ΑΕΔ 16/2017

 

Προσωπικό νοσηλευτικών ιδρυμάτων - Πρόσθετη ωριαία αμοιβή -.

 

Η μισθολογική παροχή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, αποτελούσα κίνητρο προσελκύσεως προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα, καταργήθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997 (από 1.1.1997) (Κατά την γνώμη του Προέδρου και πέντε μελών του Δικαστηρίου η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 δεν καταργήθηκε με τις διατάξεις του ν. 2470/1997, αλλά καταργήθηκε ρητώς με την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 3670/2008).

 

 

 

Αριθμός απόφασης 16/2017

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Σακελλαρίου, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, (κωλυομένης της Προέδρου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου Βασιλικής Θάνου - Χριστοφίλου, Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένης της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ιωάννη Σαρμά, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένης της Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ανδρονίκης Θεοτοκάτου), Γεώργιο Ποταμιά, Ευθύμιο Αντωνόπουλο - Εισηγητή, Μαρίνα Παπαδοπούλου, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, πρώτο αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού μέλους, Συμβούλου Επικρατείας Ιωάννη Σύμπλη), Συμβούλους Επικρατείας, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Γεώργιο Αναστασάκο, Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες, Αντώνιο Παντελή και Καλλιόπη Χριστακάκου - Φωτιάδη, Καθηγητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως μέλη και τη Γραμματέα Σουλτάνα Κουφιάδου, Αναπληρώτρια Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Μέγαρο του Αρείου Πάγου, στις 7 Δεκεμβρίου 2016 και ώρα 18:00, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

 

ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ - ΥΠΕΡ ΩΝ Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1. ..., 3. ..., κατοίκων Δράμας, τις οποίες εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους: α) Γρηγόριος Κοσσυβάκης του Νικηφόρου (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:7482), β) Λάμπρος Γεωργακόπουλος του Χρήστου (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:25632) και γ) Θεόδωρος Μαντάς του Παναγιώτη (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:12325), 4. ... και 11. ..., τους οποίους εκπροσώπησαν οι προαναφερόμενοι πληρεξούσιοι δικηγόροι.

 

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ - ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Γενικού Νοσοκομείου Δράμας, που εδρεύει στην Δράμα, και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Σπυρίδων Μουκανάκης του Γεωργίου (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:10788).

 

ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΩΝ: 1) ... και 4) ..., κατοίκων Αθηνών, τις οποίες εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Λουκάς Αποστολίδης του Θωμά (Α.Μ./Δ.Σ.Α.:15643).

 

Η παραπάνω αίτηση (αριθμός πράξης κατάθεσης 10/18.08.2016) φέρεται προς συζήτηση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 1472/2016 παραπεμπτικής απόφασης της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Ακολούθως, ο Εισηγητής Ευθύμιος Αντωνόπουλος, Σύμβουλος Επικρατείας, ανέγνωσε την από 30.11.2016 έκθεσή του.

 

Το Δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.

 

 

Μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

 

 

1.         Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 1472/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο προς επίλυση αμφισβήτηση ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 και 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, σχετικά με την κατάργηση ή μη της προβλεπόμενης από τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 πρόσθετης παροχής του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, δεδομένου ότι επί του ζητήματος αυτού η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατέληξε σε κρίση αντίθετη προς εκείνη, στην οποία είχε καταλήξει η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την  υπ’ αριθμ. 3/2015 απόφασή της.

 

 

2.         Επειδή, έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία και, ειδικότερα, έχουν διενεργηθεί, νομίμως και εμπροθέσμως, οι προβλεπόμενες στα άρθρα 10 παρ. 2, 49 παρ. 2 και 50 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (Α΄ 141) Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου κοινοποιήσεις προς τους Γρηγόριο Κοσσυβάκη και Λάμπρο Γεωργακόπουλο, πληρεξούσιους δικηγόρους και αντικλήτους των Ελισάβετ Παπαδοπούλου κ.λ.π. (συν. 11), τον Σπυρίδωνα Μουκανάκη, πληρεξούσιο του Γενικού Νοσοκομείου Δράμας και τον Λουκά Αποστολίδη, πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των Βασιλικής Παπαδοπούλου, Γεωργίας Βαρδάκη, Χαμαϊδής Κοντογιάννη και Ειρήνης - Μαργαρίτας Τουμπέκη, διαδίκους στην ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκη, καθώς και στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το Γενικό Επίτροπο επί της Διοικητικής Δικαιοσύνης και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, όπως, επίσης, και οι κατά το άρθρο 50 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα δημοσιεύσεις της πράξεως ορισμού δικασίμου μετά μνείας σε περίληψη του αντικειμένου της αμφισβητήσεως.

