ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΚαλαμάτας 6/2019

 

Εμπορικές μισθώσεις - Καταγγελία - Κακή χρήση μισθίου - Μεταβίβαση μισθίου - Αγωγή απόδοσης μισθίου - Πληρεξουσιότητα -.

 

Αντισυμβατική κακή χρήση του μισθίου. Δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας. Προϋπόθεση η ύπαρξη διαμαρτυρίας προς τον μισθωτή και αυτός παρά τη διαμαρτυρία να συνεχίζει την κακή χρήση. Εγγύηση. Μεταβίβαση του μισθίου διαρκούσης της εμπορικής μίσθωσης. Η μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης στον νέο κτήτορα χωρεί εκ ου νόμου. Υπεισέλευση του νέου κτήτορα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του παλαιού. Συντελείται με τη μεταγραφή του μεταβιβαστικού συμβολαίου. Αγωγή απόδοσης της χρήσης μισθίου. Ισχύει ως καταγγελία της σύμβασης. Ο ασκήσας την αγωγή υποχρεούται να αποδείξει κατά τη συζήτησή της την πληρεξουσιότητα εκείνου που υπέγραψε το δικόγραφο ως πληρεξούσιος δικηγόρος. Η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να γίνει για πρώτη φορά μεταγενεστέρως πριν ή στη δευτεροβάθμια δίκη, οπότε θεραπεύονται οι άκυρες διαδικαστικές πράξεις της πρωτοβάθμιας δίκης που έγιναν χωρίς πληρεξουσιότητα λόγω έγκρισής τους εκ των υστέρων.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνου Νικολαρόπουλου, LL.M.).

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 6/2019

(Αριθμός κατάθεσης αγωγής: ./16-02-2017)

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ-ΜΙΣΘΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Διακογεωργίου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από τη Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Καλαμάτας Πρόεδρο Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Πολυξένη Χριστοπούλου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 2 Οκτωβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ..., κατοίκου Ο. Μεσσηνίας, με ΑΦΜ ... Δ.Ο.Υ. ., και 2) ..., κατοίκου Ο. Μεσσηνίας, με ΑΦΜ . Δ.Ο.Υ. ., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο διά των πληρεξούσιων δικηγόρων τους Κωνσταντίνου Νικολαρόπουλου (AM ΔΣΑ 33084) και Δημητρίου Δρακόπουλου (AM ΔΣΚαλ 559), που προσκόμισαν τα υπ' αριθμό Π. και Κ. γραμμάτια προκαταβολής των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Καλαμάτας αντίστοιχα και κατέθεσαν προτάσεις.

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ..., κατοίκου Δ. Μεσσηνίας, με ΑΦΜ . Δ.Ο.Υ. ., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Χρήστου Παναγιωτόπουλου (AM ΔΣΚαλ), που προσκόμισε το υπ' αριθμό Κ. γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Καλαμάτας και κατέθεσε προτάσεις.

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 02/02/2017 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 16/02/2017, έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./2017, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά κατά τη δικάσιμο της 17/10/2017 και κατόπιν αναβολής κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία ενεγράφη στο πινάκιο με αριθμό 10.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

I. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 594 του ΑΚ, η οποία κατ' άρθρο 15 του π.δ. 34/1995 εφαρμόζεται και επί εμπορικών μισθώσεων, ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, αν ο μισθωτής, παρά τις διαμαρτυρίες του, δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε ή δεν τηρεί την συμπεριφορά που πρέπει απέναντι στους άλλους ενοίκους. Με την εν λόγω διάταξη θεσπίζεται υποχρέωση του μισθωτή, να χρησιμοποιεί το μίσθιο με επιμέλεια, σύμφωνα με τη συμφωνημένη χρήση και να τηρεί την αρμόζουσα συμπεριφορά προς τους λοιπούς ενοίκους, σε περίπτωση δε που παραβεί την υποχρέωση του αυτή, ιδρύεται δικαίωμα του εκμισθωτή να καταγγείλει τη μίσθωση και να ζητήσει αποζημίωση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, προϋπόθεση του παρεχόμενου στον εκμισθωτή δικαιώματος προς άμεση καταγγελία της μίσθωσης είναι αφενός ο μισθωτής να μη χρησιμοποιεί το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε με τους όρους της σύμβασης, αφετέρου να εξακολουθεί την κακή ή αντισυμβατική χρήση, παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή. Μεταχείριση του μισθίου χωρίς επιμέλεια συνιστά κάθε βλάβη αυτού, καθώς και κάθε αυθαίρετη, χωρίς τη συναίνεση του εκμισθωτή, επέμβαση του μισθωτή, εξαιτίας της οποίας αλλοιώνεται ουσιωδώς η γενική και ειδική διαμόρφωση, διάταξη και όψη του μισθίου, που έχουν γίνει και προοριστεί από τον εκμισθωτή για την εξυπηρέτηση του οικονομικού του σκοπού (βλ. ΑΠ 739/2008, 1097/2004, ΕφΘεσσαλ 546/2017, 2244/2013 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, αντισυμβατική κακή χρήση του μισθίου υπάρχει όταν ο μισθωτής δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο κατά τη συμφωνημένη χρήση, ήτοι τη χρήση εκείνη που ανταποκρίνεται στους όρους της σύμβασης, στους σκοπούς που επιδιώκουν οι συμβαλλόμενοι, στο είδος και στον προορισμό του μισθίου, στην καλή πίστη και στα συναλλακτικά ήθη (βλ. ΑΠ 1097/2004, ΕφΘεσσαλ 546/2017 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, άρθρο 594, σελ. 1149 παρ. 5 επ). Σε περίπτωση κακής χρήσης ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας και μάλιστα χωρίς προθεσμία. Προϋπόθεση, όμως, της καταγγελίας της μισθωτικής σχέσης είναι προηγουμένως ο εκμισθωτής να διαμαρτυρηθεί προς τον μισθωτή και αυτός, παρά τη διαμαρτυρία, να συνεχίζει την κακή χρήση. Η διαμαρτυρία λαμβάνει χώρα με μονομερή άτυπη απευθυντέα δήλωση, που αποτελεί οιονεί δικαιοπραξία, μπορεί να είναι προφορική, αλλά μπορεί να περιέχεται και στην αγωγή απόδοσης που έχει ισχύ καταγγελίας, οπότε όμως η εμμονή του μισθωτή μέχρι τη συζήτηση της αγωγής ιδρύει το παρεχόμενο στον εκμισθωτή δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης (βλ. ΑΠ 1254/2001 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, το ποσό, το οποίο κατά τη σύναψη της μίσθωσης δίνεται από το μισθωτή στον εκμισθωτή για την καλή εκτέλεση των όρων της σύμβασης από μέρους του και αποκαλείται καταχρηστικά εγγύηση, διότι δεν έχει καμία σχέση με τη σύμβαση εγγυήσεως, όπως αυτή ρυθμίζεται από τα αρθρ. 847 επ. του ΑΚ, αποτελεί στην πραγματικότητα εγγυοδοσία και έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει κάθε απαίτηση του εκμισθωτή από τη σύμβαση μισθώσεως. Η εξασφάλιση αυτή περιλαμβάνει απαιτήσεις: α) για ζημιές από μεταβολές και φθορές στο μίσθιο πέρα από τη συνήθη χρήση, β) για την πληρωμή δαπανών που βαρύνουν το μισθωτή (κοινόχρηστα, δαπάνες κατανάλωσης νερού, ηλεκτρικού ρεύματος και τηλεφώνου κλπ.), γ) για την εξόφληση καθυστερούμενων μισθωμάτων με το αναλογούν σε αυτά τέλος χαρτοσήμου, και τους τόκους υπερημερίας αυτών, δ) την καταβολή συμφωνημένων ποινών, και ε) ποινικής ρήτρας για την περίπτωση της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του μισθωτή. Η εγγύηση δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο και διέπεται από τη γενόμενη γι' αυτή συμφωνία (άρθρ. 361 ΑΚ) σε συνδυασμό και με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (άρθρ. 173, 200, 288 ΑΚ). Μετά τη λήξη της μίσθωσης η δοθείσα εγγύηση επιστρέφεται, εφόσον ο εκμισθωτής δεν έχει κάποια από τις αναφερθείσες απαιτήσεις κατά του μισθωτή ή δεν συντρέχει λόγος κατάπτωσης αυτής, οπότε αυτή λειτουργεί ως ποινική ρήτρα (βλ. ΑΠ 1193/2013 δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Αρείου Πάγου). Συνήθως δίνεται ως εγγυοδοσία και αποτελεί ειδικότερα προκαταβολή (416 ΑΚ) του ίδιου του (ενδεχόμενου) οφειλέτη μισθωτή έναντι μελλοντικού χρέους του που θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογιστεί σε αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας (βλ. ΑΠ 394/2007 ΕλΔ 49/1059). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 404 ΑΚ ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή ως ποινή χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα) για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την παροχή, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 405 ΑΚ η ποινή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή περιέλθει σε υπερημερία, η κατάπτωση δε της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμιά ζημιά (βλ. ΑΠ 1848/2007 ΕλΔ 48.1434, ΕφΔωδ 24/2016 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Περαιτέρω, με το άρθρο 3 του Ν. 1229/1982 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 813/1978, η οποία όριζε πως «οι διατάξεις των άρθρων 614-618, 1164 ΑΚ και 1009 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και επί των υπαγομένων εις τον παρόντα νόμον μισθώσεων». Κατόπιν τούτου δεν ισχύει στις μισθώσεις που υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 813/1978 και ήδη του π.δ. 34/1995, η ρύθμιση του κοινού δικαίου ως προς την τύχη της μισθωτικής σχέσης σε περίπτωση μεταβίβασης του μισθίου κατά τη διάρκεια αυτής. Επιπλέον δε, είναι αυτονόητος ο αποκλεισμός της εφαρμογής των καταργούμενων αυτών διατάξεων, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 29 του Ν. 813/1978 και ήδη 44 του π.δ. 34/1995, που ορίζει ότι «οι μισθώσεις του παρόντος διατάγματος, εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο σ' αυτό, διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους και τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα». Η έννοια αυτή του άρθρου 3 του Ν. 1229/1982, ότι δηλαδή η με αυτό κατάργηση του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 813/1978, δεν έγινε για λόγους νομοτεχνικούς, ενόψει της υπάρχουσας στο νόμο αυτό γενικής παραπομπής στον Αστικό Κώδικα (άρθρο 29), αλλά με τη βούληση μη εφαρμογής στις εμπορικές μισθώσεις των άρθρων 614 και 616 ΑΚ και 1009 ΚΠολΔ, προκύπτει σαφώς και από τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 του ίδιου νόμου (1229/1982), η οποία ορίζει ότι «δικαστικαί αποφάσεις... εκδοθείσαι επί αγωγών στηριζόμενων επί της καταργούμενης διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 813/1978, μη εκτελεσθείσαι μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, δεν εκτελούνται, πλην των περί εξόδων διατάξεων αυτών». Δηλονότι, κατά το άνω άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 1229/1982 δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 614, 616 ΑΚ- στις οποίες το άρθρο 7 παρ. 1 του νόμου αυτού παρέπεμπε ως εφαρμοστέες - ακόμη και στις περιπτώσεις που υπάρχουν εκτελεστές αποφάσεις που στηρίζονται στην εφαρμογή τους (βλ. ΟλΑΠ 6/2004). Στην περίπτωση επομένως μεταβίβασης του μισθίου διαρκούσης της εμπορικής μίσθωσης, η μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης στο νέο κτήτορα χωρεί εκ του νόμου και μάλιστα χωρίς τις διατυπώσεις των άρθρων 614 και 615 του ΑΚ. Έτσι, ο νέος κτήτορας υπεισέρχεται από το νόμο στη μισθωτική σχέση απεριόριστα και αποκτά για λογαριασμό του τα σχετικά δικαιώματα στην έκταση που τα είχε και ο δικαιοπάροχος του εκμισθωτής (βλ. ΟλΑΠ 6/2004, ΑΠ 593/1991, ΑΠ 494/1989, ΑΠ 799/1987, ΑΠ 802/1987, ΑΠ 343/1987). Προκειμένου να χωρήσει κατά τις προηγούμενες διατάξεις υπεισέλευση του νέου κτήτορα στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του παλαιού αναφορικά με την εμπορική μίσθωση, πρέπει να επέλθει μεταβίβαση του μίσθιου ακινήτου για νόμιμη αιτία και μεταγραφή της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας κατά τα άρθρα 1033, 1192 αριθ. 1, 1194 παρ. 1, 1198 και 1201 ΑΚ. Η κατά τα ως άνω υπεισέλευση συντελείται από την μεταγραφή του μεταβιβαστικού συμβολαίου (βλ. ΑΠ 1095/2004 ΕλλΔνη 46. 467). Η έννοια της υπεισέλευσης είναι ότι από και διά της ολοκληρώσεως της εκποιήσεως, της μεταγραφής δηλαδή της οικείας μεταβιβαστικής της κυριότητος πράξεως, μεταβιβάζεται αυτοδικαίως και ex lege ολόκληρη η ενοχική σχέση της μισθώσεως όπως προϋπήρχε, αποκοπτομένου για το μέλλον παντός ενοχικού δεσμού μεταξύ του μισθωτή και του αρχικού εκμισθωτή - παλαιού κτήτορα (βλ. ΑΠ 1484/2014 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 

