ΠΠρΑθ 1227/2018

 

Διακοπή κι επανάληψη δίκης - Ιατρική αμέλεια - Αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης - Ολική υστερεκτομή - Ιστολογική εξέταση - Πρόστηση - Ευθύνη διατηρούντος κλινική -.

 

Βίαιη διακοπή δίκης και σιωπηρή εκούσια επανάληψή της. Ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για κάθε ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την τέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλειας, δηλαδή αυτή που αναμένεται από τον μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του. Μορφές ιατρικής αμέλειας. Αδικοπρακτική ιατρική ευθύνη. Παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως παραβιασθούν οι κανόνες και οι αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και υπαίτια. Για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του ιατρού και υποχρέωσή του γι’ αποζημίωση απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προβαλλόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης, την οποία επικαλείται ο ασθενής. Αν από αμελή, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Γνήσια αντικειμενική ευθύνη.

 

 

 

 

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

 

 

Αριθμός απόφασης 1227/2018

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Λούκια Λάμπρου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανασία Ταμπάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Ιωάννη Σιμιτσή, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Όλγα Οικονόμου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριο του στις 16 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ..., κατοίκου Νέου Κόσμου Αττικής, επί της οδού ..., η οποία παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων της Νικολάου Διαλυνά και Ελευθερίου Μαυρή, που κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις.

 

ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ..., 2) …, 3) ..., απάντων κατοίκων Χαλανδρίου Αττικής, επί της οδού ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Βασιλάκη, που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις και 4) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΜΗΤΕΡΑ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Παρασκευής Λοβέρδου.

 

Η καλούσα-ενάγουσα, με την από 01.11.2011 κλήση της, με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 190015/2434/2011, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 16.01.2014, και μετά από αναβολές, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 26.03.2010 με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 67646/3853/2011 αγωγή της κατά των 1) ..., νομίμως εκπροσωπούμενου από την προσωρινή δικαστική συμπαραστάτριά του ..., στο πρόσωπο του οποίου η δίκη διακόπηκε βιαίως λόγω θανάτου και 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΜΗΤΕΡΑ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ».

 

ΚΑΤΑ ΤΉ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και μετά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Νόμιμα επαναφέρονται με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 190015/2434/2011 κλήση, η με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 67646/3853/2010 αγωγή.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α' 287 παρ.1, και 290 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγο διακοπής της δίκης αποτελεί και ο θάνατος διαδίκου, ο οποίος όμως πρέπει να γνωστοποιηθεί στον αντίδικο του αποβιώσαντος από πρόσωπο που δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο ή το νόμιμο αντιπρόσωπο του αποβιώσαντος, η δε γνωστοποίηση μπορεί να γίνει μόνο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως, όχι όμως και με τις προτάσεις αφού αυτές δεν επιδίδονται. Περαιτέρω, η δίκη που έχει διακοπεί μπορεί να επαναληφθεί εκουσίως με ρητή ή σιωπηρή δήλωση εκείνου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή ακόμη και ταυτοχρόνως με τη δήλωση διακοπής οπότε επέρχεται άμεση επανάληψη της δίκης. Ακόμη οπό το συνδυασμό των ίδιων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 62, 73, 242 παρ. 1 και 313 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το αποτέλεσμα της διακοπής και της επαναλήψεως της δίκης επέρχεται εφόσον τόσο το διακοπτικό γεγονός όσο και η γνωστοποίηση του επισυμβούν το βραδύτερο μέχρι την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, διότι μετά το πέρας αυτής και μέχρι την έκδοση της αποφάσεως δεν υπάρχει στάδιο διακοπής της δίκης και η απόφαση εκδίδεται εγκύρως στο όνομα των αρχικών διαδίκων (ΑΠ 1252/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 105/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 65/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 84/2003 ΕλλΔνη 2003.1347). Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος εναγόμενος απεβίωσε στις 24.08.2011 (βλ. το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 5327/2011 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου με αριθμό 28/4/2011 της Ληξιάρχου Δήμου Αμαρουσίου), δηλαδή μετά την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής το γεγονός δε αυτό γνωστοποίησαν με δήλωση τους στο ακροατήριο, κατά τη δικάσιμο της 06.10.2011, οι έχοντες το δικαίωμα αυτό, υπό στοιχεία 1-3 καθ' ων η κλήση (άρθρα 286 περ. α', 287 του ΚΠολΔ). Έτσι η προκείμενη δίκη διακόπηκε βιαίως και επαναλήφθηκε εκουσίως σιωπηρά (άρθρο 290 του ΚΠολΔ), καθώς οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ήτοι τα τέκνα του από το γάμο του με την πρώτη των καθ' ων η κλήση, δεύτερο και τρίτη αυτών και την ανωτέρω σύζυγο του, (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. 12267/2009 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου Αμαρουσίου) παραστάθηκαν στη δίκη αυτή δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Βασιλάκη και κατέθεσαν προτάσεις. Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω ουδόλως αμφισβητούνται από τους αντιδίκους τους, ιδίως ενόψει του ότι οι τελευταίοι στρέφουν τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις τους κατά των συνεχιζόντων τη δίκη διαδίκων και όχι κατά του αρχικώς εναγομένου.

 