 

 

3.         Επειδή, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και το άρθρο 6 περ. ε΄ του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976) στην δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου υπάγονται οι περιπτώσεις άρσεως της αμφισβητήσεως για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου, αν έχουν εκδοθεί γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να υπάρχει αντίθεση μεταξύ αποφάσεων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, σχετικά με την έννοια τυπικού νόμου, για την άρση της οποίας ιδρύεται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, πρέπει οι αποφάσεις των δύο δικαστηρίων να αναφέρονται στο αυτό κρίσιμο νομικό ζήτημα βάσει των αυτών νομικών διατάξεων. Η αντίθεση πρέπει να προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των παραπάνω αποφάσεων αιτιολογίες τους. Δεν υπάρχει αντίθεση, με την ανωτέρω έννοια και, συνεπώς, δεν συντρέχει δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, α) όταν τα ανώτατα δικαστήρια δεν ερμήνευσαν την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά το ένα από αυτά την ερμήνευσε σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις, οπότε το επιλυθέν ζήτημα δεν είναι το ίδιο, αλλά διαφορετικό, β) όταν το νομικό ζήτημα, που έλυσε το ένα δικαστήριο δεν ήταν αναγκαίο, για να λύσει το άλλο δικαστήριο το νομικό ζήτημα, που είχε αχθεί ενώπιόν του και γ) όταν, γενικά, η αντίθεση δεν προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους (ΑΕΔ 39/2011, 3/2006 κ.α.).

 

 

