από βαθμό και ιδιότητα, από το αν υπηρετούσε ή υπηρετεί σε αυτή δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ή υπό την ιδιότητα του Διοικητή, του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, του Διευθύνοντος Συμβούλου, του Υποδιοικητή, του Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και τους τακτικούς δικηγόρους και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου της τράπεζας, εφόσον είναι ή ήταν πριν από την έξοδό τους ασφαλισμένοι στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Τράπεζας (πρώην) .. ή αυτό της Τράπεζας (πρώην) .και συνταξιοδοτούνται από αυτά και στα συνταξιοδοτούμενα από τα ανωτέρω ταμεία μέλη των οικογενειών τους, σε περίπτωση θανάτου των ασφαλισμένων, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 6 αυτού. Ότι τον Ειδικό Λογαριασμό διαχειρίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού του, οκταμελής επιτροπή, απαρτιζόμενη από : α) τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης τράπεζας, ως Πρόεδρο, αναπληρούμενο από έναν Αντιπρόεδρο ή έναν Σύμβουλο του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, β) δύο υπαλλήλους αυτής, που υπηρετούν στην . και έχουν τουλάχιστον βαθμό Υποδιευθυντή Β', οι οποίοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τη Διοίκηση της ..., γ) τους Προέδρους των Διοικητικών Συμβουλίων του ΤΥΠ-. του Συλλόγου Υπαλλήλων ., του Συλλόγου Εργαζομένων στην Ταμιακών-Τεχνικών και Κλάδου Ασφαλείας (ΣΥΤΑΤΕ), δ) ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου των Συνταξιούχων , με τον αναπληρωτή του και ε) τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου των Συνταξιούχων , με τον αναπληρωτή του. Ότι η Διαχειριστική Επιτροπή διοικεί και διαχειρίζεται την περιουσία του Ειδικού Λογαριασμού και μεριμνά για την επωφελέστερη τοποθέτηση των διαθεσίμων κεφαλαίων, πόροι δε του Λογαριασμού είναι: α) η εισφορά των εν ενεργεία ή σε διαθεσιμότητα μισθωτών της εναγομένης, ανερχόμενη σε 3 1/2 % επί των πάσης φύσεως αποδοχών αυτών και τυχόν καταβαλλομένων ποσοστών επί των κερδών της τράπεζας, β) η εισφορά της ... σε ποσοστό 9% επί των ως άνω ποσών, στα οποία υπολογίζεται η εισφορά των μισθωτών, γ) η εφάπαξ εισφορά των ασφαλισμένων που συνάπτουν πρώτο γάμο κατά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού, ίση με το παρεχόμενο από την τράπεζα επίδομα γάμου τριών μηνών, δ) η εφάπαξ εισφορά για κάθε τέκνο, ίση με το παρεχόμενο από την τράπεζα επίδομα τέκνου τριών μηνών, ε) η εισφορά της ..., ίση με την καταβαλλόμενη από τους ασφαλισμένους ή συνταξιούχους λόγω γάμου και τέκνων, κατά τα προαναφερόμενα, στ) ποσό εκ των προμηθειών από ασφαλιστικές εργασίες που διενεργούνται μέσω υπηρεσιών της τράπεζας, ζ) οι τόκοι των κεφαλαίων του Ειδικού Λογαριασμού και οι πρόσοδοι από τις επενδύσεις αυτών, η) οι πρόσοδοι από την εκποίηση άχρηστου για την τράπεζα υλικού και θ) κάθε άλλη πρόσοδος από δωρεά. Περαιτέρω, στα πρακτικά της 13ης συνεδρίασης της 18ης Νοεμβρίου 1949 του Γενικού Συμβουλίου της εναγομένης τράπεζας, κατά την οποία εγκρίθηκε ο Κανονισμός του ως άνω Λογαριασμού (πρώτου ενάγοντος), αναφέρεται ότι ".... εκρίθη σκόπιμον, όπως αντί της συστάσεως νέου οργανισμού, προστεθεί ειδικός κλάδος εις τα προϋφιστάμενα και εκ της αιτίας αυτής απηλλαγμένα των περιορισμών Ταμεία Αλληλοβοήθειας του Προσωπικού και των Εισπρακτόρων και Κλητήρων της Τραπέζης. Προς τούτο δι' αποφάσεως του Συμβουλίου αυτών και της Τραπέζης δημιουργείται ειδικός λογαριασμός παρά τη Εθνική Τραπέζη υπό τον τίτλον "...". Ότι σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ο πρώτος ενάγων ιδρύθηκε κατόπιν απόφασης: α) του Συμβουλίου των Ταμείων Αλληλοβοήθειας των Υπαλλήλων της ... , β) του Συμβουλίου του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Εισπρακτόρων και Κλητήρων ... της Ελλάδος και γ) του Γενικού Συμβουλίου της ... κατά τη 15η συνεδρίαση αυτού στις 18-11-1949, κατά την οποία εγκρίθηκε ο Κανονισμός Λειτουργίας του, χωρίς άλλη πολιτειακή