Κατά το άρθρο 24 του Α.Ν. 1565/1939 "περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος", που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το όρθρο 47 ΕισΝΑΚ, "ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελειώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών". Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τα άρθρ. 330, 652 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλεια του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωση του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΑΠ 1362/2007 181/2011, ΑΠ 424/2012). Ειδικά στην περιοχή της ιατρικής αμέλειας, αυτή μπορεί να εμφανίζεται υπό τις εξής μορφές: α) είτε ως εσφαλμένη διάγνωση ή μη διάγνωση μιας νόσου που οφείλεται στη μη συμμόρφωση προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και έχει ως συνέπεια τη μη αντίληψη και τη μη κοινοποίηση του κινδύνου που απειλεί το έννομο αγαθό της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας και υγείας (ως επί το πλείστον η ορθή διάγνωση προϋποθέτει τη λήψη του ιστορικού του ασθενούς εξέταση του ασθενούς εργαστηριακές εξετάσεις ακτινογραφίες και συμβουλή άλλων ιατρών), β) είτε ως εσφαλμένη-πλημμελής θεραπευτική αγωγή (φαρμακευτική, διαιτητική, εγχειρηματική κ.λπ.), διαδικασία δηλαδή που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενούς κατά τρόπο παρακάμπτοντα τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (π.χ. μετάγγιση αίματος χωρίς έλεγχο της συμβατότητας των ομάδων αίματος εγκατάλειψη εργαλείων ή άλλων αντικειμένων στο σώμα του ασθενούς μετά την εγχείρηση, μη έγκαιρη επέμβαση, χορήγηση υπερβολικής δόσης φαρμάκου), δηλαδή συγκεκριμένα η αμέλεια του ιατρού μπορεί να θεμελιωθεί σε σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας λόγω της οποίας και επέρχεται βλάβη στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενέργειας είτε γιατί επέλεξε μέθοδο και θεραπεία η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης δεν ήταν η ενδεδειγμένη για την περίπτωση, γ) είτε ως μη παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό θάλαμο και την ανάληψη της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ή τα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα, δ) είτε ως μη εκπλήρωση καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας (ΕφΘεσ 318/2015 ΕλλΔνη 2015.1722, ΕφΑθ 197/1988 ΑρχΝ 1988.139, βλ. παρατηρήσεις Καϊάφα-Γκμπάντι, ΠλημΣαμ 19/2001 ΠοινΔνη 2001.1114). Στην περίπτωση αυτή ο ιατρός ευθύνεται στην καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 297, 298, 299 και 932 ΑΚ (ΑΠ 687/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού ρυθμίζεται ως προς ορισμένα ζητήματα και από το άρθρο 8 του ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 ν. 3587/2007) το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (§ 1), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (§ 2 εδ. β'), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (§ 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας» (§ 4 εδ. α), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (§ 4 εδ. β) και ότι «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (§ 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης συναφώς νόθου αντικειμενικής ευθύνης με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεως του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (σχετικά ΑΠ 427/2015, ΑΠ 974/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1227/2007, Φουντεδάκη, ό.π. σ. 91-91, 100-102, την ίδια, Αστική Ευθύνη ιδιωτικής κλινικής ΧρΙδΔ 2010. 786 επ..).

 