4.         Επειδή, στο άρθρο 2 του ν. 201/1975 (Α΄ 228), με τις διατάξεις του οποίου επιχειρήθηκε η συνολική ρύθμιση υπηρεσιακών και μισθολογικών ζητημάτων του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ορίζονται τα εξής: «1. Εις άπαν το προσωπικόν των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων του Ν.Δ. 2592/1953 χορηγείται από 1.9.1975 διά του παρόντος ειδικόν νοσοκομειακόν επίδομα εξ είκοσι τοις εκατόν (20%) επί του βασικού μισθού … 2. Εις το προσωπικόν, το επί σχέσει εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου … καταβάλλεται, δια παρεχομένην νυκτερινήν εργασίαν ή εργασίαν, κατά τας Κυριακάς και εξαιρεσίμους ημέρας, αποζημίωσις υπολογιζομένη κατά τας ισχυούσας επί τούτου διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας. Η αποζημίωσις αύτη καταβάλλεται και εις το μόνιμον τακτικόν προσωπικόν των ιδίων ως άνω ιδρυμάτων … καθοριζομένη δι’ αποφάσεως του επί των Κοινωνικών Υπηρεσιών Υπουργού, τη ητιολογημένη προτάσει του Διοικητικού Συμβουλίου εκάστου Ιδρύματος. 3. Από 1ης Ιανουαρίου 1976 εις το αποασχολούμενον προσωπικόν των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων Ν.Δ. 2592/53 επί οκτάωρον ημερησίως καταβάλλεται αμοιβή δια μίαν ώραν ημερησίως υπολογιζόμενη κατά τας διατάξεις του εδαφίου (γ) της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 4548/1966 και από 1.1.1977 αμοιβή δια δύο ώρας ημερησίως …». Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, με τις οποίες εκδηλώνεται η ιδιαίτερη μέριμνα του νομοθέτη για το προσωπικό των δημόσιου χαρακτήρα νοσηλευτικών ιδρυμάτων, σκοπείται «η καθιέρωσις επ’ αμοιβή υπερωριακής απασχολήσεως εις το απασχολούμενον επί οκτάωρον ημερησίως», πρόσθετης, δηλαδή, μισθολογικής παροχής, η χορήγηση της οποίας ήταν, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, «λίαν επιβεβλημένη, λόγω των σοβαρών ελλείψεων εις το προσωπικόν και ιδία εις νοσηλευτικόν τοιούτον, συνεπεία του πενιχρού των χορηγουμένων αποδοχών, της μεταξύ αυτού σημειουμένης προσφάτως αναταραχής και ακόμη της όλως επιπόνου εργασίας του προσωπικού τούτου». Ακολούθησε ο ν. 1505/1984 (Α΄ 194), βασική καινοτομία του οποίου υπήρξε η πλήρης αποσύνδεση του βασικού μισθού του υπαλλήλου από τη βαθμολογική του εξέλιξη, επιτρεπομένης, κατ’ αυτόν τον τρόπο, της μισθολογικής εξελίξεως του υπαλλήλου αποκλειστικώς και μόνον βάσει του συμπληρωθέντος χρόνου υπηρεσίας και της κατηγορίας που αυτός ανήκε και την πλήρη απεξάρτησή της από τη διένεργεια οιασδήποτε κρίσεως περί της αποδόσεως του μισθολογικώς προαχθέντος υπαλλήλου (βλ. εισηγητική έκθεση). Με τον ίδιο νόμο επιχειρήθηκε ο εξ αρχής καθορισμός των επιδομάτων που χορηγούνταν στο προσωπικό της δημόσιας διοίκησης (άρθρα 7 - 14). Μεταξύ αυτών περιελήφθη το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, υπολογιζόμενο σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του αντίστοιχου μισθολογικού κλιμακίου, τα επιδόματα εορτών και αδείας, το επίδομα εξομάλυνσης διαφορών μισθολογίου, το επίδομα οικογενειακών βαρών, το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, καθώς και τα επιδόματα ανθυγιεινής ή επικίνδυνης εργασίας, τα οποία, κατά ρητή πρόβλεψη της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ν. 1505/1984, εξακολούθησαν και υπό την ισχύ του νόμου αυτού να καταβάλλονται σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων υπό τις προϋποθέσεις και στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο δημοσιεύσεώς του. Εντός του πλαισίου αυτού, με το άρθρο 19 του ίδιου νόμου καταργήθηκαν τα ρητώς μνημονευόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού επιδόματα, μεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 201/1975. Με τις ίδιες διατάξεις καταργήθηκαν και όλα τα «λοιπά γενικά ή ειδικά επιδόματα, ανεξάρτητα από την ονομασία τους και τον τρόπο που καταβάλλοντα[ν], εφόσον δεν διατηρούντα[ν] με ρητή διάταξη του νόμου αυτού» (ΣτΕ 3962-3/2000, 5176-7/1997, 2876/1996 κ.ά.). Η πρόθεση αυτή του νομοθέτη περί καταργήσεως του συνόλου των επιδομάτων που χορηγούνταν κατά το παρελθόν επιβεβαιώνεται και από την εισηγητική έκθεση του ν. 1505/1984, με την οποία επαναλαμβάνεται ότι με τις εισαχθείσες διατάξεις καταργούνται τα ρητώς μνημονευόμενα σε αυτές επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις (σπουδών, διορθωτικό ποσό, ειδικό επίδομα εξωδιδακτικής εργασίας εκπαιδευτικών, θέσης κ.ά.), καθώς και «όλα τα άλλα γενικά ή ειδικά επιδόματα, εκτός μόνο από τα έξοδα παραστάσεως». Με την υπ’ αριθμ. 3456/2004 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο προς άρση το ζήτημα που είχε ανακύψει, λόγω της εκδόσεως αντιθέτων αποφάσεων του  Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975. Επιληφθέν της υποθέσεως, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε την 10/2005 απόφασή του, με την οποία η ανακύψασα διαφωνία ήρθη υπέρ της απόψεως του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις πρόσθετη αμοιβή, η οποία καταβάλλεται ως κίνητρο για την προσέλκυση εργαζομένων στα δημόσιου χαρακτήρα νοσηλευτικά ιδρύματα, ενόψει της εξαιρετικά επίπονης εργασίας και του μικρού ύψους των αποδοχών που λαμβάνουν (βλ. εισηγητική έκθεση του ν. 201/1975), δεν αποτελεί αντάλλαγμα για απασχόληση πέραν του νομίμου ωραρίου, αλλά τμήμα των νομίμων αποδοχών του προσωπικού που απασχολείται κατά πλήρες ωράριο στα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα και το οποίο, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 201/1975, είχε υποχρέωση οκτάωρης ημερήσιας  απασχόλησης.  Με την ίδια απόφαση έγινε, περαιτέρω, δεκτό ότι η αμοιβή αυτή δεν αποτελεί επίδομα, αλλά τμήμα των νομίμων αποδοχών των προαναφερόμενων κατηγοριών εργαζομένων και ότι, ως εκ τούτου, δεν καταργήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 1505/1984, που αφορούν τα ρητώς μνημονευόμενα σε αυτές επιδόματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται μεν το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 201/1975, όχι, όμως, και η παροχή της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου. Προ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η οποία αφορούσε σε χρονικό διάστημα από 1.4.1990 έως 30.4.1992 (βλ. Σ.τ.