πράξη, και αποτελεί έντοκο κοινό ειδικό λογαριασμό, όπως χαρακτηρίζεται από τον Κανονισμό Λειτουργίας του, και έχει ως σκοπό την επικουρική ασφάλιση του προσωπικού της εναγομένης. Ότι στον Κανονισμό αυτού εξειδικεύονται ο σκοπός του, οι πόροι αυτού και εν γένει τα της διαχείρισης και λειτουργίας του, χωρίς αναφορά σε ενδεχόμενα μέλη του. Ότι, συνακόλουθα, ο ως άνω Λογαριασμός ουδέποτε έλαβε τη μορφή της ένωσης προσώπων για επιδίωξη κοινού σκοπού, αλλά πρόκειται για συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο σκοπό, δεν έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι διάδικος κατά τις διατάξεις των άρθρων 62 εδ. β' και 64 παρ. 3 του ΚΠολΔ και να ασκεί παραδεκτώς ένδικα μέσα, αφού δεν πρόκειται για ένωση προσώπων προς επιδίωξη σκοπού, χωρίς να είναι σωματείο, ούτε για εταιρεία που δεν έχει νομική προσωπικότητα, αλλά πρόκειται για συγκέντρωση περιουσίας για ειδικό σκοπό, ως προς την οποία δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αναλογικά οι παραπάνω δικονομικές διατάξεις. Μετά τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτη την κατά της πρωτόδικης απόφασης έφεση, όπως διευρύνθηκε με τους πρόσθετους λόγους έφεσης, κατά το μέρος που ασκήθηκε από τον πρώτο των εκκαλούντων, καθώς και από τους λοιπούς εκκαλούντες (δεύτερο έως έκτο), με την ιδιότητά τους ως μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής του ως άνω Λογαριασμού, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε απορρίψει την αγωγή για τον ίδιο λόγο, ενώ δέχθηκε τυπικά και κατ ουσία την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους κατά το μέρος που ασκήθηκε από τους δεύτερο έως έκτο των εκκαλούντων με την ιδιότητά τους ως υπαλλήλων της εναγομένης- εφεσίβλητης και ως δικαιούχων λήψης της παροχής του Λογαριασμού Επικούρησης. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, 12 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 107 εδ. α' ΑΚ, 68 ΚΠολΔ, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 10 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου λόγω των παραδοχών του Εφετείου ότι ο πρώτος ενάγων και ήδη πρώτος αναιρεσείων δεν έλαβε τη μορφή της ένωσης προσώπων για επιδίωξη σκοπού, αλλά πρόκειται για συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο σκοπό, δεν έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι διάδικος. Με όσα δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις που προεκτέθηκαν, εφόσον αυτές προϋποθέτουν πρόσωπο ικανό να είναι διάδικος, ιδιότητα που δεν πληρούται για τον πρώτο αναιρεσείοντα, που δεν αποτελεί ένωση προσώπων για επιδίωξη σκοπού και δεν έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα, ώστε να μπορεί να είναι διάδικος. Όμως, στην προκείμενη περίπτωση το απορριπτικό διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά όλους τους ενάγοντες και ειδικότερα τους δεύτερο έως έκτο κατά το μέρος που ενάγουν με την ιδιότητα των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής του πρώτου, είναι ορθό, αφού με τις ανωτέρω παραδοχές αυτής η έφεση των εναγόντων κατά το ίδιο μέρος έπρεπε να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ'ουσία και όχι ως απαράδεκτη, διότι αυτοί είχαν δικαίωμα προς άσκηση έφεσης εφόσον ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη. Επομένως, εφόσον το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ορθό, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η παραβίαση των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, επειδή δέχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων δεν έχει ικανότητα να είναι διάδικος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Πρέπει, όμως, να αντικατασταθεί το πιο πάνω εσφαλμένο αιτιολογικό στην προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η από 4-11- 2009 έφεση του Λογαριασμού και των εναγόντων μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής, όπως διευρύνθηκε με τους από 11-11-2012 πρόσθετους λόγους, ως αβάσιμη κατ' ουσία.