Εξάλλου, αμέλεια, κατ' άρθρον 330 του ΑΚ, υπάρχει όταν αφενός μπορούσε να προβλεφθεί το αποτέλεσμα της παράνομης συμπεριφοράς και αφετέρου η αποτροπή του ήταν δυνατή με την καταβολή της απαιτούμενης επιμέλειας. Σημειωτέον ότι, αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι μια ορισμένη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής βάσει των ειδικότερων περιστατικών που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τούτο δε διότι η κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ απαγόρευση της μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής και όχι της νομικής βάσης της αγωγής (βλ. ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012 114, I. Καρόκωστα «Το δίκαιο των αδικοπραξιών» σελ. 29 επ.). Εξάλλου, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατά τις πιο πάνω διατάξεις ευθύνη του ιατρού και υποχρέωση του γι’' αποζημίωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης περιουσιακής ή ηθικής την οποία ο ασθενής επικαλείται. Ο εν λόγω αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός. Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρ. 922 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της τυχόν ηθικής βλάβης του πιο πάνω προσώπου προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης διαρκούς ή ευκαιριακής το ένα από τα πρόσωπα αυτό (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης η οποία αποβλέπει σε διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Εξάρτηση κατά την πιο πάνω έννοια και επομένως και ευθύνη του διατηρούντος την κλινική φυσικού ή νομικού προσώπου, υπάρχει και στη συνηθισμένη πλέον σήμερα περίπτωση που η σχέση του ιατρού με την κλινική ή το νοσηλευτικό ίδρυμα είναι ελεύθερη, με τη μορφή ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ τους, σύμφωνα με την οποία ο ιατρός επιμελείται τη νοσηλεία σε κλινική ή ίδρυμα που διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική και άλλη υποδομή (εγκαταστάσεις, φάρμακα, μηχανήματα, εργαλεία κ.λπ.) και το κατώτερο μη ιατρικό ή παραϊατρικό προσωπικό και τα θέτει στη διάθεση του ιατρού, με αμοιβή που εισπράττει κατευθείαν από τον πελάτη ασθενή, άσχετα με την αμοιβή του ιατρού, που καταβάλλεται στον τελευταίο απευθείας από τον ασθενή. Υφίσταται δε και στην περίπτωση αυτή εξάρτηση, διότι και με αυτή τη μορφή συνεργασίας μεταξύ κλινικής ή νοσηλευτικού ιδρύματος και ιατρού, η δραστηριότητα του τελευταίου εμπίπτει στον επιχειρηματικό και επαγγελματικό κύκλο δράσης του διατηρούντος την κλινική ή το ίδρυμα προσώπου, το οποίο χρησιμοποιεί τους ιατρούς αυτούς, συνήθως διαπρεπείς προκειμένου να αποκτήσει η κλινική ή το νοσηλευτικό ίδρυμα αίγλη και να προσελκύσει μεγαλύτερο αριθμό ασθενών και έτσι να ωφεληθεί από τη δραστηριότητα του ιατρού. Πάντως όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους ως προστήσαντες η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το όρθρο 24 ΑΝ 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Επομένως αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προοτηθέντος διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1226/2007, ΑΠ 1362/2007).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι κατόπιν της εμφάνισης των αναφερόμενων συμπτωμάτων αιμορραγίας, τυμπανισμού και δυσφορίας στην περιοχή της κάτω κοιλίας, περί τα μέσα Φεβρουαρίου 2007, επισκέφθηκε τον πρώτο αρχικώς εναγόμενο, ιατρό μαιευτήρα-γυναικολόγο, ο οποίος διέγνωσε ότι έπασχε από ινομύωμα μήτρας και της συνέστησε να υποβληθεί άμεσα σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης της μήτρας προκειμένου να αποφευχθεί η επανεμφάνιση ινομυώματος στο μέλλον. Ότι η επέμβαση προγραμματίστηκε άμεσα, έλαβε δε χώρα στις 05.03.2007 στις εγκαταστάσεις της υπό στοιχείο 4 καθ' ης η κλήση-εναγομένης κατά τη διάρκεια δε αυτής ο πρώτος αρχικώς εναγόμενος υπέβαλε την ενάγουσα σε ολική υστερεκτομή μετά του αριστερού εξαρτήματος. Ότι κατά την μετεγχειρητική επίσκεψη της στο ιατρείο του, σύμφωνα με τη σύστασή του, στις αρχές Απριλίου του 2007, ο πρώτος αρχικώς εναγόμενος την διαβεβαίωσε για την καλή έκβαση της επέμβασης, ενώ σχετικά με τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης για τα οποία ειδικώς ρωτήθηκε, επίσης παρείχε τη διαβεβαίωση ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Ότι ύστερα από την εμφάνιση, τον Ιούνιο 2008, παρόμοιων συμπτωμάτων δυσφορίας στην κοιλιακή χώρα, σε συνδυασμό με αύξηση της αρτηριακής πίεσης η ενάγουσα, στις 17.09.2008, επισκέφθηκε έτερο ιατρό μαιευτήρα χειρουργό-γυναικολόγο, ο οποίος ύστερα από υπερηχογραφία, διαπίστωσε την ύπαρξη συμπαγούς μορφώματος στην δουγλάσειο περιοχή, ζήτησε δε να λάβει γνώση του πορίσματος της ιστολογικής εξέτασης της μήτρας που είχε διενεργηθεί μετά την από 05.03.2007 επέμβαση. Ότι στις 19.09.2008, κατόπιν αιτήματος προς τη γραμματεία της υπό στοιχείο 4 καθ' ης η κλήση-εναγομένης η ενάγουσα πληροφορήθηκε το πρώτον περί του πορίσματος της ιστολογικής εξέτασης σύμφωνα με το οποίο έπασχε από ενδομητρικό στρωματικό σάρκωμα χαμηλής κακοήθειας. Ότι ακολούθησε, στις 02.10.2008 η υποβολή της σε διερευνητική λαπαροτομία, τα ευρήματα δε αυτής ήταν ευμεγέθης μάζα, η οποία διηθεί τμήμα του αριστερού ουρητήρα, την αριστερή έσω λαγόνιο αρτηρία και το κολόβωμα του τραχήλου της μήτρας. Ότι εξαιτίας επιπλοκής που παρουσίασε μετεγχειρητικά, νοσηλεύθηκε στην κλινική της εταιρίας «ΕΥΓΕΝΙΔΕΙΟ ΘΕΡΑΠΕΥΤΉΡΙΟ Α.Ε.», όπου έγινε η διερευνητή λαπαροτομία, για 11 ημέρες. Ότι από τις 25.11.2008 άρχισε να υποβάλλεται σε εντατικό σχήμα χημειοθεραπείας, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα. Ότι η ως άνω επιδείνωση της υγείας της, σύμφωνα με τα ευρήματα που προέκυψαν από τη διερευνητική λαπαροτομία οφείλεται σε αμέλεια του πρώτου αρχικώς εναγομένου, τόσο κατά το προεγχειρητικό στάδιο, επειδή αφενός μεν δεν την υπέβαλε σε ειδικότερες διαγνωστικές εξετάσεις ώστε να διαπιστώσει την ασθένεια από την οποία έπασχε, αφετέρου δε δεν της συνέστησε να υποβληθεί σε προεγχειρητική ακτινοθεραπεία, όσο και τη διάρκεια της εγχείρισης, επειδή δεν προέβη όπως όφειλε σε υστερεκτομή με αμφοτερόπλευρη σαλπιγγοωοθηκεκτομή. Ότι τέλος, εξαιτίας της διαβεβαίωσης το ότι η ιστολογική εξέταση ήταν ελεύθερη παθολογικών ευρημάτων, δεν έλαβε μετεγχειρητικά καμία θεραπεία, ενώ ουδόλως της συνέστησε να υποβάλλεται σε τακτικές εξετάσεις για παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου της. Ότι η παραβίαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης της στέρησε τη δυνατότητα αντιμετώπισης της νόσου lege artis, η οποία θα οδηγούσε ουσιαστικά σε ίαση. Ότι η υπό στοιχείο 4 των καθ' ων η κλήση-εναγομένων ανέθεσε στον αρχικώς πρώτο εναγόμενο καθήκοντα χειρουργού, στα πλαίσια της επιχειρηματικής και επαγγελματικής της δραστηριότητας, κατά την οποία ο πρώτος εναγόμενος υπόκειται στον έλεγχο της, ωφελείται δε από τις υπηρεσίες του, φέροντας συνεπώς την ευθύνη που προκύπτει από αυτές. Με βάση τα περιστατικά αυτά, επικαλούμενη ότι κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στην κλινική της εταιρίας «ΕΥΓΕΝΙΔΕΙΟ ΘΕΡΑΠΕΥΤΉΡΙΟ Α.Ε.» υποβλήθηκε στα αναλυτικά αναφερόμενα έξοδα χειρουργείου και ιατρικών εξετάσεων καθώς και ότι υπέστη επιπλέον ηθική βλάβη, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής της, με τροπή των αιτημάτων της αγωγής της σε αναγνωριστικά, με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της στο ακροατήριο, που καταχωρίσθηκε στο οικείο πρακτικό κατά την έναρξη της συζήτησης (άρθρα 294 εδ. α', 295 παρ. 1 εδ. β' και 297 ΚΠολΔ) καθώς και με τις έγγραφες νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 223 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ)-, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να αναγνωριστεί ότι οι καθ' ων η κλήση εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν, αφενός μεν οι τρεις πρώτοι από αυτούς, κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας στην περιουσία του αρχικώς εναγομένου, δικαιοπαρόχου τους, αφετέρου δε η τέταρτη των καθ' ων η κλήση, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με τους τρεις πρώτους από αυτούς, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, α) 9.313,18 ευρώ για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστη και β) 700.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση. Τέλος, ζητεί να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται για εκδίκαση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 18, 22 και 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

 

Είναι δε ορισμένη, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη της παρούσας, καθώς σε αυτή, εκτίθενται όλα τα απαραίτητα κατ' άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία, αναφορικά με τη σχέση πρόστησης που συνδέει τον αρχικώς πρώτο των εναγομένων με την ήδη υπό στοιχείο 4 αυτών, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού της τελευταίας. Εξάλλου, η αγωγή νόμιμα ασκείται κατά της ήδη υπό στοιχείο 4 καθ' ης η κλήση-εναγομένης ως προστήσασας, καθώς, σύμφωνα και με τα προδιαληφθέντα στη νομική σκέψη, εξάρτηση κατά την πιο πάνω έννοια και επομένως και ευθύνη του διατηρούντος την κλινική φυσικού ή νομικού προσώπου, υπάρχει και στην περίπτωση που η σχέση του ιατρού με την κλινική ή το νοσηλευτικό ίδρυμα είναι ελεύθερη, και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός της. Εξάλλου, η αγωγή είναι νόμιμη, πλην του αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο ενόψει της τροπής του συνόλου των αιτημάτων σε αναγνωριστικό, κατέστη μη νόμιμο, δεδομένου ότι προσωρινά εκτελεστές δύνανται να κηρυχθούν μόνο καταψηφιστικές αποφάσεις και όχι αναγνωριστικές. Τέλος, η αγωγή στηρίζεται στις διαλαμβανόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις καθώς και σε αυτές των άρθρων 297, 298, 299, 340, 346, 929 εδ.α' ΑΚ, 176 επ., 907, 908 παρ. 1 περ. δ', 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ.

