ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ 489/2003

 

Αυτοκινητικό ατύχημα - Αλλοδαποί - Κάρτα Προσωρινής Αδείας Παραμονής - Κάρτα Παραμονής - Ανωτέρα βία - Διαφυγόν κέρδος - Ολοσχερής καταστροφή οχήματος - Ενσταση συμψηφισμού αξίας υπολειμμάτων -.

 

Οι αλλοδαποί που έχουν εφοδιασθεί με κάρτα προσωρινής άδειας παραμονής και οι κάτοχοι κάρτας παραμονής περιορισμένης χρονικής διάρκειας απολαμβάνουν τα ίδια εργασιακά δικαιώματα και έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις με τους Έλληνες εργαζομένους από πλευράς αμοιβής, όρων και συνθηκών εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης. Αλβανός υπήκοος με ελληνική εθνικότητα νόμιμα εγκατεστημένος στην Ελλάδα, ο οποίος εξαιτίας τραυματισμού του σε αυτοκινητικό ατύχημα, δεν μπόρεσε να συμπληρώσει και υποβάλει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά αιτήσεως για τη χορήγηση πράσινης κάρτας παρά μόνο μετά την αποθεραπεία του, νομίμως ζητεί κατ' αρχήν αποζημίωση για την απώλεια εισοδημάτων λόγω του ατυχήματος στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο από ανώτερη βία δεν μπόρεσε να τηρήσει τις προθεσμίες για την απόκτηση αδείας παραμονής και εργασίας στη Χώρα. Η αναγραφή της ολοκληρωτικής καταστροφής του πράγματος και της αξίας του κατά τον χρόνο της καταστροφής αρκούν για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής περί αποζημιώσεως και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται, προκειμένου περί καταστροφής οχήματος, οι επί μέρους βλάβες που προκλήθηκαν σε αυτό, η δαπάνη αποκαταστάσεως του, ο τύπος του οχήματος, το έτος κατασκευής και η κατάσταση του κατά τον χρόνο του ατυχήματος, διότι τα στοιχεία αυτά δεν ανάγονται στην ιστορική βάση της αγωγής και μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις. Σε περίπτωση ολοσχερούς καταστροφής οχήματος που άφησε υπολείμματα με κάποια περιουσιακή αξία, ο ζημιωθείς ενάγων μπορεί να αφαιρέσει την αξία των υπολειμμάτων από το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως, εάν όμως δεν το πράξει, ο εναγόμενος δικαιούται με ένσταση να ζητήσει τον συνυπολογισμό της αξίας τους.

 

 

Κείμενο Απόφασης

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Απόστολο Στρατίτη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Γεωργόπαυλο, Σαράντη Δρινέα, Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Ισμήνη Φραγκούλη. Συνεδρίασε δημόσια ατό ακροατήριο του στις 13 Φεβρουαρίου 2003, έτους, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Α' Εφεση: Των εκκαλούντων: 1) Κ.Φ. του Θ., κατοίκου Πατρών, 2) Π.Λ. του Ν., κατοίκου Χαλανδρίτσας Πατρών και 3) Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων, με την επωνυμία "GENERAL UNION, ΓΕΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ Α.Ε.Ε.Γ.Α.", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος τους Αννα Μαρινάκη. Των εφεσίβλητων: 1) Ε. συζ. Χ.Β. και 2) Δ.Β. του Χ., κατοίκων Πατρών, τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Τάκης Παπαδόπουλος. Β' Εφεση: Των εκκαλούντων: 1) Ε. συζ. Χ.Β. και 2) Δ.Β. του Χ., κατοίκων Πατρών, τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ανδρέας Ζήκος. Των εφεσίβλητων: 1) Κ.Φ. του Θ., κατοίκου Πατρών, 2) Π.