 

4. Στο άρθρο 22 παρ. 2 και 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι "Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία" και ότι "Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει". Με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνονται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ως μέσο για την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων εργασίας και αμοιβής των μισθωτών, υπό την έννοια ότι οι όροι αυτοί, εκτός από τους γενικούς, δεν επιτρέπεται να ρυθμιστούν δια νόμου με αποκλειστικό τρόπο (δηλαδή να αφαιρεθούν από την ύλη των συλλογικών συμβάσεων), εκτός αν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, συνδεόμενους με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας (Ολ ΑΠ 9/2012, 2/1996). Με τη δεύτερη διάταξη, από τους όρους εργασίας και αμοιβής των μισθωτών, διαχωρίζονται τα θέματα της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι η σύσταση ασφαλιστικού οργανισμού, η υπαγωγή στην ασφάλιση, ο καθορισμός πόρων, η είσπραξη ασφαλιστικών εισφορών, η καταβολή ασφαλιστικών παροχών κλπ και καθορίζεται ότι όλα αυτά εμπίπτουν στο αντικείμενο της κρατικής μέριμνας, που εκδηλώνεται με κανόνες αναγκαστικού δικαίου (Ολ ΑΠ 9/2012). Σε ακολουθία προς τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις, στο άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 1876/1990 ορίσθηκε ότι η συλλογική σύμβαση εργασίας μόνο σε περιορισμένη έκταση μπορεί να ρυθμίζει ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης εφ' όσον αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση με τη συνταγματική τάξη και την πολιτική των δημοσίων φορέων κοινωνικής ασφάλισης και, πάντως, εφόσον δεν πρόκειται για ζητήματα συνταξιοδοτικά. Ακολούθως, με το άρθρο 43 παρ. 3 του ν. 1902/1990 διευκρινίσθηκε ότι στην έννοια των συνταξιοδοτικών θεμάτων, που δεν μπορούν να αποτελέσουν περιεχόμενο συλλογικής σύμβασης εργασίας, περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η σύσταση ειδικών ταμείων ή λογαριασμών που χορηγούν περιοδικές παροχές ή εφ' άπαξ βοήθημα με επιβάρυνση του εργοδότη. Κατά το έτος 1949, όμως, που για την κρινόμενη υπόθεση θεωρείται κρίσιμος χρόνος, ως εκ της ημερομηνίας ίδρυσης του ως άνω Λογαριασμού (1ου ενάγοντος), ο τότε ισχύων α.ν. της 16/21-11-1935 προσδιόριζε μεν ως δυνατό περιεχόμενο συλλογικής σύμβασης εργασίας τον καθορισμό του πλαισίου εντός του οποίου οι συμβαλλόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να συνάπτουν και να εκτελούν τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, αλλά δεν απαγόρευε ρητά τη ρύθμιση θεμάτων κοινωνικής και, μάλιστα, επικουρικής ασφάλισης. Ως εκ τούτου, είχε γίνει δεκτό ότι στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων μπορούσε να συμφωνηθεί μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων σε μία επιχείρηση ή υπηρεσία η συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο ασφαλιστικό σκοπό (όπως η παροχή εφ' άπαξ βοηθημάτων, συντάξεων κλπ), διότι τέτοιους ειδικούς λογαριασμούς δεν τους απέκλειε η νομοθεσία, αλλά αντίθετα τους προέβλεπε ειδικά στο πλαίσιο ασφαλιστικών οργανισμών, για ασφαλιστικές παροχές (άρθρο 361 ΑΚ, 4 παρ. 7 του ν. 1022/1946, Ολ ΑΠ 9/2012, 25/2008). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2992/2002, ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση της ημεδαπής έννομης τάξης προς τον Κανονισμό 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 19-7-2002 " Για την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων" (E.E.E.L 243/1) και τον Κανονισμό 1725/2003 της Επιτροπής της 19-9-2003" Για την υιοθέτηση ορισμένων Διεθνών Λογιστικών Προτύπων σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (E.E.E.L 261/1) των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων του Οργανισμού Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις, όπως είναι και οι τράπεζες, υποχρεούνται από το έτος 2005 να εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και ιδίως το Λογιστικό Πρότυπο 19, το οποίο επιβάλλει την ακριβή λογιστική αποτύπωση όλων των παροχών του εργοδότη προς το προσωπικό του (ημερομίσθια, μισθούς, εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων, μελλοντικά προγράμματα παροχών μετά την απασχόληση), ακόμη και των μη ληξιπρόθεσμων. Με την εφαρμογή των ανωτέρω λογιστικών προτύπων τα πιστωτικά ιδρύματα που, με βάση ιδιωτικές συμφωνίες, καλύπτουν τα ελλείμματα των ταμείων επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού τους για την καταβολή συντάξεων, υποχρεώνονται να καταγράφουν στους ισολογισμούς τους τις υποχρεώσεις αυτές ως υποχρεώσεις προς οποιαδήποτε ιδιωτική ασφάλιση, τούτο δε έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζουν μεγαλύτερο παθητικό και χαμηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Το αποτέλεσμα αυτό δεν θα υπήρχε αν το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων ασφαλιζόταν και για τις επικουρικές παροχές σε κρατικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης, διότι