ΑΠ Ολ. 36/2002

 

Αναγκαστική εκτέλεση - Αλλοδαπό δημόσιο - Αδεια Υπουργού Δικαιοσύνης - Γερμανικές αποζημιώσεις -.

Αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης. Την χορήγηση της άδειας αυτής μπορεί να αρνηθεί ο τελευταίος, σταθμίζοντας τις συντρέχουσες περιστάσεις, με γνώμονα την διαφύλαξη υπέρ του αλλοδαπού δημοσίου της ασυλίας εκτελέσεως - η οποία είναι διαφορετική και ανεξάρτητη από την ετεροδικία της δικαιοδοσίας - στην περίπτωση που δεν επιτρέπεται η εκτέλεση από γενικά αναγνωρισμένο κανόνα του διεθνούς δικαίου, όπως συμβαίνει με την εκτέλεση επί αντικειμένων που υπηρετούν κυριαρχικούς σκοπούς του αλλοδαπού δημοσίου, ή την διατήρηση των ομαλών σχέσεων με το αλλοδαπό δημόσιο, σε περίπτωση που εκτιμάται ότι οι σχέσεις αυτές μπορεί να διαταραχθούν εξαιτίας της εκτελέσεως. Η άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει άδεια για την εκτέλεση σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου δεν παραβλάπτει ην ουσία του σχετικού δικαιώματος, αφού δεν θίγει τη δικαστική απόφαση, η οποία εξακολουθεί να παράγει δεδικασμένο και να αποτελεί τίτλο εκτελεστό, που μπορεί να χρησιμεύσει προς εκτέλεση στην επικράτεια της αλλοδαπής πολιτείας από όργανα αυτής, εφόσον αναγνωρισθεί ή κηρυχθεί εκτελεστή, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων. Δεν τίθεται θέμα ελέγχου από τα δικαστήρια της δικαιολογημένης ή μη αρνήσεως του Υπουργού να χορηγήσει την άδεια, αφού η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας εξετάζεται σε σχέση με τη διάταξη που επιβάλλει τον περιορισμό και τον σκοπό που επιδιώκει και όχι με την εφαρμογή του περιορισμού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

(Αντίθετη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 36/2002

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Καρατζά, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Πέτρο Κακκαλή, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Ζέρβα, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Γεώργιο Χριστόφιλο, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Θεόδωρο Αποστολόπουλο - Εισηγητή, Χρήστο Μπαλντά, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Ευριπίδη Αντωνίου και Δημήτριο Καπτανή, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

   Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 16 Μαίου 2002, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονυσίου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

   Της καλούσας - αναιρεσείουσας: Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Βοιωτίας, νομίμως εκπροσωπουμένης ως αντιπροσώπου και γενικής εντολοδόχου των: ...

   Του καθού η κλήση - αναιρεσιβλήτου: Δημοσίου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που εδρεύει στο Βερολίνο και εκπροσωπείται νομίμως. Εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Στέφανο Δεληκωστόπουλο και Λάμπρο Σινανιώτη.

   Κοινοποιουμένη - Ανακοινουμένη: Α) προς το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε και Β) προς τον επί της Δικαιοσύνης Υπουργό, ατομικώς, ο οποίος δεν παραστάθηκε.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17 Ιουλίου 2000 ανακοπή του ήδη καθού η κλήση-αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3666/2001 του ίδιου Δικαστηρίου και 6847/2001 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η ήδη καλούσα-αναιρεσείουσα με την από 2 Οκτωβρίου 2001 αίτησή της.

   Στη συνέχεια εκδόθηκε η 301/2002 απόφαση του Ζ' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 21-2-2002 κλήση της ήδη αναιρεσείουσας η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

   Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν της καλούσας-αναιρεσείουσας την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, οι δε του καθού η κλήση-αναιρεσίβλητου την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη του παραπεμφθέντος στην Ολομέλεια λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

   Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.