Ε. 3456/2004 Ολομ.), είχε δημοσιευθεί ο ν. 2470/1997 (Α΄ 40), με τις διατάξεις του οποίου επιχειρήθηκε η αναμόρφωση του μισθολογίου του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, με την εκλογίκευση του μισθολογικού καθεστώτος και την εξομάλυνση των αδικαιολόγητων μισθολογικών διαφορών. Παραλλήλως, επιδιώχθηκε η άρση της εν τοις πράγμασι μισθολογικής ισοπεδώσεως των υπαλλήλων που ανήκαν στα εισαγωγικά και καταληκτικά κλιμάκια, αποτέλεσμα στο οποίο είχε οδηγήσει η, κατά το παρελθόν και επί σειρά ετών, ασκηθείσα εισοδηματική πολιτική, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η χωρίς σύστημα παροχή μεγάλου αριθμού επιδομάτων σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων. Με τις διατάξεις του νεότερου νόμου αυξήθηκαν οι βασικοί μισθοί κάθε μισθολογικού κλιμακίου, με την ενσωμάτωση τμήματος της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και διαφόρων επιδομάτων, ενώ, κατά τα λοιπά, επαναλήφθηκαν οι προγενέστερες ρυθμίσεις του ν. 1505/1984 για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις μισθολογικής εξελίξεως (βλ. άρθρα 5 επ.), καθώς και για τα επιμέρους κονδύλια (βασικός μισθός και επιδόματα) που συνέθεταν τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρα 7 επ.). Με τον ίδιο νόμο καταργήθηκαν τα «πριμ παραγωγικότητας» που είχαν διαδοχικώς χορηγηθεί σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων και η αντικατάστασή τους με ένα ενιαίο κίνητρο αποδόσεως, η χορήγηση του οποίου «σκοπούσε στην αύξηση της αποδοτικότητας των υπαλλήλων … και στην πρόσθετη αυτών εργασία προς αντιμετώπιση αυξημένων υπηρεσιακών αναγκών» (άρθρο 13). Παραλλήλως, προβλέφθηκαν νέα γενικού χαρακτήρα επιδόματα (πληροφορικής, προβληματικών και παραμεθόριων περιοχών, εθνικής σχολής δημόσιας διοίκησης κ.α.), καθώς και επιδόματα για την αντιμετώπιση των ειδικών συνθηκών εργασίας των υπαλλήλων διαφόρων υπηρεσιών. Στην τελευταία αυτή κατηγορία επιδομάτων κατατάσσεται και το νοσοκομειακό επίδομα (άρθρο 8 παρ. 7), το ύψος του οποίου διαφοροποιείται αναλόγως της κατηγορίας στην οποία εντάσσεται το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων (νοσηλευτικό, τεχνικό και διοικητικό προσωπικό), και το οποίο είχε καταργηθεί με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984. Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου, το νοσοκομειακό επίδομα  χορηγείται «σε αντικατάσταση των διαφόρων επιδομάτων που έπαιρνε το προσωπικό αυτό, λόγω συνθηκών εργασίας (ανθυγιεινό, προσέλκυσης και παραμονής κ.λπ.), ρυθμίζοντας έτσι τα επιδόματα αυτά σε ένα ενιαίο επίδομα». Επαναλήφθηκαν, επίσης, οι περί επιδομάτων εορτών και αδείας ρυθμίσεις του προγενέστερου μισθολογίου (άρθρο 9). Με το άρθρο 10 ορίσθηκε, περαιτέρω, ότι «διατηρούνται στο ύψος που έχουν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος», του νόμου, πέραν των επιδομάτων και των παροχών που διατηρήθηκαν δυνάμει ειδικής προβλέψεως του ίδιου νόμου, τα ρητώς μνημονευόμενα στις ίδιες διατάξεις επιδόματα και παροχές, μεταξύ των οποίων τα επιδόματα ανθυγιεινής και επικίνδυνης εργασίας, τα επιδόματα ειδικών συνθηκών εργασίας και το επίδομα τροφής του προσωπικού του νοσοκομείων. Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίσθηκε, συναφώς, ότι «όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος, κατά την έναρξη ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, περιλαμβανομένων και εκείνων που χορηγήθηκαν με μορφή κινήτρου παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας, καθώς και παροχές για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής, καταργούνται, εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του παρόντος». Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του ν. 2470/1997, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις προβλέπεται η διατήρηση των επιδομάτων που έχουν σχέση με τις ειδικές συνθήκες εργασίας (ανθυγιεινής, επικίνδυνης, ειδικών συνθηκών κ.α.), τυχόν κατάργηση των οποίων «θα απέληγε σε αρρυθμία των [αντίστοιχων] υπηρεσιών». Κατ’ εξαίρεση, τα επιδόματα ειδικών συνθηκών που είχαν χορηγηθεί στο προσωπικό των νοσοκομείων καταργήθηκαν και «ενοποιήθηκαν» στο κατ’ άρθρο 8 παρ. 7 νοσοκομειακό επίδομα. Στην εισηγητική έκθεση, αναφέρεται, περαιτέρω, ότι «λοιπά επιδόματα που καταβάλλονται σε υπαλλήλους, περιλαμβανομένων και των επιδομάτων που έχουν χορηγηθεί με μορφή πριμ παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας ή αυξημένης ευθύνης, παύουν να καταβάλλονται, εφόσον δεν αναφέρονται ρητά ως διατηρούμενα». Τέλος, στο άρθρο 31 του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι από της ενάρξεως ισχύος του νέου νόμου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη, «κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν». Κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε εισήχθησαν και πάλι πολυάριθμες αποσπασματικού χαρακτήρα μισθολογικές ρυθμίσεις, οι οποίες οδήγησαν σε κατ’ ουσίαν ανατροπή της λογικής του ενιαίου μισθολογίου. Για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που είχαν ανακύψει σχετικώς, εκδόθηκε ο ν. 3205/2003 (Α΄ 297), με τον οποίο επιχειρήθηκε εκ νέου ο εξορθολογισμός του συστήματος αμοιβών, η εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών του προσωπικού της δημόσιας διοικήσεως και η κωδικοποίηση των διατάξεων των ειδικών μισθολογίων, των μισθολογίων, δηλαδή, ειδικών κατηγοριών υπαλλήλων και λειτουργών του δημοσίου. Και υπό καθεστώς του νόμου αυτού, με τον οποίο προβλέπονται διάφορα επιδόματα που χορηγούνται στο προσωπικό της δημόσιας διοικήσεως (βλ. άρθρα 9, 11 και 12 σχετ. με τα επιδόματα εορτών και αδείας, οικογενειακή  παροχή, κίνητρο απόδοσης κ.α.), χορηγείται στο προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων νοσοκομειακό επίδομα και επίδομα τροφής (άρθρο 8 παρ. 5). Με το άρθρο 28 παρ. 1 του ίδιου νόμου καταργήθηκε, μεταξύ άλλων, το σύνολο των διατάξεων του ν. 2470/1997, περιλαμβανομένου και του άρθρου 10 του ίδιου νόμου. Στο πλαίσιο, εξ άλλου, της ασκήσεως της μισθολογικής πολιτικής εντάσσεται και ο μεταγενέστερος ν. 3679/2008, με τον οποίο εισήχθησαν συνταξιοδοτικού και μισθολογικού χαρακτήρα ρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ρυθμίσεις του άρθρου 9 του νόμου αυτού περί αναπροσαρμογής του ύψους των επιδομάτων του προσωπικού της δημοσίας διοικήσεως. Με την παράγραφο 6 του τελευταίου αυτού άρθρου καταργήθηκε και ρητώς η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975, με την οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, είχε προβλεφθεί η χορήγηση της επίμαχης αμοιβής.