τότε οι σχετικές υποχρεώσεις θα αντιμετωπίζονταν ως υποχρεώσεις του αρμόδιου κρατικού φορέα και, κατ’ επέκταση, του κοινωνικού συνόλου, αλλά όχι των πιστωτικών ιδρυμάτων, που θα περιορίζονταν στις εργοδοτικές εισφορές και θα απαλλάσσονταν από την κάλυψη των ελλειμμάτων. Προκειμένου να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι, τους οποίους τα πιστωτικά ιδρύματα θα αντιμετώπιζαν ως προς την περαιτέρω λειτουργία τους από την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και την εξ αυτής λογιστική μείωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας και, παράλληλα, προκειμένου να ενοποιηθεί η κρατική μέριμνα στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, με το ν. 3371/2005 "Θέματα Κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις" (ιδίως με τις διατάξεις του Η' Κεφαλαίου, άρθρα 57-64) ρυθμίστηκαν θέματα ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικότερα, με το άρθρο 57 του ν. 3371/2005 προβλέφθηκε η υπαγωγή του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ- ΕΤΑΜ) μέχρι 31-12- 2005, εφόσον μέχρι την ημερομηνία αυτή τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων του ν. 2076/1992 θα έχουν ενταχθεί στην ασφάλιση του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ). Η προθεσμία αυτή παρατάθηκε στη συνέχεια μέχρι τις 31-3-2006. Με το άρθρο 58 του ίδιου νόμου προβλέφθηκε η υποχρεωτική και αυτοδίκαιη υπαγωγή των προσλαμβανόμενων στα πιστωτικά ιδρύματα από 1-1-2005 στην επικουρική ασφάλιση του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ). Προβλέφθηκε, επίσης, η υπαγωγή στην υποχρεωτική ασφάλιση του αυτού Ταμείου των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των ταμείων επικουρικής ασφάλισης των ανωτέρω πιστωτικών ιδρυμάτων μετά τη διάλυσή τους, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις και τα καταστατικά των ταμείων. Ο χρόνος ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκε στα ταμεία λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στο ΕΤΕΑΜ (παρ. 3). Το άρθρο 59 του νόμου αυτού ρυθμίζει την οικονομική κάλυψη της επιβάρυνσης του ΕΤΕΑΜ μετά από ειδική οικονομική μελέτη. Με το άρθρο 60 του ν. 3371/2005 ιδρύεται το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΑΤ), το οποίο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων και έχει έδρα την Αθήνα. Κατά το άρθρο 61 του ίδιου νόμου σκοπός του ΕΤΑΜ είναι: α) η καταβολή της διαφοράς των ποσών της σύνταξης με βάση τις καταστατικές διατάξεις του ΕΤΕΑΜ και τις καταστατικές διατάξεις των ταμείων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για όσους έχουν ασφαλισθεί σε αυτά μέχρι 31- 12-1992, β) η καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν σε συστήματα προσυνταξιοδότησης, που χορηγούνται στους μέχρι 31-12-1992 ασφαλισμένους μέχρι τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κα το ΕΤΕΑΜ, γ) η καταβολή πρόσθετης συνταξιοδοτικής παροχής για τους ασφαλισμένους στα εν λόγω ταμεία για το χρονικό διάστημα από 1-1- 1993 μέχρι την υπαγωγή τους στο ΕΤΑΤ, για το οποίο έχουν καταβάλει πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές από εκείνες που προβλέπονται για το ΕΤΕΑΜ, δ) η είσπραξη εισφορών εργαζομένων και εργοδότη, ε) η απονομή των συντάξεων που δικαιούται το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων από το ΕΤΑΤ, στ) η λειτουργία ως φορέα σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, του ΕΤΑΤ, του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και του ΕΤΕΑΜ και ζ) η παροχή συντάξεων που προκύπτουν από καταστατικές διατάξεις δευτερεύοντος ταμείου. Στην περίπτωση αυτή το προσωπικό του πιστωτικού ιδρύματος υπάγεται στο ΕΤΑΤ για τη δευτερεύουσα αυτή επικουρική ασφάλιση και εξαιρείται από την ασφάλιση στο ΕΤΕΑΜ. Περαιτέρω, στο άρθρο 62 του ν. 3371/2005, ορίζονται τα εξής: 1. Στην ασφάλιση του ΕΤΑΤ υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που εργάζονται στα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992 και ασφαλίζονται για επικουρική ασφάλιση του προσωπικού τους μετά τη διάλυσή τους σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από την επόμενη παράγραφο. 2. Η υπαγωγή στο ΕΤΑΤ πραγματοποιείται μετά από αίτημα των αρμόδιων οργάνων των ενδιαφερομένων μερών, εργοδότη ή εργαζομένων, που υποβάλλεται στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΤΑΤ μετά τη διάλυση των επικουρικών ταμείων ... Το ποσό της επιβάρυνσης του πιστωτικού ιδρύματος και του ταμείου προσδιορίζεται μετά από εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης. 3)Το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας των εντασσόμενων ταμείων ή των κλάδων επικουρικής ασφάλισης αυτών περιέρχεται στο ΕΤΑΤ, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, ΟΤΑ ή άλλων. 