 

Οι καθ' ων η κλήση-εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή. Ειδικότερα, οι τρεις πρώτοι από αυτούς ισχυρίζονται ότι ο αρχικώς εναγόμενος, δικαιοπάροχος τους, ουδέποτε καθησύχασε την ενάγουσα σχετικά με τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης, καθώς αυτά δεν είχαν περιέλθει εις γνώση του, δεδομένου ότι ο ίδιος είχε συστήσει στην ενάγουσα να τα παραλάβει η ίδια, πλην όμως η τελευταία το αμέλησε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, η τέταρτη των καθ' ων η κλήση-εναγομένων αφενός μεν ισχυρίζεται ότι δεν τη συνέδεε σχέση πρόστησης με τον πρώτο αρχικώς εναγόμενο, ιατρό, αφετέρου δε αρνείται την υπαιτιότητα του τελευταίου ενώ επικαλείται ότι σε κάθε περίπτωση οι πράξεις και παραλείψεις αυτού δεν συνδέονται αιτιωδώς με την επιδείνωση της υγείας της ενάγουσας.

 

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και καταχωρίσθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, λαμβανόμενα υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα με αριθμούς 1083/21.09.2016 και 1084/21.09.2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων..., που λήφθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ... κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων της τουλάχιστον προ δύο εργασίμων ημερών (βλ. τις με αριθμούς 7735/16.09.2016, 7733/16.09.2016, 7734/16.09.2016 και 7736/16.09.2016, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ...), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Περί τα μέσα Φεβρουαρίου 2007, η ενάγουσα παρουσίασε συμπτώματα μητρορραγίας τυμπανισμού και δυσφορίας στην περιοχή της κάτω κοιλίας λόγος για τον οποίο επισκέφθηκε τον πρώτο αρχικώς εναγόμενο, ο οποίος τύγχανε ιατρός με την ειδικότητα του μαιευτήρα χειρουργού-γυναικολόγου, στο ιδιωτικό ιατρείο αυτού. Σημειώνεται ότι η σχέση ιατρού-ασθενούς μεταξύ των ανωτέρω υφίστατο από το έτος 1991, χρόνο κατά τον οποίο η ενάγουσα απέκτησε το πρώτο της τέκνο, αφού ο αρχικώς πρώτος εναγόμενος ήταν θεράπων ιατρός της κατά τον τοκετό αυτού, καθώς και του δεύτερου τέκνου της γεννηθέντος το έτος 1995, την παρακολουθούσε δε έκτοτε. Κατά την επίσκεψη της ενάγουσας, ο πρώτος αρχικώς εναγόμενος την υπέβαλε σε αμφίχειρη εξέταση και διέγνωσε ότι η αιτία των συμπτωμάτων που παρουσίασε ήταν ινομύωμα μήτρας, το οποίο έπρεπε να αφαιρεθεί. Της συνέστησε δε, εφόσον είχε ήδη τεκνοποιήσει, να υποβληθεί σε ολική αφαίρεση της μήτρας και όχι μόνο του ινομυώματος προς αποτροπή του κινδύνου επανεμφάνισης ινομυωμάτων στο μέλλον, σύσταση με την οποία η ενάγουσα συμφώνησε. Κατόπιν αυτών, η ενάγουσα στις 04.03.2007 εισήχθη στην κλινική που διατηρεί η υπό στοιχείο 4 εναγομένη, προκειμένου να υποβληθεί σε προεγχειρητικό έλεγχο, σύμφωνα με τις εντολές του θεράποντος ιατρού της πρώτου αρχικώς εναγόμενου, ενώ στις 05.03.2007 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Η επέμβαση διενεργήθηκε από τον πρώτο αρχικώς εναγόμενο, ο οποίος προέβη σε ολική υστερεκτομή μετά του αριστερού εξαρτήματος (σάλπιγγας και ωοθήκης), μετά δε το πέρας του χειρουργείου ενημέρωσε την ασθενή ότι αφαιρέθηκε και το αριστερό εξάρτημα, αφού διαπίστωσε ότι η αριστερή ωοθήκη ήταν αιμορραγική καθώς και ότι είχε διεξαχθεί επιτυχώς Η ενάγουσα νοσηλεύθηκε στην κλινική που διατηρεί η υπό στοιχείο 4 καθ' ης η κλήση-εναγομένη έως τις 08.03.2007 οπότε και έλαβε εξιτήριο με έκβαση «ίαση», της συνεστήθη δε από τον θεράποντα ιατρό της να τον επισκεφθεί εκ νέου στο ιατρείο του, έως το τέλος Μαρτίου 2007, προκειμένου να ελεγχθεί η μετεγχειρητική της πορεία. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω αφαιρεθέντα όργανα της ενάγουσας εστάλησαν στις 05.03.2007 στο παθολογοανατομικό εργαστήριο της υπό στοιχείο 4 καθ' ης η κλήση-εναγομένης προκειμένου να γίνει ιστολογική εξέτασή τους. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ενάγουσα, περί τις αρχές Απριλίου 2007 επισκέφθηκε το ιδιωτικό ιατρείο του πρώτου αρχικώς εναγομένου, ιατρού, ο οποίος αφού την εξέτασε, την ενημέρωσε ότι η επέμβαση είχε επιτυχή έκβαση, ειδικώς δε ερωτηθείς σχετικά με τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης, απάντησε ότι όλα ήταν φυσιολογικά. Αποδείχθηκε ακολούθως ότι η ενάγουσα, περί το μήνα Ιούνιο του 2008 παρουσίασε υπέρταση και κοιλιακό άλγος, επισκέφθηκε δε τον οικογενειακό ιατρό, ειδικό παθολόγο ... στο ιατρείο του, ο οποίος διαπίστωσε διάταση νεφρού και της χορήγησε ανάλογη αγωγή. Περί το μήνα Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, η ενάγουσα προσήλθε εκ νέου στο ιατρείο του παραπάνω ιατρού, με υψηλότατη υπέρταση (230), ο δε τελευταίος, την υπέβαλε σε υπερηχογράφημα, από το οποίο διαπίστωσε ότι ο αριστερός νεφρός ήταν πολύ διατεταμένος (υδρονεφρωτικάς), ενώ εξετάζοντας την πύελο διαπίστωσε την ύπαρξη μορφώματος. Θορυβημένος από τα ευρήματα αυτά, και κατόπιν ενημέρωσης του από την ενάγουσα και το σύζυγο της ότι δεν είχαν λάβει τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης μετά την από 05.03.2007 επέμβαση αλλά είχαν αρκεστεί στην προφορική διαβεβαίωση του πρώτου αρχικώς εναγομένου, επικοινώνησε με το παθολογοανατομικό εργαστήριο τηςυπό στοιχείο 4 καθ' ης η κλήση-εναγομένης, από όπου ενημερώθηκε ότι η ενάγουσα έπασχε από σάρκωμα