Τέλος, όταν πρόκειται για καταγγελία σύμβασης μίσθωσης, η οποία ασκείται με το δικόγραφο της αγωγής για απόδοση της χρήσης του μίσθιου ακινήτου, είτε ρητά, είτε πλασματικά κατά το άρθρο 619 ΚΠολΔ (προΐσχύσαν άρθρο 662 ΚΠολΔ), κατά το οποίο η άσκηση της αγωγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου ισχύει ως καταγγελία της σύμβασης, κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 211, 216, 217, 232, 233 ΑΚ αλλά ισχύουν τα άρθρα 94 επ ΚΠολΔ. Σύμφωνα με αυτά, ο ασκήσας την αγωγή υποχρεούται κατ' αρχήν, να αποδείξει κατά τη συζήτηση, την πληρεξουσιότητα εκείνου που υπέγραφε και επέδωσε την αγωγή ως πληρεξούσιος δικηγόρος. Η άσκηση όμως της αγωγής είναι προπαρασκευαστική πράξη και συνεπώς, η πληρεξουσιότητα του δικηγόρου που υπογράφει την αγωγή, επομένως και την περιεχόμενη σ' αυτήν καταγγελία, θεωρείται κατ' άρθρο 104 ΚΠολΔ ότι υπάρχει, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι προσκομίζεται το πληρεξούσιο έγγραφο ή χορηγείται η πληρεξουσιότητα προφορικά, ενώ, εξάλλου, δεν είναι απαραίτητη, η αναφορά στην αγωγή της πληρεξουσιότητας του δικηγόρου που υπογράφει την αγωγή με την ενσωματωμένη σ' αυτή καταγγελία, ούτε ο τρόπος χορήγησης σ' αυτόν της πληρεξουσιότητας. Προσέτι, κατά το άρθρο 232 ΑΚ μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρήθηκε από αντιπρόσωπο χωρίς να έχει εξουσία αντιπροσώπευσης είναι άκυρη. Κατά το άρθρο 233 ΑΚ μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον από αντιπρόσωπο, ο οποίος δεν έχει εξουσία, εφόσον ο άλλος δεν την απέκρουσε γι' αυτόν το λόγο, είναι ισχυρή, αφότου την ενέκρινε ο αντιπροσωπευόμενος. Το άλλο μέρος έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον αντιπροσωπευόμενο να εγκρίνει ρητά την δικαιοπραξία μέσα σε εύλογη προθεσμία, που του καθορίζει. Από τις διατάξεις αυτές του νόμου σαφώς προκύπτει ότι, η μονομερής δικαιοπραξία, όταν γίνεται από αντιπρόσωπο που στερείται πληρεξουσίου, είναι άκυρη και ότι σε περίπτωση δικαιοπραξίας απευθυνόμενης σε άλλο, όπως είναι η καταγγελία συμβάσεως, αυτή, παρά την έλλειψη της πληρεξουσιότητας, ισχυροποιείται, εφόσον εγκριθεί από τον αντιπροσωπευόμενο, πρέπει όμως η έγκριση να γίνει πριν αποκρουσθεί η δικαιοπραξία από το άλλο μέρος για τον λόγο ότι έγινε χωρίς να έχει εξουσία αντιπροσωπεύσεως ο εμφανιζόμενος ως αντιπρόσωπος. Τα ανωτέρω ισχύουν και όταν πρόκειται για καταγγελία σύμβασης μίσθωσης από τον εκμισθωτή η οποία ασκείται με το δικόγραφο της αγωγής, για απόδοση της χρήσης του μισθίου ακινήτου είτε ρητά είτε κατά το άρθρο 662 ΚΠολΔ, δι' ασκήσεως αγωγής περί αποδόσεως της χρήσεως του μισθίου ακινήτου, η οποία ισχύει ως καταγγελία της μεταχείρισης ως προς την πληρεξουσιότητα έναντι της αγωγής. Έτσι, στην περίπτωση αυτή δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 220 του ΑΚ, κατά το οποίο μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλο χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου, είναι άκυρη, εάν αυτός προς τον οποίο απευθύνεται την αποκρούσει αμέσως, αλλά έχουν εφαρμογή τα άρθρα 94 επόμενα του ΚΠολΔ. Επομένως ο ασκήσας την αγωγή υποχρεούται να αποδείξει κατά την συζήτηση αυτής, την πληρεξουσιότητα εκείνου που υπέγραψε το δικόγραφο ως πληρεξούσιος δικηγόρος, με την προσαγωγή του ή με διορισμό δια δήλωσης στο ακροατήριο του δικαστηρίου και τούτο γιατί η άσκηση της αγωγής είναι προπαρασκευαστική πράξη και συνεπώς η πληρεξουσιότητα του δικηγόρου που υπέγραψε την δικογραφία με την περιεχόμενη σ' αυτό καταγγελία της μίσθωσης θεωρείται ότι υπάρχει υπό την προϋπόθεση ότι προσκομίζεται το πληρεξούσιο-έγγραφο ή χορηγείται η πληρεξουσιότητα προφορικά, όπως προαναφέρθηκε. Η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να γίνει για πρώτη φορά μεταγενεστέρως πριν ή στη δευτεροβάθμια δίκη, οπότε θεραπεύονται οι άκυρες διαδικαστικές πράξεις της πρωτοβάθμιας δίκης, που έγιναν χωρίς πληρεξουσιότητα, λόγιο της έγκρισης τους εκ των υστέρων (βλ. ΑΠ 1621/2013 δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Αρείου Πάγου).