 

 

5.         Επειδή, καλούμενο να ερμηνεύσει τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος, 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 και 10 παρ. 1 και 4 και 31 του ν. 2470/1997, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με πλείονες αποφάσεις του (ΣτΕ 2509/2014, 934/2014, 3443/2013, 3424/2013, 2866/2013, 901/2013, 3870/2012, 3370/2012, 2236/2012, 2152/2012, 1089/2012, 655/2012, 152/2009, 3151/2008 επταμ. κ.α.) έκρινε ότι η πρόσθετη αμοιβή, η οποία θεσπίστηκε ως κίνητρο προσέλκυσης προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του ν. 2470/1997, ήτοι από 1.1.1997, εφόσον δεν προβλέφθηκε, ειδικώς, η διατήρησή της. Κρίθηκε, επίσης, ότι εκ μόνου του γεγονότος ότι, με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008 (Α΄ 117), καταργήθηκε εκ των υστέρων ρητώς η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 δεν μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν καταργήθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997, αλλά το πρώτον με το νεότερο νόμο (ν. 3670/2008), καθόσον τούτο έγινε για τον λόγο ότι η ανωτέρω ρητά καταργούμενη διάταξη του ν. 201/1975 ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 28  του ν. 3205/2003 (Α΄ 297), με την παράγραφο 1 του οποίου είχαν καταργηθεί, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2470/1997. Έγινε, περαιτέρω, δεκτό ότι η κατάργηση της πρόσθετης αυτής παροχής δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητος, δεδομένου ότι με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997 καταργήθηκαν όλες οι αμοιβές των υπαλλήλων που υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού, οι οποίες, όπως η ένδικη αμοιβή, είχαν θεσπιστεί ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής και ότι, εξ’ αυτού του λόγου, δεν εισήχθη δυσμενής διάκριση σε βάρος του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων έναντι των λοιπών υπαγομένων στον ως άνω νόμο υπαλλήλων. Κρίθηκε, συναφώς, ότι η κατάργηση της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής δεν παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΣτΕ 2509/2014, 934/2014, 3443/2013, 3151/2008), καθώς και ότι η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997 δεν αντίκειται στις υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 2 περ. β΄ και 7 της 149/1977 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας (Δ.Σ.Ε.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1672/1986 (Α΄ 203, βλ. ΣτΕ 65, 2509/2014, 3151/2008). Εξ άλλου, με την υπ’ αριθμ. 3473/2011 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδοθείσα ύστερα από σχετική παραπομπή της υποθέσεως με την υπ’ αριθμ. 2327/2010 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος κρίθηκε ότι ήταν απαράδεκτη η ασκηθείσα ενώπιον του παραπέμψαντος Τμήματος αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, με την οποία επεδιώκετο κατ’ άρθρο 51 του ν. 345/1976 (Α΄ 141) η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 3151/2008 αποφάσεως του Τμήματος αυτού (με την οποία το πρώτον εκρίθη ότι η επίδικη παροχή είχε καταργηθεί  υπό το καθεστώς του ν. 2470/1997) ως αντίθετη προς τα κριθέντα με τη υπ’ αριθμ. 10/2005 απόφαση του Α.Ε.Δ. με τη σκέψη ότι η προαναφερόμενη απόφαση του Α.Ε.Δ. ελήφθη υπ’ όψιν από την απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος, τα δε υπ’ αυτής κριθέντα σε σχέση με την φύση της επίμαχης παροχής απετέλεσαν το έρεισμα για την επίλυση του ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ζητήματος, αν δηλαδή η παροχή αυτή καταργήθηκε ή όχι με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997. 