μήτρας. Κατόπιν αυτών της συνέστησε να επισκεφθεί ιατρό χειρουργό-γυναικολόγο, πράγματι δε η ενάγουσα επισκέφθηκε στις 17.09.2008 τον ιατρό ...., που είχε την παραπάνω ειδικότητα. Στο με ίδια ημερομηνία υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων που ο τελευταίος διενήργησε στην ενάγουσα, διαπιστώθηκε συμπαγές μόρφωμα 5X3 στη δουγλάσειο περιοχή, ενώ ζήτησε την προσκομιδή του πορίσματος της ιστολογικής εξέτασης των αφαιρεθέντων κατά την από 05.03.2007 επέμβαση οργάνων. Ειδικότερα, από την με αριθμό εξέτασης 112995/05.03.2007 ιστολογική εξέταση μήτρας μετά του αριστερού εξαρτήματος του παθολογοανατομικού εργαστηρίου της υπό στοιχείο 4 καθ' ης η κλήση-εναγομένης, που υπογράφεται από τον ιατρό παθολογοανατόμο ..., του οποίου το πρώτον έλαβε γνώση η ενάγουσα στις 19.09.2008, κατόπιν αίτησης του συζύγου της, προκύπτουν τα εξής: «ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΟΙ: ...κατά τη διάνοιξιν της μήτρας και κατά το σώμα αυτής παρατηρείται ενδοτοιχωματικόν ογκίδιον, μ.δ. 2,5 εκ, ενώ αντιστοίχως προς το δεξιόν κέρας παρατηρούνται πολλαπλό πολυποειδή μορφώματα, μ.δ. από 0,7 εκ. έως 1,3 εκ., κάτωθεν των οποίων διακρίνεται διάχυτος ενδοτοιχωματικός όγκος μετ' ασαφών ορίων, μ.δ. 8,5 εκ. ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΩΣ: τόσο τα πολυποειδή μορφώματα του δεξιού κέρατος όσο και ο ενδοτοιχωματικός όγκος αφορούν εις το ενδομητρικό στρωματικό σάρκωμα, χαμηλής κακοήθειας το οποίο διηθεί ολόκληρον σχεδόν το πάχος του υποκειμένου μυομητρίου, εξικνείται δε έως 1 χιλ. από του ορρογόνου... το τοίχωμα της συστοίχου (αριστερής) σάλπιγγος διηθείται σχεδόν πλήρως υπό του ενδομητρικού σαρκώματος χαμηλής κακοήθειας. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ενδομητρικό στρωματικό σάρκωμα, χαμηλής κακοήθειας μετά διηθήσεως ολόκληρου σχεδόν του πάχους του υποκειμένου μυομητρίου και εξικνούμενον έως 1 χιλ. από του ορογόνου. Εστία ενδομητρικού στρωματικού σαρκώματος κατά το τοίχωμα της αριστεράς σάλπιγγος. Τράχηλος και αριστερό ωοθήκη ελεύθερα νεοπλασίας». Το παραπάνω πόρισμα επιβεβαιώθηκε και από την με αριθμό πρωτοκόλλου …/01.10.2008 υπογεγραμμένη από την αναπληρώτρια καθηγήτρια ... Έκθεση Συμβουλευτικής Εξέτασης του Εργαστηρίου Ιστολογϊας-Εμβρυολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο παραδόθηκαν 12 πλακίδια και 11 κύβοι παραφίνης, τα οποία είχαν ληφθεί, κατόπιν της από 29.09.2008 αίτησης του συζύγου της ενάγουσας ..., από το παθολογοανατομικό εργαστήριο της υπό στοιχείο 4 καθ' ης η κλήση-εναγομένης. Σε συνέχεια των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα υποβλήθηκε σε σειρά εξετάσεων. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, στις 20.09.2008 υποβλήθηκε σε Α/Τ άνω και κάτω κοιλίας, σύμφωνα με το συμπέρασμα της οποίας ανευρέθηκαν «Μάζα μαλακών μορίων στο αριστερό τμήμα της πυέλου. Μικτής πυκνότητας μάζα μαλακών μορίων στο δεξιό τμήμα της πυέλου. Υδρονέφρωση αριστερό» και συνεστήθη περαιτέρω κλινική εξέταση. Στις 24.09.2008 υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας, σύμφωνα με το συμπέρασμα της οποίας παρουσίαζε «εικόνα τοπικής υποτροπής στο αριστερό πλάγιο του κολοβώματος του κόλπου, συνοδό παρουσία αριστερών λαγονίων λεμφαδένων, μικρή, κυστικής αιτιολογίας λεπτοτοιχωματική αλλοίωση διαμέτρου 2 εκ. στο δεξιό πλάγιο της πυέλου». Κατόπιν αυτών, εισήχθη την 01.10.2008 στην κλινική της εταιρίας «Ευγενίδειο Θεραπευτήριο Α.Ε.», λόγω μορφωμάτων πυέλου αριστερά και δεξιά, όπου υποβλήθηκε σε διερευνητική λαπαροτομία στις 02.10.2008 από τον ιατρό χειρουργό .... Σύμφωνα με το από 02.10.2008 πρακτικό χειρουργείου ανευρέθησαν: Ευμεγέθης μάζα στην περιοχή της πυέλου αριστερά, η οποία διηθεί α) τμήμα του ομόπλευρου ουρητήρα, β) την ομόπλευρο έσω λαγόνιο αρτηρία, γ) την ομόπλευρο έσω λαγόνιο φλέβα και το κολόβωμα του τραχήλου της μήτρας. Εκτελέστηκε δε: αφαίρεση της μάζας αριστερά en block με τον διηθημένο αριστερό ουρητήρα, τα έσω λαγόνια αγγεία αριστερά και τον διηθημένο τράχηλο της μήτρας τελικοτελική αναστόμωση του αριστερού ουρητήρα, απολίνωση των έσω λαγόνιων αγγείων αριστερό στην έκφυσή τους και συρραφή του εναπομείναντος κόλπου. Απεστάλησαν από τα όρια της κοίτης εκτομής δείγματα γιο ιστολογική εξέταση, τοποθετήθηκαν μεταλλικά κλιπ και τέλος απομονώθηκε η πύελος από το κύτος της κοιλίας με σύγκλειση περιτοναίου. Η ενάγουσα, κατά την 3η μετεγχειρητική ημέρα παρουσίασε αιφνιδίως θωρακικό πόνο, διαπιστώθηκε δε με υπολογιστική αγγειογραφία θώρακος ότι είχε υποστεί πνευμονική εμβολή, η οποία αντιμετωπίστηκε συντηρητικά. Τελικώς έλαβε εξιτήριο την 12η μετεγχειρητική ημέρα σε άριστη κλινική κατάσταση. Εξάλλου, σύμφωνα με την με ημερομηνία 22.10.2008 ιστολογική εξέταση, το ιστοτεμάχιο με την ένδειξη «εκτομή σαρκώματος», διαστάσεων 10 Χ 5Χ 3 εκ. στο οποίο σημειώνεται το άνω όριο, ο κόλπος και το έξω πλάγιο όριο εμφάνιζε ανάπτυξη νεοπλάσματος με μορφολογικούς και ανοσοϊστοχημικούς χαρακτήρες ενδομητρικού στρωματικού σαρκώματος χαμηλής κακοήθειας, το οποίο αναπτυσσόταν με τη μορφή πολλαπλών οζοειδών σχηματισμών με άφθονα αγγειακό έμβολο. Το νεόπλασμα εκτεινόταν στα υποσημειούμενα με ράμματα εγχειρητικά όρια. Όλα τα υπόλοιπα ιστοτεμάχια, που αφορούσαν στο δεξιό εξάρτημα και στα όρια του νεοπλάσματος ήταν ελεύθερα νεοπλασματικής διήθησης». Ακολούθως, η ενάγουσα υποβλήθηκε σε εντατικό σχήμα χημειοθεραπείας από 25.11.2008 έως 27.11.2008, από 16.12.2008 έως 18.12.2008 και από 07.01.2009 έως 09.01.2009. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι είθισται στην ιατρική πρακτική, πέραν της αμφίχειρης εξέτασης στην οποία υποβάλλεται η ασθενής από τον γυναικολόγο της να υποβάλλεται και σε υπερηχογράφημα, ώστε να διαπιστώνεται και απεικονιστικά η αιτία των συμπτωμάτων που παρουσιάζει και που εντοπίζεται σε πρώτη φάση με την αμφίχειρη εξέταση. Ακόμη, στην περίπτωση που από το υπερηχογράφημα ο θεράπων ιατρός διαπιστώσει κάτι μη σύνηθες και ενόψει του ότι από την εξέταση αυτή δεν είναι εφικτή η διάκριση μεταξύ ενός καλοήθους όγκου, όπως είναι το ινομύωμα, και ενός κακοήθους όγκου, όπως είναι το σάρκωμα, πρέπει να προχωρήσει σε ακόμη πιο εξειδικευμένες απεικονιστικές εξετάσεις όπως είναι η αξονική και η μαγνητική τομογραφία. Με τις τελευταίες αυτές εξετάσεις από τις οποίες πάντως δεν μπορεί με βεβαιότητα να διαγνωσθεί η ύπαρξη ή μη κακοήθειας ο θεράπων ιατρός είναι σε θέση να οργανώσει καλύτερα τη χειρουργική επέμβαση στην οποία θα προβεί. Στην προκειμένη δε περίπτωση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο πρώτος αρχικώς εναγόμενος ιατρός πέραν της αμφίχειρης εξέτασης σε καμία άλλη εξέταση δεν υπέβαλε την ενάγουσα. Ωστόσο, όπως προέκυψε εκ του αποτελέσματος, η σύσταση του για υποβολή της ενάγουσας σε ολική υστερεκτομή, και η αφαίρεση τελικά και της αριστερής ωοθήκης που εμφανίστηκε αιμορραγούσα, αντί της χειρουργικής αφαίρεσης του, σύμφωνα με τη διάγνωση του, ινομυώματος ήταν η ενδεδειγμένη. Αντίθετα δε, στην περίπτωση που επέλεγε την τελευταία αντιμετώπιση, θα γινόταν αναβάθμιση της νόσου, λόγω της θραύσης του θύλακα του όγκου και της διασποράς αυτού. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ακόμη και αν ο ενάγων είχε υποβάλει την ενάγουσα στις ενδεδειγμένες απεικονιστικές εξετάσεις, και είχε από αυτές δημιουργηθεί η υποψία ή ακόμη και η βεβαιότητα ύπαρξης σαρκώματος και όχι ινομυώματος, και πάλι η ορθή χειρουργική επιλογή θα ήταν αυτή που τελικά διεξήχθη. Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι στην περίπτωση που είχε γίνει σωστή διάγνωση, θα έπρεπε η ενάγουσα να υποβληθεί σε προεγχειρητική ακτινοθεραπεία, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία. Αντίθετα, όπως αποδείχθηκε, η προεγχειρητική ακτινοβολία θα ενδείκνυτο στην περίπτωση που η χειρουργική αντιμετώπιση ήταν ακατόρθωτη, οπότε δια της παραπάνω μεθόδου και της συρρίκνωσης του όγκου θα μπορούσε τελικά να καταστεί εφικτή. Στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο, ακόμη και αν γινόταν συρρίκνωση του όγκου προεγχειρητικά, καμία διαφοροποίηση δεν θα επερχόταν στην χειρουργική αντιμετώπιση, η οποία και πάλι θα ήταν η ολική υστερεκτομή. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι και η αμφοτερόπλευρη σαλπιγοωοθηκεκτομή δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την ίαση της ασθενούς καθώς η δεξιά ωοθήκη, η οποία δεν αφαιρέθηκε κατά το χειρουργείο της 05ης.03.2007, ήταν υγιής παρέμεινε δε υγιής έως τις 02.10.2008, χρόνο κατά τον οποίο τελικά αφαιρέθηκε, όπως προκύπτει από την από 22.10.2008 ιστολογική εξέταση, σύμφωνα με την οποία (η δεξιά ωοθήκη) είναι ελεύθερη νεοπλασματικής διήθησης. Η επιλογή δε του πρώτου αρχικώς εναγόμενου να μην την αφαιρέσει ήταν ορθή, ενόψει της ηλικίας της ενάγουσας που κατά το χρόνο εκείνο διένυε το 41° έτος της ηλικίας της για την αποφυγή της ξαφνικής εισόδου της σε κλιμακτηριακή φάση, με τις συνέπειες που αυτή επάγεται. Σύμφωνα συνεπώς με όλα τα παραπάνω, αποδείχθηκε μεν ότι ο πρώτος αρχικώς εναγόμενος επέδειξε αμέλεια κατά το προεγχειρητικά στάδιο, λόγω της μη υποβολής της ενάγουσας ασθενούς του σε ενδελεχέστερες διαγνωστικές εξετάσεις, πλην όμως αυτή του η αμέλεια δεν είχε κανένα δυσμενές για την ενάγουσα αποτέλεσμα. Η δε χειρουργική επέμβαση διεξήχθη lege artis, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης καθώς όπως αποδείχθηκε η ενάγουσα αφενός μεν εξήλθε της κλινικής σε καλή κλινική κατάσταση, αφετέρου παρέμεινε έτσι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, και η ίδια, με την ένδικη αγωγή της ουδόλως επικαλείται οποιοδήποτε πταίσμα του αρχικώς πρώτου εναγομένου κατά τη διεξαγωγή της χειρουργικής επέμβασης. Αποδείχθηκε ακολούθως ότι κατά την επίσκεψη της ενάγουσας στο ιδιωτικό ιατρείο του πρώτου αρχικώς εναγομένου, ο τελευταίος τη διαβεβαίωσε ότι η ιστολογική εξέταση ήταν ελεύθερη παθολογικών ευρημάτων, παρά το γεγονός ότι, όπως προεκτέθηκε η πραγματικότητα ήταν ουσιωδώς διαφορετική. Αποτέλεσμα της στάσης του αυτής ήταν ο εφησυχασμός της ενάγουσας η οποία επανήλθε σε υποβολή διαγνωστικών εξετάσεων 1,5 έτος μετά, όταν εμφανίστηκαν τα ανωτέρω αναφερόμενα συμπτώματα. Σύμφωνα όμως με τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και την εμπειρία του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του, ο πρώτος αρχικώς εναγόμενος αφενός μεν όφειλε να ενημερώσει με ακρίβεια την ενάγουσα για την κατάσταση της υγείας της για τη νόσο από την οποία έπασχε και να της παραδώσει την από 05.03.2007 ιστολογική