 

II. Στην προκειμένη περίπτωση, στην κρινόμενη αγωγή, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, εκτίθεται ότι δυνάμει του από 14/11/2007 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, ο πρώτος ενάγων εκμίσθωσε στον εναγόμενο το περιγραφόμενο στην αγωγή ισόγειο κατάστημα μετά του ακάλυπτου χώρου αυτού, ευρισκόμενο στην Ο  Μεσσηνίας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πρατήριο διάθεσης-πώλησης τυποποιημένων παραδοσιακών και τυροκομικών προϊόντων, καθώς και ως εστιατόριο και καφετέρια. Ότι η συμβατική διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε για εννέα έτη, ήτοι από την 01/01/2008 έως τις 31/12/2016, με δυνατότητα τριετούς ανανέωσης από την πλευρά του μισθωτή, ενώ ως μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε για τα δύο έτη της μίσθωσης το ποσό των 2.000,00 ευρώ πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου ύψους 3,6% επί του αναλογούντος μισθώματος, αναπροσαρμοζόμενο μετά το πέρας των δύο ετών κατά 5% ετησίως επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθώματος. Ότι, ακολούθως, δυνάμει της υπ' αριθμό 14/2014 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 2.000,00 ευρώ για τρία έτη, αναπροσαρμοζόμενο στη συνέχεια ετησίως σε ποσοστό ίσο προς την ετήσια μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή. Ακόμη, ότι ο μισθωτής κατά τη σύναψη της σύμβασης μίσθωσης κατέβαλε το ποσό των 4.000,00 ευρώ ως «εγγύηση καλής χρήσης του μισθίου», η συμφωνία δε αυτή φέρει το χαρακτήρα ποινικής ρήτρας. Περαιτέρω, εκτίθεται ότι δυνάμει του υπ' αριθμό ./21-12-2007 συμβολαίου σύστασης δικαιώματος επικαρπίας ορισμένου χρόνου λόγω γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Ο. ..., το οποίο μεταγράφηκε νομίμως στο υποθηκοφυλακείο Ο.  στον τ. . με αριθμό . στις 08/01/2008, ο πρώτος ενάγων μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής το δικαίωμα επικαρπίας επί του μίσθιου καταστήματος για δώδεκα έτη στον δεύτερο ενάγοντα. Ότι κατά τις αρχές του 2010 ο εναγόμενος, κατά παράβαση των όρων των συμφωνητικού και της επιβαλλόμενης επιμελείας, προέβη στην κατασκευή των περιγραφόμενων στην αγωγή αυθαίρετων κτισμάτων, παρά δε τις συνεχείς διαμαρτυρίες των εναγόντων, δεν συμμορφώνεται και διατηρεί τις ως άνω κατασκευές στο μίσθιο. Με βάση το ως άνω ιστορικό, οι ενάγοντες, επικαλούμενοι την περιγραφόμενη στην αγωγή κακή χρήση του μισθίου εκ μέρους του εναγομένου, κατά την προσήκουσα εκτίμηση των αιτημάτων τους, ζητούν: α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και κάθε τρίτος που έλκει από αυτόν δικαιώματα να τους αποδώσει τη χρήση του μίσθιου ακινήτου, και β) να αναγνωριστεί ότι το καταβληθέν ως εγγύηση ποσό των 4.000,00 ευρώ κατέπεσε υπέρ αυτών ως ποινική ρήτρα. Τέλος, ζητούν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

