ΜΠρΑθ 6892/2013

 

Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής - Αίτηση αναστολής - Επιταγή προς εκτέλεση - Παραίτηση από επιταγή προς εκτέλεση - Ασκηση δεύτερης ανακοπής - Δεύτερη επίδοση διαταγής πληρωμής - Δικαστικά έξοδα -.

 

Παραδεκτή σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής και αίτησης αναστολής κατ' άρθρα 632 παρ. 1 και 933 επ. ΚΠολΔ κατά διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση στην Τακτική Διαδικασία, εφόσον η απαίτηση δεν απορρέει εκ πιστωτικών τίτλων, αλλά από το κοινό δίκαιο. Δεύτερη δυνατότητα άσκησης ανακοπής κατ' άρθρο 633 παρ. 2 ΚΠολΔ μόνον εφόσον δεν έχει ήδη ασκηθεί ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ και εφόσον επιδίδεται για δεύτερη φορά η διαταγή πληρωμής. Ασκηση δεύτερης ανακοπής παρά την ήδη άσκηση πρώτης ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Δεύτερη επίδοση διαταγής πληρωμής. Συνέπειες. Περιπτωσιολογία. Νομική φύση της επιταγής προς εκτέλεση κατ' άρθρο 924 ΚΠολΔ. Δυνατότητα και τρόποι παραιτήσεως από την επιταγή. Σε περίπτωση παραιτήσεως από επιταγή προς εκτέλεση ο ανακόπτων στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος για εκδίκαση της ανακοπής και έκδοση απόφασης κατ' αυτής. Επιβολή εξόδων σε βάρος του παραιτούμενου και τρόπος εκκαθάρισης αυτών. Μετά την παραίτηση του καθ' ου από την επιταγή προς εκτέλεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη η ανακοπή κατ' άρθρο 632 παρ. 1 και λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος η ανακοπή κατ' άρθρο 933 ΚΠολΔ. Καταδίκη ανακόπτοντος στα δικαστικά έξοδα.

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ

 

 

Αριθμός Απόφασης 6892/2013

TO MONOMEΛEΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από το Δικαστή Νικόλαο Ζαγοριανό, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τον Γραμματέα Δημήτριο Μπασέτα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα, στις 26 Νοεμβρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του ανακόπτοντος : Δήμου Αθηναίων, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Δήμαρχο του Γεώργιο Καμίνη, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Λοσίων αρ. 22, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Στυλιανού Μπεζαντέ.

 

Των καθ' ων η ανακοπή : 1. …  και 4. …  οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο ο τρίτος μετά και οι λοιποί διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ιωάννη Γιαννόπουλου.

 

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 5.12.2012 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 16857/ 7.12.2012, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, γράφτηκε στο πινάκιο και εκφωνήθηκε στη σειρά της.

 

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν χους ισχυρισμούς τους και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

 

                    ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                        ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Ο ανακόπτων με την υπό κρίση ανακοπή, κατ' επιτρεπτή εκτίμηση του δικογράφου της, βάλλει, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτή, κατά της αναφερόμενης σ' αυτή διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου και της εκτελεστικής διαδικασίας, που επισπεύδεται, δυνάμει της πιο πάνω διαταγής πληρωμής, και ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη από εκείνον διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε για οφειλόμενη αποζημίωση από αναγκαστική απαλλοτρίωση, καθώς και η από 30.11.2011 επιταγή προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου και να καταδικαστούν οι καθ' ων στη δικαστική δαπάνη του.

 