Λ. του Ν., κατοίκου Χαλανδρίτσας Πατρών και 3) Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρίας Γενικών Ασφαλειών, με την επωνυμία "GENERAL UNION (ΓΕΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ) Α.Ε." που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος τους Αννα Μαρινάκη. Οι εφεσίβλητοι (Α' Εφεση), με την από 2.10.1998 αγωγή τους, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, ζήτησαν να γίνει δεκτή για όσα αναφέρονται σ' αυτή. Το Δικαστήριο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 81/2000 οριστική απόφαση του, με την οποία δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή. Την πιο πάνω οριστική απόφαση προσέβαλαν προς το Δικαστήριο τούτο οι διάδικοι: α) οι εκκαλούντες (Α' Έφεση) με την από 17-5-2000 έφεση τους (αριθμ. εκθ. καταθέσεως 276/2000) και β) οι εκκαλούντες (Β' Εφεση) με την από 4-10-2001 έφεσή τους (αριθμ. εκθ. καταθέσεως 639/2001), ζητώντας να γίνουν δεκτές για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτές. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν, τις οποίες ανέπτυξαν και προφορικά.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Επειδή φέρονται προς συζήτηση α) η από 17-5-2000 (αρ. κατ. 276/2000) έφεση του Κ.Φ., Π.Λ. και ασφαλιστικής εταιρείας "GENERAL UNION, ΓΕΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΑΕΕΓΑ" και β) η από 4-10-2001 (αρ. κατ. 639/2001) έφεση των Ε.Β. και Δ.Β. κατά της 81/2000 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφαλίσεως του (αρθρ. 681 Α του Κ.Πολ.Δ.) και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή αποζημιώσεως των υπό στοιχ. β' εκκαλούντων από αυτοκινητικό ατύχημα. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως (αρθρ. 495, 511, 518 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), Επομένως, πρέπει να γίνουν τύποις δεκτές, να συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ των συνάφειας, κατ' αρθρ. 246 του ίδιου Κώδικα και να εξετασθούν κατ' ουσίαν. Επειδή από τις διατάξεις των αρθρ. 297 και 298 του ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση καταστροφής πράγματος η ζημία συνίσταται στην αξία αυτού, το ποσό της οποίας αποτελεί και την επιδικαστέα στον κύριο του πράγματος αποζημίωση, όταν αυτή παρέχεται σε χρήμα. Η αναγραφή της ολοκληρωτικής καταστροφής του πράγματος και της αξίας του κατά τον χρόνο της καταστροφής αρκούν για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής περί αποζημιώσεως και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται προκειμένου περί καταστροφής οχήματος οι επί μέρους βλάβες που προκλήθηκαν σε αυτό, η δαπάνη αποκαταστάσεως του, ο τύπος του οχήματος, το έτος κατασκευής και η κατάσταση του κατά τον χρόνο του ατυχήματος, διότι τα στοιχεία αυτά δεν ανάγονται στην ιστορική βάση της αγωγής και μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξείς (βλ. Εφ.Αθ. 9689/98, Δικ. 2000.454, όπου και άλλες παραπομπές). Εξάλλου, σε περίπτωση ολοσχερούς καταστροφής οχήματος που άφησε υπολείμματα με κάποια περιουσιακή αξία, ο ζημιωθείς ενάγων μπορεί να αφαιρέσει την αξία των υπολειμμάτων από το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως, εάν όμως δεν το πράξει ο εναγόμενος δικαιούται με ένσταση να ζητήσει τον συνυπολογισμό της αξίας τους (βλ. Εφ.Αθ. 9041/97, Δικ. 98.888, 6416/85, Δνη 87.659, Εφ.