4)...5)...6) Εάν δεν αποφασισθεί η διάλυση των επικουρικών ταμείων ή των κλάδων σύνταξης των ανωτέρω ταμείων ή ενώσεων προσώπων ή ειδικών λογαριασμών με τις προβλεπόμενες διαδικασίες και προκύψουν δικαστικές αντιδικίες μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο των ιδιωτικών συμφωνιών που έχουν καταρτίσει, το ΕΤΑΤ, με αίτημα του αρμόδιου οργάνου του εργοδότη ή των εργαζομένων ή του ταμείου, που υποβάλλεται στο Διοικητικό του Συμβούλιο μέσα σε έναν μήνα από την έναρξη των δικαστικών διενέξεων, αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση και διαχείριση των κάθε φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των οικείων επικουρικών ταμείων που αφορούν ασφαλιστικά ή συνταξιοδοτικά τους ζητήματα, όπως είσπραξη εισφορών ή απονομή και καταβολή συντάξεων. Σε καμία περίπτωση στο ΕΤΑΤ δεν ανατίθενται θέματα σχετικά με δικαστικές αντιδικίες, που προκύπτουν μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο των ιδιωτικών συμφωνιών που έχουν καταρτίσει. Στην περίπτωση αυτή το ταμείο δεν διαλύεται ούτε θίγεται η περιουσία του. Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει προς το ΕΤΑΤ το ποσό δαπάνης που του αναλογεί. Το ποσό της δαπάνης προσδιορίζεται μετά από ειδική οικονομική μελέτη, η οποία ανατίθεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και εκπονείται μέσα σε έναν μήνα από την ανάθεσή της. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με την πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης, καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις διαχείρισης και διεκπεραίωσης των θεμάτων, ο τρόπος κατανομής χρονικά του ποσού της δαπάνης που θα καταβάλλει ο εργοδότης και κάθε θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής. Έως την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος η διαχείριση και η διεκπεραίωση των υποθέσεων ασφαλισμένων και συνταξιούχων, καθώς και η είσπραξη των εισφορών, πραγματοποιούνται από το οικείο ταμείο ή ένωση προσώπων ή ειδικό λογαριασμό. 7) Εάν το αρμόδιο όργανο ενός από τα μέρη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 έχει υποβάλλει ή υποβάλλει μονομερώς αίτημα για υπαγωγή του προσωπικού του πιστωτικού ιδρύματος στο ΕΤΑΤ, το ταμείο ζητά εγγράφως τη γνώμη του αρμόδιου οργάνου και του ετέρου μέρους. Σε περίπτωση υποβολής αρνητικής γνώμης ή γνώμης υπό επιφύλαξη, καθώς και μη υποβολής αυτής εντός μηνός από την κοινοποίηση του ανωτέρω εγγράφου, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6. Στην περίπτωση αυτή ή της υποβολής σύμφωνης γνώμης και εφόσον το αίτημα υποβληθεί έως την 30-4-2006, πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 1 του άρθρου 57, της άνω καταληκτικής ημερομηνίας λαμβανομένης υπόψη μόνο για την υποβολή του αιτήματος στο ΙΚΑ και στο ΕΤΑΤ. Με το άρθρο 63 του ίδιου ως άνω νόμου καθορίστηκαν οι πόροι του ΕΤΑΤ και με το άρθρο 64 καθορίστηκαν οι αρμοδιότητες αυτού. Ακολούθησε η έκδοση του π.δ. 209/2006, κατ' επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 62 παρ. 6 του ν. 3371/2005. Με το διάταγμα αυτό καθορίστηκαν η διαδικασία διαχείρισης και διεκπεραίωσης των πάσης φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων από το ΕΤΑΤ και η διαδικασία απονομής ασφαλιστικών παροχών από αυτό. Οι ανωτέρω διατάξεις αφορούν στα αλληλοβοηθητικά ταμεία των τραπεζών, τα οποία είναι ασφαλιστικοί φορείς ιδιωτικού δικαίου ποικίλης μορφής (νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ενώσεις προσώπων ή σύνολα περιουσίας), οι οποίοι συνεστήθησαν μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και του προσωπικού τους και οι οποίοι παρέχουν επικουρική ασφάλιση στους τραπεζοϋπαλλήλους κατόπιν συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή συλλογικών ενοχικών συμφωνιών. Εξάλλου, ο νομοθέτης τα ταμεία που στηρίζονται στην ιδιωτική βούληση άλλοτε μεν τα ανήγαγε σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρο 3 παρ. 2 του α ν. 1495/1938), άλλοτε δε, χωρίς να τα αναγάγει σε ν.π.δ.δ, τα αντιμετώπισε ως ασφαλιστικούς οργανισμούς, ομολόγους προς τους φορείς της δημόσιας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Ενδεικτικά, με το άρθρο 12 του ν. 1405/1983 τα ταμεία αυτά εντάσσονται στο νομοθετικό καθεστώς της διαδοχικής ασφάλισης, στο οποίο μετέχουν ισότιμα με τους φορείς που είναι ν.π.δ.δ, με το άρθρο 10 του ν. 1902/1990 καθιερώνονται ενιαίοι κανόνες ως προς το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και το χρόνο θεμελίωσης σύνταξης γήρατος των ασφαλισμένων σε αυτά, με το άρθρο 18 του ίδιου νόμου τα πρόσωπα που ασφαλίζονται στα ταμεία αυτά εξαιρούνται από την ασφάλιση στο ΙΚΑ- ΤΕΑΜ και με το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 2084/1992 τα εν λόγω ταμεία θεωρούνται φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Με τους νόμους αυτούς, με τους οποίους επιχειρήθηκαν σημαντικές αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας, εισάγονται ενιαίοι κανόνες, οι οποίοι ισχύουν τόσο για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς που είναι ν.π.δ.δ, όσο και για τους ασφαλιστικούς φορείς που είναι ν.π.ι.