εξέταση, αφετέρου να την παραπέμψει σε ειδικότερους για την περίπτωση της ιατρούς, με την ειδικότητα της ογκολογίας, ώστε οι τελευταίοι να αποφανθούν περί της ενδεδειγμένης θεραπείας. Η αμέλεια του να πράξει τα ανωτέρω επιτείνεται από τη σοβαρότητα της νόσου της από τη δυνητική εξέλιξη της η οποία θα μπορούσε να αποβεί θανατηφόρα, ιδίως δε από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από την παραπάνω αναφερόμενη ιστολογική εξέταση, υπόλειμμα του ενδομητρικού στρωματικού σαρκώματος είχε παραμείνει μετά την επέμβαση, καθώς αυτό είχε διηθήσει το τοίχωμα της αριστερής σάλπιγγας. Ενόψει δε του υπολείμματος σε κυτταρικό επίπεδο, η ενάγουσα έπρεπε οπωσδήποτε να υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή, προκειμένου να μειωθεί κατά το δυνατόν ή να επιβραδυνθεί, αν όχι να εκμηδενιστεί, η πιθανότητα τοπικής επέκτασης της νόσου σε άλλα όργανα ή η μετάσταση, της δια της αιματικής ή λεμφικής οδού. Από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ποια ήταν η ενδεδειγμένη θεραπεία, αν δηλαδή απαιτείτο η υποβολή της σε χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία, ορμονοθεραπεία ή άλλη θεραπεία, πλην όμως το κρίσιμο στοιχείο εν προκειμένω είναι ότι η ενάγουσα δεν υποβλήθηκε σε καμία θεραπεία, καθώς δεν της δόθηκε εκ των πραγμάτων η δυνατότητα να λάβει εξειδικευμένη συμβουλή. Σε κάθε περίπτωση, η ενάγουσα θα έπρεπε να εξετάζεται τακτικά, προκειμένου να παρακολουθείται η εξέλιξη της νόσου της ώστε εφόσον υπήρχε ανάγκη, να αντιμετωπιζόταν με τον κατάλληλο τρόπο, ώστε να της προκληθεί η μικρότερη κατά το δυνατόν βλάβη. Εξαιτίας δε της παραπάνω αμελούς συμπεριφοράς του θεράποντος ιατρού της πρώτου των αρχικώς εναγομένων, και της παράλειψης όλων των ανωτέρω ενδεδειγμένων ενεργειών, η νόσος της ενάγουσας επεκτάθηκε στα αναλυτικά εκτιθέμενα παραπάνω όργανα. Συνεπεία της τοπικής αυτής υποτροπής η ενάγουσα αναγκάστηκε να υποβληθεί εκ νέου σε πολύωρη χειρουργική επέμβαση, η οποία ενόψει των οργάνων που είχαν προσβληθεί, ιδίως της έσω αριστερής λαγόνιου χώρας, ήταν επιπλέον και επικίνδυνη. Ο κίνδυνος δε που υφίστατο ήταν αυτός της πνευμονικής εμβολής, την οποία πράγματι υπέστη η ενάγουσα την 3η μετεγχειρητική ημέρα, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, και η οποία τελικό αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικό. Επιπλέον, λόγω της αφαίρεσης τμήματος των αγγείων που είχαν διηθηθεί από το σάρκωμα, η αιματική ροή γίνεται έκτοτε με παράπλευρη κυκλοφορία, με αποτέλεσμα την διαλείπουσα χωλότητα της ενάγουσας στο αριστερό πόδι. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι λόγω της αφαίρεσης τμήματος του ουρητήρα, και της εξ αυτής παλινδρόμησης των ούρων η ενάγουσα υφίσταται συχνά πυελονεφρίτιδες και ουρολοιμώξεις. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μεταξύ του πρώτου των αρχικώς εναγομένων και της υπό στοιχείο 4 των καθ' ων η κλήση-εναγομένων υπήρχε σχέση ελεύθερης συνεργασίας, κατά την οποία ο μεν πρώτος κυρίως εναγόμενος χρησιμοποίησε κατά την παραπάνω χειρουργική επέμβαση που διενήργησε τις εγκαταστάσεις μηχανήματα, φάρμακα, νοσηλευτικό και λοιπό βοηθητικό προσωπικό της υπό στοιχείο 4 εναγομένης λαμβάνοντας αμοιβή απευθείας από την ασθενή-πελάτη του, ενάγουσα, η δε υπό στοιχείο 4 καθ' ης η κλήση-εναγομένη χρησιμοποίησε τον πρώτο αρχικώς εναγόμενο, προκειμένου στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δράσης να προσελκύσει μεγαλύτερο αριθμό ασθενών, από τους οποίους ελάμβανε επίσης απευθείας αμοιβή, όπως συνέβη και εν προκειμένω, επωφελούμενη έτσι από τη δραστηριότητα του. Υφίστατο δε και στην περίπτωση αυτή σχέση πρόστησης μεταξύ των δύο ως άνω διαδίκων, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην υπό στοιχείο Α' νομική σκέψη. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν παραπάνω, οι παράνομες και υπαίτιες ενέργειες και παραλείψεις του πρώτου αρχικώς εναγομένου, οι οποίες επέφεραν τις δυσμενείς συνέπειες στην υγεία της ενάγουσας δεν έγιναν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί από την υπό στοιχείο 4 των καθ' ων η κλήση-εναγομένων, η οποία εν προκειμένω ήταν η εκτέλεση της χειρουργικής επέμβασης αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο αυτής, κατά την επίσκεψη της ενάγουσας στο ιδιωτικό ιατρείο που ο πρώτος αρχικώς εναγόμενος διατηρούσε. Έτσι, ενόψει του ότι μεταξύ των ζημιογόνων ενεργειών και παραλείψεων του πρώτου αρχικώς εναγομένου και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σε αυτόν από την υπό στοιχείο 4 καθ' ης η κλήση-εναγομένη, δεν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η εν λόγω αδικοπραξία θα ήταν δυνατό να υπάρξει και χωρίς την πρόστηση καθώς και ότι η τελευταία δεν αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006.92, ΑΠ 959/2004 ΕλλΔνη 2004.1602, ΕφΘεσ 717/2009 Αρμ 2010.640, ΕφΛαρ 23/2004 ΕλλΔνη 2004.827). Κατόπιν αυτών, η υπό στοιχείο 4 εναγομένη δεν ευθύνεται αντικειμενικά, σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ, λόγος για τον οποίο η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτή. Τα δικαστικά της έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της τελευταίας στη δίκη αυτή (αρθρ. 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