   Επακολούθησε η έκδοση της 26/2002 αποφάσεως της Ολομέλειας, που απέρριψε την αίτηση-ένσταση των αναιρεσειόντων για εξαίρεση του Προέδρου αυτής.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Επειδή με την 301/2002 απόφαση του Ζ' Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια το δεύτερο μέρος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, διότι κρίθηκε ότι το τιθέμενο με αυτόν ζήτημα της καταργήσεως του άρθρου 923 του ΚΠολΔ με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), 1 παρ. 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής και 2 παρ. 3 και 14 του από 16.12.1966 Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, είναι γενικότερου ενδιαφέροντος (άρθρ. 563 παρ. 2β' ΚΠολΔ).

   Επειδή κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974, «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Κατά δε το άρθρο 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Οι διατάξεις αυτές εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο όχι μόνο το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο και προστασίας της περιουσίας του, αλλά και το δικαίωμα αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί, αφού η έλλειψη δυνατότητας εκτελέσεως της δικαστικής αποφάσεως θα καθιστούσε αναποτελεσματική και μάταιη την διασφαλιζόμενη από τις εν λόγω διατάξεις παροχή δικαστικής προστασίας και θα ισοδυναμούσε με στέρηση περιουσίας (απόφαση ΕΔΔΑ έτους 1997, στην υπόθεση H. κατά Ελλάδος). Την εκτέλεση άλλωστε των δικαστικών αποφάσεων και επί αστικών υποθέσεων εγγυώνται ρητά τα συμβαλλόμενα κράτη με τα άρθρα 2 παρ. 3γ' και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2462/1997. Το δικαίωμα όμως παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας με αναγκαστική εκτέλεση και σεβασμού της περιουσίας δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι είναι συμβατοί με τις παραπάνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις εφόσον α) επιδιώκουν νόμιμους σκοπούς, β) δεν παραβλάπτουν την ουσία του δικαιώματος και γ) υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των περιορισμών και του επιδιωκόμενου με αυτούς σκοπού (αποφάσεις ΕΔΔΑ της 21.11.2001 στις υποθέσεις A.-A. κατά Ηνωμένου Βασιλείου και McE. κατά Ιρλανδίας). Τέτοιο περιορισμό επιβάλλει και η διάταξη του άρθρου 923 του ΚΠολΔ που ορίζει ότι αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ειδικότερα η διάταξη αυτή περιορίζει το δικαίωμα αναγκαστικής εκτελέσεως επί περιουσιακών στοιχείων του αλλοδαπού δημοσίου που βρίσκονται στην Ελλάδα, τάσσοντας ως προϋπόθεση για την εκτέλεση την άδεια του άνω Υπουργού. Την χορήγηση της άδειας αυτής μπορεί να αρνηθεί ο τελευταίος, σταθμίζοντας τις συντρέχουσες περιστάσεις, με γνώμονα την διαφύλαξη υπέρ του αλλοδαπού δημοσίου της ασυλίας εκτελέσεως - η οποία είναι διαφορετική και ανεξάρτητη από την ετεροδικία της δικαιοδοσίας - στην περίπτωση που δεν επιτρέπεται η εκτέλεση από γενικά αναγνωρισμένο κανόνα του διεθνούς δικαίου, όπως συμβαίνει με την εκτέλεση επί αντικειμένων που υπηρετούν κυριαρχικούς σκοπούς του αλλοδαπού δημοσίου (απόφαση 2BvM1/1976 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ομ. Δημ. Της Γερμανίας), ή την διατήρηση των ομαλών σχέσεων με το αλλοδαπό δημόσιο, σε περίπτωση που εκτιμάται ότι οι σχέσεις αυτές μπορεί να διαταραχθούν εξαιτίας της εκτελέσεως. Ο επιδιωκόμενος με τον ανωτέρω περιορισμό του άρθρου 923 ΚΠολΔ σκοπός, δηλαδή αφενός η συμμόρφωση προς γενικώς αναγνωρισμένο κανόνα διεθνούς δικαίου και αφετέρου η αποφυγή διαταράξεως των διεθνών σχέσεων της χώρας, είναι θεμιτός, αφού συνάδει προς τον κανόνα της ασυλίας εκτελέσεων του αλλοδαπού δημοσίου και προς τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του Συντάγματος, που ορίζει ότι η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών, εμπίπτει δε και στην επιφύλαξη υπέρ της «δημόσιας ωφέλειας» και του «δημόσιου συμφέροντος» του άρθρου 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω η άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει άδεια για την εκτέλεση σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου δεν παραβλάπτει ην ουσία του σχετικού δικαιώματος, αφού δεν θίγει τη δικαστική απόφαση, η οποία εξακολουθεί να παράγει δεδικασμένο και να αποτελεί τίτλο εκτελεστό, που μπορεί να χρησιμεύσει προς εκτέλεση στην επικράτεια της αλλοδαπής πολιτείας από όργανα αυτής, εφόσον αναγνωρισθεί ή κηρυχθεί εκτελεστή, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων (πρβλ. και απόφαση του ΔΕΚ της 28.3.2000 επί προδικαστικού ερωτήματος του γερμανικού αναιρετικού Δικαστηρίου). Τέλος από την εκτίμηση του περιορισμού που θέτει το άρθρο 923 του ΚΠολΔ και την επιδιωκόμενη με αυτόν συμμόρφωση προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και αποφυγή διαταράξεως των διεθνών σχέσεων της χώρας συνάγεται ότι ο εν λόγω περιορισμός δεν είναι δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο ως άνω σκοπό. Σημειώνεται ότι με τη διαπίστωση αυτή πληρούται και η προϋπόθεση της αναλογικότητας του μέσου προς τον σκοπό, που απαιτείται για τη συμβατότητα του περιορισμού του άρθρου 923 του ΚΠολΔ προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής και 2 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και επομένως δεν τίθεται θέμα ελέγχου από τα δικαστήρια της δικαιολογημένης ή μη αρνήσεως του Υπουργού να χορηγήσει την άδεια, αφού η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας εξετάζεται σε σχέση με τη διάταξη που επιβάλλει τον περιορισμό και τον σκοπό που επιδιώκει και όχι με την εφαρμογή του περιορισμού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