δ, όπως είναι τα αλληλοβοηθητικά ταμεία των τραπεζών (Ολ ΣΤΕ 2197, 2198, 2199 και 2200/2010). Σύμφωνα, εξάλλου, με την εισηγητική έκθεση του ν. 3371/2005, με τις προεκτεθείσες ρυθμίσεις ο νομοθέτης απέβλεψε στην επέκταση του δημόσιου, καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος και της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ούτως ώστε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων να μην υπολείπεται της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των λοιπών εργαζομένων. Τη νομοθετική αυτή παρέμβαση υπαγόρευσε, κατά την εισηγητική έκθεση, η ανάγκη άρσεως της παθογένειας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης των τραπεζοϋπαλλήλων, χαρακτηριστικότερη δε έκφραση της παθογένειας αυτής είναι ο κατακερματισμός του σε πολλούς φορείς, καθένας από τους οποίους διέπεται από δικό του καθεστώς, η αποκατάσταση της ίσης μεταχείρισης και κοινωνικής αλληλεγγύης των τραπεζοϋπαλλήλων και μεταξύ αυτών και μεταξύ των υπολοίπων μισθωτών, ο σεβασμός κεκτημένων δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης και η εγκαθίδρυση όρων ισοτιμίας μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και αποφυγής του μεταξύ αυτών αθέμιτου ανταγωνισμού. Κατά την ίδια εισηγητική έκθεση, ο λόγος ασφαλισμένων και συνταξιούχων των τραπεζών επιδεινώνεται σε βάρος των ασφαλισμένων, λόγω του περιορισμού των προσλήψεων που έχουν επιβάλλει, εν τοις πράγμασι, στα πιστωτικά ιδρύματα οι συνθήκες του διεθνούς εντόνου ανταγωνισμού. Η επιδείνωση αυτή, στο πλαίσιο του διανεμητικού συστήματος ασφάλισης, το οποίο ισχύει σε όλα τα ταμεία ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας, θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των ταμείων αυτών και ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος αυτού είναι η συμμετοχή των τραπεζοϋπαλλήλων σε ευρύτερες ομάδες ασφαλισμένων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι κλάδοι σύνταξης των ασφαλιστικών ταμείων κύριας ασφάλισης των πιστωτικών ιδρυμάτων εντάσσονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, εντός του προβλεπόμενου σε αυτές χρόνου, εφόσον, εν τω μεταξύ, τα επικουρικά ταμεία του προσωπικού των εν λόγω ιδρυμάτων έχουν ενταχθεί στο ΕΤΑΤ, μετά τη διάλυσή τους, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις των ταμείων αυτών. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις, προκύπτει ότι στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ υπάγονται: α) οι τραπεζικοί υπάλληλοι οι οποίοι προσλαμβάνονται στις τράπεζες από 1-1-2005 και β) οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι των πιο πάνω ταμείων, υπό την προϋπόθεση όμως τα ταμεία αυτά θα έχουν διαλυθεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά τους. Η υπαγωγή των τραπεζοϋπαλλήλων στο ΕΤΕΑΜ δεν θίγει τους εξ αυτών ήδη συνταξιούχους και τους μέχρι 31-12-1992 ασφαλισμένους, διότι αυτοί θα λαμβάνουν μεν την επικουρική σύνταξη του ΕΤΕΑΜ, η οποία θα υπολογίζεται κατά το άρθρο 58 παρ. 4 του ν. 3371/2005, πλην ο νέος ασφαλιστικός φορέας (ΕΤΑΤ) αναλαμβάνει να καταβάλει τη διαφορά των ποσών των συντάξεων που προκύπτουν από τον υπολογισμό αυτών με βάση τη νομοθεσία του ΕΤΕΑΜ και τον υπολογισμό αυτών με βάση τις καταστατικές διατάξεις των επικουρικών ταμείων. Τούτο δεν ισχύει για τους ασφαλισμένους στα ταμεία τραπεζοϋπαλλήλων από 1-1-1993, οι οποίοι θα λαμβάνουν και αυτοί επικουρική σύνταξη από το ΕΤΕΑΜ, όμως προβλέπεται απλώς η καταβολή πρόσθετης συνταξιοδοτικής παροχής για το χρονικό διάστημα από 1-1-1993 μέχρι την υπαγωγή τους στο ΕΤΑΤ, εφόσον είχαν καταβάλει στα ταμεία τους εισφορές υψηλότερες από τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία του ΕΤΕΑΜ. Στην περίπτωση διαλύσεως του αλληλοβοηθητικού ταμείου και υπαγωγής του στο ΕΤΑΤ, το σύνολο της περιουσίας του περιέρχεται στο ΕΤΑΤ, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, ΟΤΑ ή άλλων προσώπων, Εξ άλλου, σε περίπτωση που τα μέρη, τράπεζες και τραπεζοϋπάλληλοι, δεν συμφωνήσουν στη λύση των συμβάσεων, από τις οποίες δεσμεύονται, ως και στην κατάργηση των επικουρικών ταμείων και προκύψει σχετική δικαστική διένεξη, το ΕΤΑΤ , μετά από αίτημα των μερών ή του ίδιου του αλληλοβοηθητικού ταμείου, καθίσταται αρμόδιο για την είσπραξη των εισφορών, τη χορήγηση και την απονομή των συντάξεων και, γενικότερα, τη διεκπεραίωση και διαχείριση των υποθέσεων των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ζητημάτων του αλληλοβοηθητικού ταμείου. Όπως ρητά αναφέρεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 62 του ν. 3371/2005, στην περίπτωση αυτή το ταμείο ούτε διαλύεται ούτε θίγεται η περιουσία του, ενώ ουδεμία ανάμειξη έχει το ΕΤΑΤ στις δικαστικές αντιδικίες. Συνάγεται περαιτέρω από τα παραπάνω, ότι με τις ρυθμίσεις αυτές ο νομοθέτης απέβλεψε κυρίως στην επέκταση του δημόσιου, καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και στο προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος και της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ούτως ώστε η επιβαλλόμενη από αυτές κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων να μην υπολείπεται εκείνης για την κοινωνική ασφάλιση των λοιπών εργαζομένων (Ολ ΣΤΕ 2197- 2200/2010).