Πειρ. 527/97, Δνη 99.353). Στην ένδικη υπόθεση, η ενάγουσα Ε. συζ. Χ.Β. εξέθετε ότι κατά το αναφερόμενο ατύχημα από υπαιτιότητα του εναγόμενου Κ.Φ. κατεστράφη ολοσχερώς η δίκυκλη μοτοσυκλέτα ιδιοκτησίας της, που οδηγούσε ο υιός της Δ., εργοστασίου YAMAHA, τύπου Τ80, μοντέλο 1993, αξίας 300.000 δρχ, και ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να της καταβάλουν το παραπάνω ποσό. Με το ως άνω περιεχόμενο το κονδύλιο αυτό είναι πλήρως ορισμένο, όπως ορθώς δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και ο πέμπτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων κατά το πρώτο του σκέλος με τον οποίο αυτοί ισχυρίζονται ότι είναι αόριστο, διότι δεν ανέφερε το πρώτο έτος κυκλοφορίας του οχήματος δεν είναι βάσιμος. Οι ίδιοι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πρότειναν σε συμψηφισμό την αξία των υπολειμμάτων του οχήματος που κατεστράφη με την αποζημίωση, που ζητείται με την αγωγή ισχυριζόμενοι ότι η μοτοσυκλέτα υπέστη ζημιές μόνο στο εμπρόσθιο μέρος και επομένως, από την αποζημίωση που ζητεί η ενάγουσα για την ολική καταστροφή του οχήματος πρέπει να αφαιρεθεί η αξία του τμήματος που δεν υπέστη ζημιές, δηλαδή το μεσαίο και το οπίσθιο τμήμα αυτής, αξίας 100.000 δρχ. Με αυτό το περιεχόμενο η ένσταση των εναγομένων είναι νόμιμη και επαρκώς ορισμένη στηριζομένη στις διατάξεις των αρθρ. 297 και 298 του ΑΚ. Ετσι, η εκκαλουμένη απόφαση που την απέρριψε ως αόριστη, διότι δεν ανέφερε ειδικά το είδος και την αξία των υλικών που διασώθηκαν, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και ο αυτός πέμπτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων κατά το δεύτερο σκέλος του είναι βάσιμος.

  Επειδή από την κατάθεση του μάρτυρα Π.Β., που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, την 109/99 ένορκη βεβαίωση της συμβολαιογράφου Πατρών Αγγελικής Γιοβάνη - Βαλέριου, που ελήφθη νομοτύπως (βλ. Εφ, Αθ. 4904/99, Δνη 2001.457, άπου και άλλες παραπομπές) και όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν κι επικαλούνται οι διάδικοι (εκτός από την υπεύθυνη δήλωση επί εντύπου του Ν. 1599/86, οι οποίες δεν αποτελούν παραδεκτό αποδεικτικό μέσο ούτε στη διαδικασία αυτή, αφού έχουν ληφθεί για να χρησιμοποιηθούν στην προκειμένη δίκη, (βλ. ΑΠ ολ. 8/87, Δνη 87.628, ΑΠ 671/86, Δνη 87.838), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 2-2-1998 και ώρα 22:40 ο δεύτερος ενάγων Δ.Β. οδηγούσε την ΑΧΜ ... δίκυκλη μοτοσυκλέτα ιδιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας επί της οδού Πατρών - Πύργου στην Παραλία Πατρών με κατεύθυνση προς τη θέση Μουρτά. Οταν είχε φθάσει στο ύψος του αριθμού 59 της άνω οδού, που είναι διπλής κατευθύνσεως, με πλάτος οδοστρώματος 8,00 μ. και διπλή διαχωριστική γραμμή, ο πρώτος εναγόμενος που οδηγούσε το Χ - ... Δ,Χ, επιβατηγό αυτοκίνητο (ταξί), ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγομένου και ασφαλισμένου για τις ζημιές προς τρίτους στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, κινούμενος από την αντίθετη κατεύθυνση, έστριψε αιφνιδίως αριστερά ως προς την πορεία του για να εισέλθει σε παρακείμενο χώρο στάθμευσης (πιάτσα) ταξί, καταλαμβάνοντας έτσι το οδόστρωμα στο οποίο εκινείτο κανονικά ο δεύτερος ενάγων με αποτέλεσμα να συγκρουσθούν μετωπικά τα δύο οχήματα. Η σύγκρουση οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του αυτοκινήτου, ο οποίος παραβιάζοντας τη διπλή διαχωριστική γραμμή έστριψε αριστερά και παρενεβλήθη στην πορεία της μοτοσυκλέτας, της οποίας ο οδηγός δεν είχε το χρονικό περιθώριο να αντιδράσει λόγω της απότομης στροφής του αυτοκινήτου (βλ. ιδίως έκθεση αυτοψίας, σχεδιάγραμμα και απόσπασμα από το βιβλίο συμβάντων του Τμήματος Τροχαίας Πατρών, καθώς και προανακριτική απολογία του πρώτου εναγομένου από την οποία προκύπτει εμμέσως παντελής έλλειψη προσοχής, αφού/ όπως αναφέρεται, "δεν είχα διανύσει δύο μέτρα περίπου (από τη στιγμή που έστριψε αριστερά) όταν συγκρούσθηκα με ένα μοτοποδήλατο που ερχόταν από Πάτρα προς Ροϊτικα", γεγονός που υποδηλώνει ότι εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα χωρίς να ελέγξει προηγουμένως και να αναμείνει τη διέλευση των επ' αυτού κινουμένων οχημάτων, των οποίων η ορατότητα δεν περιοριζόταν. Η εκκαλουμένη απόφαση, επομένως, που είπε τα ίδια και απέρριψε την επικουρικώς προβληθείσα ένσταση συνυπαιτιότητας του δεύτερου ενάγοντος που πρότειναν οι εναγόμενοι, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και ο πρώτος λόγος της εφέσεως των τελευταίων δεν είναι βάσιμος. Από τη σύγκρουση υπέστη σημαντικές ζημιές η ματοσυκλέτα στον σκελετό, κοντέρ, βάση τιμονιού, σέλα, εμπρόσθιο φτερό, διακόπτη κ.ά. και για την επισκευή της θα έπρεπε να αντικατασταθούν τα περισσότερα εξάρτηματα, γεγονός που την καθιστούσε όχι μόνο ασύμφορη αλλά και επικίνδυνη, διότι δεν θα μπορούσε να αποδοθεί ασφαλής στην κυκλοφορία (βλ. και έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Βασιλείου Κοτήρη, που διενεργήθηκε κατ' εντολή της ασφαλιστικής εταιρείας, όπου σημειώνεται ότι το μοτοποδήλατο είναι "γενικώς κατεστραμμένο όλο εκτός από μερικό ανεπαίσθητα σώστρα". Επομένως, θεωρείται ότι κατεστράφη ολοσχερώς. Ηταν εργοστασίου YAMAHA, τύπου Τ80, 79 κ.ε., μοντέλο 1993, αξίας κατά τον χρόνο της συγκρούσεως 250.000 δρχ. Η αξία των υπολειμμάτων ανερχόταν σε 30.000 δρχ. κι έτσι έπρεπε να επιδικασθεί το ποσό των 220.000 δρχ. Η εκκαλουμένη απόφαση που επιδίκασε για την αιτία αυτή 250.000 δρχ. (όπως ελέχθη, είχε απορρίψει ως αόριστη την ένσταση συμψηφισμού της αξίας των υπολειμμάτων) εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και ο συναφής πέμπτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων είναι εν μέρει βάσιμος, αβάσιμος δε ο σχετικός λόγος της εφέσεως της πρώτης ενάγουσας με τον οποίο παραπονείται ότι κακώς δεν επιδίκασε το αιτούμενο ποσό των 300.000 δρχ. Περαιτέρω, κατά το ατύχημα τραυματίσθηκε ο δεύτερος ενάγων, οδηγός της μοτοσυκλέτας, ο οποίος υπέστη συντριπτικό κάταγμα δεξιάς κνήμης, εξάρθρημα αριστερού ισχύου και θλαστικό τραύμα άνω χείλους. Πρέπει να σημειωθεί ότι η παράλειψη του παθόντος να φέρει κράνος κατά τη στιγμή της συγκρούσεως δεν συνδέεται αιτιωδώς με τη σωματική βλάβη που υπέστη, αφού εκτός από το ελαφρό θλαστικό τραύμα στο άνω χείλος δεν τραυματίσθηκε στο κεφάλι και οι επίδικες αξιώσεις σχετίζονται και προέρχονται από τον τραυματισμό στη δεξιά κνήμη και το αριστερό ισχίο. Η εκκαλουμένη απόφαση, συνεπώς, που απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος που πρότειναν οι εναγόμενοι συνισταμένη στο ότι ο παθών συντέλεσε ο ίδιος κατά ποσοστό 50% τουλάχιστον στον τραυματισμό