   Κατά τη γνώμη όμως πέντε μελών του Δικαστηρίου, του Προέδρου Στέφανου Ματθία και των Αρεοπαγιτών Νικολάου Γεωργίλη, Κωνσταντίνου Βαλμαντώνη, Θεοδώρου Αποστολόπουλου και Δημητρίου Καπτανή, η διάταξη του άρθρου 923 του ΚΠολΔ είναι συμβατή προς τις ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και διότι η άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει την άδεια μπορεί να ελεγχθεί δικαστικώς για τυχόν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Συντάγματος.

   Στην προκείμενη υπόθεση το Εφετείο Αθηνών έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι η διάταξη του άρθρου 923 του ΚΠολΔ δεν αντίκειται στα άρθρα 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής και 2 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και ότι η άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης ήταν απαραίτητη για την έναρξη αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του ήδη αναιρεσιβλήτου αλλοδαπού Δημοσίου, ακολούθως δε δέχθηκε την ανακοπή του τελευταίου και ακύρωσε την επισπευδόμενη από τους αναιρεσείοντες, χωρίς άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης, αναγκαστική εκτέλεση επί ακινήτου του αναιρεσιβλήτου. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις και ο αντίθετος από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, όπως εκτιμήθηκε, μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του ? το οποίο παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια μετά την απόρριψη του πρώτου μέρους αυτού - είναι αβάσιμος. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ο ως άνω λόγος της αναιρέσεως και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Απορρίπτει την από 2.10.2001 αίτηση της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Βοιωτίας και λοιπών για αναίρεση της 6847/2001 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

   Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου που ορίζει σε δύο χιλιάδες εκατό (2.100) Ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2002 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 28 Ιουνίου 2002.