ΑΠ 1554/2002

 

Απόφαση ΑΕΔ - Δεδικασμένο - Οικογενειακό επίδομα -.

Ενόψει των αποτελεσμάτων της 3/2001 αποφάσεως του Α.Ε.Δ., που έκρινε αντισυνταγματική και άρα ανίσχυρη τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 6 του Ν. 1505/1984, ο εκ του άρθρου 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, σύμφωνα με τον οποίο το ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, παραβίασε την εν λόγω διάταξη δια της εφαρμογής της, ενώ δεν έπρεπε, μετ' αποδοχή της σύμφωνης με το περιεχόμενό της και γι' αυτό δεδικασμένο για την παρούσα δίκη αποτελούσας, κατά την κρίση του ίδιου δικαστηρίου, αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί προγενέστερης αγωγής του αναιρεσείοντος κατά του αντιδίκου του με παρόμοιο αλλά σε προγενέστερο χρόνο αναφερόμενο αίτημα, το οποίο απέρριψε τελεσιδίκως κατ' εφαρμογή της άνω διατάξεως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Την παραδοχή του λόγου τούτου δεν εμποδίζει η ύπαρξη του ανωτέρω δεδικασμένου, που αναφέρεται στην ισχύ και, εντεύθεν, εφαρμογή της ως άνω διατάξεως του ουσιαστικού νόμου.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 1554/2002

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   Β1' Πολιτικό Τμήμα

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ευάγγελο Περλίγκα, Αντιπρόεδρο, Δημήτριο Παπαμήτσο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Ιωάννη Δαβίλλα και Πολύκαρπο Βουλγαρη, Αρεοπαγίτες.

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1 Οκτωβρίου 2002, με την παρουσία και της Γραμματέως Ευθυμία Μαντζανά, για να δικάσει μεταξύ:

   Του αναιρεσειόντος: Δ.Β του Β., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλίκη Μαυρογίαννη.

   Του αναιρεσίβλητου: Νομικού Πρωσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ ΜΕΤΑΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (ΕΟΜΜΕΧ)" το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ασπασία Ψιάχου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.

   Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 7-7-1997 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 47/1998 του ίδιου δικαστηρίου και 2106/1999 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5-5-2001 αίτησή του.

   Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Παπαμήτσος ανέγνωσε την από 17-9-2002 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του τέταρτου λόγου της αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Επειδή, κατά το άρθρο 21 του Ν. 345/1976, οι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου είναι, κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος, αμετάκλητες και αποκλείεται η άσκηση κατ' αυτών τριτανακοπής, ισχύουν δε από τις επ' ακροατηρίου δημοσιεύσεως των έναντι όλων, εκτός αν με ειδική διάταξη ορίζεται διαφορετικά. Επίσης η διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζει ότι η απόφαση του ειδικού δικαστηρίου, με την οποία έχει αρθεί αμφισβήτηση σχετικά με την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα τυπικού νόμου, ισχύει έναντι όλων από τη δημοσία συνεδρίαση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου: α) δεσμεύει και τα δικαστήρια όλων των βαθμίδων και δικαιοδοσιών της Ελληνικής επικράτειας ακόμη και δια τις εκκρεμείς ενώπιον Εφετείου ή Αρείου Πάγου υποθέσεις, για το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του νόμου, το οποίο έλυσε, β) όταν κηρύσσουν αναδρομικώς νόμον ως αντισυνταγματικόν, αποτελούν λόγον αναψηλαφήσεως κάθε αποφάσεως, έστω και αμετάκλητης, που εκδόθηκε εντός του χρονικού διαστήματος της αναδρομής, γ) ισοδυναμούν προς νομοθετικήν μεταβολήν και επάγονται εφεξής κατάργηση του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας (Ολ.ΑΠ 10/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, το Ειδικό Δικαστήριο με την απόφαση του 3/7.3.2001 έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 6 του Ν. 1505/1984, η οποία αποκλείει ολόκληρου του οικογενειακού επιδόματος και στους δύο συζύγους όταν αυτοί είναι και οι δύο υπάλληλοι του Δημοσίου ή νπδδ ή ΟΤΑ ή όταν ο ένας από αυτούς είναι υπάλληλος των υπηρεσιών αυτών και ο άλλος υπάλληλος του δημοσίου τομέα, όπως ειδικότερα στη διάταξη αυτή ορίζεται, στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος και, επομένως, είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα. Συνεπώς, είναι άμεσα εφαρμοστέος ο γενικός κανόνας της παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 1505/1984, κατά τον οποίο οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν ολόκληρο το οικογενειακό επίδομα, προσαυξημένο ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων, χωρίς τις διακρίσεις στις οποίες προβαίνει η ως αντισυνταγματική κριθείσα παρ. 6 του ίδιου άρθρου και νόμου. Ενόψει των άνω αποτελεσμάτων της 3/2001 αποφάσεως του Α.Ε.Δ., που έκρινε αντισυνταγματική και άρα ανίσχυρη τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 6 του Ν. 1505/1984, ο τέταρτος εκ του άρθρου 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, σύμφωνα με τον οποίο το ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, παραβίασε την εν λόγω διάταξη δια της εφαρμογής της, ενώ δεν έπρεπε, μετ' αποδοχή της σύμφωνης με το περιεχόμενό της και γι' αυτό δεδικασμένο για την παρούσα δίκη αποτελούσας, κατά την κρίση του ίδιου δικαστηρίου, 4760/1993 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί προγενέστερης αγωγής του αναιρεσείοντος κατά του αντιδίκου του με παρόμοιον αλλ' εις προγενέστερον χρόνον αναφερόμενο αίτημα, το οποίο απέρριψε τελεσιδίκως κατ' εφαρμογή της άνω διατάξεως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Την παραδοχήν του λόγου τούτου δεν εμποδίζει η ύπαρξη του άνω δεδικασμένου, που αναφέρεται στην ισχύν και, εντεύθεν, εφαρμογή της ως άνω διατάξεως του ουσιαστικού νόμου, αφού η αντίθετη προς τούτο προαναφερόμενη απόφαση του ΑΕΔ, η έκδοση της οποίας προηγήθηκε του αναιρετικού σταδίου της παρούσας υπόθεσης, δεσμεύει, ως προς την άνω κρίση της, το παρόν Δικαστήριο καθόσον αφορά στην ισχύ της προκείμενης διάταξης και καταλύει κάθε αντίθετη σχετική με την ισχύ της δεδικασμένη κρίση, όταν το ως άνω αντικείμενο εισάγεται εκ νέου προς έρευνα ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, ακόμη και του Αρείου Πάγου. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές (ΚΠολΔ 580 παρ. 3). Η εξέταση των λοιπών λόγων της αναίρεσης παρέκλει ως άνευ αντικειμένου.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί τη 2106/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως Εφετείου.

   Παραπέμπει την υπόθεση για περαιρέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές. Και

   Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει σε χίλια (1.000) Ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2002

   Δημοσιεύθηκε  στο ακροατήριό του  στις 5 Νοεμβρίου 2002.