 

 

6.         Επειδή, η παγιωθείσα επί του κρισίμου ζητήματος της καταργήσεως της επίδικης παροχής με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997 νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε, αρχικώς, υιοθετηθεί και από τον ’ρειο Πάγο (υπ’ αριθμ. 1603/2011, 808/2011, 798/2011, 1371/2010 και 925/2010 αποφάσεις). Με πλέον πρόσφατες, εντούτοις, αποφάσεις του, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου διαφοροποιήθηκε από την αρχική του νομολογία, υιοθετώντας την άποψη περί μη καταργήσεως της παροχής του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 (υπ’ αριθμ. 604/2014 και 1228/2012 αποφάσεις). Προς άρση της αντιθέσεως που ανέκυψε μεταξύ της αρχικής και της μεταγενέστερης νομολογίας του, το Β΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την 866/2014 απόφασή του, παρέπεμψε στην Ολομέλεια το ζήτημα της ισχύος του άρθρου 2  παρ. 3 του ν. 201/1975 και της συνταγματικότητας της τυχόν καταργήσεως της προβλεπόμενης από τις διατάξεις αυτές παροχής. Επιληφθείσα της υποθέσεως, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 3/2015 απόφαση, με την οποία, σε αντίθεση με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 δεν καταργήθηκαν ούτε με τις διατάξεις του ν. 2470/1997, ούτε με τις μεταγενέστερες διατάξεις του ν. 3205/2003, με τις οποίες αναμορφώθηκε εκ νέου το μισθολόγιο του προσωπικού της δημόσιας διοικήσεως, με την αιτιολογία ότι η επίμαχη αμοιβή δεν συνιστά επίδομα ή ειδική πρόσθετη παροχή, αλλά μέρος των νομίμων αποδοχών που λαμβάνουν οι υπάλληλοι των νοσηλευτικών ιδρυμάτων για την απασχόλησή τους. Με την ίδια απόφαση έγινε, περαιτέρω, δεκτό ότι η ορθότητα της, κατά τα ανωτέρω, υιοθετηθείσης ερμηνευτικής εκδοχής ενισχύεται και εκ του ότι η προβλεπόμενη υπό του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 πρόσθετη αμοιβή καταργήθηκε ρητώς με την παράγραφο 6 του άρθρου 9 του ν. 3670/2008.

 

 

7.         Επειδή, ειδικότερα, η απόφαση υπ’ αριθμ. 3/2015 της τακτικής Ολομελείας του Αρείου Πάγου εξεδόθη επί αιτήσεως αναιρέσεως 8 συνολικά αιτουσών στρεφομένων κατά του Γενικού Νοσοκομείου Τρικάλων. Η υπόθεση αφορούσε την καταβολή στις αναιρεσείουσες, οι οποίες συνδέονταν με το νοσοκομείο με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, της μηνιαίας μισθολογικής παροχής του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 για το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 μέχρι 30.6.2008. Στην απόφαση παρατίθενται οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, του άρθρου 19 του ν. 1505/1984, του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 και του άρθρου 9 του ν. 3670/2008 (Α΄ 117), καθώς και η προαναφερθείσα απόφαση 10/2005 του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Ακολούθως, με την ως άνω απόφαση της τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι η πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 δεν καταργήθηκε ούτε με το ν. 2470/1997, ούτε με το νόμο 3205/2003 και τούτο διότι η πρόσθετη αυτή αμοιβή δεν συνιστά επίδομα ή ειδική πρόσθετη παροχή αλλά μέρος των νομίμων αποδοχών που λαμβάνει υπάλληλος νοσηλευτικού ιδρύματος για την απασχόλησή του, άποψη η οποία ενισχύεται και από το ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 πρόσθετη αμοιβή καταργήθηκε ρητά μεταγενέστερα με την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 3670/2008.

 

 