του και τις εξ αυτού ζημίες, διότι δεν φορούσε προστατευτικό κράνος, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και ο δεύτερος λόγος της εφέσεως τους δεν είναι βάσιμος. Ο παθών νοσηλεύθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ρίου από 3 έως 19-2-98, όπου υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση του κατάγματος. Επανεισήχθη από 24 έως 26-2-98 και στη συνέχεια παρέμεινε κλινήρης στην οικία του επισκεπτόμενος κατά διάφορα χρονικά διαστήματα τα εξωτερικά ιατρεία του Νοσοκομείου. Την 22-6-98 έγινε αφαίρεση του γύψου, ενώ του συνεστήθη η αποφυγή βαρείας εργασίας για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός έτους από του ατυχήματος (βλ. ιδίως την από 19-5-98 γνωμάτευση του ιατρού Σ.Π. της Ορθοπεδικής Κλινικής του άνω Νοσοκομείου, καθώς και το από 8-3-99 πιστοποιητικό της ίδιας Κλινικής). Κατά την περίοδο της νοσηλείας του στο Νοσοκομείο λόγω αδυναμίας του να εξυπηρετηθεί προσέλαβε ως αποκλειστική νοσοκόμο την Κ.Τ., στην οποία κατέβαλε το ποσό των 226.594 δρχ. συνολικά. Επίσης, μετά την έξοδο του από το Νοσοκομείο και επί χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών που παρέμεινε κλινήρης ήταν αναγκαία η μίσθωση των υπηρεσιών τρίτου προσώπου για πέντε ώρες ημερησίως, στο οποίο κατέβαλε 90.000 δρχ. μηνιαίως και συνολικά 360.000 δρχ. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα υπεβλήθη σε επί πλέον δαπάνη εκ δρχ. 1000 ημερησίως και συνολικά 120.000 δρχ. για τη λήψη βελτιωμένης τροφής από κρέας, ψάρια, γαλακτοκομικά, χυμούς, απαραίτητα για την επούλωση και αποκατάσταση του τραύματος. Η εκκαλουμένη απόφαση που επιδίκασε τα παραπάνω ποσά για τις αιτίες αυτές ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και οι συναφείς λόγοι των εφέσεων με τους οποίους ο μεν ενάγων παραπονείται, διότι δεν επιδικάσθηκε το σύνολο των αιτουμένων με την αγωγή ποσών, οι δε εναγόμενοι, διότι έπρεπε να επιδικασθούν καθόλου ή μικρότερα ποσά, δεν είναι βάσιμοι. Εξάλλου, κατά το αρθρ. 298 ΑΚ η αποζημίωση περιλαμβάνει εκτός άλλων και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κάποιος με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Σε περίπτωση ατυχήματος ο ζημιωθείς μπορεί να αξιώσει από τον υπαίτιο το εισόδημα που θα αποκτούσε εάν δεν συνέβαινε το ατύχημα, από νόμιμη πάντως και όχι παράνομη ή ανήθικη δραστηριότητα (βλ. ΑΠ 539/79, ΝοΒ 27.587, Εφ.Αθ. 10157/97, Δνη 98.1637, 1713/97, Δνη 98.605, 10611/95, Δνη 93.601). Σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο διατάξεις των αρθρ. 17 παρ. 4, 23 παρ. 1 και 36 του Ν. 1975/1991, η άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος ή η ανάληψη οποιασδήποτε εργασίας οπό αλλοδαπό απαγορεύεται, εκτός αν ο ενδιαφερόμενος έχει εφοδιασθεί με σχετική άδεια από τον Υπουργό Εργασίας ή άλλη εξουσιοδοτημένη από αυτόν αρχή. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών, Εθνικής Αμυνας, Εσωτερικών, Οικονομικών, Εργασίας και Δημοσίας Τάξεως καθορίζονται οι προϋποθέσεις, η διάρκεια και η διαδικασία δικαιώματος εισόδου, διαμονής και εργασίας των ομογενών. Μέχρι να εκδοθούν τα προεδρικά διατάγματα και οι υπουργικές αποφάσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις που ρυθμίζουν τα συναφή θέματα, εφόσον δεν αντίκεινται στον παρόντα νόμο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι και για τους αλλοδαπούς ομογενείς, εφόσον δεν έχει εκδοθεί η κοινή υπουργική απόφαση με την οποία καθορίζονται οι προϋποθέσεις διαμονής και εργασίας τους, έχει εφαρμογή η διάταξη του αρθρ. 23 παρ. 1 του παραπάνω νόμου και για την ανάληψη οποιασδήποτε εργασίας στην Ελλάδα πρέπει και αυτοί να είναι εφοδιασμένοι με σχετική άδεια από τον Υπουργό Εργασίας ή άλλη εξουσιοδοτημένη αρχή, η έλλειψη της οποίας καθιστά άκυρη τη σύμβαση εργασίας κατά τα αρθρ. 3, 174 και 180 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 815/97, ΝοΒ 46.521, Εφ. Αθ. 10611/95, ο.π., αλλά και Εφ. Αθ. 4818/2000 (πλειοψ.), ΝοΒ 51.1110). Εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι ο παθών ήταν Αλβανός υπήκοος με ελληνική εθνικότητα νόμιμα εγκατεστημένος στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το αρθρ. 2 του ΠΔ 358/97, το οποίο ρυθμίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης της κάρτας περιορισμένης χρονικής διάρκειας, θα πρέπει για τη χορήγηση αυτής να υποβληθεί μέχρι την 31-10-98 αίτηση από τον ενδιαφερόμενο αλλοδαπό στην αρμόδια υπηρεσία του ΟΑΕΔ το έγγραφο της παρ. 3 του αρθρ.2 του ΠΔ 358/97, δηλαδή η κατά τα ανωτέρω πιστοποίηση του ΟΑΕΔ, που καλείται Κάρτα Προσωρινής Αδείας Παραμονής, μαζί με τα δικαιολογητικά του αρθρ. 2 παρ. 2 του ΠΔ 358/97, καθώς και δικαιολογητικά που θα αποδεικνύουν ότι έχει πραγματοποιήσει εισόδημα ανειδίκευτου εργάτη που αντιστοιχεί σε 40 εργάσιμες ημέρες για το χρονικό διάστημα από 1-1-98 έως την ημερομηνία υποβολής των δικαιολογητικών. Για τη χορήγηση της Κάρτας Παραμονής αποφασίζει η άνω υπηρεσία του ΟΑΕΔ, με σύμφωνη γνώμη της οριζόμενης στο αρθρ. 2 παρ. 2 του ΠΔ 359/97 επιτροπής και σε περίπτωση άρνησης των αρμοδίων οργάνων του ΟΑΕΔ για τη χορήγηση αυτής μπορεί να ασκηθεί προσφυγή εντός προθεσμίας 15 ημερών από την κοινοποίηση της αρνητικής αποφάσεως, ή της αρνητικής σύμφωνης γνώμης ενώπιον της οριζόμενης στο άρθρ. 5 του αυτού ΠΔ ειδικής Επιτροπής, Κατά τον χρόνο που θα μεσολαβεί από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης της κατά τα άνω παρ. 1 μέχρι την ημερομηνία χορήγησης της Κάρτας Παραμονής ή μέχρι την ημερομηνία κοινοποίησης της αποφάσεως περί απορρίψεως του σχετικού αιτήματος, καθώς και κατά τη διάρκεια ισχύος της ως άνω δεκαπενθήμερης προθεσμίας γιο την άσκηση προσφυγής, προσωρινό τίτλο παραμονής του αλλοδαπού θα αποτελεί η σχετική πιστοποίηση της αρμόδιας υπηρεσίας ότι κατατέθηκε η αίτηση. Εξάλλου, οι αλλοδαποί που έχουν εφοδιασθεί με κάρτα προσωρινής άδειας παραμονής και οι κάτοχοι άδειας παραμονής περιορισμένης χρονικής διάρκειας απολαμβάνουν τα ίδια εργασιακά δικαιώματα και έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις με τους Έλληνες εργαζομένους από πλευράς αμοιβής, όρων και συνθηκών εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης (αρθρ. 6 παρ. 1 του ΠΔ 359/97 βλ. Ντάσιο, Τομ. Α/1 (1999), σελ. 152). Ο παθών πριν από τον τραυματισμό του απασχολείτο ως εργάτης. Τον προηγούμενο του ατυχήματος μήνα εργαζόταν στις οικοδομικές επιχειρήσεις της ΟE Σ.Β. και Σία και παράλληλα ορισμένες βραδινές ώρες στο εστιατόριο του Χ.Μ. στην Παραλία Πατρών με τον διακριτικό τίτλο Q.** ως υπάλληλος διανομής πίτσας και έτοιμων φαγητών σε πελάτες (βλ. σχετικά και την κατάθεση του Χ.