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη ανακοπή, στην οποία παραδεκτά σωρεύονται (άρθρο 218 παρ. 1 και 585 παρ. 1 ΚΠολΔ) ανακοπές των άρθρων 632 παρ. 1 και 933 ΚΠολΔ, αφού υπάγονται στο παρόν καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρα 9, 10, 14 παρ. 2 [όπως η παράγραφος 2 του άρθρου 14, η οποία είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 2 Ν. 3994/2011, ΦΕΚ Α 165/25.7.2011, αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 άρθρου 6 Ν. 4055/2012, ΦΕΚ Α 51, με έναρξη ισχύος από 2 Απριλίου 2012], 632 και 933 [όπως ίο άρθρο 632  αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο   14 παρ. 1 Ν. 4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012, με έναρξη ισχύος από 2 Απριλίου 2012 και η παράγραφος 1 του άρθρου 933 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 παρ. 1 Ν. 4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012, με έναρξη ισχύος από 2 Απριλίου 2012] ΚΠολΔ) και δικάζονται με το ίδιο είδος διαδικασίας (τακτική, αφού η απαίτηση δεν απορρέει εκ πιστωτικού τίτλου, αλλά προέρχεται από το κοινό δίκαιο), η δε σύγχρονη εκδίκαση τους δεν επιφέρει σύγχυση, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Περαιτέρω, η υπό κρίση ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ' άρθρα 632 παρ. 1 και 934 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, καθόσον αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (υπ' αριθμ. 18.675/2010) του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την κάτωθι αυτού προσβαλλόμενη με ημερομηνία 30.11.2012 επιταγή προς εκτέλεση, επιδόθηκε από τους καθ' ων στην ανακόπτουσα στις 4.12.2012 (βλ. τη σχετική επισημείωση της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου … επί του προσκομιζόμενου μετ' επικλήσεως από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ανακόπτοντος αντιγράφου του α' εκτελεστού απογράφου της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής που επιδόθηκε στον ανακόπτοντα) και δεν έχουν επακολουθήσει άλλες πράξεις εκτέλεσης, το δε δικόγραφο της ένδικης ανακοπής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών την 7.12.2012 και επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των καθ' ων …, που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και την επίσης ανακοπτόμενη επιταγή του άρθρου 924 του ΚΠολΔ (άρθρα 632 παρ. 1 και 933 παρ. 1 ΚΠολΔ), την 7.12.2012 (βλ. την προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ανακόπτοντος υπ' αριθμ. 6905/7.12.2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …). Πρέπει, επομένως, κατά χα λοιπά να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή λόγων.

 

I. Από την παράγραφο 2 του άρθρου 633 ΚΠολΔ προβλέπεται και μία δεύτερη, πέραν εκείνης του άρθρου 632 του ιδίου ως άνω Κώδικα, δυνατότητα ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής. Πρώτιστη προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης είναι ότι ο οφειλέτης δεν άσκησε εμπρόθεσμα την κατ' άρθρο 632 ανακοπή. Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, η διάταξη δεν έχει εφαρμογή (ΠΠρΘεσσ 8975/1995 Αρμ. 1996. 1232, 1234), έστω και αν η συζήτηση της ματαιώθηκε (ΕφΑθ 5455/1994 Επισκ.ΕΔ 1996. 612, 615). Πιο πέρα, σωρευτικά απαιτούμενη προϋπόθεση της δεύτερης παραγράφου είναι ότι ο δανειστής, υπέρ του οποίου εκδόθηκε η διαταγή, προβαίνει σε δεύτερη επίδοση της προς τον οφειλέτη. Η επίδοση αυτή θέτει σε κίνηση νέα προθεσμία δέκα εργασίμων ημερών, μέσα στην οποία ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή, μόνον εφόσον πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις εφαρμογής της ως άνω διατάξεως. Σε αντίθετη περίπτωση, τυχόν δεύτερη επίδοση της διαταγής στον οφειλέτη παραμένει χωρίς έννομη σημασία από την άποψη της ως άνω παραγράφου της προαναφερόμενης διάταξης (ΕφΑθ 5455/1944 όπ.π., ΠΠρΘεσσ 8975/1995, όπ.ανωτ.), η δε τυχόν ασκούμενη υπό τα δεδομένα αυτά ανακοπή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Παρ' όλα αυτά, δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί το δικαίωμα δανειστή, όταν έχει ήδη ασκηθεί ανακοπή, να προβαίνει σε νέες επιδόσεις αντιγράφου διαταγής πληρωμής, εξαιτίας των ρυθμίσεων του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ. Τέτοιες επιδόσεις δεν είναι άκυρες και αυτές δεν θα έχουν μεν βάσει των ρηχών προβλέψεων του νόμου τις συνέπειες που προβλέπει αυτό το άρθρο, είναι δυνατό όμως να αποσκοπούν σε άλλες έννομες συνέπειες, όπως παραδείγματος χάριν σε επίδοση νέας επιταγής κάτω από το αντίγραφο σε περίπτωση παραίτησης από την προηγούμενη ή και σε περίπτωση που ο δανειστής επιδιώκει την έναρξη ή συνέχιση αναγκαστικής εκτελέσεως, όταν έχει ήδη παρέλθει έτος από την προηγούμενη επίδοση της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση κατ' άρθρο 926 παρ. 2 ΚΙΊολΔ κλπ (ΙΊΠρΘεσσ 8975/1995, όπ.π.).