Ταυτόχρονα, όμως, η παρέμβασή του υπαγορεύτηκε από τη σπουδαιότητα την οποία ο ίδιος αναγνώρισε στο γεγονός ότι η εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από τα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992, σε συνδυασμό αφενός με τη διαιώνιση της υποχρέωσής τους να εξασφαλίζουν στα οικεία επικουρικά ταμεία τους πόρους που απαιτούνται για την από τα ταμεία πληρωμή των οφειλομένων ασφαλιστικών παροχών και αφετέρου με την αναμενόμενη σημαντική μείωση των προς τα ταμεία ασφαλιστικών εισφορών μετά την από 1-1-2005 υποχρεωτική υπαγωγή των νέων ασφαλισμένων στο ΕΤΕΑΜ, θα έθετε σε κίνδυνο την κεφαλαιακή τους επάρκεια, εφόσον δε η έλλειψη κεφαλαιακής επάρκειας οδηγούσε στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας ενός ή περισσοτέρων πιστωτικών ιδρυμάτων, θα ετίθετο ζήτημα που ενδέφερε γενικότερα την εθνική οικονομία (Ολ.ΑΠ 9/2012). Περαιτέρω, στο άρθρο 12 παρ. 1-3 του Συντάγματος ορίζεται ότι: 1. "Οι Έλληνες έχουν δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν αν εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια. 2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση. 3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε ενώσεις προσώπων που δεν συνιστούν σωματεία, ενώ στο άρθρο 23 αυτού ορίζεται ότι "Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου". Περαιτέρω, με το άρθρο 11 της από 4-11-1950 Σύμβασης της Ρώμης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ( ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, όπως προαναφέρθηκε, " 1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και εις την ελευθερίαν συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ' άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του. 2.Η άσκησις των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθεί εις ετέρους περιορισμούς πέραν των υπό του νόμου προβλεπομένων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλεια ν...". Σύμφωνα με το άρθρο 12 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα των Ελλήνων να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, η σύσταση αλληλοβοηθητικών ταμείων για την ασφαλιστική κάλυψη των μελών τους είναι ελεύθερη, η ελευθερία δε αυτή δεν περιορίζεται από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, αναφέρεται μόνο στην υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, την οποία και εξαιρεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, δεν απαγορεύει δε η τελευταία αυτή διάταξη του Συντάγματος τη συμμετοχή σε αλληλοβοηθητικά ταμεία και γενικά την προαιρετική ασφάλιση, την οποία αφήνει στη διάθεση των ενδιαφερομένων (Ολ ΣΤΕ 2197-2200/2010,5024/1987, ΑΠ 1373/2017). Εξάλλου, κατά τα ήδη εκτεθέντα, με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος περιεβλήθη με συνταγματικό κύρος η αρχή της κοινωνικής ασφάλισης και ανατέθηκε στον κοινό νομοθέτη η εξειδίκευσή της, ανάλογα με τις περιστάσεις, η μόνη δε δέσμευση που επιβλήθηκε σχετικά με τη μορφή του ασφαλιστικού φορέα, εκεί που ο νομοθέτης καθιερώνει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, είναι η παροχή κοινωνικής ασφάλισης από το Κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, που και αυτά είναι δημόσιες υπηρεσίες καθ' ύλην αποκεντρωμένες. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο νομοθέτης μπορεί να δημιουργεί ασφαλιστικούς φορείς, υπάγοντας υποχρεωτικά σε αυτούς κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων, έστω και αν αυτοί καλύπτονται ασφαλιστικά από ταμεία, στηριζόμενα στην ιδιωτική βούληση και μάλιστα ανεξάρτητα από τις συμφωνίες μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον όμως τα ταμεία αυτά ούτε διαλύονται με νόμο, ούτε αφαιρείται η περιουσία τους και ως εκ τούτου μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, σύμφωνα καταρχήν με τις ειδικότερες συμφωνίες των μερών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του από 20-3-1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, τα οποία (Πρωτόκολλο και Σύμβαση) κυρώθηκαν με το ν.δ. 53/1974 και έχουν υπερνομοθετική ισχύ, κατ' άρθρο 28 του Συντάγματος, ορίζεται ότι "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται γενικός και απόλυτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Στην προστασία αυτή εντάσσεται, καταρχήν, και το δικαίωμα παντός ενδιαφερομένου προς λήψη ασφαλιστικών παροχών, εφόσον, όμως, συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που τάσσονται εκάστοτε από το εσωτερικό δίκαιο κάθε συμβαλλόμενου κράτους, ενώ η περιέλευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των επικουρικών ταμείων στο ΕΤΑΤ πραγματοποιείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 3 του ν. 3371/2005, μόνο μετά την οικειοθελή διάλυσή του, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις ή το καταστατικό τους, ενώ επί υπαγωγής των ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων στο ΕΤΑΤ στην περίπτωση των παραγράφων 6 και 7 του εν λόγω άρθρου η περιουσία τους παραμένει στη διάθεση των ταμείων ( Ολ ΣΤΕ 2197-2200/2010).