Μ. στην προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωση). Ο ενάγων είχε τις νόμιμες προϋποθέσεις να εργασθεί στην Ελλάδα σύμφωνα με τις ισχύουσες ως άνω διατάξεις. Εξαιτίας όμως του τραυματισμού του δεν μπόρεσε να συμπληρώσει και υποβάλει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά παρά μόνο μετά την αποθεραπεία του. Αν δεν τραυματιζόταν και αφού είχε προθεσμία πέντε μηνών από 1-1-98, σύμφωνα με το αρθρ. 2 παρ. 1 του ΠΔ 358/97, προς υποβολή αιτήσεως για τη χορήγηση πράσινης κάρτας, η οποία αποτελούσε προσωρινό τίτλο παραμονής του στην ημεδαπή, που του παρείχε τη δυνατότητα να εργάζεται νόμιμα μέχρι να εκδοθεί η πράσινη κάρτα, θα μπορούσε να εργασθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέχρι να του χορηγηθεί σχετική άδεια, η οποία και του χορηγήθηκε, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 29-2-2000 δελτίο της Αστυν. Δ/νσης Αχαΐας, σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων απέκτησε δικαίωμα παραμονής και εργασίας στη Χώρα. Κατά συνέπεια, νομίμως ζητεί κατ' αρχήν αποζημίωση για την απώλεια εισοδημάτων λόγω του ατυχήματος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα κατά το οποίο από ανώτερη βία δεν μπόρεσε να τηρήσει τις προθεσμίες για την απόκτηση αδείας παραμονής και εργασίας στη Χώρα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που απέρριψε ως μη νόμιμο το κονδύλιο αυτό της αγωγής εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και ο τρίτος λόγος της εφέσεως του παθόντος είναι βάσιμος. Ο τελευταίος θα απασχολείτο ως εργάτης οικοδομικών εργασιών, όπως και πριν από τον τραυματισμό του, καθώς και ως διανομέας φαγητών τις βραδινές ώρες στο εστιατόριο Μ.. Έτσι, για 20 εργάσιμες ημέρες τον μήνα ως εργάτης οικοδομών θα αποκέρδαινε 8.000 δρχ. ημερησίως και συνολικά 160.000 δρχ. τον μήνα (εκτός από τον μήνα Φεβρουάριο 1998, που υπολογίζονται 19 εργάσιμες ημέρες) και για 24 εργάσιμες ημέρες τον μήνα στο εστιατόριο Μ. (εκτός από τον μήνα Φεβρουάριο 1998 που υπολογίζονται 22 εργάσιμες ημέρες) θα αποκέρδαινε 5000 δρχ. ημερησίως και συνολικό 120.000 δρχ. τον μήνα. Ο ενάγων ήταν ανίκανος να εργασθεί σε οικοδομικές μεν εργασίες καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι 30-4-99 (βλ. ιδίως το 1698/8-3-99 πιστοπ. του Γενικού Νοσοκομείου Πατρών σύμφωνα με το οποίο την 12-2-99 εξετάσθηκε στα εξωτερικά ιατρεία και του συνεστήθη αποφυγή εργασίας με βάρη για 3 επί πλέον μήνες), στη διανομή φαγητών δε μέχρι τέλους του έτους 1998. Επομένως, ο ενάγων θα αποκέρδαινε με πιθανότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εάν δεν είχε μεσολαβήσει το ατύχημα, από την πρώτη του απασχόληση 2.392.000 δρχ. (160.000 Χ 14 μήνες + 152.000 τον μήνα Φεβρουάριο 1998) και από τη βραδινή απασχόληση 1.310.000 δρχ. (120.000 Χ 10 + 110.000 δρχ. τον μήνα Φεβρουάριο 1998) και συνολικά 3.702.000 δρχ. (2.392.000 + 1.310.000). Περαιτέρω, η μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο δεύτερος ενάγων χρησιμοποιείτο από αυτόν και τυπικά μόνο ανήκε στην πρώτη ενάγουσα μητέρα του. Η τελευταία δεν επέβαινε σε αυτήν ούτε παρευρισκόταν στον τόπο του ατυχήματος κι έτσι από την καταστροφή της ουδεμία ηθική βλάβη υπέστη. Επομένως, το κονδύλιο περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης για την αιτία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Ο δεύτερος ενάγων όμως υπέστη ηθική βλάβη από την εις βάρος του αδικοπραξία και λαμβάνοντας υπόψη το είδος των σωματικών κακώσεων, την ένταση και τη διάρκεια αυτών, την ταλαιπωρία και τις αλγηδόνες που προκλήθηκαν (στο εκδοθέν μετά παρέλευση έτους και πλέον από το ατύχημα ως άνω 1698/8-3-99 ιατρικό πιστοποιητικό σημειώνεται ότι ο παθών ακόμη βαδίζει με χωλότητα), τον βαθμό πταίσματος του υπαιτίου οδηγού, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, πλην της ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (ο παθών ήταν ηλικίας 20 ετών και ο υπαίτιος του ατυχήματος οδηγός 33 ετών), πρέπει να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση 6,000.000 δρχ., ποσό που κρίνεται εύλογο. Η εκκαλουμένη απόφαση, επομένως, που επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση στη μεν πρώτη ενάγουσα 50.000 δρχ. και στον δεύτερο ενάγοντα 2.000.000 δρχ., εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, διότι η πρώτη ουδεμία ηθική βλάβη υπέστη και ο σχετικός λόγος της εφέσεως των εναγομένων είναι βάσιμος, αβάσιμος δε ο αντίστοιχος λόγος της εφέσεως της ενάγουσας αυτής με τον οποίο ισχυρίζεται ότι έπρεπε να επιδικασθεί το αιτούμενο με την αγωγή της ποσό, ως προς τον δεύτερο δε ενάγοντα, διότι επιδικάσθηκε ποσό μικρότερο από το οφειλόμενο και ο σχετικός λόγος της εφέσεως του ενάγοντος αυτού είναι βάσιμος, αβάσιμος δε ο αντίστοιχος λόγος της εφέσεως των εναγομένων με τον οποίο ισχυρίζονται ότι έπρεπε να επιδικασθεί μικρότερο ποσό. Κατ' ακολουθίαν όσων έχουν προεκτεθεί, πρέπει οι εφέσεις να γίνουν δεκτές εν μέρει και ως ουσία βάσιμες, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της για την ενότητα της εκτελέσεως, να διακρατηθεί η υπόθεση και εκδικαζόμενη κατ' ουσίαν να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος (το ισοδύναμο σε ΕΥΡΩ) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 220.000 δρχ. και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 10.408.594 δρχ. (226.594 + 360.000 + 120.000 + 3.702.000 + 6.000.000) εντόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Ακόμη, οι εναγόμενοι πρέπει να καταδικασθούν σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατ' αρθρ. 178, 183 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό. Δέχεται τύποις και ουσία αυτές. Εξαφανίζει την 81/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Διακρατεί την υπόθεση και δικάζοντας επί της ουσίας. Δέχεται εν μέρει την αγωγή. Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των εξακοσίων σαράντα πέντε ΕΥΡΩ και εξήντα τριών (645,63) λεπτών και στον δεύτερο ενάγοντα τριάντα χιλιάδες πεντακόσια σαράντα έξι ΕΥΡΩ και δεκατρία λεπτά (30.546,13), αμφότερα εντόκως νομίμως από της επιδόσεως της αγωγής. Καταδικάζει τους ίδιους εναγομένους σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, την οποία ορίζει σε χίλια (1000) ΕΥΡΩ. Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Πάτρα στις 17 Απριλίου 2003 έτους και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσιο συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 15 Μαΐου 2003 έτους, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Πρόεδρος: Απόστολος Στρατίτης

Εισηγητής: Σαράντης Δρινέας