8.         Επειδή, η υπ’ αριθμ. 1472/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, εξεδόθη επί αιτήσεως αναιρέσεως 11 συνολικά αιτούντων στρεφομένων κατά του Γενικού Νοσοκομείου Δράμας. Η υπόθεση αφορούσε την καταβολή σε κάθε έναν από τους αναιρεσείοντες (και ήδη αιτούντες), μονίμους υπαλλήλους του ως άνω νοσοκομείου με διοικητικά καθήκοντα, του ποσού των 10.509 ευρώ, ως διαφορά αποδοχών που προέκυψε από την παράλειψη καταβολής σε αυτούς της κατ’ άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 πρόσθετης αμοιβής για το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως και 3.12.2000. Στην απόφαση παρατίθενται οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 201/1975 (Α΄ 228), του άρθρου 19 του ν. 1505/1984 (Α΄ 194), των άρθρων 7, 9, 10 και 29 του ν. 2470/1997 (Α΄ 40), του άρθρου 8 του ν. 3205/2003  (Α΄ 297) και του άρθρου 9 του ν. 3670/2008 (Α΄ 117). Με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, η οποία θεσπίστηκε ως κίνητρο προσέλκυσης προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα, ως εκ της φύσεώς της, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του ν. 2470/1997, ήτοι από 1.1.1997, εφόσον δεν προβλέφθηκε, ειδικώς, η διατήρησή της, διότι στις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 10 του νόμου αυτού ορίσθηκε ρητώς ότι, πέραν των διατηρούμενων με τις διατάξεις των επιδομάτων και παροχών, καταργούνται όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις του ως άνω νόμου, κατά την έναρξη της ισχύος του, με οποιαδήποτε. Εξ άλλου, κατά τα κριθέντα με την ως άνω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκ μόνου του γεγονότος ότι με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008 καταργήθηκε εκ των υστέρων ρητώς η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν είχε καταργηθεί με την παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, αλλά το πρώτον με το νεότερο νόμο (ν. 3670/2008), διότι, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου, τούτο έγινε για τον λόγο ότι η ανωτέρω ρητά καταργούμενη διάταξη του ν. 201/1975 ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 3205/2003, με την παράγραφο 1 του οποίου είχαν καταργηθεί, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2470/1997 (στην παράγραφο 4 του οποίου προβλεπόταν η κατάργηση  «παροχών για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής»), προς άρση κάθε αμφιβολίας ως προς την ισχύ της ως άνω ρητά καταργούμενης πλέον διατάξεως. Επίσης στην ως άνω απόφαση αναφέρεται και η υπ’ αριθμ. 10/2005 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται ως κίνητρο για την προσέλευση μισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ενόψει της εξαιρετικά επίπονης εργασίας και του μικρού ύψους των αποδοχών και δεν αποτελεί αντάλλαγμα για απασχόληση πέραν του νομίμου ωραρίου, αλλά τμήμα των νομίμων αποδοχών του προσωπικού, το οποίο κατά την έναρξη ισχύος του ν. 201/1975 είχε νόμιμη υποχρέωση παροχής οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης, η δε μεταγενέστερη δια νόμου μείωση του νομίμου ωραρίου εργασίας δεν συνεπάγεται την κατάργηση ή τη μείωση της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, την οποία επομένως δικαιούνται όσοι απασχολούνται κατά πλήρες ωράριο εν γένει σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Περαιτέρω, κατά τα κριθέντα με την ως άνω απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η επίμαχη αμοιβή, λόγω της φύσεώς της ως μέρους των νομίμων αποδοχών των ανωτέρω κατηγοριών εργαζομένων δεν αποτελεί επίδομα και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, το οποίο αφορά τα ρητώς κατονομαζόμενα επιδόματα, μεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 201/1975.

 

 

9.         Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, παρατιθεμένων σκεπτικών των αποφάσεων των αντιστοίχων Ολομελειών υπ’ αριθμ. 3/2015 του Αρείου Πάγου και 1472/2016 του Συμβουλίου της Επικρατείας, η ερμηνευτική αντίθεση μεταξύ των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου ανάγεται στην έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997 και 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008. Και τούτο διότι, το μεν Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε ότι, ως προς το κρίσιμο ζήτημα, η επίμαχη πρόσθετη αμοιβή καταργήθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997 (από 1.1.1997), ενώ ο ’ρειος Πάγος έκρινε ότι η αμοιβή αυτή δεν καταργήθηκε με το νόμο αυτό αλλά με την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 3670/2008. Συνεπώς, το νομικό ζήτημα που επέλυσαν και τα δύο ανώτατα δικαστήρια είναι ταυτόσημο και από την άποψη αυτή ιδρύεται αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει δεκτά  στην τρίτη σκέψη.

 

 