 

Στην παρούσα περίπτωση ο ανακόπτων εκθέτει ότι εναντίον του εκδόθηκε, με αίτηση των καθ' ων, η υπ' αριθμ. 18.675/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του δικαστηρίου τούτου, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλλει τα αναφερόμενα στην υπό κρίση ανακοπή χρηματικά ποσά σε κάθε ένα καθ' ου, πλέον τόκων και εξόδων, ότι εμπρόθεσμα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 1.10.2010 ανακοπή του με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 16183/4.10.2010, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της ως άνω διαταγής πληρωμής, καθώς και ότι επ' αυτής (ανακοπής) εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1366/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ακύρωσε εν μέρει την προσβληθείσα διαταγή πληρωμής και περιόρισε τα επιδικασθέντα μ' αυτή ποσά για κάθε ένα καθ' ου. Ότι οι καθ' ων, την 4.12.2012, επέδωσαν εκ νέου την ως άνω διαταγή πληρωμής σ' εκείνον με: την από 30.11.2012 επιταγή προς εκτέλεση κάτωθι του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής, επιτάσσοντας τον να καταβάλλει σε έκαστο εξ αυτών (των καθ' ων) τα αναφερόμενα σ' αυτή χρηματική ποσά, όπως αυτά περιορίστηκαν δυνάμει της προαναφερόμενης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οπότε αυτός άσκησε κατ' αυτής εμπρόθεσμα την ένδικη ανακοπή κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 ΚΠολΔ. Όμως, σύμφωνα με την προεκτεθείσα πιο πάνω νομική σκέψη, η δεύτερη υπό κρισιολόγηση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού ο ανακόπτων έχει ήδη ασκήσει εμπρόθεσμα την προαναφερόμενη από 1.10.2010 ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής με την παρούσα υπό εξέταση ανακοπή και εφόσον στη προκειμένη περίπτωση δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η εκ νέου επίδοση της πληττόμενης διαταγής πληρωμής δεν θέτει σε κίνηση νέα προθεσμία, μέσα στην οποία ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει νέα ανακοπή κατ' αυτής (του άρθρου 632 ΚΠολΔ), η δε δεύτερη αυτή επίδοση της διαταγής πληρωμής στον ανακόπτοντα Δήμο - οφειλέτη έγινε από τους καθ' ων προκειμένου να επιδοθεί στον ανακόπτοντα νέα επιταγή προς εκτέλεση (που επίσης πλήττεται με την εδώ εξεταζόμενη ανακοπή) κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής και να συνεχιστεί από τους καθ' ων η επισπευδομένη αναγκαστική εκτέλεση, μετά την έκδοση από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών της ανωτέρω αναφερόμενης απόφασης του, με την οποία ακυρώθηκε εν μέρει η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και περιορίστηκαν τα επιδικασθέντα μ' αυτή χρηματικά ποσά για κάθε ένα καθ' ου.

 

