ΑΠ 1160/2002

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Εμπορική μίσθωση - Λήξη μίσθωσης - Δωδεκαετία - Αγωγή απόδοσης μισθίου - Προθεσμία - Εννεάμηνο - Αϋλη εμπορική αξία -.

 

Το εννεάμηνο του άρθρου 61 στοιχ. δ' του π.δ. 34/1995, στις περιπτώσεις που η λήξη της μίσθωσης έχει επέλθει πριν από την κατά τις 28.9.1999 έναρξη ισχύος του Ν. 2741/1999, αρχίζει από την ημερομηνία αυτή, γιατί αλλιώς για τις μισθώσεις, που έληξαν πριν από τις 28.9.1999, παρέχεται μικρότερη προθεσμία άσκησης της αγωγής απόδοσης του μισθίου ή ενδεχομένως καμία προθεσμία, αν η λήξη της μίσθωσης έλαβε χώρα εννέα τουλάχιστον μήνες πριν από τις 28.9.1999, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια την άνιση μεταχείριση των εκμισθωτών τούτων, σε σχέση με τους λοιπούς. Η νέα αυτή ρύθμιση δεν εφαρμόζεται στις υποθέσεις στις οποίες έχει ασκηθεί αγωγή απόδοσης του μισθίου λόγω λήξεως της μίσθωσης κατά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου. Το άρθρο 7 παρ. 16 του Ν. 2741/1999 ορίζει ότι "τα άρθρα 60 και 61 του Π.Δ. 34/1995, όπως ίσχυσαν πριν από την τροποποίηση τους με τον παρόντα νόμο, εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος δίκες". Η έννοια της εκκρεμούς δίκης ταυτίζεται εν προκειμένω με την έννοια της εκκρεμοδικίας του άρθρου 221 ΚΠολΔ, η οποία επέρχεται με την κατάθεση της αγωγής.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αντιπρόεδρο, Παύλο Μεϊδάνη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Αθανάσιο Κρητικό και Αχιλλέα Ζήση, Αεροπαγίτες.

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 1 Μαρτίου 2002, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

   Του αναιρεσείοντος: Ν.Π.Δ.Δ., με την επωνυμία "Ταμείο Προνοίας Αξιωματικών Εμπορικού Ναυτικού", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Βλαχόγιαννη .

   Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης ξενοδοχειακής εταιρείας με την επωνυμία "Ξενοδοχειακή και τουριστική εταιρεία G.** H.**", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Μπαλτά.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16.10.1999 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις 4171/2000 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3855/2001 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 10.9.2001 αίτηση του.

   Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αχιλλέας Ζήσης ανάγνωσε την από 22.2.2002 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο Πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψη της και καθένα την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 61 στοιχ. δ' του π.δ. 34/1995, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 15 του ν. 2741/1999, τα ποσά του προηγουμένου άρθρου, (για την αποκατάσταση της άϋλης εμπορικής αξίας), δεν οφείλονται στις εξής περιπτώσεις: α) ... δ) στις περιπτώσεις που η αγωγή απόδοσης του μισθίου για λήξη της μίσθωσης, που έχει επέλθει είτε σύμφωνα με τις παραγράφους 10 έως 14 του άρθρου 58 του παρόντος, είτε λόγω συμπλήρωσης δωδεκαετίας, ασκηθεί μετά παρέλευση εννέαν (9) μηνών από αυτή τη λήξη της μίσθωσης. Μετά την άπρακτη πάροδο του εννεαμήνου ή μίσθωση θεωρείται ότι έχει παραταθεί για τέσσερα (4) χρόνια, μετά δε τη λήξη της τετραετίας δεν οφείλονται τα ποσά του προηγουμένου άρθρου". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το εννεάμηνο στις περιπτώσεις, που η λήξη της μίσθωσης έχει επέλθει πριν από την κατά τις 28.9.1999 έναρξη ισχύος του πιο πάνω νόμου 2741/1999, αρχίζει από την ημερομηνία αυτή, γιατί αλλιώς για τις μισθώσεις, που έληξαν πριν από τις 28.9.1999, παρέχεται μικρότερη προθεσμία άσκησης της αγωγής απόδοσης του μισθίου ή ενδεχομένως καμία προθεσμία, αν η λήξη της μίσθωσης έλαβε χώρα εννέα τουλάχιστον μήνες πριν από τις 28.9.1999, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια την άνιση μεταχείριση των εκμισθωτών τούτων, σε σχέση με τους λοιπούς. Η νέα αυτή ρύθμιση δεν εφαρμόζεται στις υποθέσεις, στις οποίες έχει ασκηθεί αγωγή απόδοσης του μισθίου, λόγω λήξεως της μίσθωσης κατά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου. Εξάλλου το άρθρο 7 παρ. 16 του ν. 2741/1999 ορίζει, ότι "τα άρθρα 60 και 61 του π.δ. 34/1995, όπως ίσχυσαν πριν από την τροποποίηση τους με τον παρόντα νόμο, εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος δίκες". Η έννοια της εκκρεμούς δίκης ταυτίζεται εν προκειμένω με την έννοια της εκκρεμοδικίας του άρθρου 221 ΚΠολΔ, η οποία επέρχεται με την κατάθεση της αγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση, η παραδεκτώς (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκοπούμενη από 16.10.1999 αγωγή απόδοσης του μισθίου κατατέθηκε στις 22.12.1999, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου και συνεπώς στην ένδικη υπόθεση εφαρμόζεται το άρθρο 61 του π.δ. 34/1995, όπως αυτό ισχύει μετά την κατά τα ως άνω αντικατάσταση του. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής πραγματικά περιστατικά. Η ένδικη μίσθωση άρχισε στις 14.5.1976 και έληξε, μετά από τις αναγκαστικές παρατάσεις, που κατά καιρούς θεσπίστηκαν, στις 31.8.1997. Δεν συμφωνήθηκε δε εγγράφως η παράσταση της. Ακολούθως τα ίδιο δικαστήριο έκρινε, ότι το αναιρεσείον δεν άσκησε την ένδικη αγωγή μέσα στην προθεσμία των εννέα μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 15 του ν. 2741/1999, που αρχίζει από τις 31.8.1997 και επομένως η μίσθωση παρατάθηκε μέχρι στις 31.8.2001. Συνεπώς το Εφετείο, που εξήνεγκε τη μνημονευθείσα κρίση του, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 61 του π.δ. 34/1995, όπως τώρα ισχύει, αφού δέχθηκε, ότι το ως άνω εννεάμηνο αρχίζει όχι από την έναρξη ισχύος του ν. 2741/1999, αλλά από την κατά την 31.8.1997 λήξη της μίσθωσης. Ετσι ο μοναδικός σχετικός λόγος αναίρεσης, που απορρέει από το άρθρο 559 αρ 1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.

   ΙΙ. Μετά από αυτά πρέπει ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο εκδόσαν την απόφαση Εφετείο, στο οποίο είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί την 3855/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών,

   Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Και

   Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος εκ χιλίων (1.000) ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 12 Ιουνίου 2002. Και

   Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του στις 19 Ιουνίου 2002.