10.       Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2470/1997, ο νομοθέτης, στο πλαίσιο της συνολικής αναμορφώσεως του μισθολογικού καθεστώτος της δημόσιας διοικήσεως, προέβη στην κατάργηση των επιδομάτων και των λοιπών μισθολογικού χαρακτήρα παροχών που, ανεξαρτήτως της ειδικότερης ονομασίας τους, χορηγούνταν υπό το προγενέστερο καθεστώς ως επαύξηση του βασικού μισθού. Κατά ρητή πρόβλεψη του νεότερου αυτού νόμου, στις καταργηθείσες παροχές περιλαμβάνονται και όσες αποτελούσαν κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής, χαρακτήρα που έχει και η μισθολογική παροχή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 η οποία, κατά τα παγίως κριθέντα, αποτελεί κίνητρο προσελκύσεως προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα. Αντίστοιχη ρύθμιση δεν περιείχε το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, οι διατάξεις του οποίου αφορούσαν, κυρίως, τα παντός είδους επιδόματα και τις αντίστοιχου χαρακτήρα αμοιβές και παροχές του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης. Κατ’ εκτίμηση τούτων και, λαμβανομένου, περαιτέρω, υπόψη ότι στον νόμο δεν περιέχεται ρητή πρόβλεψη περί διατηρήσεώς της, η επίμαχη παροχή πρέπει να θεωρηθεί καταργηθείσα από της ενάρξεως ισχύος του νεότερου νόμου. Το συμπέρασμα αυτό δεν έρχεται, εξάλλου, σε αντίθεση με την κρίση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περί του αληθούς χαρακτήρα της εν λόγω παροχής ως τμήματος των αποδοχών του απασχολούμενου στα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα προσωπικού (και όχι ως ανταλλάγματος για την πέραν του νομίμου ωραρίου απασχόλησή του), καθόσον τούτο ουδόλως μεταβάλει τον προέχοντα χαρακτήρα της αμοιβής αυτής ως πρόσθετης μισθολογικής παροχής, στοιχείο που, κατά τα ήδη εκτεθέντα, είναι κρίσιμο για την εφαρμογή της προμνησθείσης διατάξεως του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997. Εκ μόνου, εξ άλλου, του γεγονότος ότι, με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008 (Α΄ 117), καταργήθηκε εκ των υστέρων και ρητώς η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 δεν μπορεί, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν είχε καταργηθεί με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997, αλλά καταργήθηκε το πρώτον με το νεότερο νόμο (ν. 3670/2008), διότι, όπως προκύπτει  και από την εισηγητική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου, τούτο έγινε για τον λόγο ότι η ρητώς καταργούμενη διάταξη του ν. 201/1975 ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297), με την παράγραφο 1 του οποίου είχαν καταργηθεί, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2470/1997. Αν και κατά την γνώμη του Προέδρου Ν. Σακελλαρίου και των μελών του Δικαστηρίου Γ. Ποταμιά, Ι. Τσαλαγανίδη, Γ. Αναστασάκου, Δ. Μπιτζούνη και Κ. Χριστακάκου-Φωτιάδη, με την υπ’ αριθμ. 10/2005 απόφασή του, το Α.Ε.Δ. έκρινε ότι η πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, λόγω της φύσεώς της ως μέρους των νομίμων αποδοχών των εργαζομένων, δεν αποτελεί επίδομα και, για το λόγο αυτό, δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, με το οποίο καταργήθηκαν, πέραν των ρητώς κατονομαζομένων, όλα τα λοιπά γενικά και ειδικά επιδόματα ανεξάρτητα από την ονομασία και τον τρόπο καταβολής τους. Τόσο από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 8 και 19 του ν. 1505/1984, όσο και από την ρητή διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 2470/1997 προκύπτει ότι οι τακτικές αποδοχές των υπαλλήλων αποτελούνται από τον βασικό μισθό, αφ’ ενός, και από τα πάσης φύσεως και ονομασίας επιδόματα, αφ’ ετέρου, στα οποία περιλαμβάνονται και τα κίνητρα προσέλευσης και παραμονής. Και ναι μεν τα κίνητρα αυτά θεσπίζονται από τον νομοθέτη κατά κανόνα με την μορφή επιδομάτων, ειδικώς όμως προκειμένου περί της πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, εφ’ όσον το Α.Ε.Δ. έκρινε ότι αυτή δεν αποτελεί επίδομα, δεν μπορεί παρά να είναι μέρος του βασικού μισθού. Η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή καταργήθηκε ρητά, αυτή μόνη, με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008 (Α΄117), ακριβώς για το λόγο αυτό, διότι δηλαδή δεν είχε εμπέσει, ως μη αποτελούσα επίδομα, ούτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, με το οποίο καταργήθηκαν συλλήβδην πάντα τα μη ρητώς διατηρούμενα επιδόματα, ούτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 28 του ν. 3205/2003 ώστε να δύναται να θεωρηθεί ότι είχε αναβιώσει, εν όψει  της καταργητικής του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997 διατάξεως του ανωτέρω άρθρου 28 του ν. 3205/2003, και έχρηζε, ως εκ τούτου καταργήσεως. Με τα δεδομένα αυτά κατά τη γνώμη αυτή η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 δεν καταργήθηκε με τις διατάξεις του ν. 2470/1997 αλλά καταργήθηκε ρητώς με την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 3670/2008.

 

 

11.       Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αρθεί υπέρ της απόψεως του Συμβουλίου της Επικρατείας η αμφισβήτηση που ανέκυψε κατά τα προεκτεθέντα από τις αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου.

 

 

12.       Επειδή, σε δίκη που προκαλείται από παραπεμπτική απόφαση, κατά το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 345/1976, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής δικαστικής δαπάνης και εξόδων διαδικασίας (Α.Ε.Δ. 10/2005, 83/1997, 24/1993).

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 και 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, υπέρ της απόψεως του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017.

 

O Πρόεδρος                                      Η Γραμματέας   

 

 

Νικόλαος Σακελλαρίου                       Σουλτάνα Κουφιάδου

 

 

Και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 26 Οκτωβρίου 2017.

 

O Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                         Η Γραμματέας   

 

Αναστάσιος Γκότσης                                       Ελένη Γκίκα