II. Η κατ' άρθρο 924 του ΚΠολΔ επιταγή, που αποτελεί την πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, συνάμα δε και την προδικασία αυτής, είναι η έγγραφη πρόσκληση του επισπεύδοντος προς τον καθ' ου η εκτέλεση, με την οποία καλείται αυτός να εκπληρώσει την υποχρέωση του. Με την έννοια ότι δεν απευθύνεται ούτε λαμβάνει χώρα ενώπιον δικαστηρίου, η επιταγή είναι εξώδικη πράξη. Συνάμα όμως αποτελεί και διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, το δε έγγραφο της επιταγής φέρει το χαρακτήρα του δικογράφου. Περαιτέρω από άποψη νομικής φύσεως της εμπεριεχόμενης δηλώσεως βουλήσεως του επιτάσσοντος, αυτή αποτελεί πράξη δικαίου υπό τη στενή του όρου έννοια και ειδικότερα δικαστική πράξη ανακοινώσεως βουλήσεως (βλ. σχετ. I. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, κάτω από το άρθρο 924, παρ. 114 με εκεί παραπομπές στη νομική θεωρία και νομολογία) ή κατ' άλλη ορολογία «οιονεί δικαιοπραξία», κατευθυνόμενη προς ορισμένο αποτέλεσμα επερχόμενο εκ του νόμου ανεξαρτήτως των ηθελημένων από τον επιτάσσοντα αποτελεσμάτων (Μπαλή, Γεν. Αρχαί, παρ. 32). Συνέπεια της άνω φύσεως της επιταγής είναι η δυνατότητα παραιτήσεως από αυτήν (άρθρα 294, 299 του ΚΠολΔ) με δήλωση που καταχωρίζεται σία πρακτικά (κατά τη συζήτηση της κατ' αυτής ασκηθείσας ανακοπής) ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του επιτάσσοντος (άρθρο 297 του ΚΠολΔ), η δε παραίτηση από την επιταγή προς εκτέλεση έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται πως δεν ασκήθηκε η επιταγή (δεν πραγματοποιήθηκε η επίδοση αυτής) και να στερείται εντεύθεν αντικειμένου η κατ' αυτής ασκηθείσα ανακοπή (ΑΠ 80/2004 ΕλλΔνη 45. 745, ΑΠ 614/2001 ΕλλΔνη 43. 120, ΕφΑΘ 8180/2004 Τ.Ν.Π. ΔΣΑ). Η παραίτηση δε αυτή από την επιταγή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, όμως μόνη η επίδοση νέας επιταγής δεν υποδηλώνει παραίτηση από την προηγούμενη (ΕφΑΘ 8058/2007 ΕλλΔνη 49. 1099). Έτσι ο ανακόπτων, σε περίπτωση που η ανακοπή του ασκήθηκε πριν την επίδοση του δικογράφου παραιτήσεως από την επιταγή σ' αυτόν από τον επιτάσσοντα, στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος για την εκδίκαση της ανακοπής του και την έκδοση αποφάσεως επί αυτής (ΕφΑΘ 4340/1993 ΕλλΔνη 37. 398). Τέλος τα έξοδα της παραιτήσεως από την επιταγή προς πληρωμή επιβάλλονται σε βάρος του διαδίκου που παραιτήθηκε και εκκαθαρίζονται από το αρμόδιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο) κατά τη διαδικασία των άρθρων 679 επ. του ΚΠολΔ, σύμφωνη με τα άρθρα 188 και 192 εδ. Β' του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 8659/2000 ΕλλΔνη 43. 794, ΕφΑΘ 4340/1993 ΕλλΔνη 37. 398).

 

Εν προκειμένω, με τους υπό στοιχεία 2Α1, 2Β1α, 2Β1β και ΓΙ λόγους της σωρευθείσας υπό κρισιολόγηση ανακοπής κατά της επισπευδομένης σε βάρος του ανακόπτοντος Δήμου αναγκαστικής εκτέλεσης ο τελευταίος επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου ε§ απογράφου της υπ' αριθμ. 18.675/2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η εν λόγω ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης του άρθρου 933 του ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη έλλειψη εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος Δήμου, επειδή ο πληρεξούσιος δικηγόρος των καθ' ων με τις έγγραφες προτάσεις τους, που κατέθεσε εμπρόθεσμα, καθώς και με δήλωση του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, παραιτήθηκε νομότυπα (άρθρα-294, 295 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, από την προσβαλλόμενη με ημερομηνία 30.11.2012 επιταγή προς εκτέλεση και ως εκ τούτου θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε η ένδικη επιταγή, δηλαδή ότι δεν πραγματοποιήθηκε η επίδοση αυτής με αποτέλεσμα να στερούνται εντεύθεν αντικειμένου οι κατ' αυτής παραπάνω λόγοι της ασκηθείσας ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος Δήμου.

 

Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς έρευνα, πρέπει, να απορριφθεί η κρινόμενη ανακοπή στο σύνολο της και πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ανακόπτοντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα των καθ' ων, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους (άρθρα 176, 188 παρ. 1, 189, 191 παρ. 2 και 192 του ΚΠολΔ), μειωμένη κατ' άρθρο 281 παρ. 2 του Ν. 3463/2006, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφαση

 

 

                         ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων.

 

Απορρίπτει την ανακοπή.

 

Επιβάλλει σε βάρος του ανακόπτοντος τη δικαστική δαπάνη των καθ' ων, το ποσό της οποίας ορίζει σε οκτακόσια δέκα (810) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια

συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2013, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ     Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