 

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 14 παρ.1 εδ.β', 16 αρ. 1 και 29 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα, των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 1, 615-620 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της κρινόμενης αγωγής βλ. παρ. 3 άρθρου 1 άρθρου 9 Ν. 4335/2015). Επιπλέον ασκείται παραδεκτά, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 15 και 44 π.δ. 34/1995, 361, 404-407, 574, 594 ΑΚ, 176, 191 παρ. 2, 907, 910 αρ. 1 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 22 του Ν. 4172/2013, από την έναρξη ισχύος του τελευταίου νόμου, η οποία ορίσθηκε με το άρθρο 112 του ίδιου νόμου η 23η Ιουλίου 2013, παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του Ν. 2238/1994, συμπεριλαμβανόμενων και όλων των κανονιστικών πράξεων και εγκυκλίων που έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση του, μεταξύ δε των καταργούμενων διατάξεων περιλαμβάνονται και οι διατάξεις των άρθρων 81 παρ. 3 και 88 παρ. 1 του ως άνω ν. 2238/1994. Οι τελευταίες διατάξεις προέβλεπαν ότι προκειμένου να εκδοθεί δικαστική απόφαση επί αγωγής αποδόσεως μισθίου θα πρέπει να προσκομισθεί από τον ενάγοντα πιστοποιητικό, από το οποίο να προκύπτει ότι δηλώθηκαν τα μισθώματα του επίδικου ακινήτου κατά την τελευταία διετία πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης. Συνεπώς, ενόψει του ότι με τον τελευταίο ως άνω νόμο δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη με τις ως άνω καταργηθείσες, κατά το σκέλος με το οποίο ζητείται η απόδοση του επίδικου μισθίου, δεν απαιτείται η προσκομιδή του ως άνω πιστοποιητικού (βλ. και ΜΠρΘεσσαλ 4001/2018 αδημ., ΜΠρΗρακλ 793/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να εξετασθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, ενόψει και του ότι προσκομίζεται το από 10/3/2019 πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο χορηγείται πληρεξουσιότητα προς την υπογράφουσα την κρινόμενη αγωγή δικηγόρο Ιωάννα Μελιτσιώτη, η οποία ενέχει έγκρισης της έγερσης της εν λόγω αγωγής και της εμπεριεχόμενης σε αυτήν καταγγελία της ένδικης μίσθωσης. Περαιτέρω, με τις προτάσεις που κατέθεσαν, οι ενάγοντες ζητούν επικουρικά να διαταχθεί η απόδοση του μίσθιου ακινήτου λόγω της λήξεως του συμβατικού χρόνου διάρκειας της μίσθωσης. Εντούτοις, με τον ως άνω ισχυρισμό προστίθεται επικουρική βάση στην κρινόμενη αγωγή, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 608 εδ. α' ΑΚ. Εντούτοις, η προσθήκη της ως άνω επικουρικής βάσης της αγωγής είναι απαράδεκτη ελλείψει προδικασίας και πρέπει να απορριφθεί, αφού η επιβοηθητική άσκηση αγωγής μπορεί να γίνει μόνο με το δικόγραφο της κύριας αγωγής ή με ιδιαίτερο αγωγικό δικόγραφο, όχι όμως με τις προτάσεις (βλ. ΑΠ 491/2005, 351/2005, 713/2002 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Από την άλλη πλευρά, ο εναγόμενος, με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του καταχωρηθείσα στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου (591 παρ. 1 εδ. γ' και δ' ΚΠολΔ), αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενος ειδικότερα ότι οι δύο από τις τρεις αναφερόμενες κατασκευές έχουν ανεγερθεί από τον ίδιο (το ξύλινο κιόσκι και η αποθήκη), το αναφερόμενο όμως ορθογώνιο λαμαρινοσκεπές υπόστεγο 70,20 τ.μ. δεν βρίσκεται εντός του καταστήματος του ούτε χρησιμοποιείται από τον ίδιο. Επιπλέον, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι από το έτος 2008 οι ενάγοντες είχαν συναινέσει στην ανέγερση των αναφερόμενων στην αγωγή κτισμάτων εκ μέρους του εναγομένου, τα οποία αφενός ήταν αναγκαία για τη λειτουργία της επιχείρησης αυτού, αφετέρου, κατά τη συμφωνία τους, είναι ευχερής η απομάκρυνση τους κατά την αποχώρηση του εναγομένου από το μίσθιο. Ότι, σε κάθε περίπτωση, από την πολεοδομική τακτοποίηση αυτών εκ μέρους του πρώτου ενάγοντος προκύπτει η εκ των υστέρων έγκριση της κατασκευής τους. Επικουρικά, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η κρινόμενη αγωγή ασκείται καταχρηστικά κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθώς, όπως επί λέξει αναφέρει στις προτάσεις του: «ο αντίδικος συμφώνησε, άλλως ουδέποτε αντέλεξε, δημιουργώντας μου, έτσι, εδραία και ασφαλή πεποίθηση περί του επιτρεπτού ανέγερσης των (δύο) επίδικων κατασκευών, που αφορούν στο μίσθιο κατάστημα και διατήρησης αυτών μέχρι του χρόνου αποχώρησης μου». Πλην όμως, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, ήτοι ότι ο αντίδικος συμφώνησε καθώς και ότι ουδέποτε αντέλεξε στις ένδικες κατασκευές, αναιρούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ήτοι του άρθρου 594 ΑΚ, το οποίο για την εφαρμογή του και τη θεμελίωση του δικαιώματος καταγγελίας εκ μέρους του εκμισθωτή, προϋποθέτει διαμαρτυρία αυτού. Συνεπώς, ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστά άρνηση της αγωγής.