 

Αποδείχθηκε εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε ότι η ενάγουσα νοσηλεύθηκε στην κλινική «Η Αγία Τριάς», που εκμεταλλεύεται η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΕΥΓΕΝΙΔΕΙΟΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟΝ Α.Ε.» από 01.10.2008 έως 13.10.2008. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της υποβλήθηκε σε έξοδα, καθώς κατέβαλε 1.240,50 ευρώ για αγορά φαρμάκων, 2.061,93 ευρώ για αγορά υλικών, 1.800 ευρώ για νοσηλεία, 1.832 ευρώ για εργαστηριακές εξετάσεις 501,75 ευρώ για ακτινολογικές εξετάσεις, 758 ευρώ για έξοδα χειρουργείου-νάρκωσης 295 ευρώ για ιστολογική εξέταση, 300 ευρώ για υπερηχογραφήματα, 68 ευρώ για Η.Κ.Γ., 176 ευρώ για ιατρικές πράξεις και 280 ευρώ για λοιπά έξοδα, δηλαδή συνολικά κατέβαλε το ποσό των 9.313,18 ευρώ (βλ. τη με αριθμό ... απόδειξη παροχής υπηρεσιών της εταιρίας με την επωνυμία «ΕΥΓΕΝΙΔΕΙΟΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟΝ Α.Ε.»). Η θετική αυτή ζημία, που υπέστη η ενάγουσα, συνδέεται αιτιωδώς με τις παραπάνω αναφερόμενες υπαίτιες ενέργειες και παραλείψεις του πρώτου αρχικώς εναγομένου, και πρέπει συνεπώς να αποκατασταθεί, λόγος για τον οποίο πρέπει να γίνει δεκτό το οικείο αγωγικό αίτημα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι συνεπεία των σφαλμάτων στα οποία υπέπεσε ο πρώτος των αρχικώς εναγομένων και της συνακόλουθης αυτών βλάβης στην υγεία της ενάγουσας, η τελευταία υπέστη ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη, κατά την κρίση του Δικαστηρίου χρηματική ικανοποίηση. Το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής τις συνθήκες τέλεσης της το βαθμό πταίσματος του πρώτου αρχικώς εναγομένου, κρίνει ότι εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου αρχικώς εναγομένου, είναι αυτό των 20.000 ευρώ. Αμφότερα δε τα ανωτέρω ποσά που επιδικάστηκαν πρέπει να επιμεριστούν και να καταβληθούν από τους ήδη συνεχίζοντες τη δίκη αυτή υπό στοιχεία 1-3 καθ' ων η κλήση-εναγομένους κληρονόμους του αρχικού ενάγοντος κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας όπως θα αναλυθεί κατωτέρω. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι τρεις πρώτοι καθ' ων η κλήση-εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση το συνολικό ποσό των 29.313,18 ευρώ, ειδικότερα δε πρέπει να αναγνωριστεί ότι α) η πρώτη των καθ' ων η κλήση-εναγομένων, σύζυγος του πρώτου αρχικώς εναγομένου υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των (29.313,18 Χ 2/8) 7.328,30 ευρώ, β) ο δεύτερος των καθ' ων η κλήση-εναγομένων, υιός του πρώτου αρχικώς εναγομένου, υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των (29.313,18 Χ 3/8) 10.992,44 ευρώ και γ) η τρίτη των καθ' ων η κλήση-εναγομένων, θυγατέρα του πρώτου αρχικώς εναγομένου υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των (29.313,18 Χ 3/8) 10.992,44 ευρώ. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας του καθενός και να επιβληθεί σε βάρος των τριών πρώτων καθ7 ων η κλήση-εναγομένων ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας (όρθρο 178 σε συνδ. με 180 και 191 του ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την τέταρτη των καθ' ων η κλήση-εναγομένων.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στα δικαστικό έξοδα της τέταρτης των καθ' ων η κλήση-εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τους τρεις πρώτους των καθ'ων η κλήση-εναγομένων.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι α) η πρώτη των καθ' ων η κλήση εναγομένων υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και τριάντα λεπτών (7.328,30 ευρώ), β) ο δεύτερος των καθ' ων η κλήση-εναγομένων υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (10.992,44 ευρώ) και γ) η τρίτη των καθ' ων η κλήση-εναγομένων υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (10.992,44 ευρώ).

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους τρεις πρώτους-καθ' ων η κλήση-εναγομένους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250,00) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Μαρτίου 2018.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2018, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»