 

5. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προαναφέρθηκε, μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, δέχθηκε περαιτέρω ότι η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που ασκήθηκε από τους δεύτερο έως πέμπτο των εναγόντων, με την ιδιότητά τους ως υπαλλήλων της εναγομένης και δικαιούχων λήψης της παροχής του Λογαριασμού Επικούρησης και τον έκτο των εναγόντων ως συνταξιούχο της εναγομένης, ατομικά ο καθένας για τον εαυτό του, με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη για το λόγο ότι η κύρια ασφάλιση των υπαλλήλων της εναγομένης που αυτή προσέλαβε από 1-1-2005 και εντεύθεν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων- Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) και η επικουρική ασφάλιση αυτών στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), χωρίς την προηγούμενη διάλυση του Ταμείου Επικούρησης Προσωπικού ..., το οποίο, όπως επικαλούνται οι ενάγοντες, εξακολουθεί να υφίσταται και να λειτουργεί, διατηρώντας την περιουσία του και στο οποίο συνεχίζουν να είναι ασφαλισμένοι και να παραμένουν δικαιούχοι των ασφαλιστικών του παροχών, σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτού, καθώς και οι υπάλληλοι της εναγομένης που έχουν προσληφθεί προ της 1-1-2005, έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57 έως 64 του ν. 3371/2005, οι οποίες δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 4, 5 παρ. 1, 12, 22 παρ. 5 και 23 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ενώ οι γενικές διατάξεις των άρθρων 3 και 4 των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας 87 και 98, που επικαλούνται οι ενάγοντες, αναφέρονται γενικά στην προστασία του συνδικαλιστικού δικαιώματος και δεν ασκούν επιρροή σε ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων (κύριας και επικουρικής). Μετά τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως βάσιμη κατ ουσία την από 4-11-2009 έφεση και τους από 11-11-2012 πρόσθετους αυτής λόγους κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η αγωγή είχε απορριφθεί ως αόριστη ως προς το κεφάλαιο που, κατά τα ανωτέρω, ερευνήθηκε ως προς τη νομική του βασιμότητα από το Εφετείο και στη συνέχεια, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος αυτό, δίκασε την αγωγή και την απέρριψε ως προς αυτή ως μη νόμιμη. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 12, 22 παρ. 5 και 23 του Συντάγματος, καθώς και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθόσον, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, η υποχρεωτική και αυτοδίκαιη υπαγωγή των νεοπροσλαμβανόμενων υπαλλήλων από 1-1-2005 και εντεύθεν και των συνταξιούχων στην επικουρική ασφάλιση του δημοσίου δικαίου ασφαλιστικού φορέα ΕΤΕΑΜ, ακόμη και πριν τη διάλυση του ως άνω ιδιωτικής φύσεως φορέα ιδιωτικής ασφάλισης, που έγινε σε συμμόρφωση προς τη διάταξη του άρθρου 58 του ν. 3371/2005, η οποία, ως αναγκαστικού δικαίου, υπερισχύει των όρων του ... (1ου ενάγοντος), είναι σύμφωνη με τις πιο πάνω διατάξεις, διότι δεν απαιτείται προηγούμενη διάλυση του ως άνω φορέα ιδιωτικής ασφάλισης, εφόσον η κρατική μέριμνα για την υπαγωγή της εν λόγω ασφάλισης, με ομοιόμορφο τρόπο, σε ένα ενιαίο, δημόσιο, ασφαλιστικό φορέα για όλους τους εργαζόμενους στα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, δεν βρίσκεται έξω από τους σκοπούς του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Επίσης, ούτε την αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου παραβιάζει, ούτε το δικαίωμα αυτών για ελεύθερη συμμετοχή στην οικονομική ζωή της Χώρας, διότι η επιβαλλόμενη υποχρέωση εξαντλείται στην εκ του νόμου ένταξη των ασφαλισμένων και συνταξιούχων στους νέους κρατικούς ασφαλιστικούς φορείς και δεν εκτείνεται στη διάλυση των παλαιών ταμείων, τα οποία δεν διαλύονται με νόμο ούτε αφαιρείται η περιουσία τους και ως εκ τούτου μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους. Εξάλλου, η ειδικότερη αιτίαση των εναγόντων, ότι με την υπαγωγή στο ΕΤΕΑΜ των μετά την 1-1-2005 προσληφθέντων ο Λογαριασμός Επικούρησης στερείται τις εισφορές εργαζομένων και εργοδότη, οι οποίες αποτελούν τους πόρους του, με αποτέλεσμα να θίγεται η περιουσία του και να παραβιάζεται το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμη, διότι η μεταφορά πόρων στο ΕΤΕΑΜ, οι οποίες προέρχονται από τις εισφορές της εναγομένης, γίνεται για τους προεκτεθένες λόγους δημοσίου συμφέροντος και δη προκειμένου αυτό να μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του απέναντι των υπαγομένων σ' αυτό ασφαλισμένων και συνταξιούχων. Επομένως, ο δεύτερος και τελευταίος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμός 1 Κ,Πολ.Δ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές πρέπει να απορριφθεί η από 27-3-2015 αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες δεύτερος έως έκτος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Περίπτωση επιδίκασης δικαστικών εξόδων σε βάρος του πρώτου αναιρεσείοντος Λ..., που επίσης ηττήθηκε, δεν τίθεται, διότι δεν υπάρχει πρόσωπο διαδίκου για την καταδίκη αυτού στα δικαστικά έξοδα, κατά τη διάταξη του άρθρου 62 του Κ.ΠολΔ (ΟλΑΠ 25/2008).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Απορρίπτει την από 27-3-2015 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4291/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και

 

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες Γ. Γ., Γ. Μ., Κ. Ζ., Ν. Π. και Α. Τ. στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Σεπτεμβρίου 2019.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 8 Οκτωβρίου 2019.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