 

III. Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος ... που εξετάσθηκε επιμέλεια των εναγόντων καθώς και από την ανωμοτί εξέταση του εναγομένου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι καταθέσεις των οποίων περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από το σύνολο των εγγράφων που νομίμως μετ' επικλήσεως προσκομίζονται από τους διαδίκους, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω χωρίς να παραλειφθεί η συνεκτίμηση κανενός, και από τις ομολογίες για τις οποίες θα γίνει παρακάτω ειδική και περιοριστική μνεία αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 14/11/2007 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης, ο πρώτος ενάγων ... εκμίσθωσε στον εναγόμενο ένα ισόγειο κατάστημα 242,80 τ.μ. μετά του ακάλυπτου χώρου αυτού εκτάσεως 1.608,27 τ.μ., ήτοι ακίνητο συνολικής έκτασης 1.851,07 τ.μ., του οποίου είχε την πλήρη κυριότητα, ευρισκόμενο στην Ο Μεσσηνίας επί της Ε.Ο. Καλού Νερού-Τσακώνας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τον εναγόμενο ως πρατήριο διάθεσης-πώλησης τυποποιημένων παραδοσιακών και τυροκομικών προϊόντων, καθώς και ως εστιατόριο και καφετέρια. Η συμβατική διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε για εννέα έτη, ήτοι από την 01/01/2008 έως τις 31/12/2016, έκτοτε δε η διάρκεια της ως άνω μίσθωσης παρατάθηκε αναγκαστικά δυνάμει του άρθρου 5 του Π.Δ. 34/1995, το οποίο εφαρμόζεται για την παρούσα μίσθωση που ίσχυε ήδη κατά τη δημοσίευση του Ν. 4242/2014 (28/02/2014-άρθρα 13 παρ. 1 και 2α τελευταίου νόμου, βλ. και Χ. Παπαδάκη, Εγχειρίδιο Εμπορικών Μισθώσεων, εκδ. Σάκκουλα, β' έκδ. 2016, σελ. 131 παρ. 231). Ως μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε για τα δύο πρώτα έτη της μίσθωσης το ποσό των 2.000,00 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου ύψους 3,6%, αναπροσαρμοζόμενο μετά το πέρας των δύο ετών κατά 5% ετησίως επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθώματος. Ακολούθως, δυνάμει της υπ' αριθμό 14/2014 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 2.000,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής και για τρία έτη, αναπροσαρμοζόμενο στη συνέχεια ετησίως σε ποσοστό ίσο προς την ετήσια μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή. Προσέτι, δυνάμει του υπ' αριθμό ./21-12-2007 συμβολαίου σύστασης δικαιώματος επικαρπίας ορισμένου χρόνου λόγω γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Ο. ..., το οποίο μεταγράφηκε νομίμως στο υποθηκοφυλακείο Ο. στον τ. . με αριθμό . στις 08/01/2008, ο πρώτος ενάγων μεταβίβασε στον δεύτερο ενάγοντα, υιό του, λόγω γονικής παροχής το δικαίωμα επικαρπίας, για χρονικό διάστημα δώδεκα ετών, τμήματος του μίσθιου ακινήτου, ειδικότερα δε του ισόγειου καταστήματος συνολικού εμβαδού 242,80 τ.μ., ο τελευταίος δε, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά το ως άνω τμήμα του μείζονος ακινήτου, υπεισήλθε αυτοδικαίως, χωρίς τις διατυπώσεις των άρθρων 614 και 615 ΑΚ, από τη μεταγραφή του μεταβιβαστικού συμβολαίου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ένδικης μίσθωσης, ενώ ως προς τον ακάλυπτο χώρο εκτάσεως 1.608,27 τ.μ. ο πρώτος ενάγων διατηρεί τα δικαιώματα και της υποχρεώσεις εκ της ένδικης μίσθωσης (βλ. και ΕφΠειρ 900/2009 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το έτος 2010, σε χρόνο κατά τον οποίο απουσίαζαν οι ενάγοντες, χωρίς την προηγούμενη συναίνεση ή έγκριση αυτών, αλλά και χωρίς την προηγούμενη έκδοση οικοδομικής άδειας, ο εναγόμενος κατασκεύασε στην ανατολική πλευρά του μισθίου ένα ορθογώνιο ξύλινο κιόσκι διαστάσεων 12,00 μ. επί 6,00 μ., ήτοι 72,00 τ.μ., καθώς και μία ορθογώνια λαμαρινοσκεπή αποθήκη διαστάσεων 4,00 μ. επί 3,50 μ., ήτοι 14,00 τ.μ., ευρισκόμενη στη νότια πλευρά του μισθίου όπισθεν του καταστήματος, ήτοι δύο εκ των τριών περιγραφόμενων στην αγωγή αυθαίρετων κατασκευών (βλ. και την ένορκη κατάθεση μάρτυρος). Οι ανωτέρω αυθαίρετες κατασκευές διαπιστώθηκαν σε αυτοψία των αρμόδιων υπαλλήλων της Πολεοδομίας Καλαμάτας στις 10/9/2010 και στις 28/02/2011, με αποτέλεσμα να επιβληθεί στον πρώτο ενάγοντα διοικητικό πρόστιμο, ο ίδιος δε να αναγκασθεί να προβεί στην πολεοδομική τακτοποίηση τους δυνάμει του Ν. 4178/2013 (βλ. τις από 10/9/2010 και από 28/02/2011 εκθέσεις αυτοψίας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Δήμου Καλαμάτας, την υπ' αριθμό ./04-5-2015 δήλωση ένταξης του Ν. 4178/2013, καθώς και την από 10/02/2017 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού ...). Η ανέγερση των δύο ως άνω κατασκευών για την εκμετάλλευση αυτών από την επιχείρηση του εναγομένου ομολογείται από τον τελευταίο, πλην όμως ο ίδιος ισχυρίζεται ότι οι κατασκευές αυτές ανεγέρθηκαν το έτος 2008, κατόπιν ρητής εντολής και συναίνεσης του πρώτου ενάγοντα και στα πλαίσια του προορισμού του μισθίου ως επαγγελματικής στέγης, και μάλιστα με κατασκευαστή τον κουμπάρο του πρώτου ενάγοντα επ' ονόματι . υπό την επιτήρηση του ενάγοντα, με αμοιβή που κατέβαλε ο ίδιος (εναγόμενος). Εντούτοις, ουδόλως αποδεικνύεται προηγούμενη, έστω και σιωπηρή συναίνεση ή μεταγενέστερη έγκριση του εν λόγω ενάγοντος για τις πιο πάνω κατασκευές, και μάλιστα χωρίς την έκδοση της απαιτούμενης οικοδομικής άδειας, εξάλλου οι ως άνω κατασκευές δεν κρίνονται αναγκαίες για την εξυπηρέτηση της ασκούμενης από τον εναγόμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας στο μίσθιο. Επιπλέον, η μεταγενέστερη πολεοδομική τακτοποίηση δυνάμει του Ν. 4178/2013 των ως άνω αυθαίρετων κατασκευών εκ μέρους του πρώτου ενάγοντα ουδόλως μπορεί να εκληφθεί ως έγκριση της κατασκευής αυτών, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, ενόψει του ότι έλαβε χώρα προς αποτροπή της επιβολής στον ενάγοντα περαιτέρω διοικητικών και ποινικών κυρώσεων. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν επανειλημμένα για τις ως άνω αυθαίρετες κατασκευές, τόσο προφορικά (βλ. ένορκη κατάθεση μάρτυρος), όσο και διά εξώδικων δηλώσεων [βλ. την από 12-8-2012 εξώδικη δήλωση του πρώτου ενάγοντα προς τον εναγόμενο, κοινοποιηθείσα στον τελευταίο στις 14-8-2012 (υπ' αριθμό ./14-8-2012 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας δικαστικού επιμελητή ...), καθώς και την από 10/9/2014 εξώδικη δήλωση του ίδιου ενάγοντα προς τον εναγόμενο κοινοποιηθείσα στον τελευταίο στις 17-9-2014 (υπ' αριθμό ./17-9-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας ...)]. Επιπλέον, ο πρώτος ενάγων άσκησε την από 03/10/2014 υπ' αριθμό κατάθεσης ./13-10-2014 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά του εναγομένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, ζητώντας να υποχρεωθεί ο τελευταίος να κατεδαφίσει τις ως άνω αυθαίρετες κατασκευές, η συζήτηση της οποίας (αίτησης) προσδιορίστηκε αρχικά κατά τις 25/11/2014, ακολούθως δε κατά τις 27/01/2015, ότε και ματαιώθηκε λόγω βουλευτικών εκλογών, επαναφέρθηκε δε προς συζήτηση δυνάμει της από 17/3/2015 υπ' αριθμό κατάθεσης 121/2015 κλήσης, η συζήτηση της οποίας όμως εκ νέου ματαιώθηκε. Εξάλλου, ως προς τον δεύτερο ενάγοντα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας, διαμαρτυρία αυτού για τις ως άνω αυθαίρετες κατασκευές περιλαμβάνεται και στην υπό κρίση αγωγή.

 

 Συνεπώς, ενόψει του οι προεκτεθείσες αυθαίρετες επεμβάσεις του εναγομένου στο μίσθιο ακίνητο αλλοιώνουν σε ικανή έκταση τη μορφή του, ειδικότερα δε αλλοιώνουν τη μορφή τόσο του ακάλυπτου χώρου του οποίου εκμισθωτής και πλήρης κύριος παραμένει ο πρώτος ενάγων, όσο και του ισόγειου καταστήματος, ως προς το οποίο στα απορρέονται εκ της εν λόγω μίσθωσης δικαιώματα έχει υπεισέλθει ο δεύτερος ενάγων, επιπλέον δε ενόψει του ότι οι ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν προς τον εναγόμενο, αλλά αυτός έως τον χρόνο συζήτησης της αγωγής δεν επανέφερε το μίσθιο στην προηγούμενη κατάσταση, και ότι οι ενάγοντες, για την κακή αυτή χρήση του μισθίου από την εναγόμενο, κατήγγειλαν με την αγωγή τη μίσθωση, εκ της περιέλευσης δε της ως άνω καταγγελίας στον εναγόμενο με την επίδοση της κρινόμενης αγωγής έληξε η υπό κρίση μίσθωση (βλ. την υπ' αριθμό .β/23-02-2017 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στην περιφέρεια του Εφετείου Καλαμάτας δικαστικής επιμελήτριας ...), ο εναγόμενος πρέπει να υποχρεωθεί να αποδώσει στους ενάγοντες τη χρήση του εν λόγω μισθίου, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσης. Περαιτέρω, με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο μισθωτής κατά τη σύναψη της σύμβασης μίσθωσης κατέβαλε το ποσό των 4.000,00 ευρώ ως «εγγύηση καλής χρήσης του μισθίου», η συμφωνία δε αυτή φέρει το χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, ζητούν δε να αναγνωριστεί ότι το ως άνω ποσό κατέπεσε υπέρ αυτών ως ποινική ρήτρα. Ειδικότερα, στη δεύτερη παράγραφο του πέμπτου όρου του συμφωνητικού ορίζονται τα ακόλουθα: «Ο μισθωτής θα προκαταβάλει στον εκμισθωτή σήμερα το ποσό των 4.000 ευρώ ως εγγύηση καλής χρήσης του μισθίου». Εντούτοις, από την εν λόγω συμφωνία, καθ' ερμηνεία αυτής κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με την αληθή βούληση των μερών αλλά και την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, συνάγεται ότι ουδόλως η ως άνω συμφωνία φέρει τον χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, ήτοι συμφωνίας περί κατάπτωσης της εν λόγω ποινής ανεξαρτήτως ζημίας του εκμισθωτή. Αντιθέτως, η ως άνω συμφωνία φέρει τον χαρακτήρα εγγυοδοσίας, και δη προκαταβολής (ΑΚ 416) έναντι τυχόν μελλοντικού χρέους του εναγομένου από ενδεχόμενη κακή χρήση του μισθίου, οπότε και θα καταλογισθεί σε αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας, κατά τα επικρατούντα συναλλακτικά ήθη. Εξάλλου, σε άλλο όρο του ίδιου συμφωνητικού, στον οποίο οι συμβαλλόμενοι επιθυμούσαν τη συνομολόγηση συμφωνίας περί ποινικής ρήτρας, το όρισαν ρητά. Ειδικότερα στον τέταρτο όρο του συμφωνητικού ορίζονται τα ακόλουθα: «Μετά τη λήξη της μίσθωσης ο μισθωτής υποχρεούται να αποχωρήσει και να παραδώσει το μίσθιο στον εκμισθωτή και η μη συμμόρφωση του θα συνεπάγεται κατάπτωση ποινικής ρήτρας εις βάρος του 100 ευρώ ημερησίως πέραν του αναλογούντος μισθώματος». Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο το αίτημα των εναγόντων να αναγνωρισθεί ότι το καταβληθέν ποσό των 4.000,00 ευρώ έχει εκπέσει υπέρ αυτών ως ποινική ρήτρα. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού απορριφθεί ό,τι κρίθηκε απορριπτέο κατά τα ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδώσει στους ενάγοντες το μίσθιο ακίνητο, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσης. Ακόμη, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος, πρέπει η παρούσα απόφαση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή (άρθρ. 910 αριθμ. 1 ΚΠολΔ).

 

Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, ενόψει της εν μέρει ήττας τους, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, βαρύνουν τον εναγόμενο που ηττήθηκε στη δίκη αυτή (άρθρα 176, 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ)

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο και κάθε τρίτο που έλκει δικαιώματα από αυτόν ή το κατέχει στο όνομα και για λογαριασμό του το μίσθιο να αποδώσει στους ενάγοντες το μίσθιο ακίνητο, ήτοι ένα ισόγειο κατάστημα 242,80 τ.μ. μετά του ακάλυπτου χώρου αυτού εκτάσεως 1.608,27 τ.μ., ήτοι ακίνητο συνολικής έκτασης 1.851,07 τ.μ., ευρισκόμενο στην Ο. Μεσσηνίας επί της Ε.Ο. Καλού Νερού-Τσακώνας και ειδικότερα στον πρώτο ενάγοντα τον ακάλυπτο χώρο του μίσθιου ακινήτου εκτάσεως 1.608,27 τ.μ. και στον δεύτερο ενάγοντα το ισόγειο κατάστημα εκτάσεως 242,80 τ.μ..

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, ήτοι το ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Καλαμάτα στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 14 Μαρτίου 2019.

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